Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

Γενίτσαροι



Οι γενίτσαροι (yeni çeri, που σημαίνει «νέος στρατός») ανήκαν στους «δούλους της πύλης / του σουλτάνου» (kapıkulları). Ο θεσμός αυτός, η χρήση δηλαδή βασιλικών σκλάβων στο στρατό και τη διοίκηση, εντάσσεται σε μια μακραίωνη μεσανατολική παράδοση (με καταβολές στο αρχαίο Ιράν, την κεντρική Ασία και τους Σελτζούκους) και εξασφάλιζε θεωρητικά την απόλυτη κυριαρχία του σουλτάνου, που είχε έτσι στη διάθεσή του ένα σώμα αφοσιωμένων και πειθαρχημένων ακολούθων, επάνω στους οποίους είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου. Οι σκλάβοι αυτοί συνήθως ήταν αιχμάλωτοι πολέμου ή όμηροι από νεοκατακτημένες περιοχές. Επίσης μπορεί να προέρχονταν από σκλαβοπάζαρα, ή, τέλος, από το περιβόητο παιδομάζωμα (devşirme).Οι πρώτες αναφορές για το παιδομάζωμα χρονολογούνται στα τέλη του 14ου αιώνα· η ακμή του θεσμού τοποθετείται στο 15ο και 16ο αιώνα, ενώ τελευταίες αναφορές γι' αυτό έχουμε στις αρχές του 18ου. Κατά τακτά χρονικά διαστήματα, ειδικοί αξιωματούχοι από την Κωνσταντινούπολη γύριζαν σε χριστιανικά χωριά των Βαλκανίων, κυρίως της Αλβανίας και της Σερβίας, αλλά και της Μικράς Ασίας, και επέλεγαν αρσενικά παιδιά χριστιανών 8-20 ετών. Τα παιδιά αυτά μεταφέρονταν στην πρωτεύουσα και εκεί περνούσαν από μια πρώτη διαδικασία επιλογής: τα εξυπνότερα και ικανότερα ονομάζονταν iç oğlanı και έμεναν στο παλάτι, ενώ τα υπόλοιπα στέλνονταν σε οικογένειες Τούρκων στην ύπαιθρο προκειμένου να μάθουν τη γλώσσα και τους τύπους της θρησκείας, λίγα χρόνια μετά εκπαιδεύονταν στη στρατιωτική τέχνη και πειθαρχία (οπότε και ονομάζονταν acemî oğlan) και εντάσσονταν σε επίλεκτα σώματα τυφεκιοφόρων, τους περίφημους καθαυτό γενίτσαρους (yeniçeri), ή και σε άλλα έμμισθα σώματα, όπως τους «οπλουργούς» ή cebeci, τους «πυροβολητές» και κατασκευαστές κανονιών (topçu), τους λογχοφόρους ιππείς ή σπαχήδες (kapukulu süvarileri, sipahişer, οι σπαχήδες αυτοί δεν πρέπει να συγχέονται με το ομώνυμο σώμα τιμαριούχων ιππέων).

Τα σώματα αυτά αποτελούσαν τις τρόπον τινά επίλεκτες μονάδες του οθωμανικού στρατού, ιδίως κατά το 15ο και 16ο αιώνα, οπότε και χρησιμοποιούσαν πυροβόλα όπλα (το μεγάλο πλεονέκτημα των Οθωμανών) σε αντίθεση με τους λογχοφόρους σπαχήδες. Από το 17ο αιώνα και μετά και άλλα σώματα (κυρίως μισθοφορικά) χρησιμοποιούν πλέον μουσκέτα, ο ρόλος των γενιτσάρων όμως στον πόλεμο παραμένει σημαντικός, καθώς ουσιαστικά αποτελούν το κύριο σώμα του μόνιμου στρατού της αυτοκρατορίας.

Δεν ήταν όμως μόνο στρατιωτικός ο σκοπός του παιδομαζώματος. Τα παιδιά που επιλέγονταν για υπηρεσία στο παλάτι, τα iç oğlanı, εκπαιδεύονταν στα γράμματα, μάθαιναν γραφή και ανάγνωση, καθώς και διάφορες τέχνες· ύστερα από δύο ως εφτά χρόνια περνούσαν από μια δεύτερη διαδικασία επιλογής και τέλος έβγαιναν από το παλάτι με διάφορους βαθμούς της στρατιωτικής και διοικητικής ιεραρχίας. Από τα μέσα του 15ου αιώνα και μετά, όλη η ανώτερη και ανώτατη διοίκηση, του μεγάλου βεζίρη συμπεριλαμβανομένου, αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από τέτοιους δούλους του σουλτάνου.2

2. Παρακμή του συστήματος στρατολόγησης

Ήταν τέτοιες οι προοπτικές κοινωνικής κινητικότητας από την ένταξη στο σώμα των δούλων του σουλτάνου ώστε πολύ σύντομα μουσουλμανικές οικογένειες άρχισαν παράτυπα να επιδιώκουν, με διάφορους τρόπους, την ένταξη των παιδιών τους στην κατηγορία αυτή. Για το λόγο αυτό άλλωστε οι μουσουλμάνοι της Βοσνίας κατέκτησαν από νωρίς το δικαίωμα να συμμετέχουν στο παιδομάζωμα όπως και οι χριστιανοί.

Είναι κοινός τόπος σε όλα τα συμβουλευτικά κείμενα, τα οποία διεκτραγωδούν την κατάσταση της αυτοκρατορίας και προτείνουν μέτρα για την επάνοδο στην παλαιότερη ακμή, η έμφαση στην παρακμή του σώματος των γενιτσάρων. Συχνά αναφέρεται η καταστρατήγηση των κανόνων που από παλιά ρύθμιζαν την οργάνωση και την ιεραρχία τους (απαγόρευση γάμου ή ενασχόλησης με άλλες δραστηριότητες), κυρίως όμως στηλιτεύεται η χωρίς λόγο υπέρμετρη αύξηση του αριθμού τους.3 Ορισμένοι αριθμοί που δίνονται είναι χαρακτηριστικοί. Σύμφωνα με τον σπουδαίο λόγιο Χεζαρφέν Χουσεΐν Εφέντη, το σύνολο των στρατιωτών που μισθοδοτούνταν από το κρατικό ταμείο εκτινάχτηκε από 48.000 περίπου επί Σουλεϊμάν Α΄ σε 100.000 στις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα. Κατά τη βασιλεία του Μουράτ Δ΄ (1623-40) ο αριθμός τους μειώθηκε σχεδόν στο μισό (59.000), για να φτάσει πάλι στις 95.000 το 1670.4

Για να κατανοήσουμε τα αίτια αυτής της αλματώδους αύξησης αρκεί να αναλογιστούμε τη μείωση του αριθμού των νεοσυλλέκτων (acem oğlanı) από 7.745 το 1568 σε 4.372 το 1670, ενώ αντίστοιχα ο αριθμός των γενιτσάρων αυξήθηκε από 12.789 σε 53.849.5 Η αύξηση λοιπόν δεν οφείλεται σε ένταση του παιδομαζώματος, το οποίο άλλωστε φαίνεται να είχε ατονήσει από τις αρχές τουλάχιστον του 17ου αιώνα σε αντίθεση με το ποσοστό των αγορασμένων σκλάβων και των αιχμαλώτων πολέμου, αλλά –όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω– στην εισχώρηση στις τάξεις των γενιτσάρων διαφόρων ξένων στοιχείων, τα οποία δεν προέρχονταν από το παιδομάζωμα αλλά ούτε και από τις άλλες πηγές σκλάβων.

Στα κείμενα της λεγόμενης συμβουλευτικής γραμματείας είναι κοινός τόπος οι αναφορές σε Τσιγγάνους και σε «παιδιά της πόλης» (şehr oğlanları, δηλαδή νεαρούς μουσουλμάνους από τις κατώτερες τάξεις της Κωνσταντινούπολης), που είχαν παράτυπα ενταχθεί στους γενιτσαρικούς καταλόγους· οι καταγγελίες αυτές συμπληρώνονται συνήθως με «Τούρκους» (μουσουλμάνους αγρότες, δηλαδή, από τη μικρασιατική ύπαιθρο), Λαζούς και άλλες μουσουλμανικές εθνότητες.6 Σύμφωνα με τον Κοτσί Μπέη, η αρχή του κακού έγινε όταν διάφορα άτομα τα οποία βοήθησαν στις γιορτές του 1574 συγκρατώντας τα πλήθη με λαδωμένα τουλούμια ζήτησαν και πέτυχαν να εγγραφούν ως γενίτσαροι.7 Το 1610 αναφέρεται ότι οι γενίτσαροι μπορούν να γράψουν τους πρωτότοκους γιους τους στους καταλόγους, όχι όμως τους υπόλοιπους απογόνους τους.8 Στα μέσα πάντως του 17ου αιώνα αναφέρεται ότι οι θαλαμοφύλακες των γενιτσάρων έγραφαν στα κατάστιχα μπακάληδες και χαμάληδες, με συνέπεια τη διαμαρτυρία των νεοσύλλεκτων acemî oğlan.9

Τόσο εύκολο ήταν να γραφτεί κάποιος γενίτσαρος ώστε, σύμφωνα με ένα μαρτυρολόγιο, την ίδια εποχή ο Αρμένιος Γαβριήλ, ο οποίος μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη, ακολουθώντας το παράδειγμα του μεγαλύτερου αδελφού του εξισλαμίστηκε και γράφτηκε όπως και εκείνος στους γενιτσάρους· στη συνέχεια λιποτάκτησε, επανήλθε στην αρχική θρησκεία του και εκτελέστηκε το 1662.10 Στα τέλη του ίδιου αιώνα πολλοί φέρονται μάλιστα να γράφονται στους καταλόγους των γενιτσάρων χωρίς να πληρώνονται, μόνο και μόνο για να απολαμβάνουν φορολογικές απαλλαγές.11 Το 1765 ο διαβόητος φαναριώτης Σταυράκογλου φέρεται μάλιστα, αν και χριστιανός, να «είναι απ’ τους αλτμής μπες κη αυτός γιανίτζαρης γραμμένος/ και είναι μέσα ‘ς τον ορτάν πολύ εξακουσμένος», τόσο που ο μποσταντζήμπασης φοβάται να τον εκτελέσει «μήπως οι γιολντάσιδες έλθουν καί τόν επάρουν».12 Στα τέλη του 18ου αιώνα, ο Αθανάσιος Κομνηνός-Υψηλάντης μπορεί πλέον να γράψει απλώς ότι «ο τίτλος των γιαννιτζάρων εστί κληρονομικός· το περισσότερον μέρος των Τούρκων καταγράφεται εις εν τάγμα γιαννιτζάρων με την εκλογή τους διά να απολαμβάνωσι τα προνόμια».13

3. Ο ρόλος των γενιτσάρων στη ζωή της πρωτεύουσας

Ένα φαινόμενο που τονίζεται συχνά από την οθωμανική πολιτική γραμματεία είναι η ενασχόληση πολλών δούλων της πύλης με διάφορες δραστηριότητες ξένες προς την αποστολή τους, κυρίως με κερδοφόρες εμπορικές επιχειρήσεις·14 σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις οι επιχειρήσεις αυτές δεν είναι καν νόμιμες. Αναφέρεται, για παράδειγμα, η συνεργασία γενιτσάρων με απίστους για το λαθρεμπόριο κρασιού,15ή η παράνομη ενασχόληση γενιτσάρων με το δουλεμπόριο.16 Πρέπει να σημειωθεί, πάντως, ότι ολόκληρο αυτό το ιστοριογραφικό μοτίβο εντάσσεται σε ένα συγκεκριμένο είδος «λόγου της παρακμής» και πρέπει να εξετάζεται με προσοχή. Στην πραγματικότητα, η οικονομική δραστηριότητα δεν ήταν ποτέ ασύμβατη με την ιδιότητα του «στρατιωτικού» (‘askerî) και δούλοι του σουλτάνου –είτε γενίτσαροι είτε αξιωματούχοι– ασκούσαν αγροτικές και εμπορικές δραστηριότητες ήδη (τουλάχιστον) από τις αρχές του 16ου αιώνα.17 Άλλωστε, κάποιες από τις δραστηριότητες αυτές είχαν ενίοτε όχι συμπληρωματικό αλλά βιοποριστικό χαρακτήρα, ιδίως όσον αφορά τις φρουρές των συνοριακών κάστρων, οι οποίες πληρώνονταν πολύ λιγότερο τακτικά απ’ ό,τι τα τακτικά στρατεύματα και αναγκάζονταν να κάνουν εμπόριο (ή και λαθρεμπόριο) με τους τοπικούς πληθυσμούς μέχρι να πληρωθούν τους μισθούς τους.18

Στο πλαίσιο αυτό της γενιτσαρικής επιχειρηματικότητας, είναι ενδιαφέρον να σημειώσει κανείς ότι στις απογραφές περιουσιών της Κωνσταντινούπολης του 17ου αιώνα οι κατώτεροι στρατιωτικοί φαίνεται να έχουν κυρίως μετρητά και δευτερευόντως ακίνητη περιουσία, κάτι που μοιάζει να αντιστρέφεται στους στρατιωτικούς αξιωματούχους (kethüda, çavuş), οι οποίοι ενδεχομένως στρέφονταν και σε επενδύσεις.19Το πώς μια τέτοια περιουσία μπορούσε να αποκτηθεί φαίνεται, για παράδειγμα, όταν το 1651 οι γενίτσαροι που κυριαρχούν τότε στην πρωτεύουσα επιβάλλουν υψηλότερες τιμές στα υλικά που πουλούν στο δημόσιο, ανακατεύονται στον ορισμό των τιμών των προϊόντων και επενδύουν κεφάλαιο σε καταστήματα (π.χ. φούρνους ή παντοπωλεία) τα οποία χαίρουν προνομιακής μεταχείρισης.20 Αργότερα, και αντίθετα με τις εξεγέρσεις των σπαχήδων, οι οποίες εξέφραζαν ίσως περισσότερο τα συμφέροντα της μικρασιατικής αγροτικής οικονομίας, οι εξεγέρσεις των γενιτσάρων μοιάζουν να επιδιώκουν συχνά το συμφέρον των εμποροβιοτεχνικών τάξεων της πρωτεύουσας, σε συμμαχία συνήθως με κάποιες ομάδες της ελίτ.21 Το 18ο αιώνα πια η συμμαχία των γενιτσάρων με τους εμποροβιοτέχνες της Κωνσταντινούπολης, πολλοί από τους οποίους οπωσδήποτε ανήκαν στο σώμα ή είχαν συγγενικές σχέσεις με γενιτσάρους, ήταν γεγονός.22

4. Γενίτσαροι και παραβατικότητα

Οι σχέσεις των γενιτσάρων με τα αστικά στρώματα ήταν λοιπόν πολύμορφες. Πέρα από τις εμπορικές τους συναλλαγές, τις οποίες αναφέραμε παραπάνω, ή τους υπηρέτες (γιαμάκια) που αναφέρει ο Αθανάσιος Κομνηνός-Υψηλάντης,23 οι γενίτσαροι ήταν τακτικοί θαμώνεςκαφενείων και ταβερνών, όπου μαζεύονταν άτομα από όλα τα αστικά στρώματα, από τους μορφωμένους, «πνευματώδεις και ηδονιστές» μέχρι τα «παιδιά της πόλης». Μέλη των διαφόρων στρατιωτικών σωμάτων (γενίτσαροι, άτακτοι στρατιώτες, ιππείς της Πύλης) αποτελούσαν τη σταθερή πελατεία των καφενείων της Κωνσταντινούπολης,24 των ταβερνών της25 αλλά και των χαμάμ-πορνείων της.26 Γύρω στο 1640 αναφέρεται χαρακτηριστικά πως ό,τι φόρους και πρόστιμα μαζεύουν οι γενίτσαροι τα ξοδεύουν κατευθείαν στις ταβέρνες, σαν να ήταν πληρεξούσιοι εκπρόσωποι των ταβερνιάρηδων.27

Ευνόητο είναι ότι τέτοιες συμπεριφορές ήταν σχεδόν ενδημικές, παρά τις κατά καιρούς κατασταλτικές προσπάθειες. Διαβάζουμε λόγου χάριν για τη δυσαρέσκεια του Μουράτ Γ΄ όταν, περνώντας με πλοίο μπροστά από μια παραθαλάσσια χριστιανική ταβέρνα, είδε μεθυσμένους γενίτσαρους να τον αναγνωρίζουν και να πίνουν στην υγεία του.28 Σύμφωνα μάλιστα με τον ιστορικό και συγγραφέα Κιατίπ Τσελεμπή, μία από τις αιτίες της δυσαρέσκειας των γενιτσάρων κατά του Οσμάν Β΄ (που οδήγησε στην εκθρόνιση και εκτέλεσή του το 1622) ήταν και το ότι ο αρχηγός της ανακτορικής φρουράς, λόγω της έχθρας του με τον αγά των γενιτσάρων, έκανε εφόδους στις ταβέρνες, πετώντας στη θάλασσα όσους γενιτσάρους συνελάμβανε.29

Όσον αφορά τη σχέση των γενιτσάρων με περιθωριακές ή παραβατικές συμπεριφορές, πρέπει να τονίσουμε το καθεστώς ετεροδικίας το οποίο απολάμβαναν. Οι γενίτσαροι δικάζονταν όπως είδαμε και παραπάνω από τις δικές τους αρχές, κάτι που φαίνεται να ωθούσε εκείνους μεν σε μεγαλύτερη εγκληματικότητα και κοινούς εγκληματίες στην επιδίωξη να γράφονται στο σώμα προκειμένου να εξασφαλίσουν ατιμωρησία.30Στα τέλη του 16ου αιώνα, ένας Βόσνιος συγγραφέας, ο Χασάν Κιαφί, σημειώνει τις πολυάριθμες περιπτώσεις καταπίεσης και αυθαιρεσίας των στρατιωτικών έναντι των ραγιάδων (του φορολογούμενου πληθυσμού), παρατηρώντας ότι οι χειρότεροι ήταν οι δούλοι του σουλτάνου.31 Ένας από τους λόγους μάλιστα για τους οποίους, σε ένα συμβουλευτικό έργο των μέσων του 17ου αιώνα, θεωρείται ότι πρέπει κάθε στρατιωτικός να φορά την προορισμένη για το σώμα του ενδυμασία, είναι για να γίνεται εφικτή η άμεση εύρεση και τιμωρία του σε περίπτωση που εμπλακεί σε κάποια συμπλοκή.32 Συχνά συναντάμε γενίτσαρους ή άλλους στρατιωτικούς μπλεγμένους σε διαφόρων ειδών εγκλήματα· στα ιεροδικαστικά κατάστιχα της Κωνσταντινούπολης παρατηρεί κανείς ότι μεγάλο ποσοστό των περιστατικών σωματικής βλάβης ή φόνου φαίνεται να διαπράχθηκε από μέλη κάποιου στρατιωτικού σώματος και κυρίως από δούλους του σουλτάνου. 

5. Οι εξεγέρσεις των γενιτσάρων και η κατάργηση του σώματος

Ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες του 16ου αιώνα οι εξεγέρσεις των γενιτσάρων της Κωνσταντινούπολης αποτέλεσαν ενδημικό φαινόμενο. Διεκδικώντας είτε αύξηση του μισθού τους είτε αποπομπή ή και εκτέλεση μη αρεστών σε αυτούς αξιωματούχων, στασίαζαν συχνά και συνήθως πετύχαιναν τους στόχους τους.

Με την εξέγερση του 1622 η ανάμειξη των γενιτσάρων στην πολιτική περνά σε νέο επίπεδο, καθώς στόχος τους πλέον δεν ήταν κάποιος βεζίρης ή άλλος αξιωματούχος αλλά ο ίδιος ο σουλτάνος (ο Οσμάν Β΄), ο οποίος πλήρωσε μάλιστα με τη ζωή του τις φήμες ότι σκόπευε να καταργήσει το γενιτσαρικό σώμα. Στη συνέχεια και καθ΄ όλη τη διάρκεια του 17ου και 18ου αιώνα οι γενίτσαροι αποτέλεσαν έναν από τους ισχυρότερους παίκτες στο πολιτικό παιχνίδι, συμμαχώντας με διάφορες παρατάξεις της διοικητικής ελίτ και του παλατιού και εντέλει, ιδίως από τα τέλη του 17ου αιώνα και μετά, εκφράζοντας συχνά τα συμφέροντα της εμποροβιοτεχνικής τάξης στην πρωτεύουσα. Σουλτάνοι όπως ο Μωάμεθ Δ΄ (1648-1687), ο Μουσταφά Β΄ (1695-1703) ή ο Αχμέτ Γ΄ (1703-1730) έχασαν το θρόνο τους εξαιτίας εξεγέρσεων στις οποίες πρωταγωνίστησαν οι γενίτσαροι. Το ίδιο συνέβη όταν το 1789 ο Σελίμ Γ΄ θέλησε να ιδρύσει ένα νέο τακτικό σώμα στρατού, το Nizam-i cedid (καινούρια τάξη), πάνω σε ευρωπαϊκά πρότυπα. Εμπόδιο πλέον παρά πλεονέκτημα του οθωμανικού κράτους στην προσπάθειά του να παρακολουθήσει τις εξελίξεις στη διεθνή σκηνή, οι γενίτσαροι της πρωτεύουσας εξουδετερώθηκαν και κατεσφάγησαν χάρη σε ένα καλά οργανωμένο σχέδιο του Μαχμούτ Β΄ το 1826. Το σώμα καταργήθηκε και η Οθωμανική Αυτοκρατορία πέρασε σε νέα φάση.





1. Uzunçarşılı, İ.H., Osmanlı Devleti teşkilâtından: Kapukulu Ocakları2 1 (Ankara 1988), σελ. 6-30 και 66-9· Gibb, H.A.R. – Bowen, H., Η ισλαμική κοινωνία και η Δύση 1: Η διοικητική ιεραρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Αθήνα 2005), σελ. 77 κ.ε.


2. Shaw, S., History of the Ottoman Empire and Modern Turkey 1: Empire of the Gazis: The Rise and Decline of the Ottoman Empire, 1280-1808 (Cambridge 1976), σελ. 122-24· Uzunçarşılı, İ.H.,Osmanlı Devleti teşkilâtından: Kapukulu Ocakları2 1 (Ankara 1988), σελ. 6-30 και 66-69· İnalcık, H., Η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η κλασική περίοδος 1300-1600 (Αθήνα 1995), σελ. 137-149 και 152-54· στο ίδιο, σελ. 145, χρήσιμος πίνακας που δείχνει όλες τις δυνατές κατευθύνσεις ανέλιξης ενός δούλου της πύλης (πρβ. και τον πίνακα στον Uzunçarşılı, İ.H.,Osmanlı Devleti teşkilâtından: Kapukulu Ocakları2 1 (Ankara 1988), σελ. 138· Murphey, R., Ottoman Warfare, 1500-1700 (London 1999), σελ. 43-49· Gibb, H.A.R. – Bowen, H., Η ισλαμική κοινωνία και η Δύση Α: Η διοικητική ιεραρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Αθήνα 2005), σελ. 106 κ.ε. και 389-422.


3. “Kitâbu mesâlihi'l-müslimîn ve menâfi'i'l-mü'minîn”, στο Yücel, Υ., Osmanlı Devlet Teşkilâtına dair Kaynaklar: Kitâb-i müstetâb – Kitâbu mesâlihi'l-müslimîn ve menâfi'i'l-mü'minîn – Hırzü'l-mülûk (Ankara 1988), σελ. 5-9 κ.α. Για μια κλασική (και τεκμηριωμένη) έκθεση της άποψης περί παρακμής του σώματος από έναν Τούρκο ιστορικό των μέσων του 20ού αιώνα, βλ. Uzunçarşılı, İ.H., Osmanlı Devleti teşkilâtından: Kapukulu Ocakları2 1 (Ankara 1988), σελ. 477-505. Για τους έγγαμους γενιτσάρους πρβ. πρώιμες περιπτώσεις στον Lowry, H.W., Η φύση του πρώιμου οθωμανικού κράτους (Αθήνα 2004), σελ. 238 και 252.


4. Özcan, Α., Anonim Osmanlı Tarihi (1099-1116 / 1688-1704) (Ankara 2000), σελ. 183-85. Πρβ. επίσης τους πίνακες του Murphey, R., Ottoman Warfare 1500-1700 (London 1999), σελ. 45.


5. Αναλυτικός πίνακας στον İnalcık, H., Η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η κλασική περίοδος 1300-1600 (Αθήνα 1995), σελ. 146· πρβ. και Uzunçarşılı, İ.H., Osmanlı Devleti teşkilâtından: Kapukulu Ocakları2 1 (Ankara 1988), σελ. 79-81 και 611-20.


6. Ενδεικτικά βλ. Selânikî Mustafâ Efendi, Târih-i Selânikî 1, İpşirli, M. (ed.) (Ankara 1999), σελ. 220, 368, 471 κ.α.· Koçi Bey, Koçi Beğ risâlesi (Konstantiniye 1885), σελ. 57-64· Murphey, R. (ed.-trans.), Kanûn-nâme-i sultânî li ‘Azîz Efendi: Aziz Efendi’s Book of Sultanic Laws and Regulations. An Agenda for Reform by a Seventeenth-Century Ottoman Statesman (Harvard 1985), σελ. 6 κ.α.· Mustafâ Na'îmâ, Tarih-i Na'îmâ 1 (İstanbul 1864-65), σελ. 422, 442-3 κ.α. Κατά τον Selânikî, ό.π., σελ. 18, ήδη στις τελευταίες εκστρατείες του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς είχαν εισχωρήσει στο στρατό κακοποιά στοιχεία· πρβ. στον ίδιο, σελ. 230-31. Πρβ. Gibb, H.A.R. – Bowen, H., Η ισλαμική κοινωνία και η Δύση 1: Η διοικητική ιεραρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Αθήνα 2005), σελ. 350 κ.ε.


7. Koçi Bey, Koçi Beğ risâlesi (Konstantiniye 1885), σελ. 57-6. Την ίδια περίπου εποχή ο νεομάρτυρας Ιωάννης ο Κάλφας (θάν. 1575), ως λεπτουργός του παλατιού, ασκεί την επιρροή του προκειμένου ο ανιψιός ενός αγά να γίνει ιτζ ογλάνι· βλ. Νικόδημος ο Αγιορείτης, Νέον Μαρτυρολόγιον, ήτοι μαρτυρία των νεοφανών μαρτύρων των μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως κατά διαφόρους καιρούς και τόπους μαρτυρησάντων...2, Πάσχος, Π.Β. (επιμ.) (Αθήνα 1961), σελ. 61.


8. Sandys, G., A Relation of a Iourney begun An. Dom. 1610. Foure Bookes containing a description of the Turkish Empire, of Aegypt, of the Holy Land, of the Remote parts of Italy, and Ilands adioyning (London 1615), σελ. 49. Ωστόσο, παρατηρεί ο ίδιος περιηγητής, πλέον γίνονται δεκτοί στο σώμα και άνθρωποι που δεν είναι ούτε γιοι ούτε εγγονοί χριστιανών.


9. Naima Mustafa Efendi, Tarih-i Naima 4 (Istanbul 1968), σελ. 418.


10. Riondel, H., Une page tragique de l'histoire religieuse du Levant: Le bienheureux Gomidas de Constantinople (1656-1707), prêtre arménien et martyr, d'après des documents inédits (Paris 1929), σελ. 5-7.


11. Πάνω από 10.000 τους υπολογίζει ο Ricaut, P., The History of the Present State of the Ottoman Empire: Containing the Maxims of the Turkish Polity, the most Material Points of the Mahometan Religion, their Sects and Heresies, their Convents and Religious Votaries; Their Military Discipline with an Exact computation of their forces both by sea and land. Illustrated with divers pieces of sculpture representing the variety of habits amongst the Turks (London 1686), σελ. 359· πρβ. Mantran, R., Istanbul dans la seconde moitié du XVIIe siècle. Essai d'histoire institutionelle, économique et sociale (Paris 1962), σελ. 390.


12. Legrand, E., Recueil de poëmes historiques en grec vulgaire, relatifs à la Turquie et aux principautés danubiennes (Paris 1877), σελ. 218. «Αλτμής μπες» σημαίνει «εξήντα πέντε»· θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι το κείμενο αναφέρεται στον 65o λόχο (ορτά), ξέρουμε ωστόσο ότι ο ορτάς αυτός καταργήθηκε επί Μουράτ Δ΄, ενάμιση αιώνα πριν: Gibb, H.A.R. – Bowen, H., Η ισλαμική κοινωνία και η Δύση 1: Η διοικητική ιεραρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Αθήνα 2005), σελ. 114 σημ. 170.


13. Κομνηνός-Υψηλάντης, Α., Εκκλησιαστικών και πολιτικών των εις δώδεκα βιβλίον Η', Θ' και Ι' , ήτοι Τα μετά την Άλωσιν (1453-1789). (εκ χειρογράφου ανεκδότου της ιεράς μονής του Σινά), αρχιμ. Γερμανός Αφθονίδης (επιμ.) (Κωνσταντινούπολη 1870), σελ. 763.


14. Mantran, R., Istanbul dans la seconde moitié du XVIIe siècle. Essai d'histoire institutionelle, économique et sociale (Paris 1962), σελ. 389-93. Ήδη το 1584 απαγορεύεται η ανάμειξη γενιτσάρων και άλλων στρατιωτικών σε εμπορικές υποθέσεις (στις οποίες δεν έπαιρναν υπόψη τις καθορισμένες τιμές) και κυρίως στο ιδιαίτερα προσοδοφόρο εμπόριο κρέατος· Uzunçarşılı, İ.H., Osmanlı Devleti teşkilâtından: Kapukulu Ocakları2 1 (Ankara 1988), σελ. 695-96· Refik, A., On altıncı asırda İstanbul hayatı (1553-1591)2 (İstanbul 1988), σελ. 98, 130-31 (VΙΙΙ/38, ΙΧ/50). Το 1596 βλέπουμε να υπάρχει έλλειψη αγαθών στην πρωτεύουσα καθώς πολλοί καταστηματάρχες, όντας σπαχήδες, γενίτσαροι ή άλλοι στρατιωτικοί, έλειπαν σε εκστρατεία χωρίς να αφήσουν συνέταιρο στο πόδι τους· Selânikî Mustafâ Efendi, Târih-i Selânikî 2, İpşirli, M. (ed.) (Ankara 1999), σελ. 615-16, 732, 784, 812.


15. “Kitâbu mesâlihi'l-müslimîn ve menâfi'i'l-mü'minîn”, στο Yücel, Υ., Osmanlı Devlet Teşkilâtına dair Kaynaklar: Kitâb-i müstetâb – Kitâbu mesâlihi'l-müslimîn ve menâfi'i'l-mü'minîn – Hırzü'l-mülûk (Ankara 1988), σελ. 74.


16. Refik, A., Hicrî on birinci asırda İstanbul hayatı (1000-1100)2 (İstanbul 1988), σελ. 25-26 (αρ. 52).


17. Kafadar, C., “On the Purity and Corruption of the Janissaries”, Turkish Studies Association Bulletin 15:2 (1991), σελ. 273-280.


18. Stein, M.L., “Ottoman Garrison Life: Kanije in the Mid-Seventeenth Century”, Turkish Studies Association Bulletin 17:1 (1993), σελ. 130-134.


19. Öztürk, S., Askeri kassama ait onyedinci asır İstanbul tereke defterleri (sosyo-ekonomik tahlil) (İstanbul 1995), σελ. 148.


20. Kâtib Çelebi, Fezleke 2 (İstanbul 1869-70), σελ. 373· Naima Mustafa Efendi, Tarih-i Naima 5 (Istanbul 1969), σελ. 96, 137, 139, 151.


21. Για μια απαρίθμηση των γενιτσαρικών εξεγέρσεων στην οθωμανική ιστορία βλ. Uzunçarşılı, İ.H., Osmanlı Devleti teşkilâtından: Kapukulu Ocakları2 1 (Ankara 1988), σελ. 506-21.


22. Πρβ. Quataert, D., Η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι τελευταίοι αιώνες, 1700-1922 (Αθήνα 2006), σελ. 79-81· του ίδιου, “Janissaries, Artisans and the Question of Ottoman Decline, 1730-1826”, στο Quataert, D. (ed.), Workers, Peasants and Economic Change in the Ottoman Empire, 1730-1914 (Istanbul 1993), σελ. 197-203· Olson, R., “The Esnaf and the Patrona Halil Rebellion of 1730: A Realignment in Ottoman Politics”, Journal of the Economic and Social History of the Orient 17 (1974), σελ. 329-44.


23. Κομνηνός-Υψηλάντης, Α., Εκκλησιαστικών και πολιτικών των εις δώδεκα βιβλίον Η', Θ' και Ι' , ήτοι Τα μετά την Άλωσιν (1453-1789). (εκ χειρογράφου ανεκδότου της ιεράς μονής του Σινά), αρχιμ. Γερμανός Αφθονίδης (επιμ.) (Κωνσταντινούπολη 1870, φωτομηχανική ανατύπωση Αθήνα 1972), σελ. 763 («έχουσι καί γιαμάκια οι γιαννίτζαροι, οι οποίοι ούτε εις τους οδάδες κάθηνται, ούτε λουφέν έχουσιν, ούτε ταΐνια, μόνον εις καιρόν πολέμου πηγαίνουσιν εις τον πόλεμον»).


24. Saraçgil, Α., “Generi voluttuari e ragion di stato: politiche repressive del consumo di vino, caffè e tabacco nell' Impero Ottomano nei secc. XVI e XVII”, Turcica 28 (1996), σελ. 163-193 και ειδικότερα σελ. 168.


25. Evliya Çelebi, Evliya Çelebi Seyahatnâmesi. Topkapı Sarayı Bağdat 304 Yazmasının Transkripsiyonu-Dizini. 1. Kitap: İstanbul, Gökyay, O.Ş. (ed.) (İstanbul 1996), σελ. 54/37b και 55/38b.


26. Bardakçı, M., Osmanlı'da seks. Sarayda gece dersleri (İstanbul 1993), σελ. 88, 90, 100, 102.


27. “Kitâbu mesâlihi'l-müslimîn ve menâfi'i'l-mü'minîn”, στο Yücel, Υ., Osmanlı Devlet Teşkilâtına dair Kaynaklar: Kitâb-i müstetâb – Kitâbu mesâlihi'l-müslimîn ve menâfi'i'l-mü'minîn – Hırzü'l-mülûk (Ankara 1988), σελ. 100-1. Πρβ. ένα ανέκδοτο που παραθέτει ο Kâtib Çelebi, Fezleke 1 (İstanbul 1869), σελ. 326-7, όπου γενίτσαροι και σπαχήδες πηγαίνουν τακτικά σε μια ταβέρνα και όπου ένας γενίτσαρος λέει χαρακτηριστικά ότι δεν έχει βλέψεις για την ιεραρχία και ζητά μόνο χρήματα.


28. Uzunçarşılı, İ.H., Osmanlı Devleti teşkilâtından: Kapukulu Ocakları2 1 (Ankara 1988), σελ. 482.


29. Kâtib Çelebi, Fezleke 2 (İstanbul 1869-70), σελ. 9 και 20, Naima Mustafa Efendi, Tarih-i Naima 2 (İstanbul 1968), σελ. 209, 213.


30. Heyd, U., Studies in Old Ottoman Criminal Law, Ménage, V.L. (ed.) (Oxford 1973), σελ. 221-22. Βλ. και Ricaut, P., The History of the Present State of the Ottoman Empire: Containing the Maxims of the Turkish Polity, the most Material Points of the Mahometan Religion, their Sects and Heresies, their Convents and Religious Votaries; Their Military Discipline with an Exact computation of their forces both by sea and land. Illustrated with divers pieces of sculpture representing the variety of habits amongst the Turks (London 1686), σελ. 325. Υπήρχαν βεβαίως περιπτώσεις όπου παρανομούντες γενίτσαροι τιμωρούνταν ή τουλάχιστον παύονταν.


31. İpşirli, M., “Hasan Kâfî el-Akhisarî ve devlet düzenine ait eseri Usûlü'l-hikem fî nizâmi'l-âlem”, Tarih Enstitüsü Dergisi 10-11 (1979-1980), σελ. 239-278 και ειδικότερα 275.


32. “Kitâbu mesâlihi'l-müslimîn ve menâfi'i'l-mü'minîn”, στο Yücel, Υ., Osmanlı Devlet Teşkilâtına dair Kaynaklar: Kitâb-i müstetâb – Kitâbu mesâlihi'l-müslimîn ve menâfi'i'l-mü'minîn – Hırzü'l-mülûk (Ankara 1988), σελ. 97, 98.

Οι Ηπειρώτες Σπαχήδες

Picture
Πριν την τουρκική κατάκτηση ολόκληρη η Ήπειρος ήταν χωρισμένη σε πολλές δεκάδες φέουδα με τοπικούς βυζαντινούς ηγεμόνες κατά το γνωστό τιμιοτικό σύστημα της <<Πρόνοιας>>...
Μετά την κατάκτηση της Ηπείρου, οι Τούρκοι στο νέο διοικητικό σύστημα, που επέβαλαν, πήραν πολλά στοιχεία από τον βυζαντινό τρόπο διοίκησης. Πολλοί Χριστιανοί Ηπειρώτες λοιπόν τιμαριούχοι(φεουδάρχες) θέλοντας να διατηρήσουν τα τιμάρια τους, δέχθηκαν να μπουν στην υπηρεσία του σουλτάνου και να τον ενισχύουν με στρατό στις πολεμικές επιχειρήσεις του. Μετά την υπαγωγή τους, κάτω από τις διαταγές του Σουλτάνου, οι Χριστιανοί φεουδάρχες έχαναν την κυριότητα των γαιών, που περιέρχονταν στην κατοχή τους, αλλά τους δόθηκε το δικαίωμα είσπραξης των καθορισμένων φόρων. Έτσι πολλοί από τους Ηπειρώτες ηγεμόνες, μαζί με τις δυνάμεις τους έγιναν ουσιαστικά μισθοφόροι του Σουλτάνου, διατηρώντας παράλληλα και κάποια στοιχεία αυτονομίας. Είναι οι λεγόμενοι Σπαχήδες, που συναντάμε στους πρώτους αιώνες της τουρκικής αυτοκρατορίας. Τα Ηπειρωτικά αυτά στρατιωτικά τμήματα είχαν τη δική τους διοίκηση και ξεχωριστή σημαία με την εικόνα του αγίου Γεωργίου, την οποία υποχρεούντο να αντικαθιστούν με την τουρκική όταν εκστράτευαν εκτός της Ηπείρου. Οι Σπαχήδες συγκροτούσαν τμήματα ιππικού και τελούσαν κάτω απ την ηγεσία του σαντζάκμπεη. Κατά τις εκστρατείες είχαν δική τους επιμέλεια και στρατοπέδευαν ξεχωριστά από τις υπόλοιπες τουρκικές δυνάμεις. Διατηρούσαν επίσης τη γλώσσα τους και την θρησκεία τους.
Οι Ηπειρώτες Χριστιανοί Σπαχήδες διατήρησαν τα προνόμια τους επί 2 αιώνες και στη συνέχεια, λόγω της μειονεκτικής τους θέσης απέναντι των Τούρκων, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα τιμάρια τους ή να προσχωρήσουν στον Ισλαμισμό.
Σύμφωνα με την παράδοση ο μαζικός εξισλαμισμός τψν Ηπειρωτών Σπαχήων έγινε μετά την νικηφόρα έκβαση ενός πολέμου των Τούρκων εναντίον των Περσών. Στις αρχές του 1635 περσικά στρατεύματα εισέβαλαν στις ανατολικές επαρχιες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και πολιόρκησαν την πόλη Βαν στην Αρμενία. Ο Σουλτάνος Μουράτ Δ΄ έδωσε εντολή στους διοικητές των σαντζακίων να συγκεντρώσουν τις στρατιωτικές δυνάμεις των και να κατευθυνθούν στο μέτωπο. Σ ΄αυτή την εκστρατεία οι Χριστιανοί Σπαχήδες της Ηπείρου (περίπου 15.000) προερχόμενοι από το Δέλβινο,το Αργυρόκαστρο, την Κόνιτσα, την Πρεμετή και την Άρτα συγκεντρώθηκαν στα Γιάννενα. Από εκεί ξεκίνησαν για το μέτωπο. Στη πρώτη μεγάλη σύγκρουση που έγινε ανάμεσα στις τουρκικές και τις Περσικές δυνάμεις, κοντά στο Βαν, οι Τούρκοι τράπηκαν σε άτακτη φυγή και απειλήθηκε γενικότερη καταστροφή. Τότε οι Ηπειρώτες Σπαχήδες έσωσαν την κατάσταση. Ξεδίπλωσαν τις σημαίες του αγίου Γεωργίου ώρμησαν εναντίον των Περσών και τους κατενίκησαν. Μετά τη μάχη, ο Σουλτάνος γοητευμένος από την γενναιότητα που απέδειξαν κάλεσε τους αρχηγούς τους να παρουσιαστούν στη σκηνή του, όπου και παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά οι σημαίες του αγ. Γεωργίου. Ταπεινωμένοι όμως οι Οθωμανοί στρατηγοί τόνισαν σε εισήγησή τους προς τον σουλτάνο τον κίνδυνο από την παρουσία τέτοιων χριστιανικών στρατευμάτων στο σώμα της αυτοκρατορίας. Ύστερα από αυτό  θορυβημένο το Διβάνι εξέδωσε διάταγμα σύμφωνα με το οποίο οι Χριστιανοί Σπαχήδες, για να διατηρήσουν τα προνόμιά τους έπρεπε να εξισλαμιστούν. Έτσι αρκετοί Ηπειρώτες Σπαχήδες εγκατέλειψαν τα τιμάρια τους, ενώ οι περισσότεροι εξισλαμίστηκαν.
Οι εξισλαμισμένοι Ηπειρώτες Σπαχήδες διατήρησαν κρυφά την πίστη τους και την ελληνική συνείδηση τους ως τα τέλη του 18ου αιώνα, οπότε αποκόπηκαν από τον κοινό ελληνικό εθνοφυλετικό κορμό.

Οι μουσικοί της Βρέμης (των αδελφών Grimm)


Ένας μυλωνάς είχε έναν γάιδαρο που για πολλά χρόνια κουβαλούσε σακιά στον μύλο. Οι δυνάμεις του γαϊδάρου άρχισαν όμως να τον εγκαταλείπουν και δυσκολευόταν ολοένα και περισσότερο στη δουλειά. Έτσι ο ιδιοκτήτης του γαϊδάρου σκεφτόταν να του σταματήσει το φαγητό. Ο γάιδαρος καταλάβαινε ότι μέλλον του δεν θα ήταν ευχάριστο στον μύλο και μια μέρα έφυγε και ξεκίνησε να πάει στη Βρέμη. Στη Βρέμη σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να γίνει μουσικός.
Αφού περπάτησε λίγη ώρα βρήκε στο δρόμο ξαπλωμένο ένα κυνηγόσκυλο να βαριανασαίνει.  «Τι έπαθες και ξεφυσάς ρε ιχνυλάτη;» τον ρώτησε ο γάιδαρος. «Τι να σου λέω» απαντά ο σκύλος «κάθε μέρα που περνάει γίνομαι και πιο αδύναμος.



Έχω χάσει τις ικανότητες μου και δεν μπορώ πια να κυνηγήσω, έτσι το αφεντικό μου προσπάθησε να με σκοτώσει! Το έβαλα στα πόδια και την γλίτωσα προς το παρόν, αλλά τώρα με ποιον τρόπο θα μπορέσω να βγάλω το ψωμί μου;» «Λοιπόν» του απαντάει ο γάιδαρος «πηγαίνω στη Βρέμη για να γίνω μουσικός, αν θέλεις έλα μαζί μου. Εγώ θα παίζω λαούτο και εσύ θα μάθεις να παίζεις τύμπανα.» Ο σκύλος συμφώνησε και έτσι προχωρήσανε μαζί.
Δεν πέρασε πολύ ώρα και συναντήσανε μια γάτα που έδειχνε απελπισμένη. «Τι έπαθες και είσαι άκεφος ρε μουστακοκαθαριστή;» ρωτάει ο γάιδαρος. «Που να τα βρω τα κέφια όταν μόλις γλίτωσα τη ζωή μου” απαντάει ο γάτος. «Τώρα που μεγάλωσα και τα δόντια μου σταμάτησαν να κόβουν, προτιμώ να κάθομαι πίσω από την σόμπα και να ζεσταίνομαι παρά να κυνηγάω ποντίκια. Έτσι η κυρά μου θέλησε να με πνίξει. Κατάφερα βέβαια να ξεφύγω αλλά τώρα δεν ξέρω τι να κάνω». «Έλα μαζί μας στη Βρέμη» απάντησε ο γάιδαρος «εσύ ξέρεις να νιαουρίζεις όλη νύχτα οπότε θα γίνεις μια χαρά μουσικός.» Ο γάτος θεώρησε ότι είναι καλή η πρόταση και έτσι τους ακολούθησε.  Μετά από αυτό οι τρεις τους πέρασαν από έξω από ένα αγρόκτημα. Στην πύλη του αγροκτήματος καθόταν ένας πετεινός και φώναζε όσο μπορούσε. «Τι φωνάζεις με τόση ένταση ρε κοκκινολαίμη» ρώτησε ο γάιδαρος «ποιος είναι ο σκοπός σου;» «Αύριο που είναι Κυριακή η κυρά μας περιμένει κόσμο και έτσι άκουσα που είπε στην μαγείρισσα να μου κόψει το κεφάλι και να με βάλει στη σούπα. Οπότε φωνάζω με όλες μου τις δυνάμεις όσο μπορώ ακόμη». «Αμάν μη κάνεις έτσι» απαντάει ο γάιδαρος «ακολούθησε μας που πηγαίνουμε στη Βρέμη. Κάτι καλύτερο από τον θάνατο μπορείς να βρεις παντού. Αλλά έχεις ωραία φωνή και αν παίξουμε όλοι μαζί μουσική θα μπορέσουμε να συνδυαστούμε πολύ όμορφα». Η πρόταση άρεσε στον πετεινό και έτσι έφυγαν όλοι μαζί.



Δεν μπόρεσαν να φτάσουν στη Βρέμη σε μία μόνο μέρα και το βραδάκι φτάσανε σε ένα δάσος όπου ήθελαν να διανυκτερεύσουν. Ο γάιδαρος και ο σκύλος ξάπλωσαν κάτω από ένα μεγάλο δέντρο, ενώ η γάτα και ο πετεινός ανέβηκαν στα κλαδιά. Ο πετεινός πέταξε μέχρι την κορυφή όπου θα ήταν ασφαλέστερα για αυτόν. Πριν κοιμηθεί κοίταξε και στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και του φάνηκε ότι είδε να ανάβει ένα φως. Αμέσως ενημέρωσε τους υπόλοιπους και τους είπε ότι κοντά τους θα πρέπει να υπάρχει κάποιο σπίτι αφού βλέπει να ανάβει φως. Ο γάιδαρος απάντησε: «Να ξεκινήσουμε να πάμε γιατί εδώ η διανυκτέρευση είναι επικίνδυνη.» Ο σκύλος είπε ότι μερικά κόκαλα με λίγο κρεατάκι θα ήταν ότι έπρεπε. Έτσι ξεκίνησαν προς την περιοχή όπου ήταν το φως και σύντομα είδαν το φως να λάμπει ολοένα και πιο έντονα μέχρι που έφτασαν σε ένα φωτισμένο λημέρι λιστών.
Ο γάιδαρος που ήταν ο μεγαλύτερος, πλησίασε στο παράθυρο και κοίταξε να δει τι γινόταν μέσα. 



«Τι βλέπεις Ψαρή;» ρώτησε ο πετεινός. «Τι να βλέπω;» απάντησε ο γάιδαρος «ένα τραπέζι στρωμένο με κάθε λογής φαγητό και ποτό, και οι ληστές κάθονται και καλοπερνάνε.» «Μια χαρά θα ήτανε για μας» είπε ο πετεινός. «Ναι, ναι, μακάρι να ήμασταν και εμείς εκεί» είπε ο γάιδαρος.» Τότε οι τέσσερις φίλοι συσκέφτηκαν για το πώς θα μπορούσαν να διώξουν τους ληστές. Τελικά βρήκαν τη λύση. Ο γάιδαρος στάθηκε με τα μπροστινά του πόδια στο περβάζι του παραθύρου, ο σκύλος πήδηξε στην πλάτη του γάιδαρου, η γάτα ανέβηκε στην πλάτη του σκύλου και τέλος ο πετεινός πέταξε και ανέβηκε στο κεφάλι της γάτας.
Αφού ανέβηκε ο ένας πάω στον άλλον άρχισαν συγχρονισμένα να «παίζουν» την μουσική τους: ο γάιδαρος γκάριζε, ο σκύλος γαύγιζε, η γάτα νιαούριζε και ο πετεινός λαλούσε. Στη συνέχεια όρμισαν μέσα από το κλειστό παράθυρο σπάζοντας το τζάμι δημιουργώντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο από τα σπασμένα κρύσταλλα. Οι ληστές τρόμαξαν από τους θορύβους και θεώρησαν ότι στο λιμέρι τους μπήκε κάποιο φάντασμα. Έτσι το έσκασαν από τον φόβο τους και πήγαν να κρυφτούν στο δάσος. 



Μετά από αυτό οι τέσσερις σύντροφοι κάθισαν στο τραπέζι και έφαγαν με τόση λαιμαργία σαν να είχανε μείνει νηστικοί εδώ και ένα μήνα.
Όταν τελείωσαν με το φαγητό, έσβησαν τα φώτα και έψαξαν να βρούνε ένα μέρος για να κοιμηθούν, ανάλογα με τις ανάγκες και την φύση του καθενός τους. Ο γάιδαρος κοιμήθηκε στον στάβλο, ο σκύλος πίσω από την πόρτα, η γάτα πάνω στη εστία της φωτιάς δίπλα από τις στάχτες και ο πετεινός σε ένα δοκάρι της σκεπής. Καθώς ήταν όλοι τους πολύ κουρασμένοι αποκοιμήθηκαν σχεδόν αμέσως.
Όταν πέρασαν τα μεσάνυχτα και οι ληστές είδαν από μακριά ότι δεν υπήρχε πια κανένα φως και ότι όλα ήταν ήσυχα αποφάσισαν να ξανάπανε στο λημέρι τους. «Δεν θα έπρεπε να το  βάλουμε έτσι στα πόδια» είπε ο αρχηγός τους και έστειλε έναν από τους άνδρες του να πάει και να ερευνήσει την κατάσταση. Ο απεσταλμένος τα βρήκε όλα ήσυχα και πήγε στην κουζίνα για να ανάψει ένα φως. Τα μάτια της γάτας γυάλιζαν και καθώς ήταν δίπλα από τις στάχτες, ο ληστής νόμισε ότι ήταν κάρβουνα τα οποία ήταν ακόμη μισο-αναμμένα. Έτσι πήρε ένα δαδί και πλησίασε ώστε να ανάψει από τα κάρβουνα. Όμως η γάτα δεν δίστασε καθόλου: πετάχτηκε στο πρόσωπο του ληστή και τον γρατσούνισε. Ο ληστής δεν ήταν προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο, τρόμαξε και έτρεξε προς την πίσω πόρτα, αλλά ο σκύλος ο οποίος ήταν ξαπλωμένος πετάχτηκε και του δάγκωσε το πόδι. Μετά από αυτό ο ληστής βγήκε στην αυλή τρέχοντας αλλά με το που πέρασε από τον στάβλο του έριξε και μια γερή κλοτσιά ο γάιδαρος. Ο πετεινός που ξύπνησε από την φασαρία άρχισε να λαλεί από το δοκάρι «κικερικί!»
Μετά ο ληστής έτρεξε όσο μπορούσε και αφού επέστρεψε στον αρχηγό του, του ανέφερε: «στο σπίτι μένει μια τρομακτική γριά μάγισσα η οποία με άπαξε και μου γρατσούνισε το πρόσωπο με τα μακριά της δάχτυλα. Επίσης μπροστά από την πόρτα φιλάει ένας άντρας με ένα μαχαίρι που μου μαχαίρωσε το πόδι, ενώ στην αυλή είναι ένα μαύρο τέρας που με χτύπησε με ένα ξύλινο ρόπαλο! Τέλος πάνω στη σκεπή είναι ένα δικαστής που φώναζε: τον ληστή φέρτε μου τον ληστή.» 



Από τότε δεν ξανατόλμησαν οι ληστές να επιστρέψουν στο λημέρι τους και έτσι οι τέσσερις μουσικοί της Βρέμης συνέχισαν να μένουν εκεί.


Οι εικόνες του παραμυθιού πάρθηκαν από το Goethezeitportal.

Κοκκινοσκουφίτσα (των αδελφών Grimm)



Ήταν κάποτε ένα μικρό, γλυκό κοριτσάκι που και μόνο που το έβλεπες, έφτανε για να το αγαπήσεις. Περισσότερο από όλους αγαπούσε το κοριτσάκι η γιαγιά του, που συνεχώς έκανε δώρα στην μικρή της εγγονή.. Μια μέρα της χάρισε ένα σκούφο από κόκκινο ύφασμα. Τόσο πολύ άρεσε στο κορίτσι ο κόκκινος σκούφος που δεν ήθελε ποτέ πια να τον αποχωριστεί. Έτσι όλοι την αποκαλούσαν «η κοκκινοσκουφίτσα».

Μια μέρα η μητέρα της λέει: «Κοκκινοσκουφίτσα, πάρε ένα κομμάτι γλυκό και ένα μπουκάλι κρασί και πήγαινέ τα στη γιαγιά σου για να δυναμώσει που είναι άρρωστη και αδύναμη. Φρόντισε όμως να είσαι φρόνιμη και μη ξεχάσεις να της δώσεις πολλά χαιρετίσματα. Να πηγαίνεις προσεκτικά στο δρόμο και να προσέχεις, γιατί αλλιώς θα πέσεις και θα σπάσεις τα πράγματα και δεν θα μείνει τίποτε για την γιαγιά σου».

«Εντάξει θα κάνω ότι μου είπες» υποσχέθηκε η κοκκινοσκουφίτσα. Η γιαγιά ζούσε στο δάσος μισή ώρα μακριά από το χωριό. Καθώς λοιπόν μπήκε στο δάσος την συνάντησε ο λύκος. Η κοκκινοσκουφίτσα όμως δεν ήξερε ότι ο λύκος είναι κακό ζώο και έτσι δεν τον φοβήθηκε.
-Καλημέρα κοκκινοσκουφίτσα. Είπε ο λύκος
-Ευχαριστώ λύκε. Απάντησε το κοριτσάκι
-Για πού το έβαλες πρωί-πρωί;
-Πηγαίνω στη γιαγιά.
-Και τι κουβαλάς στη ποδιά σου;
-Γλυκό και κρασί για την άρρωστη γιαγιά μου. Εχθές φτιάξαμε το γλυκό για να το φάει η γιαγιά και να δυναμώσει.
-Κοκκινοσκουφίτσα που μένει η γιαγιά σου;
-Μέσα στο δάσος, γύρω στο ένα τέταρτο απόσταση από εδώ που βρισκόμαστε. Το σπίτι της είναι κάτω από τρεις βελανιδιές μέσα στα φυστικόδεντρα. Θα πρέπει να το ξέρεις.
Ο λύκος σκέφτηκε ότι η κοκκινοσκουφίτσα θα ήταν ένας καταπληκτικός μεζές και αναρωτιόταν τι θα έπρεπε να κάνει ώστε να τον αποκτήσει. Για λίγο ακόμη περπάτησε στο πλάι της κοκκινοσκουφίτσας και μετά άρχισε να της λέει: «Κοκκινοσκουφίτσα, κοίταξε τι ωραία λουλούδια που υπάρχουν στο δάσος. Μα γιατί δεν τα κοιτάς. Έχω την εντύπωση ότι ούτε καν ακούς το όμορφο κελάηδημα των πουλιών! Εσύ περπατάς σαν να είσαι στο δρόμο για το σχολείο, ενώ είναι τόσο όμορφα στο δάσος».
Η κοκκινοσκουφίτσα σήκωσε τότε τα μάτια της και είδε τις αχτίδες του ήλιου να περνάνε ανάμεσα στα δέντρα. Το δάσος ήταν γεμάτο λουλούδια και έτσι είπε να φτιάξει μια ανθοδέσμη για τη γιαγιά. «Ακόμη νωρίς είναι» σκέφτηκε «έχω αρκετή ώρα για να φτάσω έγκαιρα στη γιαγιά». Έτσι μπήκε χορεύοντας στο δάσος και άρχισε να διαλέγει λουλούδια. Μόλις μάζευε ένα λουλούδι αμέσως έβρισκε ένα άλλο ομορφότερο και η κοκκινοσκουφίτσα ξεμάκραινε ολοένα και περισσότερο από τον δρόμο της και έμπαινε βαθύτερα στο δάσος.

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2015

ΦΕΓΓΑΡΙ


23 χρόνια η Εταιρεία Συγγραφέων εκδίδει θεματικά ημερολόγια με τη συμπαράσταση πολλών εκδοτικών οίκων. Φέτος, σε συνεργασία (για τρίτη φορά) με τις Εκδόσεις Πατάκη, παρουσιάζουμε ένα ημερολόγιο που επιχειρεί να προσεγγίσει ένα πολυχρησιμοποιημένο —πλην πάντα γοητευτικό— θέμα που έχει απασχολήσει τη λογοτεχνία από κτήσεως λόγου.


«Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ᾽αρέσουν», λέει ο Σεφέρης. Σε πολλές γλώσσες το Φεγγάρι είναι γένους θηλυκού. Η γλώσσα μας διαθέτει δύο, τουλάχιστον, λέξεις (όπως και για άλλες βασικές έννοιες: έρως-αγάπη, ασήμι-άργυρος...) και δύο γένη. Ουδέτερο Φεγγάρι όταν περιγράφει ένα ουράνιο σώμα ή έναν καθρέφτη και γίνεται θηλυκή Σελήνη όταν γεμίζει ερωτισμό και μυθοπλασία.
99  ποιητές/ποιήτριες και πεζογράφοι, μέλη της Εταιρείας, επιλέγουν και καταθέτουν την προσέγγισή τους με δημοσιευμένα ή αδημοσίευτα κείμενά τους...
+1 (και μάλλον περισσότερα) εμβληματικά ποιήματα απόντων –πλην, λαμπρών– μελών μας: του Εγγονόπουλου, του Ελύτη, του Σαχτούρη, του Παπαδίτσα, του Δενέγρη, κι ένας αφορισμός του Νάσου Θεοφίλου: «Πανσέληνος: ο πανσές του Έλληνος...»


Στο Ευγενίδειο Πλανητάριο παρουσιάζει εφέτος, Τρίτη 8 Δεκεμβρίου και ώρα 19.00,  η Εταιρεία Συγγραφέων το ημερολόγιό της για το 2016 με θέμα το Φεγγάρι, προσκαλώντας τους αναγνώστες σε μια περιπλάνηση μέχρι τη σκοτεινή πλευρά της σελήνης, και τα φωτεινά φεγγάρια της γραφής.
Συγγραφείς, κείμενα των οποίων ανθολογούνται στο Ημερολόγιο, θα τα διαβάσουν κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης.
Πριν από την έναρξη της παρουσίασης, θα παρακολουθήσει μια πεντάλεπτη ψηφιακή παράσταση θόλου με τίτλο «Voices of the Past».

Με εξώφυλλο του Γιώργου Ρωμανού.

Μανόλης Αναγνωστάκης: Από το χθες στο αύριο


Ο πολιτικός ποιητής και ο σατιρικός κριτικός της φιλολογικής ζωής. Σύντροφοι, φίλοι και μελετητές του έργου του μιλούν για τον «δημιουργό της συνέχειας»

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης στη Θεσσαλονίκη στα τέλη της δεκαετίας του ‘70
Διπλή επέτειος Μανόλη Αναγνωστάκη εφέτος, με τη συμπλήρωση ενενήντα χρόνων από τη γέννηση (Θεσσαλονίκη, 9 Μαρτίου 1925) και δέκα χρόνων από τον θάνατο (Αθήνα, 23 Ιουνίου 2005) του μεταπολεμικού ποιητή. Η γενέθλια πόλη τον τίμησε με όλους τους τύπους. Ο Δήμος Θεσσαλονίκης ανακήρυξε το 2015 «Ετος Μανόλη Αναγνωστάκη», έδωσε το όνομά του σε πλατεία στο κέντρο της πόλης, διοργάνωσε εκδηλώσεις μουσικής και λόγου και έκθεση ντοκουμέντων από τη ζωή και το έργο του. Φιλολογικές ημερίδες πραγματοποιήθηκαν στη Θεσσαλονίκη και στην Κρήτη και η χρονιά κλείνει με ένα αφιέρωμα στην Αθήνα, στο Μέγαρο Μουσικής, την προσεχή Τετάρτη. Ο Αναγνωστάκης επανεξετάζεται και επανεκτιμάται και μια πολύ σημαντική πλευρά της προσωπικότητάς του, η οποία μπορεί να αποβεί καθοδηγητικό παράδειγμα για την εποχή μας, έρχεται στο προσκήνιο: η μετακίνησή του, μετά τη μεταπολίτευση, από το ποιητικό στο πολιτισμικό πεδίο, και το ενδιαφέρον του για τον πολιτισμό στη θεσμική του υπόσταση.

«Ο Μανόλης Αναγνωστάκης ήταν διφυής» λέει στο «Βήμα» ο συνεργάτης και φίλος του Γιώργος Ζεβελάκης«Από τη μια υπάρχει η προσωπική δημιουργία, από το 1942 ως το "ΥΓ." του 1983 - τα ποιητικά βιβλία, τα κριτικά άρθρα, η προσωπική αυτοβιογραφία και ο Μανούσος Φάσσης-, και από την άλλη η πνευματική αλληλεγγύη που δείχνει σε ώριμη ηλικία, και έχει σημασία αυτό, με ξεχασμένους δημιουργούς του παρελθόντος και νέους λογοτέχνες: οι ραδιοφωνικές εκπομπές και η έκδοση του τόμου "Χαμηλή φωνή", για τους νεοσυμβολιστές ποιητές, και οι εκπομπές που ετοίμαζε για την πρώτη νεωτερική ποιητική γενιά στον ραδιοφωνικό σταθμό Ηρακλείου Κρήτης, οι "Φιλολογικοί περίπατοι στον Μεσοπόλεμο", 350 εκπομπές που κάναμε μαζί στο Α΄ Πρόγραμμα για λογοτέχνες και λογίους του Μεσοπολέμου, και η σειρά της Πεζογραφικής Παράδοσης στη Νεφέλη, στην οποία ανέδειξε περισσότερους από 50 έλληνες πεζογράφους. Ηταν η πιο παραγωγική περίοδος της ζωής του όταν σταμάτησε να γράφει ποίηση. Από το 1978 που ήρθε στην Αθήνα συνεργαζόταν σε πολλές πολιτισμικές δράσεις. Εκείνο που κυρίως τον απασχολούσε ήταν οι πρωτοβουλίες του να έχουν συνέχεια. "Στην Ελλάδα πολλά αρχίζουν αλλά δεν έχουν συνέχεια" έλεγε. Ηταν "ο ποιητής της συνέχειας"».

Συνεργάζεται στον «Θούριο», το περιοδικό της νεολαίας του «Ρήγα Φεραίου», υπογράφοντας ως «Ο θείος Λένον που σ' όλα απαντά». Από τη μεταπολίτευση ως τις αρχές της δεκαετίας του 1990 συνεργάζεται στη «Αυγή», δίνοντας 30-40 κείμενα τον χρόνο, όπως υπολογίζει ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, ο οποίος ετοιμάζει τη βιβλιογραφία του Αναγνωστάκη και, σε συνεργασία με τη Μαρία Στασινοπούλου, την εργοβιογραφία του. Σχολιάζει τα γεγονότα, κατακρίνει, κάνει λόγο για πολιτιστική ανάπτυξη, ενδιαφέρεται για τη διάχυση πολιτισμικών προτύπων στην κοινωνία. Μια στροφή των ενδιαφερόντων του από τα αισθητικά ζητήματα στο επίπεδο της πολιτισμικής πρακτικής, η οποία θα χαρακτηρίσει τη σχέση του με την Αριστερά μετά το 1982.

«Ισως ήρθε η ώρα να τελειώνουμε και με την ιστορία του "πολιτικού" Αναγνωστάκη» λέει ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος. «Ο Αναγνωστάκης δεν είναι σαν τον Αλεξάνδρου ή τον πρώιμο Πατρίκιο, δεν αναφέρεται στην ποίησή του στις εμπειρίες του από φυλακίσεις και εξορίες. Με σπάνιες εξαιρέσεις, όπως το ποίημα "Χάρης 1944", είναι παράξενο για έναν άνθρωπο που καταδικάστηκε σε θάνατο για τα πολιτικά του φρονήματα ότι δεν φαίνεται στην ποίησή του ο ομφάλιος λώρος που τον συνδέει με την εποχή του. Βαδίζει πάνω στα χνάρια ενός σεφερικού τρόπου, πιστεύω ότι είναι ένας "σεφερικός" ποιητής, με την έννοια ότι μιλάει με τρόπο πολύ πλάγιο, πολύ υπαινικτικό».

Ο παιγνιώδης, ο σατιρικός και αυτοκριτικός Αναγνωστάκης και το alter ego του, ο Μανούσος Φάσσης, ενδιαφέρουν όλο και περισσότερο την κριτική, όπως και η αντιδογματική κριτική και εκδοτική του δραστηριότητα, όπως γράφουν ακολούθως η Βενετία Αποστολίδου, οΝάσος Βαγενάς και ο Μιχάλης Μπακογιάννης.

Περισσότερα θα προκύψουν από τη μελέτη του Αρχείου του. Το Αρχείο της «Κριτικής», που εξέδιδε μεταξύ 1959 και 1961, βρίσκεται στα χέρια του Γιώργου Ζεβελάκη. Το Αρχείο του «Ξεκινήματος» (1944), πολιτιστικού περιοδικού νέων της ΕΠΟΝ στο οποίο ήταν αρχισυντάκτης, είχε παραχωρήσει ο ίδιος στον φίλο του Μίλτο Πολυβίου, ο οποίος το δώρισε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ο κύριος όγκος του Αρχείου του Αναγνωστάκη βρίσκεται στα χέρια του γιου του, Ανέστη, ο οποίος επιχειρεί τώρα την ταξινόμησή του. Πρόκειται, όπως λέει ο Μίλτος Πολυβίου, για «έναν ωκεανό επιστολών από τη φυλακή και για μεταγενέστερη αλληλογραφία με νεοελληνιστές και διάφορες προσωπικότητες, χειρόγραφα των ποιημάτων του, παιδικές και νεανικές φωτογραφίες του τραβηγμένες από τον πατέρα του, που ήταν ερασιτέχνης φωτογράφος, και ένα πλήθος δημοσιευμάτων που τον αφορούσαν».
Από το Αρχείο του νέες εκδόσεις δεν περιμένουμε. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης ήταν κατηγορηματικός να μην κυκλοφορήσουν αδημοσίευτα κείμενά του μετά τον θάνατό του.

info:

Μανόλης Αναγνωστάκης: Ο ποιητής και η πολιτεία του
Αφιέρωμα, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Βασ. Σοφίας και Κόκκαλη), Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου, 7.00 μ.μ. 
Μιλούν: Ευριπίδης Γαραντούδης, Νάσος Βαγενάς, Γιώργος Ζεβελάκης, Λάκης Παπαστάθης.
Συντονίζει η Χριστίνα Ντουνιά.


"Χόμερ και Λάνγκλεϋ",E. L. Doctorow

Πηγή: http://lesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr/2014/02/e-l-doctorow.html

γράφει η Βιβή Γεωργαντοπούλου


Η κυρία Ρομπιλό είναι καλή γυναίκα,αλλά είναι προτιμότερο να κοιτάει τη μαγειρική της,είπε ο Λάνγκλεϋ.Πώς μπορεί να προβεί σε οντολογικό διαχωρισμό τού μέσα και τού έξω;Με κριτήριο το αν μένεις στεγνός όταν βρέχει;Αν μένεις ζεστός όταν κάνει κρύο;Και στο κάτω κάτω τι μπορείς να πεις για το θέμα της στέγης,που να έχει κάποιο νόημα φιλοσοφικά;Το μέσα είναι το έξω και το έξω είναι το μέσα.Πες πως είναι ο αναπόδραστος κόσμος του Θεού.





Εξαιρετικό μυθιστόρημα βασισμένο σε μια περίεργη,αληθινή ιστορία και σε πρόσωπα που υπήρξαν,χωρίς να είναι αυτό το πρώτο βιβλίο που την αφηγείται,αδιαπραγμάτευτα εξαιρετικό,τόσο που φοβάσαι την λέξη εξαιρετικό και τη βαρύτατη σκιά της και αναζητάς μιαν άλλη λιγότερο βεβηλωμένη,για να γράψεις κι εσύ,ο πολύ μικρός,δυο τρεις αράδες.Οι λέξεις όμως,κι ας ξέρεις ή νομίζεις ότι ξέρεις αρκετές,φαίνονται πρόχειρες όταν,πολύ πριν κλείσεις το ολιγοσέλιδο βιβλίο,το "Χόμερ και Λάνγκλεϋ", έχεις ήδη βεβαιωθεί πως από τον συγγραφέα του,τον E.L. Doctorow έγιναν- παραδομένες στην απλότητά τους, αφημένες στην ησυχία τους- υλικά απαράμιλλης,λογοτεχνικής μαγείας, ανακατεμένες με τον πιο ήσυχο, αβίαστο,όμορφο, γλυκόπικρο, αμόλυντο από μανιέρες επίδειξης τρόπο, που λίγες φορές τον έχεις απολαύσει και σε ελάχιστους, σημερινούς συγγραφείς. 
Εξαιρετικό λοιπόν.Είναι η κοινότατη λέξη που καρφώνεται στο μυαλό από τις πρώτες σχεδόν σελίδες.Η ίδια λέξη που θεωρείς τελικά κατάλληλη αν και λίγη, όταν τελειώσεις το διάβασμα,αν θεωρήσουμε ότι η κατανόηση ενός τόσο λεπτεπίλεπτου βιβλίου σαν κι αυτό, προκύπτει από μια πρώτη ανάγνωση.
Ας την δεχτούμε όμως την λέξη.Και ας αρκεστούμε σε πέντε έξι αράδες εντυπώσεων,το πολύ, διότι αυτό το μυθιστόρημα μπορεί να υπονομευθεί από τις σχολαστικές αναλύσεις, καθώς από τα υλικά του έτσι καμωμένο ,απευθύνεται κυρίως στο συναίσθημα και μπορείς να το συζητήσεις, οπότε βρίσκεις συνεχώς κρυμμένα πράγματα μέσα του, μόνο με κάποιον που το έχει διαβάσει κι εκείνος.

Homer Lusk Collyer (1881-1947) διαπληκτισμός 
με την αστυνομία, 1939

Langley Wakeman Collyer 

(1885 – 1947)

Οι ήρωες βγαίνουν από τις σελίδες, ζωντανεύουν˙ο αφηγητής,ο τυφλός Χόμερ Κόλλυερ, πιάνει εξομολογητική κουβέντα με τον αναγνώστη και του εξιστορεί, πηγαίνοντας από το ένα στο άλλο, πως βρέθηκαν, εκείνος και ο αδερφός του ο Λάνγκλεϋ, μετά τον θάνατο των γονιών τους να ζουν οι δυο τους στο κάποτε γεμάτο συγγενείς και φίλους ,πολύβουο και πολυτελές πατρικό σπίτι της Πέμπτης Λεωφόρου,απέναντι από το Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης, απομονωμένοι πια εκούσια και μάλλον λυτρωτικά από τον έξω κόσμο συσσωρεύοντας -ο Λάνγκλεϋ με τετράγωνη και...λογικότατη τρέλα και επιμονή,ο Χόμερ μη φέρνοντάς του αντιρρήσεις ίσως εξαιτίας της τυφλότητάς του -τόνους και τόνους απίθανων πραγμάτων, που με τα χρόνια εξοστράκισαν το εναπομείναν προσωπικό μα και στοίβαξαν σε γωνιές τα θεωρούμενα χρήσιμα οικογενειακά έπιπλα, που αντικαταστάθηκαν από απερίγραπτα ρακοσυλλέγματα, τα οποία φράκαραν τα πάντα και φρίκαραν τους πάντες,όταν αυτή η μανία έγινε γνωστή,τι γνωστή,όταν έγινε θρύλος.

Χαρτιά ατελείωτα, βουνά από εφημερίδες,τόμοι νομικής, ιατρικής, μηχανολογίας,που ο Λάνγκλεϋ διαβάζει για να αντιμετωπίσει την καθημερινότητά τους και τα μέτωπα που ανοίγουν αγνοώντας τις αρχές, λογής βιβλία ως τα ταβάνια, ξεκοιλιασμένες μηχανές,πιάνα για τον Χόμερ που είναι μουσικός και γραφομηχανές Μπράιγ και συνήθεις,ένα ολόκληρο αυτοκίνητο Μodel T Ford, που όπως λέει ο Χόμερ-με καμάρι για τις ποικίλες πατέντες του ευφυούς Λάνγκλεϋ- τοποθετήθηκε σε περίοπτη θέση στο σαλόνι και παραλίγο να γίνει μια φοβερή γεννήτρια ρεύματος,που θα τους απάλλασσε δια παντός από τους λωποδύτες της Ηλεκτρικής εταιρίας αλλά φευ,έμβρυα σε πειραματικές γυάλες, αρβύλες,κράνη,στολές αγγαρείας που ευτυχώς φάνηκαν χρησιμότατες όταν τα ρούχα τους έλιωσαν και όχι μόνο ταίριαξαν μια χαρά στους Κόλλυερ αλλά χρησίμεψαν και στους ανέμελους, νεαρούς χίπηδες που μετά την αντιπολεμική τους διαδήλωση στο Πάρκο , βρήκαν φιλόξενο καταφύγιο στο τεράστιο εκκεντρικό σπίτι για κάμποσο καιρό και,και,και,ατελείωτα άλλα αντικείμενα σε ένα σπίτι αποθήκη απίθανων πραγμάτων και ακατάλυτων, από την απομόνωση των κατοίκων του, συναισθημάτων που εκείνοι ζώντας εντελώς ασυμβίβαστα και εκτός κανόνων καταφέρνουν και έχουν,θα πω εγώ.

Ο Ντοκτόροου αναπλάθει την ιστορία των εκκεντρικών αδελφών Κόλλυερ εστιάζοντας στο πως έζησαν ό,τι και όσο έζησαν και πάντα στον απόηχό του,εκείνον που έφτανε με κάποιο μαγικό,αδιευκρίνιστο τρόπο και διαπερνούσε την πόρτα και την ψυχή τους και τον ενδεχομένως ταραγμένο τους αλλά και μαζί τετράγωνο και ελεύθερο νου και όχι αν,πώς και πότε πέθαναν,ούτε στην ίδια την εμμονή τους καθ΄εαυτή να μαζεύουν μέσα στο σπίτι τους, μετατρέποντάς το σε παλιατζίδικο ή ρυπαρό σκραπατζίδικο,όλα αυτά τα σκουπίδια ή τα λογής προορισμένα να καταλήξουν ως τέτοια.

Ο Χόμερ είναι ο φαινομενικά πιο ευαίσθητος και λόγω της τυφλότητας ο πιο ευάλωτος κι έτσι εκείνος που αφηγείται τα καθέκαστα,όσα "βλέπει" με τις άλλες αισθήσεις,όσα νιώθει μέσα στο σκοτάδι του διατηρώντας για κάποια μέρη και για το σπίτι εικόνες απ΄αυτά πριν τυφλωθεί.Αφηγείται με χιούμορ,οξυδέρκεια, αυτοσαρκασμό, μπόλικη πίκρα μα και ωραία,παλαιομοδίτικη ευγένεια, ξεκινώντας από την παιδική τους ηλικία και καλύπτοντας μια χρονική έκταση πολλών δεκαετιών,με τρομακτικά πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα να τους στιγματίζουν,τους δυο παγκόσμιους πολέμους,τις μικρές ή πιο μεγάλες οικονομικές κρίσεις,αλλά και τους χίπις και το κίνημά τους,την μετάβαση από τη μια τεχνολογική επίτευξη σε μιαν άλλη και άπειρα ακόμα,συναρτώντας ίσως και αλληγορικά την που μοιάζει αναίτια και τρελή συσσώρευση όλου αυτού του υλικού εντός του ανεξέλεγκτου πια σπιτιού τους με την συσσώρευση αρχικά και την έκρηξη,στην συνέχεια,των μεγάλων παγκόσμιων γεγονότων, που συνέβαιναν γύρω τους τρελά,καταιγιστικά,ξένα και οικεία, αφορώντας τους αλλά χωρίς και να τους αγγίζουν.
Από και στην αφήγηση του Χόμερ, που σε όλη της την διάρκεια η αγάπη κι ο θαυμασμός του για τον Λάνγκλεϋ δεν μειώνονται ούτε στιγμή,παρελαύνουν δεκάδες πρόσωπα,το ασταθές υπηρετικό προσωπικό-Γιαπωνέζοι,μαύροι,Τσέχες,Ιρλανδές,κανένα πρόβλημα,οι Κόλλυερ δεν έχουν τέτοια κολλήματα-συγγενείς του προσωπικού που δένονται με τους Κόλλυερ,ειδικά με τον Χόμερ και τσαχπίνες υπηρετριούλες που τα βρίσκουν ερωτικά μαζί του,μια σύζυγος-του αυστηρού Λάνγκλεϋ-που αντέχει ένα χρόνο και μετά την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια, εκείνοι οι γλυκύτατοι χίπηδες,που μένουν και μαζί τους για λίγο,η μαθήτρια του Χόμερ που γίνεται μοναχή αργότερα και χάνεται κάπου στην Κεντρική Αμερική,νεανικός πλατωνικός έρωτας και των δυο αδελφών,η Ζακλίν Ρου που δεν θα σας πω τίποτα γι αυτήν,οι αστυνομικοί,οι γείτονες,οι περίεργοι,οι πυροσβέστες,ένας φριχτός μαφιόζος και οι μπράβοι του,δημοσιογράφοι-κοράκια,ε,τι,αυτοί θα έλειπαν, αλίμονο. 

Ο συγγραφέας δεν ξεγελιέται από τον αριθμητικό χρόνο επειδή η ιστορία που μας αφηγείται συνέβη όντως˙δεν προτάσσει την έρευνα που προφανώς έχει κάνει.Είτε ξέρει ο αναγνώστης ότι πρόκειται για μια αληθινή θρυλική αστική ιστορία της Νέας Υόρκης δυο εμβληματικών θετικά και αρνητικά τύπων στο μεταίχμιο δυο αιώνων είτε όχι ,αφήνεται στην αφηγητική μαγεία του Ντοκτόροου,που σε καμιά περίπτωση δεν κάνει ημερολογιακή,δημοσιογραφικής αντίληψης κάλυψη, καθώς δεν χωρίζει το κείμενό του σε κεφάλαια,δεν βάζει τίτλους, τίποτα πιασιάρικα κειμηλιακό δεν εμποδίζει τη ροή του και στην συνεχή μαγεία της αφήγησής του αφήνει με αξιοθαύμαστη συγγραφική διακριτικότητα το ποτάμι του λόγου του Χόμερ να κυλάει ήρεμα και σοφά.Ο E.L. Doctorow είναι περιέργως λιγότερο γνωστός στο εγχώριο βιβλιόφιλο κοινό από άλλους Αμερικανούς συγγραφείς,όμως (επαν)έρχεται, και πολύ χαίρομαι γι αυτό, στην επικαιρότητα των νέων τίτλων της χώρας με το "Χόμερ και Λάνγκλεϋ", μεταφρασμένο για τις εκδόσεις Πατάκη από την Μαργαρίτα Ζαχαριάδου.


Τον Ντοκτόροου νόμιζα ότι τον ξέρω από την "Στρατιά", μυθιστόρημα από τις εκδόσεις Πόλις,που είχα διαβάσει πριν ξεκινήσω το μπλογκ στο οποίο άρχισα νωρίς νωρίς τα διθυραμβικά γραψίματα για τη σύγχρονη λογοτεχνία των ΗΠΑ,έφαγα αναδρομικό κόλλημα με τον Μακ Κάρθυ,επαίνεσα δικαίως και κατ΄επανάληψη Έβερετ,Ροθ,Ντελίλο, Μόρρισον και λοιπούς ως το βαρύ τους πυροβολικό και διάβασα επίσης και πολλά άλλα, αξιολογότατα,που όμως δεν τα ξέρει ούτε ο εδώ εκδότης τους,που λέει ο λόγος, γράφοντας με ερασιτεχνικό, φυσικά,τι άλλο,πλην έντιμο τρόπο,πλείστα όσα θετικά σχόλια γι αυτά,εφόσον μου άρεσαν,εννοείται, ακόμα και για τους μεταφραστές ενίοτε, κρίνοντας ότι τους έπρεπε ξεχωριστή μνεία αλλά,και εκεί θέλω να καταλήξω,τον αληθινά σπουδαίο δημιουργό τον ξέχασα τελείως και κακώς.
Διαβάζοντας τώρα σκέφτομαι:στις αναφορές μας σε Αμερικανούς λογοτέχνες ας μην ξεχνάμε πια τον Ντοκτόροου. Δεν πρόκειται για κατάθεση προσωπικής προτίμησης προς ορισμένους Αμερικανούς συγγραφείς,η κλάση του χαμηλών τόνων E.L. Doctorow είναι εξίσου αποδεκτή από κοινό και βιβλιοκριτικούς, πράγμα πολύ εντυπωσιακό,διότι πόσες φορές πια συμπίπτουν αυτοί,που μονίμως βρίζονται και τρώγονται σαν τον σκύλο με την γάτα;

ΥΓ.Την αγορά του τώρα,που ακόμα λογίζεται σαν έκδοση νέα αλλά κυρίως την άμεση ανάγνωση του "Χόμερ και Λάνγκλεϋ" την χρωστάω στην Ε.Γ.τρομερή βιβλιόφιλη,που της έχω εμπιστοσύνη,που είναι τύπισσα εν γένει φοβερή και επιπλέον αποδείχτηκε και μεγίστης υπομονής οδηγός, αναρωτιέστε που κολλάει τώρα αυτό, αλλά δεν θα σας πω πια και όλα τα μυστικά μου!
Την ευχαριστώ πάντως δημοσίως,ξέρει εκείνη γιατί.