Οι γενίτσαροι (yeni çeri, που σημαίνει «νέος στρατός») ανήκαν στους «δούλους της πύλης / του σουλτάνου» (kapıkulları). Ο θεσμός αυτός, η χρήση δηλαδή βασιλικών σκλάβων στο στρατό και τη διοίκηση, εντάσσεται σε μια μακραίωνη μεσανατολική παράδοση (με καταβολές στο αρχαίο Ιράν, την κεντρική Ασία και τους Σελτζούκους) και εξασφάλιζε θεωρητικά την απόλυτη κυριαρχία του σουλτάνου, που είχε έτσι στη διάθεσή του ένα σώμα αφοσιωμένων και πειθαρχημένων ακολούθων, επάνω στους οποίους είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου. Οι σκλάβοι αυτοί συνήθως ήταν αιχμάλωτοι πολέμου ή όμηροι από νεοκατακτημένες περιοχές. Επίσης μπορεί να προέρχονταν από σκλαβοπάζαρα, ή, τέλος, από το περιβόητο παιδομάζωμα (devşirme).Οι πρώτες αναφορές για το παιδομάζωμα χρονολογούνται στα τέλη του 14ου αιώνα· η ακμή του θεσμού τοποθετείται στο 15ο και 16ο αιώνα, ενώ τελευταίες αναφορές γι' αυτό έχουμε στις αρχές του 18ου. Κατά τακτά χρονικά διαστήματα, ειδικοί αξιωματούχοι από την Κωνσταντινούπολη γύριζαν σε χριστιανικά χωριά των Βαλκανίων, κυρίως της Αλβανίας και της Σερβίας, αλλά και της Μικράς Ασίας, και επέλεγαν αρσενικά παιδιά χριστιανών 8-20 ετών. Τα παιδιά αυτά μεταφέρονταν στην πρωτεύουσα και εκεί περνούσαν από μια πρώτη διαδικασία επιλογής: τα εξυπνότερα και ικανότερα ονομάζονταν iç oğlanı και έμεναν στο παλάτι, ενώ τα υπόλοιπα στέλνονταν σε οικογένειες Τούρκων στην ύπαιθρο προκειμένου να μάθουν τη γλώσσα και τους τύπους της θρησκείας, λίγα χρόνια μετά εκπαιδεύονταν στη στρατιωτική τέχνη και πειθαρχία (οπότε και ονομάζονταν acemî oğlan) και εντάσσονταν σε επίλεκτα σώματα τυφεκιοφόρων, τους περίφημους καθαυτό γενίτσαρους (yeniçeri), ή και σε άλλα έμμισθα σώματα, όπως τους «οπλουργούς» ή cebeci, τους «πυροβολητές» και κατασκευαστές κανονιών (topçu), τους λογχοφόρους ιππείς ή σπαχήδες (kapukulu süvarileri, sipahişer, οι σπαχήδες αυτοί δεν πρέπει να συγχέονται με το ομώνυμο σώμα τιμαριούχων ιππέων).
Τα σώματα αυτά αποτελούσαν τις τρόπον τινά επίλεκτες μονάδες του οθωμανικού στρατού, ιδίως κατά το 15ο και 16ο αιώνα, οπότε και χρησιμοποιούσαν πυροβόλα όπλα (το μεγάλο πλεονέκτημα των Οθωμανών) σε αντίθεση με τους λογχοφόρους σπαχήδες. Από το 17ο αιώνα και μετά και άλλα σώματα (κυρίως μισθοφορικά) χρησιμοποιούν πλέον μουσκέτα, ο ρόλος των γενιτσάρων όμως στον πόλεμο παραμένει σημαντικός, καθώς ουσιαστικά αποτελούν το κύριο σώμα του μόνιμου στρατού της αυτοκρατορίας.
Δεν ήταν όμως μόνο στρατιωτικός ο σκοπός του παιδομαζώματος. Τα παιδιά που επιλέγονταν για υπηρεσία στο παλάτι, τα iç oğlanı, εκπαιδεύονταν στα γράμματα, μάθαιναν γραφή και ανάγνωση, καθώς και διάφορες τέχνες· ύστερα από δύο ως εφτά χρόνια περνούσαν από μια δεύτερη διαδικασία επιλογής και τέλος έβγαιναν από το παλάτι με διάφορους βαθμούς της στρατιωτικής και διοικητικής ιεραρχίας. Από τα μέσα του 15ου αιώνα και μετά, όλη η ανώτερη και ανώτατη διοίκηση, του μεγάλου βεζίρη συμπεριλαμβανομένου, αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από τέτοιους δούλους του σουλτάνου.2
2. Παρακμή του συστήματος στρατολόγησης
Ήταν τέτοιες οι προοπτικές κοινωνικής κινητικότητας από την ένταξη στο σώμα των δούλων του σουλτάνου ώστε πολύ σύντομα μουσουλμανικές οικογένειες άρχισαν παράτυπα να επιδιώκουν, με διάφορους τρόπους, την ένταξη των παιδιών τους στην κατηγορία αυτή. Για το λόγο αυτό άλλωστε οι μουσουλμάνοι της Βοσνίας κατέκτησαν από νωρίς το δικαίωμα να συμμετέχουν στο παιδομάζωμα όπως και οι χριστιανοί.
Είναι κοινός τόπος σε όλα τα συμβουλευτικά κείμενα, τα οποία διεκτραγωδούν την κατάσταση της αυτοκρατορίας και προτείνουν μέτρα για την επάνοδο στην παλαιότερη ακμή, η έμφαση στην παρακμή του σώματος των γενιτσάρων. Συχνά αναφέρεται η καταστρατήγηση των κανόνων που από παλιά ρύθμιζαν την οργάνωση και την ιεραρχία τους (απαγόρευση γάμου ή ενασχόλησης με άλλες δραστηριότητες), κυρίως όμως στηλιτεύεται η χωρίς λόγο υπέρμετρη αύξηση του αριθμού τους.3 Ορισμένοι αριθμοί που δίνονται είναι χαρακτηριστικοί. Σύμφωνα με τον σπουδαίο λόγιο Χεζαρφέν Χουσεΐν Εφέντη, το σύνολο των στρατιωτών που μισθοδοτούνταν από το κρατικό ταμείο εκτινάχτηκε από 48.000 περίπου επί Σουλεϊμάν Α΄ σε 100.000 στις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα. Κατά τη βασιλεία του Μουράτ Δ΄ (1623-40) ο αριθμός τους μειώθηκε σχεδόν στο μισό (59.000), για να φτάσει πάλι στις 95.000 το 1670.4
Για να κατανοήσουμε τα αίτια αυτής της αλματώδους αύξησης αρκεί να αναλογιστούμε τη μείωση του αριθμού των νεοσυλλέκτων (acem oğlanı) από 7.745 το 1568 σε 4.372 το 1670, ενώ αντίστοιχα ο αριθμός των γενιτσάρων αυξήθηκε από 12.789 σε 53.849.5 Η αύξηση λοιπόν δεν οφείλεται σε ένταση του παιδομαζώματος, το οποίο άλλωστε φαίνεται να είχε ατονήσει από τις αρχές τουλάχιστον του 17ου αιώνα σε αντίθεση με το ποσοστό των αγορασμένων σκλάβων και των αιχμαλώτων πολέμου, αλλά –όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω– στην εισχώρηση στις τάξεις των γενιτσάρων διαφόρων ξένων στοιχείων, τα οποία δεν προέρχονταν από το παιδομάζωμα αλλά ούτε και από τις άλλες πηγές σκλάβων.
Στα κείμενα της λεγόμενης συμβουλευτικής γραμματείας είναι κοινός τόπος οι αναφορές σε Τσιγγάνους και σε «παιδιά της πόλης» (şehr oğlanları, δηλαδή νεαρούς μουσουλμάνους από τις κατώτερες τάξεις της Κωνσταντινούπολης), που είχαν παράτυπα ενταχθεί στους γενιτσαρικούς καταλόγους· οι καταγγελίες αυτές συμπληρώνονται συνήθως με «Τούρκους» (μουσουλμάνους αγρότες, δηλαδή, από τη μικρασιατική ύπαιθρο), Λαζούς και άλλες μουσουλμανικές εθνότητες.6 Σύμφωνα με τον Κοτσί Μπέη, η αρχή του κακού έγινε όταν διάφορα άτομα τα οποία βοήθησαν στις γιορτές του 1574 συγκρατώντας τα πλήθη με λαδωμένα τουλούμια ζήτησαν και πέτυχαν να εγγραφούν ως γενίτσαροι.7 Το 1610 αναφέρεται ότι οι γενίτσαροι μπορούν να γράψουν τους πρωτότοκους γιους τους στους καταλόγους, όχι όμως τους υπόλοιπους απογόνους τους.8 Στα μέσα πάντως του 17ου αιώνα αναφέρεται ότι οι θαλαμοφύλακες των γενιτσάρων έγραφαν στα κατάστιχα μπακάληδες και χαμάληδες, με συνέπεια τη διαμαρτυρία των νεοσύλλεκτων acemî oğlan.9
Τόσο εύκολο ήταν να γραφτεί κάποιος γενίτσαρος ώστε, σύμφωνα με ένα μαρτυρολόγιο, την ίδια εποχή ο Αρμένιος Γαβριήλ, ο οποίος μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη, ακολουθώντας το παράδειγμα του μεγαλύτερου αδελφού του εξισλαμίστηκε και γράφτηκε όπως και εκείνος στους γενιτσάρους· στη συνέχεια λιποτάκτησε, επανήλθε στην αρχική θρησκεία του και εκτελέστηκε το 1662.10 Στα τέλη του ίδιου αιώνα πολλοί φέρονται μάλιστα να γράφονται στους καταλόγους των γενιτσάρων χωρίς να πληρώνονται, μόνο και μόνο για να απολαμβάνουν φορολογικές απαλλαγές.11 Το 1765 ο διαβόητος φαναριώτης Σταυράκογλου φέρεται μάλιστα, αν και χριστιανός, να «είναι απ’ τους αλτμής μπες κη αυτός γιανίτζαρης γραμμένος/ και είναι μέσα ‘ς τον ορτάν πολύ εξακουσμένος», τόσο που ο μποσταντζήμπασης φοβάται να τον εκτελέσει «μήπως οι γιολντάσιδες έλθουν καί τόν επάρουν».12 Στα τέλη του 18ου αιώνα, ο Αθανάσιος Κομνηνός-Υψηλάντης μπορεί πλέον να γράψει απλώς ότι «ο τίτλος των γιαννιτζάρων εστί κληρονομικός· το περισσότερον μέρος των Τούρκων καταγράφεται εις εν τάγμα γιαννιτζάρων με την εκλογή τους διά να απολαμβάνωσι τα προνόμια».13
3. Ο ρόλος των γενιτσάρων στη ζωή της πρωτεύουσας
Ένα φαινόμενο που τονίζεται συχνά από την οθωμανική πολιτική γραμματεία είναι η ενασχόληση πολλών δούλων της πύλης με διάφορες δραστηριότητες ξένες προς την αποστολή τους, κυρίως με κερδοφόρες εμπορικές επιχειρήσεις·14 σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις οι επιχειρήσεις αυτές δεν είναι καν νόμιμες. Αναφέρεται, για παράδειγμα, η συνεργασία γενιτσάρων με απίστους για το λαθρεμπόριο κρασιού,15ή η παράνομη ενασχόληση γενιτσάρων με το δουλεμπόριο.16 Πρέπει να σημειωθεί, πάντως, ότι ολόκληρο αυτό το ιστοριογραφικό μοτίβο εντάσσεται σε ένα συγκεκριμένο είδος «λόγου της παρακμής» και πρέπει να εξετάζεται με προσοχή. Στην πραγματικότητα, η οικονομική δραστηριότητα δεν ήταν ποτέ ασύμβατη με την ιδιότητα του «στρατιωτικού» (‘askerî) και δούλοι του σουλτάνου –είτε γενίτσαροι είτε αξιωματούχοι– ασκούσαν αγροτικές και εμπορικές δραστηριότητες ήδη (τουλάχιστον) από τις αρχές του 16ου αιώνα.17 Άλλωστε, κάποιες από τις δραστηριότητες αυτές είχαν ενίοτε όχι συμπληρωματικό αλλά βιοποριστικό χαρακτήρα, ιδίως όσον αφορά τις φρουρές των συνοριακών κάστρων, οι οποίες πληρώνονταν πολύ λιγότερο τακτικά απ’ ό,τι τα τακτικά στρατεύματα και αναγκάζονταν να κάνουν εμπόριο (ή και λαθρεμπόριο) με τους τοπικούς πληθυσμούς μέχρι να πληρωθούν τους μισθούς τους.18
Στο πλαίσιο αυτό της γενιτσαρικής επιχειρηματικότητας, είναι ενδιαφέρον να σημειώσει κανείς ότι στις απογραφές περιουσιών της Κωνσταντινούπολης του 17ου αιώνα οι κατώτεροι στρατιωτικοί φαίνεται να έχουν κυρίως μετρητά και δευτερευόντως ακίνητη περιουσία, κάτι που μοιάζει να αντιστρέφεται στους στρατιωτικούς αξιωματούχους (kethüda, çavuş), οι οποίοι ενδεχομένως στρέφονταν και σε επενδύσεις.19Το πώς μια τέτοια περιουσία μπορούσε να αποκτηθεί φαίνεται, για παράδειγμα, όταν το 1651 οι γενίτσαροι που κυριαρχούν τότε στην πρωτεύουσα επιβάλλουν υψηλότερες τιμές στα υλικά που πουλούν στο δημόσιο, ανακατεύονται στον ορισμό των τιμών των προϊόντων και επενδύουν κεφάλαιο σε καταστήματα (π.χ. φούρνους ή παντοπωλεία) τα οποία χαίρουν προνομιακής μεταχείρισης.20 Αργότερα, και αντίθετα με τις εξεγέρσεις των σπαχήδων, οι οποίες εξέφραζαν ίσως περισσότερο τα συμφέροντα της μικρασιατικής αγροτικής οικονομίας, οι εξεγέρσεις των γενιτσάρων μοιάζουν να επιδιώκουν συχνά το συμφέρον των εμποροβιοτεχνικών τάξεων της πρωτεύουσας, σε συμμαχία συνήθως με κάποιες ομάδες της ελίτ.21 Το 18ο αιώνα πια η συμμαχία των γενιτσάρων με τους εμποροβιοτέχνες της Κωνσταντινούπολης, πολλοί από τους οποίους οπωσδήποτε ανήκαν στο σώμα ή είχαν συγγενικές σχέσεις με γενιτσάρους, ήταν γεγονός.22
4. Γενίτσαροι και παραβατικότητα
Οι σχέσεις των γενιτσάρων με τα αστικά στρώματα ήταν λοιπόν πολύμορφες. Πέρα από τις εμπορικές τους συναλλαγές, τις οποίες αναφέραμε παραπάνω, ή τους υπηρέτες (γιαμάκια) που αναφέρει ο Αθανάσιος Κομνηνός-Υψηλάντης,23 οι γενίτσαροι ήταν τακτικοί θαμώνεςκαφενείων και ταβερνών, όπου μαζεύονταν άτομα από όλα τα αστικά στρώματα, από τους μορφωμένους, «πνευματώδεις και ηδονιστές» μέχρι τα «παιδιά της πόλης». Μέλη των διαφόρων στρατιωτικών σωμάτων (γενίτσαροι, άτακτοι στρατιώτες, ιππείς της Πύλης) αποτελούσαν τη σταθερή πελατεία των καφενείων της Κωνσταντινούπολης,24 των ταβερνών της25 αλλά και των χαμάμ-πορνείων της.26 Γύρω στο 1640 αναφέρεται χαρακτηριστικά πως ό,τι φόρους και πρόστιμα μαζεύουν οι γενίτσαροι τα ξοδεύουν κατευθείαν στις ταβέρνες, σαν να ήταν πληρεξούσιοι εκπρόσωποι των ταβερνιάρηδων.27
Ευνόητο είναι ότι τέτοιες συμπεριφορές ήταν σχεδόν ενδημικές, παρά τις κατά καιρούς κατασταλτικές προσπάθειες. Διαβάζουμε λόγου χάριν για τη δυσαρέσκεια του Μουράτ Γ΄ όταν, περνώντας με πλοίο μπροστά από μια παραθαλάσσια χριστιανική ταβέρνα, είδε μεθυσμένους γενίτσαρους να τον αναγνωρίζουν και να πίνουν στην υγεία του.28 Σύμφωνα μάλιστα με τον ιστορικό και συγγραφέα Κιατίπ Τσελεμπή, μία από τις αιτίες της δυσαρέσκειας των γενιτσάρων κατά του Οσμάν Β΄ (που οδήγησε στην εκθρόνιση και εκτέλεσή του το 1622) ήταν και το ότι ο αρχηγός της ανακτορικής φρουράς, λόγω της έχθρας του με τον αγά των γενιτσάρων, έκανε εφόδους στις ταβέρνες, πετώντας στη θάλασσα όσους γενιτσάρους συνελάμβανε.29
Όσον αφορά τη σχέση των γενιτσάρων με περιθωριακές ή παραβατικές συμπεριφορές, πρέπει να τονίσουμε το καθεστώς ετεροδικίας το οποίο απολάμβαναν. Οι γενίτσαροι δικάζονταν όπως είδαμε και παραπάνω από τις δικές τους αρχές, κάτι που φαίνεται να ωθούσε εκείνους μεν σε μεγαλύτερη εγκληματικότητα και κοινούς εγκληματίες στην επιδίωξη να γράφονται στο σώμα προκειμένου να εξασφαλίσουν ατιμωρησία.30Στα τέλη του 16ου αιώνα, ένας Βόσνιος συγγραφέας, ο Χασάν Κιαφί, σημειώνει τις πολυάριθμες περιπτώσεις καταπίεσης και αυθαιρεσίας των στρατιωτικών έναντι των ραγιάδων (του φορολογούμενου πληθυσμού), παρατηρώντας ότι οι χειρότεροι ήταν οι δούλοι του σουλτάνου.31 Ένας από τους λόγους μάλιστα για τους οποίους, σε ένα συμβουλευτικό έργο των μέσων του 17ου αιώνα, θεωρείται ότι πρέπει κάθε στρατιωτικός να φορά την προορισμένη για το σώμα του ενδυμασία, είναι για να γίνεται εφικτή η άμεση εύρεση και τιμωρία του σε περίπτωση που εμπλακεί σε κάποια συμπλοκή.32 Συχνά συναντάμε γενίτσαρους ή άλλους στρατιωτικούς μπλεγμένους σε διαφόρων ειδών εγκλήματα· στα ιεροδικαστικά κατάστιχα της Κωνσταντινούπολης παρατηρεί κανείς ότι μεγάλο ποσοστό των περιστατικών σωματικής βλάβης ή φόνου φαίνεται να διαπράχθηκε από μέλη κάποιου στρατιωτικού σώματος και κυρίως από δούλους του σουλτάνου.
5. Οι εξεγέρσεις των γενιτσάρων και η κατάργηση του σώματος
Ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες του 16ου αιώνα οι εξεγέρσεις των γενιτσάρων της Κωνσταντινούπολης αποτέλεσαν ενδημικό φαινόμενο. Διεκδικώντας είτε αύξηση του μισθού τους είτε αποπομπή ή και εκτέλεση μη αρεστών σε αυτούς αξιωματούχων, στασίαζαν συχνά και συνήθως πετύχαιναν τους στόχους τους.
Με την εξέγερση του 1622 η ανάμειξη των γενιτσάρων στην πολιτική περνά σε νέο επίπεδο, καθώς στόχος τους πλέον δεν ήταν κάποιος βεζίρης ή άλλος αξιωματούχος αλλά ο ίδιος ο σουλτάνος (ο Οσμάν Β΄), ο οποίος πλήρωσε μάλιστα με τη ζωή του τις φήμες ότι σκόπευε να καταργήσει το γενιτσαρικό σώμα. Στη συνέχεια και καθ΄ όλη τη διάρκεια του 17ου και 18ου αιώνα οι γενίτσαροι αποτέλεσαν έναν από τους ισχυρότερους παίκτες στο πολιτικό παιχνίδι, συμμαχώντας με διάφορες παρατάξεις της διοικητικής ελίτ και του παλατιού και εντέλει, ιδίως από τα τέλη του 17ου αιώνα και μετά, εκφράζοντας συχνά τα συμφέροντα της εμποροβιοτεχνικής τάξης στην πρωτεύουσα. Σουλτάνοι όπως ο Μωάμεθ Δ΄ (1648-1687), ο Μουσταφά Β΄ (1695-1703) ή ο Αχμέτ Γ΄ (1703-1730) έχασαν το θρόνο τους εξαιτίας εξεγέρσεων στις οποίες πρωταγωνίστησαν οι γενίτσαροι. Το ίδιο συνέβη όταν το 1789 ο Σελίμ Γ΄ θέλησε να ιδρύσει ένα νέο τακτικό σώμα στρατού, το Nizam-i cedid (καινούρια τάξη), πάνω σε ευρωπαϊκά πρότυπα. Εμπόδιο πλέον παρά πλεονέκτημα του οθωμανικού κράτους στην προσπάθειά του να παρακολουθήσει τις εξελίξεις στη διεθνή σκηνή, οι γενίτσαροι της πρωτεύουσας εξουδετερώθηκαν και κατεσφάγησαν χάρη σε ένα καλά οργανωμένο σχέδιο του Μαχμούτ Β΄ το 1826. Το σώμα καταργήθηκε και η Οθωμανική Αυτοκρατορία πέρασε σε νέα φάση.
1. Uzunçarşılı, İ.H., Osmanlı Devleti teşkilâtından: Kapukulu Ocakları2 1 (Ankara 1988), σελ. 6-30 και 66-9· Gibb, H.A.R. – Bowen, H., Η ισλαμική κοινωνία και η Δύση 1: Η διοικητική ιεραρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Αθήνα 2005), σελ. 77 κ.ε.
2. Shaw, S., History of the Ottoman Empire and Modern Turkey 1: Empire of the Gazis: The Rise and Decline of the Ottoman Empire, 1280-1808 (Cambridge 1976), σελ. 122-24· Uzunçarşılı, İ.H.,Osmanlı Devleti teşkilâtından: Kapukulu Ocakları2 1 (Ankara 1988), σελ. 6-30 και 66-69· İnalcık, H., Η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η κλασική περίοδος 1300-1600 (Αθήνα 1995), σελ. 137-149 και 152-54· στο ίδιο, σελ. 145, χρήσιμος πίνακας που δείχνει όλες τις δυνατές κατευθύνσεις ανέλιξης ενός δούλου της πύλης (πρβ. και τον πίνακα στον Uzunçarşılı, İ.H.,Osmanlı Devleti teşkilâtından: Kapukulu Ocakları2 1 (Ankara 1988), σελ. 138· Murphey, R., Ottoman Warfare, 1500-1700 (London 1999), σελ. 43-49· Gibb, H.A.R. – Bowen, H., Η ισλαμική κοινωνία και η Δύση Α: Η διοικητική ιεραρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Αθήνα 2005), σελ. 106 κ.ε. και 389-422.
3. “Kitâbu mesâlihi'l-müslimîn ve menâfi'i'l-mü'minîn”, στο Yücel, Υ., Osmanlı Devlet Teşkilâtına dair Kaynaklar: Kitâb-i müstetâb – Kitâbu mesâlihi'l-müslimîn ve menâfi'i'l-mü'minîn – Hırzü'l-mülûk (Ankara 1988), σελ. 5-9 κ.α. Για μια κλασική (και τεκμηριωμένη) έκθεση της άποψης περί παρακμής του σώματος από έναν Τούρκο ιστορικό των μέσων του 20ού αιώνα, βλ. Uzunçarşılı, İ.H., Osmanlı Devleti teşkilâtından: Kapukulu Ocakları2 1 (Ankara 1988), σελ. 477-505. Για τους έγγαμους γενιτσάρους πρβ. πρώιμες περιπτώσεις στον Lowry, H.W., Η φύση του πρώιμου οθωμανικού κράτους (Αθήνα 2004), σελ. 238 και 252.
4. Özcan, Α., Anonim Osmanlı Tarihi (1099-1116 / 1688-1704) (Ankara 2000), σελ. 183-85. Πρβ. επίσης τους πίνακες του Murphey, R., Ottoman Warfare 1500-1700 (London 1999), σελ. 45.
5. Αναλυτικός πίνακας στον İnalcık, H., Η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η κλασική περίοδος 1300-1600 (Αθήνα 1995), σελ. 146· πρβ. και Uzunçarşılı, İ.H., Osmanlı Devleti teşkilâtından: Kapukulu Ocakları2 1 (Ankara 1988), σελ. 79-81 και 611-20.
6. Ενδεικτικά βλ. Selânikî Mustafâ Efendi, Târih-i Selânikî 1, İpşirli, M. (ed.) (Ankara 1999), σελ. 220, 368, 471 κ.α.· Koçi Bey, Koçi Beğ risâlesi (Konstantiniye 1885), σελ. 57-64· Murphey, R. (ed.-trans.), Kanûn-nâme-i sultânî li ‘Azîz Efendi: Aziz Efendi’s Book of Sultanic Laws and Regulations. An Agenda for Reform by a Seventeenth-Century Ottoman Statesman (Harvard 1985), σελ. 6 κ.α.· Mustafâ Na'îmâ, Tarih-i Na'îmâ 1 (İstanbul 1864-65), σελ. 422, 442-3 κ.α. Κατά τον Selânikî, ό.π., σελ. 18, ήδη στις τελευταίες εκστρατείες του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς είχαν εισχωρήσει στο στρατό κακοποιά στοιχεία· πρβ. στον ίδιο, σελ. 230-31. Πρβ. Gibb, H.A.R. – Bowen, H., Η ισλαμική κοινωνία και η Δύση 1: Η διοικητική ιεραρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Αθήνα 2005), σελ. 350 κ.ε.
7. Koçi Bey, Koçi Beğ risâlesi (Konstantiniye 1885), σελ. 57-6. Την ίδια περίπου εποχή ο νεομάρτυρας Ιωάννης ο Κάλφας (θάν. 1575), ως λεπτουργός του παλατιού, ασκεί την επιρροή του προκειμένου ο ανιψιός ενός αγά να γίνει ιτζ ογλάνι· βλ. Νικόδημος ο Αγιορείτης, Νέον Μαρτυρολόγιον, ήτοι μαρτυρία των νεοφανών μαρτύρων των μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως κατά διαφόρους καιρούς και τόπους μαρτυρησάντων...2, Πάσχος, Π.Β. (επιμ.) (Αθήνα 1961), σελ. 61.
8. Sandys, G., A Relation of a Iourney begun An. Dom. 1610. Foure Bookes containing a description of the Turkish Empire, of Aegypt, of the Holy Land, of the Remote parts of Italy, and Ilands adioyning (London 1615), σελ. 49. Ωστόσο, παρατηρεί ο ίδιος περιηγητής, πλέον γίνονται δεκτοί στο σώμα και άνθρωποι που δεν είναι ούτε γιοι ούτε εγγονοί χριστιανών.
9. Naima Mustafa Efendi, Tarih-i Naima 4 (Istanbul 1968), σελ. 418.
10. Riondel, H., Une page tragique de l'histoire religieuse du Levant: Le bienheureux Gomidas de Constantinople (1656-1707), prêtre arménien et martyr, d'après des documents inédits (Paris 1929), σελ. 5-7.
11. Πάνω από 10.000 τους υπολογίζει ο Ricaut, P., The History of the Present State of the Ottoman Empire: Containing the Maxims of the Turkish Polity, the most Material Points of the Mahometan Religion, their Sects and Heresies, their Convents and Religious Votaries; Their Military Discipline with an Exact computation of their forces both by sea and land. Illustrated with divers pieces of sculpture representing the variety of habits amongst the Turks (London 1686), σελ. 359· πρβ. Mantran, R., Istanbul dans la seconde moitié du XVIIe siècle. Essai d'histoire institutionelle, économique et sociale (Paris 1962), σελ. 390.
12. Legrand, E., Recueil de poëmes historiques en grec vulgaire, relatifs à la Turquie et aux principautés danubiennes (Paris 1877), σελ. 218. «Αλτμής μπες» σημαίνει «εξήντα πέντε»· θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι το κείμενο αναφέρεται στον 65o λόχο (ορτά), ξέρουμε ωστόσο ότι ο ορτάς αυτός καταργήθηκε επί Μουράτ Δ΄, ενάμιση αιώνα πριν: Gibb, H.A.R. – Bowen, H., Η ισλαμική κοινωνία και η Δύση 1: Η διοικητική ιεραρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Αθήνα 2005), σελ. 114 σημ. 170.
13. Κομνηνός-Υψηλάντης, Α., Εκκλησιαστικών και πολιτικών των εις δώδεκα βιβλίον Η', Θ' και Ι' , ήτοι Τα μετά την Άλωσιν (1453-1789). (εκ χειρογράφου ανεκδότου της ιεράς μονής του Σινά), αρχιμ. Γερμανός Αφθονίδης (επιμ.) (Κωνσταντινούπολη 1870), σελ. 763.
14. Mantran, R., Istanbul dans la seconde moitié du XVIIe siècle. Essai d'histoire institutionelle, économique et sociale (Paris 1962), σελ. 389-93. Ήδη το 1584 απαγορεύεται η ανάμειξη γενιτσάρων και άλλων στρατιωτικών σε εμπορικές υποθέσεις (στις οποίες δεν έπαιρναν υπόψη τις καθορισμένες τιμές) και κυρίως στο ιδιαίτερα προσοδοφόρο εμπόριο κρέατος· Uzunçarşılı, İ.H., Osmanlı Devleti teşkilâtından: Kapukulu Ocakları2 1 (Ankara 1988), σελ. 695-96· Refik, A., On altıncı asırda İstanbul hayatı (1553-1591)2 (İstanbul 1988), σελ. 98, 130-31 (VΙΙΙ/38, ΙΧ/50). Το 1596 βλέπουμε να υπάρχει έλλειψη αγαθών στην πρωτεύουσα καθώς πολλοί καταστηματάρχες, όντας σπαχήδες, γενίτσαροι ή άλλοι στρατιωτικοί, έλειπαν σε εκστρατεία χωρίς να αφήσουν συνέταιρο στο πόδι τους· Selânikî Mustafâ Efendi, Târih-i Selânikî 2, İpşirli, M. (ed.) (Ankara 1999), σελ. 615-16, 732, 784, 812.
15. “Kitâbu mesâlihi'l-müslimîn ve menâfi'i'l-mü'minîn”, στο Yücel, Υ., Osmanlı Devlet Teşkilâtına dair Kaynaklar: Kitâb-i müstetâb – Kitâbu mesâlihi'l-müslimîn ve menâfi'i'l-mü'minîn – Hırzü'l-mülûk (Ankara 1988), σελ. 74.
16. Refik, A., Hicrî on birinci asırda İstanbul hayatı (1000-1100)2 (İstanbul 1988), σελ. 25-26 (αρ. 52).
17. Kafadar, C., “On the Purity and Corruption of the Janissaries”, Turkish Studies Association Bulletin 15:2 (1991), σελ. 273-280.
18. Stein, M.L., “Ottoman Garrison Life: Kanije in the Mid-Seventeenth Century”, Turkish Studies Association Bulletin 17:1 (1993), σελ. 130-134.
19. Öztürk, S., Askeri kassama ait onyedinci asır İstanbul tereke defterleri (sosyo-ekonomik tahlil) (İstanbul 1995), σελ. 148.
20. Kâtib Çelebi, Fezleke 2 (İstanbul 1869-70), σελ. 373· Naima Mustafa Efendi, Tarih-i Naima 5 (Istanbul 1969), σελ. 96, 137, 139, 151.
21. Για μια απαρίθμηση των γενιτσαρικών εξεγέρσεων στην οθωμανική ιστορία βλ. Uzunçarşılı, İ.H., Osmanlı Devleti teşkilâtından: Kapukulu Ocakları2 1 (Ankara 1988), σελ. 506-21.
22. Πρβ. Quataert, D., Η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι τελευταίοι αιώνες, 1700-1922 (Αθήνα 2006), σελ. 79-81· του ίδιου, “Janissaries, Artisans and the Question of Ottoman Decline, 1730-1826”, στο Quataert, D. (ed.), Workers, Peasants and Economic Change in the Ottoman Empire, 1730-1914 (Istanbul 1993), σελ. 197-203· Olson, R., “The Esnaf and the Patrona Halil Rebellion of 1730: A Realignment in Ottoman Politics”, Journal of the Economic and Social History of the Orient 17 (1974), σελ. 329-44.
23. Κομνηνός-Υψηλάντης, Α., Εκκλησιαστικών και πολιτικών των εις δώδεκα βιβλίον Η', Θ' και Ι' , ήτοι Τα μετά την Άλωσιν (1453-1789). (εκ χειρογράφου ανεκδότου της ιεράς μονής του Σινά), αρχιμ. Γερμανός Αφθονίδης (επιμ.) (Κωνσταντινούπολη 1870, φωτομηχανική ανατύπωση Αθήνα 1972), σελ. 763 («έχουσι καί γιαμάκια οι γιαννίτζαροι, οι οποίοι ούτε εις τους οδάδες κάθηνται, ούτε λουφέν έχουσιν, ούτε ταΐνια, μόνον εις καιρόν πολέμου πηγαίνουσιν εις τον πόλεμον»).
24. Saraçgil, Α., “Generi voluttuari e ragion di stato: politiche repressive del consumo di vino, caffè e tabacco nell' Impero Ottomano nei secc. XVI e XVII”, Turcica 28 (1996), σελ. 163-193 και ειδικότερα σελ. 168.
25. Evliya Çelebi, Evliya Çelebi Seyahatnâmesi. Topkapı Sarayı Bağdat 304 Yazmasının Transkripsiyonu-Dizini. 1. Kitap: İstanbul, Gökyay, O.Ş. (ed.) (İstanbul 1996), σελ. 54/37b και 55/38b.
26. Bardakçı, M., Osmanlı'da seks. Sarayda gece dersleri (İstanbul 1993), σελ. 88, 90, 100, 102.
27. “Kitâbu mesâlihi'l-müslimîn ve menâfi'i'l-mü'minîn”, στο Yücel, Υ., Osmanlı Devlet Teşkilâtına dair Kaynaklar: Kitâb-i müstetâb – Kitâbu mesâlihi'l-müslimîn ve menâfi'i'l-mü'minîn – Hırzü'l-mülûk (Ankara 1988), σελ. 100-1. Πρβ. ένα ανέκδοτο που παραθέτει ο Kâtib Çelebi, Fezleke 1 (İstanbul 1869), σελ. 326-7, όπου γενίτσαροι και σπαχήδες πηγαίνουν τακτικά σε μια ταβέρνα και όπου ένας γενίτσαρος λέει χαρακτηριστικά ότι δεν έχει βλέψεις για την ιεραρχία και ζητά μόνο χρήματα.
28. Uzunçarşılı, İ.H., Osmanlı Devleti teşkilâtından: Kapukulu Ocakları2 1 (Ankara 1988), σελ. 482.
29. Kâtib Çelebi, Fezleke 2 (İstanbul 1869-70), σελ. 9 και 20, Naima Mustafa Efendi, Tarih-i Naima 2 (İstanbul 1968), σελ. 209, 213.
30. Heyd, U., Studies in Old Ottoman Criminal Law, Ménage, V.L. (ed.) (Oxford 1973), σελ. 221-22. Βλ. και Ricaut, P., The History of the Present State of the Ottoman Empire: Containing the Maxims of the Turkish Polity, the most Material Points of the Mahometan Religion, their Sects and Heresies, their Convents and Religious Votaries; Their Military Discipline with an Exact computation of their forces both by sea and land. Illustrated with divers pieces of sculpture representing the variety of habits amongst the Turks (London 1686), σελ. 325. Υπήρχαν βεβαίως περιπτώσεις όπου παρανομούντες γενίτσαροι τιμωρούνταν ή τουλάχιστον παύονταν.
31. İpşirli, M., “Hasan Kâfî el-Akhisarî ve devlet düzenine ait eseri Usûlü'l-hikem fî nizâmi'l-âlem”, Tarih Enstitüsü Dergisi 10-11 (1979-1980), σελ. 239-278 και ειδικότερα 275.
32. “Kitâbu mesâlihi'l-müslimîn ve menâfi'i'l-mü'minîn”, στο Yücel, Υ., Osmanlı Devlet Teşkilâtına dair Kaynaklar: Kitâb-i müstetâb – Kitâbu mesâlihi'l-müslimîn ve menâfi'i'l-mü'minîn – Hırzü'l-mülûk (Ankara 1988), σελ. 97, 98.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου