Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

Αχιλλιής, Φλώριος και Πλάτζια Φλώρα, Ερωτοπαίγνια δυο υστεροβυζαντινά μυθιστορήματα και μια συλλογή ερωτικών ποιημάτων























Ανωνύμων, Καταλόγια(13  Παραθέματα)
ΓΕΝΝΗΣΗ: Ρόδος 15ος αι.
ΘΑΝΑΤΟΣ: Άγνωστο
1. Περιστεράκιν να γενώ να έλθω όπου κοιμάσαι,
σφικτά να σε περιπλακώ, πάντα να με θυμάσαι.
[«Αλφαβητικά δίστιχα»], 125-126. Ερωτοπαίγνια (Chansons d’amour), Bibliothèque Grecque Vulgaire X. Paris-Athènes, 1913. 12.

2. Πότε και πάλιν και ποτέ, και πάλιν πώς και πότε,
πότε να κάτσωμεν τα δυο, πότε να σε συντύχω.
«Τα εκατόλογα», 140-141. Λίνος Πολίτης, Ποιητική Ανθολογία, Β΄. Μετά την Άλωση (15ος και 16ος αιώνας). «Δωδώνη», χ.χ. 20.

3. Κρυφά, κυρά μου, σε αγαπώ, κι εσύ ουδέν το ξεύρεις,
και βασανίζομαι κρυφά και φανερά πομένω.
«Τα εκατόλογα», 168-169. Λίνος Πολίτης, Ποιητική Ανθολογία, Β΄. Μετά την Άλωση (15ος και 16ος αιώνας). «Δωδώνη», χ.χ. 21.

4. Νά ’δες μικρού φιλήματα, μικρού πιδεξιοσύνες,
πώς κολακεύει το φιλίν, πώς κυβερνά τον πόθον.
Ο πεύκος μέγα δένδρον έν’, αλλά καρπόν ου κάμνει,
το στάχυν έν’ μικρούτσικον, είδες καρπόν τον κάμνει;
[...]
και ιδέ και τες μικρές μηλιές, ιδέ και τες μεγάλες,
πώς δέχουνται τον άνεμον ωσάν και τες μεγάλες.
«Τα εκατόλογα», 179-182, 189-190. Λίνος Πολίτης, Ποιητική Ανθολογία, Β΄. Μετά την Άλωση (15ος και 16ος αιώνας). «Δωδώνη», χ.χ. 21.

5. Τρεις χρόνους και αν μ’ εβάλασιν στα σίδερα δι’ εσένα,
τρεις ώρες να μ’ εφάνησαν εκ την πολλήν σου αγάπην.
«Τα εκατόλογα», 210-211. Λίνος Πολίτης, Ποιητική Ανθολογία, Β΄. Μετά την Άλωση (15ος και 16ος αιώνας). «Δωδώνη», χ.χ. 22.

6. Θυμούμαι σε, μαραίνομαι, θωρώ σε και χλωμαίνω,
και αν πέσω ν’ αποκοιμηθώ ύπνον ουδέν χορταίνω.
«Τα εκατόλογα», 245-246. Λίνος Πολίτης, Ποιητική Ανθολογία, Β΄. Μετά την Άλωση (15ος και 16ος αιώνας). «Δωδώνη», χ.χ. 23.

7. Εγώ και άφρων έστρωσα και άφρων εκοιμήθην
κι άφρων εγλυκοφίλησα, διατί πολλά σε αγάπουν.
«Καταλόγια», 378-379. Λίνος Πολίτης, Ποιητική Ανθολογία, Β΄. Μετά την Άλωση (15ος και 16ος αιώνας). «Δωδώνη», χ.χ. 25.

8. Διά τούτο πάντα οπού αγαπά φρόνιμος θέλει να ’ναι,
να ’ναι πολλά καρτερικός, να ’ναι πολλά πιδέξιος,
και ν’ απομένει τον καιρόν, να καρτερεί τον χρόνον·
και ο χρόνος όσον και αν διαβεί ευκόλως μεταβάλλει,
και πολομούν τα βούλουνται καν θέλουν καν μη θέλουν.
«Καταλόγια», 687-691. Λίνος Πολίτης, Ποιητική Ανθολογία, Β΄. Μετά την Άλωση (15ος και 16ος αιώνας). «Δωδώνη», χ.χ. 27-28.

9. Σιτάριν έσπειρα στην γην και ρύζιν εις τον άμμον,
φιλί στην παρεποταμιάν κι ελιάν στο περιβόλιν
και τώρα ήλθαν κι είπαν με θερίζουν το σιτάρι
και την ελιάν κλωνοκοπούν και το φιλί τρυγούσιν.
Άμε, φιλί, στ’ ανάθεμα, κι αγάπη, ’πούθεν ήλθες,
κι εμέ, να ζει η νιότη μου, πάλε φιλίν ευρίσκω.
«Καταλόγια», 9-14. Λίνος Πολίτης, Ποιητική Ανθολογία, Β΄. Μετά την Άλωση (15ος και 16ος αιώνας).«Δωδώνη», χ.χ. 29.

10. Εις ακριβειά μ’ εφίλησες και σ’ ευθηνιά μ’ αφήσες.
«Καταλόγια», 85. Λίνος Πολίτης, Ποιητική Ανθολογία, Β΄. Μετά την Άλωση (15ος και 16ος αιώνας).«Δωδώνη», χ.χ. 32.

11. Δεν έναι πλιο χειρότερον, ουδέ δαρμοί ουδέ πόνοι,
σαν αγαπά κανείς κρυφά και δεν το φανερώνει.
«Λιανοτράγουδα», 171-172. Λίνος Πολίτης, Ποιητική Ανθολογία, Β΄. Μετά την Άλωση (15ος και 16ος αιώνας). «Δωδώνη», χ.χ. 35.

12. Από πηγήν πάλιν πηγή, κι από πηγήν πηγάδιν,
κι από παλιά φιλήματα πάλιν καινούργι’ αγάπη.
«Λιανοτράγουδα», 199-200. Λίνος Πολίτης, Ποιητική Ανθολογία, Β΄. Μετά την Άλωση (15ος και 16ος αιώνας). «Δωδώνη», χ.χ. 36.


13. Να φέρω θέλω αφιβολή
σ’ ετούτον το χορό πολλή,
κι αν τύχει κι ως για την κερά
ν’ ακούσετε καμιά φορά
το πώς της ήμουνε γραφτός
δούλος, αμ’ όχι αγοραστός,
κι εσυχνοπερνόβλεπά τη
κι εκουρφοκαμάρωνά τη,
κι είχα τηνε στην ψυχή μου
κι έτασσά την εδική μου.
«Καταλόγια», 1-10. Λίνος Πολίτης, Ποιητική Ανθολογία, Β΄. Μετά την Άλωση (15ος και 16ος αιώνας).«Δωδώνη», χ.χ. 37.


Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2015

Βιτσέντζος Κορνάρος "Ερωτόκριτος", 1710








Harley MS 5644, ff 1-264v
Vitzentzos Kornaros, Erotokritos, in 15-syllable rhymed couplets. Printed in Venice in 1713 from a manuscript no longer extant. See Σ. Αλεξίου, Βιτσέντσος Κορνάρος. Κριτική έκδοση, εισαγωγή, σημειώσεις, γλωσσάριο, Athens 1986. Preceded by (ff 1-9) an alphabetical index of contents.
Erotokritos









Βρέθηκε ασύλητος τάφος πολεμιστή στην Πύλο

Σπάνια ευρήματα στον τάφο που χρονολογείται από το 1500 π.Χ.

Πηγή:http://www.lifo.gr/now/culture/79035



Ο Τζακ Λ. Ντέιβις και η Σάρον Ρ. Στόκερ, από το Πανεπιστήμιο του Σινσινάτι, έφεραν στο φως ένα σπουδαίο εύρημα στην Πελοπόννησο.   Ασύλητος, πλούσια κτερισμένος, λακκοειδής τάφος ανακαλύφθηκε το καλοκαίρι από τη διεθνή ομάδα αρχαιολόγων, πλησίον του μυκηναϊκού ανακτόρου του Νέστορα, στον Άνω Εγκλιανό, στη Χώρα του Δήμου Πύλου-Νέστορος. Σύμφωνα με ανακοίνωση του υπουργείου Πολιτισμού, ο τάφος, ο οποίος ανήκε σε πολεμιστή, χρονολογείται περίπου το 1500 π. Χ. (Υστεροελλαδική ΙΙ περίοδος) και αποτελεί την πιο εντυπωσιακή περίπτωση επίδειξης προϊστορικού πλούτου σε ταφικά μνημεία της ηπειρωτικής Ελλάδας, που έχει έρθει στο φως τα τελευταία 65 χρόνια.


Δίπλα στον πολεμιστή είχαν εναποτεθεί: χάλκινο σπαθί με επιχρυσωμένη ελεφαντοστέινη λαβή, χρυσά σφραγιστικά δακτυλίδια και κύπελλα, σπάνια χρυσή αλυσίδα, ασημένια κύπελλα -ορισμένα με χρυσά χείλη-, χάλκινα αγγεία και κύπελλα, χάλκινος αμφορέας, χάλκινες πρόχοι, καθώς και χάλκινες λεκανίδες, περισσότεροι από πενήντα σφραγιδόλιθοι τεμάχια ελεφαντοστού με εγχάρακτες παραστάσεις και περισσότερες από χίλιες ψήφοι από πολύτιμους λίθους. Πολλά από αυτά τα αντικείμενα είναι έργα μινωικής τεχνοτροπίας. Σύμφωνα με τους ανασκαφείς, οι οποίοι εργάζονται πάνω από 25 χρόνια στην περιοχή, η ανακάλυψη ασύλητου λακκοειδούς τάφου, εντός του οποίου είχε ενταφιασθεί νεαρός άνδρας, ηλικίας 30-35 ετών, που συνοδευόταν από περισσότερα από 1.400 μοναδικά αντικείμενα, είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς η υψηλή ποιότητα των αντικειμένων αποδεικνύει ότι η Πύλος, όπως και οι Μυκήνες στη ΒΑ Πελοπόννησο, είχε έντονα επηρεαστεί από τη μινωική τέχνη γύρω στο 1500 π.Χ. Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, το γεγονός ότι δεν βρέθηκε μυκηναϊκή ή μινωική κεραμική στον τάφο. 


Το ανάκτορο του Νέστορα στο λόφο του Άνω Εγκλιανού, το οποίο καταστράφηκε από πυρκαγιά περίπου το 1200 π.Χ., ανακαλύφθηκε το 1939 από τον Κωνσταντίνο Κουρουνιώτη, διευθυντή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, και ανασκάφηκε από τον Καρλ Μπλέγκεν, καθηγητή του Πανεπιστημίου του Σινσινάτι. Η ανασκαφή του Μπλέγκεν επικεντρώθηκε κυρίως στην ύστερη φάση του Ανακτόρου του Νέστορα και τα στοιχεία που αφορούσαν την πρώιμη φάση του, δηλαδή πριν από το 1300 π.Χ. είναι σχετικά λίγα. Επικεντρωμένοι κυρίως σε αυτή την πρώιμη σχετικά άγνωστη περίοδο, ο Ντέιβις και η Στόκερ ξεκίνησαν εκ νέου την ανασκαφή στον Άνω Εγκλιανό το Μάιο του 2015 και βρήκαν τη μία από τις τέσσερις πλευρές του τάφου την πρώτη μέρα της ανασκαφής. Ο καθαρισμός και η συντήρηση των ευρημάτων έγινε από το συντηρητή Αλέξανδρο Ζώκο. Όπως επισημαίνεται στην ανακοίνωση του υπουργείου Πολιτισμού, στο δάπεδο του τάφου, που είχε διαστάσεις 2,44 μ. μήκος, 1,52 μ. βάθος και 1,22 μ. πλάτος, βρέθηκε σε στάση εκτάδην ο σκελετός ενός ενήλικου άνδρα, τοποθετημένου σε ξύλινο φέρετρο.   Όπλα βρέθηκαν στην αριστερή πλευρά του και στο ύψος των ποδιών, κοσμήματα στην δεξιά πλευρά, ενώ, κοντά στο λαιμό βρέθηκε μια μοναδική και θαυμάσια διατηρημένη χρυσή αλυσίδα. Επίσης χρυσά κύπελλα είχαν αποτεθεί επάνω στο στήθος και στο στομάχι του νεκρού. Στη δεξιά πλευρά του σκελετού και γύρω από το κεφάλι, βρέθηκαν πάνω από 1.000 ψήφοι από ημιπολύτιμους λίθους --κορναλίνη, αμέθυστο, αχάτη και χρυσό--, περισσότεροι από πενήντα σφραγιδόλιθοι στην επιφάνεια των οποίων απεικονίζονται θεές, ταύροι με ακροβάτες πιασμένους από τα κέρατά τους (ταυροκαθάψια) καθώς και άλλες δυσερμήνευτες σκηνές. Επίσης, τέσσερα χρυσά σφραγιστικά δακτυλίδια, προσωπικά αντικείμενα κύρους, με εγχάρακτες μινωικές παραστάσεις. Στα πόδια του νεκρού, βρέθηκε ελεφαντοστέινο πλακίδιο με απεικόνιση φτερωτού γρύπα και δίπλα του χάλκινος καθρέπτης με ελεφαντοστέινη λαβή. 



Κτερίσματα που αρχικά είχαν τοποθετηθεί πάνω στο φέρετρο, διασκορπίστηκαν μετά τη διάλυσή του και θρυμματίστηκαν πάνω στο σκελετό, δυσκολεύοντας έτσι την ανασκαφική εργασία. Στα κτερίσματα που είχαν τοποθετηθεί επάνω από το φέρετρο περιλαμβάνονται επίσης: χάλκινες πρόχοι, μεγάλη χάλκινη λεκάνη, λεπτές λωρίδες χαλκού προερχόμενες ενδεχομένως από την πανοπλία του πολεμιστή και διάτρητοι χαύλιοι αγριόχοιρου από το κράνος του πολεμιστή. «Ο νεκρός πολεμιστής ήταν προφανώς μια εξέχουσα προσωπικότητα της εποχής του, δηλαδή της πρώιμης μυκηναϊκής περιόδου, περίοδο που οι λακκοειδείς τάφοι των Μυκηνών χρησιμοποιούνταν για τον ενταφιασμό της μυκηναϊκής αριστοκρατίας. Ο πολεμιστής αυτός θα κατοικούσε στην Ακρόπολη του Εγκλιανού, όταν κτίσθηκαν τα πρώτα οικοδομήματα με λαξευμένη τοιχοποιία, σύμφωνα με τα μινωικά πρότυπα, και οι τοίχοι τους διακοσμήθηκαν με νωπογραφίες επηρεασμένες από τη μινωική τεχνοτροπία.   Ως εκ τούτου, δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει το γεγονός ότι τα περισσότερα από τα 1.400 αντικείμενα που συνόδευαν το νεκρό πολεμιστή είναι μινωικής τεχνοτροπίας ή κατασκευάσθηκαν στην Κρήτη», αναφέρουν οι ανασκαφείς. Συμπληρώνουν, επίσης, ότι η εναπόθεση τόσων πολλών κοσμημάτων σε ανδρική ταφή αμφισβητεί τη μέχρι τώρα ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι τα κοσμήματα συνόδευαν κυρίως γυναικείες ταφές. Σχολιάζοντας τη σπάνια ανακάλυψή τους, ο Τζακ Λ. Ντέιβις και η Σάρον Ρ. Στόκερ σημειώνουν ότι το τελευταίο πράγμα που περίμεναν να βρουν το περασμένο καλοκαίρι στην ανασκαφή της Πύλου ήταν ένας μυκηναϊκός λακκοειδής τάφος. Ήταν πράγματι μεγάλη τύχη η ανακάλυψή του δίπλα στο μεγάλο συλημένο θολωτό τάφο IV του Εγκλιανού, ο οποίος είχε μεγάλη διάρκεια χρήσης και περιείχε πολλές ταφές. Η ανασκαφή στον Άνω Εγκλιανό αποκάλυψε επίσης τα οικοδομικά κατάλοιπα ορισμένων μικρών σπιτιών, μικρό τμήμα από την πρώιμη οχύρωση της ακρόπολης, καθώς και αποθέτη της Μέσης και Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Το ανασκαφικό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου τoυ Σινσινάτι (Οχάιο, ΗΠΑ) διεξήχθη από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών κατόπιν άδειας του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού. Όλες οι εργασίες διενεργήθηκαν υπό την άμεση εποπτεία της Εφορείας Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας. Στο πρόγραμμα συμμετείχαν 45 αρχαιολόγοι, εξειδικευμένοι επιστήμονες και φοιτητές διαφόρων εθνικοτήτων από πολλά πανεπιστήμια του εξωτερικού. Το ερευνητικό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου του Σινσινάτι στον Άνω Εγκλιανό της Πύλου υποστηρίχθηκε από το Ινστιτούτο Προϊστορικής Αρχαιολογίας, το Louise Taft Semple Fund του Τμήματος Κλασικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Σινσινάτι και από ιδιώτες χορηγούς. Ο κατάλογος των ευρημάτων Χρυσά: Τέσσερα ακέραια χρυσά σφραγιστικά δακτυλίδια, δύο συνθλιμμένα χρυσά κύπελλα, ένα ασημένιο κύπελλο με χρυσό χείλος και μία χρυσή αλυσίδα μήκους 0,76 μ., τα άκρα της οποίας καταλήγουν σε φύλλα κισσού καθώς και αμέτρητες χρυσές ψήφους. Ασημένια: Έξι ασημένια κύπελλα. Χάλκινα: Επίμηκες ξίφος με ελεφαντοστέινη λαβή, επικαλυμμένη με χρυσό -σπάνια τεχνική που μιμείται την κεντητική- ήταν τοποθετημένο στο αριστερό στήθος του πολεμιστή. Ακριβώς από κάτω, βρέθηκε εγχειρίδιο με χρυσή λαβή παρόμοιας τεχνικής. Στα πόδια του νεκρού, βρέθηκαν χάλκινα όπλα, επίσης, χάλκινα αγγεία και κύπελλα, αμφορέας, πρόχοι και μία λεκανίδα. Σφραγιδόλιθοι: Περισσότεροι από πενήντα σφραγιδόλιθοι, πιθανόν κατασκευασμένοι στην Κρήτη, με περίτεχνα εγχάρακτα σχέδια μινωικής τεχνοτροπίας, απεικονίζουν στην επιφάνειά τους θεές, βωμούς, καλάμια, λέοντες, ταύρους, ταυροκαθάψια κ.λπ., μινωικής τεχνοτροπίας. Ελεφαντοστό: Διάφορα κομμάτια ελεφαντοστού, το ένα απεικονίζει γρύπα με μεγάλα φτερά, το άλλο λέοντα που επιτίθεται σε γρύπα, καθώς επίσης και έξι ελεφαντοστέινα κτένια. Ψήφοι από πολύτιμους λίθους: Περισσότερες από 1.000 ψήφοι από κορναλίνη, αχάτη, ίασπι, αμέθυστο. Κάποιες από αυτές φαίνεται ότι διακοσμούσαν το σάβανο του νεκρού. 

Όποιος αντέχει τις περισσότερες ήττες, αυτός είναι που θα επικρατήσει;

Ο Ιερώνυμος Μπος (Hieronymus van Aken, περ. 1450 – 9 Αυγούστου 1516)
Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων – Παράδεισος

Καθώς διάβαζα την συνέντευξη ενός αξιόλογου λογοτέχνη στάθηκα σε μια "δήλωσή" του  "Όποιος αντέχει τις περισσότερες ήττες, αυτός είναι που θα επικρατήσει;". Συλλογίστηκα αρκετή ώρα πάνω σε αυτήν. 
Αρχικά, συμφώνησα μονολογώντας πως ο άνθρωπος που αποδέχεται και αντέχει τις ήττες του αυτός και θα σταθεί στα πόδια του όταν όλα θα καταρρέουν, αργότερα όμως, καθώς η πρόταση αυτή τριγυρνούσε στο μυαλό μου σκέφτηκα τι άραγε σημαίνει ήττα; Αυτό που θεωρώ εγώ ήττα είναι πράγματι ήττα και για τον άλλο άνθρωπο ή η ήττα μπορεί για τον άλλο να ορίζεται ως κάτι διαφορετικό;
Κάποιοι, κυρίως ιστορικοί, ορίζουν ως ήττες μόνο την οριστική αποτυχία μιας μάχης που κάποιοι άλλοι θεωρούν ότι είναι η αρχή νέων μαχών που οδηγούν σε νίκες.
Στην Ελλάδα συνηθίζουμε να γιορτάζουμε τις ήττες μας ως έθνους ως νίκες. Ας μην μπω σε λεπτομέρειες πάνω σε αυτό. Αλλά τί είναι ήττα;
Η μη επιτυχημένη έκβαση ενός γεγονότος συνιστά ήττα; Μάλλον κατά το λεξικό, ωστόσο η ανεπιτυχής έκβαση ενός σχεδίου, εάν υπήρξε τέτοιο, είναι ήττα ή μία ευκαιρία για αναδιάρθρωση του σχεδίου και εκ νέου σχεδίασή του;
Είμαστε ένας λαός που αρέσκεται να σκέφτεται με δίπολα. Όλα είναι άσπρο ή μαύρο, θετικό ή αρνητικό, καλό ή κακό. Επομένως βιώνουμε συναισθηματικά την απόλυτη χαρά ή την απόλυτη αποτυχία. Εκεί νομίζω πως είναι και το κλειδί.

"Ευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος που μπορεί να υποφέρει με ηρεμία και την ανώτατη και την κατώτατη μοίρα". Σενέκας

Ποια είναι η ανώτατη ή η κατώτατη μοίρα, ορίζεται από το περιβάλλον, τις οικονομικοκοινωνικές περιστάσεις, την ιδεολογία, την αισθητική μας και άλλα. Η ηρεμία όμως είναι μία επιλογή που μπορεί να ταιριάξει σε κάθε εποχή, κατάσταση, περιβάλλον.

Ο Επίκουρος δίδασκε την αταραξία της ψυχής που θα οδηγούσε στην ευδαιμονία

«Όλες μας οι πράξεις αυτό έχουν σκοπό, να παραμερίσουν τον πόνο και την ταραχή. Όταν αυτό το καταφέρουμε, γαληνεύει η μπόρα της ψυχής, γιατί ο άνθρωπος δεν έχει πια να τρέξει και να κυνηγήσει κάτι που να συμπληρώσει την ευεξία της ψυχής και του κορμιού.»

Ο Αριστοτέλης μιλούσε για την μεσότητα που για τον κάθε άνθρωπο είναι διαφορετική.

"Αν κοιτάξωμε προς τα έργα των ανθρώπων, θα ονομάσωμε καλά εκείνα που τίποτε δεν τους λείπει, αλλά και τίποτε παρά πάνω δεν έχουν από ό,τι πρέπει. Κάθε έλλειψη και υπερβολή φθείρει· σώζει η μεσότητα. Το ίδιο συμβαίνει με τις πράξεις· είναι σωστές, όταν δεν τραβάνε στα άκρα, αλλά κρατιούνται στη μεσότητα"("Ηθ. Νικ." 1106 a 26).

Σιγά σιγά οδηγούμαι στην σκέψη ότι η κοσμοθέασή μας είναι αυτή που ορίζει τις ήττες και τις νίκες και κυρίως η θεώρηση της μιας ή της άλλης με τρόπο που να μην τις υπερτιμά ή να τις υποτιμά. Εδώ ο συλλογισμός μου με οδηγεί αναπόφευκτα στον τρόπο που γράφτηκε η ιστορία.

Η θετικιστική οπτική, που εκφράστηκε κυρίως από τον Ογκίστ Κοντ, αλλά και η μαρξιστική προσέγγιση της ιστορίας δεν βοήθησαν τον άνθρωπο να σκέφτεται το συμβάν ως ένα μέρος του όλου αλλά το αφαιρούσαν από τους πολλαπλούς παράγοντες που το περιέβαλλαν και την χωροχρονική του τοποθέτηση και κυρίως από την δυναμική του.

Σε έναν κόσμο που εξελίσσεται ραγδαία η ήττα είναι μία μικρή παρένθεση σε μια κοσμογονική αλλαγή προς το θετικό ή το αρνητικό το οποίο και αυτό με την σειρά του εντάσσεται σε μια άλλη παρένθεση και λοιπά. Είναι περίπου όπως η θεωρία των συνόλων και των υποσυνόλων των μαθηματικών.

Επομένως, η ήττα είναι μία στιγμή στον ρου της ανθρωπότητας και ο χρωματισμός της αποδίδεται από το υποκείμενο σύμφωνα με τον τρόπο αντίληψης της ζωής. Εάν η ζωή είναι ένα ποτάμι που ρέει τότε η ήττα δεν αλλάζει τον ρου του απλά τον διακόπτει όπως ένα μικρό ή μεγάλο εμπόδιο.

"Τα πάντα ρει και ουδέν μένει." Ηράκλειτος

Εάν το ποτάμι σταματούσε να κυλάει τότε δεν θα κάναμε λόγο για ήττα αλλά για τέλος και το τέλος έρχεται όταν ο σημερινός άνθρωπος συμπληρώνει την πρόταση με το ρήμα επικρατώ που σημαίνει επί του άλλου. Η απάντηση για εμένα βρίσκεται στο συμπορεύομαι. Αυτό όμως θέλει μια νέα κοσμοαντίληψη την οποία εύχομαι ως νίκη επί της συνολικής  ήττας μας.

Νότα Χρυσίνα

Ὁμηρικὸς Ὕμνος "Η Δήμητρα"

Πηγή:http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/kwsths_palamas/poihmata.htm

Κωστὴς Παλαμᾶς 



A´. Ἡ Δήμητρα

Ὡς ἡ μὲν Κελεοῖο δαΐφρονος ἀγλαὸν υἱόν,
Δημοφώονθ᾿ ὃν ἔτικτεν ἐΰζωνος Μετάνειρα,
ἔτρεφεν ἐν μεγάροις· ὁ δ᾿ ἀέξατο δαίμονι ἴσος
οὔτ᾿ οὖν σίτον ἔδων, οὗ θησάμενος Δημήτηρ
χρίεσκ᾿ ἀμβροσίη ὡς εἰ θεοῦ ἐκγεγαώτα.

Ὁμηρικὸς Ὕμνος εἰς Δήμητραν
Εἶμαι τὸ φύτρωμα κ᾿ εἶμαι τὸ φούντωμα, ἡ Δήμητρα, ἡ χλόη.
K᾿ εἶμαι τὸ δέντρο κι ὁ ἀνθὸς κι ὁ καρπός, εἶμαι ἡ γῆ ποὺ ἀνασταίνει
κ᾿ ἢ ποὺ ἀνασταίνεται κ᾿ εἶμαι ἡ μητέρα πανάγια της κόρης
ποὺ μοῦ τὴν ἅρπαξε ποιός; κάποιο χέρι θεοῦ θὰ τὴν πῆρε,
μὰ ὅποιος κι ἂν εἶναι, ἀπ᾿ τὸν κόσμο κι ἀπ᾿ ὅπου, ἀπ᾿ τ᾿ ἀστέρια, ἀπ᾿ τὸν Ἅδη,
ἐμὲ τινάζει ὁ θυμὸς ὅση δύναμη δίνει μου ὁ πόνος,
κ᾿ ἔμεινε ἡ γῆ καθὼς εἴταν, ὁλόγυμνη, ξέρα, νεκρίλα·
θὰ μὲ φωτίσουν τοῦ ἡλιοῦ κ᾿ ἡ ματιὰ κι ὁ πυρσὸς τῆς Ἑκάτης,
ὁδηγητές, νὰ τὴ βρῶ κι ὅπου ἂν εἶναι καὶ σ᾿ ὅποιον, τὸ χέρι
πάει τὸ δικό μου καὶ παίρνει κι ἀδράζει, ἀπ᾿ τ᾿ ἀστέρια, ἀπ᾿ τὸν Ἅδη,
ὁ Ἥλιος τῶν ὅλων θεωρὸς καὶ μαντεύτρα τῶν ὅλων ἡ Ἑκάτη.

K᾿ ἔψαξα, κοίταξα, γύρισα κι ὅλα βουβά, κρυφὰ πάντα.
K᾿ ἦρθα λιγόχρονη ἀνάπαψη νὰ βρῶ στὴ χώρα σας μέσα
ποὺ βασιλεύει ὁ καλὸς Κελεὸς μὲ τὴν ἄξια γυναίκα,
καὶ μὲ τὶς τέσσερες κόρες, ἡ μιὰ πιὸ καλὴ ἀπὸ τὴν ἄλλη,
καὶ σὰ γελᾶν καὶ σὰ στέκουν καὶ σὰν περπατοῦν, ρηγοποῦλες
τ᾿ Ἀπριλομάη, Κλεισιδίκη, Δημώ, Κυμοθόη, Καλλινίκη,
καὶ τὸ στερνό σας μ᾿ ἐσᾶς τὸ νιογέννητο βυζασταρούδι
ποὺ παραμάνα του θέλω, σᾶς εἶπα, νὰ πάω νὰ τὸ ζήσω·
ἡ μοίρα θέλησε καὶ σὰ νὰ πρόσταξε θεὸς νὰ τρανέψῃ
δίχως τὰ χρόνια, νέος πάντα χωρὶς γερασιά, χωρὶς μνῆμα,
δίχως τὸ θάνατο, ἀθάνατος μέσ᾿ στοὺς μακάριους, ἀπάνου
κι ἀπὸ καιροὺς κι ἀπ᾿ τὶς ὦρες, τὶς μπόρες κι ἀπ᾿ τὰ θνητὰ πάντα.

Στὰ γόνατά μου τὸ κάθησα, στὴν ἀγκαλιά μου τὸ πῆρα,
μὲ τὰ φιλιά μου τ᾿ ἀνάθρεψα καὶ μὲ τὰ χάδια, καμάρι
θεοῦ κηπουρὸς ποὺ τὸ πότιζε, θεοῦ ποὺ τὸ ζοῦσε ὀργοτόμος.
Ὅταν ἡ νύχτα κρυφὰ καὶ βαθιά μου τ᾿ ὁρμήνευε, στάλα,
στάλα, στ᾿ ἁβρό του κορμὶ καὶ μὲ τὰ χέρια μου τὴν ἀμβροσία
τοῦ τὴν περίχυνα χρίσμα, νὰ βρῇ τὴ θεράπαψη ἀπ᾿ ὅσες ἀρρώστιες
θὰ τοῦ κιντύνευ᾿ ἢ ζωή, δυστυχίες, κακίες, ἀνημπόριες.
Κι ὅταν ἡ νύχτα στερνὴ κι ἀπ᾿ τὰ μάτια μακριὰ τ᾿ ἄλλου κόσμου
μὲ ξεμονάχιαζε, τ᾿ ἄναβα τότε τὸ οὐράνιο, τὸ μέγα
στοιχειὸ τὴ φλόγα, οὐρανέ! τὴ φωτιὰ τὴν ὑπέρτατη, ἐντός της
νά ῾βρῃ μιὰ ἐντέλεια θεοῦ νὰ τὴν τρέφῃ τὴ σάρκα του πάντα,
σῶμα, ψυχή, νοῦς του, ἐντέλειες κ᾿ οἱ τρεῖς, μιὰ τριάδα, μιὰ ἰδέα,
καὶ τίποτ᾿ ἄλλο, ψωμί, πείνα, δίψα, τροφή, τίποτ᾿ ἄλλο,
καὶ τὴν πνοή μου, γιὰ γάλα, θεϊκὴ τοῦ φυσοῦσα στὰ χείλη.

K᾿ ἔτσι, Μετάνειρα, μάνα φιλόστοργη, τῆς Ἐλευσίνας
ἄνασσα καὶ καύχημ᾿, ἀλόγιστη πάντα γυναίκα,
ἦρθες, μίαν ὥρα τῆς μοίρας κακὴ καὶ χαλάστρα, καὶ ξάφνου,
τὸ εἶδες τὸ νέο τὸ κορμὶ σὰν τὸ σίδερο στὴ φωτιὰ μέσα
γιὰ τὴν αἰώνια τὴ ζήση νὰ δένη νὰ δένεται, Ὀλύμπιος,
μὲ τοῦ χεριοῦ μου τὸ θάμα, τῶν πάντων γιατρειὰ ποὺ θεριεύει,
κι ἀντὶ νὰ μείνῃς μπροστά μου στὰ γόνατα δεόμενη, βγάνεις
τρόμου φωνὴ καὶ λαχτάρα κατάρα γιὰ μένα σου φεύγει,
«τρέχτε, γλυτῶστε τό, πάρτε τό, ἡ ξένη μου καίει τὸ παιδί μου!»
κ᾿ ηὗρ᾿ ἡ ἀποθέωση τὸ ἔμποδο ἀπέραστο τῆς κακιᾶς ὥρας
ποὺ θὰ βαστᾶ τὸ θνητὸ γιὰ τὰ ἐγκόσμια στὸ πρόσκαιρο διάβα.
Μήτε Ἡρακλῆς μὲ τὴν Ἥβη, Ἀπολλώνια καὶ μήτε κ᾿ ἡ δόξα,
τρανὴ ὅση ἡ τιμή του κ᾿ ἡ λάμψη του, ἡ δόξα του βαριὰ καὶ τώρα
βρέφος πὼς βρῆκε τὸν ὕπνο στὸν κόρφο μου, στὰ γόνατά μου.
Μὰ καὶ τὸ γέρασμ᾿ ἀλύπητο θὰ ῾ρθῇ καὶ ὁ τάφος καὶ πάντα θ᾿ ἀνοίξῃ.

Ὅμως ἐγώ σας πονῶ κ᾿ εὐλογῶ σας καὶ δὲ σᾶς ξεχάνω,
χτίστε μου ναὸ καὶ βωμὸ στὴν κορφή, στὸ Καλλίχορο ἀπάνου.
Ξεχωριστή μου ἡ θωριὰ κ᾿ ἡ ματιά της φαντάζει σὰ χέρι,
θέλω μ᾿ αὐτὴ σαρκικὰ κι ὅ,τι ἰδῶ νὰ κρατήσω νὰ πάρω,
κ᾿ ἐσᾶς ποὺ ἦρθα ἐδῶ μὲ σᾶς πεθυμιά, ῾χω καὶ μίαν εὐχὴ δίνω
νὰ μὲ γιορτάζετε πάντα στὴ ζωὴ ποὺ θὰ εἶν᾿ ἄλλη ἀπὸ τούτη·
θὰ εἶν᾿ ἀγαθή, διαλεχτή, γαληνὴ καὶ λευκὴ καὶ μακάρια.
Καὶ κυβερνῆτες μ᾿ αὐτὴ καὶ λαοὶ κι ὅσοι προστάζουν ἢ ἀκοῦνε
θὰ τοὺς ταιριάζω στοῦ χρόνου τὸ πέρασμ᾿ ἀπέραστη μέσα
στῆς Ἐλευσίνας λιτῆς καὶ φτωχῆς τὰ μυστήρια τὰ πάντα
πλούσια κι ἀλάλητα καὶ πολυνόητα σὲ καρδιὲς θρῆσκες
ποὺ βλέποντάς τὰς ἀπὸ τ᾿ ὄραμ᾿ ἁγιάζουν τῆς ὅποιας θρησκείας·
ἦρθε ἢ θὰ ῾ρθῇ, κρυφὴ ξέσκεπη, μέσα της πάντα ἡ ἀλήθεια.

Ὅμως ἐγὼ σᾶς πονῶ κ᾿ εὐλογῶ σας καὶ δὲ σᾶς ξεχνάω
καὶ τὴ μοσκόβολη χώρα σας, πρόσωπα, πράματ᾿, ἀγέρα,
καὶ τοὺς ἀνθρώπους λαϊκοὺς καὶ τοὺς ἄρχοντες καὶ τὶς πανώριες
ποὺ νερὸ φέρναν καὶ ὑδρεύοντας μέσ᾿ στὰ χαλκένια λαγήνια,
στὴ βρυσομάνα ἡ ἐλιὰ ποὺ τὴν ἴσκιωνε, καὶ μοῦ τὸ δῶσαν
καὶ τὸ ἤπια κ᾿ οἱ τέσσερες τρέξαν νὰ ποῦν τῆς μητέρας πὼς ἦρθα
ξένη κι ἀγνώριστη γριὰ γλυτωμένη ἀπὸ χέρια κουρσάρων,
τῶν ἀλαφιῶν τὸ περπάτημα ἰσόθεες κ᾿ οἱ τέσσερες εἶχαν
καὶ τῶν ἀνθῶν ποὺ σαλεῦαν τὴ χάρη κροκόπεπλες δείχναν.
Ὅταν φανοῦν, τοὺς θεοὺς δὲ μποροῦν οἱ θνητοὶ νὰ μαντέψουν.
Μὰ καὶ ἡ μητέρα καὶ οἱ κόρες μπροστά τους κι ἂς εἴμουν γριὰ ξένη
κάπως μυρίζαν θαμπὰ καὶ δειλὰ τὴν ἀφάνταστη ὀλύμπια θεότη,
καὶ σὲ προσκύνημα εὐλάβειας χωρὶς νὰ τὸ θέλουν σταθῆκαν,
κ᾿ ἕνα χαμόγελο πῆρε ν᾿ ἀνθίσῃ στ᾿ ἀχνά μου τὰ χείλη.
Ἄμποτε, κόρες, μητέρα, τὴ ζήση σας ὅμοια σὰ νόημα
στὰ ροδοχείλια σας τὸ χαμογέλιο μου νὰ τὴ φωτίζῃ.



B´. O Δημοφῶν

Νέος ἂς τρανεύω, εἶμ᾿ ἐγὼ τὸ ποὺ ἡ Μοίρα μὲ μοίρανε βρέφος,
τότε σὰν τώρα, σὰν πάντα· ἀδερφές, ἡ μητέρα μου πρῶτα,
ξένοι, δικοί μου, ὁ πατέρας, τ᾿ ἀφάνταστο δράμα τὸ ξέρουν,
στάθηκα ἐγὼ πρῶτος του ἥρωας κ᾿ ἡ θέαινα. Καὶ βρέφος καὶ νέος,
εἴμουνα καὶ εἶμαι. Γραμμένος.

Ἀπὸ παιδάκι ἡ θεὰ παραστέκει φεγγόβολη, ὑπάρχει
μπρός μου ψυχὴ καὶ κορμί. Τίποτ᾿ ἄλλο δὲν ξέρω, δὲν ἔχω,
μήτε ποὺ σκέπτομαι, μήτε ποὺ αἰσθάνομαι, μήτε ποὺ ἐλπίζω.
Παιδί, δὲν ἔπαιξα. Νέος γιὰ τὸν ἄθλο ποτὲ παλληκάρι·
ἄγνωρες δόξες κι ἀγάπες,

πάθη καὶ μίση ποτέ. Μιὰ ἀποκάλυψη τὸ εἶπε σὲ μένα,
μὰ καὶ χωρὶς νὰ τὸ νιώσω, χωρὶς νὰ τὸ πῇ μου ἕνα στόμα,
ξέρω, εἶμ᾿ ἐγὼ ποὺ γεννήθηκα κ᾿ ἔγινα καὶ τρανὸς εἶμαι,
κ᾿ εἶμαι παλιὸς μὲ τὸ φύτρωμα μόλις τῆς τρίχας τοῦ ἐφήβου.
Ἄνθρωπος; Θεάνθρωπος εἶμαι.

Νὰ ἡ Μεγαλόχαρη. K᾿ ἦρθε μὲ κάθησε στὰ γόνατά της,
μ᾿ ἕσφιξε ἡ θεὰ στὴν ἀγκάλη της, τὸ φίλημά της μοῦ φτάνει,
δίνει τὴν πνοὴ καὶ τὸν ἔρωτα καὶ τὴ ζωὴ ποὺ δὲ σβηέται
καὶ τὴν πανίερη τὴ φλόγα ποὺ καίοντας μὲ σκάφτει, μὲ ἀλλάζει,
καὶ τὴ θνητὴ προσωπίδα

παίρνει, μοῦ δίνει τὸ πρόσωπο, κ᾿ εἶμαι ἀπ᾿ τὸν Ὄλυμπο Ὀλύμπιος.
Ὅλα δὲν πήγανε σὰ χαλασμένα, δὲ χάθηκαν οὔτε,
μάταια τοῦ κάκου τὰ λὲς καὶ φωνάζεις τοῦ κάκου. Εἶναι πλάνη
πὼς ὅλα χάνονται ἀπείραχτα, εἶν᾿ ὅλα μιᾶς Μοίρας γραμμένα
θεόδοτα κι ἄπαρτα δῶρα.

Ὅ,τι οἱ θεοί μας προσφέρουν, κι ἂν εἶναι στιγμή, κι ἂν εἶναι γιὰ πάντα,
εἶναι τῶν θεῶν ἡ στιγμὴ καὶ τὰ πάντα εἶν᾿ αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Φτάνει τῶν θεῶν ὁ θεὸς μὲ τὴ Μοίρα τῶν θεῶν νὰ τὸ θέλουν,
ποὺ εἶν᾿ ἀπάνου κ᾿ οἱ δυὸ κ᾿ εἶν᾿ ὑπέρτατοι ἀπ᾿ ὅλους, τὸν τρέμουν
κ᾿ οἱ θεοὶ τὸν τάρταρο. Πέφτουν.

Μά ῾στρεξε ἡ εὐκὴ καὶ ξανάρθ᾿ ἡ γιορτή. Ξανανθίζουν οἱ τόποι,
τοῦ Ἥλιου ἡ ματιὰ παντογνώστρα, ὁ πυρσὸς τῆς Ἑκάτης τῶν ὅλων
ξεσκεπαστής. Καὶ τῆς κόρης τὸ ἀνέβα ξανὰ στὴ Μητέρα
θρίαμβος, χαρά. Καὶ βλαστοὶ καὶ πομπὲς εἶν᾿ οἱ χρόνοι, σὰν πρῶτα
γῆ, κ᾿ ἡ Ἐλευσίνα κ᾿ ἡ Ἀθήνα.

Κατηχουμένους ἡ Δέσποινα πάει στοὺς λαοὺς καὶ τοὺς φέρνει,
διαλαλητές, ἱερουργοὶ στῆς λαμπρῆς Ἀττικῆς τὸν ἀέρα
ποὺ εἶν᾿ ἡ ἄνοιξή της παντάνασσα, δαίμονες οἱ στοχασμοί της,
ἀπ᾿ τῆς Ἀθήνας τὰ χώματα στῆς Ἐλευσίνας τὰ πλάγια
κ᾿ εὐλαβικὰ σπρώχνουν τὰ ἔθνη.

Δήμητρα, εὐφραίνεται ἡ γῆ σὰν τῆς ρίχνης χρυσὰ τὰ μαλλιά σου,
κι ὅπου φανῇς καὶ στὴ γῆ μας νησὶ τῶν μακάρων ἡ γῆ μας.
Δράκοντες πάντα φτερώνουν, Τριπτόλεμε, τὸ ἅρμα σου κι ὅταν
ἡ Περσεφόνη κ᾿ ἡ Δήμητρα σ᾿ ἔχουν ἀνάμεσα, πρῶτος
τὴ γῆ, εἶσαι θεός, τὴν ὀργώνεις.

Καὶ μὲ φορέματα καὶ μὲ διαμάντια τῆς δίνεις τῆς φύσης
πάλι τὸ φῶς, τὴ δροσιά, τὴ φωτιά, τὴ φωνὴ καὶ τὸ χρῶμα,
ξάνα τῆς δίνεις τὸ δέντρο, τ᾿ ἀστάχι, τὸ κλῆμα, τὸ φύτρο,
καὶ μὲ τὰ χέρια σου προικιὰ νυφιάτικα ποὺ δὲ μετριένται
κι ἀχειροποίητα τῆς πλάθεις.

Μόνος μου ἐγὼ μόνος θεὸς ἀμνημόνευτος, ἄγνωρος, ξένος
εἶμαι ἀπὸ τότε ποὺ ἡ θέαινα μ᾿ ὀργὴ καὶ μὲ πίκρα βαλμένη
νὰ ταπεινώνῃ θνητοὺς καὶ νὰ κρύβῃ μακάριους, μ᾿ ἀφήνει
παραριμμένο κι ἂς μοῦ εἴταν θρεμμένη ὁλοκλήρωτη ἡ σάρκα
στὴν ἀμβροσία καὶ στὴ φλόγα.

Στὰ γηρατιὰ καὶ στὸ θάνατο παραδομένος θεὸς πάντα
τὰ γηρατιὰ καὶ τὸ θάνατο δὲ θὰ τὰ βρῶ, δὲν τὰ ξέρω.
Καὶ φαγωμένοι οἱ θεοί, ρουφημένοι, καὶ κομματιασμένοι,
γίνονται πάλι οἱ παράνομοι ἀκέριοι, τὸ θέλω τοὺς νόμος,
ξαναγεννιοῦνται, ὅλο ὑπάρχουν.

Ἴακχος. Μοῦ λὲν τοῦτο τ᾿ ὄνομα. Τάχα εἶμ᾿ ἐκεῖνος; Ὤ! τάχα
μὲ τοὺς ἁγνοὺς μυστικοὺς τοὺς πιστούς, μὲ τοὺς ὁσίους ὁ πρῶτος
τὸ χορὸ σταίνω καὶ θεὸς καὶ πατῶ καὶ μὲ στέρεα τὰ πόδια,
κι ὅσο ἀλαφρά, φορεσιά μου τὰ ρόδα, τὰ σμύρτα στεφάνι,
μὲς στὴ νύχτα, εἶμαι τ᾿ ἄστρο;

Εἶμαι ὁ Διόνυσος; ὄχι, τῆς Δήμητρας κρυφὸς νυμφίος,
καὶ τῆς Ἀριάδνης γαμπρὸς καὶ μανία τῶν Βακχίδων ἐκεῖνος.
Δὲν εἶμαι Ἴακχος, οὔτε Διόνυσος ὅσο ἂν τοὺς μοιάζω.
Ἂν ἀπ᾿ ἀνθρώπου κάποια ἥμερη γέννα πηγάζω, ἕνας εἶμαι
θεάνθρωπος, ἄνθρωπος ὄχι.

Εἶν᾿ ὁ πατέρας Κελεὸς μηνυτὴς ὀρθρινὸς τῆς ἡμέρας
ποὺ ξημερώνει καὶ ἡλιόχαρη σὲ ὅλους καὶ πάντα θεῶν εἶναι.
Χέρι ὁ Τριπτόλεμος, δόξα κλητή, διαλεμένη, ὁδηγήτρα,
ὁ Εὔμολπος τῆς συμφωνίας ἱερῆς τελεστῆς πρωτοψάλτης·
δὲ λέει κανεὶς τ᾿ ὄνομά μου.

Κάτου ἀπ᾿ τὸν κόσμο τῶν θεῶν οὐλαμὸς τῶν ἡμίθεων. Καὶ μόνος
μένω μὲ τ᾿ ὄνομα σὰ νὰ μὴν εἶναι τ᾿ ἀμίλητο ἀπ᾿ ὅλους,
ὄνομ᾿ ἀνάκουστο, ἀνάφερτο σὰν τὸ θνητὸ ποὺ τοῦ δόθη·
μ᾿ ἂν εἶν᾿ ἡ πράξη μου ἀργή, τί κυρίαρχο γοργό μου τὸ πνεῦμα,
θεός, θνητὸς ὄχι, δὲν εἶμαι.

Μιὰ βασιλεία, μιὰ γαλήνη, τὰ δυὸ καὶ πανύψηλα τά ῾χω.
Σὰν τὴν πατῶ μὲ τὰ πόδια τὴ γῆ, τῆς φυτρώνουν λουλούδια
κι ὅταν σὲ βλέπω, οὐρανέ, σοῦ φυτρώνουν ἀστέρια. Εἶμαι πάντα
κι ὅπου κι ἂν εἶμαι, παντοῦ. Κι ἄπλαστο ὅ,τι μπορῶ νὰ τὸ πλάσω.
Ἄνθρωπος; ὄχι· θεὸς εἶμαι.

Μέσ᾿ στὰ κοπάδια τοῦ Ἀδμήτου ἀπ᾿ τὸν Ὄλυμπο ὁ Φοῖβος διωγμένος
καὶ κοιμισμένος κι ἂν ἔγερνεν, Ὄλυμπος γύρω του ἡ στάνη.
Καὶ ξυπνὸς ὅταν ἡ ἐφτάχορδη λύρα στὰ χέρια τοῦ ἠχοῦσε ἀπὸ Κεῖνον·
στοὺς οὐρανοὺς τοὺς ἑφτὰ γύρω του ὅλα τ᾿ ἀνέβαζε, πέτρες,
φυτὰ καὶ ζῶα τ᾿ ἄκουσμά της.

Ὅταν τὸ τέλος μου θὰ ῾ρθῇ στὴ γῆ, σ᾿ ἄλλο κόσμο θ᾿ ἀρχίσῃ,
δὲ θὰ μὲ θάψῃ ἕνας λάκκος, καὶ μήτε ἡ φωτιὰ θὰ μὲ λυώσῃ·
θὰ μὲ δεχτῇ μία κορφὴ στῶν τρισμάκαρων ἄσπρη τὴν αἴγλη,
στὴ μουσικὴ κι ἀβασίλευτος ὁ ἦχος ἐγώ· τὸν προσμένουν.
Ἄνθρωπος; ὄχι· θεὸς εἶμαι.

Καὶ τοὺς θεοὺς τῶν ἀέρων καὶ τῶν θαλασσῶν, καὶ τῶν κάμπων,
καὶ τῶν κορφῶν, καὶ ἰδεῶν, καὶ μορφῶν καὶ τεράτων, καὶ πάντων,
τοὺς ὑπεράνθρωπους, ὅσο κι ἂν πλάσματα φαίνονται ἀνθρώπων,
θὰ τοὺς πλευρώσω, θὰ ἰδῶ, θὰ χαρῶ τὴν ἀκέρια τους ὄψη,
καθὼς ταιριάζει στὸν ὅμοιο.

(ἀπὸ τὰ Ἅπαντα, IA´, Μπίρης χ.χ.)

Digital Classics

γράφει ο Γιάννης Δούκας*

Τι είναι οι ψηφιακές ανθρωπιστικές σπουδές. Τα κείμενα και η συστηματική διαχείριση της γνώσης. Ο κλασικός φιλόλογος και το ψηφιακό υλικό
Καθίσταται πλέον κοινή ακαδημαϊκή συνείδηση η αναγκαιότητα της χρήσης ψηφιακών τεχνολογιών και ο κλασικός φιλόλογος μετατρέπεται σε ενσυνείδητο χρήστη και δημιουργό ψηφιακού υλικού

Προκειμένου να μιλήσουμε για τη μελέτη του αρχαίου κόσμου και το πώς εντάσσεται στις ψηφιακές ανθρωπιστικές σπουδές (Digital Humanities), καλό είναι να ξεκινήσουμε από τον «κοσμογονικό μύθο» του κλάδου: το 1946 ο ιταλός ιησουίτης Ρομπέρτο Μπούσα (1913-2011) συνέλαβε την ιδέα του Index Thomisticus, εργαλείου για τη λημματοποίηση των έργων του Θωμά Ακινάτη. Τρία χρόνια αργότερα, εξασφάλισε τη χρηματοδότηση της IBM για την πραγματοποίησή του. Χρειάστηκαν, όμως, δεκαετίες ώσπου να ολοκληρωθεί, ακολουθώντας την παράλληλη εξέλιξη της τεχνολογίας, και να πάρει τη σύγχρονη μορφή του το 2005, στον ιστότοπο υπό τη διεύθυνση <www.corpusthomisticum.org/> .

Δεδομένης αυτής της θεολογικής απαρχής, θα ήταν θεμιτό να παραλληλίσουμε τις συνήθεις αντιδράσεις απέναντι στην τεχνολογία, εντός και εκτός ακαδημαϊκού πλαισίου, με δύο βιβλικά στιγμιότυπα: από τη μία, όσοι αντιμετωπίζουν τις δυνατότητες της πληροφορικής σαν Παύλοι νεοφώτιστοι στον δρόμο για τη Δαμασκό, από την άλλη, οι δύσπιστοι Θωμάδες, που απλώνουν διστακτικά το δάχτυλο για να ακουμπήσουν τα νέα δεδομένα. Στην πράξη, πέρα από ακρότητες, κρατάμε τη διπλή διαπίστωση ότι σήμερα η τεχνολογία έχει καταστεί αυτονόητο μέρος της ζωής μας και ότι οι θεωρητικές επιστήμες περνούν μια περίοδο γενικευμένης κρίσης και επιβεβλημένου επαναπροσδιορισμού. Από αυτή την πραγματικότητα αναδύονται οι ψηφιακές ανθρωπιστικές σπουδές.

Μανιφέστο
Πώς, όμως, θα μπορούσαμε να ορίσουμε έναν κλάδο που, όντας συγκριτικά πρόσφατος, αλλά και ταχέως μεταβαλλόμενος, λόγω της ραγδαίας τεχνολογικής προόδου, παρουσιάζεται με έντονη και συνεχώς διατυπούμενη ανάγκη αυτοπροσδιορισμού και με εξίσου χαρακτηριστική ρευστότητα; Σύμφωνα με ένα μανιφέστο, συνταγμένο το 2009 (<www.humanitiesblast.com/manifesto/Manifesto_V2.pdf/>), οι ψηφιακές ανθρωπιστικές σπουδές είναι ένα σύνολο από συγκλίνουσες πρακτικές, σε μια εποχή όπου η παραγωγή και διάχυση της γνώσης ξεπερνούν την έντυπη συνθήκη και επί της ουσίας μεταβάλλονται λόγω των ψηφιακών εργαλείων, τεχνικών και μέσων που χρησιμοποιούν. Για να κατανοήσουμε τον κλάδο βαθύτερα, είτε τον θεωρήσουμε αυτόνομο είτε τον αντιμετωπίσουμε απλώς ως τη μορφή που παίρνει η παραδοσιακή έρευνα στην ψηφιακή εποχή, οφείλουμε να τον εξετάσουμε μέσω παραδειγμάτων, στρεφόμενοι στο παραγόμενο ακαδημαϊκό έργο.

Σε ό,τι αφορά το θέμα μας, την αρχαιότητα, μιλούμε για Digital Classics (ψηφιακή Κλασική Φιλολογία). Ανατρέχουμε στη φρασεολογία του Γκρέγκορι Κρέιν, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, που αναγνωρίζει στην υιοθέτηση ηλεκτρονικών μεθόδων μια παλαιότατη παρόρμηση των κλασικών σπουδών για συστηματική διαχείριση της γνώσης, με τρόπο που να θυμίζει τις θετικές επιστήμες, και υποστηρίζει, σε μια εποχή ευνοϊκή για διεπιστημονικές συνεργασίες, ότι οι φιλόλογοι οφείλουν να θεωρούν εαυτούς μέλη μιας ευρύτερης κοινότητας, απ' όπου θα αντλούν υποδομές και μεθολοδογίες (<bit.ly/1dl9qRc/>). Αν περιηγηθούμε τον κόμβο του Digital Classicist (<www.digitalclassicist.org/>), συλλογικότητας που οργανώνει σειρά σεμιναρίων κάθε καλοκαίρι στο Λονδίνο και φιλοξενεί ηλεκτρονική ταχυδρομική λίστα, θα εντοπίσουμε πλήθος παραδειγμάτων, ερευνητικές εργασίες και προγράμματα, ενδεικτικά για το εύρος του πεδίου και των σχετικών με αυτό πρακτικών.

Ελληνική αρχαιότητα
Απαραίτητο είναι να προτάξουμε τη βάση δεδομένων του Thesaurus Linguae Graecae (TLG), που ιδρύθηκε το 1972 στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, Ιρβάιν, με στόχο να δημιουργηθεί μια συγκεντρωτική ψηφιακή βιβλιοθήκη της ελληνικής λογοτεχνίας από την αρχαιότητα έως σήμερα. Τα περισσότερα κείμενα από τον Ομηρο έως και το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έχουν ψηφιοποιηθεί και διατίθενται ως συνδρομητικός ιστότοπος (<stephanus.tlg.uci.edu/>).

Από την εποχή που δημιουργήθηκε το TLG, διάφορα εργαλεία, εμπορικά και μη, χρησιμοποιούνται για την προσπέλαση της βάσης δεδομένων του. Αναφέρουμε εδώ το Diogenes (<bit.ly/1JjnFl2/>), ελεύθερο λογισμικό που αναπτύχθηκε από τον δρ Πίτερ Χέσλιν, του Πανεπιστημίου του Ντάραμ. Το Diogenes συνδυάζει μια απλή και εύχρηστη διεπιφάνεια, που θυμίζει περιηγητή ιστού, με πολλαπλή αναζήτηση στο σώμα των κειμένων και σύνδεση της κάθε λέξης με μορφολογικά εργαλεία και λεξικά.

Οι παραπάνω δυνατότητες παρέχονται από την Perseus Digital Library του Πανεπιστημίου Ταφτς (<www.perseus.tufts.edu/hopper/>), πρόγραμμα με ελεύθερη πρόσβαση για το κοινό, που ιδρύθηκε το 1987, με στόχο τη συγκέντρωση και παρουσίαση υλικών για τη μελέτη της Αρχαίας Ελλάδας. Περιέχει πληθώρα αρχαιοελληνικών και λατινικών κειμένων (ένα σύνολο περίπου 70 εκατομμυρίων λέξεων), μαζί με αγγλόφωνες μεταφράσεις και δευτερεύουσα βιβλιογραφία, υποβοηθώντας έτσι τη μελέτη των κειμένων αυτών σε ψηφιακό περιβάλλον.

Αλλο πρότζεκτ, και αυτό βασισμένο στην ελεύθερη πρόσβαση, είναι το Homer Multitext του Πανεπιστημίου του Χιούστον (<www.homermultitext.org/>), που φιλοδοξεί να αναπαραστήσει «τη μετάδοση της Ιλιάδας και της Οδύσσειας στο ιστορικό τους περικείμενο», αποδίδοντας τη χαρακτηριστική της ομηρικής παράδοσης πολυμορφία και ποικιλία, αποτέλεσμα τόσο της σταδιακής προφορικής σύνθεσης των επών όσο και της πλούσιας χειρόγραφης παράδοσής τους. Το βασικό στοιχείο του συγκεκριμένου πρότζεκτ είναι ο λεγόμενος «Fascimile Browser», όπου το σαρωμένο χειρόγραφο αντιπαραβάλλεται με το αντίστοιχο κείμενο, ενώ προσφέρεται και η δυνατότητα ανάγνωσης των αρχαίων και βυζαντινών σχολίων για κάθε στίχο.

Η συνεργασία      
Κεντρική στις ψηφιακές ανθρωπιστικές σπουδές είναι η έννοια της συνεργασίας: τα περισσότερα από τα προγράμματα αυτά εκπονούνται από πολυπληθείς ερευνητικές ομάδες, συχνά με τη σύμπραξη πολλών ιδρυμάτων. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Suda On Line (<www.stoa.org/sol/>): με την εργασία περίπου 200 εθελοντών (είχα τη χαρά να είμαι ένας από αυτούς), ολοκληρώθηκε σε 16 χρόνια (1998-2014) και αποτελεί την αγγλική μετάφραση του βυζαντινού λεξικού Σούδα, που αριθμεί πάνω από 31.000 λήμματα και είναι τεράστια πηγή γνώσης για όσους ερευνούν τον αρχαίο κόσμο.

Υπάρχει πληθώρα άλλων πρότζεκτ, από διαδικτυακούς άτλαντες μέχρι τρισδιάστατες αναπαραστάσεις αρχαίων πόλεων. Θα χρειάζονταν, ωστόσο, σελίδες επί σελίδων για να παρουσιαστούν επαρκώς. Προς το παρόν, εστιάσαμε σε κάποιες αμιγώς φιλολογικές περιπτώσεις, ψηφιακά αποθετήρια κειμένων και εργαλεία που καθιστούν δυνατή τη μελέτη και επεξεργασία τους. Το σημαντικό εδώ, θα λέγαμε καταληκτικά, είναι ότι με όλα αυτά δεν αλλάζει μόνο το περιβάλλον της έρευνας, αλλά και το ίδιο το παράδειγμά της, έως ότου, επιτέλους, καταστεί κοινή ακαδημαϊκή συνείδηση η αναγκαιότητα της χρήσης ψηφιακών τεχνολογιών και ο κλασικός φιλόλογος μετατραπεί σε ενσυνείδητο χρήστη και δημιουργό ψηφιακού υλικού.

*Ο κ. Γιάννης Δούκας είναι ποιητής και υποψήφιος διδάκτωρ ψηφιακών τεχνών και ανθρωπιστικών σπουδών στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Ιρλανδίας, Γκάλγουεϊ.