Πηγή:http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/kwsths_palamas/poihmata.htm
Κωστὴς Παλαμᾶς
A´. Ἡ Δήμητρα
Ὡς ἡ μὲν Κελεοῖο δαΐφρονος ἀγλαὸν υἱόν,
Δημοφώονθ᾿ ὃν ἔτικτεν ἐΰζωνος Μετάνειρα,
ἔτρεφεν ἐν μεγάροις· ὁ δ᾿ ἀέξατο δαίμονι ἴσος
οὔτ᾿ οὖν σίτον ἔδων, οὗ θησάμενος Δημήτηρ
χρίεσκ᾿ ἀμβροσίη ὡς εἰ θεοῦ ἐκγεγαώτα.
Ὁμηρικὸς Ὕμνος εἰς Δήμητραν
|
Εἶμαι τὸ φύτρωμα κ᾿ εἶμαι τὸ φούντωμα, ἡ Δήμητρα, ἡ χλόη.
K᾿ εἶμαι τὸ δέντρο κι ὁ ἀνθὸς κι ὁ καρπός, εἶμαι ἡ γῆ ποὺ ἀνασταίνει
κ᾿ ἢ ποὺ ἀνασταίνεται κ᾿ εἶμαι ἡ μητέρα πανάγια της κόρης
ποὺ μοῦ τὴν ἅρπαξε ποιός; κάποιο χέρι θεοῦ θὰ τὴν πῆρε,
μὰ ὅποιος κι ἂν εἶναι, ἀπ᾿ τὸν κόσμο κι ἀπ᾿ ὅπου, ἀπ᾿ τ᾿ ἀστέρια, ἀπ᾿ τὸν Ἅδη,
ἐμὲ τινάζει ὁ θυμὸς ὅση δύναμη δίνει μου ὁ πόνος,
κ᾿ ἔμεινε ἡ γῆ καθὼς εἴταν, ὁλόγυμνη, ξέρα, νεκρίλα·
θὰ μὲ φωτίσουν τοῦ ἡλιοῦ κ᾿ ἡ ματιὰ κι ὁ πυρσὸς τῆς Ἑκάτης,
ὁδηγητές, νὰ τὴ βρῶ κι ὅπου ἂν εἶναι καὶ σ᾿ ὅποιον, τὸ χέρι
πάει τὸ δικό μου καὶ παίρνει κι ἀδράζει, ἀπ᾿ τ᾿ ἀστέρια, ἀπ᾿ τὸν Ἅδη,
ὁ Ἥλιος τῶν ὅλων θεωρὸς καὶ μαντεύτρα τῶν ὅλων ἡ Ἑκάτη.
K᾿ ἔψαξα, κοίταξα, γύρισα κι ὅλα βουβά, κρυφὰ πάντα.
K᾿ ἦρθα λιγόχρονη ἀνάπαψη νὰ βρῶ στὴ χώρα σας μέσα
ποὺ βασιλεύει ὁ καλὸς Κελεὸς μὲ τὴν ἄξια γυναίκα,
καὶ μὲ τὶς τέσσερες κόρες, ἡ μιὰ πιὸ καλὴ ἀπὸ τὴν ἄλλη,
καὶ σὰ γελᾶν καὶ σὰ στέκουν καὶ σὰν περπατοῦν, ρηγοποῦλες
τ᾿ Ἀπριλομάη, Κλεισιδίκη, Δημώ, Κυμοθόη, Καλλινίκη,
καὶ τὸ στερνό σας μ᾿ ἐσᾶς τὸ νιογέννητο βυζασταρούδι
ποὺ παραμάνα του θέλω, σᾶς εἶπα, νὰ πάω νὰ τὸ ζήσω·
ἡ μοίρα θέλησε καὶ σὰ νὰ πρόσταξε θεὸς νὰ τρανέψῃ
δίχως τὰ χρόνια, νέος πάντα χωρὶς γερασιά, χωρὶς μνῆμα,
δίχως τὸ θάνατο, ἀθάνατος μέσ᾿ στοὺς μακάριους, ἀπάνου
κι ἀπὸ καιροὺς κι ἀπ᾿ τὶς ὦρες, τὶς μπόρες κι ἀπ᾿ τὰ θνητὰ πάντα.
Στὰ γόνατά μου τὸ κάθησα, στὴν ἀγκαλιά μου τὸ πῆρα,
μὲ τὰ φιλιά μου τ᾿ ἀνάθρεψα καὶ μὲ τὰ χάδια, καμάρι
θεοῦ κηπουρὸς ποὺ τὸ πότιζε, θεοῦ ποὺ τὸ ζοῦσε ὀργοτόμος.
Ὅταν ἡ νύχτα κρυφὰ καὶ βαθιά μου τ᾿ ὁρμήνευε, στάλα,
στάλα, στ᾿ ἁβρό του κορμὶ καὶ μὲ τὰ χέρια μου τὴν ἀμβροσία
τοῦ τὴν περίχυνα χρίσμα, νὰ βρῇ τὴ θεράπαψη ἀπ᾿ ὅσες ἀρρώστιες
θὰ τοῦ κιντύνευ᾿ ἢ ζωή, δυστυχίες, κακίες, ἀνημπόριες.
Κι ὅταν ἡ νύχτα στερνὴ κι ἀπ᾿ τὰ μάτια μακριὰ τ᾿ ἄλλου κόσμου
μὲ ξεμονάχιαζε, τ᾿ ἄναβα τότε τὸ οὐράνιο, τὸ μέγα
στοιχειὸ τὴ φλόγα, οὐρανέ! τὴ φωτιὰ τὴν ὑπέρτατη, ἐντός της
νά ῾βρῃ μιὰ ἐντέλεια θεοῦ νὰ τὴν τρέφῃ τὴ σάρκα του πάντα,
σῶμα, ψυχή, νοῦς του, ἐντέλειες κ᾿ οἱ τρεῖς, μιὰ τριάδα, μιὰ ἰδέα,
καὶ τίποτ᾿ ἄλλο, ψωμί, πείνα, δίψα, τροφή, τίποτ᾿ ἄλλο,
καὶ τὴν πνοή μου, γιὰ γάλα, θεϊκὴ τοῦ φυσοῦσα στὰ χείλη.
K᾿ ἔτσι, Μετάνειρα, μάνα φιλόστοργη, τῆς Ἐλευσίνας
ἄνασσα καὶ καύχημ᾿, ἀλόγιστη πάντα γυναίκα,
ἦρθες, μίαν ὥρα τῆς μοίρας κακὴ καὶ χαλάστρα, καὶ ξάφνου,
τὸ εἶδες τὸ νέο τὸ κορμὶ σὰν τὸ σίδερο στὴ φωτιὰ μέσα
γιὰ τὴν αἰώνια τὴ ζήση νὰ δένη νὰ δένεται, Ὀλύμπιος,
μὲ τοῦ χεριοῦ μου τὸ θάμα, τῶν πάντων γιατρειὰ ποὺ θεριεύει,
κι ἀντὶ νὰ μείνῃς μπροστά μου στὰ γόνατα δεόμενη, βγάνεις
τρόμου φωνὴ καὶ λαχτάρα κατάρα γιὰ μένα σου φεύγει,
«τρέχτε, γλυτῶστε τό, πάρτε τό, ἡ ξένη μου καίει τὸ παιδί μου!»
κ᾿ ηὗρ᾿ ἡ ἀποθέωση τὸ ἔμποδο ἀπέραστο τῆς κακιᾶς ὥρας
ποὺ θὰ βαστᾶ τὸ θνητὸ γιὰ τὰ ἐγκόσμια στὸ πρόσκαιρο διάβα.
Μήτε Ἡρακλῆς μὲ τὴν Ἥβη, Ἀπολλώνια καὶ μήτε κ᾿ ἡ δόξα,
τρανὴ ὅση ἡ τιμή του κ᾿ ἡ λάμψη του, ἡ δόξα του βαριὰ καὶ τώρα
βρέφος πὼς βρῆκε τὸν ὕπνο στὸν κόρφο μου, στὰ γόνατά μου.
Μὰ καὶ τὸ γέρασμ᾿ ἀλύπητο θὰ ῾ρθῇ καὶ ὁ τάφος καὶ πάντα θ᾿ ἀνοίξῃ.
Ὅμως ἐγώ σας πονῶ κ᾿ εὐλογῶ σας καὶ δὲ σᾶς ξεχάνω,
χτίστε μου ναὸ καὶ βωμὸ στὴν κορφή, στὸ Καλλίχορο ἀπάνου.
Ξεχωριστή μου ἡ θωριὰ κ᾿ ἡ ματιά της φαντάζει σὰ χέρι,
θέλω μ᾿ αὐτὴ σαρκικὰ κι ὅ,τι ἰδῶ νὰ κρατήσω νὰ πάρω,
κ᾿ ἐσᾶς ποὺ ἦρθα ἐδῶ μὲ σᾶς πεθυμιά, ῾χω καὶ μίαν εὐχὴ δίνω
νὰ μὲ γιορτάζετε πάντα στὴ ζωὴ ποὺ θὰ εἶν᾿ ἄλλη ἀπὸ τούτη·
θὰ εἶν᾿ ἀγαθή, διαλεχτή, γαληνὴ καὶ λευκὴ καὶ μακάρια.
Καὶ κυβερνῆτες μ᾿ αὐτὴ καὶ λαοὶ κι ὅσοι προστάζουν ἢ ἀκοῦνε
θὰ τοὺς ταιριάζω στοῦ χρόνου τὸ πέρασμ᾿ ἀπέραστη μέσα
στῆς Ἐλευσίνας λιτῆς καὶ φτωχῆς τὰ μυστήρια τὰ πάντα
πλούσια κι ἀλάλητα καὶ πολυνόητα σὲ καρδιὲς θρῆσκες
ποὺ βλέποντάς τὰς ἀπὸ τ᾿ ὄραμ᾿ ἁγιάζουν τῆς ὅποιας θρησκείας·
ἦρθε ἢ θὰ ῾ρθῇ, κρυφὴ ξέσκεπη, μέσα της πάντα ἡ ἀλήθεια.
Ὅμως ἐγὼ σᾶς πονῶ κ᾿ εὐλογῶ σας καὶ δὲ σᾶς ξεχνάω
καὶ τὴ μοσκόβολη χώρα σας, πρόσωπα, πράματ᾿, ἀγέρα,
καὶ τοὺς ἀνθρώπους λαϊκοὺς καὶ τοὺς ἄρχοντες καὶ τὶς πανώριες
ποὺ νερὸ φέρναν καὶ ὑδρεύοντας μέσ᾿ στὰ χαλκένια λαγήνια,
στὴ βρυσομάνα ἡ ἐλιὰ ποὺ τὴν ἴσκιωνε, καὶ μοῦ τὸ δῶσαν
καὶ τὸ ἤπια κ᾿ οἱ τέσσερες τρέξαν νὰ ποῦν τῆς μητέρας πὼς ἦρθα
ξένη κι ἀγνώριστη γριὰ γλυτωμένη ἀπὸ χέρια κουρσάρων,
τῶν ἀλαφιῶν τὸ περπάτημα ἰσόθεες κ᾿ οἱ τέσσερες εἶχαν
καὶ τῶν ἀνθῶν ποὺ σαλεῦαν τὴ χάρη κροκόπεπλες δείχναν.
Ὅταν φανοῦν, τοὺς θεοὺς δὲ μποροῦν οἱ θνητοὶ νὰ μαντέψουν.
Μὰ καὶ ἡ μητέρα καὶ οἱ κόρες μπροστά τους κι ἂς εἴμουν γριὰ ξένη
κάπως μυρίζαν θαμπὰ καὶ δειλὰ τὴν ἀφάνταστη ὀλύμπια θεότη,
καὶ σὲ προσκύνημα εὐλάβειας χωρὶς νὰ τὸ θέλουν σταθῆκαν,
κ᾿ ἕνα χαμόγελο πῆρε ν᾿ ἀνθίσῃ στ᾿ ἀχνά μου τὰ χείλη.
Ἄμποτε, κόρες, μητέρα, τὴ ζήση σας ὅμοια σὰ νόημα
στὰ ροδοχείλια σας τὸ χαμογέλιο μου νὰ τὴ φωτίζῃ.
B´. O Δημοφῶν
Νέος ἂς τρανεύω, εἶμ᾿ ἐγὼ τὸ ποὺ ἡ Μοίρα μὲ μοίρανε βρέφος,
τότε σὰν τώρα, σὰν πάντα· ἀδερφές, ἡ μητέρα μου πρῶτα,
ξένοι, δικοί μου, ὁ πατέρας, τ᾿ ἀφάνταστο δράμα τὸ ξέρουν,
στάθηκα ἐγὼ πρῶτος του ἥρωας κ᾿ ἡ θέαινα. Καὶ βρέφος καὶ νέος,
εἴμουνα καὶ εἶμαι. Γραμμένος.
Ἀπὸ παιδάκι ἡ θεὰ παραστέκει φεγγόβολη, ὑπάρχει
μπρός μου ψυχὴ καὶ κορμί. Τίποτ᾿ ἄλλο δὲν ξέρω, δὲν ἔχω,
μήτε ποὺ σκέπτομαι, μήτε ποὺ αἰσθάνομαι, μήτε ποὺ ἐλπίζω.
Παιδί, δὲν ἔπαιξα. Νέος γιὰ τὸν ἄθλο ποτὲ παλληκάρι·
ἄγνωρες δόξες κι ἀγάπες,
πάθη καὶ μίση ποτέ. Μιὰ ἀποκάλυψη τὸ εἶπε σὲ μένα,
μὰ καὶ χωρὶς νὰ τὸ νιώσω, χωρὶς νὰ τὸ πῇ μου ἕνα στόμα,
ξέρω, εἶμ᾿ ἐγὼ ποὺ γεννήθηκα κ᾿ ἔγινα καὶ τρανὸς εἶμαι,
κ᾿ εἶμαι παλιὸς μὲ τὸ φύτρωμα μόλις τῆς τρίχας τοῦ ἐφήβου.
Ἄνθρωπος; Θεάνθρωπος εἶμαι.
Νὰ ἡ Μεγαλόχαρη. K᾿ ἦρθε μὲ κάθησε στὰ γόνατά της,
μ᾿ ἕσφιξε ἡ θεὰ στὴν ἀγκάλη της, τὸ φίλημά της μοῦ φτάνει,
δίνει τὴν πνοὴ καὶ τὸν ἔρωτα καὶ τὴ ζωὴ ποὺ δὲ σβηέται
καὶ τὴν πανίερη τὴ φλόγα ποὺ καίοντας μὲ σκάφτει, μὲ ἀλλάζει,
καὶ τὴ θνητὴ προσωπίδα
παίρνει, μοῦ δίνει τὸ πρόσωπο, κ᾿ εἶμαι ἀπ᾿ τὸν Ὄλυμπο Ὀλύμπιος.
Ὅλα δὲν πήγανε σὰ χαλασμένα, δὲ χάθηκαν οὔτε,
μάταια τοῦ κάκου τὰ λὲς καὶ φωνάζεις τοῦ κάκου. Εἶναι πλάνη
πὼς ὅλα χάνονται ἀπείραχτα, εἶν᾿ ὅλα μιᾶς Μοίρας γραμμένα
θεόδοτα κι ἄπαρτα δῶρα.
Ὅ,τι οἱ θεοί μας προσφέρουν, κι ἂν εἶναι στιγμή, κι ἂν εἶναι γιὰ πάντα,
εἶναι τῶν θεῶν ἡ στιγμὴ καὶ τὰ πάντα εἶν᾿ αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Φτάνει τῶν θεῶν ὁ θεὸς μὲ τὴ Μοίρα τῶν θεῶν νὰ τὸ θέλουν,
ποὺ εἶν᾿ ἀπάνου κ᾿ οἱ δυὸ κ᾿ εἶν᾿ ὑπέρτατοι ἀπ᾿ ὅλους, τὸν τρέμουν
κ᾿ οἱ θεοὶ τὸν τάρταρο. Πέφτουν.
Μά ῾στρεξε ἡ εὐκὴ καὶ ξανάρθ᾿ ἡ γιορτή. Ξανανθίζουν οἱ τόποι,
τοῦ Ἥλιου ἡ ματιὰ παντογνώστρα, ὁ πυρσὸς τῆς Ἑκάτης τῶν ὅλων
ξεσκεπαστής. Καὶ τῆς κόρης τὸ ἀνέβα ξανὰ στὴ Μητέρα
θρίαμβος, χαρά. Καὶ βλαστοὶ καὶ πομπὲς εἶν᾿ οἱ χρόνοι, σὰν πρῶτα
γῆ, κ᾿ ἡ Ἐλευσίνα κ᾿ ἡ Ἀθήνα.
Κατηχουμένους ἡ Δέσποινα πάει στοὺς λαοὺς καὶ τοὺς φέρνει,
διαλαλητές, ἱερουργοὶ στῆς λαμπρῆς Ἀττικῆς τὸν ἀέρα
ποὺ εἶν᾿ ἡ ἄνοιξή της παντάνασσα, δαίμονες οἱ στοχασμοί της,
ἀπ᾿ τῆς Ἀθήνας τὰ χώματα στῆς Ἐλευσίνας τὰ πλάγια
κ᾿ εὐλαβικὰ σπρώχνουν τὰ ἔθνη.
Δήμητρα, εὐφραίνεται ἡ γῆ σὰν τῆς ρίχνης χρυσὰ τὰ μαλλιά σου,
κι ὅπου φανῇς καὶ στὴ γῆ μας νησὶ τῶν μακάρων ἡ γῆ μας.
Δράκοντες πάντα φτερώνουν, Τριπτόλεμε, τὸ ἅρμα σου κι ὅταν
ἡ Περσεφόνη κ᾿ ἡ Δήμητρα σ᾿ ἔχουν ἀνάμεσα, πρῶτος
τὴ γῆ, εἶσαι θεός, τὴν ὀργώνεις.
Καὶ μὲ φορέματα καὶ μὲ διαμάντια τῆς δίνεις τῆς φύσης
πάλι τὸ φῶς, τὴ δροσιά, τὴ φωτιά, τὴ φωνὴ καὶ τὸ χρῶμα,
ξάνα τῆς δίνεις τὸ δέντρο, τ᾿ ἀστάχι, τὸ κλῆμα, τὸ φύτρο,
καὶ μὲ τὰ χέρια σου προικιὰ νυφιάτικα ποὺ δὲ μετριένται
κι ἀχειροποίητα τῆς πλάθεις.
Μόνος μου ἐγὼ μόνος θεὸς ἀμνημόνευτος, ἄγνωρος, ξένος
εἶμαι ἀπὸ τότε ποὺ ἡ θέαινα μ᾿ ὀργὴ καὶ μὲ πίκρα βαλμένη
νὰ ταπεινώνῃ θνητοὺς καὶ νὰ κρύβῃ μακάριους, μ᾿ ἀφήνει
παραριμμένο κι ἂς μοῦ εἴταν θρεμμένη ὁλοκλήρωτη ἡ σάρκα
στὴν ἀμβροσία καὶ στὴ φλόγα.
Στὰ γηρατιὰ καὶ στὸ θάνατο παραδομένος θεὸς πάντα
τὰ γηρατιὰ καὶ τὸ θάνατο δὲ θὰ τὰ βρῶ, δὲν τὰ ξέρω.
Καὶ φαγωμένοι οἱ θεοί, ρουφημένοι, καὶ κομματιασμένοι,
γίνονται πάλι οἱ παράνομοι ἀκέριοι, τὸ θέλω τοὺς νόμος,
ξαναγεννιοῦνται, ὅλο ὑπάρχουν.
Ἴακχος. Μοῦ λὲν τοῦτο τ᾿ ὄνομα. Τάχα εἶμ᾿ ἐκεῖνος; Ὤ! τάχα
μὲ τοὺς ἁγνοὺς μυστικοὺς τοὺς πιστούς, μὲ τοὺς ὁσίους ὁ πρῶτος
τὸ χορὸ σταίνω καὶ θεὸς καὶ πατῶ καὶ μὲ στέρεα τὰ πόδια,
κι ὅσο ἀλαφρά, φορεσιά μου τὰ ρόδα, τὰ σμύρτα στεφάνι,
μὲς στὴ νύχτα, εἶμαι τ᾿ ἄστρο;
Εἶμαι ὁ Διόνυσος; ὄχι, τῆς Δήμητρας κρυφὸς νυμφίος,
καὶ τῆς Ἀριάδνης γαμπρὸς καὶ μανία τῶν Βακχίδων ἐκεῖνος.
Δὲν εἶμαι Ἴακχος, οὔτε Διόνυσος ὅσο ἂν τοὺς μοιάζω.
Ἂν ἀπ᾿ ἀνθρώπου κάποια ἥμερη γέννα πηγάζω, ἕνας εἶμαι
θεάνθρωπος, ἄνθρωπος ὄχι.
Εἶν᾿ ὁ πατέρας Κελεὸς μηνυτὴς ὀρθρινὸς τῆς ἡμέρας
ποὺ ξημερώνει καὶ ἡλιόχαρη σὲ ὅλους καὶ πάντα θεῶν εἶναι.
Χέρι ὁ Τριπτόλεμος, δόξα κλητή, διαλεμένη, ὁδηγήτρα,
ὁ Εὔμολπος τῆς συμφωνίας ἱερῆς τελεστῆς πρωτοψάλτης·
δὲ λέει κανεὶς τ᾿ ὄνομά μου.
Κάτου ἀπ᾿ τὸν κόσμο τῶν θεῶν οὐλαμὸς τῶν ἡμίθεων. Καὶ μόνος
μένω μὲ τ᾿ ὄνομα σὰ νὰ μὴν εἶναι τ᾿ ἀμίλητο ἀπ᾿ ὅλους,
ὄνομ᾿ ἀνάκουστο, ἀνάφερτο σὰν τὸ θνητὸ ποὺ τοῦ δόθη·
μ᾿ ἂν εἶν᾿ ἡ πράξη μου ἀργή, τί κυρίαρχο γοργό μου τὸ πνεῦμα,
θεός, θνητὸς ὄχι, δὲν εἶμαι.
Μιὰ βασιλεία, μιὰ γαλήνη, τὰ δυὸ καὶ πανύψηλα τά ῾χω.
Σὰν τὴν πατῶ μὲ τὰ πόδια τὴ γῆ, τῆς φυτρώνουν λουλούδια
κι ὅταν σὲ βλέπω, οὐρανέ, σοῦ φυτρώνουν ἀστέρια. Εἶμαι πάντα
κι ὅπου κι ἂν εἶμαι, παντοῦ. Κι ἄπλαστο ὅ,τι μπορῶ νὰ τὸ πλάσω.
Ἄνθρωπος; ὄχι· θεὸς εἶμαι.
Μέσ᾿ στὰ κοπάδια τοῦ Ἀδμήτου ἀπ᾿ τὸν Ὄλυμπο ὁ Φοῖβος διωγμένος
καὶ κοιμισμένος κι ἂν ἔγερνεν, Ὄλυμπος γύρω του ἡ στάνη.
Καὶ ξυπνὸς ὅταν ἡ ἐφτάχορδη λύρα στὰ χέρια τοῦ ἠχοῦσε ἀπὸ Κεῖνον·
στοὺς οὐρανοὺς τοὺς ἑφτὰ γύρω του ὅλα τ᾿ ἀνέβαζε, πέτρες,
φυτὰ καὶ ζῶα τ᾿ ἄκουσμά της.
Ὅταν τὸ τέλος μου θὰ ῾ρθῇ στὴ γῆ, σ᾿ ἄλλο κόσμο θ᾿ ἀρχίσῃ,
δὲ θὰ μὲ θάψῃ ἕνας λάκκος, καὶ μήτε ἡ φωτιὰ θὰ μὲ λυώσῃ·
θὰ μὲ δεχτῇ μία κορφὴ στῶν τρισμάκαρων ἄσπρη τὴν αἴγλη,
στὴ μουσικὴ κι ἀβασίλευτος ὁ ἦχος ἐγώ· τὸν προσμένουν.
Ἄνθρωπος; ὄχι· θεὸς εἶμαι.
Καὶ τοὺς θεοὺς τῶν ἀέρων καὶ τῶν θαλασσῶν, καὶ τῶν κάμπων,
καὶ τῶν κορφῶν, καὶ ἰδεῶν, καὶ μορφῶν καὶ τεράτων, καὶ πάντων,
τοὺς ὑπεράνθρωπους, ὅσο κι ἂν πλάσματα φαίνονται ἀνθρώπων,
θὰ τοὺς πλευρώσω, θὰ ἰδῶ, θὰ χαρῶ τὴν ἀκέρια τους ὄψη,
καθὼς ταιριάζει στὸν ὅμοιο.
(ἀπὸ τὰ Ἅπαντα, IA´, Μπίρης χ.χ.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου