Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΝΟΤΑ ΧΡΥΣΙΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΝΟΤΑ ΧΡΥΣΙΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 27 Μαΐου 2016

ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΕ ΤΗ «ΘΥΡΑΘΕΝ ΠΑΙΔΕΙΑ» (Β ΜΕΡΟΣ)

«Γνωρίζοντας τον Πυθαγόρα  τον Αριστοτέλη
και τον Πλάτωνα...μπορεί κανείς να
κατανοήσει την αλήθεια»


Bαρλαάμ






Tρία ήταν τα βασικά και συνδετικά στοιχεία της βυζαντινής αυτοκρατορίας: ο χριστιανισμός, η κληρονομιά της αρχαίας ελληνικής σκέψης και η ρωμαϊκή παράδοση στη διοικητική οργάνωση του κράτους.[1]
    Από την ίδρυση της νέας πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας, της Κωνσταντινούπολης 330 μ.Χ, το τριτοβάθμιο εκπαιδευτικό σύστημα του βυζαντινού κράτους συμπεριλάμβανε τη μελέτη των αρχαίων κειμένων. Τα πράγματα άλλαξαν τον 6ο αιώνα, όταν ο Ιουστινιανός, το 529, με νόμο απαγόρευσε στους «εθνικούς» να διδάσκουν και έκλεισε τη Σχολή των Αθηνών. Πολλοί γραμματικοί, σοφιστές, νομικοί και γιατροί καταδικάστηκαν σε μαστιγώσεις και φυλακίσεις και ένας αριθμός «εθνικών» βιβλίων ρίχτηκε στην πυρά. Όλα αυτά, εξαιτίας και της παρακμής των πόλεων την ίδια εποχή, έπληξαν την εκπαίδευση. Η διδασκαλία της «θύραθεν παιδείας» έγινε υπόθεση ιδιωτική.
Οι χριστιανοί χαρακτήριζαν τον κόσμο των αρχαίων συγγραφέων: ειδωλολατρικό. Ανησυχούσαν μήπως οι νέοι παρασυρθούν από τη γοητεία του λόγου των αρχαίων, από τις ηθικές αντιλήψεις τους και από τον ελεύθερο στοχασμό τους, και απομακρυνθούν από το χριστιανισμό. Ο Μέγας Βασίλειος, από τον 4ο αιώνα,  απευθυνόμενος Πρός  τούς νέους όπως άν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων, τους συνιστούσε να αποφεύγουν ιδέες που δε συμβιβάζονται με το χριστιανισμό. Θεωρούσε τα αρχαία κείμενα προπαιδευτικά για την πληρέστερη κατανόηση της Γραφής.[2]Η ανάγνωση των αρχαίων, έκτοτε,  γινόταν για τον πλουτισμό του λεξιλογίου, την εμπέδωση της γραμματικής και του συντακτικού, την εκμάθηση της τέχνης του ρητορικού λόγου και την επισήμανση παραδειγμάτων για να τον διανθίσουν. Η δυνατότητα αναφορών στους αρχαίους προσέδιδε ευγένεια στο λόγο και αναγνώριση στο ρήτορα.
Τον 8ο αιώνα εμφανίζεται η Γραμματική του Γεωργίου Χοιροβοσκού, που έχει ως βάση το Ψαλτήρι. Ωστόσο, η Γραμματική του Διονυσίου του Θρακός δεν εγκαταλείφθηκε. Στο τέλος του 8ου αιώνα μια ομάδα κρατικών λειτουργών στην Κωνσταντινούπολη που είχε αποκτήσει ρητορική και φιλοσοφική παιδεία, παρακολουθώντας ιδιαίτερα μαθήματα γραμματικών, συνετέλεσε στην αναθέρμανση του ενδιαφέροντος για τις φιλολογικές σπουδές. Η άνθηση των σπουδών, τον 9ο αιώνα, συσχετίζεται με την εδραίωση της ορθοδοξίας , το θρίαμβο της εικονομαχίας 843 και τη χρήση της μικρογράμματης γραφής. Τα πλεονεκτήματά της μικρογράμματης γραφής ήταν: η μείωση του κόστους των βιβλίων και η ευχερέστερη ανάγνωση των χειρογράφων. Με τη διάδοση του βιβλίου επιταχύνθηκε η πολιτισμική ιστορία του Βυζαντίου.[3]
Η μετάβαση από τη μεγαλογράμματη στη μικρογράμματη γραφή αρχικά συνδέεται με τις ανάγκες της εκκλησίας και της εκπαίδευσης. Αυτούς τους σκοπούς εξυπηρέτησαν τα εργαστήρια αντιγραφής. Η μονή του Αγίου Ιωάννη του Στουδίου, περί το 800, στην Κωνσταντινούπολη ήταν ένα από αυτά τα εργαστήρια. Τα βιβλία που αντιγράφονταν εξυπηρετούσαν πρωτίστως τις πνευματικές ανάγκες των ίδιων των μοναχών. Η αριστοτελική λογική στήριζε τη συλλογιστική ικανότητα προς απόδειξη ή ανασκευή θέσεων και προτάσεων.
Στην Κωνσταντινούπολη δίδαξε τον 9ο αιώνα ο Λέων ο Φιλόσοφος, στον οποίο ανατέθηκε να διευθύνει τη φιλόσοφο σχολή της Μαγναύρας που ίδρυσε ο καίσαρ Βάρδας. Στη σχολή δίδασκε φιλοσοφία ο ίδιος ο Λέοντας . Το πρώτο σωζόμενο χειρόγραφο του Πλάτωνα οφείλεται στον Λέοντα και στον συνεργάτη του στη σχολή της Μαγναύρας οφείλεται η αντιγραφή του Ομήρου σε μικρογράμματη γραφή. Μέσα από αυτές τις προσπάθειες αναβιώνουν οι φιλολογικές σπουδές, τις οποίες αν και δεν αποδέχονται πλήρως πολλοί μοναχοί και πολύς εφημεριακός κλήρος, αναγνωρίζουν, ωστόσο, τον προπαιδευτικό χαρακτήρα τους. Τα κρατικά και εκκλησιαστικά αξιώματα τα κατείχαν λόγιοι «κλασικής» παιδείας, επομένως τα καλά ελληνικά αποτελούσαν στοιχείο κοινωνικής διάκρισης και μέσο κοινωνικής ανόδου.[4]  
Σπουδαία προσωπικότητα του 9ου αιώνα υπήρξε ο πατριάρχης Φώτιος. Η αρχαιοελληνική του παιδεία τού επέτρεψε να ξεχωρίσει χωρίς να απαρνιέται την ορθόδοξη θεολογική του παιδεία. Πρίν γίνει πατριάρχης διετέλεσε προīστάμενος της αυτοκρατορικής Γραμματείας. Έργα του το Λέξεων Συναγωγή(Λεξικό), Μυριόβιβλος, Αμφιλόχια. Συνετέλεσε στην οργάνωση της εκκλησίας στη Μοραβία (Κύριλλος και Μεθόδιος) και την επικράτηση του ορθόδοξου δόγματος στη Βουλγαρία.
Ο Αρέθας ως διάκονος στην Κωνσταντινούπολη δημιούργησε εργαστήριο αντιγραφής έργων. Τα περισσότερα έργα,  που σχολίασε ο ίδιος, ανήκουν στη «θύραθεν παιδεία». Η αγάπη του για τους αρχαίους δεν αποτελεί αμφισβήτηση της ορθόδοξης πίστης. Επίσης, τον 9ο αιώνα, ο Κωνσταντίνος Κεφαλάς επιμελήθηκε την Παλατινή Ανθολογία.
Η κορύφωση του ενδιαφέροντος για τα παλαιά κείμενα, το 10ο αιώνα, συνδέεται με το λόγιο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ Πορφυρογέννητο. Το κύριο μέλημά του ήταν η δεύτερη και τρίτη βαθμίδα εκπαίδευσης προς ανάδειξη στελεχών και η συγκέντρωση χειρογράφων για τη συγγραφή έργων. Έργα του είναι: Βίος Βασιλείου Α, Περί βασιλείου τάξεως, Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν, Περί θεμάτων και Excerpta.
Η γενικότερη τάση ήταν μη αμφισβήτηση, έλλειψη κριτικής στάσης και δεν υπήρχαν νέες μεθολογικές προσεγγίσεις.[5]
Η ανάκαμψη της οικονομίας τον 11ο αιώνα είχε ως συνέπεια την ανάπτυξη των πόλεων και την άνθηση της παιδείας. Στην Κωνσταντινούπολη ο Μιχαήλ Ψελλός και ο Ιωάννης Ξιφιλίνος δίδασκαν, σε ιδιωτική σχολή, φιλοσοφία, ρητορική και δίκαιο. Με απόφαση του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ η σχολή χωρίστηκε σε δύο και ο πρώτος διορίστηκε ύπατος των φιλοσόφων ενώ ο δεύτερος νομοφύλαξ. Ωστόσο, και οι δύο αναγκάστηκαν να γίνουν μοναχοί για να αποφύγουν τις επιθέσεις επειδή τους ενδιέφερε η «θύραθεν» παιδεία. Ο Ξιφιλίνος αναδείχτηκε πατριάρχης. Ο Ψελλός απομακρύνθηκε από τη θέση του επειδή οι προσεγγίσεις του των θεολογικών ζητημάτων με φιλοσοφικό τρόπο δεν γίνονταν ανεκτές. Ο διάδοχός του στο αξίωμα Ιωάννης Ιταλός τιμωρήθηκε για τον ίδιο λόγο με αφορισμό.
Ο Αλέξιος Α Κομνηνός εγκαινίασε άλλη πολιτική. Κατάργησε το αξίωμα του ύπατου των φιλοσόφων και ενίσχυσε με προνόμια κέντρα της ορθοδοξίας όπως τα μοναστήρια του Αγίου Όρους ή του Αγίου Ιωάννη στην Πάτμο. Με απόφαση του Αλεξίου η εκπαίδευση περιήλθε στον έλεγχο και την προστασία του πατριαρχείου. Τα μαθήματα που είχαν κεντρική θέση ήταν: το Ευαγγέλιο, ο Απόστολος και το Ψαλτήρι. Ο Μιχαήλ Ιταλικός δίδασκε αυτά αλλά και τα άλλα μαθήματα τα οποία δεν καταργήθηκαν. Πατριαρχικοί διδάσκαλοι χρημάτισαν και αρκετοί λόγιοι όπως ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, ο οποίος έγραψε σχόλια για τον Όμηρο.
Οι αυτοκράτορες, μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204, έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για τις φιλολογικές σπουδές και επιστήμες. Διακρίθηκαν ο Νικηφόρος Βλεμμύδης, Θεόδωρος Μετοχίτης, Μανουήλ Πλανούδης, Μανουήλ Μοσχόπουλος, Θωμάς Μάγιστρος, Δημήτριος Τρικλίνιος. Ο τελευταίος υπήρξε μελετητής των αρχαίων τραγικών. Τέλος, Ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων, ο πλατωνιστής φιλόσοφος διέπρεψε την εποχή των Παλαιολόγων. Πρότεινε την αναβίωση του αρχαιοελληνικού πνεύματος και την ανασύσταση του Βυζαντίου[6]




[1]               http://el.wikipedia.org
[2]               Ό.π., σελ. 340.
[3]               Ό.π. , σελ. 343.

[4]               Ο.π., σελ. 345.
[5]               Ό.π., σελ. 348.
[6]               Ό.π. , σελ. 350.


Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ (Α ΜΕΡΟΣ)

 της Νότας Χρυσίνα





«Γνωρίζοντας τον Πυθαγόρα  τον Αριστοτέλη
και τον Πλάτωνα...μπορεί κανείς να
κατανοήσει την αλήθεια»


Bαρλαάμ


Η επίσημη γλώσσα της πρωτεύουσας της Ρωμαïκής αυτοκρατορίας, όταν ο Κωνσταντίνος Α μετέφερε την πρωτεύουσα στην Κωνσταντινούπολη 330  μ.Χ.,  ήταν η λατινική. Με την οριστική διαίρεση της αυτοκρατορίας σε ανατολική και δυτική, οι Έλληνες ισχυροί παράγοντες του κρατικού μηχανισμού, της πολιτικής και της διανόησης πέτυχαν την αναγνώριση της ελληνικής ως ισότιμης με τη λατινική στην απονομή της δικαιοσύνης και στην εκπαίδευση της τρίτης βαθμίδας. Στην Ανατολή τα περισσότερα κείμενα του χριστιανισμού, η Καινή Διαθήκη, έργα των πατέρων της Εκκλησίας, τα πρακτικά και οι αποφάσεις των οικουμενικών και τοπικών συνόδων, η υμνογραφία γράφτηκαν στην ελληνική κοινή, η οποία ήταν εξέλιξη κυρίως της αττικής διαλέκτου.[1]
Η πλήρης επικράτηση της ελληνικής γλώσσας ήρθε τον 7ο αιώνα μ.Χ. Στη Δύση η χρήση της ελληνικής γλώσσας γίνεται μόνο από ελληνικό πληθυσμό στη Σικελία τον 6ο αιώνα μ.Χ. και η μελέτη του Αριστοτέλη γίνεται μόνο από μεταφράσεις. Οι Κατηγορίες του Αριστοτέλη αποτέλεσαν ως τον 13ο αιώνα μ.Χ. τις βάσεις της δυτικής μεσαιωνικής λογικής. Η διάσταση Ανατολής- Δύσης δεν υπήρξε μόνο πολιτική ή θρησκευτική αλλά και πολιτισμική.[2]
Η εκπαίδευση στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο, παρά την επικράτηση του χριστιανισμού, είναι συνέχεια της ελληνιστικής. Παρεχόταν σε τρεις βαθμίδες: Οι σπουδές στην πρώτη βαθμίδα διαρκούσαν τρία χρόνια. Σε αυτήν, ο γραμματιστής δίδασκε ανάγνωση, γραφή, αριθμητική, ωδική, ιστορία της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και μυθολογία. Τα μαθήματα παρακολουθούσαν αγόρια από το έκτο έτος της ηλικίας τους και οι μαθητές προέρχονταν ακόμη και από τις ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες. Η μάθηση στηριζόταν στην αποστήθιση, στις επαναλήψεις και στην επιβολή ποινών.
Η φοίτηση, στη δεύτερη βαθμίδα, διαρκούσε τρία χρόνια αλλά ο αριθμός των μαθητών είχε μειωθεί δραστικά. Ο γραμματικός, επί αμοιβή, δίδασκε πρωτίστως γραμματική, την Τέχνη Γραμματικής του Διονυσίου Θρακός ( 2ος αι. π. Χ.). Επίσης, ο γραμματικός δίδασκε από ανθολόγια κειμένων Όμηρο και άλλους «κλασικούς». Ο μαθητής όφειλε να αναπτύσσει ένα μύθο, να αφηγείται ένα περιστατικό, να πραγματεύεται ένα ρητό ή γνωμικό.
Επιπλέον, διδάσκονταν και τέσσερα μαθήματα θετικής κατεύθυνσης, τα οποία ήταν γνωστά ως τετρακτύς: αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία, μουσική θεωρία.
Στη τρίτη βαθμίδα δίδασκε ρήτορας ή σοφιστής με τους βοηθούς του. Οι μαθητές προέρχονταν από τις ισχυρότερες κοινωνικά ομάδες. Οι σπουδές γίνονταν έναντι διδάκτρων και σε κάποιες περιπτώσεις αντί μισθού αλλά και στη δεύτερη περίπτωση οι σπουδαστές κατέβαλλαν επιπλέον δίδακτρα και δώρα. Όφειλαν να μεταβούν στην πόλη την οποία δίδασκε ο ρήτορας ή ο σοφιστής. Σ'αυτή τη βαθμίδα η διδασκαλία της ρητορικής κατείχε περίοπτη θέση. Πέρα από τη ρητορική εξειδικευμένες γνώσεις προσφέρονταν σε συγκεκριμένες πόλεις: φιλοσοφίας, που τότε περιελάμβανε μαθήματα θετικής κατεύθυνσης, στην Αθήνα και την Αλεξάνδρεια, νομικής, που προὒπέθετε και σπουδή λατινικής, στη Βηρυτό, ιατρική στην Αλεξάνδρεια και στην Πέργαμο. [3]
Στην Κωνσταντινούπολη, η οποία αναδείχτηκε σε πνευματικό κέντρο, εγκαταστάθηκαν πολλοί λόγιοι, ιδρύθηκε μεγάλη βιβλιοθήκη δεκάδων χιλάδων βιβλίων και αναδείχτηκε σε μεγάλο αυτοκρατορικό κέντρο αντιγραφής έργων των Ελλήνων ποιητών, φιλοσόφων, ρητόρων, ιστορικών. Την εποχή αυτή πραγματοποιείται το πέρασμα από τα ειλητάρια, χειρόγραφα σε μακριές λωρίδες περγαμηνών τυλιγμένες σε σχήμα κυλίνδρου, στα χειρόγραφα σε σχήμα βιβλίου, τους κώδικες. Επίσης, ιδρύθηκε τριτοβάθμιο εκπαιδευτικό ίδρυμα πανεπιστημιακού επιπέδου, το Πανδιδακτήριο. Το 425, δίδασκαν ρωμαïκή ρητορική τρεις ρήτορες και δέκα γραμματικοί, ελληνική ρητορική πέντε σοφιστές και δέκα γραμματικοί, ένας καθηγητής της φιλοσοφίας και δύο του δικαίου.
Οι διδάσκαλοι της σοφιστικής και της φιλοσοφίας ως τον 6ο αιώνα δεν είχαν αποδεχτεί τη νέα θρησκεία χωρίς αυτό να τους δημιουργεί πρόβλημα. Η σπουδή των αρχαίων ήταν απαραίτητη για τους νέους που ήθελαν να προσφέρουν υψηλού επιπέδου υπηρεσίες στο χριστιανισμό. Με τη μελέτη των αρχαίων αποκτούσαν συλλογιστική ικανότητα να διατυπώνουν το δόγμα και να αποκρούουν τα επιχειρήματα των εθνικών αλλά και των χριστιανών που πρόβαλλαν διαφορετικές δοξασίες. Μερικοί από τους μαθητές διακεκριμένων σοφιστών του 4ου αιώνα αναδείχτηκαν μεγάλοι πατέρες της ορθοδοξίας.[4]





[1]               Γιαννόπουλος Ιω., Κατσιαμπούρα Γ., Κουκουζέλη Α., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, Τόμος Β, Εκδ. Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 2000, σελ. 331.
[2]               Στο ίδιο, σελ.332.
[3]               Ό.π., σελ. 338.
[4]               Ό.π., σελ. 339-340.


Κυριακή 15 Μαΐου 2016

Οι άριστοι είναι οι μόνοι επαναστάτες!


της Νότας Χρυσίνα

Ο καλός και ενάρετος άνθρωπος που θέλει να ευχαριστήσει τον άλλον χαρακτηρίζεται από τον άλλον βλάκας. Είσαι βλάκας που με πίστεψες, είσαι βλάκας που δεν κοίταξες να μού την φέρεις, είσαι βλάκας που ασχολήθηκες με εμένα τον ανάξιο. Μια κοινωνία μαζοχιστών που εναλλάσεται με τον σαδισμό με βαθιά κόμπλεξ κατωτερότητας που παρουσιάζονται και ως κόμπλεξ ανωτερότητας - η όψη του ίδιου νομίσματος- θέλει να τιμωρήσει τον καλό άνθρωπο και τον ταλαντούχο. Σε κάθε καλό άνθρωπο καταδικάζει ξανά τον Σωκράτη στο κώνειο. Αλλά στο τέλος μένει άδεια και γεμάτη μίσος για τον εαυτό της. Το πρόβλημα της Ελλάδας είναι ότι αποτελείται από κομπλεξικούς και δήθεν και με αυτούς ούτε επανάσταση κάνεις ούτε κράτος. Πρέπει να τους μάθεις ξανά να σκέφτονται με αγάπη για τον διπλανό χωρίς να νιώθουν μειονεκτικά μπροστά στους άριστους.

(σχόλιο στο facebook)

Πέμπτη 5 Μαΐου 2016

Μία ανάγνωση στο βιβλίο της Πόλυς Χατζημανωλάκη "Οι μέλισσες του Κάλβου τριγυρίζουν στα λιβάδια του Λινκολνσάιρ"

γράφει η Νότα Χρυσίνα*





Η Πόλυ Χατζημανωλάκη στο βιβλίο της «Οι μέλισσες του Κάλβου τριγυρίζουν στα λιβάδια του Λινκολνσάιρ»  έχει φτιάξει μία κυψέλη από μικρές ιστορίες αρμονικά συνδεδεμένες όπως η κυψέλη μιας μέλισσας, την οποία περιγράφει έξοχα.
Με την μέθοδο mise and abyme δηλαδή την εγκιβωτισμένη αφήγηση ή καλύτερα τις αφηγήσεις πλέκει με τη γλώσσα  της την ιστορία του Πέτρου Ασλάνογλου, του δεκαεπτάχρονου έφηβου από την Ελλάδα που πηγαίνει να φοιτήσει στην περιοχή που έζησε και πέθανε ο ποιητής Ανδρέας Κάλβος, το Λινκολνσάιρ της Βρετανίας.
Το Λινκολνσάιρ χρησιμοποιείται με διπλό τρόπο. Από τη μία γίνεται το φόντο πάνω στο οποίο πλέκεται η ιστορία του Πέτρου και από την άλλη είναι η αφορμή να θυμηθούμε τον Κάλβο  και τα ποιήματά του, αποσπάσματα από τα οποία παραθέτει η συγγραφέας στην αρχή κάθε κεφαλαίου.
 Η Πόλυ Χατζημανωλάκη μας βάζει στην ιστορία με έναν τρόπο μαγικό. Ο αναγνώστης νιώθει σαν να  «βουτάει» μέσα στον πίνακα του Κόνσταμπλ με την αγγλική εξοχή που κοσμεί το εξώφυλλο και ρουφάει κυριολεκτικά τα κεφάλαια του βιβλίου που είναι γεμάτα περιπέτεια. Ο ήρωας της Χατζημανωλάκη έχει κάτι από την σπιρτάδα του Χάρυ Πότερ αν και είναι περισσότερο ρεαλιστικός. Η ίδια η Χατζημανωλάκη δεν υστερεί καθόλου σε σχέση με τη Ρόουλινγκ και θα μπορούσε να γράφει best seller εάν η ελληνική γλώσσα ήταν μία γλώσσα που θα μιλούσαν τα εκατομμύρια που μιλούν την αγγλική. 
Ο ήρωας της συγγραφέα ο Πέτρος Ασλάνογλου γνωρίζει άριστα την αγγλική γλώσσα. Έτσι, όταν έρχεται αναπάντεχα η ευκαιρία, πηγαίνει να σπουδάσει στη Βρετανία φιλοξενούμενος του Ιάκωβου Λογιάδη, ιδιόρρυθμου καθηγητή Μαθηματικών και φίλου του πατέρα του. Χατζημανωλάκη στο επίμετρο μας πληροφορεί πως η ιστορία είναι του Πέτρου και του Ιάκωβου δηλαδή έχει ορίσει δύο βασικούς ήρωες και η πρόθεσή της είναι μάλλον να εξελιχθούν ισότιμα. Ωστόσο, ο Πέτρος κυριαρχεί στο σκηνικό με ένα πνεύμα περιπέτειας που φαίνεται να απηχεί και τον χαρακτήρα της συγγραφέα. Η ιστορία περιλαμβάνει «προσδοκίες που διαψεύδονται, ποδηλατικές εξορμήσεις στη βρετανική εξοχή, χτυποκάρδια και αγωνίες στα θρανία ενός αγγλικού κολεγίου, πρόβες για θεατρικές παραστάσεις, μια Λέσχη φυσιοδιφών και αρχαιοφίλων, κλέφτες του μελιού, ο δαφνοστεφής ποιητής Τέννυσον, ο Σεφέρης, συνομωσίες γηραιών καρμπονάρων, το ημερολόγιο μιας μελισσοκόμου, τα λάθη του κώδικα Ντα Βίντσι, όλα αυτά, σαν φωτεινά σωματίδια σκόνης, αντανακλούν, διασκορπίζουν και παρασύρουν στη δίνη τους όπως ένα σμήνος από μέλισσες θραύσματα από το παρελθόν.
Μέσα από τους ιριδισμούς προβάλλει η αλήθεια της παρουσίας του Έλληνα ποιητή Ανδρέα Κάλβου σε αυτή την πόλη του Λινκολνσάιρ». Η παραπάνω καταιγιστική περιγραφή των γεγονότων που ζει ο ήρωας υπάρχει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.
Η ιστορία του βιβλίου ξεδιπλώνεται σε πολλά επίπεδα και περιλαμβάνει διαφορετικά είδη αφήγησης: επιστολή, ημερολόγιο, ιστορικό μυθιστόρημα, μυθιστόρημα χαρακτήρων, ταξιδιωτικό μυθιστόρημα κ.λ.π.
Είναι ένα αφήγημα που έχει έντονες αναφορές στον μοντερνισμό ιδιαίτερα όσον αφορά τον χειρισμό του χρόνου.  Ο χρόνος δεν είναι γραμμικός θυμίζει την Βιρτζίνια Γουλφ, την οποία αναφέρει η Χατζημανωλάκη τουλάχιστον τρεις φορές. Συνδυάζει, επίσης, στοιχεία ρομαντισμού  καθώς η περιγραφή του τοπίου θυμίζει βικτωριανό μυθιστόρημα περιγράφοντας κήπους και τοπία του Κόνσταμπλ όπως αυτό που κοσμεί το εξώφυλλο.
Ο Κάλβος είναι πάντοτε στο φόντο λειτουργώντας ως μία πύλη του χρόνου από την οποία μπαίνουμε στο παρελθόν, καθώς θυμόμαστε τη ζωή του ποιητή ακολουθώντας τα χνάρια του στο Λινκολνσάιρ αλλά και μέσα από τα ποιήματά του, στα οδοιπορικά δοκίμια του Σεφέρη για το Λάουθ, που έγιναν η αφορμή για το βιβλίο, όπως γράφει η Χατζημανωλάκη, μέχρι το παρόν της ιστορίας που διαβάζουμε ως αναγνώστες και με αυτόν τον τρόπο ζωντανεύουμε την ιστορία. Επίσης, ταξιδεύουμε στο μέλλον με όχημα την ποίηση του Κάλβου και την φιλοπατρία του αλλά και τις μέλισσες που είναι και εκείνες πρωταγωνίστριες της συγγραφέα η οποία μας βάζει ευφυώς  να διαβάσουμε ένα σχεδόν επιστημονικό άρθρο για τις μέλισσες, τη ζωή τους, το μέλι και ένα πλήθος πληροφοριών για τα τόσο χρήσιμα και εργατικά έντομα, που σε άλλη περίπτωση μόνο επιστήμονες βιολόγοι θα διάβαζαν.
Οι μέλισσες και ο Κάλβος συνδέονται με το μέλι μέσω της γλώσσας. Η σύνδεση αυτή είναι συχνή στη λογοτεχνία. Η ποίηση παρομοιάζεται με μέλι και οι ποιητές με μελισσοκόμους. Ανατρέχοντας στο παρελθόν για παράδειγμα στον Όμηρο ο οποίος  γράφει στην Ιλιάδα για το Νέστορα που «με τη γλυκιά τη γλώσσα», «κι απ’ το μέλι του ‘χυνε φωνή πιο ζαχαρένια».
Υπάρχει επίσης, η αρχαία παροιμιακή έκφραση: «Το Νεστόρειον εύγλωσσον μέλι» (Ευριπίδης) και ο Αριστοφάνης λέει για το Σοφοκλή: «Του μέλιτι κεχριμένου – το στόμα».
Ακόμη στην Παλαιά Διαθήκη διαβάζουμε πάλι: «Ως γλυκέα τω λάρρυγι μου τα λόγια σου, υπέρ μέλι τω στόματι μου».
Ο Κάλβος, λοιπόν,  σαν τον μελισσοκόμο, συνέλεξε το μέλι της γλώσσας μας από την αρχαία ελληνική και έπειτα και έφτιαξε στίχους με τους οποίους ύμνησε την Ελλάδα και τον αγώνα της ανεξαρτησίας της.
Η Χατζημανωλάκη κάνει επίσης αναφορές στην ιστορία της Ελλάδας και στην ελληνική επανάσταση. Αναφέρεται μάλιστα και στον λόρδο Μπάιρον μέσα από την αρραβωνιαστικιά του που ήταν από το Λινκολνσάιρ και έρχεται μέχρι τη σύγχρονη Ελλάδα και τον αντιδικτατορικό αγώνα όπου ο Ιάκωβος με το κωδικό όνομα Ορφέας είχε έντονη δράση. -Ο Ορφέας που έφτιαξε μία γλώσσα επικοινωνίας από ανθρωπάκια που χόρευαν ώστε να ξεγελάσουν την χούντα. - Ο Ιάκωβος ή Ορφέας που ήταν μαθηματικός και που μέσα από αυτόν η Χατζημανωλάκη μας μίλησε για τα μαθηματικά παρομοιάζοντας τους μαθηματικούς «με ψαράδες που κάθονται και περιμένουν υπομονετικά με το καλάμι τους στη λίμνη να τσιμπήσει κάποιος το δόλωμα ώστε να τον ανεβάσουν στην επιφάνια».

Η Χατζημανωλάκη έχει καλύψει σε αυτό το βιβλίο τόσα θέματα, συγγραφείς, ερωτήματα, γνώσεις, περιπάτους που σε κάνει να αναρωτηθείς εάν μπορείς να συμφωνήσεις με αυτό που γράφει σε κάποιο σημείο του βιβλίου της: «η καλύτερα τροφοδοτημένη φαντασία είναι καλύτερη από οποιοδήποτε βιβλίο». Με αυτό το βιβλίο δεν συναγωνίζεται ούτε η πιο ζωηρή φαντασία!

                   -------------------------------------


Η Πόλυ Χατζημανωλάκη γεννήθηκε στην Κάλυμνο το 1958. Σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετά έκανε το διδακτορικό της στη Στατιστική Φυσική στις Βρυξέλλες, κοντά στον νομπελίστα Ilya Prigogine. Κατόπιν εργάστηκε ερευνητικά στο Κέντρο Στατιστικής Μηχανικής και Θερμοδυναμικής του Πανεπιστημίου του Austin στο Τέξας, δίδαξε Φυσική σε μεταλυκειακό επίπεδο καθώς και στο Διεθνές Απολυτήριο (ΙΒ΄).
Για δέκα χρόνια διηύθυνε το IB΄ στα Εκπαιδευτήρια Κωστέα - Γείτονα. Είναι μέλος του Γραφείου Εκπαιδευτικής Έρευνας των Εκπαιδευτηρίων Γείτονα. Τελευταία ασχολείται συστηματικά με τα προγράμματα Βιωματικής Μάθησης, δημιουργώντας εκπαιδευτικό υλικό και πολυμεσικές παρουσιάσεις για όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης. Συμμετέχει ως συντονίστρια στο Δίκτυο Καινοτόμων Σχολείων και έχει δημιουργήσει το Ιστολόγιο για θέματα μνήμης «Πινακίδες από Κερί». Είναι υπεύθυνη του Πανελλήνιου Διαγωνισμού Ανάγνωσης Παιδικού Βιβλίου «Βιβλιοδρομίες» που τα τελευταία δέκα χρόνια διοργανώνεται από τα Εκπαιδευτήρια Γείτονα και έχει συμβάλει, κατά κοινή ομολογία, στο να μυηθούν οι μικροί μαθητές στην τέχνη της ανάγνωσης. «Οι Μέλισσες του Κάλβου» είναι το πρώτο της μυθιστόρημα.


Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2014) Το αλφαβητάρι των πουλιών, Εύμαρος
(2010) Τα αινίγματα του Ν’γκόρο, Ροές
(2008) Οι μέλισσες του Κάλβου τριγυρίζουν στα λιβάδια του Λινκολνσάιρ, Ταξιδευτής


* Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια, πολιτισμολόγος.

Κυριακή 17 Απριλίου 2016

Βιβλιοπαρουσίαση: "ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ" της ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ


                                                                               Συγγραφέας: ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ 










                                                              Εκδότης: ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ








              


γράφει η Νότα Χρυσίνα



Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη συνέγραψε ένα μικρό εγχειρίδιο λογοτεχνίας ονομάζοντάς το «ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ» παραπέμποντας στο βιβλίο του Ζορζ Μπατάιγ “Le bleu du ciel”. Το εξώφυλλο κοσμεί ένα δυνατό έργο του Πάουλ Κλέε με τίτλο “Villa R” .

H Δεληγιώργη δηλώνει στον πρόλογο πως ξεκίνησε να γράφει τις σκέψεις της για την τέχνη του πεζού λόγου καθώς «τα διαβάσματα μιας ζωής και η εμπειρία της συγγραφής “την πίεζαν να δει”  το κρυμμένο μυστικό τους» και το επιχείρησε χωρίς να είναι βέβαιη αν επιχειρούσε «με στοχαστική διάθεση, σε απόσταση ασφαλείας από τον ειδικό, πολιορκία ή έξοδο».

Ο πεζός λόγος, σύμφωνα με τη Δεληγιώργη, μάς βοηθά  να έχουμε μία εικόνα της δύναμης των πραγμάτων να μας καθορίζουν και να μας περιορίζουν αλλά και την εικόνα της δικής μας δύναμης να τα καθορίζουμε, καθώς λειτουργεί ως κάτοπτρο για να μας δείξει όσα μας κρύβουν.
Με σημείο αναφοράς τον Μιχαήλ Μπαχτίν η συγγραφέας καταθέτει την εμπειρία της πάνω στο πλήθος των αντιφάσεων, αμφισημιών, ψυχισμών αλλά και κοινωνικών γλωσσών που καλείται ο κάθε δημιουργός να ανασύρει στη συνείδηση και να πλέξει στο έργο του, προσδίδοντάς του βάθος.

Ένα βασικό πρόβλημα που θέτει η συγγραφέας αφορά τη σχέση του σύγχρονου συγγραφέα με τον χρόνο, ο οποίος, σήμερα, παρουσιάζεται στη λογοτεχνία σαν ένα «διεσταλμένο» παρόν, καθώς αυτό αναδύεται ξεκομμένο από το παρελθόν και το μέλλον, τα οποία θεωρούνται απλά προεκτάσεις του.

Το δεύτερο βασικό θέμα που τίθεται είναι η απομυθοποίηση της Ιστορίας και η συνακόλουθη αποθέωση της Τεχνικής.
Η απομυθοποίηση της Ιστορίας ήταν αποτέλεσμα της νέας αντίληψης του χρόνου, που κατάργησε την καταγωγική ρίζα αλλά και την προοπτική στο μέλλον. Με αυτόν τον τρόπο χάθηκε το βασικό πλεονέκτημα της συνείδησης: το αίσθημα της ιστορικότητας, με το οποίο μεταβιβαζόταν η βιωματική εμπειρία.
Η εστίαση στην Τεχνική μετέτρεψε το αισθητικό αντικείμενο σε αντικείμενο γλωσσολογικών και σημειολογικών αναλύσεων. Καθοριστικό ρόλο έπαιξαν οι θεωρίες της λογοτεχνίας, ο δομισμός, ο αποδομισμός, η θεωρία της πρόσληψης και της αναγνωστικής ανταπόκρισης, οι οποίες από το 1960 και μετά, εστίασαν σε μια αυστηρή γλωσσική προσέγγιση της γραφής. Εξοβελίζοντας τον συγγραφέα ή αναγγέλλοντας ακόμη και τον θάνατό του, ανήγαγαν τη λογοτεχνία σε γλώσσα, αποσιωπώντας τη σχέση της με τον πολιτισμό.

Στα κεφάλαια που ακολουθούν, η Δεληγιώργη αναλύει με επιχειρήματα τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η λογοτεχνία της μεταμοντέρνας εποχής. Διατρέχοντας την Ιστορία της Λογοτεχνίας και ιδιαίτερα τον τρόπο αντίληψης και δημιουργίας των μεγάλων έργων, των λεγόμενων έργων του Λογοτεχνικού Κανόνα, κάνει μία σύντομη ανασκόπηση της Ιστορίας της Λογοτεχνίας έως σήμερα.  Παράλληλα αντικρούει τις σύγχρονες θεωρίες καταδεικνύοντας την ανάγκη δημιουργίας δομών ελευθερίας μέσα από την ικανότητα του συγγραφέα να προτείνει τον δικό του τρόπο θέασης της πραγματικότητας. Ο δημιουργός συγκρούεται με την δεδομένη πραγματικότητα ή με δεδομένες μορφές και  με εργαλείο την σύνθεση των αντιφατικών και αμφίσημων εμπειριών και συναισθημάτων  κατορθώνει να τους δώσει νόημα.
Η συγγραφέας γράφει χαρακτηριστικά: «ο συγγραφέας πολιορκεί το μηδέν ή το τίποτα, με τα οποία αναμετριέται με τα υλικά που διαθέτει: εικόνες, όνειρα, αισθήσεις, μνήμες, λέξεις, έννοιες, ιδέες, μεταφορές και κατορθώνει να εξυφάνει ex nihilo, το έργο δίνοντάς του, περιεχόμενο και μορφή».
Αναφέρεται, επίσης, σε πολλά λογοτεχνικά έργα που έγιναν παγκόσμια καθώς ανταποκρίνονται στις αισθητικές αξίες, οι οποίες αξιώνουν οικουμενικότητα με βάση την αρχή της ομοφωνίας δηλαδή το κοινό αίσθημα του ωραίου, του υψηλού, του αληθούς και του δίκαιου.

Η προσέγγιση της Δεληγιώργη γίνεται στο πλαίσιο μιας  ποιητικής που έχει την απαρχή της στην Ποιητική" του Αριστοτέλη, στο "Περί Ύψους" του Λογγίνου και  σε σύγχρονες  ποιητικές  που έχουν  την ίδια αφετηρία. Σε αυτό το πλαίσιο τίθενται  τα ζητήματα του λόγου, της  δομής,  της μορφής, του νοήματος, των αισθητικών κριτηρίων αξιολόγησης των έργων και  μια αισθητική αγωγή που επιτρέπει στον αναγνώστη να διακρίνει τα σπουδαία λογοτεχνικά έργα   μέσα  από το σωρό των λογοτεχνικών αναγνωσμάτων. Στο  ίδιο πλαίσιο τίθεται και το ζήτημα των σχέσεων  της  αυθεντικής με τη μη  αυθεντική λογοτεχνία, της πραγματικότητας με το κείμενο,  της ομορφιάς με το βάθος, του ιερού  με το βέβηλο, του  επαρχιωτισμού με τον   κοσμοπολιτισμό, της παγκόσμιας  με την ελληνική λογοτεχνία.

Βασικός αναδεικνύεται και ο ρόλος του κριτικού της λογοτεχνίας ο οποίος οφείλει να κρίνει έχοντας την ανάλογη παιδεία αλλά και ανιδιοτέλεια. Το άνοιγμα στην παγκόσμια λογοτεχνία, με τη  βοήθεια και των αμερόληπτων κριτικών της λογοτεχνίας, δίνει μία ανάσα και στην εθνική λογοτεχνία.
Στο επιμύθιο η Δεληγιώργη τονίζει τον άρρηκτο δεσμό της γλώσσας με τη σκέψη, ώστε να αναδείξει τη δύναμή της.


Τέλος, στο Παράρτημα, υπάρχουν έξοχες αναλύσεις λογοτεχνικών έργων που απασχόλησαν τη συγγραφέα και κάποιες φορές έδωσαν το έναυσμα για τη συγγραφή νέων έργων από την ίδια. Ενδεικτικά αναφέρω τον «Δον Κιχότη» του Θερβάντες πάνω στον οποίο βασίστηκε το βιβλίο της Δεληγιώργη «Γυναίκες ή σκοτεινή ύλη».



Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει. Σπούδασε φιλοσοφία στο Α.Π.Θ. και στη Σορβόννη και είναι καθηγήτρια στο Α.Π.Θ. Εκτός από μελέτες, δοκίμια και άρθρα, έχει εκδώσει μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων. Το δοκίμιό της "Ά-νοστον ήμαρ" τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου το 1998.




Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ

(2016) Το κόκκινο της φωτιάς, Γαβριηλίδης
(2014) Ανέστιος, Άγρα
(2011) Τρυφερός σύντροφος, Άγρα
(2011) Φιλοσοφία των κοινωνικών επιστημών, Ζήτη
(2008) Καιρός, Αλεξάνδρεια
(2008) Μια δική σου ζωή, Μελάνι
(2007) Ανδρόγυς, Σύγχρονοι Ορίζοντες
(2007) Ο μοντερνισμός στη σύγχρονη φιλοσοφία, Αλεξάνδρεια
(2004) Γυναίκες ή σκοτεινή ύλη, Κέδρος
(2002) Σκέψη και προοπτική, Αλεξάνδρεια
(1997) Ά-νοστον ήμαρ, Άγρα
(1997) Σύγχρονοι προβληματισμοί για έναν καλύτερο κόσμο

Πλέθρον
(1996) Ο μοντερνισμός στη σύγχρονη φιλοσοφία, Αλεξάνδρεια
(1993) Οι φωνές, Παρατηρητής
(1991) Ιστορίες μιας ελάχιστης εποχής, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(1991) Το τέλος του χρυσού φεγγαριού, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(1984) Ανδρόγυς, Κέδρος
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2014) 5 οικουμενικοί Έλληνες στοχαστές, Οι Εκδόσεις των 

Συναδέλφων
(2013) Θεωρία, λογοτεχνία, Αριστερά, Ταξιδευτής
(2011) Ημερολόγιο 2012: Η δική μας Ελλάδα, Εκδοτικός Οίκος

 Α. Α. Λιβάνη
(2010) Καβάφεια 2007: Αφιέρωμα στον Κορνήλιο Καστοριάδη

 στοχαστή της αυτονομίας, Σύγχρονη Δελφική Αμφικτυονία
(2008) Ενδοσκεληδόν, Ζήτρος
(2008) Θεωρία, λογοτεχνία, Αριστερά, Το Πέρασμα
(2008) Καβάφεια 2006: Αφιέρωμα στον φιλόσοφο Κώστα 

Παπαϊωάννου, Σύγχρονη Δελφική Αμφικτυονία
(2006) Νικόλαος Κάλας, Μανδραγόρας [εισήγηση]
(2005) Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Φιλοσοφίας: 

Φιλοσοφία, Ακαδημία Αθηνών





Σάββατο 16 Απριλίου 2016

Μια ανάγνωση στο «ΕΝΑ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ ΓΕΜΑΤΟ ΛΕΚΕΔΕΣ»




ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΝΤΟΝΙΟ ΤΑΜΠΟΥΚΙ ΜΕ ΤΟΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ ΤΟΥ ΑΝΤΑΙΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΔΗ

Στο βιβλίο «ΕΝΑ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ ΓΕΜΑΤΟ ΛΕΚΕΔΕΣ»  ο Αντόνιο Ταμπούκι μίλησε για τα βιβλία του αλλά προτίμησα να σας γράψω για τον ίδιο τον συγγραφέα και τις απόψεις του για τη Λογοτεχνία γενικότερα όπως εκφράζονται μέσα από τη συζήτηση.
Ο Ταμπούκι, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου,  ταξιδεύει στον χώρο και στον χρόνο με συνεπιβάτη τον μεταφραστή εφτά έργων του τον Ανταίο Χρυσοστομίδη. Οι δυο τους επισκέφτηκαν χώρες όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιταλία, η Ελλάδα αλλά και μίλησαν για χώρες που διέσχισαν με τον νου όπως η Αργεντινή που παρέμεινε μία χώρα όνειρο προορισμού.
 Διαβάζω στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, εκδόσεις ΑΓΡΑ, ότι ο Ταμπούκι ξεκινά μια μακριά εξομολόγηση για τον εαυτό του και τα βιβλία που έχει γράψει.
Το ταξίδι στον χρόνο τον πάει πίσω στην παιδική του ηλικία όπου μικρός κοιτούσε τα άστρα γιατί ήθελε να γίνει αστρονόμος. Την ημέρα που γεννήθηκε, τον Σεπτέμβριο του 1943, τα παράθυρα του νοσοκομείου της Πίζας έγιναν θρύψαλα από τις βόμβες καθώς η πόλη βομβαρδιζόταν από τους Συμμάχους. Μεγάλωσε με τις ιστορίες των παππούδων του και άκουγε τα γεγονότα του πολέμου όπως τους θρύλους.
Το πρώτο του βιβλίο το «Πλατεία Ιταλίας» είναι ένα βιβλίο «μακριάς μνήμης που αντιτίθεται στην βραχεία μνήμη των Μ.Μ.Ε.» όπως παρατηρεί ο Ανταίος Χρυσοστομίδης.
Το πρώτο μάθημα λογοτεχνίας, για τις διαφορετικές οπτικές γωνίες, το πήρε από την γιαγιά του όταν ο μικρός Αντόνιο διάβασε το Ευαγγέλιο που είχε δωρίσει σε κάθε παιδί του Βεκιάνο, χωριό της Πίζας, ο παππάς της ενορίας. Ο μικρός είπε στην γιαγιά του: « Γιαγιά, είναι η ίδια ιστορία, κι όμως τη διηγούνται τέσσερις. Γιατί;» Εκείνη του απάντησε με μια αγροτική παροιμία: «Το κάθε κεφάλι, ένα διαφορετικό μυαλό».
Η ταινία του Φελλίνι «Ντόλτσε Βίτα» τού άλλαξε τη ζωή. Όταν την είδε, στην Φλωρεντία, «ο κόσμος του κατέρρευσε» όπως είπε χαρακτηριστικά στον Ανταίο Χρυσοστομίδη. Τότε ήταν που αποφάσισε να μην γραφτεί στο πανεπιστήμιο και να φύγει για την Γαλλία. Σε αυτήν την ταινία είχε δει την πραγματική πουριτανή Ιταλία της εποχής του και θέλησε να ελευθερωθεί. Ωστόσο, πήρε μαζί του την αγάπη του για τους Ιταλούς συγγραφείς Ίταλο Σβέβο, Γκάντα, Σάσα και Καλβίνο.
Μαθητής του φιλόσοφου Γιανκελεβίτς συνάντησε τυχαία την ποίηση του Πεσσόα μέσα από ένα βιβλιαράκι στα γαλλικά με τίτλο «Bureau de tabac». Η «γνωριμία» με τον Πεσσόα τον οδήγησε στην επόμενη καθοριστική απόφαση να σπουδάσει πορτογαλική φιλολογία. Μετά η ζωή του άλλαξε καθώς γνώρισε την Πορτογαλία, μια πολυπολιτισμική χώρα, έζησε εκεί αλλά και παντρεύτηκε, την Μαρία Ζοζέ, μια πορτογαλίδα.
Έγινε καθηγητής στο πανεπιστήμιο και δίδαξε πορτογαλική μυστικιστική ποίηση του 16ου αιώνα. Πολιτικά ανήκε στην αριστερά αλλά δεν του άρεσε να είναι «διδακτικός». Κατέγραψε τα γεγονότα της εποχής του. Η πολιτική στα διηγήματά του μπήκε ως μία ανθρώπινη διάσταση, ως ένα μέτρο της πραγματικότητας.
  Πίστευε πως το να είσαι συγγραφέας δεν αποτελεί επάγγελμα. Η Λογοτεχνία είπε στην εξομολόγησή του στον Ανταίο Χρυσοστομίδη «χρειάζεται δύο πράγματα. Το ένα είναι η έμπνευση, που αποτελεί δώρο θεών, το άλλο είναι να δουλεύεις ταπεινά σαν τον τεχνίτη, σα να κάνεις μία χειρωνακτική εργασία, όπως τόσες άλλες.
Ο Ταμπούκι έγραφε  για να μιλήσει για μια άλλη πραγματικότητα. Πίστευε πως η φαντασία είναι και αυτή μία μορφή πραγματικότητας. «Η ζωή ενός συγγραφέα δεν μετριέται με την εξωτερική αλλά με την εσωτερική του ζωή. Μετριέται με την ικανότητα να φαντάζεται, να δημιουργεί άλλες ζωές» είπε στον Ανταίο Χρυσοστομίδη.  
Στην ερώτηση «ποια  είναι η καλή λογοτεχνία» ο Αντόνιο Ταμπούκι απάντησε «ό,τι είναι αυθεντικό». «Η τέχνη είναι ένα παιχνίδι» πρόσθεσε. Ο Ταμπούκι δεν πίστευε στις θεωρητικές σχολές της λογοτεχνίας ούτε και στα λογοτεχνικά είδη. «Τα λογοτεχνικά είδη τα εφηύραν οι κριτικοί και όχι οι συγγραφείς. Τα λογοτεχνικά είδη δεν ταυτίζονται με τη λογοτεχνία είναι κατηγορίες που μπήκαν εκ των υστέρων» σημείωσε.
Ο Πεσσόα επηρέασε τον Ταμπούκι ωστόσο στο έργο του είπε πως «διασχίζει απλά την σκηνή, υπάρχει ως ατμόσφαιρα». «Ο Πεσσόα και ο Μπέκετ είναι όριο». Ο συγγραφέας εξήγησε πως «Ο ήρωας στον Πεσσόα μπαίνει στο παιχνίδι σαν υπαρκτό πρόσωπο, με τους ίδιους όρους. Εάν δεν γνωρίζεις ότι δεν είναι φυσικό πρόσωπο βλέπεις μια διαλεκτική σχέση με τον δημιουργό του, διότι πολλές φορές δημιουργός και δημιούργημα δεν συμφωνούν μεταξύ τους. Ο ριζοσπαστισμός της ποιητικής του Πεσσόα φτάνει στα άκρα. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Μπέκετ. Εάν πας παραπέρα κάνεις μπεκετισμό».  
Τα πολλά πρόσωπα του Πεσσόα τον βοήθησαν να απαντήσει σε ένα καίριο δίλημμα: ή ζεις ή γράφεις. Με τα χρόνια συνειδητοποίησε πως ήταν ένα ψεύτικο δίλημμα. «Όταν γράφεις λογοτεχνία εφευρίσκεις διαρκώς τη ζωή, εφευρίσκεις χιλιάδες πρόσωπα, εφευρίσκεις την Ανθρώπινη Κωμωδία του Μπαλζάκ, εφευρίσκεις έναν άλλο κόσμο, αλλά η ζωή είναι μονίμως απούσα, κι εσύ δεν μπορείς να κάνεις τίποτα» εξομολογείται στον Ανταίο Χρυσοστομίδη. Αυτά τα λόγια τώρα που και οι δυο τους απουσιάζουν αποκτούν έναν τόνο συγκίνησης αλλά και ηχούν σαν ένα δελφικό ρητό που «μιλάει» την αλήθεια αλλά δεν έχει μία ερμηνεία.
Ο Αντόνιο Ταμπούκι και ο Ανταίος Χρυσοστομίδης μέσα από την συζήτησή τους μας έβαλαν να κρυφοκοιτάξουμε στο εργαστήρι του συγγραφέα και του μεταφραστή του. Μία σχέση που σφυρηλατήθηκε μέσα από την δική τους πραγματικότητα, την πραγματικότητα του κόσμου της λογοτεχνίας και που τους μέθυσε όπως το καλό κρασί που αγαπούσαν και οι δυο.
Το εξαίρετο αυτό βιβλίο μοιάζει με συνέντευξη ή ακόμη και με επιστολικό μυθιστόρημα, στο οποίο παρέλασαν πολλοί συγγραφείς και χώρες με τη μορφή αναφορών και αναμνήσεων. Ο ίδιος ο Ταμπούκι θα αντιδρούσε εάν διάβαζε το άρθρο αυτό και πιθανόν να έλεγε ότι τον κατηγοριοποιώ και δεν θα είχε άδικο.  Ωστόσο, η συζήτηση αυτή μου θύμισε τις ρομαντικές επιστολές του Γκαίτε στον φίλο του ή ακόμη τις συμβουλές του Ρίλκε σε έναν νέο ποιητή.
Κλείνοντας αυτό το άρθρο θέλω να σταθώ στο καλαίσθητο εξώφυλλο του βιβλίου «ΕΝΑ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ ΓΕΜΑΤΟ ΛΕΚΕΔΕΣ» που είναι της Χρύσας Ρωμανού, της οποίας ο Ανταίος Χρυσοστομίδης έγραψε την βιογραφία.
Θέλω επίσης να εκφράσω τον θαυμασμό και την εκτίμησή μου για τις εκδόσεις ΑΓΡΑ που έχουν επιλέξει να παρουσιάζουν μικρά σε μέγεθος καλαίσθητα βιβλία και να πω πως ήταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη  το γεγονός ότι τα φύλλα του βιβλίου ενώ ήταν άκοπα μπορούσα να τα κόψω με το δάχτυλό μου, χωρίς χαρτοκόπτη, και να απολαμβάνω το χρατς μέσα στον ηλεκτρικό που διάβασα το βιβλίο και πως ένιωθα σαν να μοιράζομαι ένα μυστικό ήχο, κάθε φορά που άλλαζα σελίδα, με τους συνεπιβάτες μου. Το βιβλίο διεκδικούσε την παρουσία του με τον ήχο και το βλέμμα μου κι εγώ κρατούσα μέσα εκεί στα χέρια μου δυο φίλους που με έβαζαν μέσα σε μια άλλη πραγματικότητα και μάλιστα μου είχαν δώσει και τον χάρτη ώστε να μην χαθώ…

Νότα Χρυσίνα