Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΙΒΗ ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΙΒΗ ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

Δυό διηγήματα της Μαρίας Λιάκου


επιμέλεια στήλης Βιβή Γεωργαντοπούλου


«Ο Ορειβάτης Του Ολύμπου»


"Chalk It Up",Jay Alders 


Ο  Δημήτρης ήταν νέος ορειβάτης και πήγαινε συχνά στον Όλυμπο τα δυο τελευταία χρόνια. Ήταν μια ευχάριστη διαφυγή για κείνον από την καθημερινότητά  του.
Μια φορά στον Όλυμπο επιχειρούσε μια πολύ δύσκολη αναρρίχηση με έντονη χιονόπτωση. Πέρασε τη νύχτα  του στο καταφύγιο όπως και άλλες βραδιές περιμένοντας την αυριανή μέρα. Το  πρωί  ξυπνάει και βλέπει ότι το χιόνι έχει σκεπάσει για τα καλά το βουνό. Περισσότερο χιόνι από ό,τι περίμενε και οι μετεωρολόγοι είχαν προβλέψει.
Η αναρρίχηση βέβαια  δύσκολη με τέτοιες συνθήκες. Δεν θέλει,όμως, να γυρίσει πίσω. Με προσπάθεια και  μεγάλο  θάρρος, συνεχίζει να σκαρφαλώνει στο απόκρημνο βουνό. Μετά  από ώρα  ο  γάντζος του γλιστράει από τον πάσσαλο στήριξης. Αρχίζει  να κατρακυλάει στην πλαγιά και το κορμί του να χτυπάει στα βράχια. Το  χιόνι πέφτει πυκνό. Περνάει από μπροστά του όλη του η ζωή.Τα αγαπημένα του πρόσωπα. Παγώνει πιο πολύ όταν σκέφτεται ότι δεν έχει πει τα λόγια που θα ήθελε να έχει πει στους αγαπημένους του.
 Ο αέρας δυναμώνει. Ανεμοσούρι γερό έρχεται και νιώθει στο πρόσωπό του να τον χτυπάει δυνατά  ένα σχοινί  σταλμένο από το πουθενά.  Το πιάνει με δύναμη και κρατιέται γερά. Ο δυνατός αέρας μπορεί να τον εκσφενδονίσει στις πλαγιές του  Ολύμπου και εκεί να τον βρουν  την άνοιξη .Αν τον βρουν.
 Τα δευτερόλεπτα που ακολουθούν του φαίνονται αιώνες. Τι θα κάνει εκεί κρεμασμένος από τον γάντζο. Το κρύο όλο και πιο δυνατό. Πόσο θα αντέξει ακόμα. Τα χέρια του παγώνουν.
 Το μυαλό του αρχίζει και του κάνει παιχνίδια.. Αυτές είναι οι τελευταίες σου στιγμές. Μπρος σκέψου ποιες είναι οι επιλογές σου. Πεθαίνεις εδώ από το κρύο ή αφήνεις το σχοινί και κατρακυλάς στη χαράδρα και αντιμετωπίζεις εκ νέου την κατάσταση.
Η χιονοθύελλα δυναμώνει. Προσπαθεί να δει αν μέσα στο λευκό τοπίο ξεχωρίζει κάτι. Αρχίζει να φωνάζει δυνατά μπας και τον ακούσουν. Μάταια. Η πιθανότητα να  τον σώσουν ελάχιστη . Δεν ήταν μέλος γκρουπ . Συνεπώς ποιος να το ψάξει…
Σκέφτεται πως γρήγορα πρέπει να πάρει μια απόφαση αλλιώς….
Θα  μπορούσε ίσως να σκαρφαλώσει όσο έχει ακόμα δυνάμεις προς τα πάνω μπας και καταφέρει να βγει στο καταφύγιο και πάλι. Αδύνατον. Ξαφνικά ακούει μια φωνή μέσα του «άφησε τώρα αμέσως το σκοινί».
Παραίσθηση , ενστικτώδης σοφία , σκέψη επιβίωσης.
Αν αφήσει το σκοινί θα σκοτωθεί. Θα γλυτώσει το μαρτύριο ίσως. Η σύγκρουση αυτή των σκέψεων κρατάει ώρες. Νυχτώνει για τα καλά.
Όχι, δεν θα αφήσει το σκοινί. Κρατιέται καλά. Κοιτάζει πάντα προς τα πάνω.
 Ο υπεύθυνος του καταφυγίου θα τον αναζητήσει το βράδυ, δεν μπορεί… Θα καταλάβει. Εκεί έχει αφήσει το σακίδιό  του .
Την άλλη μέρα το πρωί η Ομάδα διάσωσης τον βρήκε κρεμασμένο και παγωμένο, σχεδόν μισοπεθαμένο. Ακόμα λίγα λεπτά να αργούσαν και θα πέθαινε.
Δεν καταλάβαιναν όμως γιατί πέρασε τη νύχτα κρεμασμένος εκεί όταν  βρισκόταν  σε απόσταση λιγότερη από το ένα μέτρο από το έδαφος….





 «Το μόνο παιχνίδι που ξέρω …είναι το κρυφτό»


" Eyes", Whimsical compositions /coffee art by Giulia Bernardelli

 Ακούω το κλειδί στην πόρτα και μια ταραχή νιώθω. Αυτήν την γνώριμη  που ξέρεις ότι έρχεται καταιγίδα.
Εκείνος προχωράει στην κουζίνα με βαριά βήματα  και σωριάζει στο πάτωμα  τις σακούλες με τα ψώνια λες και ήταν σκουπίδια.
Γκτούπ .
«Φτιάξε μου καφέ»  λέει  με βροντερή φωνή
«Αμέσως . Σε μικρό ή μεγάλο φλιτζάνι»  τον ρωτάω.
«Στο μεγάλο και με καλό καϊμάκι» λέει.
Κάθισε στην πολυθρόνα του και  άνοιξε την τηλεόραση . Η ένταση στην διαπασών
Πόσες φορές δεν του ζήτησα να μην την βάζει τόσο δυνατά. Με ενοχλεί ο θόρυβος.
 Μάταια  .
Αυτός είναι ο  κυρίαρχος εδώ μέσα. Εγώ το υπηρετικό προσωπικό .Και όμως υπήρξε γάμος.
Ένας μήνας το πολύ να κράτησαν τα προσχήματα της συντροφικής ζωής.
«Κάνε υπομονή κόρη μου, έλεγε η μητέρα του. Πάντα φωνακλάς ήταν από παιδί. Αλλά είναι καλός. Θα σε συνηθίσει. Του ήρθε απότομα η εγκυμοσύνη σου. Δεν ξέρει  πώς να τα βολέψει»
Ύστερα ήρθε η αποβολή. Νέος  πάγος ανάμεσα μας. Προσπάθειες και πάλι για νέο παιδί. Αποβολή και πάλι .Πέντε αποτυχημένες προσπάθειες
Η πεθερά μου πέθανε χωρίς να δει εγγόνι από το μοναχοπαίδι της.
Εκείνος έριχνε όλο το φταίξιμο σε μένα. «Έχεις πρόβλημα» έλεγε.
Μια δυο φορές που τόλμησα να του πω ότι οι γιατροί λένε ότι είναι ψυχολογικό το πρόβλημα μου και ότι η υγεία μου είναι καλή  έβαλε τις φωνές  και μου είπε ότι αυτή είναι η μοίρα μας. Να ζήσουμε άκληροι. Να το αποδεχτούμε. Δεν θα ζήσουμε το όνειρο του γονιού.
Γρήγορα βρεθήκαμε σε χωριστές κρεβατοκάμαρες 
Στις επτά το πρωί έφευγε για το καφενείο  που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του και γύριζε το βράδυ . Συχνά άλλαζε το προσωπικό στο καφενείο και ήταν σχεδόν πάντα νευριασμένος. Καμία ευχαρίστηση από την εργασία του. Μουρμούρα για το ΤΕΒΕ που ακριβαίνει , για τους μισθούς του προσωπικού.
Πόσες φορές του ζήτησα να πηγαίνω και εγώ να τον βοηθάω γιατί   με κυρίευε  η πλήξη. Όχι. Όχι. Ήταν η απάντησή του.
«Η θέση της γυναίκας είναι στο σπίτι. Το νοικοκυριό είναι η μόνη σου υποχρέωση»  έλεγε.
 Η κατάσταση βάραινε μέρα με τη μέρα όταν έκλεισε το καφενείο λόγω συνταξιοδότησης.
Ένας σύντομος περίπατος στη γειτονιά όλος και όλος. Μετά  για ώρες στην τηλεόραση.
Όταν ήταν κλειστή σιωπή σε όλο το σπίτι. Συζήτηση καμμία.

 Έφτιαχνα τον τρίτο καφέ σήμερα για κείνον. Μια μόνιμη γνώριμη ταχυπαλμία  ένιωθα. Να κάνω τον καφέ αθόρυβα μην τυχόν και τον εκνευρίσω.  Ο κόμπος στο λαιμό μόνιμος. Τα χείλια σφραγισμένα μην τυχόν ξεφύγει καμιά λέξη και τον εκνευρίσει.
Το μόνο παιχνίδι που ξέρω από παιδί- καλά -είναι το κρυφτό.
Του πάω τον δίσκο με τον καφέ. Στην πρώτη ρουφηξιά λέει. 
«Χάλια τον έκανες τον καφέ . Φτιάξε άλλον. Ούτε έναν καφέ δεν μπορώ να πιώ εδώ μέσα όπως τον θέλω»
Μαζεύω το φλιτζάνι και ένα δάκρυ κυλάει στο μάγουλό μου. Το βλέπει.
«Καφέ κηδείας πίνουμε εδώ μέσα. Γιατί κλαις .Σε ταλαιπωρούμε και από πάνω. Φεύγω πάω να πιώ έναν καφέ έξω» είπε και βρόντηξε την πόρτα πίσω του.
Πήγα στην κρεβατοκάμαρά του και άνοιξα την ντουλάπα του. Κοπάναγα τις πόρτες  και μέτραγα μέχρι το δέκα. Να έτσι θα φύγει ο θυμός. Αμέτρητες φορές το είχα κάνει.
Όμως σήμερα δεν έφευγε .
Είσαι θύμα .Είσαι θύμα άκουγα μια φωνή στο κεφάλι μου. Χαράμισες την ζωή σου.
 Πενήντα  χρόνια περίμενες να αλλάξει.  Δεν άλλαξε.
 Η ζωή τραβάει το δρόμο της το βλέπω αλλά…..
….εγώ λείπω…
  Νεκροί  είναι και αυτοί που ζουν χωρίς αγάπη , μονολόγησα.



Η Μαρία Λιάκου   γεννήθηκε το 1960.Σπούδασε Βρεφοκομία και  Κοινωνική Εργασία.Εργάστηκε ως Κοινωνική Λειτουργός στον Ελληνικό Ερυρθρό Σταυρό.
Έχει εκδόσει το 2014 μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο «ΜΙΚΡΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ»  εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ και τον Ιούνιο του 2015 εκδόθηκε το βιβλίο της «Οι Αφετηρίες»,  νουβέλα,εκδόσεις Vakxikon .gr
Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε Λογοτεχνικά περιοδικά και στον τύπο.                

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

"Ζωή σε δυο πράξεις" από τις ανέκδοτες "Κυριακές του Μπαμπά" της Ελένης Γκίκα





                   επιμέλεια στήλης Βιβή Γεωργαντοπούλου


Toller Cranston "The Wishing Bouquet"



Ζωή σε δυο πράξεις


Νόρα με λένε…

Θυμάμαι όταν φτιάξαμε τη τζαμαρία ήτανε σα να μπήκε όλη η γειτονιά στο σπίτι. Ο μπάρμπα-Χρήστος ο μπακάλης πρώτα-πρώτα, για τον οποίο δεν μπορώ να πω και ότι μου έλειψε, ειδικά τις απόκριες. Κάθε πρωί τον έβλεπα μ’ άλλο καπέλο στη μόστρα. Στην αρχή, εκείνο της μάγισσας. Δεν με θυμάμαι παρ’ εκτός όπως η μάνα με περιγράφει: «θέλω μάγισσα!» Την άλλη μέρα ήθελα καουμπόης ή πιερότος. Την παράλληλα εκείνο που το φυσούσες και πεταγόταν σαν την κεραία του Μπίλυ της Μάγιας Μέλισσας. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν με έβλεπε κανείς όσο κι αν τα φορούσα.
Στηνόμουνα με τις ώρες τα πρώτα χρόνια στο μοναδικό παράθυρο ανεβασμένη στη μηχανή της μαμάς περιμένοντας. Φορώντας άλλοτε σάλι, φακιόλι, καπέλο, μάσκα, ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς περιμένοντας όλο και κάποιος να περάσει. Το στοίχημα ήταν για πόσο θα τον κέρδιζα. Ένα λεπτό; Δυο; Πέντε; κι αν του έπιανα την κουβέντα μπορεί και δέκα. Του μίλαγα ή μάλλον του έγνεφα, έκανα σχέδια, παντομίμες, έπαιζα ρόλους που κατά βάση αγνοούσε. Προσπαθούσε να μου μιλήσει, χειροκροτούσε ή χαμογέλαγε.
Με το που κάναμε την τζαμαρία τα πράγματα άλλαξαν. Αντί να βγω εγώ έξω μπήκαν εκείνοι μέσα: η μουγκή που τον πρώτο καιρό με τρόμαζε, αλλά μετά την συνήθισα, έμαθα ως και να ακούω και να την περιμένω κάθε πρωί στις δέκα για να ψωνίσει. Η θεία Κούλα που έτσι ή αλλιώς την λάτρευα. Μου έβαφε με μανό τα νύχια, ή τέλος πάντων αυτά τα υπόλοιπα «κοίτα πως τα ‘κανες!» Μεγάλωσα αρκετά μέχρι να μάθω ότι ακρωτηριασμός τελικά είναι το να τρως τα νύχια. Τον θείο τον Μίμη πρώτα τον άκουγα. Με τη σφυρίχτρα του και με τα γέλια του, με τα τραγούδια στον Νότη που θα τον κάνει αεροπόρο, χρυσοχόος έγινε, κανένας στη γειτονιά μας δεν έγινε εκείνο που προσδοκούσε. Ακόμα κι ο Στάμος ο κουτάλας που προς στιγμή φάνηκε ότι τα κατάφερε- ακολούθησε ένα τσίρκο της Αναλήψεως, «πήρα το πανηγύρι από πίσω» όπως μου είπε- κι αυτός γύρισε, τώρα έχει ένα μικρό ψιλικατζίδικο κι είναι αυλή- σπίτι.
Από τη γειτονιά, κατά συνέπεια κι από τη τζαμαρία μας, ελάχιστοι χάθηκαν. Λες κι είχε μέλι ή κατάρα άντε να άλλαξαν δρόμο, η Τασία, ο Κώτσος, η Ρούλα, η Αγγελικούλα ακόμα κι ο Λάκης της Σίτσας, έφυγε κι αυτός αλλά ξαναγύρισε. Το παιδί στη γωνία που θα τον έκοβε ένα φορτηγό κι ούτε κανείς θα τον έβλεπε έτσι όπως είχε κλειστεί στο χαρτόκουτο, κι αυτός επέστρεψε. Τον βλέπω στη μάντρα απέναντι από τότε που πέθανε η μάνα του. Η μάνα μου χαίρεται. «Ζούμε στην πιο όμορφη γειτονιά, στο κέντρο του κόσμου» μου λέει και διαβάζει πατερικά κείμενα τώρα που τα χέρια κουράστηκαν και δεν πλέκει πια. Θυμάμαι το βιβλίο εκείνης της Οζακίν της Τουρκάλας «Θα πρέπει να γεράσω εδώ;» για χρόνια το στόλιζα. Πίστευα ότι είχε όμορφο εξώφυλλο, ούτε που το θυμάμαι, αλλά τώρα που το ‘χασα το κατάλαβα.
Εδώ θα γεράσω.
Απ’ την καρέκλα μου άλλωστε βλέπω την πιο όμορφη άνοιξη. Την βουκαμβίλια που έχει απλώσει στην πόρτα, την εύθραυστη αγγελική που ξεκλάρωσε και το αναρριχώμενο, «σατανικό φυτό, θα μας ρίξει τους τοίχους», βλέπω ακόμα και τις αναρριχώμενες τριανταφυλλιές, ροζ, μοβ, κίτρινες, κόκκινες, κι ό,τι ξεράθηκε, τον πατέρα μου να έρχεται Σαββατόβραδο φορτωμένος σοκολάτες και λουκουμάκια κι εκείνον τον τύπο, ντι-τι-τι τον φωνάζαμε. Κι ήταν σα να προανήγγειλε καλοκαίρι αφού υποσχόταν ότι θα σκότωνε τα κουνούπια.
Οι πιο όμορφες ώρες της τζαμαρίας ήταν όταν σκοτείνιαζε. Σπάνια ανάβανε φώτα. Ο δρόμος και το μπακάλικο απέναντι ήταν το θέατρο. Έβγαιναν τα παιδιά στο δρόμο αλλά συνήθως δεν μ’ άφηνες. Καθόμουν τότε για να μη με βλέπουν κατάχαμα. Να διαβάζω έτσι σκοτάδι δεν υπήρχε περίπτωση. Έκλεινα τότε τα μάτια και μόνο τους άκουγα. Τότε θαρρώ και με το νου μου πρωτάρχισα να γράφω. Έμενα όσο με άφηνες. Το υπέροχο, όμως, ήταν ότι η ιστορία που είχα αρχίσει, νύχτα και μέρα συνεχιζόταν…
Με λένε Νόρα, έλεγα, το «Κουκλόσπιτο» ακόμα το αγνοούσα. Νόρα από το θέατρο Νο, το Νόρα, πάντως σαν όνομα δεν ήταν της μόδας, το σίγουρο ήταν ότι το δικό μου, όμως, τόσο πολύ το μισούσα. Όπως κι αυτή τη μυγούλα στο τζάμι. Μυγούλα αισθανόμουνα. Είμαι μια σιωπηλή μύγα, της έλεγα και την παρακολουθούσα. Ώσπου κάποια στιγμή όταν άνοιξα την πόρτα βγήκε και χάθηκε. Ούτε τόλμησα.
Σκέφτηκα, τουλάχιστον μπορώ από δω να τα βλέπω και ν’ ανοιγοκλείνω άμα θέλω την πόρτα.

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015    



Κι έτσι ξαφνικά, όταν θα μπαίνει η άνοιξη….

Κοντομάνικα φορούσε κάθε Πρωταπριλιά. Βρέχει- χιονίσει και την κορόϊδευαν. Μόλις άρχιζαν τα σχολεία φορούσε μποτάκια μαζί με την καινούργια ποδιά. Θ’ ανάψουν τα πόδια σου ντάλα τρύγο της φώναζε αλλά εκείνη βιαζόταν. Λαχταρούσε κι ας ήταν και καλοκαίρι σαν εποχή την επόμενη.
Η αγαπημένη της ήταν η άνοιξη. Για τις φρέζες, τα αναρριχώμενα τριαντάφυλλα, τ’ ασπρισμένα πεζούλια και για τις πασχαλιές. Για το χώμα που μύριζε αλλιώς, και φυσικά για τα κοντομάνικα.
«Για τις βόλτες το κάνεις», το ήξερε. Κυκλοφορούσε άλλωστε κι αυτό το ανέκδοτο πώς κοίταζε με λαχτάρα μέσ’ στο κατακαλόκαιρο το λευκό γούνινο βαφτιστικό της παλτό. «Και τώα; Το πατόν;» ρωτούσε με κάτι μάτια σαν πιάτα πριν απ’ τη βόλτα κρεμασμένα από την κρεμάστρα κι αυτά κι όλοι τους γέλαγαν.
Η άνοιξη πηδούσε πάντα απ’ τον κήπο κι ήταν κόκκινα βελουδένια τριαντάφυλλα εκατόφυλλα. Ποτέ της δεν το καλοκατάλαβε αν πρώτα χάθηκαν τα χρώματα ή πρώτα τ’ αρώματα. Η διαπίστωση έφτασε αργά όταν ο κήπος πρασίνισε, χρώμα ούτε για δείγμα, μοναδική παρηγοριά το ότι χάθηκαν απ’ όλες τις μάντρες οι αναρριχώμενες. Τώρα κάτι τριανταφυλλίτσες καχεκτικές ούτε που μύριζαν. Κι όσο για τα γαρίφαλα, ισχνά με πέντε όλο κι όλο φυλλαράκια και σκισμένο τον κάλυκα. Πού και πού όταν συναντούσε αυλές χωμάτινες έκανε ανάσταση. Μύριζε γιασεμί και νυχτολούλουδο κι άνοιγε αυτόματα μια ζωή καλειδοσκόπιο. Πατώ και κρυφτό και φωνές, τα κεράκια στα δέντρα. Φιόγκος και κόκκινο βελούδο «όμως, ζεσταίνομαι».
Ξαπλωμένη κοιτάζει τον ήλιο πια μέσα απ’ το τζάμι. Στην απέναντι μάντρα ένα λαθραίο μισό, να της θυμίζει του μπαμπά της τη σύγχυση: «ποιοι είστε εσείς ε; και ξεράνατε τη λεμονιά και γκρεμίσατε τη μάντρα;» ούτε το λαθραίο τελείωσε, ούτε τη μάντρα τη χτίσανε. Κι ο μπαμπάς πέθανε. Πες το «πέθανε!»
Όμως και πάλι θα βάλει το κοντομάνικο και θα αναζητήσει φρέζες κι αναρριχώμενες τριανταφυλλιές στο καινούργιο του σπίτι. Κι ύστερα, να, έτσι να κλείσει τα μάτια και χάθηκε η συννεφιά και το παράνομο. Όλα ανθίζουν σαν πρώτα αφού κάποτε άνθισαν.
Όσο θα βλέπει τον ήλιο όλα θα είναι εκεί και γράφοντας θα ζεσταίνετε. Σήμερα ξαφνικά όπως θα μπαίνει η άνοιξη ό,τι υπήρξε θα το κάνει να ξαναϋπάρξει. Μέχρι να βρει τον τρόπο για να υπάρξει στα σίγουρα.

Σάββατο 21 Μαρτίου 2015


[από τις ανέκδοτες «Κυριακές του μπαμπά»]


Η Ελένη Γκίκα γεννήθηκε το 1959 στο Κορωπί. Δημοσιογράφος και βιβλιοκριτικός στο Αντί, στις Εικόνες και στο Έθνος της Κυριακής από το 1983, έχει ασχοληθεί με το μυθιστόρημα, το διήγημα, την ποίηση, το παραμύθι, έχει συμμετάσχει σε συλλογικές εκδόσεις και έχει επιμεληθεί βιβλία και σειρές. Κυκλοφορούν 31 βιβλία της. Ανάμεσά τους Δι” εσόπτρου εν αινίγματι, Να τα μετράω ή να μη τα μετράω τα χρόνια, Το αίνιγμα του άλλου, Μετεβλήθη εντός μου, ο ρυθμός του κόσμου, Υγρός χρόνος, Εν αταξίαις εύτακτοι όντες, Πλήθος είμαι, Οι κούκλες δεν κλαίνε και Η αιώνια επιστροφή. Με το μυθιστόρημα Η γυναίκα της βορινής κουζίνας,  Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ, τα παραμύθια Το μυστικό της μαγικής τσαγιέρας και Η ζωγραφιά που ταξιδεύει ξεκινά τη συνεργασία της με τις εκδόσεις «Καλέντη». Από τις εκδόσεις «Καλέντη» θα κυκλοφορήσουν, επίσης, το μυθιστόρημα «Λίλιθ», η ποιητική συλλογή «Άδεια Δωμάτια» και το παραμύθι «Η κοιλάδα με τα μυστικά».




Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

"Η Λάσπη", Χρήστος Αρμάντο Γκέζος




 γράφει και επιμελείται η  Βιβή Γεωργαντοπούλου

                                                          lesxianagnosisdegas@gmail.com





Κλείνω συγκινημένη το καλαίσθητο και φροντισμένο βιβλίο των εκδόσεων Μελάνι με τίτλο «Η Λάσπη» και σκέφτομαι ότι ο συγγραφέας του, ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος, για τον οποίο διαβάζω λίγα λόγια στο εσώφυλλο όταν το έγραψε ήταν μόλις 26 χρόνων, μοναχά 26,26 χρόνων,αιφνιδιάζομαι ευχάριστα,τόσο νέος και ήδη ξεχωριστός. Ενθουσιάζομαι και απ΄αυτό.
Ο Γκέζος είχε κάνει αίσθηση με την καλημέρα που είπε ή μάλλον έγραψε, με  μια ποιητική συλλογή για την οποία ειπώθηκαν από τους σωστούς ανθρώπους στις σωστές στιγμές, στις σωστές φάσεις και στους σωστούς τόπους τα καλύτερα  -τα άφτιαχτα εκείνα,τα αληθινά και τα από καρδιάς ειπωμένα- και να που τώρα έφτιαξε, έπλασε κυριολεκτικά σαν εικαστικός και όχι γραφιάς αυτήν την  υπέροχη, παραληρηματική νουβέλα, με τις λίγες σχετικά σελίδες που δεν μπαίνουν, δεν χωράνε,δραπετεύουν εύκολα και αμέσως από το ανατομικό φιλολογικό τραπέζι γιατί είναι κάτι άλλο, πολύ περισσότερο από ένα ακόμη ελπιδοφόρο κείμενο, είναι από αυτά τα λιγοστά,τα ανέλπιστα, είναι κόσμοι ολόκληροι λέξεων που ενώνονται και σε βρίσκουν απροετοίμαστο, δυσκολεύεσαι να πιστέψεις αμέσως ότι έγιναν λογοτεχνία αυτής της κλάσης από έναν νεαρό άνθρωπο-γιατί ποιες είναι,λες, οι εμπειρίες του πια, πού τα ξέρει όλα αυτά,πότε τα έζησε. Μα φυσικά πολλά θα τα έζησε,ναι, το καταλαβαίνεις αυτό, άλλα θα του τα αφηγήθηκαν και προφανώς ήταν η ψυχή του ανοιχτή και κατάλαβε τον πόνο των ανθρώπων και κουβάλησε με σεβασμό τα φορτία τους μα και πάλι,πως στο καλό,τι τον πυροδότησε πέρα από το ολοφάνερο ταλέντο να τα καταγράψει με τόση αγάπη, πίκρα, θυμό, οργή, αμεσότητα και να τα μοιραστεί με σεμνότητα, νομίζω, μαζί και τέλεια γνώση της γλώσσας και του ιερού της μυστηρίου;
Λάτρεψα την νουβέλα του Γκέζου και δεν με ενδιέφεραν οι τεχνικές -αν έχει, μπορεί να έχει,εγώ αυτήν την φορά δεν ασχολήθηκα- μικροατέλειές της. Μιλούσα με γνωστό μου, άνθρωπο με κοφτερό μάτι, αυστηρό κριτή και πολύ φειδωλό στους επαίνους του ειδικά για την σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία και μου έλεγε ότι στο δεύτερο μέρος της "Λάσπης" ο συγγραφέας σαν να  πλατιάζει κάπως βάζοντας τον ήρωά του να εστιάζει υπέρ του δέοντος στην συνάντηση με την πρώην κοπέλα του. Έτσι του φάνηκε και επιπλέον, μού είπε, δεν έβγαινε σαφής άκρη τι έγινε με τον πατέρα τού ήρωα, έγινε ή δεν έγινε το τρομερό που αφήνει ο Γκέζος να εννοηθεί και κάμποσα ακόμα και κοντολογίς αναρωτιόταν για ψιλολολόγια  ο φίλος μου λέγοντας όμως όλη την ώρα είναι αναμφίβολα μεγάλο ταλέντο.
Κι αν αναρωτιέστε τι έκανα εγώ, θα σας πω:υπονόμευα αθελά μου, δίχως να το΄χω σκοπό την συζήτηση με σφήνες τύπου ποιος νοιάστηκε για την τεχνική αρτιότητα όταν επείγει να διαβάζουμε με ανοιχτό μυαλό τα ουσιαστικά κι ανθρώπινα ενός κειμένου και να παίρνουμε από τα πολύτιμα εντός του και τι θες κι εσύ πια όταν η «Λάσπη»ανήκει σίγουρα στην κατηγορία αυτή, τι καθόμαστε τώρα και ψάχνουμε σαν γεροντοκόρες να γκρινιάξουμεΑς διαβάζουμε και με τα μάτια της ψυχής μας καμιά φορά!
Κλέβω -γιατί βαριέμαι αφόρητα να σκαρώσω μια - την περίληψη από την βάση της βιβλιονέτ, που τα λέει όλα όσα χρειάζεται και μαζί  δεν λέει τίποτα, δεν μπορεί να πει  γιατί μόνον αν διαβάσει κανείς την νουβέλα του Γκέζου θα καταλάβει, θα νιώσει:
Ο 28χρονος Αλέξανδρος, ή Σάντο, επιστρέφει στην Αθήνα έπειτα από έναν χρόνο στο εξωτερικό αποφασισμένος να αυτοκτονήσει. Καθώς προσπαθεί να υλοποιήσει τις τελευταίες λεπτομέρειες του σχεδίου του, περιπλανάται στους δρόμους της πόλης παρα-παίοντας αδιάκοπα ανάμεσα στο παρελθόν και το αποπνικτικό παρόν, αναμετράται με τις προσωπικές του αδυναμίες και το σκληρό ανθρωπογενές περιβάλλον, παλεύοντας με τους ασθματικούς του μονόλογους να ορίσει τη θέση του στον κόσμο.
Καθώς δε παραμένω,και με βολεύει αυτό,στην φάση του with a little help from my friends, παίρνω κι από το εργαστήρι του συγγραφέα στο περιοδικό Fractal  το κομμάτι στο οποίο ο ίδιος ο συγγραφέας μιλά, προσέξτε πώς και τι λέει,για το βιβλίο του/μας (η χρήση τής ξεχασμένης, καθέτου φυσικά από εκείνον ξεσηκωμένη ):
Ο Άμος Οζ λέει κάπου στην Ιστορία Αγάπης και Σκότους ότι για να γραφτεί ένα μυθιστόρημα 80.000 λέξεων πρέπει σταδιακά να πάρεις 1.000.000 αποφάσεις. Η Λάσπη αποτελείται από περίπου 50.000 λέξεις, όμως οι αποφάσεις που χρειάστηκε να ληφθούν κατά τη συγγραφή της δεν ήταν και πολύ λιγότερες. Στην αρχή τα βασικά: ο σκελετός, η οπτική, τα πρόσωπα.Τα σημαντικότερα όμως στη συνέχεια: η μορφή των διαλόγων στο παροντικό επίπεδο αφήγησης, χωρίς παύλες και με τη διχαστική παρείσφρηση του εσωτερικού λόγου του Σάντο, στο παρελθοντικό επίπεδο η ενσωμάτωσή τους στον μονόλογο, η πυρετική γλώσσα και το λαχάνιασμα, η χρήση καθέτων σε ορισμένες λέξεις παραπλήσιου ή και ίδιου νοήματος, όλα προέκυψαν αυθόρμητα καθώς γραφόταν το βιβλίο και ήταν επιλογές που γεννήθηκαν από το πνεύμα και την ουσία του σχηματιζόμενου ήρωα, τον οποίο με τη σειρά τους είχαν σκοπό να οικοδομήσουν και να θρέψουν.
Τα πρώτα προσχέδια, κάποιες προχειρογραμμένες προτάσεις με άτσαλα γράμματα, μουντζαλιές και ασύμμετρα βελάκια, έγιναν κατά τη διάρκεια ενός κύκλου σεμιναρίων εργασιακής επιμόρφωσης. Αυτή είναι και μια από τις ελάχιστες φορές που έχω χρησιμοποιήσει χαρτί μέχρι τώρα για οτιδήποτε έχει να κάνει με τη συγγραφική μου δραστηριότητα: γράφω πάντα στον υπολογιστή και σημειώσεις ή σπινθήρες ποιημάτων τα κρατώ στο κινητό, καταφεύγοντας στο χαρτί μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις για προσωρινές καταγραφές.
Η συγγραφή της Λάσπης όμως ήταν για μένα ξεχωριστή κυρίως στη διάσταση του χρόνου: συνήθως, δεν μπορώ να σταθώ μπροστά από το λευκό ηλεκτρονικό χαρτί του υπολογιστή για πάνω από μια-δυο ώρες, κι ακόμα και μέσα σε αυτό το διάστημα μπορεί στο τέλος να έχω καταφέρει να γράψω μόνο μερικές δεκάδες λέξεις. Στην πεζογραφία, όπως και στην ποίηση, η αναζήτηση της μίας και μοναδικής λέξης, της κατάλληλης λέξης, θυμίζει πολλές φορές τη μεταφυσική αναζήτηση του άλλου μισού στα παραμύθια· η λάθος λέξη, ή ακόμα και η σωστή λέξη λάθος τοποθετημένη, μπορεί να είναι το ένα επιπλέον απειροστό μικρογραμμάριο που επικάθεται σε μια λεπτή κατασκευή με αποτέλεσμα την παταγώδη της κατάρρευση. Για μια και μόνο λέξη, ή για ένα μικρό σύνολο με κέντρο αυτήν τη λέξη, μπορεί να χρειαστούν ώρες ανάγνωσης της πρότασης, ρυθμικών δοκιμών και νοηματικών πειραμάτων.Γι’ αυτόν κυρίως τον λόγο, όταν γράφω διηγήματα ή ποιήματα εξουθενώνομαι πολύ γρήγορα και αφήνω στην άκρη το κείμενο ή κάνω πολύ συχνά διαλείμματα. Στη Λάσπη όμως έφτασα κάποιες φορές να γράφω 7-8 ώρες τη μέρα. Άλλες μέρες γέμιζα δυο σελίδες, άλλες μερικές γραμμές. Η πρώτη γραφή μου πήρε περίπου 8 μήνες και η μετέπειτα ολοκλήρωσή της στη μορφή που εκδόθηκε ήταν λυτρωτική για μένα αλλά πλέον, για να επανέλθω στους κανονικούς μου συγγραφικούς ρυθμούς, τους τελευταίους μήνες γράφω πολύ αραιά, κυρίως ποιήματα.Ο τίτλος εμφανίστηκε ως έκλαμψη, πιθανώς πυροδοτημένη από υποσυνείδητες σκέψεις και συνδέσεις, όταν το βιβλίο είχε πάρει σε μεγάλο βαθμό την τελική του μορφή. Πρώτα τον υιοθέτησα και μετά τον ερμήνευσα: είναι η λάσπη που εκτοξεύεται προς όλες τις κατευθύνσεις, εντός και εκτός σαρκίου,για να μεταθέσει ή να δημιουργήσει ευθύνες· η λάσπη στην οποία κυλιέται ο πρωταγωνιστής και την οποία βλέπει να καλύπτει τους ανθρώπους και τα κτήρια γύρω του, φτάνοντας μέχρι τα σωθικά του με τη μορφή της αλεσμένης τροφής που δεν μπορεί να την κάνει κτήμα του και την αποβάλλει θεαματικά· η λάσπη του χρόνου στην οποία επιπλέουν όλες οι γλωσσικές εκφορές του ανακατεμένες, μέσω των οποίων αποκλειστικά δομείται.


Η "Λάσπη"του Γκέζου είναι, και κλείνω μ΄αυτό,ένα από εκείνα τα βιβλία που ένιωσα ότι ανήκουν σε μένα και σένα, ανώνυμε αναγνώστη, εμένα κι εσένα  που επιμένουμε να διαβάζουμε χωρίς να δίνουμε σημασία στις σειρήνες του εκδοτικού μας matrix, που καλά κρατεί τάζοντας λαγούς με πετραχείλια όμως παράγει μετριότητες που θα ξεχαστούν πριν καλά καλά περάσει λίγος καιρός από την κυκλοφορία τους.Η "Λάσπη" όμως θα παραμείνει κι όσο περνάει αυτός ο κακός και μισάνθρωπος καιρός θα αγγίζει ολοένα και περισσότερο και πιο πολλούς αναγνώστες . Είμαι δε βέβαιη ότι ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος θα έχει σπουδαία συνέχεια και το στερεότυπο το περί του ιδαιτέρως νεαρού της ηλικίας του που μας κίνησε κι αυτό το ενδιαφέρον θα πάψει να μας εντυπωσιάζει διότι το ταλέντο, για να πούμε τα σύκα σύκα και την σκάφη σκάφη δεν έχει ηλικία. Ή υπάρχει και το καλλιεργείς ή χαιρέτα μας τον πλάτανο. 


/Ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος γεννήθηκε το 1988 στη Χιμάρα και είναι απόφοιτος της Σχολής Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών του Ε.Μ.Π. Η πρώτη του ποιητική συλλογή «Ανεκπλήρωτοι Φόβοι» (Πολύτροπον, 2012) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα.



 Το διήγημά του Χρήστου Αρμάντου Γκέζου  "Καρδιές για φάγωμα" θα γυριστεί σε ταινία μικρού μήκους, σε σενάριο και σκηνοθεσία Ειρήνης Κούτουλα (Renee Koutoula). Ανυπομονούμε!

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

"Σούπερ Μάρκετ" της Κατερίνας Μαλακατέ

           


 επιμέλεια στήλης Βιβή Γεωργαντοπούλου

                                                          lesxianagnosisdegas@gmail.com


Pablo Picasso “Les Femme d’Alger”,1955
                                             

   Σούπερ Μάρκετ

Περίμενε υπομονετικά να έρθει η σειρά της στο ταμείο. Είχε αδειάσει το κεφάλι της από σκέψεις κι είχε συγκεντρωθεί σε αυτήν την απαιτητική δουλειά, να βγάλει τα ψώνια από το καρότσι, να τα τοποθετήσει στον κυλιόμενο πάγκο, να τα περάσει η ταμίας από το ειδικό μηχάνημα, να τα βάλει σε σακούλες κατά είδος- τα τρόφιμα μαζί, του ψυγείου μαζί, τα καθαριστικά του σπιτιού, τα είδη της δικής τους καθαριότητας, μαζί- συγκεντρωμένα  έτσι όπως θα μπουν τακτικά μετά στα ράφια· να μην γίνει κανένα λάθος. Δεν θα άντεχε τις φωνές του αν έβρισκε τίποτα παράταιρο.
Ο μεγαλύτερος της φόβος ήταν μήπως ξεκινήσει η κοπέλα στοΑ ταμείο να την βοηθά να βάλει τα πράγματα στις τσάντες. Τότε έπρεπε να σταθεί σε μιαν άκρη του διαδρόμου και διακριτικά να τις κοιτάξει μία μία, να επανατοποθετήσει τα ψώνια όπως τους πρέπει, να σιαχτεί κι αυτή κι έπειτα να πάρει τον δρόμο για το σπίτι. Μερικές φορές, όταν ήξερε πως δεν θα είναι εκείνος εκεί έπαιρνε το καρότσι μαζί και το άφηνε έπειτα στην γωνία στην κολώνα. Τον άκουγε που μουρμούριζε καθώς έστριβε με το αυτοκίνητο στην γωνία για τον αχαΐρευτο που το παράτησε εκεί. Άλλες μέρες, σαν την σημερινή, που αυτός την περίμενε για να βάλουν τα τρόφιμα στα ντουλάπια μαζί- τα καθαριστικά δεν τα πλησίαζε- δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση. Ζαλώθηκε τις σακούλες, ένιωσε την μέση της να διαμαρτύρεται αλλά δεν υπήρχε άλλος τρόπος και τράβηξε για το σπιτικό τους.
Ήταν μια κουκλίστικη μονοκατοικία του παλιού καιρού. Από έξω ήταν εντελώς παρατημένη, πάντα έλεγε εκείνος πως θα στρωθεί να φτιάξει τον κήπο, σχεδόν ποτέ δεν το επιχείρησε. Από μέσα την διατηρούσαν σε στρατιωτική πειθαρχία. Σκέφτηκε πως όταν ήτανε παιδιά πάντα το φοβόντουσαν αυτό το σπίτι, αν έπεφτε κατά τύχη η μπάλα τους στον αυλόγυρο δεν την έβρισκαν ποτέ. Φαινόταν ακατοίκητο και σιωπηλό και κανείς δεν είχε τον κουράγιο να σκαρφαλώσει τον ψηλό φράχτη για μια μπάλα.
Πέρασε με ανακούφιση τον βράχο στην μέση της αυλής. Μέσα σε αυτήν την ξεραΐλα σηματοδοτούσε πως έφτασε σπίτι. Παράτησε χάμω ξέπνοη τις σακούλες, μέχρι να βρει τα κλειδιά της. Ήταν σκυμμένη όταν άνοιξε η πόρτα. «Τι κάνεις εκεί Χριστιανή μου; Γιατί είναι τα αυγά πάνω στο μάρμαρο;», της είπε. Ήταν στις καλές του, ευτυχώς. Ψέλλισε μια δικαιολογία, ζαλώθηκε πάλι τις σακούλες, τις άφησε με προσοχή εκεί που έπρεπε. Τα καθαριστικά στο πάτωμα, τα τρόφιμα στο τραπέζι.
Άρχισαν οι δυο τους μεθοδικά να  τις αδειάζουν τις σακούλες. Είχαν σύστημα, όπως όλα τα ζευγάρια που ζουν χρόνια μαζί. Κινήθηκαν ο ένας κυκλικά γύρω από τον άλλον, συμφώνησαν με μια ματιά πού θα έμπαινε το πακέτο με την καινούργια γεύση τορτελίνια. Έπειτα τελείωσαν κι εκείνος κάθισε στον καναπέ. Άνοιξε την τηλεόραση και χάθηκε μέσα στην οθόνη για το μισό απόγευμα.
Εκείνη στάθηκε ως συνήθως στο παράθυρο.  Ατένιζε εκείνον τον βράχο στο μέσο της αυλής. Θυμήθηκε. Τότε που τα άλλα παιδιά την έδεσαν εκεί. Εκείνος πρωτοστατούσε. Της φώναζαν ρυθμικά «Είσαι φυτό, είσαι φυτό. Θα σε φυτέψουμε». Ήταν μια παρέα αγοριών, που την κυνηγούσε συστηματικά. Δεν θυμόταν καν πότε άρχισε το κυνήγι. Την έβαζαν στην μέση, στην αρχή μονάχα την εξευτέλιζαν στα διαλείμματα και στον δρόμο για το σχολείο. Μετά άρχισαν να της την στήνουν σε πιο απόμερα μέρη. Πότε έγινε σωματικό ούτε που το κατάλαβε. Κανείς δεν ρωτούσε για τις μελανιές της. Μια φορά που την χαράκωσαν μόνο, ρώτησε η μάνα της. Της είπε πως έπεσε και γρατζουνίστηκε.
Την θυμάται εκείνη την μέρα στον βράχο στη μέση της αυλής και την νύχτα, την θυμάται την δίψα και την πείνα και που κατουρήθηκε επάνω της θυμάται, και που μετάνιωσε έπειτα γιατί δεν μάζεψε το κάτουρο να το πιεί, το πόσο πόναγε η πλάτη της, δεμένη εκεί στο λιοπύρι στην αρχή, πάνω στο βράχο, όσο έπεφτε το δειλινό κάπως μαλάκωνε η ντροπή της, κανείς δεν την έβλεπε εδώ, πάνω στο βράχο, κανείς δεν θα την άκουγε, κανείς δεν τολμούσε να πηδήξει τον ψηλό φράχτη, να φέρει την μπάλα, να φέρει εκείνη, να λύσει εκείνη, να λυθεί, να αφεθεί, να την αφήσουν ελεύθερη, θυμάται πως έβαλε τα κλάματα και δεν υπήρχε κανείς να την ακούσει, κανείς να την κάνει να φύγει από αυτόν τον βράχο, αυτός ο βράχος ήταν δικός της, είχε γεννηθεί πάνω του και όσο έπεφτε η νύχτα θα χωνόταν μέσα του και δεν θα υπήρχε, θα ανακουφιζόταν πια στην αγκαλιά της μη ύπαρξης, στην ευτυχία να μην πρέπει να είσαι, να μην είσαι αυτό που κανένας δεν θέλει, να μην είσαι τίποτα, τον αγάπησε τον βράχο, μες στην νύχτα, έτσι ξαφνικά, καθώς κοιμόταν πάνω του, κι έπειτα πεταγόταν από τον πόνο και όταν ξανακατουρήθηκε της είχε περάσει η πείνα και η δίψα και δεν το μάζεψε το κάτουρο, ούτε ήθελε πια, δεν ήθελε τίποτα, δεν είχε μείνει ίχνος από θέλω, ούτε ήθελε να την λύσουν, δεν ήθελε.
Όταν το πρωί ήρθε εκείνος να την λύσει, δεν ήθελε. Αυτός την άφησε μες στην μέση του κήπου χαζογελώντας, αυτή πήρε το δρόμο για το σπίτι. Είχε να αντιμετωπίσει την μάνα της, να βρει τι θα της έλεγε που ξενύχτησε έξω. Τελικά τα είπε όλα στην μάνα, δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Κι εκείνη θύμωσε, έγινε ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί. Με την ανικανότητά της, την αδυναμία της, την ανημποριά της. «Μόνο τους αδύναμους ανθρώπους δεν ανέχομαι», της είπε. «Και τους χοντρούς».
«Πότε επιτέλους θα κάνεις κάτι με τον κήπο; Δεν τον θέλω εκείνον τον βράχο στην μέση, στο είπα». Εκείνος στην αρχή φάνηκε πως δεν άκουσε, παρακολουθούσε ειδήσεις. Έπειτα γύρισε αργά. «Μου αρέσει ο βράχος στην αυλή», της είπε. «Μου θυμίζει τα νιάτα μας».

                                                                                                  Κατερίνα Μαλακατέ*



*Η Κατερίνα Μαλακατέ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1978. Σπούδασε στην Φαρμακευτική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου ολοκλήρωσε και τις μεταπτυχιακές σπουδές της. Έχει εκδώσει το μυθιστόρημα «Κανείς δεν θέλει να πεθάνει», ενώ διηγήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε αρκετά συλλογικά έργα. Είναι συνιδιοκτήτρια του βιβλιοπωλείου-καφέ Booktalks. Από το 2009 διατηρεί το λογοτεχνικό ιστολόγιο «Διαβάζοντας» (diavazontas.blogspot.gr).

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

"Οι Αναστατώσεις του Οικότροφου Ταίρλες" ,Ρόμπερτ Μούζιλ


γράφει η Βιβή Γεωργαντοπούλου






All in all it's just another brick in the wall
(Pink Floyd)



Μια λίστα με υψηλής αισθητικής διηγήματα σταχυολογημένα από την παγκόσμια λογοτεχνία θα περιείχε οπωσδήποτε την "Πορτογαλίδα" του Ρόμπερτ Μούζιλ, ιδιαίτερο,πυκνό και πολυεπίπεδο διήγημα που περιλαμβάνεται στην συλλογή "Τρεις Γυναίκες". Στην συλλογή αυτή πολλοί Έλληνες αναγνώστες οφείλουν την γνωριμία τους με τον Μούζιλ και αρκετοί εξ αυτών χρωστάμε ειδικά  στην "Πορτογαλίδα" την άμεση βεβαιότητα ότι πρόκειται για συγκλονιστικό λογοτέχνη.
Το πρώτο δείγμα της ευφυίας του Αυστριακού συγγραφέα όμως το έχουμε -παντού θα δούμε πως σε ό,τι έχει γραφτεί για τον Μούζιλ γίνεται κατ΄ευθείαν αναφορά σ΄αυτό- στο διάσημο βιβλίο του με τίτλο"Οι Αναστατώσεις του Οικότροφου Ταίρλες" (στα ελληνικά εκδόθηκε και από τον Πατάκη με την άψογη μετάφραση του Αλέξανδρου Ίσαρη),έργο καθ΄όλα άρτιο και σαν θέμα και σαν τεχνική που το έγραψε το 1906 στα εικοσιπέντε του μόλις χρόνια και το οποίο δικαίως θεωρείται μαζί με τον εμβληματικό "Άνθρωπο Χωρίς Ιδιότητες"(για μένα επιτρέψτε μου η σωστή διατύπωση να είναι  μετά τον "Άνθρωπο Χωρίς Ιδιότητες" παρόλο που και οι "Αναστατώσεις του Οικότροφου Ταίρλες" είναι ένα τολμηρό και σπουδαίο πνευματικό έργο) -αρχή το ένα και τέλος, αν και δεν ολοκληρώθηκε η συγγραφή λόγω του θανάτου του, το άλλο- σαν οι δυο βασικοί πυλώνες του έργου του.

Ο έφηβος Ταίρλες του Μούζιλ,οικότροφος ενός αυστηρού στρατιωτικού σχολείου, συνεκδοχικά (θα μπορούσε να) είναι ο νεαρός άνδρας,ο έφηβος κάθε εποχής στην οποία θα διαβάζονται ξανά και ξανά τα πολύσημα πραγμένα του αρχικού,ένα καλούπι του δηλαδή.Θα μπορούσε να είναι εδώ και τώρα ο πολύξερος φαινομενικά νεαρός τού δικού μας χωροχρόνου, αυτός που καταφεύγει με τις ευλογίες του καταναλωτισμού σ΄έναν κόσμο εντός άλλου είδους τειχών,των διαδικτυακών, ένας καλοζωισμένος οικότροφος του κυβερνοχώρου,ειδικά όταν εκεί σταθερά συλλέγει κι από εκεί  εξάγει φωνές/κραυγές αγωνίας για την αλήθεια που δεν μπορεί στην καθημερινή ζωή να βγάλει προς τα έξω ατιμώρητα,όσο το σχολείο σταθερά πρώτο και... χειρότερο κι αυτό και οι διάφορες δομές του σε παγκόσμιο επίπεδο και βεβαίως η οικογένειά του τον πιέζουν αποτρεπτικά ακόμα κι αν από την άλλη τον κανακεύουν ή τον μπουκώνουν/ δωροδοκούν με υλικά αγαθά.
Ή αλλιώς ειπωμένο ό,τι σμιλεύει με αδρές γραμμές ο Μούζιλ σαν Ταίρλες του 1906 είναι ο έφηβος και του 2000+ ο οποίος αν και ομολογεί πιο χαλαρά την διττότητά του,την οποιαδήποτε, κατά βάθος ούτε κι εκείνου του επιτρέπεται στις πιο ανεκτικές,υποτίθεται , εποχές μας να την εκφράζει μετά την περίοδο χάριτος -το τέλος της εφηβείας- χωρίς να πληρώνει το ψυχικό αντίτιμο της παραδοχής της συχνά για όλη την μετέπειτα ζωή του.

Όμως γιατί εμείς μπορούμε να μιλάμε και στα 2015 για εκπληκτική θεματική διαχρονικότητα του Μούζιλ; Μερικές άμεσες απαντήσεις βγαλμένες από το ίδιο το έξοχο βιβλίο,ενδεικτικά και χωρίς πολλά πολλά, είναι οι παρακάτω.
·         Γιατί και στις μέρες μας συνεχίζεται  ίδια κι απαράλλαχτη η ντροπή:στήνονται ψυχρά και κυνικά οι εκατόμβες παγκοσμιοποιημένων ταξικών,θρησκευτικών και οικονομικών πολέμων, αν είναι δυνατόν να υπάρχει τόση βαρβαρότητα επί της γης όταν ταξιδεύει ο άνθρωπος στο διάστημα κι όμως ναι,η βαρβαρότητα παραμένει και υπάρχουν φυσικά αυτοί,όχι απαραιτήτως σε στρατιωτικά σχολεία πια, που προετοιμάζουν σαν ιδανικά αναλώσιμα για τους σκοπούς των ισχυρών τους αφεντάδων τις σάρκες και τα μυαλά των,νέων κυρίως, ανθρώπων. 
·         Γιατί αβίαστα και μέσα σε τρομερή υποκρισία οι Ταίρλες και οι Μπαζίνι της εποχής μας και εξευτελίζονται και μετατρέπονται σε καρικατούρες με εναλλασσόμενους τους ρόλους είτε των θυμάτων είτε των δημίων κι ας γίνονται αβέρτα πχ τα gay parade σ΄όλη την Δύση,ντε και καλά ότι κατακτήθηκε το δικαίωμα έστω στην σεξουαλική διαφορετικότητα,τρίχες.
·         Γιατί η μάλλον μοναδική κάπως εκτενής γυναικεία φιγούρα,η επαρχιώτισσα Μπόζενα που ως πόρνη-χαζοπουτανίτσα θα ήταν ο σωστός χαρακτηρισμός- εμπλέκεται ηθελημένα κι άθελά της στην αναζήτηση της σεξουαλικότητας των αγοριών διατηρώντας μες την αλαφράδα της και τα κουτοπόνηρα μυξοκλάματά της μια ιδιόμορφη περηφάνια κι αυτή συντρίβεται ως άνθρωπος, ενώ είναι ένα εκτός σχολείου πρόσωπο που ίσως θα μπορούσε να γλυτώσει απ΄όσα λόγω του φύλου και της ταξικά προαποφασισμένης μοίρας τους θα υποστούν τα αγόρια.
·         Γιατί ο φασισμός και το μίσος -κι αυτό είναι το πιο τραγικό απ΄όλα-μετά από δυο παγκόσμιους πολέμους,εκατοντάδες συμφορές και τραγωδίες χάρη στον καπιταλισμό, καθαρές κουβέντες, ζουν και βασιλεύουν θυσιάζοντας ανθρώπινα πλάσματα στον βωμό του χρήματος.

Ο κατά Μούζιλ εύθραυστος,εσωστρεφής αν και όχι αφελής 16χρονος Ταίρλες στο καινούργιο του σχολικό περιβάλλον αρχίζει να αναζητά επίμονα την ταυτότητά του σε πολλά επίπεδα και έλκεται από συμμαθητές που δεν εκτιμά,που καταλαβαίνει ότι είναι σάπιοι.Κάτι τον σπρώχνει να συγχρωτιστεί μαζί τους.Δεν συμφωνεί μεν μα δεν κάνει και τίποτα για να αποτρέψει τους σεξουαλικούς βασανισμούς τού συμμαθητή τους Μπαζίνι,αγοριού που πάει γυρεύοντας με δανεισμούς χρημάτων από ακατάλληλα πρόσωπα,δεν τους επιστρέφει τα δανεικά και μετά τους κλέβει κι από πάνω δίνοντάς τους τέλεια πρόφαση, ενεργώντας/ αντιδρώντας κι εκείνο μ΄αυτόν τον άρρωστο τρόπο για να ξορκίσει,ίσως, τα βαριά ατομικά του ψυχοφορτώματα·  βασανισμούς που τους επινοούν ως τιμωρία δήθεν και εκτελούν ανελέητα ο αυταρχικός Μπαίνεμπεργκ και ο ερωτομανής μιλιταριστής Ράιτινγκ,δυο αλαζονικά φασιστοκαθάρματα υπό κατασκευήν, προάγγελοι του χιτλερικού μοντέλου νεολαίου και όχι μόνο νεολαίου λίγα χρόνια μετά, μεγαλύτεροι από τον Ταίρλες και τον Μπαζίνι στην ηλικία και μπασμένοι σε πολλά και ποικίλα, εσωτερικοί κι αυτοί του στρατιωτικού σχολείου που προετοιμάζει τα παιδιά (των πλουσίων εδώ) για συγκεκριμένο κόσμο που τις αγκυλώσεις και την πολιτισμένη βιτρίνα του πρέπει να τις φυλάξουν πιστά και να τις διαιωνίσουν και στα ένδον του οποίου σχολείου γίνονται ουκ ολίγα και βεβαίως είναι αναμενόμενο από τον σοκαρισμένο,ελπίζω αφυπνιστικά, αναγνώστη και το ότι στο τέλος περισσεύει και η υποκρισία και δουλοπρέπεια των εκπαιδευτικών κατά την αποκάλυψη της παραβατικής συμπεριφοράς των παιδιών,ενώ ουσιαστικά είναι και δικό τους έργο,των δασκάλων, εκείνο το έργο ακριβώς που πληρώνονται από το σύστημα στο οποίο είναι ενταγμένοι να επιτελούν χωρίς να του ασκούν καμία κριτική.
Ποιο είναι αυτό;Η κατασκευή τεράτων,από ηθικές αναστολές αδιαπέραστων συνεχιστών/ τηρητών της εξουσίας που ρυθμίζει τις ζωές όλων.Οι μαθητές τύπου Μπαίνεμπεργκ και Ράιτινγκ κυρίως προετοιμάζονται γι αυτό βρίσκοντας λαμπρό πεδίο άσκησης στο σχολείο με κατ΄ αρχάς θύμα και πειραματόζωο τον Μπαζίνι (τον κάθε Μπαζίνι) και ιδανικό, παθητικό σύμμαχο/θεατή τον Ταίρλες (τον κάθε Ταίρλες),όσο αυτός δεν αντιδρά στην σαπίλα τους.


ΥΓ. Πιστεύω πως το έργο του Μούζιλ επιβαρύνεται από τις βαρύγδουπες αναλύσεις,ο σχολιαστής ακόμα και ο καλοπροαίρετος κινδυνεύει εύκολα να καταφύγει σε ακαταλαβίστικες θεωρητικούρες και έτσι να αποτρέψει τον μέσο αναγνώστη,άνθρωπο σκοτισμένο από όλα αυτά τα φρικαλέα που γίνονται γύρω του,από την γνωριμία με τον σπουδαίο γερμανόφωνο λογοτέχνη με τον άμεσο και καθαρότατο λόγο.
Επομένως εδώ σταματώ διότι θέλησα απλώς να συνεισφέρω σε δημιουργία πειρασμού στον οποίο αν μπει έστω κι ένας από τους επισκέπτες του Degas και διαβάσει τελικά Μούζιλ θα είμαι ευτυχής. Δεν μπορώ εν τούτοις να μην αναφέρω την προσέγγιση του Νίκου Σκοπλάκη που τυχαία έπεσα πάνω της σκαλίζοντας στις σπηλιές του ίντερνετ για μουζίλιο υλικό. Εδώ.


Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

"Ο ακρωτηριασμένος Κούρος" της Λένας Κατσομίτη

επιμέλεια στήλης Βιβή Γεωργαντοπούλου

                                                          lesxianagnosisdegas@gmail.com






Ο διευθυντής του αρχαιολογικού μουσείου κοίταζε αποσβολωμένος το ακρωτηριασμένο νέο αρχαιολογικό εύρημα, που είχε μεταφερθεί στο μουσείο για την τελική συντήρησή του πριν την τοποθέτησή του στον χώρο της έκθεσης. Ήταν ένας κούρος του 5ου αι. π.Χ. ιδιαίτερης αρχαιολογικής σημασίας διότι είχε παρόμοια χαρακτηριστικά με τον κούρο της Αναβύσσου. Βρέθηκε θαμμένος σε έναν λοφίσκο στην ίδια περιοχή και τοποθετημένος σε ένα κασόνι. Η κατάστασή του θα ήταν άριστη, αν δεν είχε βρεθεί μία σφαίρα σφηνωμένη στην περιοχή του εφηβαίου. Η ανάλυση έδειξε ότι η σφαίρα προερχόταν από σύγχρονο κυνηγετικό όπλο και η αφαίρεσή της ανατέθηκε σε μία εξαίρετη συντηρήτρια εξειδικευμένη σε δύσκολες περιπτώσεις όπως αυτή. Η αφαίρεση τής σφαίρας με την ελάχιστη δυνατή φθορά στο άγαλμα  προϋπέθετε ειδικές γνώσεις και δεξιοτεχνία για τις οποίες η εν λόγω συντηρήτρια ήταν γνωστή. Το αποτέλεσμα, όμως, ήταν καταστροφικό- αφού το άγαλμα πλέον ήταν ακρωτηριασμένο στα γεννητικά όργανα και εκείνος ήταν υποχρεωμένος να διατάξει ένορκη διοικητική εξέταση.

***

Η συντηρήτρια παρέλαβε με πρωτόκολλο για την υπηρεσία συντήρησης αρχαιοτήτων, το κασόνι με τον κούρο από την αρχαιολογική υπηρεσία του μουσείου. Στον συνοδευτικό φάκελο υπήρχε μία αναλυτική έκθεση σχετικά με την διαδικασία εύρεσης του κούρου και τέσσερις φωτογραφίες που απεικόνιζαν τον κούρο στο σημείο της ανασκαφής. Η αρχική εκτίμηση της συντηρήτριας, σχετικά με την εξαγωγής της σφαίρας από το άγαλμα, ήταν ότι η αφαίρεση είναι εύκολη και ότι μπορούσε να κάνει την επέμβαση μόνη της χωρίς τη βοήθεια του συναδέλφου που απουσίαζε εκείνη τη μέρα. Εκτίμηση, που επιβεβαιώθηκε αφού η σφαίρα αφαιρέθηκε πολύ εύκολα.  
Κράτησε τη σφαίρα μέσα στη χούφτα της και άρχισε να την χαϊδεύει, να την χαϊδεύει αναρωτώμενη πώς μπορεί να βρέθηκε στο σώμα του αγάλματος. Καθώς χάιδευε τη σφαίρα, αυτή άρχισε να διαστέλλεται, μέχρι που έφτασε στο μέγεθος ενός πορτοκαλιού. Η σταδιακή διαστολή άλλαξε ποιοτικά τη σφαίρα, ώσπου κατέληξε να γίνει διάφανη. Η συντηρήτρια κοίταξε την διάφανη σφαίρα και μέσα της πρόσεξε μία άλλη σφαίρα, σφηνωμένη σε ένα ταβάνι. Την θυμήθηκε αυτή τη σφαίρα. Ήταν εκείνη η σφαίρα που την ώθησε να τρέξει να τον βρει…
 Πυροβολισμός! Σε πυροβόλησαν! Σε πυροβόλησαν! Όχι, ταινία! Σε πυροβόλησαν αλήθεια! Έτρεμες, έκλαιγες, ένα αγόρι, μιλούσες, για ένα αγόρι. Ένα αγόρι χαμένο στη μελαγχολία, ένα αγόρι και οι ανεξερεύνητες στύσεις του, ένα αγόρι σου προσφέρει τον αυνανισμό του και σμιλεύει την στύση σου, ένα αγόρι σε συγκινεί με το τραγούδι του, ένα αγόρι σε προδίδει με μία κάμερα κινητού. Και έρχεται ο πυροβολισμός-εκφοβισμός! Η σφαίρα στο ταβάνι σου! Η μνήμη κολλάει στο δέρμα – έχω σμιλέψει και εγώ τη στύση σου, αλλά χωρίς τραγούδι. Ενοχή-υπακοή, ενοχή-φόβος, ενοχή-μυστικό, ενοχή-ενοχή. Ανυπακοή! Όταν δεν το ξαναέκανα, θύμωσες! Έφερνες γλυκά-και άλλα γλυκά! Με μπούκωνες με γλυκά και η ενοχή είχε γεύση σαντιγί. Έχω φύγει, πλέον, από το σπίτι. Έχω ξεχάσει; Ένα αγόρι, σήμερα, ένα κορίτσι, χθες - το κορίτσι που ήμουν -  και η μνήμη δερματοστιξία. Και έρχεται ο πυροβολισμός! Με πυροβόλησες! Η σφαίρα στο ταβάνι σου εξοστρακίζεται πάνω μου, με διαπερνά και σφηνώνεται στον  κούρο, η σφαίρα στον κούρο,  του σπάω τα αχαμνά….
Η συντηρήτρια έσφιγγε γερά στα χέρια της την σφαίρα, η οποία είχε επανέλθει στη συμβατική της μορφή. Στη συνέχεια, έσκυψε, σήκωσε τα κομμάτια του μαρμάρινου φαλλού του αγάλματος από το πάτωμα και τα άφησε στον πάγκο του εργαστηρίου. Ο φαλλός είχε σπάσει σε δύο σημεία, αλλά θα μπορούσε να τον συναρμολογήσει και να τον κολλήσει. Η καταστροφή του αγάλματος, την υποχρέωνε να γράψει μία έκθεση στην οποία να δικαιολογεί την δυσκολία της αφαίρεσης τής σφαίρας καθώς επίσης ότι ήταν εξαιρετικά πιθανή η πρόκληση φθοράς στο άγαλμα, όπως και συνέβη.
 «….ύστερα από μετρήσεις βρέθηκε ότι  η ενσφήνωση της σφαίρας στο άγαλμα είχε πραγματοποιηθεί υπό γωνία 38ο μοιρών και σε βάθος 25 χιλιοστομέτρων (αντιθέτως με την αρχική εκτίμηση ότι η ενσφήνωση της σφαίρας ήταν κάθετη με το επίπεδο του αγάλματος και σε μικρό βάθος) γεγονός που καθιστά την αφαίρεσή της χωρίς σημαντική φθορά στο άγαλμα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα…..
…το τμήμα του αγάλματος που έσπασε σε τρία κομμάτια πρόκειται να επανακολληθεί…..»
Έχοντας μόλις διατυπώσει την παραπάνω φράση, σταμάτησε την συγγραφή της έκθεσης και έπιασε στα χέρια της τα κομμάτια του μαρμάρινου φαλλού. Μπορούσε να υποστηρίξει το ψέμα του τρόπου ενσφήνωσης της σφαίρας αλλά της ήταν αδύνατο να επανακολλήσει τον φαλλό στη θέση του.
Ήμουν 33 χρονών και έμενα ακόμη στο σπίτι. Κάθε βράδυ οι ίδιες σκηνές εκτυλίσσονταν ιεροτελεστικά. Κάθε βράδυ, κάθε βράδυ…. Έβλεπες τηλεόραση και χάιδευες την φουσκωμένη στύση σου με το χέρι σου μέσα στο εσώρουχο… κάθε βράδυ, κάθε βράδυ, πόσα χρόνια; Δεν θυμάμαι. Είχες σταματήσει να μου φέρνεις γλυκά. Πόσα χρόνια; Με τη μητέρα, οι σχέσεις σας συμβατικές. Και έφευγα πάντα από το σαλόνι… και ξενυχτούσες… και ξενυχτούσες και η τηλεόραση συνένοχος στον αισθησιακό παροξυσμό… χάιδευες την στύση σου κάθε βράδυ. Κάθε βράδυ, κάθε βράδυ, φεύγοντας από το σαλόνι, ονειρευόμουν ότι πυροβολούσα τη στύση σου που ξεφούσκωνε, θρυμματιζόταν και έλιωνε στον πάγο. Κάθε βράδυ…
Έξω είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Διόρθωσε την έκθεση ως εξής: «…είναι αδύνατη η ανασύσταση τους τμήματος του αγάλματος που έσπασε, καθώς θρυμματίστηκε κατά την πτώση του στο έδαφος…». Έσκισε τις φωτογραφίες που έδειχναν την πρότερη κατάσταση του αγάλματος και κατευθύνθηκε προς την αρχαιολογική υπηρεσία για να σβήσει τις ίδιες φωτογραφίες και από τον υπολογιστή. Έχοντας συνεργαστεί πρόσφατα, με τους αρχαιολόγους συναδέλφους της, γνώριζε τον κωδικό πρόσβασης. Στην συνέχεια, βρήκε από τις επαφές του κινητού της τηλεφώνου τον αριθμό του δικηγόρου της. Καταλάβαινε ότι ο διευθυντής του μουσείου θα διέτασσε τη διεξαγωγή ένορκης διοικητικής εξέτασης για την καταστροφή του αγάλματος.Καθώς καλούσε τον τηλεφωνικό αριθμό του δικηγόρου, πήρε τα κομμάτια του μαρμάρινου φαλλού, τα έβαλε σε ένα γουδί από τον εξοπλισμό του εργαστηρίου και τα κονιορτοποίησε.






Σύντομο Βιογραφικό


Η Λένα Κατσομίτη ζει και εργάζεται στην Αθήνα όπου και γεννήθηκε το 1975. Έχει σπουδάσει στη Φαρμακευτική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στο Πολιτικό Τμήμα της Νομικής Αθηνών για τη Δημόσια Πολιτική και στο Πανεπιστήμιο Leuven του Βελγίου για τα Δημόσια Συστήματα Κοινωνικής Ασφάλισης και Υγείας. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής. Το 2012 εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Της Τρέλας το Γλυκό Έδεσμα» από τις εκδόσεις Ηριδανός.