Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016

ΣΤΑΘΗ ΚΟΜΝΗΝΟΥ "ΟΡΑΜΑΤΑ ΤΡΙΑ"


Το ποιητικό έργο μου ΟΡΑΜΑΤΑ ΤΡΙΑ είναι ένα εκτενές έργο που πραγματεύεται τη ΛΗΘΗ. Σποραδικές δημοσιεύσεις ποιημάτων μου για το ίδιο θέμα έχουν υπάρξει και στο CANTUS FIRMUS, το οποίο σήμερα προδημοσιεύει κάποια αποσπάσματα από το συνθετικό μου αυτό έργο, που αντλούνται (έστω και δειγματοληπτικά) και από τα τρία μέρη της ποιητικής αυτής δημιουργίας. Η προδημοσίευση αποσπασμάτων του έργου μου ΟΡΑΜΑΤΑ ΤΡΙΑ στο CANTUS FIRMUS αποτελεί την πρώτη, ουσιαστικά, δημοσίευση τμημάτων της ποιητικής αυτής συλλογής για το ευρύ αναγνωστικό κοινό. Μολαταύτα, μια ιδιωτικού, ας πούμε, χαρακτήρα δημοσίευση έχει υπάρξει στα ακόλουθα links, όπου κανείς μπορεί να βρει μεγαλύτερο όγκο προδημοσιευμένου υλικού από το εν λόγω έργο : https://www.academia.edu/10985745/ , https://www.academia.edu/7404610/_.  Αν η μνήμη και οι γνώσεις μου δεν με απατούν δεν νομίζω πως μπορεί να βρεθεί κάτι ανάλογο, επί της ίδιας θεματικής, στην παγκόσμια λογοτεχνία και δη υπό την παρούσα (επική) μορφή πραγμάτευσης, έκτασης, και δόμησης. Πιθανότατα πρόκειται για την πρώτη οντολόγηση της ΛΗΘΗΣ με εργαλείο και όχημα την Ποίηση. Κυριολεκτικά, λοιπόν, το κενό ήταν το ξενοδοχείο που φιλοξενούσε την απόπειρά μου. Η Ποίηση έχει πολλά δωμάτια φιλοξενίας για κάθε απαίτηση, τάση, ιδιοσυγκρασία, διεκδίκηση και φιλοδοξία. Υπάρχει, λοιπόν, και το δωμάτιο των οραμάτων, όσο εξωπραγματικό κι αν φαίνεται αυτό στους αμύητους και καθηλωμένους στην απιστία και στα κινηματογραφικά καρέ των φυσικών φαινομένων. Υπάρχει, συνεπώς, και η καθαρή οραματική ποίηση, η οποία, άλλωστε, υπήρξε και αίτημα του γάλλου voyant, εκεί στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Το έργο μου αυτό έχει κατοικήσει αποκλειστικά στο δωμάτιο αυτό. Αναζητώντας, όπως συνηθίζω, ζεστασιά προγονικής ανάσας για να ευλογήσει το ταξίδι μου στο δωμάτιο αυτό, για να νιώθω μιαν ηθική στήριξη στις ανταρκτικές μου πορείες, ένιωσα από τη μια τη ζεστασιά ενός ελληνικού χεριού και από την άλλη ενός που ανήκε στην γηραιά Αλβιόνα : Σολωμός και W. Blake. Του δευτέρου με μεγαλύτερη ευχή για συνοχή, ειρμό και ολοκλήρωση. Του πρώτου με ευχή για καταβύθιση μέσα στη γλώσσα και στην ιλαρή αποκάλυψη. Όταν κανείς ταξιδεύει ολομόναχος έχει ανάγκη, τουλάχιστον, από κάνα δυο θερμές ευχές για καλό ταξίδι…  Αναρωτήθηκα : οραματική ποίηση στο σημερινό κόσμο ; Συνάντησε ποτέ κανείς στη σύγχρονη αλλοδαπή κάποιο παρόμοιο ποιητικό αίτημα ; Στην καλύτερη περίπτωση η ποιητική αλλοδαπή των τελευταίων 3-4 δεκαετιών εμπορεύεται φυσιοκρατική τέχνη και ούτε καν της περνά από το νου να υπερβεί και Τέχνη (εν τη Τέχνη…) και Φύση (εν τη φύσει).  Οραματική Ποίηση στην Ελλάδα των «ποιητικών» συναισθημάτων, της κοντής ανάσας, της απερίσταλτης μίμησης καθετί οθνείου, των «ποιητικών» συνθημάτων, της ψυχολογικής έκφρασης, των αμάσητων ιδεολογιών και ασφαλώς του καταιγισμού «ποιητικής» γραφής από κάθε τυχάρπαστο που διεκπεραιώνει περίκλειστα ατομικά συναισθηματάκια μέσω της γραφής και της κακοφορμισμένης φιλοχρηματίας των ελλήνων εκδοτών ;… Ας το ομολογήσω : είμαι αθεράπευτα ανόητος. Δίχως ελπίδα καμιά εξακολουθώ και συνεχίζω να γράφω και να μεταβάλλω συνεχώς τις απαιτήσεις μου προς το αριστοκρατικότερον. Στο οδυσσειακό μου καράβι σύντροφος ουδείς πια. Παραμένω ανέκδοτος, ασυντρόφιαστος, μοναχικός και ορειβάτης. Ορεσίβιος. Οι ποινές για την πολιτεία μου αυτή έχουν ήδη εκδοθεί εδώ και χρόνια και εφαρμόζονται αμείλικτα και κατά γράμμα. Δεν θα υποστείλω, μολαταύτα, τη σημαία μου. Σκέφτομαι σοβαρά, ωστόσο, να αποτραβηχτώ στα ενδότερα της ερήμου, κατά το υψηλό παράδειγμα Αντωνίου και Παύλου, και εκεί να χτενίζω το Υπάρχειν δίχως να παίρνει είδηση πια κανείς. Όσο για την οραματική ποίηση, ε αυτή ΤΟΛΜΑ να αρθρώνει λόγο για το Ενθάδε και το Επέκεινα, τη μίξη τους, το άρρητό τους, την Πόλη τους, το ίδιο το Υπάρχειν μέσα σ’ αυτά. Η οραματική ποίηση, όταν νομίμως ασκείται και νομίμως άνωθεν χαρίζεται…, είναι το ισοδύναμο, το συνώνυμο, της γενναιότητας, του ηρωισμού, της άπεφθης και απαραμείωτης ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ανθρώπινης εμφάνειας στον κόσμο. Κάτι λιγότερο, ως δικαιωματική ανθρώπινη απαίτηση, θα μείωνε ελεγειακά την ίδια την αξία του ανθρωπίνου προσώπου. Εύχομαι, λοιπόν, σε όλους άφοβη και ανένδοτη ΤΟΛΜΗ λόγου εν μορφή για το Αναφές και Ανίδωτο και Ακατανόητο κι ωστόσο αδιαλείπτως Παρόν και Θερμό…   
ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ




    Ι 
  (ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ)

      ΡΑΨΩΔΙΑ  Α

Έμπαινα πια λευκός
Αχάραγο και πάλι παιδί δίχως χιλιόμετρα
Κι όμως συμπυκνωμένος !
Αμύγδαλο
Καρύδι
Μα πιο πολύ λωτός

Τα δάκρυα μετρούσαν λέει και πάλι
Μετρούσαν πάλι τα λαχανιάσματα
          Οι διεσταλμένες κόρες των ονείρων
με τη μασέλα του πραγματικού
κολλημένη πάνω τους σαν βδέλλα Σάυλωκ
Τ’ αγκομαχητά των πόθων
ντυμένα κάγκελα σειρές
παράλληλα αυτοκίνητα
σε μια λευκή λεωφόρο δίχως σήμανση
που ευνοεί προσκρούσεις
ακαριαία
στήθια ολάνοιχτα, κεφάλια ανθισμένα βρόντημα
καραμπόλες με τη φορά της διαγωνίου
να κατασκηνώνουν περιθώρια
αντίθετα σε κοινές ταχύτητες
Νοσταλγίες στη φούχτα κρατημένες σαν τσαμπί
και δαγκωμένες απ’ τη μοναξιά
πατημένες πάντα στο πατητήρι του μέσα Κήπου
οινοποσίες φαντασμάτων σάρκινων

Σφυρίζαν όλα σαν τρένο φορτωμένο
θαμπωμένους καθρέφτες μιας διαφάνειας κάθιδρης
με ξόμπλια πάνω της αινίγματα
να καθρεφτίζονται χορεύοντας πεντοζάλη
πάνω σε κίονες συνουσιών που κωπηλατούσαν
ασταμάτητα

Μα πιο πολύ λωτός
Μα πιο πολύ λωτός

Μετρούσαν  λέει
όμως για κάπου Αλλού, για κάτι Άλλο
σαν αφορμή
άλλοθι
τσαλακωμένο εισιτήριο
ουσιαστικά ακυρωμένο
μ’ απόλυτη ισχύ για το καινούργιο θέαμα !
ή σαν μιας χρήσεως  άσκηση
γεμάτη καρδιοχτύπια άστοχα
που εύδρομη θα έκανε την αφετηρία
από το σχήμα του Λωτού !
Επάρκεια.
Εκείνος
κατρακυλούσε θάλασσες
ανέστρεφε το χώμα
μέσα σε μιαν ορχήστρα καπνούς
και λεύκαινε ουρανούς
με τα λουλάκια της Λησμονιάς !

Μύρια καλούδια έβγαζε
Από τα φορτωμένα μας σακιά
Και τα σκορπούσε σαν σαϊτες
Ή χαρταετούς σε μιαν άβυσσο ροδαλή
Πού ’λεγες πως ήταν μήτρα για τριαντάφυλλο

Άγνωστες οι ελιές
Των αετών το λεξιλόγιο πια
Ένα ερπετό
Οι βαρκαρόλες τώρα
Πιάτο λιγδιασμένο
Κι οι πεταλούδες κάμπιες καταπράσινες
Ανόρεχτα να έρπουν
Μεταμόρφωση
Ήμουν μονάχα μάτια

Τώρα πια Ήμουν
Ήμουν
Στεκόμουν
Αποκομμένος απ’ τα λουριά
της ιστορίας που μ’ έλεγε
δίχως πια λέξεις λεγόμουν
ζώντας μονάχα !
Ο που με ήξερα δεν ήμουν
Ο που με λέγαν  Όχι
Ο που μ’ έλεγα   Ούτε
Είχα γδυθεί το υποπολλαπλάσιο
Ενός γνωστού συντακτικού
Κι είχα το πολλαπλάσιο ντυθεί
Της άγνοιας που με όριζε
Και με κυριολεκτούσε
Ζυγοστατικά
Εξακοντιζόμουν στην κάθε-μέρα 
Αμνήμων
Ώστε να ζω !
Υπήκοος  Μετα-Ποίησης
Που ζούσε το ημερονύχτιο κι αύριο ποτέ
Ούτε και χθες
Και ιδού ! είδα να γίνομαι μια φλούδα κόκκινη
Ασβεστόλιθος
Εκμαγείο 
Ο των όρθρων αγράμματος
Ο των εσπερινών Μύστης
Πέτρα κυλιόμενη
Κύκλος για στόχους
Ποδήλατο χωρίς πετάλια
Μηχανή δίχως κύκλωμα
Βίβλος χωρίς κεφάλ[α]ια
Πλάτανος
Δελφίνι
Ημερήσιος !

Ακολουθούν κι άλλα οράματα μου είπε
Μην κουνηθείς

     ΡΑΨΩΔΙΑ  Β
Κι ιδού !
Με τύλιξε σαν στασίδι τ’ όραμα
Σαν παράθυρο στενό [σ]τη θάλασσα
Κι ωσάν σκοτάδι π’ ανασαίνει έρωτες
Κι άκουσα κουδουνιστή
Να κατρακυλά στο στήθος
Στα χέρια και το νου μου μια κατηφοριά
Γιομάτη με τον Κόσμο !
          Και τόσο μου δινόταν η ξέφρενη ερωμένη
Όσο αφηνόμουν πάνω της να γλιστρώ
Κι άριστο να γίνομαι σουρωτήρι
Που τίποτε δεν κρατά
Στη χιλιοτρυπημένη του καρδιά
Κι όλα κρυφά τα συγκρατεί
Για να ’ναι πάντα έτοιμο στη διάτρηση

Εκείνος τότε πήρε σαν βάρκα έναν ελαιώνα
Τον δίπλωσε
Κι ιπτάμενο τον έπεμψε
Μ’ ελαφιού μορφή στο νου μου
Έτσι που να σκιρτά πασίφοβος στην κάθε κατοχή
Μ’ αρματωμένος όμως να στέκει
μ’ όλα της Αγάπης και της Γνωριμιάς τα φυλλώματα
φυλαχτά στις ποντοπορίες των Δείπνων

Και είδα κι εθαύμασα
Πώς πια η Πράξη σκορπούσε τα νησιά της
Έκαιγε στοίβες αρχαίους χάρτες
Το άλμα μιμούταν του λαγού
ακόρεστη για κάποιο παραστράτημα
Και μπρος στα μάτια μου μεταμορφωνόταν
Σ’ άδεια ντουλάπα με χέρια εφτά
Που κρατούσαν κηρήθρες της αύριο ! 
Λεύκες πλήθος την σκεπάζαν
Κι ερωτικά την θώπευαν και τη φιλούσαν
Ραίνοντάς τη με στάμνες υγρασίας τόσης
Που να χνουδίζει το Μέλλον λευκοσέντονο 
Κι από εκεί να φτάνουν πλήθος ζώα
Αγκαλιές
Συναπαντήματα
Γιορτές
Σημαίες
Το άλογο   Η κουκουβάγια   Το σαλιγκάρι
Δαχτυλιδωτά  με τον Αετό    Το Ηφαίστειο     και Το δελφίνι
Όλα τους να ξεπηδούν
Απ’ το Άγραφον αναπάντεχα ! 
Εκείνος με φωνή πηγούλας
Επαναλάμβανε κοιτώντας με ασάλευτος
«Αν Άγραφον τότε Ποίημα
Κι αν Ποίημα τότε Καινούργιος ίσκιος
Κι αν ίσκιος τότε χιλιάδες κόσμοι
Μες στον Ήλιο»
Βουβός στεκόμουν
Κι αμέσως είδα εφτά βουνά
Το σχήμα να παίρνουν των εμποδίων
Του στίβου με χρώμα πάντα κόκκινο και λευκό
Και να πέφτουν μοναχά τους δίχως βία
Για να διαβώ φτωχός να πιάσω μιαν αχτίδα !

Εκείνος
Ακολουθούν κι άλλα οράματα μου είπε
Μην κουνηθείς
Η Λήθη είναι φορεσιά
Βασίλισσα
Καημός
Και πάλι,
Στρέφοντας την πλάτη του σε μένα,
«Αν μένεις Άδειος» μου είπε
«Μ’ ένα Ποίημα απόκρημνο θα βρεθείς
Σαν άστρο» 



ΙI 
( ΑΓΓΕΙΟ ΑΣΥΓΚΡΑΤΗΤΟ )

      ΡΑΨΩΔΙΑ  Α

Οξυγόνο-οξυγόνο
Η όραση με ζωγράφιζε
Και πριν στεγνώσουν τα χρώματα στα μάτια μου
Γραμμές
Κηλίδες
Στίγματα
Ιριδωμένος  άκουσα την φωνή Εκείνου
Μέσα απ’ την τρίχα του πινέλου να καλεί
Χριτς    χρατς
Τικ
Χρουτς
Τοκ   αλς     αλς 
λες και ηχούσε λιόγερμα
Κι άκουσα και θαύμασα !

«Μου άρεσες» είπε
«μια που τη σκέψη, το λογαριασμό και το υποδεκάμετρο
τα τάιζες μόνο βραδινό
ίδιο αγρίμι που καιροφυλακτεί και χάνεται στη νύχτα
και γενναίο πρωινό φύλαγες  στ’ αναπάντεχα
λατρεύοντας την έξοδο Αλογάριαστε !
Ιδού λάβε λοιπόν την εικόνα σου και αποκαταστήσου !
Σαν μέρα ταξιδευτική τα δώρα μου
Και Φως περιπλανώμενο
Για κείνον που διψά δίχως να ξέρει ποιό νερό».

Πηλό-πηλό
Και λάσπη-λάσπη
Νερό-νερό
Τροχό-τροχό
Στρόβιλο-στρόβιλο
και χέρια πλήθος πάνω και γύρωθέ μου
εμφάνιζαν την πλάση μου
και τη Φωτογραφία μου είδα κι εθαύμασα !

Μια κανάτα είμαι
Μια κανάτα θηραϊκή
Ένα σταμνί των Μυκηνών
Έν’ άγραφο αγγείο
Είμαι ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ !

               Κι Εκείνος τότε με τη φωνή να στάζει ασβεστόνερο
     Που πήλινα γαλακτώματα μέσα μου ν’ αντηχούν
     Τον ήχο της μουσικής μου ξεσκέπασε λέγοντας
     «Άδεια κανάτα σ’ έπλασα. Ένα λαγήνι υποδοχής.
     Πομ    πομ    πομ    ΠΑΡόντα  όΛΑ
     Πομ    πομ    πομ    ανΎΠΑρκτα    ΧΑΜένα
     Που μέσα της χύνονται νερά.
     Και φεύγουν. Φεύγουν. Ασυγκράτητα.
     Μια υδροχόη.
     Ασυγκράτητη.
     Με μύριες τρύπες πλουμιστή.
     Τρύπια εκκένωση.
Για να μην συγκρατεί νερά, να μένει πάντα άδεια  
Μήπως πνιγεί στο δροσισμό και χάσει τον πηλό της
Στον κορεσμό αποξεχαστεί και υδροκεφαλίσει
Την πηλοφόρα Λήθη της στο γέμισμα ξεχάσει
Κι οι τρύπες διελεύσεων υδροστεγείς φανούνε
Και πάψουνε οι ποταμοί με τα ιζήματά τους
Να στήνουνε τους εαυτούς με τα νερά της Λήθης
Όλη η Πλάση βουβαθεί στα φύλλα της καρδιάς σου
Σαν ένας άκαμπτος νεκρός με αληθομανίες
Κι ολημερίς ακούγεσαι σαν βάλτος μεθυσμένος
Πλατς  πλουτς  πλατς  πλιτς  πλιτς
Βρεγμένη δυστυχία».
Βουβάθηκε τότε η φωνή και χλόισε ο νους μου
Κι έγινε γεύση ολόκληρος
Και μυρωδιά
Και μάτια
Στήνοντας Γλώσσα στα χέρια μου :

Οι φυσικοί αυτοκράτορες αυτοκρατορικά ξεχνούν
Αγγεία ασυγκράτητα γεμάτα αδειοσύνη


ΙII 
  ( ΠΟΛΙΣ )

ΡΑΨΩΔΙΑ  Α

Φθόγγοι βιολιών
Κλαρίνα πέμπουν σύννεφα
Τους σάρκινους ήχους τους
Την Ελευσίνα χάλκινες κρούσεις στήνουν
Μουσικά μ’ ανοίγονται Τώρα
Η μετα-θάλασσα
Ο μετα-ήλιος
Το μετα-χώμα
Ο μετα-ουρανός
Σα Φυσική συνέπεια
Μετα-διαστάσεις
Μετα-ζωή και μετα-θάνατος

Σπάργανα τ’ όραμα που με τυλίγει
Τη μελλοντική μου εξίσωση
Τον αλγό-ρ[υ]θμό μου ξεδιπλώνουν
Την τόλμη να Έρχομαι σ’ ό,τι Είμαι
να βλέπω πριν φτάσω
να φτάνω λαθραίος επίσημα πριν έλθω
σφιχτά ζητωκραυγάζουν
«Βλέπεις για να φανείς» μου λεν
 «δεν βλέπεις για να ’σαι λίμνη».
Κι ευθύς είδα την Πόλη που είμαι
Ν’ αναβλύζει
Ν’ αναδύεται
Να κατεβαίνει   

Ήδη προ των πυλών
Πατώντας τον προθάλαμο σκέφτομαι :
« Έρχεται ώρα κι οι πόλεις που είμαστε μας βρίσκουν
Όχι ασφαλώς αντίγραφα
(θα ’ταν ανάξιο)
Μα σίγουρα κορνίζες
σαν άρμπουρα που δένουν ταξίδια Λογικά 
αλλιώς θα ’ταν ανόητο το νόημα
κι όλος ο πρώτος κόσμος απόβλητος
φάρσα θα ’ταν στον αστερίσκο του
που τονε παρα-πέμπει.
           Αλλιώς το Φως παρατρεχάμενη γελοιογραφία
Πουτάνα που καβαλάει τραγωδούς
Κι η ανακάλυψη στείρα νεότης
Που λέχεται
Αγκομαχά 
Δίχως την εκσπερμάτιση της ριζικής Ανα-τροπής των ήλιων
Μόνο μ’ αναρίθμητα σταυρουδάκια τριγύρω στο λαιμό
Να κουδουνίζουν το κενό
Με το φιδωτό περιγελαστικό γλωσσίδι
Όπως κι η αποκάλυψη σταφιδιασμένη παραμυθατζού 
Μια αυταπάτη χημική τιγκαρισμένη φλέβες
Υγρά
Ιστορία
Σχήματα της νύχτας
Και μπόλικο ζωώδη μυελό ».

Τρεις-τέσσερις παπαγάλοι πράσινοι μακριάθε
«Είναι το Μέλλον πορτοκάλι» τραγουδούν
«Είναι το Μέλλον πορτοκάλι»
«Είναι το Μέλλον πορτοκάλι,
μα για τους Ποιητές»
«Για τους δειλούς 
Κρα κρα κρα κρα
είναι μονάχα κάκτος » χαχαχαχα
είναι μονάχα κάκτος »
Εκείνος  τότε σφύριξε στ’ αυτί μου « Αν έχει αξία τ’ όραμα» λέει «είναι που μπήγει από τα πριν το Τέλος και βρίσκει η Μέση κι η Αρχή ΕΙΚΟΝΑ»

© ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ 


1 σχόλιο: