ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ σε ΔΙΑΛΟΓΟ
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ σε ΔΙΑΛΟΓΟ
Παρακαλώ τους/τις αναγνώστες/στριες να διαβάσουν ολόκληρο το
κείμενο ή μέρος του να γράψουν σχόλια πάνω στο κείμενο. Κάθε άποψη δεκτή η
οποία και θα αναρτηθεί κάτω από το κείμενο με όνομα και επώνυμο, εάν θέλετε και
με την ιδιότητα του/της γράφοντος
-ουσας.
cantus firmus
ΚΑΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
Υ.Γ. Τα σχόλιά σας θα
δημοσιεύονται κάθε εβδομάδα στο cantus firmus κάτω από το κείμενο του Στάθη
Κομνηνού εγκαινιάζοντας με αυτόν τον τρόπο μια ενεργή ανάγνωση και παίρνοντας
μία πολιτική θέση απέναντι στη λογοτεχνία αλλά και τη ζωή μας.
[ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ]
«…όμως, για να είμαστε
ακριβοδίκαιοι, γιατί να παραδοθεί η Ομορφιά ; Τι μας σπρώχνει σε μανίες
συζυγίας, σε μανίες γάμων ; Μπορούμε να φέρουμε κάτι δίχως να το έχουμε ; Είναι
δυνατόν να είμαστε ιερείς δίχως ναό (ανίδωτη θρησκευτικότητα στην ανθρώπινη Ιστορία…),
δεσμευμένοι δίχως στεφάνι ; Τι θα σήμαινε μια ανοιχτή σχέση με ένα κείμενο, με
την… Ομορφιά ; Γίνεται να αχθοφορούμε συνουσιαστικά και οργιαστικά ένα κείμενο
δίχως να το κατέχουμε, δίχως να το περνούμε κάποτε από το τελωνείο της λογικής
μας, δίχως να το νομιμοποιούμε με συμβατικές ιερολογήσεις οδηγώντας το,
ακολούθως, να μας συνταξιοδοτεί ; Πώς θα φάνταζε ο άνθρωπος μέσα στην αγκαλιά
μιας διαρκώς παραδομένης, πέραν του ακαριαίου και του αιφνίδιου της στιγμής,
Ομορφιάς ; Τί θα γινόταν η διάρκεια της Ομορφιάς εντός μας ; Ποιές ηλικίες θα
μετερχόταν περιορισμένη (γίνεται ποτέ;) στα όριά μας ; Τί μετασχηματισμούς και απειλητικές
μεταμορφώσεις θα επιζητούσε να οικειωθεί προκειμένου, ελεητικά, να μη μας
πλαστογραφήσει ; Ακόμη περισσότερο, να μη μας περάσει ανεπαισθήτως χαλκάδες ;
»
Σημείωμα :
Ό,τι ακολουθεί έχει χαρακτήρα
προδημοσίευσης, η οποία γίνεται για διάφορους (βαθύτερους των φαινομενικών)
λόγους που δεν θα εξηγήσω επί του παρόντος. Προδημοσιεύονται αποσπάσματα από το
έργο μου που φέρει τον τίτλο «ΜΙΚΡΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ». Η σημερινή
κοινοποίηση στο CANTUS FIRMUS κάποιων
λίγων αποσπασμάτων άλλο στόχο δεν έχει από την ανακίνηση κάποιου διαλόγου. Και
δη διαλόγου όπου το εναρκτήριο λάκτισμα το κάνουν (εύχομαι και ελπίζω) Έλληνες…
Ο λόγος, φυσικά, γι αυτήν την κίνηση προδημοσίευσης είναι, από τη μια, η
απέραντη μοναξιά του απελπιστικά ηλίθιου δον Κιχώτη που ακούει στο όνομα
«συγγραφέας» και από την άλλη το δέος και πιθανώς ο φόβος μπρος σε κάτι
σπουδαίο, για το οποίο επικαλείται έμμεσα και άφωνα τη βοήθεια φίλων «με
φοβέρες και μ’ αίματα». Λάθος. Δεν υπάρχει ψυχή. Δεν υπάρχουν αυτιά. Επιπλέον,
θερίζει η άγνοια. Κυριαρχεί η πανάρχαιη ελλαδική μιζέρια. Συνθλίβει ο
πατρογονικός επαρχιωτισμός. Ο ελληνικός ατομικισμός είναι από τους πλέον
φοβερούς, τους πλέον δολοφονικούς, όπως σωστά διατείνεται και ο Θ. Ζιάκας.
Λίγο καιρό πριν, τυχαία σε κάποιο
από τα αξιοθρήνητα κεντρικά δελτία ειδήσεων των εξωνημένων και απεχθέστατων
ΜΜΕ, άκουσα μεν το αυτονόητο, αλλά από… ιταλικά, νομίζω, χείλη, που ωστόσο,
εγχωρίως δε…, έπεσε στο αναμενόμενο κενό : «Η Ελλάδα είναι για να οδηγεί.
Περιμένουμε να σταθεί μπροστάρης και να πάρουμε παράδειγμα». Το νόημα των λόγων
ήταν αυτό. Το ένιωθα αμείωτα από την εφηβεία μου : η Ελλάδα δεν είναι προορισμένη
για ουραγός. Είναι για ηγήτωρ. Χωρίς αυτό να εκτρέπεται, όπως θα έσπευδε
κάποιος νεοηλίθιος να κραυγάσει, κρίνοντας από τη μιζέρια του εαυτού του, σε
πιθηκίζοντα και αφασικό, ανεγκέφαλο, εθνικισμό. Πριν σπεύσει να κινηθεί κανείς
δήθεν διεθνιστικά και να μου επιρρίψει μομφές για τις πατριωτικές μου κορώνες,
καλά θα κάνει να στρέψει το βλέμμα απλά στη σύγχρονη πραγματικότητα. Από τη
λογοτεχνία μέχρι τις επιστήμες. Σ’ ολόκληρο το γνωστικό πεδίο. Και να μου πει
ΤΙ δεν δομείται πάνω στις ελληνικές έννοιες, ποια επιστήμη παραμένει, στη
ΣΥΓΧΡΟΝΗ εποχή, αμέτοχη σ’ αυτές, ώστε τότε να αποδεχθώ και να παραδεχθώ το
λάθος μου για τη θέση της χώρας μας στον Κόσμο και να βάλω μετάνοια. Μα αν
παίρνεις τις έννοιες κάποιας άλλης, ξένης προς τη δική σου Γλώσσας, αυτό εξόφθαλμα
μαρτυρεί ότι δεν έχεις απ’ αλλού πηγές τροφοδότησης, ότι αυτοχθόνως είσαι
ανεπαρκής να δομήσεις καινούργιο τι με τις δικές σου δυνάμεις και ότι
προσβλέπεις με απύθμενη σοβαρότητα και ελπίδα στη χώρα εκείνη που από τον
πλούτο της αρύεσαι. Ωστόσο, η Ελλάς βαριακούει εγκληματικά σε τέτοιες φωνές και
εθελοτυφλεί στο προφανές : αποτελεί (διεθνές) αντικείμενο Έρωτα. Επιτέλους,
πόσο δύσκολο είναι να το ψυλλιαστεί κανείς αυτό ; Ακούμε μύριες όσες
παραπονιάρικες και διαμαρτυρόμενες φωνές, στην ιστορική μας διαχρονία, που
αναρωτιούνται γοερά «γιατί μας αδικούν οι ξένοι ;», «Γιατί είμαστε στο
στόχαστρο ;», «Γιατί μας πολεμούν ;». Μα δεν εννοούν να υποψιασθούν πως αυτό
συμβαίνει διότι είναι ερωτευμένοι μαζί μας. Και εμείς, δυστυχώς, αποδειχθήκαμε
μικρότεροι του έρωτος, κομμάτι ανάξιοι, κομμάτι λιλιπούτειοι και τοσοδούληδες,
κι αυτό πληγώνει (τον ερωτευμένο). Μπορεί, πιθανώς, αυτό να μην πληγώνει
πρωτίστως εμάς. Ενδέχεται, κάλλιστα, να τραυματίζει αυτούς. Και η αγάπη, το
δέος, ο σεβασμός, που ξεπηδούσαν από τον έρωτα, μετεστράφησαν σε μίσος, κυρίως,
κι ΕΠΙΒΟΛΗ εξουσιαστική, αδιαφορία, επίδειξη, αλαζονεία, ατομικισμό, υπεροψία
κλπ κλπ. Κι αν κανείς το αμφισβητεί, ας ρίξει μια ματιά στις προσωπικές του
ΕΡΩΤΙΚΕΣ εμπειρίες και τότε… ας μου στείλει μια γραφή. Είσαι τόσο πληγωμένος
από την αποτυχία του έρωτά σου, την έκπτωση του ερωτικού συντρόφου, που
«φυσιολογικά» ο ψυχισμός σου μεταβάλλεται σε πεδίο μίσους, αντιπαλότητας,
εκμηδενιστικής του ερωτικού αντικειμένου σου διάθεσης, ψυχρότητας. Ίσως, αυτό
συνιστά μια ακόμη απόδειξη ότι δεν έπαψες, ούτε θα πάψεις, να φλέγεσαι από
έρωτα γι αυτό.
Έκανα λόγο παραπάνω για σπουδαιότητα.
Εξηγούμαι. Το «ΜΙΚΡΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ» είναι ένα κείμενο που μέχρι
τώρα καλύπτει γύρω στις 130 σελίδες. Πιθανότατα θα αγγίξει ή και θα ξεπεράσει
τις 400. Πρόκειται για μια ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ή ακριβέστερα και επιτυχέστερα
ορολογικά, νομίζω, για μια ΘΕΩΡΙΑ σχετικά με τη λειτουργία του ΓΡΑΦΕΙΝ και
ΑΝΑΓΙΝΩΣΚΕΙΝ. Το σπουδαίο στην προκειμένη περίπτωση είναι το εγχείρημα και το
σάλτο ή η βουτιά ενός… Έλληνα σε κάποια ακόμη βαθιά νερά, όπου δεν συναντά
συμπατριώτες του, παρεκτός κάνα δύο εξαιρέσεις… Η αποτυχία μπορεί να περιμένει
στη γωνία. Όμως, η νίκη έχει ήδη χαμογελάσει από την αρχή : το εγχείρημα
τέθηκε. Η βουτιά επιχειρήθηκε. Ένας Έλληνας συγγράφει μιαν «ελληνική»
λογοτεχνική θεωρία. Και ένας από τους λόγους είναι πώς αυτό το χρειάζεται ο
υπόλοιπος Κόσμος. Έστω και από περιέργεια. Έστω και ως αφορμή για να ανάψουν τα
αίματα και να αντεπιτεθεί δριμύτητα στο ελληνικό θράσος, στον Έλληνα τολμητία.
Κι άλλος ένας είναι ότι δεν υπάρχει τίποτε αντίστοιχο εις την ημεδαπήν… Και
εννοώ κάτι που θα στηρίζει με επάρκεια τις ιδιότητες του καινούργιου, του
πρωτότυπου, του μη αντιγραφικού, ως συνήθως πράττει η θλιβερή μας χώρα, από το
μανταλάκι που χρησιμοποιεί μέχρι τους πολιτειακούς της θεσμούς, τους νόμους,
τις υποδομές και τα παντοειδή... «συστήματά» της.
Σπεύδω να προλάβω, για άλλη μια φορά,
καγχασμούς, κατηγορίες, λοιδορίες, βρισιές και άλλα συναφή. Και το κάνω
παραμερίζοντας τη, δικαιολογημένα ίσως, δική μου γνώμη για το σπουδαίο και
καινοφανές του εγχειρήματος και προβάλλοντας αυτολεξεί τη θέση ενός έγκριτου
και σοβαρού Έλληνα συγγραφέα : του Γιώργου Βελουδή. Ο ίδιος δεν εκπόνησε κάποια
θεωρία λογοτεχνίας ή, ακόμη περισσότερο, κάποια ελληνική λογοτεχνική θεωρία,
αλλά συνέθεσε ένα έργο, το οποίο έγραφε για δέκα χρόνια, όπου παρουσίαζε τη
λογοτεχνική θεωρία δυτικών (ευρωπαίων) μελετητών και συγγραφέων. Αναφέρει
λοιπόν επί λέξει :
1. «Αλλά και πάλι, μετά
την απονενοημένη επανάκαμψη και την αποτυχημένη (ευτυχώς !) επανενσωμάτωσή μου
στην ελλαδική Έρημη Χώρα, η μελέτη ενός τόσο απέραντου πεδίου έρευνας δε θα
ήταν δυνατή…».
2. «…γίνεται φανερό ότι
το κήρυγμα για την ύπαρξη και τη συγγραφή μιας «ελληνικής» θεωρίας της
λογοτεχνίας, όπως την εννοούν μερικοί ελληνορθόδοξοι ή «ελληνοκεντρικοί»
παρατηρητές, το θεωρώ, αν μη τι άλλο, τουλάχιστον ουτοπικό: ως μιαν από τις
αυταπάτες με τις οποίες επιμένει να τρέφεται, εδώ και δύο αιώνες, ο εγχώριος
επαρχιωτισμός : Όχι μόνο οι νεότερες γραμματολογικές–φιλολογικές σπουδές, με
πρώτη ανάμεσά τους την κλασική φιλολογία, αλλά και η φιλοσοφία, η νεότερη τέχνη
και λογοτεχνία και, προπαντός, οι επιστήμες και το αποφασιστικά μεγαλύτερο
τμήμα του νεοελληνικού πολιτισμού και μάλιστα της νεοελληνικής «εθνικής»
ιδεολογίας ήρθαν στην Ελλάδα, από την εποχή του Ρήγα και του Κοραή, από την
«Ευρώπη».» (οι υπογραμμίσεις δικές μου)
3. «Η διακήρυξη μιας –
απευκταίας και αποτρόπαιης – «ελληνικότητας» της ελληνόγλωσσης
γραμματολογικής-λογοτεχνικής θεωρίας από μερικούς «καθαρόαιμους» ιθαγενείς δεν
είναι παρά η νεοελληνική παράφραση του αισώπειου μύθου με την αλεπού και τα
σταφύλια : Και γι αυτούς, η ευρωπαϊκή λογοτεχνική θεωρία και γενικότερα η
ευρωπαϊκή επιστήμη, όσο δε διαθέτουν τις γλωσσικές και πολιτιστικές προσβάσεις
σ’ αυτές, θα παραμείνουν «όμφακες».»
Και αναφερόμενος, τέλος,
στο σύγγραμμά του «ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ. ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ», εκδ. Δωδώνη, 1994
αναφέρει επί λέξει :
4. «Το βιβλίο αυτό πήρε,
σκόπιμα, τη μορφή και το «ύφος» ακαδημαϊκού εγχειριδίου –του πρώτου και μόνου
ως τώρα, που έχει στην επικεφαλίδα του τ’ όνομα ενός έλληνα συγγραφέα».
Όλα αυτά, καθόλου πολύ
μακριά. Μόλις στα 1994, ούτε 20 χρόνια από τις μέρες μας. Ασχέτως, με το αν
μπορεί, σε κάποια από τα παραπάνω σημεία, να διακρίνει κανείς την πληγή που
μιλά και να διαφωνήσει, πιθανώς, μαζί τους, η απεικόνιση της ελληνικής
πραγματικότητας από το Βελουδή είναι απολύτως ορθή. Δεν επεκτείνομαι. Ας
αρκέσουν αυτά ως επιμαρτύρηση της απόψεώς μου περί σπουδαιότητος του
εγχειρήματος.
Η πρόθεση δεν ήταν, αρχικά, να γραφεί
μια ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ. Το Κείμενο είχε ως στόχο μιαν επεξήγηση, μια
διευκρίνιση, σε ένα παλαιότερό κείμενό μου, που είχε εκδοθεί ως εισαγωγικό
σημείωμα σε ένα σχηματικό αφιέρωμα που είχε κάμει για τον αραβικό πολιτισμό
και, πιο συγκεκριμένα, για το αραβικό ποιητικό παράδειγμα. Προϊόντος του χρόνου
και προϊούσης της Γραφής, βουτούσα ΦΥΣΙΚΑ σε ολοένα και πιο βαθιά νερά, σε
άκρως ενδιαφέροντες υφάλους, με αποτέλεσμα η μέθη να έρχεται κατά κύματα και
μαζί της η ευθύνη, η σοβαρότητα, η διαύγαση, η φιλόπονη και αυτοθυσιαστική
περιέργεια για «λιμένες πρωτοϊδωμένους». Ό,τι ακολουθεί είναι μερικά
αποσπάσματα από το Κείμενο της ΘΕΩΡΙΑΣ, ως μια μικρή προδημοσίευση, με στόχο να
κεντρίσουν για στοχασμό και αναστοχασμό και να λειτουργήσουν ως εναρκτήριο
λάκτισμα ενός διαλόγου. Τα αποσπάσματα αριθμούνται κατ’ αύξοντα αριθμό, ώστε να
διακρίνονται μεταξύ τους και να υποδηλώνουν, ταυτόχρονα, ότι μεσολαβεί
αδημοσίευτο κείμενο ανάμεσά τους. Ο συνολικός αριθμός των σελίδων που
μεταφέρονται εδώ από το «ΜΙΚΡΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ» δεν υπερβαίνει τις
15. Όπως έχουν αποκοπεί από τα κεφάλαια στα οποία ανήκουν και από τα
συμφραζόμενά τους, θα ήταν, νομίζω, αστοχία και προπέτεια να μπει κανείς στον
ελληνικό πειρασμό της προχειρολογίας και προχειρότητας και να ασκήσει,
συνακόλουθα, …προχειροκριτική, αφού δεν διατίθεται, προς το παρόν, το πλήρες
κείμενο. Φαίνεται, συνεπώς, ξεκάθαρα για μια ακόμη φορά, ότι η επιθυμία εδώ
είναι ο διάλογος και η υπομονετική κριτική, και όχι η ελληνική, σαν άτεχνο
πυροτέχνημα, μπούρδα που επιθυμεί να ξεφύγει από τους κόπους και να ξεμπερδέψει
όσο ταχύτερα γίνεται, αποβλέποντας να αράξει στον παντοειδή καναπέ της.
ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ
1.
Έτσι, στην προκειμένη περίπτωση
οφείλει να διευκρινισθεί, να υπάρξει απορία και έρευνα, για το τι εννοείται
όταν γράφεται «πολύ μεστό και καλά «ψαγμένο». Οφείλει, πιθανώς, να υπάρξει
απαντητική αντίσταση στο επαινετικό κείμενο, ώστε να αναδυθεί η τυχόν
ασυμφωνία, ενδεχομένως, με τις προθέσεις, τους στόχους, τα νοήματα, τα μηνύματα
του σχολιαζομένου κειμένου, καθώς δεν είναι αυτονόητο ή αναγκαίο ένας έπαινος ή
μια διθυραμβική κριτική να κατέχει το αλάθητο της Κατανόησης, της
αντιληπτικότητας, και αντιθέτως να το στερείται (συνήθως παντελώς…) η επικριτική
κριτική. Κι όλο αυτό, οφείλει να γίνεται αν μας ενδιαφέρει απαραίτητα, όπως
είπαμε ήδη, η Καταληπτότητα εν όψει του Γεγονότος της Γιορτής, της Γραφής
δηλονότι. Αν είμαστε διατεθειμένοι να νιώσουμε άβολα ή και να δυσφορήσουμε
ακόμα με ποιητικές δηλώσεις του τύπου «Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ. Μα
ωστόσο λάμπει»,
αν είμαστε αδύναμοι (απόλυτα λογικό και
θεμιτό) ακόμη να ενστερνισθούμε τέτοιες ποιητικές θεάσεις (υπαρκτικές στάσεις,
θα έλεγα προσφυέστερα) ή μας φαντάζει αλλοπρόσαλλο (με κατανόηση αποδεκτό κι
αυτό) να αναπαυθούμε χορευτικά (ποιητικά δηλαδή) και ισοβίως σ’ αυτές. Αν μας
παγιδεύει ή μας δυσχεραίνει υπονομευτικά, ένα ελευθεροποιό ποιητικό σκοτάδι στα
σπλάχνα μας ή κάτω από τη μασχάλη και τα πέλματά μας, όταν θα θελήσουμε να
συνεορτάσουμε χορεύοντας κυκλικά γύρω από τη φωτιά της φυλής μας. Αν είμαστε
αποφασισμένοι να… μελετήσουμε μια συνουσία (απολύτως νόμιμο αίτημα και
δικαίωμα, και μάλιστα εν πολλοίς προαγωγικό), να την καταστήσουμε κατανοητή
(διόλου μεμπτή πρόθεση και πράξη, …εν μέρει), δηλαδή, για να μιλήσουμε με
ορολογική ακρίβεια, επιστημονική. ΑΝ (τουτέστιν όχι απαραίτητα και
επιβεβλημένα), από μια Γιορτή, είμαστε αποφασισμένοι να… χαρούμε και να
αισθανθούμε πληρότητα και αγαλλίαση μόνον (ή και…) αν την εξορθολογίσουμε, αν
την δεξιωθούμε εγκεφαλικά με βάση λογικές (καθιερωμένες, ανταλλακτικού
χαρακτήρα και ανεμπόδιστης πρόσληψης) προφάνειες, αν έχουμε τη δυνατότητα να
την κωδικοποιήσουμε πάνω στο προκρούστειο, ίσως, κρεβάτι μιας σαφέστατης (κάθε
σαφήνεια αποτελεί παρηγοριά, ανακούφιση και άθλο) γραμματικής και συντακτικού
(άμεμπτα, τονίζω και πάλι, πράγματα. Εν μέρει.), αν τη γειώσουμε, υπακούοντας
στις εγκόσμιες νομοτέλειες που ορίζουν και παρέχουν την Κατανόηση, προκειμένου
να τη γευθούμε. ΑΝ, κοντολογίς, απαιτούμε να μας …παραδοθεί. Αλήθεια, τι να
σημαίνει μια τέτοια βούληση να μας παραδοθεί κάτι ; Αυτό επιζητούμε από τη
Γραφή δια της Αναγνώσεως που επιχειρούμε ; Αυτό είναι που ουσιαστικά μας καίει
; Μια κατάκτηση ; Μια παράδοση ; Πόσο σπαραχτική ή ενοχλητικά παραπονιάρικη
μπορεί να γίνει μια τέτοια βούληση, ταλαντεύοντας (μειωτικά; απελπιστικά
ανθρώπινα [Αllzumenschliches] ; ) το αναγκαστικό ορθοστήσιμο (=σύμβολο
λατρευτικής συνουσίας ;) της Ύπαρξης ;
Το λέω αυτό, μια που περιπολεύει και
κλωθογυρνά στο κεφάλι μου κι ο στίχος «Αχ ομορφιά κι αν δεν μου παραδόθηκες
ολόκληρη ποτέ…». Δεν είναι πως ηχεί παράφωνα μια τέτοια επιθυμία, ούτε πως
μοιάζει ακατανόητη, ούτε πως δεν ηχούν
βαθιά ανθρώπινες οι νότες της στη ψυχή μας που διψά σαν έλαφος, όμως, για να
είμαστε ακριβοδίκαιοι, γιατί να παραδοθεί η Ομορφιά ; Τι μας σπρώχνει σε μανίες
συζυγίας, σε μανίες γάμων ; Μπορούμε να φέρουμε κάτι δίχως να το έχουμε ; Είναι
δυνατόν να είμαστε ιερείς δίχως ναό (ανίδωτη θρησκευτικότητα στην ανθρώπινη
Ιστορία…), δεσμευμένοι δίχως στεφάνι ; Τι θα σήμαινε μια ανοιχτή σχέση με ένα
κείμενο, με την… Ομορφιά ; Γίνεται να αχθοφορούμε συνουσιαστικά και οργιαστικά
ένα κείμενο δίχως να το κατέχουμε, δίχως να το περνούμε κάποτε από το τελωνείο
της λογικής μας, δίχως να το νομιμοποιούμε με συμβατικές ιερολογήσεις οδηγώντας
το, ακολούθως, να μας συνταξιοδοτεί ; Πώς θα φάνταζε ο άνθρωπος μέσα στην
αγκαλιά μιας διαρκώς παραδομένης, πέραν του ακαριαίου και του αιφνίδιου της
στιγμής, Ομορφιάς ; Τί θα γινόταν η διάρκεια της Ομορφιάς εντός μας ; Ποιές
ηλικίες θα μετερχόταν περιορισμένη (γίνεται ποτέ;) στα όριά μας ; Τί μετασχηματισμούς και απειλητικές
μεταμορφώσεις θα επιζητούσε να οικειωθεί προκειμένου, ελεητικά, να μη μας
πλαστογραφήσει ; Ακόμη περισσότερο, να μη μας περάσει ανεπαισθήτως χαλκάδες ;
Κατέχεται ποτέ ένα
(αξιόλογο ;) κείμενο ; Τελειώνει ποτέ (με συνέπεια να μας τελειώνει) ; Πώς
δεχόμαστε κάτι, πώς του προσφέρουμε ιθαγένεια στην επικράτειά μας ; Πώς
απαρτίζεται μια δεξίωση ; Ω ας εξαπολύουμε ανεκπλήρωτα επιφωνήματα δίχως
μεμψιμοιρία. Ας στήνουμε σιδηροτροχιές δίχως προδιαγεγραμμένους κι αυτονόητους
προορισμούς. Ας επιμένουμε να θεωρούμε κίνηση εγκλωβισμένοι σε νησιά Καλυψούς.
Ας αρνηθούμε μικροψυχίες ονείρων ιδιοκτησίας. Ας αντικρίζουμε κίνηση στη στάση.
Ας αιτούμαστε προσδοκώντας, ανομολόγητα κατά βάθος, ριζικό ξεστράτισμα. Ας
βαρεθούμε να μας κανακεύει το αίτημα, να μας δίνεται. Ας τα ζητήσουμε όλα, μα
όλα, εγκαταλείποντας. Ας τα καθίσουμε διώχνοντας. Ας διψάσουμε μια πανερωτική
εγκατάλειψη. Αφημένοι. Μόνοι. Πάνω στο ξύλο του έρωτα. Ολομόναχοι. Βγάζοντας
μια κραυγή κι ωστόσο, λόγω της μύησης και της μυστικής γνώσης μας, ολότελα
σιωπηλοί κατάψυχα. Ειρηνεμένοι. Ας εγκαταλείψουμε τις εύκολα ή λογικά
περιγράψιμες προσδοκίες. Ας φανούμε γενναιόδωροι. Rock us Poetry ! Rock us…
2.
Και η Ανάγνωση τού αναγνώστη, που θα
συνιστά ουσιαστικά Γραφή εκ μέρους του, συν–γραφή, θα αποσπά δημιουργικά (κατ’
ανάγκην ακόμη ; Ενδιαφέρουσα υπόθεση : τα … λοξοδρομικά κείμενα διέπονται, πολύ
περισσότερο από τα ακόπως και συμβολαιοτραφή εύληπτα, από έναν Νόμο ριζικής
ευθυβολίας και αμεσότητας και κατά τούτο λογικοκρατούνται ;) από τους
υπαινιγμούς και τις λοξοδρομήσεις του κειμένου, διαφωτιστικές …λογικές
αλληλουχίες, ποιητικοπαγείς ελλάμψεις που θα προσπορίζουν αυτάρκεια και
αυτοδυναμία στην αναγνωστική του προσπάθεια και τέλος, επικοινωνιακή αυθαιρεσία
(=μη πιστότητα στο εμπρόθετα ενικό νόημα του συγγραφέα, που ψηφιδογραφείται με
τις ψηφίδες των Λέξεων [αντικειμενικών οντοτήτων] και στοιχειοθετεί το Κείμενο)
που θα οδηγεί την Ανάγνωση σε λιμένες ή και ωκεανούς – το ευτυχέστερο –
πρωτοϊδωμένους και θαυμαστούς για τον ίδιο τον αναγνώστη, μια που θα βρίσκεται
εντός του πεδίου της ψυχής του και των ικανοτήτων της που θα βγαίνουν… «στην
αναφορά» ενώπιόν του κατά τρόπο… ποιητικό ! Απαγορεύονται ως στοχεύσεις τα
παραπάνω ; Είναι παλαιομοδίτικα ; Δεν έχουν γίνει αντιληπτά, ακόμη, ως λογική
συνέπεια αλλά έχουν, ίσως, επαινεθεί διαισθητικά ; Ζητά κάποιος (αναγνώστης)
κάτι περισσότερο ή κάτι λιγότερο από το παγιωμένο πια κείμενο ; Ε, ας το
συμπληρώσει ή αφαιρέσει μονάχος του, θα προέτρεπα. Οφείλει να ενδιαφέρεται ένα
κείμενο για τα παραπάνω ερωτηματικά ; Όχι, θα απαντούσα αδίστακτα. Τουναντίον,
ίσως οφείλει να αδιαφορεί.
Χαμηλόφωνα και
σιγαλοπρεπώς. Διότι, τι είναι ένα κείμενο, μια Γραφή ; Επιχειρώ, ρισκαδόρικα,
και πάλι ορισμό :
α) ένα
αποτετελεσμένο ον (ΑΚΙΝΗΤΟ) που δεξιώνει
προσθαφαιρέσεις (!) μέσω του γίγνεσθαι της αναγνωστικής λειτουργίας
(ΚΙΝΕΙΣΘΑΙ).
β) Μια δυνατότητα
ελευθερίας κλεισμένη σ’ ένα κιβώτιο πλαστικότητας.
γ) Ένα αγγείο άπειρης
χωρητικότητας με σαφέστατες διαστάσεις.
δ) Ένας νεκρός που περιδιαβάζει υπό τον
ήλιο στο Μέλανα Δρυμό.
ε) Μια αυτάρκης έλλειψη.
στ) Μια Κόρη μελαχρινά
εύγλωττη από το Μέλλον που ψευδίζει στο Τώρα.
ζ) Το απροσδόκητο που
μαιευτικά αληθογραφεί.
η) Το προγραμματικά ασχεδίαστο
που λαστιχώνει τα κατά φαινόμενο τετελεσμένα Γεγονότα.
θ) Ένας σεισμός
ανεπίγνωστης κλίμακας που αναγκαστικά γεωδοτεί.
ι) Ένα επαναστατημένο
ναυάγιο που εφημερεύει .
Ω, ως φαίνεται, βγήκαμε
κερδισμένοι από τη βουτιά σε ταραγμένα νερά κραδαίνοντας στα χέρια μας μια
πυθαγόρεια τετρακτίδα ! Η θάλασσα δεν απο–γοητεύει ποτέ.
3.
Ας προχωρήσουμε. Τονίζω εμφατικά πως,
δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν μπορώ εδώ να αναπτύξω τον προβληματισμό μου για τα
θιγόμενα θέματα. Εκθέτω απλά, προς το παρόν. Ελπίζω σε μια ευκαιρία στο μέλλον
για μια εμπεριστατωμένη μελέτη. Εδώ, αρκεί νομίζω η σχηματικότητα. Υπό τον όρο
να προσκαλεί ετερογλωσσία, να κλητεύει συνειρμούς, ερωτήματα, δεδομένα και
συστατικά, που θα χρησιμεύσουν για μια κατά μέτωπο διερεύνηση του «αντι–κειμένου»
μας στο μέλλον. Και λέγοντας ετερογλωσσία, εννοώ να μπορεί να διαβάζει
ελκυστικά ο φυσικός τα εδώ γραφόμενα και να βλέπει φυσική. Να διαβάζει ο
ποιητής και να βλέπει ποίηση. Ποιά είναι, λοιπόν, η πρώτη ύλη κάθε κειμένου ;
Είναι το Κενό, απαντώ. Το λευκό χαρτί, αν στενέψουμε το πράγμα στην καθαρά
συγγραφική του διάσταση. Εν αρχή ην το Κενό, «waste and void» για να θυμηθούμε
τον ποιητή.
Πώς να θεωρήσει κανείς το Κενό ; Δύσκολη
ερώτηση. Θεωρείται ; Εγώ εδώ θα προτείνω να θεωρηθεί ως… πεδίο. Και μάλιστα, ως
ένα ηλεκτρομαγνητικό πεδίο. Που θα ισχύει εξίσου, ως τέτοιο, τόσο για τη Γραφή,
όσο και για την Ανάγνωση. Άλλωστε, κι η τελευταία από το Κενό ξεκινά και εντός
τέτοιου είδους πεδίου διατελεί. Ας πούμε, ότι το Κενό είναι ένας δεξιωτής, ένας
ξενιστής, ένας ευπροσήγορος (!) και καταδεκτικός παν–δοχέας. Το Κενό είναι ένα
παν–δοχείο. Ένα …ον που εντός του ρίχνεις κάτι. Και που αυτό το κάτι στηρίζεται
πάνω του και συγκρατείται (!). Φιλοξενείται εκεί. Κι ό,τι ρίχνει κανείς στο
Κενό, ή στην λευκή κόλλα αν προτιμάτε, συνιστά αυτό που αποκαλούμε Κείμενο.
Κείμενο, δηλαδή κάτι που είναι πεσμένο, ριγμένο, ευρισκόμενο κάπου. Αυτό το
κάπου εδώ είναι το Κενό. Κι αν έτσι, τότε ποριζόμαστε την πρώτη μας αμηχανία
σχετικά με την καταληπτότητα και την ευκρίνεια, διότι πόσο καταληπτό μπορεί να
είναι ένα Κενό, πόσο ευκρινές ; Και, φέρνοντας στο νου τα δύο κριτικά σχόλια
που έγιναν για τη σχηματική εκείνη εισαγωγή μου στο αραβικό πολιτισμικό
παράδειγμα, είναι χρήσιμο να θέσουμε εδώ το ερώτημα : πόσο ουσιωδώς αποφάνθηκαν
αμφότεροι οι κριτικοί ;… Σίγουρα ένα Κείμενο δεν είναι (;) Κενό. Όμως,
προέρχεται απ’ αυτό. Κι αν έτσι, τότε η προέλευση του κειμένου εξακολουθεί να
υποσημαίνεται στο Κείμενο. Υπονοώ πως εν τέλει, κάποτε, ένα Κείμενο μπορεί να
είναι ένα Κενό. Ίσως, σε μια εσχατολογία των Κειμένων κάθε Κείμενο να αποβαίνει
Κενό, όπως λίγο παρακάτω αναφέρω απορητικά.
Ωστόσο, συμβατικά αν προτιμάτε, ένα
κείμενο δεν είναι ένα κενό ον. Μπορεί να εδράζεται στο Κενό, όμως το
υπερβαίνει. Αποπειράται την κατάργηση του Κενού. Ανεπιτυχώς ή όχι, δεν μας
αφορά εδώ. Προσπαθεί να στιγματίσει το Κενό. Να το σχηματοποιήσει.
Να το μορφοποιήσει. Να
εγγράψει σ’ αυτό περιγράμματα, όρια. Πώς ένα κείμενο το επιχειρεί αυτό ; Μέσω
των στοιχειωδών σωματιδίων που το αρθρώνουν, που το χτίζουν. Μέσω των λέξεων
και ακόμη περισσότερο μέσω των φωνημάτων που τις αρμολογούν. Βλασταίνει, όμως,
σαν πειρασμός αυτόματα η σκέψη : αν η αρχή ταυτίζεται με το τέλος, ας πούμε
κατά το «γη εί και εις γην απελεύσει», αν διέπει τα όντα το σχήμα ενός πλήρους
κύκλου, με την υπόνοια ίσως μιας σπείρας για να ακριβολογούμε, τότε μπορεί ποτέ
εσχατολογικά να λέει κάτι (σαφές ; κρυπτικό ; καθ’ ολοκληρίαν ;) ένα Κείμενο,
αφού ή μήτρα του, η καταγωγή, η πρώτη του ύλη είναι το Κενό και η πιθανότερη
κατάληξή του είναι και πάλι το Κενό ; Με άλλα λόγια, οτιδήποτε ξενίζεται πάνω
στον Ξενιστή μας, μπορεί να λέει κάτι ; Μιλά το Κενό ; Μιλούν τα στοιχειώδη
σωμάτια που φιλοξενεί ; Έχω δώσει κατά καιρούς, δοκιμιακά, κάποιες
«απαντήσεις». Επιφυλάσσομαι να «απαντήσω» εκ νέου σ’ αυτό κάποια άλλη φορά. Για
τώρα, αρκεί αυτό που μού ’ρχεται αυθόρμητα στο νου : «Τι θα φοράς συνεννόηση να
σε γνωρίσω ώστε να μη χαθούμε πάλι μες στους πολυπληθείς σωσίες σου ; » (Κική
Δημουλά, «Ραντεβού με μιαν άγνωστη»).
Τα στοιχειώδη σωμάτια που ρίπτονται στο
ηλεκτρομαγνητικό πεδίο του Κενού, οι λέξεις δηλαδή και τα φωνήματά τους, που
αποτελούν νομοτελειακά και τον άπειρο μικρόκοσμο που διέπει τα στοιχειώδη
σωμάτια, είναι οι πυρηνικές μονάδες κάθε Κειμένου, τα … Κουκούτσια του. Είναι
τα άτομα, μόρια, πρωτόνια, νετρόνια, νετρίνα, μποζόνια κλπ της Γραφής. Είναι
θέμα (μερικής ;…) επιλογής του δημιουργού (συγγραφέα) ποιά θα «πέσουν» στο
ηλεκτρομαγνητικό πεδίο του Κενού. Όμως, φυσική (με βάση το αυτοδύναμο της ίδιας
της Γλώσσας) τους ιδιότητα είναι να δημιουργούν Κόσμο (κατά βάση, όπως ευθύς θα
δούμε, αυτόνομο και αυτοδύναμο Κόσμο). Και αναλόγως της επιλογής προκύπτει και
ανάλογος Κόσμος. Όχι, ωστόσο, αυτονόητα πάντοτε κλεισμένος Κόσμος στην (μερική
του δημιουργού ή γενική κατ’ επίνευση της Έμπνευσης) αρχική επιλογή του
δημιουργού. Τα στοιχειώδη αυτά σωμάτια έχουν, παράλληλα, την ιδιότητα να
δημιουργούν και ανεξάρτητο ή ανεξάρτητους, αυτόνομο ή αυτόνομους,
Κόσμο/Κόσμους. Έτσι, για να είμαστε ακριβέστεροι, δημιουργούν Κόσμους.
Αληθινούς, ως δυνατούς ή υπαρκτούς, Κόσμους. Και συνεπώς, ο («έξωθεν» του
Κειμένου φυσικός) Κόσμος αποδεικνύεται δια του κειμένου οντολογικά πληθυντικός
! Το «δέντρο» όταν γράφεται γίνεται «τα δέντρα» αναγνωστικώς.
Εντός του (λογής)
Κειμένου ζούμε σε Κόσμο Κόσμων. Σε Κόσμους, δια των κειμένων και των πιθανών
αναγνώσεών τους. Προκύπτει, πως κάθε γράφεσθαι του Κόσμου έχει ως συνέπεια την
πληθυντικότητά του. Η πληθυντικότητα όμως, ακριβώς ως τέτοια, ευνοεί και την
πολλαπλότητα των νοημάτων, που ενδεχομένως υπάρχουν αφ εαυτών στο κείμενο δια
των πρωτογενών του στοιχείων, των λέξεων και των φωνημάτων τους δηλαδή, όσο και
την πολλαπλότητα των ενδεχόμενων αναγνώσεων που μπορεί και να αντικρούουν η μία
την άλλη καθόλα νόμιμα. Έτσι, είναι θα λέγαμε αποδεκτή κάθε ανάγνωση ενός
Κειμένου και επιπλέον κάθε κείμενο δεν είναι ποτέ ο εαυτός που φαντάστηκε γι
αυτό ο συγγραφέας του, αλλά είναι αποκλειστικά και μόνο ο εαυτός του. Εκείνος ο
εαυτός που έχει δημιουργηθεί από την ρίψη των στοιχειωδών σωματιδίων στο
ηλεκτρομαγνητικό πεδίο του Κενού. Αυτό είναι κάθε κείμενο. Παρεκβατικά μιλώντας
στο σημείο αυτό, θα έλεγα ότι δεν θα μπορούσε να διαφωνήσει κανείς με τα
παραπάνω που αφορούν σ’ αυτό που αποκαλώ ΦΥΣΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ. Θα
ήταν σαν να προσέκρουε αντιρρητικά (!) στη φυσική πραγματικότητα του Κόσμου που
μας περιβάλλει. Κι αν όντως έτσι έχει το πράγμα, τότε σε μια τέτοια συμφωνία
γίνεται αντιληπτό πολύ εύκολα πως ακυρώνονται οι (λογής) κρωγμοί αυτόκλητων
παραδοσιοκρατών και καθαρευόντων, που πιο πάνω αναφέραμε. Δεν μπορούν να
γεννηθούν αντιρρήσεις για τη φυσική πραγματικότητα της Γραφής. Υφίσταται μια
(υποχρεωτική) συμφωνία όλων. Αυτό, θα λέγαμε, είναι και το πολύτιμο δώρο που
προσφέρουν το Κενό και τα στοιχειώδη σωμάτια που φιλοξενεί. Υπό την οπτική
αυτή, …κατ’ ανάγκη (!;) επέρχεται σύμπνοια. Συμφωνία. Κατάφαση. Αποδοχή.
Θαυμάζει κανείς : Βρε τι σού ’ναι τα πρωτογενή υλικά !!! Παν–δοχεία !
4.
Ωστόσο αυτό που ενδιαφέρει εδώ είναι η
αυτόνομη σημασία και λειτουργία του γλωσσικού σημείου, της λέξης, κι αυτό διότι
παραπέμπει κατευθείαν στο Κείμενο και αφορά άμεσα το Μικρό μας Χρονικό. Αυτή η
αυτονομία υπάρχει φύσει μόνο μέσα στο Κείμενο και στο συνακόλουθο γίγνεσθαί του
μέσω της Ανάγνωσης. Απαραίτητη αρχή για την ανάδυση αυτής της αυτονομίας είναι
η ύπαρξη τουλάχιστον δύο στοιχειωδών σωματιδίων, δύο λέξεων δηλαδή.
Εγγραφόμενες στο ηλεκτρομαγνητικό πεδίο του Κενού, που μετασχηματίζεται σε Κείμενο
και ακριβώς ως τέτοιο ασκεί τις ηλεκτρικές και μαγνητικές του ιδιότητες, οι
λέξεις αυτονομούνται από την πρόθεση του συγγραφέα τους και τις πιθανές
νοηματοδοτήσεις του σ’ αυτές, αλλά και από αυτή καθεαυτή τη συμβατική γλωσσική
σημασία τους στην καθομιλουμένη. Αυτό προσεγγίζει σ’ ό,τι αποκαλεί ο Saussure
«συνειρμική σχέση». Η αυτονομία αυτή υπάρχει στο Κείμενο ευθύς εξαρχής
επιπέσουν στο πεδίο του οι λέξεις αυτές. Όμως, δεν ενεργοποιείται αν δεν
επισυμβεί το γεγονός της Ανάγνωσης. Αυτό ακριβώς το Γεγονός της Ανάγνωσης είναι
εκείνο που θέτει σε λειτουργία όλο το ηλεκτρομαγνητικό φορτίο και την κβαντική
απροσδιοριστία τους.
Φυσικά, σε διαφορετικούς τύπους κειμένων, όπως
ένα δοκίμιο, ένα πεζογράφημα, ένα θεατρικό έργο ή ένα ποίημα αναλογούν και
διαφορετικού είδους αυτονομίες. Λόγου χάρη σ’ ένα ποιητικό κείμενο η αυτονομία
είναι τέτοιου μεγέθους, ώστε να φτάνει μέχρι στα απώτατα σημεία της Γλώσσας,
δηλαδή τα στοιχειώδη εκείνα σωμάτια, τα φωνήματα, που συνθέτουν την πιο απλή
γλωσσική μονάδα που αποκαλούμε λέξη. Μάλιστα, στο ποιητικό κείμενο υπάρχει η
δυνατότητα να επιτευχθεί κειμενική κινητικότητα (να δημιουργηθούν αυθαίρετοι,
αυτόνομοι, ανεξάρτητοι, απελευθερωτικοί, άναρχοι, …συνειρμοί) ακόμη και με την
απλή ύπαρξη ενός και μόνου φωνήματος, ενός γράμματος, πράγμα που δεν μπορεί να
γίνει με άλλου είδους κείμενα, που στηρίζονται σε πιο σύνθετες δομές και όχι
στην στοιχειακότητα όπως η Ποίηση. Πιο σύνθετες κειμενικές δομές είναι εκείνες
που συντίθενται από μια σειρά στοιχειωδών σωματιδίων, που κατά βάση απαρτίζει ό,τι
αποκαλούμε πρόταση. Αυτό συμβαίνει σε κάθε κειμενικό πεδίο που αντιπροσωπεύει
ό,τι αποκαλούμε πεζογράφημα, πρόζα. Όχι στην Ποίηση.
Σύμφωνα μ’ αυτό, έχει λόγο ύπαρξης η
αναζήτηση του Φλωμπέρ για τη “mot juste”, καθώς και η αγωνία, ας πούμε, των
ιμαγιστών για την αποφυγή της περιττής λέξης, όμως μόνο από τη σκοπιά του
συγγραφέα, όχι από εκείνη του Κειμένου ! Είναι απολύτως γόνιμο και απαραίτητο
να αντιληφθούμε κάποτε, πως το Κείμενο δεν είναι μόνο ο συγγραφέας του, αλλά
είναι [και] ο εαυτός του. Πρωτίστως. Κατά τούτο, δεν υπάρχει για το Κείμενο
περιττή ή απροσδιόριστη λέξη. Τέτοια υπάρχει μόνον για το συγγραφέα του.
Κι αυτό, διότι ακριβώς χάρη στην αυτονόμηση
κάθε Κειμένου από το συγγραφέα του, το εκάστοτε Κείμενο καθίσταται
απροσδιόριστο εξαιτίας του γίγνεσθαί του και σε έσχατη ανάλυση απολύτως
ακριβές, απολύτως συγκεκριμένο, χάρη της εγγενούς Απροσδιοριστίας του !!!
Ακριβές είναι μόνον το Απροσδιόριστο κατά τη συνουσιακή του μεθεκτικότητα. Η
Απροσδιοριστία δύναται να κυριολεκτεί μόνο καθ’ έκαστον. Μάλιστα, χωρίς να
απεμπολεί κανένα οντολογικό της γνώρισμα κατά τη μεταμόρφωσή της αυτή. Η
συμβατικόφρων κυριολεξία επιχειρεί ασυνείδητα και ανεπίγνωστα να απομειώσει το
αχαλιναγώγητο του Κειμένου, καθιστώντας το θνησιγενές τελικά. Η Απροσδιοριστία προσδιορίζεται
(!), χάρη της κινητικής αυτονομίας του Κειμένου που αναγνωστείται (δεν γράφω
αναγινώσκεται… Αυτός ο νεολογισμός, μεταξύ πολλών άλλων που έχω τη μανία να
βρίσκω ταξιδεύοντας στη γλώσσα που ζει πλάθοντας κόσμο…, εκφράζει, καλύτερα,
βρίσκω, τη χροιά αυτού του κινείται στο νου και την καρδιά μου…) παραμένοντας
ριζική Απροσδιοριστία (…Κενό με άλλα λόγια ; ). Με άλλα, απλούστερα, λόγια, η
προσωπική Ανάγνωση είναι εκείνη που μεταβάλλει τη ριζική και φυσική αυτονομία
και απροσδιοριστία των Κειμένων σε γλωσσική ακρίβεια και κυριολεξία στα χέρια
του αναγνώστη. Να γιατί παραπάνω αναρωτηθήκαμε αν τελικά λένε κάτι τα Κείμενα ή
για το αν μιλά, τελικώς, το Κενό. Η απάντηση ας δοθεί από τους αναγνώστες αυτού
του Μικρού Χρονικού.
Παρατήρηση : Άσχετα με το σφαλερό ή όχι των εδώ εκτιθέμενων θεωριών, αποδείξεων και υποθέσεων, είναι προφανές, νομίζω, πως με βάση και μόνο τα όσα εκτίθενται στα κείμενά μου αυτά μπορεί, ευκολότατα, κανείς να διαπιστώσει πως πέραν κάθε μιμητισμού και ανακύκλωσης ή της συνήθους και απελπιστικά «αυτονόητης»… μετακένωσης δυτικοευρωπαϊκών θεωρητικών συμβολών στο πραγματευόμενο θέμα, έχουμε ενώπιόν μας μια θεωρητική ελληνική σκέψη που αντλεί από τον εαυτό της προσπαθώντας να μιλήσει τον Κόσμο και συμβάλλει πρωτοτύπως και καινοφανώς στον διεθνή προβληματισμό. Αν όχι, τότε παρακαλώ ας μου υποδείξουν οι αναγνώστες, βιβλιογραφικά, πού αλλού έχουν συναντήσει τις εδώ εκτιθέμενες θεωρίες/απόψεις. Αν, ωστόσο, αυτό δεν μπορεί να συμβεί, τότε, νομίζω, έχουμε ενώπιόν μας ένα ήδη διανοιγμένο και οδευόμενο πεδίο προβληματικής, το οποίο ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ είναι εκμεταλλεύσιμο και, ως εκ τούτου, καλό θα ήταν να υπάρξουν συμβολές επ’ αυτού, ώστε η χώρα να εκθέσει διεθνώς μια φιλόδοξη και προκλητική δημιουργία της…
ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ
Αναθηματικά στον ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΣΟΛΩΜΟ για την παρακαταθήκη του στοχάζεσθαι εν τω ποιείν…
5.
§ Αγρευτικά Κείμενα
Ο απανταχού κειμενικός Λοξίας κυριολεκτεί και ευστοχεί. Με την προϋπόθεση να είναι Λοξίας και όχι ψευδές αντίγραφό του και, φυσικά, να έχει κάτι να πει. Θυμάμαι την πολλή εύστοχη αγανάκτηση του Breton, την οποία αναφέρει στο «Εν λευκώ» ο Ελύτης. Ο ανθολόγος του σχολίασε επεξηγηματικά τα ποιήματα : «επαύριον χρυσαλλίδας με ένδυμα χορού, ίσον «πεταλούδα»΄ μαστός κρυστάλλινος, ίσον «καράφα». «Όχι, κύριε», φώναζε΄ «δεν είναι ίσον τίποτε ! Κείνο πού ’χε να μας πει ο ποιητής μας το είπε, να είσαστε βέβαιος».
Τα λοξογενή Κείμενα κυριολεκτούν και ευστοχούν, ακριβώς διότι η επιφάνειά τους συμπίπτει με το βάθος τους. Η αλληγορία τους είναι αυτή τούτη η φαινομενολογία τους, το κειμενικά προφανές και συγγραφέν τους. Έχει κανείς καμιά αμφιβολία πως η wasteland είναι waste land ή τολμά κανείς να την τιτλοφορήσει αλλιώς για να ακριβολογήσει δήθεν περισσότερο, για να πει σαφέστερα και καταληπτότερα τα πράγματα ; Συμβαίνει με τα Κείμενα αυτά ό,τι συνέβη και με το δελφικό χρησμό, ακριβώς το ίδιο, δίχως την ελάχιστη παρέκκλιση : «θα σας σώσουν τα ξύλινα τείχη». ΞΥΛΟ και η ακρόπολη, ΞΥΛΟ και το καράβι. Το Κείμενο του χρησμού αφήνει ελεύθερο όλο το πεδίο ερμηνειών και πρόσληψης που ο Αναγνώστης κατέχει δικαιωματικά, αφήνει να υπάρξει ελεύθερο και υπεύθυνο (αναγνωστικό) ΤΑΞΙΔΙ με κάθε δυνατή διακινδύνευση και (ερμηνευτικό) παραστράτημα, διατηρεί κάθε δυνατή αμφισημία που αντιστοιχεί, άλλωστε, και στο αμφίσημο της εξωτερικής Πραγματικότητας, αυτονομεί το Κείμενο από την πρόθεση τουΛοξία συγγραφέα του που, φυσικά, είναι ρητή, σαφής και δεδομένη γι αυτόν και τελικά κυριολεκτεί ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΑ με τρόπο τόσο ευθύβολο και προφανή, πού κάθε άλλο λογικοκρατούμενο, σαφές, αντικειμενοποιητικό Κείμενο ωχριά μπρος του : ΞΥΛΑ, όπερ και εγένετο και εσώθησαν. Εικάζω πως ο λόγος αντίστασης και δυσφορίας των αναγνωστών στη συνάντησή τους με λοξογενή ή Αγρευτικά Κείμενα είναι προφανής : οι περισσότεροι αναγνώστες αντιπαθούν την ανάληψη του εαυτού τους, δηλαδή την ανάληψη της ευθύνης και της ελευθερίας τους, και συνακόλουθα το πιθανότατο ενδεχόμενο της (αναγνωστικής) διακινδύνευσης και της αναγνωστικής οδύσσειας και γι αυτό μέμφονται και αντιπαθούν αυτά τα Κείμενα, που συνήθως τα ονομάζουν δύσκολα, ακατανόητα, ανεδαφικά, σχιζοφρενή, αφερέγγυα. Ωστόσο, δυστυχώς ή ευτυχώς, η Γραφή και η Ανάγνωση δεν υπάρχουν για να βολεύουν. Ακριβώς το αντίθετο : λειτουργία τους θεμελιώδης είναι το ξεβόλεμα και το επί σχεδίης ζην. Η σωτηριώδης λειτουργία τους είναι το θαλασσοπνίξιμο. Βεβυθισμένως ηλεκτροδοτούν, σώζουν, αποκαλύπτουν.
Είναι αυτονόητο ότι δεν είναι όλοι οι αυτόκλητα εμφανιζόμενοι «Λοξίες»… Λοξίας. Υπάρχουν προϋποθέσεις πιστοποίησης για το αν είναι κάποιος Λοξίας η ψευδώνυμό του. Κυριότατα, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται δια της ΑΙΣΘΗΣΕΩΣ την ύπαρξη αληθινού και γνήσιου κειμενικού Λοξία. Δεν επεκτείνομαι, προς το παρόν, επ’ αυτού. Συνεχίζω.
Όπως και παραπάνω αναφέραμε, το συμβατικά αποκαλούμενο κρυπτικό ή γριφώδες ή αμφίσημο Κείμενο συστοιχείται αμεσότερα και ευθέως, σχεδόν αντιγραφικά, μιμητικά, με την εξωτερική Πραγματικότητα, με ό,τι αποκαλούμε εξωτερικό Κόσμο. Κι αυτό αποτελεί πραγματική έκπληξη. Το αμφίσημο Κείμενο, χωρίς να χάνει ούτε κατ’ ελάχιστο την προθετικότητά του, το αυτοδύναμο νόημά του, το κλειστό του σύστημα για να εκφραστούμε στρουκτουραλιστικά, αποδεικνύεται μιμητικό και αντιγραφικό της πραγματικότητας Κείμενο, δηλαδή αξιώνει περγαμηνές ρεαλισμού ως τέτοιο, σε αντίθεση με το προφανές καταληπτό, αντικειμενοποιημένο Κείμενο, που σε έσχατη ανάλυση ακυρώνει συγγραφικές, κειμενικές και αναγνωστικές λειτουργίες και παρεκκλίνει επικίνδυνα από το Υπάρχον. Ό,τι χαρακτηρίσαμε ως ενδογενή στοιχεία, ως οντολογικά χαρακτηριστικά, της λογοτεχνικής μας θεωρίας, ή καλύτερα της θεωρίας μας περί Γραφής και Ανάγνωσης, όπως α) η πληθυντικότητα του Κόσμου εν τω γράφειν και αναγινώσκειν,β) η πολυσημία του Κόσμου, γ) η πολλαπλότητα και αλητεία του νοήματος, δ) η άμεση ενεργοποίηση του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου του Κενού, ε) η σε ταυτοχρονία πολυειδής κενοποίηση του Κειμένου και η οντικότητά του, το μορφολογικό και νοηματικό του ανώλεθρο δηλαδή, αλλά και στ) ό,τι αγγέλλουν οι λογοτεχνικές θεωρίες που σχηματικά θίξαμε, βρίσκουν τον καλύτερο αντιπρόσωπό τους σε ό,τι αποκαλούμε Αγρευτικό Κείμενο ή απλά ΠΟΙΗΤΙΚΟ Κείμενο. Σε τέτοιου είδους Κείμενα τα ΠΑΝΤΑ είναι ενεργοποιημένα, δυναμικά, και κινούμενα.
Επίσης, τα πάντα αναφαίνονται με αμεσότητα και λειτουργούν. Τι εννοώ ; Υπάρχει (πρόχειρη και, κατά αυτό τούτο το φαίνεσθαι, προσληπτή) η δηλωμένη πρόθεση του συγγραφέα, που περιγράφεται από το κλειστό σύστημα του Κειμένου, η οποία όμως λειτουργεί προωθητικά της διαφοροποίησης του ίδιου του Κειμένου από το συγγραφέα του και της ανεξαρτητοποίησής του, ακριβώς λόγω της ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας που εκλύουν τα συνταγμένα στοιχειώδη γλωσσικά σωμάτια που αποτελούν το Κείμενο. Υπάρχει, με βάση τη δυναμική στων στοιχειωδών γλωσσικών σημείων, συνακόλουθη πρόσληψη και ιδιονοηματοποίηση του Κειμένου από τον αναγνώστη. Το Κείμενο αποβαίνει σε Κείμενα, το νόημα σε νοήματα και μάλιστα, πολύ συχνά, αντιθετικού χαρακτήρα. Επίσης, ακυριολεκτεί κυριολεκτώντας και ευρυχωρώντας, βάσει τηςλοξοδόμησής του, όλες τις δυνατές λειτουργίες, που οντολογικώς διαθέτουν ως γνωρίσματά τους η Γραφή και η Ανάγνωση.
Πιο πάνω παραθέσαμε κάποια παραδείγματα που αφορούσαν σ’ αυτό που αποκαλέσαμε «αντικειμενοποιημένο/αντικειμενοποιητικό (ή αντικειμενοκρατικό) Κείμενο». Το ίδιο θα κάνουμε και τώρα.
6.
Με το αξίωμα, αλλά και την καταφανή εμπειρική πιστοποίηση, του ασύλληπτου της Πραγματικότητας (που εδώ θα την ταυτίσω με την Α-λήθεια, το Ωραίο, το Όντως ον…, το an sich, που θεωρώ ως Έν, αλλά δεν αναπτύσσω εδώ αυτή μου τη θέση), επανερχόμαστε αυτοδικαίως στην έννοια του Κενού, αναφορικά με τα Κείμενα, ως τόπου αφανούς και κενοποιημένης εμφανείας ! Έτσι, προκύπτει λογική η θέση μας, πως εν τέλει τα Κείμενα είναι Κενά, περιπίπτουν στο Κενό, απολήγουν σ’ αυτό, ψευδολογούν αληθεύοντας !
Το ακάτεχο της Πραγματικότητας έχει μιαν από τις αιτίες και ρίζες του στο πολυώνυμο αυτής, στο πολλαχώς λεγόμενο του όντος. Μα αν αυτό έχει έτσι, τότε η ίδια η Πραγματικότητα είναι αυτή που καλεί και νομιμοποιεί την οιαδήποτε αναρχικότητα συζεύξεων και συντάξεων των γλωσσικών στοιχειωδών σωματιδίων, που εμφανίζουν τα Αγρευτικά λεγόμενα Κείμενα. Το πολυώνυμο, επίσης, της Πραγματικότητας είναι και η αιτία δικαιολόγησης της υπάρξεως της λογοτεχνίας, σύνολης της λειτουργίας του Γράφειν και Αναγινώσκειν. Εισέρχεται κανείς στη σκέψη πως αν όντως η Πραγματικότης είναι πολυώνυμος, τότε αυτό υποδηλώνει ότι το αντικειμενικά ορατό και αισθητό είναι κατά φαινόμενον, αν όχι ουσιωδώς, Άχρωμο. Άχρωμο, ακριβώς για να έχει την ικανότητα να δεξιώνει τις απειροπληθείς ονοματοδοσίες. Επιπλέον, αν το πολυώνυμο της Πραγματικότητας συνιστά το όχημα εκείνο που η ίδια χρησιμοποιεί, ώστε να αναδεικνύει την οντολογική της ιδιότητα της πληθυντικότητας, αυτό μπορεί να επιτευχθεί αποκλειστικά δια του Γράφειν και Αναγινώσκειν, τα οποία εμφανίζονται ως τα μέσα εκείνα για να πραγματωθεί η λεγομένη Πραγματικότης. Δεν μπορεί διαφορετικά η Πραγματικότητα να αποκτήσει τα ονόματα και τις συζεύξεις εκείνες που την αναδεικνύουν και την οδηγούν σε αυτοπραγμάτωση ή μη μόνον εν τω γράφεσθαι και αναγινώσκειν. Η αναγκαιότητα, συνεπώς, της Τέχνης προκύπτει από την ίδια την οντολογική δομή του Κόσμου, της Πραγματικότητας,
που «αποκτά» το Είναι της μόνον στην προοπτική της ανακατασκευής, αναδιάταξης, αναδόμησης της, δηλαδή δια της Γραφής του εαυτού της. Υποψιάζεται, βάσιμα, κανείς ότι η πολυωνυμία της Πραγματικότητας εμφανίζει ένα βαθύτερο οντολογικό χαρακτηριστικό της, ένα χαρακτηριστικό του ίδιου του Κόσμου, κι αυτό είναι η Πλαστικότητα της Πραγματικότητας, η πλαστικότητα του Κόσμου. Αυτό, άλλωστε, πράττουν και επιβεβαιώνουν όλα τα λογοτεχνικά είδη, σύμπας ο χώρος της Τέχνης. Η πλαστικότητα αυτή μοιάζει αυτονόητη στα έργα Τέχνης, όμως υπερβολική δήθεν στην αντικειμενική πραγματικότητα. Μα αν ο Κόσμος δεν αντιστέκεται στην πλαστικότητά του, βάσει δήθεν της αντικειμενικής του μονοσημαντότητας, τότε αυτό αποδεικνύει ότι, όχι μόνον έχει δυνατότητες να πλαστουργηθεί και να εμφανίσει πλαστικότητα, αλλά και διαθέτει αφ εαυτού αυτήν την οντολογική ιδιότητα.
Ωστόσο, το πολυώνυμο της πραγματικότητας και η πλαστικότητά της είναι και το πεδίο εκείνο που φιλοξενείται άνετα και ευκόλως η αυθαιρεσία. Σε όλα τα επίπεδα. Εννοώ, πως η αυθαιρεσία απαντά και εντέχνως και ατέχνως. Και αν το ονοματίζειν ή το πλάθειν γεννά, πιθανότατα, αυθαιρεσία κι αν επίσης με τον όρο αυτό εννοούμε κάτι αναντίστοιχο και άσχετο με αυτό που είναι η Πραγματικότητα, τότε η αυθαιρεσία είναιμια από τις αιτίες που το Κείμενο αποβαίνει Κενό.
Μία ακόμη αιτία κενοποιήσεως των Κειμένων είναι το Απαγίδευτο της Πραγματικότητας, του Κόσμου. Κειμενικώς, και ακολούθως αναγνωστικώς, επιχειρείται η παγίδευση της κοσμικής πραγματικότητας και ο περιδραγμός των αποκεκρυμμένων της. Τα αγρευτικά Κείμενα εκεί στοχεύουν και σ’ αυτόν τον στόχο εφορμούν με αμεσότητα, λοξοδρόμηση, και δυναμικότητα. Επιχειρούν να παγιδεύσουν το Απαγίδευτο του Κόσμου, ακριβώς «διαστρέφοντας», παρακάμπτοντας,
αναδιατάσσοντας, την (παραπλανητική) αντικειμενική κοσμική προφάνεια και αισθητή διάταξη του Κόσμου και της Πραγματικότητας. Και αυτό το επιτυγχάνουν εν μέρει με το πλησίασμα δύο κατά φαινόμενο απομακρυσμένων αισθητών οντοτήτων. Τα στοιχειώδη λεκτικά σωμάτια των αγρευτικών Κειμένων, που με τέτοιο τρόπο διάταξης εκλύουν το φορτίο τους, παγιδεύουν το Απαγίδευτο με το να προβάλλουν τις απειροπληθείς κρυμμένες συνδέσεις του με τα όντα. Με τη χειρουργική αυτή διείσδυση των στοιχειωδών λεκτικών σωματιδίων αποκαλύπτεται συνάμα και το απεριόριστο του Κόσμου. Αν, δηλαδή, τα όντα και πίσω απ’ αυτά το Απαγίδευτο, μπορούν να φιλοξενήσουν κάθε δυνατή σύνδεση, τότε έχουμε μπροστά μας μια Γλώσσα άπειρου μεγέθους, όπως π.χ. η Γλώσσα των μαθηματικών, που αναδεικνύει έκτυπα το οντολογικό απεριόριστο του Κόσμου. Το Απαγίδευτο παγιδεύεται δια του Κόσμου. Αυτό αποτελεί και το ολέθριο «σφάλμα» του, στην προσπάθεια του να κρυφτεί. Κρυβόμενο, φυσικά, έχει την ανάγκη ενός παραπετάσματος. Κι αυτό δεν είναι άλλο από τον ίδιο τον Κόσμο. Το Απαγίδευτο κρύβεται στις αντικειμενικές κοσμικές προφάνειες, τις οποίες «επιζητεί» να τις στηρίξει ως αμετακίνητα οντικά θέσφατα. Ωστόσο, ό,τι κινείται αφήνει ακάλυπτα πεδία, κενά, στην κίνησή του. Δεν νοείται κίνηση δίχως δημιουργία (και προϋπαρξη…) Κενού Χώρου. Και συνεπώς, κινούμενες οι κοσμικές οντότητες δια των συντάξεων, διατάξεων, αναπλάσεων, που επιχειρεί η επέλαση των στοιχειωδών γλωσσικών σωματιδίων, αφήνουν ακάλυπτο προς στιγμήν και εν μέρει το Απαγίδευτο, που παγιδεύεται από την κίνηση των οντοτήτων. Ωστόσο, αυτή τούτη η κίνηση των οντοτήτων και η νέα αναδιάταξή τους, ο νέος Κόσμος που θέτουν, συνιστά την ίδια την αποτυχία τους στη σταθεροποίησηΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ του Απαγίδευτου και συνεπώς την ίδια την κενοποίησή τους, την ανάδυση του Κενού στα σπλάγχνα τους. Ταυτόχρονα, αυτή η κοσμοποίηση του Κόσμου, η κειμενική του πληθυντικότης, είναι κι ο παράδεισος του ίδιου του Απαγίδευτου και η αέναη διάσωσή του, η απόλυτη εξασφάλιση του άρρηκτού του, καθώς δημιουργείται ΚΟΣΜΟΣ, δηλαδή το αναγκαίο παραπέτασμα προκάλυψής του ! Έτσι, κενοποιούνται τα Κείμενα. Έτσι, παγιδεύεται το Απαγίδευτο. Έτσι, αχρηστεύονται οι παγιδεύσεις
έναντι του Απαγίδευτου. Και αυτός είναι ο ευνόητος και αντιληπτός λόγος που τα έργα Τέχνης, τα λογοτεχνικά Κείμενα, παραμένουν ουσιωδώς κρυπτικά, γριφώδη, σιβυλλικά, μετωνυμικά, αλληγορικά και αέναα νέα, αέναα προσλήψιμα και ανακαινιζόμενα : τα διασώζει και συντηρεί το Απαγίδευτο, ακριβώς μέσω της αποτυχίας τους να το παγιδεύσουν άφευκτα και οριστικά !
Η παγίδευση του Απαγίδευτου και η ταυτόχρονη αποτυχία αυτής της παγίδευσης, αυτή με άλλα λόγια η επιτυχημένη αποτυχία ή, αν θέλετε, η αποτυχημένη επιτυχία των λογοτεχνικών κειμένων, παρουσιάζει μια φυσικότητα στη λειτουργία της, που ευθύς αμέσως εκθέτω. Είπαμε παραπάνω ότι το «Απαγίδευτο παγιδεύεται δια του Κόσμου». Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο αποφεύγει και την παγίδευσή του. Το Απαγίδευτο παραμένει τέτοιο δια του Κόσμου. Αν στον δεδομένο «αντικειμενικό» Κόσμο δεν μπορεί να υπάρξει απτή σύζευξη του σύννεφου με τα μαλλιά μιας κοπέλας, αυτό μπορεί κάλλιστα να συμβεί στο λογοτεχνικό Κείμενο, ειδικότερα στα Αγρευτικά Κείμενα. Θα είναι καλό να τονίσουμε πως το λογοτεχνικό Κείμενο, όπως τουλάχιστον εδώ εννοείται ή όπως, αν θέλετε, εγώ το εννοώ, δεν επιχειρεί μια παρομοίωση ή μιαν ανώδυνη και καλολογική αλληγορία. Κυριολεκτεί. Ενδέχεται γριφωδώς, σιβυλλικώς, ή ακόμη εντέχνως αλληγορικώς, μα ωστόσο κυριολεκτεί. Που σημαίνει, ότι ανασυνθέτει το εξωκείμενο του «αντικειμενικού» Κόσμου. Ο δομημένος και ελάχιστα κινούμενος από την καθορισμένη του διάταξη εξωτερικός, «αντικειμενικός», Κόσμος καλύπτει, με τη δεδομένη διάταξή του, το Απαγίδευτο. Ωστόσο, ως φαίνεται δεν είναι αυτή και η έσχατη πρόθεση και επιθυμία του Απαγίδευτου, το οποίο επιθυμεί να αναφανεί, να παρ–ουσιασθεί, κρυπτόμενο. Έτσι, ηαποκαλυπτική απόκρυψή του γίνεται δια του λογοτεχνικού Κειμένου, και για να είμαστε ακριβέστεροι δια μιας χ (οιασδήποτε) Συγγραφικής και συνακόλουθης Αναγνωστικής λειτουργίας.
Στο παραπάνω παράδειγμα, οι οντότητες «σύννεφο» και «μαλλιά» κινήθηκαν (δια της γραφίδος…), ώστε να συνυπάρξουν. Ωστόσο, κινήθηκαν αλλάζοντας τις στατικές δομές τουεξωκειμένου, του εξωτερικού Κόσμου. Η κίνηση προϋποθέτει όχι μόνο την ύπαρξη ΚΕΝΟΥ χώρου για να επισυμβεί, αλλά και τη δημιουργία νέου Κενού χώρου. Αυτή ακριβώς η κίνηση της ανασύστασης του εξωκειμένου στα πλαίσια του ενδοκειμένου, του λογοτεχνικού έργου, αφήνει ΣΤΙΓΜΙΑΙΑ ακάλυπτο το Απαγίδευτο, αφού ανασηκώνει την κρυψώνα του, το παραπέτασμα πίσω από το οποίο ίσταται και εφορεύει, με αποτέλεσμα να το παγιδεύει. Αυτή ακριβώς η παγίδευση ενέχει και τη σημασία του πολυσυζητημένου ΝΟΉΜΑΤΟΣ. Υπό την έννοια αυτή, και διασώζοντας την πολυπληγωμένη υπόθεσή του Νοήματος στις μέρες μας, θεωρώ ότι μπορεί να σταθεί γόνιμα και ευπρεπώς ο λόγος περί Νοήματος. Όσο Νόημα παρ–ουσιάζει αυτή η νέα (λογοτεχνική) κοσμοποίηση/κοσμικότητα, του Κόσμου, τόσο Νόημα αντιστοιχεί, αν προτιμάτε, και στην «αντικειμενική», ως θεωρείται, διάταξη του Κόσμου, του εξωκειμένου, της πραγματικότητας. Μάλιστα, αυτό «επιθυμεί» και το ίδιο το Απαγίδευτο. Ευνοεί κάθεανάδυση νοημάτων λόγω της κινητοποίησης, λογοτεχνικώς, των οντοτήτων του Κόσμου. Με τα ίδια τα μέσα απόκρυψής του, σύμπαντα τον Κόσμο δηλονότι, αποκαλύπτεται κρυπτικώς και, συνεπώς, αρρήτως λέγεται, ρητώς κυριολεκτείται ακυριολεκτούμενο, σαφηνίζεται αρρητεύον. Έτσι, υπάρχει και λειτουργεί, ως φαίνεται, και σύνολη η υπόθεση περί του Νοήματος. Με αυτή τη διαδικασία, συνεπώς, εξέρχονται τα όντα από τη στατική αφωνία τους και εισέρχονται, όπως επιθυμούν, στο πεδίο του Ομιλείν, της Γλώσσας. Με αυτή τη διαδικασία λυτρώνεται, και δεν υπερβάλλουμε με τον όρο αυτό, απελευθερώνεται, ο Κόσμος, καθότι του παρέχεται η δυνατότητα να ενεργήσει τις οντολογικές του ιδιότητες. Οντολογικές ιδιότητες που διαθέτει μεν, αλλά που παραμένουν δε, λόγω της στατικότητας του εξωκειμένου, του «αντικειμενικού» Κόσμου, ανενεργές, στείρες, αγονιμοποίητες, απεγνωσμένα κλητικές προς ενεργοποίησή τους. Μολαταύτα προσοχή: αυτό συμβαίνει, κατά τρόπο απορητικό, απολύτως
θαυμαστικό και αμήχανο, διαμεσολαβητικά ! Η οντολογική ιδιότητα του Κόσμου να Ομιλεί, μονάχα διαμεσολαβούμενη, δια του ανθρώπου και της λειτουργίας του ΓΡΑΦΕΙΝ και ΑΝΑΓΙΝΩΣΚΕΙΝ που αυτός εξασκεί, ικανοποιείται, υποστασιάζεται και αναδεικνύεται. Κοντολογίς, ο Κόσμος, το εξωκείμενο, βρίσκει την κοσμικότητά του εν τω γράφεσθαι και αναγινώσκεσθαι αυτού.
Επόμενος τοις αγίοις πατράσι, υικώς προσφέρω το κείμενο ως ανάθημα στην Πλατωνική και Αριστοτελική σκέψη, που πρώτη έθεσε την παρακαταθήκη του στοχάζεσθαι εν τω ποιείν…
«…Άλλα από τα κείμενα για τα οποία ήδη έκανα λόγο είχαν κάποτε δημοσιευθεί σε περιοδικά κυρίως και τώρα πια θα είναι δυσεύρετα νομίζω. Άλλα είναι παντελώς αδημοσίευτα και κλεισμένα στα συρτάρια μου για χρόνια, τελώντας σε παντελή άπνοια. Σχεδόν, μάλιστα, μισολιωμένα. Αυτό το αδιάφορο θάψιμο είναι κάτι που με χαρακτηρίζει νομίζω. Με αφήνει έκθετο κι απροστάτευτο. Κυρίως δίχως μετοχές. Δίχως πονταρίσματα. Μού κόβει τους κάβους των προσδοκιών και με κάνει περισσότερο θάλασσα ή πλεούμενο παρά σάρκα. Με αφήνει να παραμένω παιδί. Να παίζω και να εγκαταλείπω στο τέλος τα παιχνίδια προς άγρα νέων αθυρμάτων για την πάντα διατακτική αύριο. Τόσο που κάποτε να νιώθω τύψεις σχεδόν για το άκομψο τής εγκατάλειψης. Ουσιαστικά, αν το καλοσκεφτώ, είμαι περισσότερο ερέθισμα παρά σχεδίασμα. Περισσότερο εκσπερμάτιση παρά προφύλαξη. Περισσότερο αυτάρκεια ή αυτοτέλεια παρά περιφορά και σουρτούκεμα. Περισσότερο ατερμάτιστος παρά κεφαλαιοποιημένος. Αν δεν λαθεύω, η ΓΡΑΦΗ πρέπει να αρέσκεται σε τέτοιες συμπεριφορές. Σε τέτοιες στάσεις. Αισθάνομαι πως αντιπαθεί τους τοκιστές. Όσο για τους τοκογλύφους που την περιτριγυρίζουν και δείχνουν να την αλώνουν, δεν το συζητώ…».
ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ
ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ
Εν τούτοις, τα νοήματα εκπίπτουν, κενοποιούνται, αποσαθρώνονται. Εντούτοις, η Γλώσσα αστοχεί και αφήνεται, κείται, πάνω στο Κείμενο ανικανοποίητη, διψασμένη στην καλύτερη περίπτωση, αν όχι ριζικά άκυρη, αταύτιστη,
ξώφαλτση. Μια από τις αιτίες που προκαλούν αυτή την απονοημάτιση του Νοήματος είναι αυτή τούτη η άφευκτη και a priori αποτυχία να παγιδευτεί το Απαγίδευτο. Αφού, αν παγιδευόταν θα έπαυε αυτομάτως να είναι Απαγίδευτο. Αυτή η αποτυχία έχει ως ρίζα και καταβολή της την ίδια την Πράξη του Γράφειν και ακολούθως του Αναγινώσκειν !!! Η λειτουργία της Γραφής και της Ανάγνωσης,ουσιωδώς, επιτελείται κοσμοποιητικά. Από την κοσμοποίηση προέρχεται και στην κοσμοποίηση απολήγει, βαίνει, κορυφώνεται. Και εκεί συναντά, ταυτοχρόνως, και την κενοποίησή της, τη βασιλεία του Κενού.1 Εν ταυτώ και εν τω άμα, όπως αποκαλύπτεται και παγιδεύεται το Απαγίδευτο δια της συγγραφικής μετατοπίσεως των εξωκειμενικών οντοτήτων, έτσι και στη στιγμή Αποκρύπτεται και παραμένει Ανάγρευτο, αφού η κίνηση μετατόπισης των οντοτήτων είναι ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ και κίνηση συστάσεως Νέου Κόσμου ! Το παραπέτασμα άνοιξε στιγμιαία για να κλείσει αυτομάτως στη στιγμή. Κόσμο επιζητεί το Απαγίδευτο για να κρυφτεί και να μην αγρευθεί, Κόσμο του παρέχουμε για της (νέας) συγγραφικής και αναγνωστικής Πράξεως ! Ο απομεμακρυσμένος Κόσμος του «σύννεφου» και των «μαλλιών» της κοπέλας, κατέστη και πάλι (νέος) Κόσμος, όπου τα απομακρυσμένα συνέγγισαν, συνεισήλθαν, συνουσιάστηκαν, συμπλέχτηκαν. Μα, ωστόσο, Κόσμος ! Αν το Απαγίδευτο κρυβόταν μη θηρευόμενο στο εξωκειμενικό «γλωσσικό» σχήμα «σύννεφο – μαλλιά κοπέλας», τώρα κρύβεται, εκ νέου μη θηρευόμενο οριστικά, στο ενδοκειμενικό σχήμα «μαλλιά κοπέλας σύννεφο», που αφαιρώντας απλώς μια διαχωριστική παύλα (…) συστήνει ένα νέο Κόσμο. Καθώς φαίνεται, η κίνηση κενοποιεί, το άνοιγμα αποκρύπτει, η διαύγαση επανασυσκοτίζει, το φως γνοφούται. Μολαταύτα, για να φανούμε δίκαιοι, οφείλουμε να παρατηρήσουμε πως αυτό το στιγμιαίο άνοιγμα, αυτό το στιγμιαίο, ακριβέστερα, ανοιγοκλείσιμο, ΑΡΚΕΙ. Είναι απολύτως επαρκές για να σπάσει ο πάγος του Μυστηρίου, χωρίς να
απομυστηριοποιείται, όμως, το Μυστήριο, και για να υπάρξει άφθονη τροφή προς βρώση των νοημάτων, της αναγνωστικής και ερμηνευτικής λειτουργίας, και της συγγραφικής λειτουργίας και προσπάθειας.
Το (ευγενές) λάκτισμα στα οπίσθια του Απαγίδευτου, δια της Γραφής, έχει αρκετή δύναμη ώστε όχι μόνο να θρέψει πεινασμένες γενεές για Νόημα, Κάλλος, Αποκάλυψη, αλλά και για να αποσπάσει, αναποσπάστως, τμήματα του Απαγίδευτου και να τα εγκαταστήσει διαπαντός στον Κόσμο, να τα μεταποιήσει σε … ενδοκειμενικό εξωκείμενο !!! Και λέγοντας «ενδοκειμενικό εξωκείμενο» εννοώ ότι το νέο Σώμα που ξενίζει τα κρυπτογραφημένα κομμάτια του Απαγίδευτου και το οποίο συνηθίζουμε να αποκαλούμε «Βιβλίο», προστίθεται στον ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ Κόσμο, ως ένα ακόμη και καινούργιο ον, το οποίο θα λάβει, …πιθανώς, υπόψιν η αναμενόμενη νέα άγρα, που θα συμβεί κάποια στιγμή σε ένα ενδοκείμενο, το οποίο θα ακολουθήσει, φυσικά και μοιραία κι αυτό, την προδιαγεγραμμένη πορεία εξωτερικοποίησής του, αντικειμενοποίησης του.
Θα επαναλάβω, για μιαν ακόμη φορά, επόμενος τοις αρχαίοις, ότι «πράξις θεωρίας επίβασις», και ακολούθως δεν μπορεί να στηριχθεί μια θεωρία με τρόπο αφηρημένο, παρά μόνο βάσει παραδειγμάτων. Αποσπώ, όχι με μεγάλο κόπο και πολύωρη αναζήτηση ομολογουμένως, ένα εμβληματικό έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που το διαφιλονικεί και ο θεολογικός χώρος. Πρόκειται για το «Άσμα Ασμάτων».
Στο Κείμενο αυτό οι οντότητες α) του «οίνου», β) των «αρωμάτων», γ) τα «σκηνώματα Κηδάρ», δ) οι «τρυγόνες», ε) αι «περιστεραί», στ) το «κρίνο» κλπ κλπ δίχως τελειωμό, συζευγνύονται με την οντότητα του Σώματος της Νύφης ή εκείνη του Σώματος του Νυμφίου. Η πρόσμιξη αυτή πλάθει ένα νέο Κόσμο, αναδεικνύει την εγγενή πλαστικότητα του «εξωκειμένου», της κοσμικής πραγματικότητας, και πλαστουργεί, μέσω της αναδιάταξης των οντοτήτων, Νέα Πραγματικότητα. Ωστόσο, ό,τι άνοιξε έκλεισε ταυτόχρονα και αυτοματικά !... Ό,τι Νόημα ξεχύθηκε, δια της αναδιατακτικής Γραφής, τόσο Νόημα, αντιστοίχως, αποκρύφθηκε, κλείστηκε, εχάθη εξαιτίας αυτής τούτης της αναδιάταξης !!! Κι αυτό είναι και ιστορικά πρόδηλο, ιδού : μεγάλη μερίδα αναγνωστών θεωρεί το Κείμενο ακραιφνώς λογοτεχνικό και «κοσμικό» και ως τέτοιο το προσλαμβάνει και πολύτροπα το αναπαράγει. Αντίστοιχα, μεγάλη μερίδα αναγνωστών το κατατάσσει στο θεολογικό πεδίο και σε συγκεκριμένο θρησκευτικό χώρο μάλιστα. Ημέτερος μάρτυρας αυτής της διχοστασίας, το προλόγισμα του Σεφέρη στη μεταγραφή του Κειμένου, που ο ίδιος εκπόνησε. Δεν έχει κανείς παρά να ρίξει μια ματιά εκεί για να διαπιστώσει την αδιαφορία του Σεφέρη για τις εσχατολογικές, εκκλησιολογικές και θεολογικές προεκτάσεις του Κειμένου. Με άλλα λόγια, από μόνη της αυτή η αναγνωστική
(ερμηνευτική, προσληπτική) διαφοροποίηση μαρτυρεί για το νοηματικό ΚΛΕΙΣΙΜΟ του κοσμοποιητικά Νέου Κειμένου. Η άπλετα χυμένη μελάνη ερμηνειών και προσλήψεων του Κειμένου μαρτυρεί για το εγγενώς κρυπτικό και γριφώδες του. Όμως, αυτό που μας απασχολεί εδώ δεν είναι ουσιαστικά και κυρίως αυτό. Αυτό το θεωρούμε πολύ πιο επιφανειακό από το πρόβλημα που θέτει η ίδια η αναδιάταξη, η ίδια η νεοφανής κοσμοποίηση του Κόσμου. Η παγίδευση αυτή του Απαγίδευτου, που ως τέτοια (!) το καθιστά, εν τω άμα, και οριστικά Απαγίδευτο ! Και τι εννοώ ; Ομολογουμένως, εκλύθηκε φως με τη σύζευξη «αγαθοί μαστοί σου υπέρ οίνον» ή «οφθαλμοί σου περιστεραί» και παγιδεύτηκε το Απαγίδευτο, παραμερίστηκε το παραπέτασμα και αναδύθηκε νόημα, μέθη, διαύγαση. Ωστόσο, όσο φως ξεχύθηκε τόσο και απεκρύβη, καθότι ουδείς πια μπορεί να ισχυρισθεί πως ο νέος Κόσμος «περιστερομάτια» και «οινομαστοί» δεν συνιστά έναν νέο Κόσμο προς ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ, ένανσκοτεινό Κόσμο (…) που αποζητεί την (αναγνωστική ή συγγραφική) ερμηνεία για να περιλάμψει γύρω του (εκ νέου) φως. Ο νέος αυτός Κόσμος πρέπει να συνταχθεί γραμματικά, όπως θα συνέβαινε και στο πεδίο της πρωτογενούς (μη λογοτεχνικής) Γλώσσας. Πρέπει να αποκτήσει τις γραμματικές του δομές, τις συντακτικές του δομές, τις σημασιολογικές αποσαφηνίσεις του, ώστε να καταστεί προσιτός, ερμηνεύσιμος, προσληπτικός. Όμως, αυτό δεν μπορεί ποτέ να καταστεί δυνατόν ει μη μόνον καθ’ έκαστη αναγνωστική προσέγγιση, αφού όση η πληθυντικότητα των αναγνώσεων, τόση ανάλογα και η πληθυντικότητα των νοημάτων και τόση ανάλογα και η πληθυντικότητα των Κόσμων. Το Νόημα έχει αναδυθεί πρόχειρο και προ οφθαλμών μας και κυριολεκτεί : «οινομαστοί». Ωστόσο, το άπειρο βάθος του Λόγου των σημημάτων και της εκλύσεως του πυρηνικού φορτίου των στοιχειωδών λεκτικών σωματιδίων είναι τέτοιο, ώστε μόνον ο ίλιγγος υποδέχεται τις προσεγγίσεις και συνακόλουθα το σκότος περιλάμπει και ηγεμονεύει στο νέον αυτόν (κειμενικό) Κόσμο.
7.
Ο χρόνος για τη ΓΡΑΦΗ αποτελεί κύριο πιάτο. Η ΓΡΑΦΗ σού υπενθυμίζει ολημερίς πως είσαι εκπρόθεσμος, σχεδόν ληγμένος ! Κι αυτό είναι κάτι που κατατρώει σπλάχνα. Η Γραφή ;
Ίσως μέσα στη λέξη να κρύβονται οι ακριβέστερες άλλες λέξεις όπως : η ζωή, το πυρ, η επιθυμία, η λύσσα, ο καταιγισμός, η πλημμύρα, το ανεπαρκές, τα φτερά, ο καρδιακός παλμός… Όλα τους εν ησυχία διατελούντα, εν τέλει. Ησυχία βρασμού. Μόνον αυτά τα ολίγα ; Όχι. Η ΓΡΑΦΗ έχει το προσόν να σε τραβά όπου εκείνη θέλει. Όχι όπου θέλεις εσύ. Δήθεν κάτοχος κάποιας σαφούς πρόθεσης, ενός υπερφυούς οράματος, τής εντέλειας κάποιου υπέροχου σχεδίου. Η κλήση γίνεται για να προσπαθήσεις, και να καταφέρεις ίσως, να αφεθείς (σκέφτομαι πως ο Λακάν θα συμφωνούσε πλήρως μ’ αυτό). Να βγεις εκτός υπολογισμού. Να παίξεις, ας πούμε, … κβαντικά. Δηλαδή, υπάρχοντας διπλός και τρίδιπλος πάνω σε έναν άξονα και στον ίδιο χρόνο. Ισορροπώντας στην ανισορροπία. Μέσα στον ρειμάνειο γεωμετρικό κόσμο τής Γραφής. Εννοώ πως από τη μια ισορροπείς πάνω στη σύλληψή «σου» και από την άλλη εκτρέπεσαι, ανισορροπείς, στην απομάκρυνση απ’ αυτήν τη σύλληψη, στους χώρους εκείνους που η λειτουργία τής ΓΡΑΦΗΣ έχει αποφασίσει να ορίσει. Κάποτε, μάλιστα, όπως έγραφα παλαιότερα σε μια σημείωσή μου, είναι ακριβώς η αντίθετη κίνηση (παντός είδους και προπαντός πάντοτεσωματικώς…[να προσεχθεί, ιδιαιτέρως, αυτό το επίρρημα. Βοηθώ λίγο : ας ανατρέξει ο αναγνώστης αυτού του κειμένου στη βαλεριανή θεώρηση του Σώματος εν σχέσει με τη Γνώση…]) προς τη δηλωμένη συγγραφική επιθυμία, που σε κάνει να καταφέρνεις να χτυπάς διάνα το στόχο !... Μάλιστα, διάνα… ανύποπτα ουσιαστικά. Δηλαδή, μη μπορώντας καλά-καλά να τη δεις, να την προσδιορίσεις, να την ξέρεις αυτή την κίνηση. Μια «διάνα» που σε έσχατη ανάλυση δεν φαίνεται ! Ίσως είναι, τελικά, το ΓΕΓΟΝΟΣ ενός θέματος, που το νυστέρι τής ΓΡΑΦΗΣ ορίζει με τρόπους απροσδόκητους στον γράφοντα.
Καθώς δεν γίνεται να ξεφλουδίζουμε μόνοι μας τα γεγονότα, τα ξεφλουδίζει η γραφική εκτροπή για μας και από εμάς. Εν τέλει δεν ορίζεις. Ορίζεσαι. Υπακούς σε κάθε είδους… σφήνα τής ΓΡΑΦΗΣ. Ειδικά κατά τις διαρκείς κι ανυποχώρητες συνθήκες… ταχυπαλμίας. Ταχυπαλμίας ; Είναι αυτή η σωστή λέξη ; Πιθανόν. Ωστόσο, προσφυής και η λέξη… βροχή. Ναι, βρέχει. Και μάλιστα καταρρακτωδώς.
Και για να ακριβολογήσω, έβρεχε συνεχώς καταρρακτωδώς, απ’ ό,τι θυμάμαι, σ’ όλη μου τη ζωή. Ίσως το ίδιο να συμβεί και στο μέλλον. Πάντως το παρόν αντιγράφει πιστά την παρελθοντική καταρρακτώδη υδατόπτωση. «Βροχή, βροχή ταξιδεύει πάνω απ’ τα κεφάλια μας», έλεγε ο Tranströmer στο ποίημά του «Σχέδιο του 1844». Βροχή που επελαύνει πάνω στα κεφάλια μας, παραφράζω εγώ. Κι ο δικός μας ο Ελύτης «…και χορταίνεις χορταίνεις χορταίνεις βροχή». Και λόγω βροχής η πρόκληση τής ταχυπαλμίας να ανταποκριθείς στην (συγγραφική/αναγνωστική) πρόσκληση να γίνεις μουσκίδι. Και δεν αποφεύγω, έτσι, να σκεφτώ : μια ιδιότητα τής βροχής πρέπει να είναι ότι ανεβάζει την …πίεση, ότι προκαλεί ταχυπαλμία. Βροχή ;… Μα δεν εννοώ άλλο από όλα αυτά τα κύματα ιδεών, πόθων, ενασχολήσεων, πεδίων, ενδιαφερόντων, συναντήσεων, γνωριμιών, που, απ’ όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, με τραβούν διαμελίζοντάς με, ως πάντοτε οφείλει να πράττει η ΓΡΑΦΗ (αλλά και το Αναγινώσκειν για τους αναγνώστες…), στα τέσσερα σημεία τού ορίζοντα. Εξ ου και η… ταχυπαλμία. Αφού, πόσον ορίζοντα να προφτάσει να γευθεί κανείς ; Πόσο να προλάβει ; Πόσο πιστός να φανεί σε κάθε σημείο του ; Πόσες κουρές να κάνει ομνύοντας στις μοναδικότητες που ορίζει το σταυρικό σχήμα του ; Βρέχει. Βρέχει πολύ. Τουλάχιστον για μένα. Και δεν συνηθίζω να κρατώ αλεξίβροχο. Αφήστε που φορώ, μονοφόρι, ένα κοντομάνικο κι αυτό φθαρμένο. Μουσκεμένος μέχρι το κόκκαλο. Παπί. Έτσι, όπως και σε άλλο σημείο είπαμε λοιπόν : η ΓΡΑΦΗ (ας μην ξεχνούμε τις προαναφερθείσες συνδηλώσεις…) τραβά, σύρει, διαμελίζει, ωθεί σε κύλισμα… Και ο Γραφιάς είναι Γραφιάς αν υπάρχει εθισμένος στις βαλίτσες, όπως ο Ακριθάκης. Σε αλυσίδες, μάλιστα, βαλιτσών και σ’ όλα τα δυνατά χρώματα και τις αποχρώσεις τους. Με προτιμητέο περισσότερο, κατά συνθήκη (;), το ερυθρό.
8.
Προφανώς, εκτός από μύστες είναι και πεισματάρικα τα χειρόγραφα, σκληραγωγημένοι αθλητές, παντός καιρού οντότητες και ευπροσάρμοστες στο περι-βάλλον υπάρξεις. Κι έτσι, είναι ολοφάνερο πως η ενέργεια τού ανθρωπίνου είναι αρνείται να υποταχθεί, να υποκύψει, να συνθηκολογήσει, συμπαρασύροντας σ’ αυτή της τη μοίρα και την ίδια την ύλη, που πάνω στο πανάγιο άρμα της κάποτε φιλοξενήθηκε. Και η ενέργεια αυτή μπορεί, υπό μία έννοια και θέαση, υπό μια προσανατολισμένη παρατήρηση, να λεχθεί, να ορισθεί, ως γραφική (ο αναγνώστης θα διευκολυνόταν εδώ στην κατανόηση αν έφερνε στο νου του τις ντερριντιανές θεωρίες). Ο άνθρωπος είναι γράφειν/γράφεσθαι (και αναγινώσκειν, βεβαίως, …γραφικώς. Ας θυμηθούμε εδώ τον Πλάτωνα και την, εν τέλει, Παν-(συν)-γραφική θεωρία του, ακόμη και για το Ομιλείν…). Γενικώς. Πολυτρόπως. Και αφού το γράφειν φανερώνεται ανυπότακτο, βούλεται την ανυποταξία στη φθορά, όπως οι μοίρες των (λογής…) χειρογράφων συμμαρτυρούν, θα πρέπει, συνεπώς, το ΓΡΑΦΕΙΝ να σημαίνει ένα πράγμα : απόλυτο αίτημα αθανασίας. Κι αν όντως έτσι έχουν τα πράγματα, τότε το συμπέρασμα είναι ένα : η ριζική ανθρώπινη επιθυμία, που δηλώνεται για μια ακόμη φορά τώρα με τον τρόπο τού γράφειν, είναι η αθανασία. Κι αν αυτό είναι το υπόρρητο αίτημα τής Γραφής, τότε κάθε υποστολή αυτού τού αιτήματος, μέσω μιας πλαστογραφημένης και ψευδεπίγραφης ταπεινοφροσύνης και… (εκσυγχρονιστικής…) φυσικότητας, που αρέσκεται στη μείωση των μεγεθών εξαιτίας τού πυγμαίου αναστήματός της, συνιστά μια μικροαστική και αστική παραχάραξη (ψυχοπνευματικά). Άλλωστε, είναι γενικά γνωστοί οι δύο αυτοί διαβόητοι
παραχαράκτες. Κοντολογίς, αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε προκύπτει πως το δημιουργείν είναι το ανθρώπινο είναι. Ως φαίνεται, η διάθεση να είσαι διαθέσιμος (στην ελευθεροποιητική εκτροπή του γράφειν και αναγινώσκειν…), η διάθεση στη διαθεσιμότητα [2], που σε άλλα κείμενα έχουμε θίξει, σε ανταμείβει με άνοιγμα, διεύρυνση, σκέψεις, αισθήσεις και εγκυρότερες θεάσεις τής Πραγματικότητας, που σε άλλη περίπτωση θα διάβαινες δίπλα της ως γνωστός της ενδεχομένως, όμως όχι ως μέτοχος. Ή θα διάβαινες ως παράλληλη ευθεία, όχι όμως τεμνόμενη.
9. Η Τάξη των συναντήσεων, διασταυρώσεων, αλληλεπιδράσεων, αλληλοεισχωρήσεων, αφού ο κόσμος είναι δομημένος στη ΣΧΕΣΗ και η σχέση συντελείεται, ενεργείται, μεταξύ προσωπικών υποκειμένων. Το Ευρίσκειν-Αποκαλύπτειν
(αναγνωστικά/συγγραφικά) αδιαφορεί τόσο για την επίδρασή του πάνω στον δέκτη του - μια καιοφείλει να δηλωθεί, να φανεί, να επιπέσει, να αλλοιώσει -, όσο και για την μέχρι τη στιγμή τής Αποκάλυψης κατάστασή του, την οποία αντιπαρέρχεται επιδεικτικά. Ο πολεμικός (ο οποίος μάλιστα παρουσιάζεται υπό τα κατηγορήματα τού πατρικού, γεννητορικού) ηρακλείτειος λόγος και ο, υπό μία συνάδουσα μ’ αυτά οπτική, εμπεδόκλειος λόγος τού Νείκους, μπορεί, στον ορίζοντα που θέτουν οι παραπάνω σκέψεις, να προσλάβει έναν πιο βαθύ, ίσως, χαρακτήρα, οπωσδήποτε όμως κάπως πιο συγκεκριμένο. Φυσικά, η οπτική που ενδιαφέρει εδώ είναι αυτή τού ενός σκέλους τής δυάδας τού Ακραγαντίνου, - τού Νείκους δηλαδή. Ο Εμπεδοκλής θεωρώ πως πλαντάζει περισσότερο από τον παρμενίδειο ενισμό παρά από τον ηρακλείτειο πλουραλισμό, αν τελικά μπορεί να προσγραφεί αυτός ο όρος στην ηρακλείτεια φιλοσοφία. Ο Ακραγαντίνος νιώθει να κόβονται ευκαιρίες πραγμάτωσης μες στη μονάδα, ευκαιρίες που ήδη έχει βιώσει και καλούν να τις ονοματίσει. Μολαταύτα, και για να είμαστε ακριβείς, όταν ο Εφέσιος ομιλεί περί τής πατρότητος πάντων και κατονομάζει φυσικό τους πατέρα τον πόλεμο, είναι σχεδόν τόσο μονιστής όσο και οποιοσδήποτε οπαδός τού πλέον αυστηρού μονοθεϊσμού. Ωστόσο, θεωρώ πως ακόμη και το αρμονικό και φιλόξενο μεταβολών και εύφορων καταστροφών
εμπεδόκλειο ζεύγος δεν είναι ο έσχατος λόγος περί Πραγματικότητας. Κρίνω πως και τα δύο, η φιλότητα και το νείκος, δηλαδή στα καθ’ ημάς η συγγραφική (ή άλλη…) εξακολούθηση ενός δρόμου και η παρέκκλιση απ’ αυτόν, προβάλλονται πάνω σε ένα πιο βαθύ επίπεδο, σε μιαν άλλην αρχή. Εκείνη τής θεοείκελης ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, που αφορά στην τελείωση, ολοκλήρωση, σωτηρία τού όντος. Στο σώον αυτού. Κι εδώ εμπλέκεται το ζήτημα τής βουλήσεως. Εννοώ πως με φόντο την Ελευθερία, που άλλο δεν σημαίνει από ουσιαστική αναστολή, αποσάθρωση, αφλογιστία κάποιου σκέλους τής δυάδας ή ακόμη και των δύο (!), αναιρείται η απολυταρχική νομοτέλεια τού εμπεδόκλειου ζεύγους, η καταναγκαστικότητά του αν θέλετε, και προβάλλει η αίρεση, το αιρείσθαι, η δύναμη κάποιου που θέλει να μην ακολουθήσει την ευκαιρία των αποδομήσεων (Νείκους) ή να μη θελήσει την επίσης ευκαιρία των αναδομήσεων(Φιλότης) και να ενεργήσει αντίθετα από τη νομοτέλεια του ζεύγους, αποδεικνύοντάς το ανενεργό και εκμηδενισμένο.
Έλεγα σε άλλο κείμενό μου για τη λειτουργία τής Γραφής και Ανάγνωσης πως τα κείμενα κείνται. Είναι κάπου… ερριμένα. Κείνται-επί. Ουσιαστικά, είναι πτώματα. Έχουν κατεβεί. Έχουν πέσει. Η αρχική τους πτώση είναι η πρωτογενώς δημιουργική, δια τής δημιουργικής ενέργειας τού Γραφέα, επί τινος ύλης (…). Και μόνον. Εκεί το πίπτειν είναι ακόμη γλαφυρό, απαστράπτον, άρτιο. Όμως, η υπερφυής αυτή πρώτη γέννα κάτινος, που γεννώμενο κείται (!) και πίπτει, ουδόλως είναι επαρκής. Έστω κι αν πρόκειται για περικαλλή δαγκωνιά στα οπίσθια τού Αναφούς ! Οφείλεται στο ήδη πτώμα, στο ήδη επί ύλης πεσμένο, να …ξαναπέσει. Τώρα πια σε χέρια. Σε ζώντα οργανισμό και όχι σε άψυχη ύλη.
Αν δεχτούμε, φυσικά, την τελευταία ως τέτοια. Για να διατηρηθεί κάτι πρέπει, ως φαίνεται, να περιέλθει, να περιπέσει, στο πεδίο των σφυγμών. Όμως, αυτοί είναι γενικά ασταθείς. Και η μοίρα τού κειμενικού πτώματος είναι ευθέως ανάλογη προς την ρέουσα ευστάθεια ή αστάθεια των σφυγμών τού χεριού στο οποίο θα πέσει.
Εν τέλει τα παντός είδους κείμενα, τα ευρισκόμενα πτώματα, που κείνται μονίμως επί κάτινος (ύλης και στη συνέχεια επί τινος αχθοφόρου αυτών…), είναι αφορμές εκτροπών από τη λογής συγγραφική πρόθεση (ας θυμηθούμε πως οντολογικώς ο άνθρωπος είναι συγγραφή, είναι (συγ)γράφειν…) για χάρη και δόξα τής ίδιας τής ζωής, δηλαδή τής Ελευθερίας. Και αν αληθεύουν, συνταυτιζόμενα, συσσωματούμενα, με τη Ζωή-Ελευθερία, τότε αυτό μπορεί να αποδειχθεί από το πόσο δεξιωτές αντινομίας είναι (!). Από το πόσο είναι προδότες των τίτλων τους (!). Από το πόσο απροκαθόριστα ολισθαίνουν από τους αρχικούς σχεδιασμούς (!). Δηλαδή, από το πόσο ΑΝΟΙΚΤΑ είναι εν τέλει, καθώς ΑΝΟΙΧΤΟΣ και μόνον είναι ο ισοκράτης τους : η Ζωή-Ελευθερία. Εκεί, στην λελογισμένη εκτροπή - ιδού μια περικαλλής σχοινοβασία -, τα κείμενα/πτώματα αποβαίνουν αληθινά ζώντα ! Τα (αληθινά) κείμενα δεν γράφονται κυρίως κατά σχεδιασμό και πρόθεση. Αυτό δεν πρέπει να το λησμονούμε. Γράφονται, κυρίως, κατά εκτροπή και ολίσθημα. Αφού, άλλωστε, αυτές είναι οι πραγματικές τους αιτίες. Ακόμη περισσότερο που έχουν ως γενέθλια χώρα τους τη αφετηριακή εκτροπή που
χαρίζει μιαν Εύρεση. Κοντολογίς, πιστεύω πως όποιος επιθυμεί να εισέλθει ειλικρινά στην πυριφλεγή διαδικασία τού γράφειν/γράφεσθαι (και αναγινώσκειν/αναγινώσκεσθαι), οφείλει όχι μόνο να γνωρίζει πως η ΓΡΑΦΗ επέρχεται μετά από συνειδητές απώλειες των συνειδητών μας προθέσεων, που συμβαίνουν άσχετα με τη βούλησή μας, αλλά και να επιδιώκει συνειδητά αυτές τις απώλειες αφήνοντας τες ελεύθερες να τον επισκεφθούν, αφού δηλώνει βουλητικά διαθέσιμος στην εκτροπή, ή αν θέλετε ακριβέστερα στη συνάντηση τής πλέον κατάδικής του μοίρας, τού πλέον προσωπικού του προσανατολισμού, που συμβαίνει πλειστάκις να μάς είναι άδηλος και άγνωστος κι ωστόσο να βαδίζουμε πάνω του χωρίς ακόμη, όμως, περιλαμπή φωτισμό, τον οποίο θα πρέπει να αναμένουμε έξωθεν. Ιδού η συνηγορία στα ανωτέρω τής ακόλουθης ευαγγελικής περικοπής : «…ιδόντες δε τον αστέρα εχάρησαν χαράν μεγάλην σφόδρα» (βλ. Ματθ. β΄10), όπου τονίζω, ολότελα εμφατικά, εκείνο το σφόδρα, που δικαιολογεί το άνευ ορίων, που αυτοδικαίως δηλώνεται με την αληθή εκστατικότητα. Οι Μάγοι είναιοδεύοντες-επί-σκοπού, ωστόσο εισέτι πλανώμενοι. Μόνο με την έξωθεν Αποκάλυψη-Εύρεση συναντούν τον πόθο τους. Αρκεί, όμως, να είναι διαθέσιμοι να υπακούσουν, να σταθμίσουν, και κυρίως να ΠΕΙΣΘΟΥΝ. Φυσικά, για να μπει κανείς στη διαδικασία εκτροπής, να μπει στην περιπέτεια να βουληθεί να χαθεί, θα πρέπει, ως εχέφρων και με (αυτο)κριτική διάθεση κινούμενος,
να έχει κεφάλαιο (όπως οι Μάγοι) να διαθέσει, να χάσει, να εκτρέψει. Δεν γίνεται να διατεθείς προς απώλεια προσφέροντας έναν κενό εαυτό. Έναν εαυτό που δεν θα έχει ήδη χαράξει πορεία και δεν θα έχει αποκτήσει, από τις επισταθμίες αυτής τής πορείας, «καλές πραμάτειες» (σαφής η καβαφική αναφορά, νομίζω). Όχι πως αυτό δεν συμβαίνει και πως είναι κάτι ανήθικο ή και ανόητο να διαθέσεις το κενό προς απώλεια. Και συμβαίνει και γίνεται και τίποτε δεν αποκλείει να σε δεχθεί το …σύστημα Ευρεσαπώλειας και να βγεις, μάλιστα, στο τέλος και κεφαλαιούχος. Αφού, άλλωστε, πλείστες είναι στην παγκόσμια λογοτεχνία και ιστορία οι περιπτώσεις ακαλλιέργητων Ευρέσεων με αρχετυπική για εμάς, γι ακόμη μια φορά, την ακόλουθη ευαγγελική, προς επίρρωση των ανωτέρω, στους «άσχετους» ποιμένες, οι οποίοι δεν όδευαν-προς, ώστε να δυνηθούν να εκτραπούν, αλλά «βρίσκονταν» ασχέτως και αμερίμνως : «…ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην…» (βλ. Λουκ. β΄10). Είναι προφανές πως οι Ποιμένες δεν είναι οδεύοντες-επί-σκοπού αλλά ευρισκόμενοι-εν-στάση. Όμως, αυτό που θέλω να τονίσω είναι πως με μια τέτοια «παραβατική» κίνηση δεν εκπληρώνονται οι όροι τού παιχνιδιού, με άκρως πιθανή, έτσι, την παντελή αφλογιστία τους. Οφείλεις να έχεις για να χάσεις, για να χαθείς. Και μ’ αυτό ήδη υποδηλώνω πως η απώλεια μπορεί, ουσιαστικά, να είναι ένας, κατά το μάλλον ή ήττον, ευφημισμός, ή ένα απλό έστω λέξημα, αφού είναι ήδη ενταγμένη, ως θεωρία και πράξη, στον τρόπο σου πρόσληψης τού κόσμου και συνεπώς, μη χάνοντας κάτι από τον τρόπο αυτόν, ακολουθείς με συνέπεια την κοσμοθεώρησή σου. Με άλλα λόγια, δεν νοιάζεσαι που χάνεις ή έχασες, ούτε ιδρώνει και τόσο τ’ αυτάκι σου και, συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει λόγος για το πιθανό …άλγος, που δήθεν αναπόδραστα επιφέρουν οι απώλειες. Που στο κάτω-κάτω μπορεί να είναι και ανακουφιστικές και επουλωτικές. Θέλω να πω πως κάτι, εν τέλει, μέσα σου κρατιέται ανώλεθρο, μη απολλύμενο,
κάτι που σού δημιουργεί αίσθημα Ειρήνης, ανοικτής αυτάρκειας, απαρασάλευτης σταθερότητας, μονιμότητας ακόμη (!) τού γεγονότος τής Εύρεσης, όπως υπεμφαίνει, άλλωστε, η ευαγγελική εντολή.
Θεωρώ πως αυτή η παρ-εκτροπή, αυτή η παρέκκλιση από την πορεία, άλλο δεν υποδηλώνει από το πυρηνικό στοιχείο ΚΑΘΕ χαράς, που είναι η επιστροφή στο ΠΑΙΓΝΙΟΝ και στο ΠΑΙΔΙ. Η χαρά αρέσκεται στο παιδίζειν, που άλλο δεν είναι από εκκλίνειν τής χ πορείας λόγω … μέθης. Λόγω μεθυσιού χαράς. Έστω, ακόμη, και μέθης νηφάλιας. Που, μολαταύτα, φιλοσοφεί. Και έτσι, εν όψει δηλαδή τής μεθυστικής χαράς που παιδίζει, αρχίζει να βρίσκει ΛΟΓΙΚΟΤΑΤΟ έρεισμα το αποκαλυπτικό λοξό των κειμένων, τα οποία οφείλονται σε εκτροπές. Είναι ίδιον, βλέπετε, να χάνονται τα παιδιά.
Να απολησμονιούνται. Να τελούν υπό ακατάσχετους περισπασμούς κάποτε, μια που είναι διαθέσιμα, φυσικώς, στα καλέσματα τού Όλου και των επιμέρους ευκαιριών, που αυτό το Όλον σκοπίμως και αφειδώς προσφέρει και εξαπολύει. Κι έτσι η λοξότητα αποκτά πλήρη δικαιολόγηση. Και στο σημείο αυτό, στο σημείο που η Χαρά παιδίζει, παίζει και μεθά, μπορεί κάλλιστα κανείς να κάνει λόγο για κατάργηση των αποστάσεων, της απομάκρυνσης των όντων από άλληλα, και τής ανάδυσης τού Αδιάστατου, έστω και για λίγες μόνο στιγμές, το οποίο χαρίζει η Σχέση. Ως φαίνεται, τελικά, ο κόσμος φανερούται στις αφιερωτικές και αφοσιωμένες δεξιώσεις ! Και οι δεξιώσεις έχουν χαρακτήρα παιδικό, αφού από τον Ηράκλειτο έως τα Ευαγγέλια η βασιλεία είναι τού παιδιού…, και μόνον ως τέτοιες οι δεξιώσεις, ως παιδικές, εχεφρόνως και εναρμονίως και ελλόγως, δύνανται να παράγουνκείμενα, δηλαδή Πολιτισμό και Τρόπο βίου, που ο πρώτος ακολούθως υποδηλώνει. Και κατά τούτο έχει απόλυτα δίκιο ο Έlie Faure όταν αποφαίνεται πως «Η αγάπη για το παιχνίδι και η αναζήτησή του, και η φλογερή περιέργεια που φέρνει η άσκησή του, δημιουργούν τον πολιτισμό. Τους πολιτισμούς, θα έπρεπε να πω…» (βλ. Ελι Φωρ, Ιστορία τής Τέχνης, τομ. 1, σελ. 40 εκδ. εξάντας, 1993).
© ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ
[1]. Αποσαφηνίζοντας κάπως, βοηθητικά για τον αναγνώστη αυτής της τριπλής προδημοσίευσης, την έννοια του Κενού, όπως την εποπτεύει το κείμενό μου για τη θεωρία της ΓΡΑΦΗΣ και της ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ, παραθέτω τα λόγια του J.D.Nasio, ο οποίος σχολιάζει τη λακανική θεωρία : «Φανταστείτε ότι το πραγματικό δεν είναι ένας έρημος πλανήτης, αλλά αντίθετα πολύ πλήρης, απείρως πλήρης, τόσο πλήρης από πράγματα και όντα που είναι ομοιογενή με το κενό. Το πραγματικό δεν είναι το κενό με την έννοια της κενής αβύσσου, αλλά με την έννοια του απείρως πλήρους, του τόπου όπου Όλα είναι δυνατά.» (η πλαγιογράφηση δική μου), βλ. J.D.Nasio, Πέντε παραδόσεις πάνω στη θεωρία του Jacques Lacan, σελ. 111, εκδ. Πατάκης, 22016.
[2]Ιδού η ίδια στάση, σε «άλλο», πεδίο.., με τα λόγια και πάλι του J.D.Nasio : «Τι προσμένω ; Περιμένω να συμβεί ένα πολύ απλό φαινόμενο. Δεν περιμένω ούτε την αλλαγή ούτε την ίαση του αναλυόμενού μου. Περιμένω να λάβει χώρα η εμπειρία, να επέλθει ένα απρόοπτο συμβάν μέσα στην ανάλυση. Διατίθεμαι στην έκπληξη. Το καλύτερο που μπορεί να ελπίζει ένας αναλυτής είναι να τον εκπλήξει ο ασθενής. Φυσικά, δεν εννοούμε να θέλει σκόπιμα να τον εκπλήξει. Γενικά, όταν είναι υπολογισμένο, αποτυγχάνει. Όχι, η έκπληξη πρέπει να πλήξει ταυτόχρονα τον ασθενή και τον αναλυτή. …παραμείνετε ανοιχτοί στην έκπληξη.», (η πλαγιογραφήσεις δικές μου), βλ. ενθ.αν. σελ. 117-118). Ο αναγνώστης μπορεί, βάσει της εδώ εκτιθέμενης θεωρίας ΓΡΑΦΗΣ και ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ, να αντικαταστήσει τους ψυχαναλυτικούς όρους με τους όρους του «λογοτεχνικού» πεδίου, ώστε έκτυπα να αντιληφθεί τη σύμπτωση της θέασης και εμπειρίας.
Το θέτω έτσι. Πέραν του σημείου της Γλώσσας,στο κωδικοποιημένο νόημα της Λέξης κ του Σημαίνοντος- σημαινόμενου, ποιά άλλα στοιχεία εκτός Συμβολικού πεδίου,μη-Γλωσσικά,ενδέχεται να συν-απαρτίζουν, ή να συν-ακολουθούν ή να ενυ-πάρχουν ως μέρη,απο-σπάσματα, ασυνεχή "θραύσματα" του "πρίν",κομμάτια του Πραγματικού, με μία σημασιολογία συγκινησιακού κ συναισθηματικού ενεργειακού φορτίου,που λειτούργησε ως η αιτιακή διαδικασία της ανάδυσης,της δημιουργίας κ της παρουσίας του Σημαίνοντος στο ιδανικό κ συγκεκριμένο όργανο προς τούτο,δηλ.τον εγκέφαλο.Την στιγμή της ανάδυσης του Σημαίνοντος, εύλογο,οτι θα συν- επικουρούν κ συμβάλλουν αιτιακά ή συν-διαστικά κ κάποια "στοιχεία" του Πραγματικού,επι- εντός κ δια του Σημαίνοντος, έστω κ με την πρωταρχική πρωτόγονη μορφή του. Υπ αυτή την έννοια οι Λέξεις πέρα από σημεία του Λέγειν , διατηρούν κ ενέχουν ζωντανά στοιχεία του Πραγματικού. Οι Λέξεις λοιπόν ως Ζωντανές... Πονούν κ Πονάνε,νιώθουν κ αντιδρούν. Οι Σκέψεις, από της "γέννησής του", διατηρεί κ εμ περιέχει κ στοιχεία του Πραγματικού κ στην συνέχεια κ του Φαντασιακού πεδίου. Απλά, από "κάποιο" ιστορικό σημείο κ μετά,οι τρείς δομές, αλληλοσυνυπάρχουν κ αλλ ηλεπιδρούν. (στο Βορρόμειο κόμβο, πχ) Κανένα από τα τρία πεδια, δεν συνυπάρχει ανεπηρέαστο κ ανέπαφο από τα άλλα. Πώς λοιπόν το Σημαίνον,στοιχείο της Γλώσσας κ όχι της Φύσης, να παραμείνει ένα... "απολινομένο" Σημαίνον..Σημαίνον ??συναισθηματικά κ συγκινησιακά το Σημαίνον,δύναται να κορυφωθεί σε θρησκευτικό,υπαρξιακό,υστερικά ερωτικό κ ναρκισσιστικό σύνδρομο. Κ κάτι άλλο. Θεωρώ πως ο "Σημασιοδείκτης" κ " εννοιοδιαμορφωτής" είναι το Σημαίνον. Οι Λέξεις. Οι Σκέψεις απλά είναι τα παράγωγα της επί-δρασης κ λειτουργίας του Σημαίνοντος στο Ψυχικό όργανο (φαντασιακό Εγώ ). Αναξιόπιστη η Σκέψη,ως δευτερογενής διαδικασία του Σημαίνοντος,μια κ πανεύκολα του δια-φεύγει κ ενίοτε φτάνει κ το καταχράται ανενδί αστα. Βέβαια το Σημαίνον έχει κ τον πρώτο..λόγο στον... Λόγο κ δεν είναι λίγες οι φορές, που μία "έκρηξη" του Σημαίνοντος,είναι ικανή να επι-φέρει τραγωδίες ! Αρα το Σημαίνον,ως τέτοιο είναι ένα Σημαίνον, τουλάχιστον,τρισδιάστατο. Δηλ.ενίοτε Αληθινό,ενίοτε Ψευδές,κι άλλοτε μισο εδώ, στο Λέγειν κ τ'άλλο μισό στο Ασυνείδητο. Είναι φαίνεται δεδομένο στον ανθρώπινο Λογο, η εξ ορισμού του περαττότητα,ρευστότητα κ πολυ-σημασία, ανάλογα της χρήσης του. Το υποκ.της Ομιλίας λοιπόν, άρα κ της Αγνοιάς του,όχι της..βεβαιότητάς του.. Θεωρώ την Γλώσσα ένα "ζωντανό" οργανισμό,όπου κ εντάσσεται το υποκείμενο κ αλληλενεργούν ενιαία. Αν η Γλώσσα, "ζωντανή" τότε κ τα...παιδιά της, οι Λέξεις κ τα Σημαίνοντα είναι κ αυτά εξ ίσου ζωντα νά. Κ όχι λοιπόν, στεγνά, νοηματικο- ηχητικά μόρια, μικροτσίπς της Μega- Data-Γλώσσας στο κόσμο των...'' think tank Lοgistics '' ! Ναι τα Σημαίνοντα είναι ενεργά κ ζωντανά, όσο κ το σώμα μας. Το ψυχο διανοητικό μας Σώμα, είναι λοιπόν η Γλώσσα μας ! Ας το συν-υποθέσουμε με ερωτηματικό. Συν-αισθάνονται τα Σημαίνοντα ? Νιώθουν οι Λέξεις? Εχει "σώμα" κ όψη η Σημασία? Κ κάθε Σκέψη όνομα ?
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτή η Πρώτιστη, η Καθοριστική σηματοδότηση των Σημαινόντων,που δομούν κ
ΑπάντησηΔιαγραφήστοιχειοθετούν το Ειναι του Ατόμου, σε Υποκείμενο κ που θα γίνει αυτή η ίδια κ
η Πρωτογραφή του Γίγνεσθαι, στο Είναι του. Αυτή η Πρωτογεννής "μετα-γραφή" των
Συμβόλων-Σημαινόντων, στην παρθένα περγαμηνή του ΕΙΜΑΙ του υποκειμένου,η
Πρωτολαλιά του Εγώ, αυτή η '' έσχατη φωνή " του Αρχάνθρωπου ,που μεταλλάχθηκε
σε Λ έ ξ η ! Αυτή η Πρώτη Δομή της Γλώσσας, αυτή η Απαρχή του Λόγου κ της
Ομιλίας, αυτή κ η Μήτρα της Σκέψης κ της Εννοιας, αυτή
η Αιτία κ Δημιουργία, όλων των Πολιτισμών κ των Πεπρωμένων τους.. Κ ποιά η
Αιτία της Γλώσσας ?
Η κόρη της Απόλαυσης, η Επιθυμία ! Που στα καπούλια της Φαντασίωσης,
αχαλίνωτη, καλπάζει κ λεηλατεί, την " Τάξη-των-Πραγμάτων " κ εμφανίζεται
ολοζώντανη, τρισδιάστατη, στα " μασκοφόρα " πλανέματα του Νου κ
της Σκέψης, μέσα από την ιεροτελεστία του Ασυνειδήτου, όπου, ιέρεια η
Επιθυμία, " στριπτιζάρει " με τη σαγήνη της Λίμπιντο κ που αφήνει
στα.."χέρια", της ακοής, του βλέμματος, του σώματος κ του νου, μπερδεμένα με
τις ηδονές, τις αισθήσεις κ τις..ψευδαισθήσεις, ένα-ένα τα πέπλα της, από
μύριες πραγματικότητες, μύριες φαντασιώσεις, μύριους συμβολισμούς κ άλλες
τόσες σημασίες, μέχρι να φανεί, η.." γύμνια " του υποκειμένου, μες την Αλήθεια
του Ασυνειδήτου του, η Σημαινόμενη, πια, εννοια των Σημαινόντων του, η ρήση
του πλήρους Λόγου του, η άρθρωση της Σημασίας του, άρα κ της Αλήθειας του,
όπου το "αρρητο", συμβολοποιήθηκε, από ασυνείδητο απωθημένο, σε συνειδητό
Σημαίνον, δίνοντας την Σημασία στο..ασυμπλήρωτο του Σημαίνοντος-Λόγου, της
Ομιλίας του υποκειμένου. Η Απόλαυση δηλ. του να μιλάς αυτά που λές, με την
σημασία που τα εννοείς κ τα νιώθεις, ως την πλήρη αίσθηση της
ανταποκρισιμότητας, Σημασίας/Εννοιας, με τις αντίστοιχες, Λέξεις/Σημαίνοντα κ
Σκεψεις/σημαινομενα. Αυτή θα πρέπει να είναι κ η μαγεία του πλήρους Λόγου.
Δηλ.η αμφισημική κ πλήρης αντιστοιχία της Σήμανσης- Συμβόλου, με τα εκφερόμενα
Λεχθέντα, στην ατομική ρήση του υποκειμένου. Εφικτό ? Ενίοτε, όχι Πάντα, μήτε
για..Πάντα !!