Ο Γοργίας, ένας επαγγελματίας ρήτορας, ήταν ο πρώτος μεταξύ πολλών ρητόρων που διαδραμάτισαν κάποιο ρόλο στην ιστορία της αισθητικής. Φιλοσοφικά συνδεόταν με την Ελεατική σχολή, συνδυάζοντας την ακραία και παράδοξη μέθοδο σκέψης με τον σχετικισμό των Σοφιστών. Οι τρεις περίφημες οντολογικο-επιστημολογικές θέσεις του, ήταν πως:
1) τίποτα δεν υπάρχει,
2) εάν κάτι υπάρχει δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε,
3) εάν γνωρίζουμε πως κάτι υπάρχει δεν μπορούμε να το πούμε στους άλλους.
Ωστόσο, η κύρια αισθητική του θέση φαίνεται να είναι σχεδόν αντίθετη από την τρίτη επιστημολογική του θέση.
Η θέση του αυτή, που αναπτύσσεται στο Ελένης Εγκώμιον, υποστηρίζει πως τα πάντα μπορούν να εκφραστούν με λέξεις[1]. Οι λέξεις μπορούν να πείσουν τον ακροατή για τα πάντα, ακόμα και για όσα δεν υπάρχουν, είναι μια κραταιά δύναμη και έχουν μαγική ισχύ. Κάποιες μας δυσαρεστούν, κάποιες μας ευχαριστούν, κάποιες μας τρομοκρατούν, κάποιες μας δίνουν κουράγιο. Μέσω των λέξεων, οι θεατές στο θέατρο βιώνουν τον τρόμο, το θαυμασμό, τη λύπη, τον οίκτο αλλά και τα προβλήματα των άλλων σαν να ήταν δικά τους. Ακόμη, οι λέξεις μπορούν να δηλητηριάσουν την ψυχή, όπως ακριβώς κάποιες ουσίες μπορούν να δηλητηριάσουν το σώμα: τη γητεύουν, τη μαγεύουν και την ξεγελούν. Αυτή η κατάσταση καλείται απάτη και ήταν ιδιαίτερα ωφέλιμη στο θέατρο. Ο Γοργίας, λοιπόν, έγραψε για την τραγωδία: «Η τραγωδία […] με μύθους και πάθη, προκαλεί την ψευδαίσθηση ότι αυτός που εξαπατά είναι πιο ειλικρινής από εκείνον που δεν εξαπατά και ότι ο εξαπατημένος είναι σοφότερος από εκείνον που δεν εξαπατήθηκε»[2].
Η θεωρία της εξαπάτησης ή του ιλουζιονισμού, που φαίνεται από κάθε άποψη σύγχρονη, ήταν άλλη μια ανακάλυψη των αρχαίων. Δεν την συναντάμε μονάχα στα κείμενα των Σοφιστών, στις Διαλέξεις[3] και στο Περί διαίτης[4], αλλά απηχεί και στα έργα του Πολύβιου, του Οράτιου και του Επίκτητου. Ωστόσο, αυτός που την επινόησε ήταν ο Γοργίας.
Ο Γοργίας εφήρμοσε τη θεωρία του κυρίως στην τραγωδία και την κωμωδία, αλλά και στη ρητορική. Φαίνεται όμως, πως αντιλήφθηκε ένα ανάλογο φαινόμενο και στις οπτικές τέχνες, συγκεκριμένα στη ζωγραφική, όταν γράφει: «οι ζωγράφοι […] από πλήθος χρώματα και σώματα φτιάχνουν ένα ενιαίο τέλειο σώμα και σχήμα». Το σχόλιο αυτό μπορεί να έχει κάποια σχέση με την αθηναϊκή ζωγραφική, συγκεκριμένα με τη σκηνογραφία, τον ιμπρεσιονισμό, τον ιλουζιονισμό και τις εσκεμμένες παραμορφώσεις που προκάλεσε την προσοχή και άλλων σύγχρονων φιλοσόφων, του Δημόκριτου και του Αναξαγόρα.
Η θεωρία της εξαπάτησης εναρμονίστηκε με τις απόψεις των σοφιστών περί του ωραίου και της τέχνης, τον αισθησιασμό, τον ηδονισμό, τον σχετικισμό και τον υποκειμενισμό τους. Από την άλλη, ήταν μια θεωρία εκ διαμέτρου αντίθετη με τις αντικειμενικές και ορθολογιστικές απόψεις των πυθαγορείων. Αυτή ήταν η μεγάλη αντίθεση που προέκυψε στην πρώιμη αισθητική. […]
Το επίτευγμα των Σοφιστών στην αισθητική, ιδίως εάν θεωρήσουμε τον Γοργία ως έναν από αυτούς, είναι αξιοσημείωτο και περιλαμβάνει: 1) έναν ορισμό του ωραίου, 2) έναν ορισμό της τέχνης (αντιπαραβολή της με τη φύση και την τύχη), 3) παρεμφερή σχόλια περί του σκοπού και της επίδρασης των τεχνών και, 4) πρώιμες απόπειρες διάκρισης του ωραίου και της τέχνης, με την στενότερη αισθητική σημασία.
Η αισθητική των αρχαίων Ελλήνων
Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια: Αλέξανδρος Πέτρου
[ΤΟ ΒΗΜΑ, 2015, σελ. 193 - 196]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου