Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

Η μυθιστορηματική πορεία του Γιώργου Θεοτοκά. Άτομο, Ιστορία, Μεταφυσική. Γιώργος Θεοτοκάς(1905-1966)

γράφει ο Δημήτρης Τζιόβας 


Ο Θεοτοκάς περιγραφεί την Πνευματική Πορεία του σαν «ένα ημερολόγιο που διηγείται την ιστορία ενός πνεύματος "εν κινήσει"». Αν λοιπόν μπορεί κανείς να αποτυπώσει μέσα από τα άρθρα και τα δοκίμιά του τα διάφορα στάδια της διανοητικής του πορείας, θα μπορούσε άραγε να ανιχνεύσει και τα στάδια της μυθιστορηματικής του πορείας; Είναι τελικά ο Θεοτοκάς ένας μυθιστοριογράφος εν κινήσει; Υπάρχει κάποιο σταθερό γνώρισμα στη μυθιστορηματική του πορεία; Ο ίδιος αναγνωρίζει ότι το δαιμόνιο αποτελεί «τη μεγάλη obsession όλης της πνευματικής ζωής» του και το θέμα που δεν έπαψε να τον κυνηγά από την εποχή που έγραψε το Ελεύθερο Πνεύμα. Μπορεί μεν αυτή η εμμονή να είναι γαλλικής προέλευσης ή να οφείλεται στην επίδραση του Ζιντ, εντούτοις φαίνεται να έχει μεγαλύτερη εμβέλεια και βαθύτερες καταβολές, που ξεκινούν από τον Σαίξπηρ και τους Ρομαντικούς και φτάνουν ως τον Ντοστογιέφσκι. Όποια και αν είναι η καταγωγή του «διαμονίου» είναι σίγουρο ότι συνοδεύει τον Θεοτοκά σε όλη τη συγγραφική του σταδιοδρομία.
Ένα πρώτο χαρακτηριστικό της μυθιστορηματικής πορείας του Θεοτοκά είναι οι διάρκειες και οι παύσεις. Τα δύο μεγαλύτερα μυθιστορήματά του ολοκληρώνονται σταδιακά. Χρειάστηκε τρία χρόνια (1933-1936) για να τελειώσει την Αργώ και δεκατέσσερα για να συμπληρώσει την Ιερά Οδό (1950), ενσωματώνοντάς τη στους Ασθενείς και Οδοιπόρους (1964). Επίσης, ανάμεσα στον Λεωνή (1940) και την Ιερά Οδό μεσολαβεί ένα διάστημα μυθιστορηματικής σιωπής, κάνοντας μιας να αναρωτηθούμε αν αυτά τα διαλείμματα αντιπροσωπεύουν και κάποιες τομές στο πεζογραφικό του έργο.

Σε ένα αυτοβιογραφικό και βιβλιογραφικό σημείωμα με χρονολογία 11 Ιουνίου 1946 ο Θεοτοκάς διαγράφει τις περιόδους της λογοτεχνικής του πορείας. Η πρώτη καλύπτει την περίοδο μέχρι το 1940, η δεύτερη την περίοδο της Κατοχής, ενώ για την τρίτη δεν μπορεί να κάμει καμιά πρόβλεψη (γράφει άλλωστε το 1946), μα νιώθει ότι θα είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Αυτό το σημείωμα δείχνει ότι και ο ίδιος ο Θεοτοκάς έβλεπε διάφορα στάδια στη συγγραφική του πορεία και θεωρούσε την Κατοχή ως τομή στο έργο του. Στο ίδιο σημείωμα επίσης παρατηρεί ότι ορισμένα σύμβολα επανέρχονται επίμονα στα κείμενά του όπως το καράβι, το νησί, το Γεφύρι της Άρτας, και καταλήγει:

Επίσης βασικό θέμα τους είναι η ελευθερία, η ανάγκη της ελευθερίας, η αναζήτησή της σε διάφορα επίπεδα. Στα νεανικά χρόνια η διάθεση αυτή εκφράζεται με χαρά και ξενοιασιά. Κατόπι πλουτίζεται με την οδυνηρή πείρα που μας έδωσε η σύγχρονη ιστορία. Το περιεχόμενο της έννοιας «ελευθερία» αλλάζει συχνά: ο γενικός προσανατολισμός μένει.

Όντως η ανάγκη της ελευθερίας διατρέχει το έργο του και θα μπορούσαν να διακριθούν τρεις κλίμακες: ελευθερία του ατόμου, ελευθερία από το άχθος της ιστορίας και ελευθερία από τα αδιέξοδα του βιομηχανικού πολιτισμού. Με αυτό το σκεπτικό θα έβλεπα τρεις φάσεις στο έργο του Θεοτοκά με άξονες: το άτομο, την ιστορία και τη μεταφυσική, και αντίστοιχα σύμβολα το δαιμόνιο, τις σημαίες στον ήλιο και τις καμπάνες. Μπορεί αυτές οι τρεις φάσεις να είναι διαδοχικές, δεν σημαίνει όμως ότι η θεματική κάθε περιόδου επικεντρώνεται αποκλειστικά σε έναν άξονα ή ότι λείπουν οι επικαλύψεις και οι αλληλοδιεισδύσεις της μιας στην άλλη. Για παράδειγμα, το διήγημα «Ουέστμινστερ» (1934), το οποίο συμπεριλήφθηκε πρόσφατα σε μια ανθολογία φανταστικής λογοτεχνίας στα αγγλικά, έχει κάτι από τη μυστηριακή και κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα που συναντάμε αργότερα στις Καμπάνες (1966-1967, οριστική έκδοση 1969).
Το απόσπασμα επίσης από το σημείωμα του 1946 που παρέθεσα παραπάνω μας παραπέμπει όχι μόνο σε μια σταδιακή ιδεολογική μετατόπιση του Θεοτοκά αλλά και σε μια ψυχολογική, από την αισιοδοξία στην αγωνία. Η χαρά της ζωής, η ξενοιασιά, το χιούμορ και το παιχνίδι που κυριαρχούν στην πρώτη φάση του έργου του παραχωρούν βαθμιαία τη θέση τους στην ιστορική εμπειρία, το σκεπτικισμό και το άγχος για το μέλλον. Από το νεανικό σφρίγος και τον ενθουσιασμό του Ελεύθερου Πνεύματος περνάει σταδιακά στη διερεύνηση της ψυχολογικής κρίσης της εποχής, το περίφημο «mal dusiecle», την «αρρώστια του αιώνα», όπως λέει στο σημείωμά του κλείνοντας τον Λεωνή. Και αυτή η αίσθηση της αρρώστιας και της κρίσης τονίζεται ακόμη και με τον τίτλο Ασθενείς και Οδοιπόροι ή εκφράζεται ρητά και από τα πρόσωπα του ίδιου μυθιστορήματος, αν κρίνουμε από τα λόγια της Μαριέτας:

Άρρωστη δεν είναι η εποχή μας; Άρρωστοι δεν είμαστε όλοι μας και γεμάτοι πληγές; Ασθενείς και οδοιπόροι [...].

Η ψυχολογική πορεία του Θεοτοκά συστοιχεί κατά κάποιο τρόπο με την ιδεολογική, δηλαδή την αυξανόμενη επίγνωση ότι το άτομο είναι δέσμιο γενικότερων ιστορικών και τεχνολογικών εξελίξεων και αναζητεί διεξόδους διαφυγής. Ας διερευνήσουμε όμως με κάποια χρονολογική σειρά τη μυθιστορηματική πορεία του Θεοτοκά, ξεκινώντας από τα πρώτα του έργα.
Αν διαβάσουμε τη σημείωση που συνοδεύει την έκδοση της Αργώς του 1936 και περιέχει τον πρόλογο του πρώτου μέρους (1933) και τις πρόσθετες μεταγενέστερες επεξηγήσεις (1936), θα διαπιστώσουμε ότι ο Θεοτοκάς αφενός επιχειρεί «μια γενική κάπως έκθεση της ελληνικής ζωής και των προβλημάτων της εποχής μιας», τοποθετώντας το μυθιστόρημά του «σε μια ορισμένη περίοδο της νεοελληνικής εξέλιξης», και αφετέρου τονίζει ότι, αν και η πορεία της Αργώς τον ξανάφερε εμπρός στα ζοφερά κοινωνικά προβλήματα της εποχής, αυτός δεν πήρε καμιά θέση, επιμένοντας στην άποψη ότι η τέχνη είναι για τον άνθρωπο

αλλά τον άνθρωπο έξω από καθεστώτα και τάξεις και παρατάξεις, τον ελεύθερο άνθρωπο, σ' ό,τι έχει βαθύτερο και αναλλοίωτο.

Είναι εντέλει η Αργώ ένα κοινωνιοκεντρικό ή ατομοκεντρικό μυθιστόρημα; Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει να εξετάσουμε τι κατά τη γνώμη του Θεοτοκά προκαλεί την αλλαγή στην κοινωνία και την ανθρώπινη συμπεριφορά. Είναι οι κοινωνικές συνθήκες και οι ιδέες ή οι ενδιάθετες ψυχικές διαθέσεις και ορμές; Θα πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη μας ότι στη δεκαετία του 1930, με την άνοδο του μαρξισμού στην Ελλάδα, ήταν έντονη η συζήτηση περί αιτιοκρατίας, δηλαδή για το ποιες είναι εντέλει οι κινητήριες δυνάμεις του κοινωνικού και καλλιτεχνικού γίγνεσθαι.
Ο Θεοτοκάς ήδη από το Ελεύθερο Πνεύμα διατυπώνει μια ατομοκεντρική και ρομαντικής υφής αντίληψη για το καλλιτεχνικό φαινόμενο, υποστηρίζοντας ότι ένα έργο είναι «καθρέφτισμα της εσωτερικής ζωής μιας ξεχωριστής ατομικότητας» και ο μόνος τρόπος για να το καταλάβουμε είναι να πλησιάσουμε την ψυχή του δημιουργού. Και συνεχίζει ορίζοντας την τέχνη όχι με όρους καρτεσιανούς αλλά ρομαντικούς:

Τι άλλο είναι η τέχνη παρά η αγωνία μιας ψυχής που υψώνεται προς το άπειρο;

[...]

το έργο τέχνης τείνει να εκφράσει το βαθύτερο νόημα της ζωής μέσα από μια ατομικότητα. [...] Είναι ένα πλεόνασμα εσωτερικών δυνάμεων που ξεσκίζει έναν άνθρωπο για να βγει στο φως, και που βγαίνει ζυμωμένο με το βαθύτερο είναι του, με τον παλμό της ύπαρξής του, με την αγωνία της ψυχής του, με τον πόνο του, τον πόνο του τοκετού

και

Η τέχνη δεν είναι λογική κατασκευή, συλλογισμός, επιχειρηματολογία. Είναι ψυχή προ παντός. Όταν λείπει η ψυχή τα άλλα όλα δεν εκφράζουν τίποτα.

Μπορεί ο Θεοτοκάς να πιστεύει στη σημασία της λογικής και της πειθούς όσον άφορα την επιχειρηματολογία για ιδεολογικά ή κοινωνικά ζητήματα, εντούτοις όμως αναγνωρίζει προτεραιότητα στο σκοτεινό και απρόβλεπτο βάθος της ψυχής όσον αφορά την ανθρώπινη συμπεριφορά και την καλλιτεχνική έκφραση. Με αφορμή τη γοητεία που ασκεί πάνω του η φωνή της Ιφιγένειας, ο αφηγητής στο Δαιμόνιο αναφέρεται στον «άναρθρο και άλογο κελαϊδισμό των ψυχών στα βάθη της μνήμης» και τονίζει:

Οι ποιητές μίλησαν πολύ για τα μάτια της ψυχής. Θα μπορούσε ίσως κανείς να μιλήσει και για μιαν άλλη ανάλογη αίσθηση, για την ακοή της ψυχής   [...].

Η συχνότητα της λέξης «ψυχή» τόσο στο Ελεύθερο Πνεύμα όσο και σε άλλα κείμενα του Θεοτοκά της δεκαετίας του 1930 θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι έχει ρομαντικές καταβολές.
Αλλά και αρκετοί ήρωες του Θεοτοκά στην Αργώ και το Δαιμόνιο θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ρομαντικοί, αναζητώντας το απόλυτο και καταλήγοντας στο θάνατο (Δαμιανός Φραντζής, Λίνος Νοταράς, Τζιν Μάρτιν, Ρωμύλος Χριστοφής). Οι επαναστάτες και οι αιρετικοί είναι είτε επίδοξοι συγγραφείς (Νικηφόρος Νοταράς) είτε ανακαλύπτουν κάτι το καλλιτεχνικό μέσα τους, όπως ο Δαμιανός Φραντζής πού ανακαλύπτει εντέλει το δαίμονα της ομορφιάς. Ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος της Αργώς οι αναφορές στον ρομαντικό ποιητή Τζων Κητς (John Keats) είναι αρκετά συχνές και τονίζονται ακόμη περισσότερο με την επίσκεψη της Μόρφως στον τάφο του στη Ρώμη. Ο παραλληλισμός του Κητς με τον Αλέξη Νοταρά υποβάλλεται έντονα στο μυθιστόρημα, ενώ η ρομαντικά χλωμή και ρουφηγμένη φυσιογνωμία του έρχεται σε αντίθεση με τη γερή και ροδοκόκκινη μορφή του θετικιστή Μανόλη Σκυριανού.
Κατά κάποιο τρόπο, πρότυπο των μυθιστορηματικών προσώπων του Θεοτοκά είναι ο ρομαντικός καλλιτέχνης: εγωκεντρικός αντάρτης και επίδοξος αναμορφωτής. Με βάση αυτό τον τύπο αναπτύσσεται η φυσιογνωμία και η δράση του πολιτικού Παύλου Σκινά στην Αργώ, ενώ ακόμη και η εικόνα του Βενιζέλου φαίνεται να προσαρμόζεται στο πρότυπο του καλλιτέχνη-ήρωα, καθώς η γοητεία και η υπεροχή του δικαιολογούνται με όρους καλλιτεχνικού ύφους:

ο Πρόεδρος Ελευθέριος Βενιζέλος, γιος του Οδυσσέα, όλο νεύρο, πάθος, δύναμη, πνεύμα και κυρίως τέχνη. Γιατί ο άνθρωπος αυτός είτανε προ παντός καλλιτέχνης, ένας καλλιτέχνης που εκφραζότανε με τις γραμμές της δράσης, με το ρυθμό των γεγονότων, με την εναρμόνιση των περιστάσεων, με τον κομψό και πνευματώδη χειρισμό των μεγάλων και τυφλών ομαδικών δυνάμεων, ένας άνθρωπος που είχε συλλάβει ένα style, ένα ύφος, στην υπηρεσία της Ελλάδας.

Η εικόνα του ρομαντικού καλλιτέχνη, που υπερβαίνει τις κοινωνικές συμβάσεις, που τον διακατέχει το πάθος της περιπλάνησης, της αναμόρφωσης και της δημιουργίας, θέλοντας να αφήσει το στίγμα της προσωπικότητάς του παντού, είναι διάχυτη στο πρώιμο έργο του Θεοτοκά.
Η καλλιτεχνική δημιουργία στην   Αργώ περιγράφεται με όρους ρομαντικής έξαψης και απογείωσης από την πραγματικότητα:

Στην αρχή κάθε αληθινής δημιουργίας υπάρχει πάντα μια αυθόρμητη συγκίνηση, ένα σκίρτημα, ένα ξεχείλισμα της ψυχής, μυστηριακό πλεόνασμα ζωικών δυνάμεων, που χύνεται μοναχό του, την ώρα που θέλει αυτό, και καμμιά εξωτερική πίεση δεν μπορεί να το σταματήσει. Σαν τη λάβα, που βγαίνει από τον κρατήρα ακατάσχετο ποτάμι φωτιάς, προτού γίνει πέτρα. (τόμ. Α', σ. 305-306)

Η τέχνη και η ποίηση τελικά είναι εσωτερικό ξεχείλισμα, κατάργηση της βαρύτητας, αναζήτηση του απόλυτου και του ιδανικού. Καλλιτέχνες, ονειροπόλοι και επαναστάτες στα έργα του Θεοτοκά μοιράζονται τη «φωτιά στην ψυχή». Είναι αυτή η φωτιά που ξεχωρίζει την Ιφιγένεια Χριστοφή αλλά και τον Δημητρό Μαθιόπουλο· είναι άλλωστε το πάθος και η πίστη, που διακρίνει σε αυτόν ο Δαμιανός Φραντζής, και όχι η δύναμη των ιδεών αυτά που τον κάνουν να αλλάξει και να γίνει κομμουνιστής, εγκαταλείποντας τον στενόμυαλο εθνικισμό του. Κινητήριες δυνάμεις δεν είναι δηλαδή οι κοινωνικές συνθήκες ούτε οι ιδέες αλλά τα ψυχικά ορμέμφυτα: η θέληση, η δόξα, η φιλοδοξία. Έτσι όμως ο μετασχηματισμός των προσώπων δύσκολα μπορεί να γίνει ορατός και να αποτυπωθεί αφηγηματικά μέσω της δράσης.
Ο σκοπός του μυθιστορήματος, σημειώνει στην Αργώ ο Λάμπρος Χρηστίδης, μια persona του Θεοτοκά,

είναι η δημιουργία ζωής — δημιουργία ανθρώπων πρώτα-πρώτα, κ' ύστερα, συνθετικά, δημιουργία ενός ανθρώπινου συνόλου, μιας ανθρώπινης ατμόσφαιρας  [...]. (τόμ. Α', σ. 67)

Πέρα από το γεγονός ότι με βάση αυτή τη δήλωση το άτομο αναδεικνύεται σε βασική μονάδα του μυθιστορηματικού σύμπαντος, αξίζει να επιμείνουμε στη «δημιουργία ζωής», που σαν έννοια κυκλοφορεί αρκετά στην Αργώ. Η «ζωή» στην Αργώ δεν σχετίζεται με τις ιδέες αλλά με την ορμή, τη ζωντάνια και το πάθος· έχει κάτι το δυναμικό και καθόλου στατικό. Στον άψυχο κόσμο των βιβλίων αντιπαραβάλλεται η απειθάρχητη ορμή και το ξεχείλισμα της νεανικής ζωντάνιας (τόμος Α', σ. 123-125) και δεν είναι τυχαίο ότι η συλλογή ποιημάτων του Αλέξη Νοταρά τιτλοφορείται Χαρά Ζωής. Αλλά και ο Ευριπίδης Πεντοζάλης θεωρεί την εντατική ζωή προϋπόθεση της δημιουργίας:

Ένας άνθρωπος που δε ζει δεν μπορεί να γίνει αληθινός δημιουργός. Οι αρχαίοι ζούσαν. Το έργο μας πρέπει να είναι το περίσσεμα μιας εντατικής ζωής.

Τον Θεοτοκά τον ενδιαφέρει το βαθύτερο νόημα της ζωής και όχι οι επιφανειακές εκδηλώσεις της:

Για μένα ο σκοπός της τέχνης είναι να εκφράζει το βαθύτερο νόημα της ζωής κι όχι τις εξωτερικές εκδηλώσεις της. Για να το εκφράσει δεν υποτάσσεται στην εξωτερική πραγματικότητα, αλλά την υποτάσσει, την ξαναπλάθει με την αυθαιρεσία του ποιητή, ανακαλύπτει την ποίηση που βρίσκεται χυμένη παντού μες στη ζωή, τη συγκεντρώνει, τη συμπυκνώνει.

Ως πρωταρχικό σκοπό της λογοτεχνίας θεωρεί την έκφραση των κρυμμένων δυνατοτήτων και όχι την αντιγραφή της πραγματικότητας. Ο  Θεοτοκάς  φαίνεται να μην  επιμένει τόσο στη ρεαλιστική απόδοση της πραγματικότητας όσο στην ανάδειξη του βάθους της:

Προορισμός της λογοτεχνίας δεν είναι μονάχα να αντιγράφει με πολύ ή λίγο τάλαντο εκείνο που υπάρχει στην πραγματικότητα (όπως νομίζει η στρατιά των ρεαλιστών και νατουραλιστών), αλλά προσέτι να εκφράζει και τις κρυμμένες δυνατότητες της πραγματικότητας, να προσπαθεί να ζωντανέψει και εκείνο που μπορεί να υπάρξει αργότερα.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου