Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

ΠΡΟΣΩΠΑ ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΛΗΒΑΝΙΩΤΗΣ

Το cantus firmus φιλοξενεί έναν ποιητή που μοιάζει σαν μία ζωντανή αναφορά στην ζωγραφική της Ευρώπης και της Ελλάδας.Θα προσπαθήσουμε να μεταφέρουμε έστω και ένα μικρό μέρος της εξαίσιας ποιητικής φιγούρας του που χάνεται μέσα στην πυκνότητα των λυρισμών και των περίτεχνων ανθολογιών στην εποχή της ταχύτητας. Ευχαριστούμε τον Γιάννη Σκληβανιώτη για την μικρή συνέντευξη-παρουσίαση.





Το μέγα ψεύδος

                                                                                             Kim Hong Do
                                                             1745 - 1818

Σε τρία μεγάλα ριζόχαρτα κι επί όνου καθήμενος
με την φαρδιά ρόμπα γεμάτη παλιμψήστους
με οδήγησες στην τροπική νύχτα και μου αποκάλυψες
κάτω από τις πανύψηλες ομπρέλες του δάσους
την ύπαρξη του μετά ταύτα αναλλοίωτου φωτός

Τοποθέτησες στις γραμμές των αιχμηρών βράχων
των απογυμνωμένων κλάδων
και των ιπτάμενων υδάτων
την μαγεία
του μη υπάρχοντος αντιληπτού

Μου δίδαξες με την ηρεμία του κύκλου της γαστέρας
και τις ατρίχου κεφαλής
τις δυνατότητες των μουσικών οργάνων
με τις πολλές μικρές αλήθειες
να συνθέτουν το μέγα ψεύδος





 Αισθήσεις

                                       Egon Schiele

Αν και από χρόνια κατοικείς
στ’ απομακρυσμένα και σκονισμένα δώματα
σου λέω για το βαλς που μου έμαθες τότε
Δεν μιλώ για τους αυτοσχεδιασμούς της πικρής
                                                                    μοναξιάς
παρά για τη μαρμαρυγή και το ρίγος
της μαύρης μετάξης και της μικρής εξαδέλφης
αγγίζοντας γυμνή

Βασανιστική αναζήτηση που άνθισε
στις άκρες των δαχτύλων
με μόνα ενδύματα
τον ευμετάβλητο υδράργυρο του κατόπτρου

Ω ομορφιά ήχου εγχόρδων
στους υψηλούς τόνους των πλανητών
Ω θερμότητα μήτρας
που ένοιωσες βυθισμένος σε τρύπα γης
σκάβοντας Γενάρη μήνα
για να φυτέψειςς δέντρο




Χρώματα επί μαύρου με τάξη τοποθετημένα

                                                               Edvard Munch

Ασθμαίνοντες δρομείς των γραμμών της παλάμης
κι εραστές λίθων και λουλουδιών
χορεύουν στο κρυφό γιαλό
κάτω από το φως κίτρινου μαχαιριού
που πληγώνει τα νερά

Έχουν μεταξύ των ώμων τους
μπουκέτα νυχτολούλουδα λιγοθυμικά
στη θέση της κεφαλής ου απορρίφθηκε
στις λεωφόρους υγιεινών περιπάτων
στις αιωρούμενες γέφυρες ερώτων
στα δωμάτια των θλίψεωνμ
με τις κόγχες κενές ή μάλλον
διόδους ψυχρών ανέμων

(Από τη συλλογή «Μια φέτα φεγγάρι» εκδ. Καστανιώτη 1995)






Εικόνες από μια έκθεση

Σε μια αίθουσα του μεγάλου μουσείου της Φλωρεντίας
μεταξύ του χρυσού των αγίων και των αγγελικών παγετώνων,
σε τέσσερες πίνακες, στο φυσικό μέγεθος των σωμάτων
των ανθρώπων, οι πρωτόπλαστοι ανθοφορούν τη γυμνή
γοητεία των σωμάτων τους.

Ζωγραφισμένο, κάθε ζευγάρι, απ’ τους ονομαστούς
εκείνων των παλιών ημερών τεχνίτες Ντύρερ και Κράναχ,
είναι τοποθετημένοι ακριβώς αντικρυστά,
στους τοίχους μιας σχετικά μικρής αίθουσας.
Αυτό δημιουργεί την αίσθηση μιας μεταξύ των συνομιλίας
ή  μάλλον, του αποτελέσματος μιας διήγησης ενός εξαιρετικού
συμβάντος.
Διήγηση που ίσως είχε και σκοπό να παρακινήσει
το ένα τα’ άλλο ζευγάρι στη γνώση μιας συναρπαστικής εμπειρίας

Την ηδονή της γνώσης ή τη γνώση της πλήρους ηδονής,
τη διαχεόμενη σε φωτεινές εκλάμψεις στα πρόσωπα
και στην εκρηκτική γραμμή των όρθιων σωμάτων των αφηγουμένων·
έντονα διεγερμένη επιθυμία και αιδημοσύνη απειρίας και άγνοιας
στην έκφραση και τη διστακτικότητα της κίνησης των ακροατών.

Η εικαστική καθαρότητα των χρωμάτων και η σαφήνεια των σχημάτων
αφήνει άθικτα τα μυστήρια του μύθου.
– Οι πρωτόπλαστοι παρουσιάζονται πριν από την αποπομπή ή μετά
από αυτήν;
 - Υπήρξε αποπομπή δική τους ή του αποπέμψαντος;

Ούτε φίδι ούτε μήλο, παρά μόνο ίσως το ξύλο από το Δέντρο,
πάνω στο οποίο είναι ζωγραφισμένοι οι πίνακες.
Και τα καθαρά σημάδια από την αποκοπή των ομφάλιων λώρων,
πράγμα που προκαλεί αμφισβητήσεις πατρότητας
του κατ’ εικόνα και ομοίωσιν.

Ρωτήματα που τις απαντήσεις τους κρατάει το μεγάλο ποτάμι
που πλέει και ξαναχτίζει ανάστροφα με πηλό την πόλη στις όχθες του.


(Από τη συλλογή «Μουσικά παρακείμενα» εκδ. Καστανιώτη 1997)


  




Σπουδές 1

ιε’

Κόκκοι της άμμου
γνωστοί της ποίησης
πάντα ίδιοι
αναυξομείωτοι
ανοξείδωτοι
παλινδρομικά αυτομεταγγιζόμενοι
μέτρο έγκλειστου κενού
με ιριδίζουσες ψευδαισθήσεις
κατά το προσπίπτον φως στο γυαλί
από την εκάστοτε θέση
Σχισμένα ενύπνια
Ανεπίδοτων κλήσεων


λβ’

                                      «Ένδον σκάπτε· ένδον η πηγή του αγαθού
                                             και αεί αναβλύειν δυναμένη εάν αεί σκάπτης»

                                                                                                Μάρκος Αυρήλιος

Τί να σκάψεις Μαρκ’ Αυρήλιε
Τα ρωτάματα από καιρό πεθαμένα
Γυάλινες μπίλιες πολύχρωμες τα μάτια μας
στα σκουπίδια της πόλης
με το ράμφος ψαρεύουν οι γλάροι
και μ’ ένα
των λευκών τους φτερών
λες κι ακίνητων
πέταγμα
μες τη θάλασσα θάβουν
Μ’ άδειες κόγχες τι να ψάξεις
κι η θάλασσα δεν σκάβεται

Τι να σκάψεις Μαρκ’ Αυρήλιε
Οι παλιές μας οι πέτρες πονάνε
και στης νύχτας ζητάνε
τη γαλήνη ν’ αφήσεις






Σπουδές 2

γ’

                                          Νίκος Καρούζος

Άπτομαι
της συνουσίας
μιας ηλιαχτίδας
κι ενός απόβροχου πρωινού
Της Κυριακής
των παλαιών αντικειμένων
Του αδέσποτου
ενός αποσπασμένου φτερού
Της θλίψης
μιας θάλασσας
που καθεύδει το ιώδες
Της αθωότητας
ενός ευκαιριακού πιστού


δ’

                                    Ανδρέας Εμπειρίκος

Ω εξαίσιες μηχανές
παραγωγής παρελθόντος
αδιαλείπτως
στις προτομές σας καταθέτουν
σίελο πράσινο
ως κότινο δοξαστικό
αδηφάγες έρπουσες κάμπιες

στ’

                                                Γ.Σ.
                             
Χωνί φωνογράφου
όπου ακούγονται οι αγαπημένες φωνές τους
Για τον προβληματικό ήχο του
και το πεπαλαιωμένο του μηχανήματος
ο μόνος που δεν φταίει είναι ο σκύλος
Ίσως είναι αυτό το ξαφνικό
ν’ ανακληθεί ο ήχος
απ’ το απύθμενο που χάσκει μπροστά μου
Ή ότι μου αρέσουν πολύ οι μουσικές
Μόνο που βάζω δικά μου άλογα
Χωρίς χαλινάρια


ζ’

                                  Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

Αγέρας κόκκινος υφαίνει
σπίθες αγδίκιωτες από στουρνάρι
απ’ το Βιθνάρ απ’ την Γκερνίκα
μέχρι το Δίστομο μέχρι τα Γιούρα
δένει λιθάρι το λιθάρι

Ένα πανί από ασβέστη
στα μάτια του θολά και κρύα
έν’ Αυγουστιάτικο φεγγάρι
πέταλο ασημένιο και λαβώνει
τη σιωπή της πέτρας

Χτυπάτε τις παλάμες ρυθμοκράτες
οι μαύροι ταύροι να βοσκήσουν
φλόγες και κίτρινα λεμόνια
άντερα σύρμα τεντωμένο
το κάντε χόντο να ηχήσουν



θ’

Αν δεν λαβώθηκες
όταν στόμωνες το αίμα
με κάτουρο και χώμα
μη ζητάς να γιάνεις τώρα
κακοφορμισμένα όνειρα
με δυο λευκοπλάστες ποιήματα



   (Από τη συλλογή «Άσμα θραυσμάτων» εκδ. Καστανιώτη 1998)





Από τις σημειώσεις
μιας μεγάλης εβδομάδας


1
Έβραζε τα ψάρια με τα λέπια
Γιατί φοβόταν το σκοτάδι

2
Κάθε που τον αποφυλάκιζαν
Του έπλενε τις μαύρες φτέρνες
Και τα μακριά μαλλιά της
Άγγιζαν το χώμα

3
Τί ήταν αυτό το κόκκινο στο χώμα;
Κοίταξε τον τοίχο που γράφανε τη νύχτα
Και γράμματα δεν είχε

4
Ένα ρόδι έσταξε ιδρώτα στο μέτωπό του

5
Με τ’ ανάποδο του χεριού του
Σκούπιζε τη μύξα του τάχα

6
Τρυπούσε τα γιασεμιά με πευκοβελόνες
Κι από τον πόνο που ευώδιαζε
Γεννιόταν έρωτας



(Από τη συλλογή «Σκόρπια κι αταίριαστα» εκδ. Καστανιώτη 2004}






Προς ναυτιλλομένους


Αφήστε λοιπόν τις πένες εσείς που δεν διαβήκατε πέρα από τις λέξεις.
Που αποστρέψατε το βλέμμα από τη λευκότη των θαλάμων
Και δεν κλείσατε με τα δάχτυλα, με στοχασμό, κάποια βλέφαρα.
Που πατάτε απρόσεκτα το φεγγάρι στη λίγδα της ασφάλτου
Κοιτώντας στον ουρανό το είδωλό του.
Που βλέπετε το γλάρο σαν πουλί λευκό κι όχι σαν πτήση.
Που δεν ταξιδέψατε περνώντας έξω από αποθήκες με μπαχάρια
Κι αγναντεύατε τα καράβια στον ορίζοντα χωρίς επιβάτες και φορτίο.
Που δε λάβωσε το πλεμόνι σας μηχανόλαδο και νάφθα
Και δεν προσκυνήσατε τις άγιες των λιμανιών.
Που δεν ακούσατε να διηγούνται ιστορίες οι εκτελεσμένοι
και δεν προβλέψατε την αυτοκτονία του Μαγιακόφσκι.
Εσείς που δεν καταλάβατε ότι άντρας και γυναίκα
Όντας ο ένας μέσα στον άλλον είναι ο αριθμός Ένα
Που αρχίζει τη γεωμετρία του σύμπαντος.
Που δεν μάθατε πως του λόγου το ψαχνό τρέχει αίμα αν το μαχαιρώσετε   
        

(Από τη συλλογή “Jazz” εκδ. Μπαρτζουλιάνος 2010)



























 Το βαλς των μικρών στιγμών


Βρέχει
 Ένα εισιτήριο ταξιδεύει μόνο του στο ρυάκι του ρείθρου
Εκείνη το κοιτάζει με μάτια θάλασσας
Σηκώνεται κύμα νύχτας
Της ζητώ να χορέψουμε
Στριφογυρίζουμε πάνω στα φύλλα των δέντρων
Στο καχεκτικό φως των λαμπτήρων
Το άγαλμα καθισμένο στο παγκάκι καπνίζει και μας κοιτάζει
Εμείς χορεύουμε στο κατάστρωμα του εισιτηρίου
Στη μουσική των μικρών ωρών
Η βροχή μας ντύνει νόστο
Ζωγραφίζει τα σώματά μας
με την τρυφερότητα της πρώτης βλάστησης
Οι σταγόνες κρατούν το ρυθμό των στιγμών
Εμείς χορεύουμε στην πίστα του ρολογιού της πόλης
Η βροχή σβήνει τις ώρες του. Ήταν αφελείς ζωγραφιές
Οι δείχτες του ποτέ δεν προσδιόριζαν κάτι
 Ή όχι, προσδιόριζαν το ρυθμό του χορού
Το άγαλμα σβήνει το τσιγάρο του
Μας προσφέρει ευγενικά το βάθρο της ακινησίας του
και μια χεριά βρεγμένα εσπερινά λουλούδια
Βρέχει
Το εισιτήριο ταξιδεύει
Εμείς χορεύουμε το βαλς των μικρών στιγμών
Εμείς ταξιδεύουμε. στο κατάστρωμα του εισιτηρίου
Η βροχή σβήνει τις ώρες
Το άγαλμα μας προσφέρει το βάθρο της ακινησίας





 (Από τη συλλογή «Σονάτες για φωνή και σιωπή» εκδ. Μπαρτζουλιάνος 2012)




Διάτα στον Μαύρο εσύ δώσε

                                                                                               Στον Άκανθο

Κοίτα χάραμα νάναι σα ρθει η ώρα για κει που θα κινήσεις
Το ζο μη ζαλώσεις με πραμάτεια, μήδε χάμουρα πλουμιά
μήδε γκέμια με χάντρες για τα κακά τα μάτια
Μόνο γυμνός σαν τότε πούρθες στη ράχη του πήδα
- μη αντεριέσαι, αντρίκια ειν’ τα δέντρα το χειμώνα χωρίς φύλλα
σφιξ’ τα κανιά στου μαύρου τα παΐδια
αγκάλιασε σφιχτά το σβέρκο του κι αμόλα
Σε κοιμισμένες πολιτείες με κόκαλα σπαρμένα σε μπαΐρια
σε νερομάνες στέρφες με μαρμαρωμένα ξωτικά
σε σχολασμένα πανηγύρια
θ’ ακούγεται το πέταλο σ’ αποσταμένα καλντερίμια
Κι ως έρθει το γέρμα χωρίς ταχιά
κι ιδρός σα στάξει στο φαρί στη μαύρη τρίχα
στου Μαυροπόταμου το έμπα μη ξεχνιέσαι
Γρίκα της βάβως το νανάρισμα στιγμή στερνή
του Πετρολούκα τ’ αρμυρό το μοιρολόι
και διάτα στον Μαύρο δώσε συ το ξύλο αργά να λάμνει
για του κάτω κόσμου τ’ αχολόι




Ανεργία


                                              Μπέρτολτ Μπρεχτ 
                                               
Τα μοτέρ, οι τροχαλίες σταμάτησαν Μαρία
και δεν έχω μάθει να βάζω τα χέρια
στις τσέπες μου νεκρά·
Κρεμασμένα μένουν έξω και πονάνε
κι ένα χαμόγελο από σένα αποζητάνε
όπως μου χάριζες μέχρις εχθές.
Μην περιμένεις το λουλούδι
απ’ του δρόμου το φανάρι
μαράθηκε μαζί με το χαμόγελο
του τρομαγμένου εμιγκρέ.
Και τ’ αφεντικό μας λέει πως είναι στενεμένο
τρέμει μην πέσει το δικό του το κουβέρνο
και δε μπορέσει στα ξένα κεραμίδι ν’ αγοράσει
γιατί δεν ξέρει, λέει, κι αυτού τι ξημερώνει .
Μη κλαίς Μαρία κι αυτό θε να περάσει
δεν έχουν άπραγα μείνει ποτέ τούτα τα χέρια
κουμάντο θα κάνουν μαζί και μ’ άλλων πονεμένα
για να σου φέρνω πάλι ένα λουλούδι.
Κι ίσως να μην είναι και τούτο παραμύθι
ίσως για λόγου τους αρχίσουν να δουλεύουνε ξανά.



  

(Από τη συλλογή «Μεταμορφώσεις» εκδ. (.poema…) 2013)

   


Ναι, λέξεις πτωχευμένες τώρα κουβαλάμε.
Δεν μπορούν πλέον να αρθρώσουν της γης και τ’ ουρανού τη γλώσσα.
Αποκόπηκαν απ’ της ψυχής το ζείδωρο αποκτώντας του πάρε δώσε αξία.
Φθαρμένες, χωρίς αντίλαλο, χωρίς γιοφύρι ίριδας,
δεν φτάνουν να δονήσουν του ίμερου τον αναμένοντα υμένα.
Τις άδειασε από σάρκα ο χρηστικός αυτοματισμός.
Ορφανές από τους ήχους της απρόβλεπτης θάλασσας
από τις  χρησμικές λαλιές των πουλιών του Τειρεσία
απ’ της πανσέληνου το νεύμα, το έγκαυμα του ήλιου
του στέρνου τους ταχύκαρδους χτύπους
πώς ν’ αγγίξεις μ’ αυτές, το μίλημα του έρωτα ή του θανάτου;
Κι έτσι επιστρέφεις στους σωρούς των κατεδαφισμένων
αναζητώντας κείνες τις παλιές, των κηλίδων από αίμα
των μετάλλων που δάγκωναν τους τοίχους
και της ταπεινωμένης της σημαίας.
Αυτές που έθρεψαν οι ρίζες των ανώνυμων
για το δέσιμο των καρπών του μύθου…
Κι ας μην υπάρχουν παρανοήσεις
δεν πηγαίνεις εσύ σ’ αυτές, εκείνες έρχονται σε σένα ακάλεστα και φορτικά.
Κι είναι αυτές τώρα χωρίς ήχο, που σου μιλάν με ενδιάμεσο τη σιωπή.



Στο ποίημά σας "Το μέγα ψεύδος" συνομιλείτε με τον κινέζο ζωγράφο  Kim Hong Do μιλώντας του όπως ο μαθητής σε έναν σπουδαίο δάσκαλό του.  Μπορεί η ποίηση να διδαχθεί μέσα από άλλες τέχνες όπως η ζωγραφική ή η μουσική;
Πιστεύω ότι το επανειλημμένα διατυπωμένο πως η ποίηση εμπεριέχει όλες τις άλλες Τέχνες, ανταποκρίνεται σε μια αναμφισβήτητη αλήθεια. Αυτό ωθεί συνειδητά ή ασύνειδα τον ποιητή στην επαφή με αυτές, σαν παιδαγωγούς στην «ενηλικίωση» της δημιουργίας του ως προς την αρμονική συνύπαρξη στο ποιητικό του έργο, του πλούτου των μεταφορικών εικόνων, του ρυθμού της μουσικότητας. Αν δεχθούμε πως η έμπνευση γεννάει ένα ποιητικού «νηπίου», η συνδρομή εμμέσως των άλλων Τεχνών μπορεί να συμβάλει στην εκμάθηση και αρτιότητα του εκφερόμενου λόγου του. Εδώ θα ήθελα να διευκρινίσω ότι αναφέρομαι της διαμόρφωση της μορφής, ένας παράγοντας το ίδιο σημαντικός με το περιεχόμενο. Αν δεν υπάρχει αυτή η συνύπαρξη, κατά τη γνώμη μου, η αρτιότητα του ποιήματος θα δημιουργεί ερωτηματικά.
Τώρα δυο λόγια μόνο για το περιεχόμενο.
Το διατυπωμένο από τον Χάιντεγκερ ότι «Το ποίημα είναι της ποίησης και συ το μεταγγιζόμενο αίμα της» με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο. Οι υπαρξιακοί μας, οι κοινωνικοπολιτικοί μας προβληματισμοί, η θεία μετάληψης του Έρωτα, η συνομιλία με το θαύμα του διαρκούς αναγεννώμενου της φύσης, είναι Το δικό μας μεταγγιζόμενο «αίμα» στο «ποίημα της ποίησης». Η ανάλυση των στοιχείων και οι δείχτες ευαισθησίας και προβληματισμού αυτού του «αίματος», δείχνουν και το βαθμό της αρτιότητας του. Ως προς αυτό αποφαίνεται ο «επαρκής αναγνώστης».    

Επηρέασε η προσωπική σας στενή φιλική σχέση με ζωγράφους όπως ο Μπότσογλου, ο Τσόκλης, ο Ρόρρης, ο Ψυχοπαίδης κ.ά. την γραφή σας;
Χωρίς να μπορεί να απαντήσει κάποιος με σιγουριά, θεωρώ ότι και με βάση τις απαντήσεις μου στην προηγούμενη ερώτηση, εμμέσως θα πρέπει να έχει συμβεί αυτό και όχι μόνο με αυτούς που ίσως να έχουν συμβάλει και οι συζητήσεις μαζί τους για την Τέχνη γενικότερα. Σημαντικά  πρέπει να έχουν συμβάλει και οι δημιουργίες των μεγάλων σύγχρονων και περασμένων εποχών ζωγράφων όταν μου δινόταν η ευκαιρία να έρθω σε επαφή με το έργο τους στα διάφορα μουσεία της Ευρώπης.     
                                                                             
Έχετε κάνει μουσικές σπουδές. Ποια η σχέση της ποίησης με την μουσική,  εάν υπάρχει;
Νομίζω ότι η ερώτηση αυτή καλύφθηκε από την πρώτη απάντηση. Βέβαια να προσθέσω ότι οι εξάχρονες σπουδές μου στη κλασσική μουσική και η συνεχής επαφή μου μ’ αυτή, υπήρξαν ουσιαστικοί παράγοντες διαμόρφωσης της όποιας αξίας ποιητικού μου λόγου.

Πως ξεκινήσατε να γράφετε και ποιος ποιητής υπήρξε ο αγαπημένος σας;
Να γράφω, να διαγράφω και να σκίζω ξεκίνησα από την εφηβική μου ηλικία. Η πρόωρη προσέγγιση μου όμως με το έργο των μεγάλων δημιουργών Ελλήνων και ξένων, μου ανέστειλε την επιθυμία να δώσω στη δημοσιότητα τα όποια πονήματά μου, γιατί αμφέβαλα αν αυτά είχαν καν πλησιάσει το «πρώτο σκαλοπάτι» της ποίησης, αλλά ούτε ακόμα το ρείθρο που προηγείται από αυτό. Μόνο στην επιμονή του φίλου μου ζωγράφου του Χρόνη του Μπότσογλου, το τόλμησα, αργά το 1993. Ο χρόνος πλέον ο μόνος έγκυρος κριτής θα αποφανθεί αν η ποίηση μου ψέλλισε κάτι.
Ως προς τον ποιητή που αγαπώ, μου είναι πολύ δύσκολο να αναφερθώ σε κάποιους, γιατί είναι πολλοί. Θα πω μόνο ότι οι πρώτες μου αγάπες ήταν ο Ρίτσος ο Σεφέρης κι ο Καρούζος. Πάντοτε βέβαια ο Σολομός, ο Καβάφης, ο Κάλβος οι μεγάλοι μου δάσκαλοι, κι από ξένους ανάμεσα στους πολλοί, οι Μαγιακόφσκι, Τσβετάγιεβα, Αχμάτοβα, Μπρέχτ, Ρεμπώ Βαλερύ, Ουίτμαν, Λόρκα, Πάουντ, Κάμινγκς,  και τόσοι άλλοι ισάξιοι μ’ αυτούς, που δεν θα πρόσθετε κάτι η αναφορά τους  

Ποια η σχέση σας με τα κινήματα και τα ρεύματα τέχνης παράδειγμα τον υπερρεαλισμό;
Αν αφαιρέσει κανείς τους βασικούς παλιούς πυλώνες τον Κλασικισμό και τον ρομαντισμό, οι διάφορες σχολές και ρεύματα, πέρα από πειραματισμοί, υπήρξαν αναγκαιότητες των εποχών με βάσει την καλύτερη έκφραση των σε εξέλιξη, κοινωνικών και φιλοσοφικών τους προσεγγίσεων. Αυτές συνέβαλαν πολύ και στην διατύπωση του σύγχρονου με τις εποχές λόγου, αλλά είχαν την τύχη της παροδικότητας όπως  άλλωστε και οι εποχές.

Πως μεταφέρεται η πολιτικοκοινωνική και πνευματική κρίση που βιώνει η Ελλάδα στην ποίηση;
Μεταφέρεται σ’ ένα βαθμό από λίγους ακόμα, πράγμα αναγκαίο, αλλά ακόμα με τρόπους και αμφισβητήσεις που είναι συνυφασμένοι με τη ρευστότητα της πολιτικοκοινωνικής κατάστασης. Στα όρια πλέον μια παγκοσμιοποιημένης καπιταλιστικής οικονομίας, και όχι μόνο της χώρας μας, προσωπικά βλέπω να πραγματοποιούνται ανατροπές με γρήγορους ρυθμούς σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, πράγμα που όπως συμβαίνει πάντα θα επηρεάσει και την ποίηση.                                                          
 Δυστυχώς είναι πολλοί, που συγχωρέστε με είναι αφύσικα πολλοί, που καταγίνονται με την στιχουργία των περί έρωτος ανέμων και υδάτων. Είναι γνωστή και θαυμαστή η ευαισθησία του λαού μας στα τεκταινόμενα, αλλά από το να επιχειρείτε αυτή η ευαισθησία να μετατρέπεται σε «ποίηση» κατασκευασμένη, γίνεται πολλές φορές φαιδρό. 

 
Ποια η σχέση σας με τον παραδοσιακό στίχο;
Όπως η σχέση μου με όλους τους τρόπους και μορφές του ποιητικού λόγου. Γράφω με τον τρόπο που απαιτεί το περιεχόμενο του ποιήματος, με την μορφή που υπαγορεύει αυτό. Η ένταξη μου σε σχολές ποτέ δεν με συγκίνησε.


H παράδοσή μας, τα δημοτικά τραγούδια, τα έπη, οι τραγωδίες μας, αναδύονται μέσα από αναφορές σας μέσα στα ποιήματά σας. Νοσταλγούμε το παρελθόν ή το ζούμε ως κάτι το σημερινό;

Συνυπάρχουν και η νοσταλγία και βίωση τους στην σημερινή πραγματικότητα μέσω της δυναμικής των ερωτημάτων και των απαντήσεων που έβαλε το παρελθόν και επιζούν με την ίδια ένταση δια μέσω  των αιώνων μέχρι και σήμερα.

Ποια η γνώμη σας για την ποίηση του Διαδικτύου;
Με σημαντικές λίγες εξαιρέσεις αρνητική. Αν και δεν είμαι ο πλέον αρμόδιος για να κρίνω αντικειμενικά.

Τι θα συμβουλεύατε έναν νέο ποιητή;
Πέρα από τον εσωτερικό του μονόλογο, να αφουγκραστεί και τα πέρα από αυτόν. Να τα συνθέτει με τρόπο ώστε ο αναγνώστης όταν διαβάζει το ποίημά του, να εξαφανίζεται ο δημιουργός του, να αισθάνεται σαν να κάνει ο ίδιος τη διατύπωση του θέματος που αναπτύσσεται στους στίχους, σαν τελείως δικό του βίωμα. Και προσοχή ιδιαίτερη, μη φτωχεύουμε άλλο την τόσο πλούσια γλώσσα μας.
Αλλά φοβάμαι ότι έγινα αρκετά φλύαρος και με κάπως αντιπαθητικό δασκαλίστικο ύφος.


O Γιάννης Σκληβανιώτης γεννήθηκε στη Λιβαδειά και τελείωσε το οκτατάξιο γυμνάσιο στην Αθήνα. Τις μουσικές σπουδές που πραγματοποιούσε στο βιολί, στο ωδείο Καλομοίρη, αναγκάστηκε να διακόψει για βιοποριστικούς λόγους.
Άσκησε διάφορα επαγγέλματα από αυτό του εργάτη βιομηχανίας μέχρι και του εμπόρου. Δραστηριοποιηθήκε ενεργά στους κοινωνικοπολιτικούς αγώνες των εργαζομένων, τόσο στον πολιτικό όσο και στο συνδικαλιστικό τομέα. Παράλληλα είχε πάντα επαφή, πέρα από τη συνεχή απασχόληση με τη ποίηση και γενικότερα με τη λογοτεχνία, με τις εξελίξεις  στις εικαστικές τέχνες και τη σοβαρή μουσική, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό.
Στα γράμματα παρουσιάζεται για πρώτη φορά το 1993 με τα ακόλουθα ποιητικά και πεζά έργα
1.«Τα Μυθικά» εκδ. Δελφίνι 1993 (ποίηση)
2.«Μια φέτα φεγγάρι» εκδ. Καστανιώτη 1995 (ποίηση)
3.«Μουσικά Παρακείμενα» εκδ. Καστανιώτης 1997 (πεζά)
4. «Άσμα Θραυσμάτων» εκδ. Καστανιώτης 1998 (ποίηση)
5.«Ο Κατασκευασμένος Χρόνος» εκδ. Καστανιώτης 2001 (πεζά) 
6.«Σκόρπια κι Αταίριαστα» εκδ. Καστανιώτης 2004 (ποίηση)
7.«Λόγος Ψευδής» εκδ. Καστανιώτης 2007  (πεζά)
8.«Jazz» εκδ. Μπαρτζουλιάνος 2010 (ποίηση) 
9.«Σονάτες για φωνή και σιωπή» εκδ. Μπαρτζουλιάνος 2012 (ποίηση)                                10.«Μεταμορφώσεις» εκδ. Poema.. 2013 (ποίηση)
11.«Περσόνα – Απόπειρες ζωής και προσεγγίσεις» εκδ. Καστανιώτης 2014. (ποίηση) 
Βιβλία του έχουν εικονογραφηθεί από τους ζωγράφους Χρόνη Μπότσογλου, Γιάννη Ψυχοπαίδη και Γιώργο Ρόρρη, Κώστα Τσόκλη και το φωτογράφο Αλέκο Θεοφανίδη.    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου