της Νότας Χρυσίνα
Η Αρχαιολογία είναι
μια ανθρωπιστική επιστήμη, που έχει στόχο την ανασύσταση και την κατανόηση του
ανθρώπινου παρελθόντος. Αυτή πραγματοποιείται μέσα από τη μελέτη των υλικών
καταλοίπων της ανθρώπινης δραστηριότητας δηλαδή τα κινητά και ακίνητα
αντικείμενα που έρχονται στο φως με τις ανασκαφές. [1]
Ο παραπάνω ορισμός
προκύπτει από την εξέταση του ερωτήματος τι δεν είναι Αρχαιολογία. Όπως οι
περισσότεροι άνθρωποι έτσι και εγώ είχα διαμορφώσει την άποψή μου για το τι
είναι η αρχαιολογία μέσα από στερεότυπες και λανθασμένες αντιλήψεις που προβάλλονται σε κινηματογραφικές ταινίες,
μυθιστορήματα και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Επίσης, είχα επηρρεαστεί και
από τις ιστορίες περιηγητών και τη γνωστή αρχαιολατρία τους που συνδέθηκε με τη
δημιουργία έθνους-κράτους[2]
αλλά και από τις επισκέψεις μου σε αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία.
Συγκεκριμένα, ένας
από τους μύθους που επικρατεί για την Αρχαιολογία είναι ότι είναι μια
ανασκαφική δραστηριότητα με την οποία ασχολούνται σχολαστικοί και μονομανείς
άνθρωποι που αφιερώνουν τη ζωή τους στην ανακάλυψη ενός πολιτισμού.[3]
Επίσης ένας άλλος μύθος που καλλιεργήθηκε μέσα από κινηματογραφικές ταινίες,
όπως o Indiana Jones, είναι ότι η Αρχαιολογία είναι μια ρομαντική συναρπαστική
περιπέτεια σε μέρη εξωτικά που οδηγεί πάντα σε θεαματικές ανακαλύψεις χάρη στη
διορατικότητα χαρισματικών αρχαιολόγων. Οι μύθοι αυτοί καλλιεργούνται από τα
μέσα μαζικής ενημέρωσης αλλά και από τους ίδιους τους αρχαιολόγους για λόγους
εντυπωσιασμού της κοινής γνώμης. Παράδειγμα η ανακάλυψη του τάφου του Μεγάλου
Αλεξάνδρου μέσα στην αιγυπτιακή όαση που
ανακοινώθηκε από μια ερασιτέχνη αρχαιολόγο[4]
και πήρε μεγάλη έκταση μέσα από τις ειδήσεις αλλά και τηλεοπτικές εκπομπές και
η οποία δεν επιβεβαιώθηκε. Επίσης, η ανακάλυψη του τάφου του Τουταγχαμών όπως
περιγράφηκε από τον αρχαιολόγο Howard Carter που έκανε την
ανακάλυψη[5]
και η ανακάλυψη της αρχαίας Τροίας από τον H. Schliemann την οποία περιέγραψε σχεδόν
μυθιστορηματικά.[6]
Σήμερα η ανασκαφή δεν είναι ο μοναδικός στόχος των αρχαιολόγων. Οι περισσότεροι
–όπως και οι άλλοι επιστήμονες-
ασχολούνται με την μελέτη δεδομένων και την έρευνα.[7]
Επιπλέον, δεν γνώριζα ότι η ανασκαφή είναι μια νόμιμη διαδικασία που διέπεται
από κανόνες και χρειάζεται σχεδιασμό, λεπτομερή έρευνα εδάφους και ότι η
ανασκαφή προχωρά στρώμα με στρώμα. Πολύ ενδιαφέρον είναι το νέο στοιχείο που
έμαθα για τον ρόλο του αρχαιολόγου ο οποίος είναι μέρος μιας ομάδας που
αποτελείται από εξιδεικευμένους επιστήμονες και χρησιμοποιεί
επιστημονικές τεχνικές.[8]
Άρα, η ανασκαφή δεν είναι μια ρομαντική περιπέτεια αλλά στάδιο της επιστήμης
που ονομάζεται Αρχαιολογία.
Η άποψη που είχα για
την Αρχαιολογία ότι οι αρχαιολόγοι σκάβουν απλά και βρίσκουν τα αρχαία και
μεταφέρουν τα κινητά ευρήματα στα μουσεία ή στις αποθήκες και τα εργαστήρια
άλλαξε ριζικά. Στο εγχειρίδιο περιγράφεται η επιστημονική διαδικασία που
ακολουθείται μετά τον εντοπισμό μιας θέσης και οι πρωταρχικοί στόχοι της Αρχαιολογίας
που είναι: η περισυλλογή, η καταγραφή, η ανάλυση και η ταξινόμηση του
αρχαιολογικού υλικού ή της αρχαιολογικής μαρτυρίας. Ακολουθεί η περιγραφή και η
ερμηνεία των προτύπων της ανθρώπινης συμπεριφοράς.Τα δεδομένα οδηγούν στην ερμηνεία
και στην κατανόηση των αιτίων που οδήγησαν στην δημιουργία του συγκεκριμένου πολιτισμού αφού
ληφθεί υπόψη ο γεωγραφικός χώρος και ο ιστορικός χρόνος.Σήμερα η Αρχαιολογία
εστιάζει περισσότερο στην λεπτομερή έρευνα και το γενικό πλαίσιο των ευρημάτων
καθώς κάθε είδους υλικά κατάλοιπα είναι φορείς πληροφοριών για την ανασύσταση
του παρελθόντος.
Ήταν πραγματικά
ενδιαφέρουσα η διαπίστωση ότι η Αρχαιολογία δεν είναι τα ωραία εκθέματα στα
μουσεία. Αυτή η αντίληψη σχετίζεται κυρίως με «ανασκαφές» που γίνονται από
αρχαιοκάπηλους. Σκοπός των παράνομων αυτών ανασκαφών είναι η ανακάλυψη έργων
τέχνης μεγάλης συλλεκτικής αξίας που καταλήγουν στο λαθρεμπόριο αρχαιοτήτων ή
σε ιδιωτικές συλλογές, ακόμη και μουσεία. Τα αντικείμενα αποσπώνται από το
φυσικό περιβάλλον και χάνονται για πάντα πολύτιμες πληροφορίες για το
αρχαιολογικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται. Ακόμη κι αν τα ανικείμενα βρεθούν
και επιστραφούν στη χώρα προέλευσης έχουν χαθεί πληροφορίες από τα συμφραζόμενα
καθώς αποσπάστηκαν από το αρχαιολογικό πλαίσιο. Η αυστηρή νομοθεσία αλλά και η
καλλιέργεια της παιδείας μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα αλλά και την επαφή
των αρχαιολόγων με το κοινό μέσα από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας θα μπορούσε
να βοηθήσει στον περιορισμό της αρχαιοκαπηλείας.
Η απήχηση που έχει
στο κοινό η λογοτεχνία επιστημονικής φαντασίας και διάφορα σχετικά ντοκιμαντέρ
καλλιέργησαν την «ψευδοαρχαιολογία» η οποία προσπαθεί να ερμηνεύσει το παρελθόν
με μύθους και μυστηριώδεις θεωρίες για εξωγήινους και δυνάμεις περίεργες. Καθώς
οι εξηγήσεις που δίνουν στηρίζονται σε αποσπασματικές αρχαιολογικές μαρτυρίες
ήταν αρκετά πιστευτές.Παράδειγμα η ψευδοαρχαιολογία του Hitching που επικαλείται
δυνάμεις μαγείας για να εξηγήσει το μεγαλιθικό μνημείο Stonehenge της Αγγλίας. Σύμφωνα
με τη θεωρία αυτή τα μνημεία αυτά λειτουργούσαν ως αστρονομικά ημερολόγια αλλά
και ως κέντρα ψυχοδυναμισμού. Αναφέρεται σε ηλεκτρομαγνητικές δυνάμεις που
ενεργοποιούνταν κατά την διάρκεια τελετών και ένωναν τον ψυχοδυναμισμό των
ανθρώπων με το σύμπαν.[9]
Οι επιστημονικές μέθοδοι και τεχνικές δίνουν επαρκείς εξηγήσεις για πολλά
φαινόμενα που εξηγούσε η ψευδοαρχαιολογία.
[1]Μανακίδου
Ε., «Ιστορική διαδρομή της επιστήμης της Αρχαιολογίας στην Ευρώπη» στο Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο, Ιστορική
Διαδρομή της Αρχαιολογίας. Οροσμός, Αντικείμενο, Βασιλές Αρχές, Κλάδοι και
Προβληματική, Τόμος Α, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2003, σελ. 18
[2] Κουκουζέλη Αλ., Μανακίδου Ε., Σμπόνιας Κ., Αρχαιολογία στον
Ελληνικό Χώρο, Ιστορική Διαδρομή της Αρχαιολογίας. Οροσμός, Αντικείμενο,
Βασιλές Αρχές, Κλάδοι και Προβληματική, Τόμος Α, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2003, σελ. 67
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου