της Νότας Χρυσίνα
Η Αρχαιολογία είναι η «συστηματική
μελέτη των υλικών καταλοίπων του απώτερου ή πιο πρόσφατου ανθρώπινου
παρελθόντος μέσω της εφαρμογής θεωρίας και μεθόδου».[1]
Μετά το Β παγκόσμιο πόλεμο, η
Αρχαιολογία συμμετέχει σε θεωρητικούς προβληματισμούς όπως και οι άλλες
κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες. Η μέθοδος περιλαμβάνει τις τεχνικές και
τους κανόνες βάσει των οποίων οι αρχαιολόγοι ανακαλύπτουν την υλική μαρτυρία. Η
θεωρία περιγράφει το γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εργάζονται οι αρχαιολόγοι,
βάσει της οποίας επιλέγεται η μέθοδος στην οποία στηρίζεται η έρευνα και είναι
χρήσιμη για τον έλεγχο της ερμηνείας της αρχαιολογικής μαρτυρίας.[2]
Αρχαιολογική μαρτυρία είναι ο όρος με
τον οποίο χαρακτηρίζεται το σύνολο των αρχαιολογικών δεδομένων.[3]
Οι βασικές μορφές της αρχαιολογικής μαρτυρίας είναι τα τέχνεργα, οι κατασκευές,
τα κτίσματα και τα οικοδεδομένα.[4]
Τα μέρη όπου υπάρχουν αρχαιολογικά δεδομένα σε υψηλές πυκνότητες ονομάζονται
αρχαιολογικές θέσεις[5]οι
οποίες εντάσσονται σε αρχαιολογικές γεωγραφικές περιοχές. Τα αρχαιολογικά
ευρήματα εντάσσονται σε ένα αρχαιολογικό πλαίσιο το οποίο προσδιορίζεται από το περίβλημα[6]
και την προέλευση του ευρήματος[7]
και τη συσχέτιση με άλλα ευρήματα.[8]
Η οριζόντια σχέση των αρχαιολογικών ευρημάτων στηρίζεται στην αρχή της
συσχέτισης και η κάθετη σχέση των ευρημάτων στηρίζεται στην αρχή της
επαλληλίας. Στην αρχή της επαλληλίας στηρίζεται και η στρωματογραφία η οποία
είναι βασική αρχή της αρχαιολογικής ανασκαφής και το βασικό εργαλείο των
αρχαιολόγων στην ανασύνθεση των διαφορετικών πολιτισμικών φάσεων μιας
αρχαιολογικής θέσης. Τα «κλειστά στρώματα» είναι αποτέλεσμα πρωτογενούς
δραστηριότητας είναι δηλαδή άθικτα από
τη στιγμή της διάπλασής τους και δίνουν ακριβή χρονολόγηση ενώ τα διαταραγμένα
στρώματα είναι αποτέλεσμα δευτερογενούς δραστηριότητας δηλαδή υπέστησαν διαταραχές από ανθρώπινη ή
φυσική δράση. [9]Με βάση
τον γενικό κανόνα που στηρίζεται στην αρχή της επαλληλίας το υψηλότερο στρώμα
είναι νεότερο από τα κατώτερα στώματα. Αυτή η χρονική σχέση μας δίνει μια
σχετική χρονολόγηση των στρωμάτων και των περιεχομένων τους ενώ η απόλυτη
χρονολόγηση που προκύπτει είναι αυτή κατά την οποία (terminus ante quem)
η μετά την οποία (terminus
post quem) δημιουργήθηκε το εξεταζόμενο
στρώμα.
Η έρευνα και οι επιστημονικές μέθοδοι
είναι χαρακτηριστικά της σύγχρονης Αρχαιολογίας ως επιστήμης. Η αρχαιολογική
έρευνα περνά από τα εξής στάδια: διατύπωση σχεδίου έρευνας, προετοιμασία για
την εκτέλεση του έργου, ανεύρεση δεδομένων στο αρχαιολογικό πεδίο, ταξινόμηση
δεδομένων, «τελική ερμηνεία» δεδομένων, δημοσίευση αποτελεσμάτων.[10]
Το σχέδιο έρευνας βασίζεται στη θεωρία ή το πρόβλημα που θα αποτελέσει το
υπόβαθρο της αρχαιολογικής έρευνας και
αναπροσδιορίζεται συνεχώς για να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα τα οποία
προκύπτουν συνεχώς στα επόμενα στάδια.[11]
Η ομάδα εργασίας καταρτίζεται από ειδικούς επιστήμονες όπως βιολόγους, παλαιοντολόγους,
περιβαλλοντολόγους, εθνολόγους κ.α. που βοηθούν
τους αρχαιολόγους σε όλα τα στάδια της έρευνας. Όλοι μαζί συγκροτούν μια
διεπιστημονική ερευνητική ομάδα η οποία προετοιμάζει την έρευνα, μελετώντας
όλες τις υπάρχουσες πληροφορίες για τη γεωγραφική περιοχή που πρόκειται να
ερευνηθεί, και την διενεργεί.[12]
Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν οι
αρχαιολόγοι αφορούν τόσο την ανεύρεση των αρχαιολογικών δεδομένων όσο και την
χρονολόγηση των δεδομένων.
Η αρχαιολογική έρευνα περιλαμβάνει
τρια στάδια: το στάδιο εντοπισμού των αρχαιολογικών θέσεων και άλλων
χαρακτηριστικών του αρχαίου τοπίου, το στάδιο του καθορισμού των αρχαιολογικών
θέσεων και το στάδιο της ανασκαφής.
Από τη δεκαετία του 1960 ο εντοπισμός
και καθορισμός θέσεων θεωρείται σπουδαιότερος από την ανασκαφή η οποία είχε
μέχρι τότε πρωτεύουσα σημασία. Η τάση αυτή ξεκίνησε με τη διακήρυξη της Νέας ή
Διαδικαστικής Αρχαιολογίας σύμφωνα με την οποία η έρευνα στο πεδίο πρέπει να
συμπεριλαμβάνει τη λεπτομερή και συστηματική μελέτη των γεωγραφικών περιοχών οι
οποίες θεωρείται ότι παρείχαν τα μέσα συντήρησης στα πολιτισμικά συστήματα (Binford, 1964)[13]
Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για τον εντοπισμό και καθορισμό θέσεων είναι
τρεις και συμπληρώνουν η μία την άλλη: έρευνα από τον αέρα και το διάστημα,
έρευνα επιφανείας και έρευνα υπεδάφους.
Η έρευνα από τον αέρα και το διάστημα
περιλαμβάνει την αεροφωτογράφιση και την
τηλεπισκόπιση από εναέρια ραντάρ και δορυφόρους. Η αεροφωτογράφιση μπορεί να
δώσει την πανοραμική άποψη μιας γεωγραφικής περιοχής βοηθώντας στον καθορισμό
των ορίων,το σχέδιο αλλά και τον αριθμό θέσεων που περιέχει. Μπορεί επίσης να
εντοπίσει χαρακτηριστικά του αρχαίου τοπίου όπως αρδευτικά έργα. Οι
αρχαιολογικές θέσεις και τα άλλα αρχαιολογικά χαρακτηριστικά φανερώνονται ως
σκιές, σημάδια εδάφους ή βλάστησης.[14]Η
έρευνα με εναέρια ραντάρ ή από το διάστημα είναι υψηλού κόστους και είναι
χρήσιμη σε περιοχές με πυκνή βλάστηση, ερήμους ή ναυάγια.
Η έρευνα επιφανείας επιτρέπει στους
αρχαιολόγους να διαμορφώσουν μια λεπτομερή εικόνα για τον τρόπο κατοίκησης και
τον τρόπο χρήσης της γης μέσα στο τοπίο
–τόσο το αστικό όσο και το αγροτικό- μιας ολόκληρης γεωγραφικής περιοχής
διαμέσου όλων των εποχών.[15]
Οι μέθοδοι έρευνας επιφανείας
σχετίζονται με μια σειρά αποφάσεων που αφορούν την επιλογή τομέα έρευνας, τον
βαθμό έντασης, τον βαθμό κάλυψης, τις μονάδες δειγματοληψίας, τις στατιστικές
μεθόδους δειγματοληψίας και την περισυλλογή υλικού.[16]
Η αξιοπιστία της έρευνας επιφανείας ελέγχεται με μελέτες από διάφορες επιστήμες
και πειράματα καθώς και με επανάληψη της έρευνας.[17]
Η έρευνα υπεδάφους περιλαμβάνει
γεωφυσικές μεθόδους (μέθοδος μαγνητικής διασκόπησης, ηλεκτρικής αντίστασης και
ηχητικής διερεύνησης καθώς και ραντάρ
εδάφους) γεωχημικές μεθόδους (ανάλυση φωσφορικού άλατος και ιχνοστοιχείων
μετάλλων) και γεωτρητικές μεθόδους.[18]
Η αρχαιολογική ανασκαφή συνίσταται
στην αφαίρεση και την καταγραφή επάλληλων στρωμάτων μιας αρχαιολογικής θέσης με
στόχο την ανασύνθεση της θέσης και όλων των χρονολογικών φάσεων. Η ανασκαφή
μπορεί να είναι σωστική ή συστηματική. Η σωστική ανασκαφή λαμβάνει χώρα σε
περιοχές που κινδυνεύουν άμεσα, όπως για παράδειγμα περιοχές όπου διενεργούνται
οικοδομικές δραστηριότητες. Πριν την ανασκαφή είναι απαραίτητη η σχεδίαση ενός
γενικού καννάβου[19] και η δημιουργία
ενός τοπογραφικού σχεδίου της αρχαιολογικής θέσης. Οι βασικές μέθοδοι ανασκαφής
διακρίνονται στην κάθετη ή στρωματογραφική (μέθοδος Wheeler) και στην οριζόντια ή
ανοιχτού χώρου. Χρειάζονται μια σειρά από εργαλεία για τη διεξαγωγή της
ανασκαφής και λεπτομερή καταγραφή των ευρημάτων σε ειδικά ημερολόγια καθώς ημερολόγια
φωτογραφιών και διαφανειών, σχέδια και κατάλογοι των ευρημάτων για την
τεκμηρίωση της ανασκαφής. Τέλος δημιουργείται το γενικό αρχείο και οι
επιστήμονες προχωρούν στην ανάλυση και ερμηνεία
και στη δημοσίευση των αποτελεσμάτων.[20]
Οι δύο μεγάλες κατηγορίες αρχαιολογικής χρονολόγησης είναι η σχετική
χρονολόγηση και η απόλυτη χρονολόγηση. Η σχετική χρονολόγηση βασίζεται στην
αρχή της επαλληλίας και οι μέθοδοι της είναι δυο ειδών: αρχαιολογικές μέθοδοι
και μέθοδοι των φυσικών επιστημών. Οι αρχαιολογικές μέθοδοι είναι η
στρωματογραφία[21] και η
τυπολογία.[22] Οι
μέθοδοι των φυσικών επιστημών είναι: ανάλυση κλιματολογικών συνθηκών και η
ανάλυση πανίδας. Η πρώτη βασίζεται σε ανάλυση ισοτόπων οξυγόνου για τη
χρονολόγηση ωκεάνειων ιζημάτων, ανάλυση ιζημάτων πάγου, ανάλυση κόκκων γύρης
(παλυνολογία) και ανάλυση μικροπανίδας.
Η απόλυτη χρονολόγηση τοποθετεί την
ηλικία ενός αρχαιολογικού δεδομένου σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή και
μπορεί να την εκφράσει σε ημερολογιακά έτη. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιεί είναι
δύο ειδών: ιστορικές και ημερολογιακές μέθοδοι και μέθοδοι φυσικών επιστημών τα
δεδομένα των οποίων διασταυρώνονται. Οι μέθοδοι φυσικών επιστημών περιλαμβάνουν
τα εξής: Ραδιάνθρακας (C-14)[23],
Δενδροχρονολόγηση[24],
Κάλιο/Αργό[25],
Θερμοφωταύγεια[26] και
Ουράνιο/Θόριο.[27] Καθεμιά
από τις μεθόδους απόλυτης χρονολόγησης βασίζεται σε ένα διαφορετικό είδος
μαρτυρίας και έχει δική της χρονολογική κλίμακα εφαρμογής.[28]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου