Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2015

Σχολιασμός των δύο σονέτων του Σαίξπηρ - Αποκλίσεις από την πετραρχική ποίηση - Η θέση που ποιητικού υποκειμένου και της ποιητικής δημιουργίας



της Νότας Χρυσίνα

Ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ (1564 -1616)  είναι ο επιφανέστερος εκπρόσωπος του αγγλικού σονέτου. Έγραψε 154 σονέτα σε ιαμβικό πεντάμετρο που προσιδιάζει στην αγγλική γλώσσα.[1] «Τα Σονέτα του αποτελούν μετεξέλιξη της πετραρχικής παράδοσης, αλλά και απομάκρυνση από αυτήν».[2]
Το σονέτο LXV (65)   ανήκει στα πρώτα 126 σονέτα που απευθύνονται, όπως υποστηρίζουν οι μελετητές, σε νεαρό άνδρα και ο έρωτας που εκφράζεται είναι πλατωνικός σε αντίθεση με το σονέτο CXXX (130)  που ανήκει σε αυτά που απευθύνονται στη μυστηριώδη γυναίκα και η ρητορική του είναι περισσότερο ρεαλιστική. Το κυρίως θέμα του LXV (65)   ποιήματος είναι η ποίηση και η αθανασία μέσα από την άχρονη τέχνη της γραφήςω θαύμα τούτο το μελάνι λαμπρή για πάντα την αγάπη μου θα κάνει»). Αναφέρεται επίσης στην ομορφιά, την θνητότητα και τον χρόνο που τα φθείρει όλα: που μπορώ να κρύψω του Χρόνου τ’ όμορφο στολίδι από το Χρόνο») καθώς ούτε («ο χαλκός, η πέτρα, η στεριά και η θάλασσα») γλιτώνουν από την φθορά. Περνάει από την υλικότητα στην εξιδανίκευση.
Το σονέτο CXXX (130) φαίνεται να σατιρίζει την ιδέα της ιδανικής ομορφιάς όπως την υμνούσαν οι συμβάσεις της ποίησης της ελισαβετιανής εποχής και ο Πετράρχης. Η αγαπημένη που αποτελούσε το θέμα της ποίησης παρομοιαζόταν με τον ουρανό, τον ήλιο,  το χιόνι,  τα τριαντάφυλλα. Οι εξιδανικευτικές υπερβολές έκαναν την ποίηση προβλέψιμη και επιτηδευμένη. Ο ποιητής εδώ εκφράζεται με αλλεπάλληλες αρνήσεις:Τα μάτια της καλής μου με ήλιο δεν μοιάζουν», «ούτε είναι κοραλλένια τα γλυκά της χείλια»). Περνάει από την εξιδανίκευση στην υλικότητα τα μάτια, τα χείλια, τα μαλλιά») και εκφράζει την αμφιθυμία των σχέσεων[3]:κάμποσ’ αρώματα πιο ευχάριστα παρά το μύρο απ’της καλής μου την πνοή»). Στο καταληκτικό δίστιχοΚαι όμως, μα το ναι, η καλή μου είν’ έτσι σπάνια, σαν κάθε ψεύτρα που συγκρίνεται με ουράνια») το ποιητικό υποκείμενο αλλάζει οπτική γωνία και εκφράζει τον έρωτα ρεαλιστικά προσθέτοντας ένα τόνο ειρωνείας στον εξιδανικευμένο έρωτα των πετραρχικών σονέτων.
Η φόρμα που χρησιμοποιεί είναι το δεκατετράστιχο ποίημα αλλά οι στίχοι οργανώνονται σε τρία τετράστιχα, στα οποία αναπτύσσεται το κυρίως θέμα, και ένα δίστιχο (ζζ) το οποίο είναι καταληκτικό και συχνά ανατρεπτικό.[4] Ο στίχος είναι ενδεκασύλλαβος-δεκασύλλαβος και κάθε μία από τις τρεις πρώτες στροφές έχει τις δικές της ρίμες (αβαβ,γδγδ,δεδε )  που δεν περνούν η μία στην άλλη. Το πετραρχικό σονέτο, όπως επινοήθηκε από το dolce stil nuovo[5], αποτελείται από ένα οκτάστιχο ή δύο τετράστιχα  με ομοιοκαταληξία (αββα-αββα)  και ένα ρυθμικό εξάστιχο ή δύο τρίστιχα με πιο ελεύθερη ομοιοκαταληξία που συμπληρώνει το θέμα.[6]Ο στίχος είναι ενδεκασύλλαβος.
Η θεματική απομακρύνεται από την πετραρχική παράδοση του εξιδανικευτικού έρωτα. Το λυρικό υποκείμενο αποτυπώνει στο ύφος και τη θεματική περίπλοκες σχέσεις με τα πρόσωπα που έχει απέναντί του. Η ίδια η έννοια του έρωτα αποκτά πολυπλοκότητα και ασάφεια.[7]Χρησιμοποιεί,  όπως και ο Πετράρχης, σχήματα λόγου: μεταφορά, προσωποποίηση, λογοπαίγνιο, σχήμα υπερβολής εισάγοντας όμως ένα στοιχείο ειρωνείας.[8]:η ομορφιά έχει τη δύναμη ενός ρόδου») μεταφορά, «το μελάνι λαμπρή για πάντα την αγάπη μου θα κάνει») συνεκδοχή,πού να κρύψω του Χρόνου τ’ όμορφο στολίδι από το Χρόνο») προσωποποίηση («ο πλούτος τα μαλλιά της όμοια μαύρα τέλια») παρομοίωση.[9]
Με το πετραρχικό σονέτο δημιουργείται μια καινούργια μορφή αυτοσυνειδησίας στη λυρική ποίηση.[10] Η ποίηση γίνεται βασικό θέμα στον Σαίξπηρ. Εκφράζει τις ποικίλες μορφές αναπαράστασης της πραγματικότητας και μεταφέρει μια ασάφεια και αβεβαιότητα που ήταν χαρακτηριστικό της εποχής του. Δεν γνωρίζουμε εάν τα σονέτα είναι αυτοβιογραφικά ή διανοητικές ασκήσεις. Η διαλογική μορφή στο σονέτο CXXX (130) παραπέμπει στα θεατρικά έργα που έγραψε ο Σαίξπηρ. «Το σημαντικότερο δημιούργημα της ποιητικής φαντασίας του Σαίξπηρ είναι ο ίδιος ο ομιλητής».[11]







ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ο ποιητικός λόγος από τα μέσα του 15ου μέχρι και τις αρχές του 17ου αιώνα περνάει από την Αναγέννηση και την μίμηση των προτύπων στον κλασικισμό και το μπαρόκ. Μέσα σε κάθε είδος αναπτύσσεται η αντιπαράθεση των δυο αυτών ρευμάτων.
Το πετραρχικό σονέτο κυριαρχεί μέχρι την ανανέωσή του από τον Σαίξπηρ, ο οποίος μέσα από την θεματική του ανεκπλήρωτου έρωτα, εκφράζει την προβληματική της αναπαράστασης και τη σημασία της ίδιας της λογοτεχνίας και της γλώσσας.





[1] Ό.π., σελ. 274.
[2] Ό.π., σελ. 279.
[3] Ό.π., σελ.
[4] Ό.π., σελ. 279.
[5] Αλεξίου, Στυλιανός, «Εισαγωγή» στον τόμο: Ουΐλλιαμ Σαίξπηρ, Σονέτα, εισαγωγή - επιλογή - μετάφραση Στυλιανός Αλεξίου,  εκδ. Στιγμή, Αθήνα 1989, σελ. 3.
[6] Ό.π., σελ. 195.
[7]  Ό.π., σελ. 280.
[8]  Ό.π., σελ. 280.
[9] Η προσωποποίηση φαίνεται καλύτερα στην επιλογή του μεταφραστή να μεταφράσει την λέξη time γράφοντάς την με κεφαλαίο Χρόνος.
[10] Ό.π., σελ. 197.
[11] Καψάλης, Διονύσης, «Επίμετρο», στον τόμο: Ουΐλλιαμ Σαίξπηρ, Εικοσιπέντε σονέτα, μετάφραση - επίμετρο Δημήτρης Καψάλης, εκδ. Άγρα, Αθήνα 1998, σελ. 6


ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΨΑΛΗΣ, Μεταφράζοντας τα Σονέτα του Σαίξπηρ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου