Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΓΛΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΓΛΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2015

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

Ezra Pound (30 October 1885 – 1 November 1972)

Πηγή: http://www.epopteia.gr

Έζρα Πάουντ, φωτο πηγή: https://el.wikipedia.org/wiki/Έζρα_Πάουντ



KANTO I

ΜετάφρασηΓιῶργος Σεφέρης
Γιώργου ΣεφέρηἈντιγραφές, ἼκαροςἈθήνα 2005
Σημειώσεις επεξηγηματικές: Π. Δρακόπουλος
Καὶ τότε κατηφορίσαμε στὸ καράβι,1
Κυλήσαμε τὴν καρένα στὴ θάλασσα τὴ θεοτική,
Σηκώσαμε τ' ἄλμπουρο καὶ τὸ πανὶ στὸ μελανὸ τοῦτο καράβι,
Καὶ τὸ φορτώσαμε μ' ἀρνιά, φορτώσαμε μαζὶ καὶ τὰ κορμιά μας
Βαριὰ ἀπὸ δάκρυα, κι οἱ ἀγέρηδες ὁλόπρυμα
Μᾶς πῆραν πέρα μακριὰ μὲ τὸ πρησμένο καραβόπανο,
Τῆς Κίρκης τούτη ἡ τέχνη, τῆς καλοχτένιστης θεᾶς.
Τότες καθίσαμε στὴν κουπαστή, κι ὁ ἀγέρας μάγκωνε τὸ τιμόνι.
Ἔτσι ὁλάρμενοι, περνούσαμε τὸ πέλαγο ὡς νὰ τελειώ­σει ἡ μέρα.
Ἀποκοιμήθη ὁ ἥλιος, ἴσκιοι σ' ὁλάκερο τὸν ὠκεανό,
Καὶ τότες μπήκαμε στὰ πιὸ βαθιὰ νερά,
Στὶς Κιμμέριες χῶρες, καὶ στὶς πολυάνθρωπες πολι­τεῖες
Σκεπασμένες μὲ μιὰ κρουστὴ καταχνιά, ποτὲς δὲν τὴν τρυπάει
Ὁ ἀχτιδοβόλος ἥλιος
Μήτε ὅταν βγαίνει στ' ἀψηλὰ κοντὰ στ' ἀστέρια
Μήτε ὅταν σκύβει νὰ γυρίσει πίσω ἀπὸ τὸν οὐρανό·
Νύχτα ὁλόμαυρη τεντωμένη ἐκεῖ πάνω στοὺς ἄμοιρους ἀνθρώπους.
Πίσω τὸ ρέμα τοῦ ὠκεανοῦ, κι ἤρθαμε τότε
Στὸν τόπο πού μᾶς ἁρμήνεψε ἡ Κίρκη.
Ἐδῶ κάνανε θυσίες ὁ Περιμήδης κι ὁ Εὐρύλοχος
Καὶ τραβώντας τὸ σπαθὶ ἀπὸ τὸ μερί μου
Ἔσκαψα τὸ τετράπηχο χαντάκι·
Χύσαμε τότε σπονδὲς στὸν κάθε νεκρό,
Πρῶτα ὑδρόμελι κι ἔπειτα γλυκὸ κρασί, νερὸ κι ἄσπρο ἀλεύρι.
Καὶ προσευκήθηκα πολὺ στ' ἀδύναμα κεφάλια τοῦ θα­νάτου·
Καθὼς γυρίσω στὴν Ἰθάκη, ἄγονους ταύρους τοὺς κα­λύτερους
Νὰ τοὺς θυσιάσω, πλούτη στοιβάζοντας στὴν πυρά,
Καὶ γιὰ τὸν Τειρεσία μοναχὰ ἕνα ἀρνί, ἕναν κατάμαυρο μπροστάρη.
Χύθηκε τὸ αἷμα σκοτεινὸ στὸν τράφο,
Ψυχὲς ἔξω ἀπὸ τὸ Ἔρεβος, λείψανα πεθαμένων, νυφάδες,
Νέοι καὶ γέροντες ποὺ βασανίστηκαν πολύ·
Ψυχὲς κηλιδωμένες ἀπὸ δάκρυα νωπά, τρυφερὲς παρ­θένες,
Ἄντρες πολλοί, χτυπημένοι μὲ τὶς χάλκινες λόγχες τῶν κονταριῶν,
Σκύλα τῆς μάχης, ἔχοντας ἀκόμη τ' ἄρματα ματω­μένα,
Τοῦτοι πληθαῖναν καὶ μαζεύουνταν τριγύρω μου, φω­νάζοντας,
Ἄχνα μὲ σκέπασε. Πρόσταξα στοὺς συντρόφους κι ἄλ­λα σφαχτάρια.
Σφάξανε τὸ κοπάδι, ἀρνιὰ σφαγμένα μὲ τὸ χαλκὸ·
Ἔχυσα μύρα κι ἔκραξα στοὺς θεοὺς
Στὸν κραταιὸ Πλούτωνα καὶ στὴν παινεμένη Περσε­φόνη·
Γύμνωσα τὸ στενὸ σπαθί,
Κάθισα γιὰ νὰ διώχνω τοὺς βιαστικοὺς ἀδύναμους νεκρούς,
Ὅσο ν' ἀκούσω τὸν Τειρεσία.
Ἀλλὰ ἦρθε πρῶτος ὁ Ἐλπήνωρ, ὁ φίλος μας Ἐλπή­νωρ,
Ἄθαφτος, ἀπορριγμένος πάνω στὴ μεγάλη γῆς,
Κουφάρι ποὺ τ' ἀφήσαμε στὸ σπίτι τῆς Κίρκης,
Ἄκλαυτο κι ἀσαβάνωτο· τὰ βάσανα μᾶς κέντριζαν γι' ἀλλοῦ.
Ἀξιολύπητο πνεῦμα. Καὶ φώναξα μιλώντας βιαστικά:
«Ἐλπήνωρ, πῶς ἔφτασες στὸ σκοτεινὸ τοῦτο ἀκρο­γιάλι ;
Πεζοδρόμος ἦρθες ξεπερνώντας τοὺς θαλασσινούς;»
Καὶ αὐτὸς βαριὰ μιλώντας :
«Τύχη κακιὰ καὶ τὸ πολὺ κρασί. Γλίστρησα στὸ μέ­γαρο τῆς Κίρκης.
Κατεβαίνοντας τὴν ἀψηλὴ σκάλα ἀφύλαχτος
Ἔπεσα πάνω στὸν τοῖχο,
Τσάκισα τὸ κόκαλο τοῦ αὐχένα, κι ἡ ψυχὴ γύρεψε τὸν Ἅδη.
Μὰ ἐσύ, Βασιλιά, παρακαλῶ θυμήσου με, ἄκλαυτον, ἄθαφτο,
Σώριασε τ' ἅρματά μου, φτιάξε μου τάφο στὴν ἀκρο­γιαλιά, καὶ γράψε:
Ἕνας ἄμοιρος ἄνθρωπος καὶ μ’ ὄνομα μελλούμενο.
Καὶ στῆσε τὸ κουπί μου ποὺ ἔλαμνα μαζὶ μὲ τοὺς συν­τρόφους.»
Ἦρθε κι ἡ Ἀντίκλεια καὶ τὴν ἔδιωξα, κι ὕστερα ὁ Τει­ρεσίας ὁ Θηβαῖος,
Κρατώντας τὸ χρυσὸ ραβδί, μὲ γνώρισε καὶ μίλησε πρῶτος:
«Ἦρθες ξανά; Γιατί; Κακορίζικε ἄνθρωπε,
Μέσα στοὺς ἀνήλιαγους νεκρούς, στὴν ἄχαρη τούτη χώρα;
Τραβήξου ἀπ' τὸν τάφρο, ἄφησε τὸ αἱματερὸ πιοτό μου
Γιὰ νὰ μαντέψω.»
Καὶ τραβήχτηκα πίσω,
Κι αὐτὸς δυναμωμένος ἀπὸ τὸ αἷμα εἶπε τότες : «Ὀ­δυσσέα
Θὰ γυρίσεις διαβαίνοντας τὸν πεισμωμένο Ποσειδώνα
Πάνω σὲ μαῦρες θάλασσες,
Θὰ χάσεις ὅλους τοὺς συντρόφους.» Καὶ τότες ἡ Ἀντί­κλεια ἦρθε.
Μεῖνε ἥσυχος Divus. Θέλω νὰ πῶ τὸν Ἀντρέα Divus,
In officina Wecheli, 1538,2 ἔξω ἀπὸ τὸν Ὅμηρο·
Κι ἀρμένισε πλάι σὲ Σειρῆνες κι ἔπειτα πέρα στ' ἀνοιχτὰ
Καὶ πρὸς τὴν Κίρκη.
Venerandam,3
Κατὰ τὴ φράση τοῦ Κρητικοῦ, χρυσοστέφανη Ἀφρο­δίτη,
Cypri munimenta sortita est4πασίχαρη, orichalci5
μὲ τὶς μαλαματένιες
Ζῶνες καὶ τοὺς στηθόδεσμους, σὺ μὲ τὰ μαῦρα βλέφαρα
Φέρνοντας τὸ χρυσὸ κλωνάρι τοῦ Ἀργειφόντη6. Ἔτσι
λοιπόν:



1. Το ποίημα δεν έχει αρχή και τέλος: ο ποιητής θέλησε να μοιάζει με σωζόμενο απόσπασμα αρχαίου κειμένου.
2. Ο Andrea Divo (Andreas Divus) ήταν ομηριστής φιλόλογος. Αντίτυπο μετάφρασής του της Οδύσσειας (Homeri Odyssea ad verbum translata, Andrea Divo... interprete, έκδοση του γνωστού με το εκλατινισμένο όνομα παρισινού οίκου Christiani Wecheli, 1538) λέγεται ότι είχε αγοράσει ο Πάουντ από παλαιοπωλείο στο Παρίσι. Στον τόμο περιλαμβάνονταν επίσης η Βατραχομυομαχία σε μετάφραση Άλδου Μανούτιου και μνοι Ομηρικοί σε μετάφραση Georgio Dartona του Κρητός.
3. Η Αφροδίτη είναι Σεβάσμια, Venerandam, κατά τον ‘Υμνο της (V) που μετέφρασε ο Georgio Dartona ο Κρής.
4. «αυτή που τα οχυρά κατέχει όλης της Κύπρου» (μτφρ Ε.Λαδιά-Δ.Παπαδίτσα), από τον Ύμνο αρ. VI.
5. ορειχάλκινο
6. ο «χρυσόρραπις Αργειφόντης», ο χρυσόρραβδος, ονομασία του Ερμή στην Οδύσσεια ( ε’ 87)


Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2015

Σχολιασμός των δύο σονέτων του Σαίξπηρ - Αποκλίσεις από την πετραρχική ποίηση - Η θέση που ποιητικού υποκειμένου και της ποιητικής δημιουργίας



της Νότας Χρυσίνα

Ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ (1564 -1616)  είναι ο επιφανέστερος εκπρόσωπος του αγγλικού σονέτου. Έγραψε 154 σονέτα σε ιαμβικό πεντάμετρο που προσιδιάζει στην αγγλική γλώσσα.[1] «Τα Σονέτα του αποτελούν μετεξέλιξη της πετραρχικής παράδοσης, αλλά και απομάκρυνση από αυτήν».[2]
Το σονέτο LXV (65)   ανήκει στα πρώτα 126 σονέτα που απευθύνονται, όπως υποστηρίζουν οι μελετητές, σε νεαρό άνδρα και ο έρωτας που εκφράζεται είναι πλατωνικός σε αντίθεση με το σονέτο CXXX (130)  που ανήκει σε αυτά που απευθύνονται στη μυστηριώδη γυναίκα και η ρητορική του είναι περισσότερο ρεαλιστική. Το κυρίως θέμα του LXV (65)   ποιήματος είναι η ποίηση και η αθανασία μέσα από την άχρονη τέχνη της γραφήςω θαύμα τούτο το μελάνι λαμπρή για πάντα την αγάπη μου θα κάνει»). Αναφέρεται επίσης στην ομορφιά, την θνητότητα και τον χρόνο που τα φθείρει όλα: που μπορώ να κρύψω του Χρόνου τ’ όμορφο στολίδι από το Χρόνο») καθώς ούτε («ο χαλκός, η πέτρα, η στεριά και η θάλασσα») γλιτώνουν από την φθορά. Περνάει από την υλικότητα στην εξιδανίκευση.
Το σονέτο CXXX (130) φαίνεται να σατιρίζει την ιδέα της ιδανικής ομορφιάς όπως την υμνούσαν οι συμβάσεις της ποίησης της ελισαβετιανής εποχής και ο Πετράρχης. Η αγαπημένη που αποτελούσε το θέμα της ποίησης παρομοιαζόταν με τον ουρανό, τον ήλιο,  το χιόνι,  τα τριαντάφυλλα. Οι εξιδανικευτικές υπερβολές έκαναν την ποίηση προβλέψιμη και επιτηδευμένη. Ο ποιητής εδώ εκφράζεται με αλλεπάλληλες αρνήσεις:Τα μάτια της καλής μου με ήλιο δεν μοιάζουν», «ούτε είναι κοραλλένια τα γλυκά της χείλια»). Περνάει από την εξιδανίκευση στην υλικότητα τα μάτια, τα χείλια, τα μαλλιά») και εκφράζει την αμφιθυμία των σχέσεων[3]:κάμποσ’ αρώματα πιο ευχάριστα παρά το μύρο απ’της καλής μου την πνοή»). Στο καταληκτικό δίστιχοΚαι όμως, μα το ναι, η καλή μου είν’ έτσι σπάνια, σαν κάθε ψεύτρα που συγκρίνεται με ουράνια») το ποιητικό υποκείμενο αλλάζει οπτική γωνία και εκφράζει τον έρωτα ρεαλιστικά προσθέτοντας ένα τόνο ειρωνείας στον εξιδανικευμένο έρωτα των πετραρχικών σονέτων.
Η φόρμα που χρησιμοποιεί είναι το δεκατετράστιχο ποίημα αλλά οι στίχοι οργανώνονται σε τρία τετράστιχα, στα οποία αναπτύσσεται το κυρίως θέμα, και ένα δίστιχο (ζζ) το οποίο είναι καταληκτικό και συχνά ανατρεπτικό.[4] Ο στίχος είναι ενδεκασύλλαβος-δεκασύλλαβος και κάθε μία από τις τρεις πρώτες στροφές έχει τις δικές της ρίμες (αβαβ,γδγδ,δεδε )  που δεν περνούν η μία στην άλλη. Το πετραρχικό σονέτο, όπως επινοήθηκε από το dolce stil nuovo[5], αποτελείται από ένα οκτάστιχο ή δύο τετράστιχα  με ομοιοκαταληξία (αββα-αββα)  και ένα ρυθμικό εξάστιχο ή δύο τρίστιχα με πιο ελεύθερη ομοιοκαταληξία που συμπληρώνει το θέμα.[6]Ο στίχος είναι ενδεκασύλλαβος.
Η θεματική απομακρύνεται από την πετραρχική παράδοση του εξιδανικευτικού έρωτα. Το λυρικό υποκείμενο αποτυπώνει στο ύφος και τη θεματική περίπλοκες σχέσεις με τα πρόσωπα που έχει απέναντί του. Η ίδια η έννοια του έρωτα αποκτά πολυπλοκότητα και ασάφεια.[7]Χρησιμοποιεί,  όπως και ο Πετράρχης, σχήματα λόγου: μεταφορά, προσωποποίηση, λογοπαίγνιο, σχήμα υπερβολής εισάγοντας όμως ένα στοιχείο ειρωνείας.[8]:η ομορφιά έχει τη δύναμη ενός ρόδου») μεταφορά, «το μελάνι λαμπρή για πάντα την αγάπη μου θα κάνει») συνεκδοχή,πού να κρύψω του Χρόνου τ’ όμορφο στολίδι από το Χρόνο») προσωποποίηση («ο πλούτος τα μαλλιά της όμοια μαύρα τέλια») παρομοίωση.[9]
Με το πετραρχικό σονέτο δημιουργείται μια καινούργια μορφή αυτοσυνειδησίας στη λυρική ποίηση.[10] Η ποίηση γίνεται βασικό θέμα στον Σαίξπηρ. Εκφράζει τις ποικίλες μορφές αναπαράστασης της πραγματικότητας και μεταφέρει μια ασάφεια και αβεβαιότητα που ήταν χαρακτηριστικό της εποχής του. Δεν γνωρίζουμε εάν τα σονέτα είναι αυτοβιογραφικά ή διανοητικές ασκήσεις. Η διαλογική μορφή στο σονέτο CXXX (130) παραπέμπει στα θεατρικά έργα που έγραψε ο Σαίξπηρ. «Το σημαντικότερο δημιούργημα της ποιητικής φαντασίας του Σαίξπηρ είναι ο ίδιος ο ομιλητής».[11]







ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ο ποιητικός λόγος από τα μέσα του 15ου μέχρι και τις αρχές του 17ου αιώνα περνάει από την Αναγέννηση και την μίμηση των προτύπων στον κλασικισμό και το μπαρόκ. Μέσα σε κάθε είδος αναπτύσσεται η αντιπαράθεση των δυο αυτών ρευμάτων.
Το πετραρχικό σονέτο κυριαρχεί μέχρι την ανανέωσή του από τον Σαίξπηρ, ο οποίος μέσα από την θεματική του ανεκπλήρωτου έρωτα, εκφράζει την προβληματική της αναπαράστασης και τη σημασία της ίδιας της λογοτεχνίας και της γλώσσας.





[1] Ό.π., σελ. 274.
[2] Ό.π., σελ. 279.
[3] Ό.π., σελ.
[4] Ό.π., σελ. 279.
[5] Αλεξίου, Στυλιανός, «Εισαγωγή» στον τόμο: Ουΐλλιαμ Σαίξπηρ, Σονέτα, εισαγωγή - επιλογή - μετάφραση Στυλιανός Αλεξίου,  εκδ. Στιγμή, Αθήνα 1989, σελ. 3.
[6] Ό.π., σελ. 195.
[7]  Ό.π., σελ. 280.
[8]  Ό.π., σελ. 280.
[9] Η προσωποποίηση φαίνεται καλύτερα στην επιλογή του μεταφραστή να μεταφράσει την λέξη time γράφοντάς την με κεφαλαίο Χρόνος.
[10] Ό.π., σελ. 197.
[11] Καψάλης, Διονύσης, «Επίμετρο», στον τόμο: Ουΐλλιαμ Σαίξπηρ, Εικοσιπέντε σονέτα, μετάφραση - επίμετρο Δημήτρης Καψάλης, εκδ. Άγρα, Αθήνα 1998, σελ. 6


ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΨΑΛΗΣ, Μεταφράζοντας τα Σονέτα του Σαίξπηρ

ΑΝΤΡΙΟΥ ΜΑΡΒΕΛ: Στη Ντροπαλή του Ερωμένη (Μετάφραση)

 Andrew Marvell
                                                          1621-1678

Τούτη η ντροπαλοσύνη, αν χώρο είχαμε αρκετό,
Κυρία, και χρόνο, έγκλημα δεν θα ήταν σοβαρό.
Πώς θα περάσει, θα καθόμασταν για να σκεφτούμε,
Η μέρα του μακρύ μας έρωτα και προς τα πού θα πορευτούμε.
Στην όχθη του Ινδικού του Γάγγη μύρια
Θα μάζευες ρουμπίνια… Κι εγώ στου Χάμπερ(2) την παλίρροια
Θα καθόμουν τα βάσανά μου να συλλογιστώ.
Θα σ’ αγαπούσα δέκα χρόνια πριν απ’ τον κατακλυσμό
Και, αν σ’ αρέσει, θα μπορούσες να αρνείσαι εσύ
Μέχρι την αποκάλυψη των εντολών του Μωυσή.
Του έρωτά μου θα μεγάλωνε το φυτό
Πιο αχανές κι από αυτοκρατορίες και πιο αργό΄
Εκατό χρόνια θα’ φευγαν για να υμνήσω
Τα μάτια σου και το μέτωπό σου ν’ ατενίσω΄
Διακόσια κάθε στήθος να λατρέψω
Αλλά χιλιάδες θα’ θελα για όλα τ’ άλλα να ξοδέψω΄
Τουλάχιστον έναν αιώνα για το κάθε μέλος
Και η καρδιά σου θα μαλάκωνε στο τέλος΄
Γιατί, Κυρία, εσύ είσαι άξια τέτοιας τελετής κι επισημότητας
Κι εγώ δε θα γινόταν  σ’ έρωτα να πέσω χαμηλότερης ποιότητας.

               Όμως πίσω απ’ την πλάτη μου ακούω πάντα βιαστικό
Να’ ρχεται του χρόνου το άρμα φτερωτό΄
Και μπροστά μας να απλώνεται, μπορείς να δεις
Μία έρημος, η αιωνιότης αχανής.
Η ομορφιά σου πολύ δεν θα κρατήσει
Ούτε στο μαρμάρινό σου θόλο θ’ αντηχήσει
Το τραγούδι μου΄και τότε το σκουλήκι αυτή
Την, χρόνια φυλαγμένη, παρθενία θα γευτεί΄
Σκόνη η μυστηριώδης σου τιμή θα γίνει
Και στάχτη μόνο από τον πόθο μου θα μείνει.
Ο τάφος καλός και ήσυχος είναι για ν’αναπαυθείς
Μα είν’ αδύνατον εκεί ν’ αγκαλιαστείς.

            Γι’αυτό λοιπόν, όσο νεανική χροιά
Έχει το δέρμα σου, σαν πρωϊνή δροσιά,
Κι όσο η ψυχή σου πρόθυμη εκπνέει
Από τον κάθε πόρο σου φωτιά που καίει,
Έλα όσο ακόμα έχουμε καιρό, μπορούμε,
Τώρα, σαν ερωτευμένα αρπακτικά πτηνά, να χαρούμε΄
Μια κι έξω τον χρόνο μας ας καταβροχθίσουμε
Παρά απ’ τη δύναμή του σιγά-σιγά να εξασθενήσουμε.
Έλα ας κυλήσουμε μαζί σαν μία μπάλα
Τις ηδονές, την αντοχή μας κι όλα τ΄άλλα΄
Με άγρια μάχη και επιμονή ας αποσπάσουμε
Μέσ’ απ’ τις σιδερένιες πύλες τη ζωή, για ν’ απολαύσουμε.
Έτσι, ανίκανοι κι αν είμαστε να κάνουμε τον ήλιο να σταθεί
Ακίνητος, να τον βιάσουμε για μας να τρέξει, όμως, είμαστε ικανοί.
___________
Μετάφραση από το βιβλίο μου 'Ονειρο Μέσα Σε 'Ονειρο'.


Read more: http://kastellakia.blogspot.com/ http://kastellakia.blogspot.com/2012/05/blog-post.html#ixzz3opn616Zh