της Έφης Πέτκου*
Η σταθερή υιοθέτηση μιας α-χρονολογικής αφήγησης σε όλη την έκταση του πεζογραφικού έργου του Ν. Γ. Πεντζίκη υπαγορεύει την υιοθέτηση, κατά κύριο λόγο, μιας αφηγηματικής τάξης που ορίζεται από τη συνειρμική λειτουργία της μνήμης[1]. Έτσι, αποδομείται η χρονολογική μακρο-δομή, όχι όμως και η χρονολογική μικρο-δομή της πεντζικικής αφήγησης, την οποία συνιστούν ετερόκλητες μεταξύ τους αφηγηματικές ενότητες με δική τους αυτόνομη χρονολογική δομή[2]. Σε τούτες τις αφηγηματικές μικρο-δομές δεν απαντώνται νοηματικά κενά, παρά μόνο εάν πρόκειται για κενά της μνήμης, ενώ η αποσπασματικότητα της αφηγηματικής σύνθεσης έγκειται κυρίως στην απουσία συνοχής και θεματικής ενότητας.
Επιπρόσθετα, η πεντζικική γραφή χαρακτηρίζεται από αρκετά γνωρίσματα της αποκαλούμενης νεοτερικής αφήγησης, όπως είναι η διαλογικότητα και η πολυφωνία, ο συνεχής αυτοσχολιασμός, η παρουσία μιας σωρείας «παρακειμένων»[3] (προλόγων, τίτλων και υπότιτλων, σημειωμάτων, σχολίων της αφήγησης, ημερολογιακών σημειώσεων, συνεντεύξεων, διαλέξεων κτλ.), τα ποικίλα λεκτικά παιχνίδια και κυρίως το ελλειπτικό και αποσπασματικό ύφος της αφήγησης.
Το αφηγηματικό υλικό των έργων του Ν. Γ. Πεντζίκη δικαιολογημένα χαρακτηρίζεται ως πολυποίκιλο κι ετερόκλητο, καθώς αντλείται από τα γνωστικά και μνημονικά αποθέματά του[4]. Κι αυτό γιατί συνίσταται σε δεδομένα ιστορικά, γεωγραφικά, λογοτεχνικά, μυθολογικά, θρησκευτικά, εγκυκλοπαιδικά ή ακόμη σε στοιχεία άλλων τεχνών. Την πολυσύνθετη και ιδιόρρυθμη αυτή διάρθρωση του αφηγηματικού υλικού του εξυπηρετούν δάνεια στοιχεία από τους J. Joyce, A. Zide, M. Proust, Virginia Woolf και Eduard Dujardin, τον Όμηρο, τους θρησκευτικούς συγγραφείς, τους βυζαντινούς χρονογράφους και ιστοριογράφους, καθώς και από αρκετούς Έλληνες λογοτέχνες του 19ου και 20 ου αιώνα.
Ο Ν. Γ. Πεντζίκης εκθέτει φανερά στην πεζογραφία του τις τεχνικές που χρησιμοποιεί για την οργάνωση και τακτοποίηση του αρχειακού υλικού του και για την ιδιότυπη και διαλεκτική αναπαράσταση των ιχνών του παρελθόντος, όπως αυτά έχουν αποτυπωθεί στη μνήμη του κυρίως από τα κείμενα που έχει διαβάσει[5]. Επιπλέον, καταγράφει και αναλύει τα προβλήματα της ιδιόρρυθμης αυτής πρακτικής, καταθέτοντας παράλληλα τις προσωπικές του απόψεις, αγωνίες και προσδοκίες. Γι’ αυτό και στα κείμενα του Ν. Γ. Πεντζίκη η πρακτική της αφήγησης συνδέεται άρρηκτα με την αυτοαναφορικότητα της γραφής του και με τη διαφάνεια των μεθόδων συγγραφής που υιοθετεί[6].
Ένας από τους νεοέλληνες ποιητές του οποίου το έργο κυρίως αλλά και η ζωή του φαίνεται να ασκούν ιδιαίτερη έλξη στον Ν. Γ. Πεντζίκη είναι ο Δ. Σολωμός. Χαρακτηρίζοντας τη σολωμική ποίηση ως καθαγιασμένη και τονίζοντας τον χαρακτηρισμό του Δ. Σολωμού ως «Εθνικού Ποιητή», ο Πεντζίκης αφήνει να φανεί ξεκάθαρα ο θαυμασμός του για το ποιητικό έργο και τη φυσιογνωμία του Σολωμού. Ενδεικτικό είναι το ακόλουθο χωρίο:
«Μελέτη περί του Εθνικού ποιητού Διονυσίου Κόμητος Σολωμού, όπου τα αποσπάσματα των διαφόρων σχεδιασμάτων των «Ελευθέρων Πολιορκημένων», λέγεται ότι έχουν κάτι από την ιερότητα των Αγίων Λειψάνων.», (Αρχείον: Βιβλίον έρωτος, ήτοι της Αγάπης που χαρίζει ως Φως οικουμενικό ο Κύριος, εκδ. Α.Σ.Ε., Θεσσαλονίκη 1991, 163)
Ο Ν. Γ. Πεντζίκης, έκδηλα εμπνεόμενος από την ποίηση του Σολωμού, δε διστάζει στο πεζογραφικό του έργο να προβεί στον σχολιασμό όχι μόνο της ποίησης, αλλά και της ιδεολογίας, ακόμη και της ζωής του μεγάλου Επτανήσιου ποιητή:
«Παρατηρήσεις πάνω στο βίο και τα έργα του Σολωμού. Αποτελούσε για τον ίδιο λύση ευδαιμονίας, η εκάστοτε πρόθυμη συμμετοχή του στα παιχνίδια των ανηλίκων της γειτονιάς. Έφτανε να πίνει διαλύματα, ισχυρά σε περιεκτικότητα οινοπνεύματος, θέλοντας να εξουδετερώσει τις αντιδράσεις, του αφορίζοντος το ατομικό εγώ νου, με ποικίλα συστήματα ιδεών. Παρουσιάζεται στο έργο του «Η γυναίκα της Ζάκυθος», μεταμφιεσμένος σε ιερομόναχο Διονύσιο, αλλά (γράφει ο συντάκτης των παρατηρήσεων) δεν υποδύεται απολύτως σωστά το ρόλο του. Διατηρεί μια ιδεολογική υπερηφάνια, εντελώς άλλη από το καμάρι, που έχουν το παιδί του καλού γονιού και ο καλόγηρος, επίγειο πλάσμα του Παντοκράτορα. Κρίνει και σατιρίζει τους εκτός του εαυτού του ο Σολωμός, ως ιερομόναχος, αντί μόνο ν’ αγαπά παραδεχόμενος τα πάντα, σαν αφορμές χαράς και αποκαλύψεως των αγνώστων μυστηρίων της δημιουργίας. Υπογραμμίζεται εντέλει, ότι ο δικαστικός αγώνας με την ίδια του τη μάνα, επισκίασε δραματικά όλη τη ζωή του ποιητή.», (Αρχείον, ό.π., 179)
Ο συνειρμικός μηχανισμός της πεντζικικής αφήγησης δεν εξυπηρετεί τη συγκρότηση μιας ενιαίας αφήγησης και, όπως πολύ χαρακτηριστικά ο ίδιος ο συγγραφέας ομολογεί, αδυνατεί «να εξατμίσει την ύλη των αναμνήσεων μέσα στον καθορισμένο χώρο ενός σχήματος ή ομοιογενούς ομάδος σχημάτων»[7]. Γι’ αυτό και στο πεντζικικό έργο τελικά νομιμοποιούνται η αποσπασματικότητα και η ελλειπτικότητα στο πλαίσιο μιας αποκεντρωμένης «ασυνεχούς αφήγησης»[8], στην οποία εντοπίζονται αυθαίρετες επιλογές, πολλαπλές προοπτικές και ποικίλοι θεματικοί άξονες[9]. Παρόμοια, η αποσπασματικότητα διέπει και το ωριμότερο ποιητικό έργο του Σολωμού της κερκυραϊκής περιόδου, η οποία, όπως συμπεραίνει ο Γ. Βελουδής[10], αποτελεί επιλογή, έστω αναγκαστική, του ποιητή, σύμφωνα με την ερμηνευτική προσθήκη του Ι. Πολυλά στα «Προλεγόμενά» του: «Και αν δεν σφάλλω, ο νους του, ήδη τραβηγμένος από μιαν ανώτερη θεωρία εις την περιοχή της ποιητικής, άφηνε ατελείωτο εκείνο το πόνημα, ως, εις τη γνώμη του, κατώτερο από την θέση όπου πρέπει να υψωθεί η Τέχνη, αν θέλει να είναι εις όλα αληθινή».
Επανερχόμενος συχνά στην πεζογραφία του στον Δ. Σολωμό και στο ποιητικό του έργο, ο Ν. Γ. Πεντζίκης υπογραμμίζει πως χάρη στο σπάσιμο κάθε έλλογης φόρμας στο σολωμικό έργο μπορούν να εντυπωθούν ιδανικές μορφές και ιδεατά πλάσματα του νου, να αποκρυσταλλωθούν ποιητικά και να πάρουν ολοκληρωμένη υπόσταση:
«Τετράδιο σημειώσεων ενός φυλακισμένου επί μακρά σειρά ετών, για ηθική αυτουργία σε φόνο. Απαριθμεί και σχολιάζει τα διάφορα βιβλία που συνέπεσε να διαβάσει. Δείχνει σταθερή προτίμηση για το Σολωμό, που τον βοηθά να πλάσει μια ιδανική μορφή κόρης. Είναι η ίδια η «Φεγγαροντυμένη», αλλά με τελείως γνωστή, συγκεκριμένη μορφή. Το ότι η μορφή της λογικής διατύπωσης σπάνει στο Σολωμό, του επιτρέπει ευκολώτερα να ντύνει αυτό που επιθυμεί και φαντάζεται το κενό και τον αέρα. Με τα ποιητικά λείψανα που απαλλάσσουν το νου από κάθε συζήτηση και προσωπική αντίδραση, αντίκρισε κάτι το ολοκληρωμένο, χαρίζοντάς του απλές στιγμές ποιότητας και έντασης, πολύτιμα πετράδια για την επένδυση των προσωπικών του λογισμών. Σημειώνει ότι ο Σολωμός είναι γι’ αυτόν, ό,τι ο Όσιος Ζωσιμάς για την Οσία Μαρία την Αιγυπτία, που στην έρημο είχε απομείνει από τις τύψεις, εν’ ακαθόριστο σε όρια σύννεφο, που μόνο χάρις στο ράσο του ιερού πατρός που φόρεσε, έλαβε υπόσταση ανθρώπινη αξιωθείσα την Άγια Κοινωνία. Και λίγο πιο κάτω τονίζει, ότι μόνο η κοινότητα της στολής μεταξύ των ανθρώπων, ανοίγει τις πύλες του νυμφώνος. "Θα βγω από τη φυλακή κάποια μέρα" γράφει "και θα σμίξω μαζί σου Άννα, σε μια ενιαία και αδιαίρετη μορφή."» (Αρχείον, ό.π., 95).
Ο Ε. Καψωμένος, αναφερόμενος στο ενιαίο σύμπαν της ποιητικής μυθολογίας του Σολωμού, επισημαίνει σε αυτό την εξίσωση φυσικών, ηθικών και πνευματικών αξιών, με την οποία αποκαθίσταται η ιδέα της ενότητας (ιδέα του παγκόσμιου Μονισμού), την υπέρβαση της λογικής αρχής της αντίφασης (αρχή της συνύπαρξης των αντιθέτων) και την οντολογική συγγένεια ανάμεσα στον άνθρωπο, τη φύση και το θείο, η οποία θεμελιώνεται στις κοινές κατηγορίες του κάλλους και του αγαθού[11]. Παρόμοια και στην πεζογραφία του Πεντζίκη, γίνεται εύκολα αντιληπτός ο αγώνας μέσω των αλλεπάλληλων μεταμορφώσεων (ανθρώπινων τύπων και εικόνων από τον φυσικό περίγυρο) να προσδοθεί συνέχεια και συνοχή στα ασυνάρτητα μέρη ενός διασκορπισμένου στο χρόνο αφηγηματικού εγώ και με την ανασύνθεση της ατομικής ταυτότητας να επιτευχθεί η υπέρβαση της θνησιμότητας. Τη σχέση της φύσης με τη πνευματική-θρησκευτική αγωνία του συγγραφέα να προσεγγίσει την ιδέα της ενότητας υπογραμμίζει και ο Αν. Βιστωνίτης: «Η εμμονή στη λεπτομερή καταγραφή της φύσης […] είναι αποτέλεσμα της αθροιστικής του μεθοδολογίας και της πεποίθησής τους πως η γενετική δύναμη της ζωής δεν είναι η εξέλιξη αλλά η μεταμόρφωση, που βρίσκεται στο κέντρο της πνευματικής μας ζωής […] Τα πρόσωπα του χρόνου, που βρίσκει ο Πεντζίκης μέσα στη φύση, δεν διαμορφώνουν ένα ενιαίο και ολοκληρωμένο πρόσωπο αλλά μια πολλαπλή διαστρωμάτωση του ενός, γι’ αυτό άλλωστε και η βαθιά θρησκευτικότητα»[12].
Με στόχο την αντίσταση στον φθοροποιό χρόνο[13] και την υπέρβαση του κόσμου, της λογικής και των συμφερόντων, ο Πεντζίκης, όπως και ο Σολωμός, επιζητά «με βαθιά θρησκευτικότητα και σταθερή και απόλυτη πίστη»[14], μέσω μιας διαδικασίας ακίνητης άσκησης ή άσκησης της κίνησης σαν ακινησίας να συντρίψει το ατομικό του εγώ. Επομένως, και ο Ν. Γ. Πεντζίκης ακολουθώντας το σολωμικό μοντέλο άρνησης της ατομικότητας, «που […] επιβάλει είτε η πλήρης υπαγωγή και απόσβεση του εγώ μέσα σε μια ανώτερη αρχή (: η θεϊκιά Φεγγαροντυμένη στον «Κρητικό», η κορασιά στον «Πειρασμό» των «Ελεύθερων Πολιορκημένων, Σχεδ. Γ, 6-7) είτε η αφομοιωτική ροπή που ασκεί […] η φύση μέσω των θετικών αξιών της (τάση διάλυσης του εγώ μέσα στη μεγάλη Κοσμική ενότητα: «Κρητικός», Απ. 22, «Πόρφυρας, Απ. 5,7,8)»[15], επιδιώκει να προσεγγίσει την αλήθεια του πνεύματος «επί γης»:
«Η κίνηση σαν άσκηση στον περίπατο, μήπως εν ονόματι της άλλης πραγματικότητας, που φαίνεται να έχει πολύ μεγαλύτερη αντοχή και διάρκεια στον φθοροποιό χρόνο, απ’ ότι ο κόσμος της λογικής και της προκοπής, των συμφερόντων μας και ανέσεων, μήπως ρωτιέμαι, η κίνηση του περιπάτου, στην οποία ασκούμαστε, μπορεί και πρέπει να εννοηθεί ως ακινησία;
Ένας νεοέλλην ποιητής, που επιχείρησε να ερμηνεύσει τον Σολωμό χωρίς μεταφυσική, που είδε τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» ως Σκλάβους, που ειρωνεύτηκε την παραδοσιακή απολογία του Σωκράτη, κάνοντας τον πραγματιστή, έφτασε μέχρι την άρνηση και διαπόμπευση της άσκησης της κίνησης σαν ακινησίας, βασική προϋπόθεση του μοναχισμού, που έχει σκοπό την πραγματοποίηση της αλήθειας του πνεύματος επί γης, με τη βαθιά ριζωμένη στον Θεάνθρωπο πίστη.» (Πραγματογνωσία και άλλα επτά κείμενα μυθοπλασίας γεωγραφικής, εκδ. Α.Σ.Ε., Θεσσαλονίκη 1977β΄, 243)
«Και πιο κάτω κάνει λόγο για την ακίνητη άσκηση, με τη βοήθεια της οποίας πραγματοποιούνται «οι θαυμάσιο μεγάλοι περίπατοι, που αναφέρουν τα των Οσίων Πατέρων της Ερήμου αγιολογικά κείμενα, περιγράφοντας καταστάσεις, όπου το συντετριμμένο εγώ έχει γίνει κονιορτός, σκόνη που την σηκώνει ο άνεμος, και έτσι βαδίζει επί τον κυμαίνοντα πόντο και υπερυψούται της γης.» (Πραγματογνωσία, ό.π., 244)
Ο Πεντζίκης εύστοχα διακρίνει στους στίχους του Δ. Σολωμού την επίμονη αναζήτηση ιδανικών και υπέρτατων αληθειών, τον αγώνα του μεγάλου ποιητή να τις συμβιβάσει με την πραγματικότητα[16], καθώς και την επίτευξη της ποιητικής ενσάρκωσης υψηλών μεταφυσικών ιδεών, όπως «της ιδέας της βγαλμένης από τα κόκαλα των Ελλήνων ελευθερίας», την οποία παρομοιάζει με την Φεγγαροντυμένη, που περπατάει στην επιφάνεια της θάλασσας:
«Υπήρξε μαθητής του Σολωμού σκέφτηκε. Σαν εκείνον ήθελε ν’ αξιωθεί να δει, πλασμένη από τα μυστικά όνειρα του καιρού που ακόμα τον γαλουχούσε η μάνα του, ενσωματωμένη την ιδέα της βγαλμένης από τα κόκαλα των Ελλήνων ελευθερίας, της άγνωστης εκείνης Φεγγαροντυμένης, που περπατάει επί της επιφανείας της θαλάσσης, δίχως καθόλου να συγχίζει τα νερά της. Όμως, ο κόμης Διονύσιος, που εμπνεόταν από τη Ρεγγίνα, την χαριτωμένη νεαρά που αγαπούσε, δεν ήξερε πώς να συμβιβάσει με τα ιδανικά, την εικόνα της όταν την έβλεπε να τρώει. Συμβιβάζονται τέτοια πράγματα; Η αθάνατη, η θεία ελευθερία που ό,τι θέλει ημπορεί, με τον άνθρωπο που τρώει κι έπειτα πηγαίνει στο αποχωρητήριο;», (Σημειώσεις εκατό ημερών, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1988α΄, 137)
Από τις ποιητικές φιγούρες, που μοιάζουν με ονειροφαντασιές, καθώς είναι δυσδιάκριτες και κινούνται σε μια θολερή ατμόσφαιρα, ανάμεσα στη σφαίρα του πραγματικότητας και του ονείρου, ανάμεσα στον ρεαλισμό και τη φαντασία, ξεχωριστή γοητεία φαίνεται πως έχει η σολωμική μορφή της Φεγγαροντυμένης για τον Πεντζίκη. Άμεσα συνδεδεμένη με τη ρομαντική εικόνα της φεγγαρο-φωτοχυσίας, η μορφή της Φεγγαροντυμένης αναδεικνύεται και από την συγγραφική πένα του, με έκδηλη την ενίσχυση της εικαστικής της αξίας:
«Ένας άνθρωπος, δίχως να ξέρει αν κοιμάται ή αν είναι ξύπνιος, βλέπει ένα πρόσωπο. «Παράξενη εμφάνιση», πάει να συλλογιστεί, «τάχα τι να σημαίνει μεσ’ στο σκοτάδι της νύχτας η μορφή που βλέπω να ξεχωρίζει. Ποια τάχα είναι;».
Η νύχτα φεγγαρόλουστη έχει κάτι από τους στίχους των αποσπασμάτων του Σολωμού, απ’ το Σικελιανού το ποιήμα για το Θαλερό. Μaaneskynstyke paa Lagebro επιγράφεται ένας πίνακας Δανού ζωγράφου. Την μεταφυσική της φεγγαροφωτοχυσίας, την εξέφρασαν έντονα οι Βόρειοι. Ωστόσο, στο νυχτερινό ουράνιο θόλο με την μαργαρώδη διαφάνεια υπάρχει κάτι που ανακαλεί το πνεύμα πίσω ξανά στη Μεσόγειο. (Πραγματογνωσία, ό.π., 82-83)
Παράλληλα, τονίζεται συχνά από τον Πεντζίκη η μεταφυσική υπόσταση της Φεγγαροντυμένης, η υπερκόσμια και άγνωστη για τους κοινούς θνητούς ανθρώπους εμφάνισή της, που την καθιστά «παράξενη» στα μάτια τους και της προσδίδει θρησκευτικού χαρακτήρα νοηματοδοτήσεις. Γι’ αυτό κάθε γνωστική προσέγγιση της ταυτότητάς της μοιάζει αδύνατη, ενώ μονάχα η εικαστική αναπαράστασή της φαίνεται πως είναι εφικτή[17] και αυτήν επιχειρεί να αποτυπώσει με το λόγο του ο Πεντζίκης, ανατρέχοντας σε μνημονικές εικόνες από ψηφιδωτά και εικόνες της βυζαντινής περιόδου και από ονομαστούς πίνακες ζωγραφικής:
«Όχι ότι τάχα επαναλαμβάνει στη συγκεκριμένη περίπτωση ο άνθρωπος με αφέλεια το ερώτημα: «Ποια είναι τούτη, που κατεβαίνει ασπροντυμένη όχ’ το βουνό». Το σημάδι όπου προσανατολίζεται, ξεπερνά τις συζητήσεις της κριτικής για το ποια είναι η «Φεγγαροντυμένη». Το άστρο που βλέπει στην πραγματικότητα, το είδε άλλοτε σε Βυζαντινά ψηφιδωτά να φωτά το Σπήλαιο της Γέννησης. Άλλωστε και τα βουνά του τοπίου στο βάθος, είν’ όπως στις Βυζαντινές Εικόνες της Μεταμόρφωσης, όγκοι σοφά σχηματοποιημένοι μέσα στο φως. Μόνο στα χαμηλά και κοντινά τα υψώματα θυμίζουν το τοπίο του Ναυπλίου προς την Πρόνοια, τα βράχια που περιζώνουν το μικρό νεκροταφείο. Πεποικιλμένα με την ιχνογραφία των αγροστοειδών. Γύρω τους ο ουρανός είναι ημεριαίος, φωτεινός, ελληνικός, γαλανός, γεμάτος από απηχήσεις των «Στροφών» του Μορεάς, των «Ασφόδελων» του Μαλακάση, που αναριγούν ανάμεσα στο πλούσιο τοπικό χαμολόϊ. Όλη η έκταση ίσαμε τους Αργίτικους κάμπους αναπαριστά την ικμάδα της βλάστησης όπως στον πίνακα Άνοιξη του Μποτιτσέλι.» (Πραγματογνωσία, ό.π., 82-83).
Η Φεγγαροντυμένη, ένα αιθέριο φαντασιακό–ποιητικό πλάσμα που για την υλοποίησή του συνεργάζονται το φως και το νερό, ενσαρκώνει τη σολωμική φιλοσοφική ιδέα της συμφιλίωσης ανάμεσα στο υλικό-φυσικό, το ανθρώπινο-ηθικό και το θείο-ιδεατό[18], συμβολίζει την απροσπέλαστη ενότητα ψυχής και φύσεως[19], προσωποποιεί το ιδανικό σχήμα ή την ηθική τελείωση[20] ή αποτελεί απλώς την αγαπημένη του Κρητικού, που αποκαλύπτεται στο ανθρώπινο μεγαλείο της τη στιγμή του θανάτου[21]. Η γνωστή σολωμική εικόνα της Φεγγαροντυμένης που περπατά πάνω στη θάλασσα είναι μια εικόνα που επανέρχεται αρκετές φορές στα κείμενα του Πεντζίκη. Μάλιστα, η σύγχυση[22] που προκαλείται από τον κατοπτρισμό της αργυρής πανσέληνου στα γαλήνια νερά και την επακόλουθη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας ιδιαίτερα ερωτικής υπογραμμίζεται και από τον Πεντζίκη:
«Πρώτιστο στοιχείο, που μας επιτρέπει ο κατοπτρισμός στα νερά είναι η δυνατότητα συσχετίσεως, μέχρι σημείου πλήρους συγχύσεως και ταυτίσεως, των ορίων των προσώπων κόρης και μητέρας. Εις τούτο ομολογουμένως βοηθά πολύ η αντανάκλαση επί των υδάτων της αργυράς Πανσέληνου, που κοινολογείται ως οδός του έρωτος. Είναι γνωστό με πόση επιμονή ο Εθνικός μας Ποιητής επανέρχεται στο θέμα της Φεγγαροντυμένης, που περπατεί πάνω στη θάλασσα, δίχως καθόλου να συγχύζει τα νερά της.» (Πραγματογνωσία, ό.π., 217).
Η ανθρώπινη αδυναμία μπροστά στο αναπόφευκτο γεγονός του θανάτου ωθεί τον Πεντζίκη στην εκούσια διάπλαση ψευδαισθήσεων, στην αναζήτηση της αυταπάτης, αλλά και στην «αντίστιξη του μεγαλειώδους με το μοιραίο και αναπότρεπτο». Τούτη η ανάγκη για το ξεπέρασμα της βεβαιότητας της θνησιμότητάς του τον οδηγεί συχνά στην ανάκληση μνημονικών εικόνων από το σολωμικό έργο, και κυρίως εικόνων χαρακτηριστικών σολωμικών μορφών που έχουν κληθεί να αντιμετωπίσουν ποικίλες δοκιμασίες[23] και με ηρωϊκό τρόπο σε στιγμές έσχατης απόγνωσης αντιστέκονται στο μοιραίο, υπερβαίνοντας την ανθρώπινη φύση τους. Ενδεικτικό είναι το ακόλουθο χωρίο:
«Ο Νεαρός Κωστής ακούει να τον καλεί η φωνή κάποιου προγόνου του. Νομίζει στην αρχή ότι του απομένει καιρός για συζήτηση. Σκύβει στο γραφείο του και σχεδιάζει μια εικόνα θανάτου. Ευθύς μετά αναπολεί τον «Κρητικό» του Σολωμού με τη «Φεγγαροντυμένη» και βιαστικός φτάνει στο ακρογιάλι. Επιχειρεί να βαδίσει στην επιφάνεια του νερού και βυθίζεται. Συνεχίζει να προχωρεί και το νερό φτάνει ίσαμε το λαιμό. Αρχινά να συμπεραίνει για το τέλος και τα πέρ’ απ’ αυτό. Όμως η φυρονεριά γρήγορα τον απελευθέρωσε από τον υδάτινο κλοιό.» (Πραγματογνωσία, ό.π., 44).
Η ιδέα υπέρβασης της ανθρώπινης θνησιμότητας και κατανίκησης της σκληρής πραγματικότητας του θανάτου ενσαρκώνεται από τον Σολωμό ποιητικά, σύμφωνα πάντα με την άποψη του Πεντζίκη, όχι μόνο με τη χρήση του λογοτεχνικού μοτίβου της Φεγγαροντυμένης[24], αλλά και μέσα από τη μορφή του τραγικού νέου που κατασπαράζεται από τον καρχαρία Πόρφυρα (στο ομότιτλο σολωμικό ποίημα), αλλά στην ύστατη αυτή πάλη με το θάνατο ηρωοποιείται, καθώς εξιλεώνεται και λυτρώνεται χάρη σε μια αστραπιαία επενέργεια αυτεπίγνωσης, επίγνωσης της ανθρώπινης φύσης του[25]:
«Μια ποικιλία καρχαριών στην Κέρκυρα λέγεται Πόρφυρας. Ο Εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Κόμης Σολωμό, άφηκε αποσπάσματα εμπνεύσεως, από ένα τραγικό θύμα του Πόρφυρα. Στην ύστατη πάλη εκείνου του νέου, πριν κατασπαραχτεί από το θεριό της θάλασσας, σαν να καταβροχθίζεται στο φοβερό κόκκινο στόμα του Άδη, σε στιγμιαία διάρκεια αστραπής, τοποθετεί ο ποιητής τη λυτρωτική και εξιλεωτική επενέργεια της αυτεπίγνωσης. Είναι ίσως η μόνη δύναμη που κατέχει ο άνθρωπος, προς καταπολέμηση και κατανίκηση του Χάρου. Μεταβάλλεται σε Άγγελο.» (Σημειώσεις εκατό ημερών, ό.π., 29).
Ο Πεντζίκης μοιάζει να εμπνέεται από τη σολωμική απόδοση του αγώνα της ανθρώπινης ψυχής ενάντια σε κάθε είδους εξωτερικά εμπόδια που περιορίζουν την ηθική ελευθερία του ανθρώπου, καθώς και από τη σφοδρή σύγκρουση των ανθρώπινων συναισθημάτων, αξιών κι επιθυμιών με τη σκληρή κι άτεγκτη πραγματικότητα:
«Πεζογράφημα όπου οι εσωτερικοί αγώνες της ψυχής παραλληλίζονται με τους ηρωικούς αγώνες στο Μεσολόγγι. Ο Συγγραφεύς ευρύνοντας τα πλαίσια της ατομικής ψυχολογίας, παραθέτει τους ακόλουθους στίχους και αποσπάσματα στίχων, από τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Σολωμού.
«Το χάραμα επήρα,
του ήλιου το δρόμο»
και «τότες εταραχτήκανε τα σωθηκά μου»
και «άκρα του τάφου σιωπή»
«Μητέρα μεγαλόψυχη»
καθώς «κι όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.» (Αρχείον, ό.π., 154)
Λαχταρώντας και ο Πεντζίκης, όπως ο Σολωμός, την πραγμάτωση του υψηλού με τη νίκη του πνεύματος ενάντια στους νόμους της φύσης, ενάντια σε κάθε μορφή υλικής και ηθικής βίας, κι ενάντια στην ίδια την ανθρώπινη μοίρα[26], επανέρχεται συχνά στο πεζογραφικό του έργο στη σύγκρουση της ανθρώπινης ηθικής με αντίθετες δυνάμεις, η οποία ωστόσο τροφοδοτεί το ένστικτο της αυτοσυντήρησης ή προσφέρει μια προσωρινή έστω ψευδαίσθηση ευδαιμονίας:
«Αισθανόταν την ανάγκη με τη βοήθεια του Θεού, να αναδειχτεί υιός μετανοίας και δέονταν και ικέτευε, παρ’ όλο που οι επιθυμίες των σιωπηλών σκέψεων μέσα του, διαρκώς τον έσπρωχναν, να βρη ευκαιρία να κυλιστεί σαν γουρούνι, στον βόρβορο των έργων του. Σταματημό δεν είχε ο αγώνας των αντιθέσεων και των πολέμων. Ένιωθε ως απολύτως βέβαιο ότι τελικά θα κυριαρχούσαν τα βίαια πάθη των εχθρών όπως στο Μεσολόγγι. Πάρα ταύτα κατά έναν τρόπο ανεξήγητο, αισθάνονταν άπειρα ευτυχής, παρά την βεβαία τελική στο βόρβορο εκμηδένιση.» (Αρχείον, ό.π., 178)
Σύμφωνα με τον Ε. Καψωμένο, στην ποίηση του Δ. Σολωμού «υπάρχουν και λειτουργούν εκδοχές του τραγικού, που έχουν την αρχή τους στην –υπό ορισμένους όρους– αρνητική λειτουργία των θετικών αξιών. Έτσι, λ.χ. το ποιητικό υποκείμενο βρίσκεται στην ανάγκη, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, να υπερασπίζεται σ’ έναν αγώνα μέχρι θανάτου την ηθική του ελευθερία τόσο απέναντι στο μοντέλο του εξοντωτικού ανταγωνισμού, που τείνει να του επιβάλει η ακαταγώνιστη εξωτερική βία (φυσική: το σκυλόψαρο στον «Πόρφυρα», ή κοινωνική: οι πολιορκητές του Μεσολογγίου στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους»), όσο και απέναντι στο «διονυσιακό» μοντέλο άρνησης της ατομικότητας […]»[27]. Σ’ αυτές τις τραγικές αλλά σίγουρα εξιδανικευμένες μορφές που προβάλλονται στο σολωμικό ποιητικό έργο, ο Πεντζίκης συγκαταλέγει φυσικά και τους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Μεσολογγίου, το παράδειγμα των οποίων, όπως υποστηρίζει, επενεργεί λυτρωτικά σε κάθε άνθρωπο που βασανίζεται από το βάρος των τύψεων:
«Σελίδα του χειρογράφου τετραδίου του φυλακισμένου που αρέσκεται να επενδύει με δάνεια από τον Εθνικό μας ποιητή, τις ιδανικές μορφές εν ονόματι των οποίων προσπαθεί ν’ απαλλαγεί από το βάρος του εγκλήματος, που διέπραξε κατά του ιδίου του εαυτού […]. Παρατίθενται στίχοι ανήκοντες στον «Πειρασμό» των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» κατά τη γραφή του β σχεδιάσματος:
«Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
κι όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.» (Αρχείον, ό.π., 108).
Επιδιώκοντας, όπως οι σολωμικοί ήρωες, την παραίτηση από την ατομικότητά του και αγωνιζόμενος ενάντια στην αλλοτρίωση που επιφέρει ο επίγειος χρόνος, ο Ν. Γ. Πεντζίκης έρχεται συχνά αντιμέτωπος με τη σκληρή ουσία των πραγμάτων προσπαθώντας να υπομείνει το βάρος ενός ευαίσθητου πνευματικού ανθρώπου[28]. Μοναδική λυτρωτική παρηγοριά του προσφέρει η επικοινωνία «είτε με τους εν κοιμητηρίω (δηλαδή κατεβαίνοντας στη ζωή τους, καταγράφοντας, φανταζόμενος) είτε με τους αγίους»[29]. Κατά τον Π. Σπανδωνίδη, ο Πεντζίκης «είναι ένα τέκνο του μεσοπολέμου: τέκνο της φθοράς όλων των αξιών, που από την τέφρα τους έκαμε να αναπηδήσει ένας νέος εαυτός του, γεμάτος άρνηση και υπόσχεση, ειρωνεία και κατάφαση […] Βλέπει τα πράγματα από μια δική του όψη. τα βλέπει και τα "διαμορφώνει" μαζί. Αυτό σημαίνει ότι τα πράγματα που μας δίνει είναι η ίδια η μουσική του εσωτερικού του κόσμου»[30]. Αυτό τον αγώνα της πολιορκημένης του ψυχής αποκαλύπτει ο Ν. Γ. Πεντζίκης μέσα από μια ιδιόρρυθμη ποιητική, καθώς στο εσώτερο ψυχισμό του «το καλό και το κακό δεν αποτελούν τα ισοδύναμα μέρη μιας αρμονίας, αλλά διατηρούν τη βίαιη αντίθεσή τους»[31].
[1] Βλ. σχετική ανάλυση του ρόλου της μνήμης στο πεντζικικό πεζογραφικό έργο στη διατριβή μου με τίτλο: Λειτουργίες της μνήμης σε κείμενα της νεοτερικής πεζογραφίας: Θεωρητικές κι ερμηνευτικές προσεγγίσεις, Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 1999, κεφ. ΙΙΙ: «Ν. Γ. Πεντζίκης», 60-114.
[2] Στις αφηγηματικές αυτές μικρο-δομές ο αφηγητής επιδιώκοντας την επικοινωνία με τον αναγνώστη και με τα κείμενα με τα οποία συνδιαλέγεται αναλύει, επεξηγεί, συνδέει αίτια κι αποτελέσματα και τελικά καταλήγει αναπόφευκτα στην υιοθέτηση της χρονολογικής σειράς. Ωστόσο, η μετάβαση από τη μια μικρο-δομή στην άλλη βασίζεται εξολοκλήρου στους αυθαίρετους και τυχαίους υποκειμενικούς συνειρμούς του αφηγητή (Λειτουργίες της μνήμης σε κείμενα της νεοτερικής πεζογραφίας, ό.π., «Οι πρακτικές μιας ανάδρομης "ασυνεχούς αφήγησης"», 70).
[4] Βλ. και σχετικούς χαρακτηρισμούς του Παν. Μουλλά για το πεντζικικό κείμενο: «Λοιπόν, το κείμενο του Πεντζίκη είναι ένα οπτικό γεγονός, εργόχειρο, ύφασμα ή καλύτερα υφαντουργικό κατασκεύασμα... Είναι ένα χαρτονένιο κουτί σαν αυτό που συναντάμε στην Αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής, γεμάτο θυμητάρια.... Μνημοτεχνική περιγραφή.» (Παν. Μουλλάς, «Ο Παλίμψηστος Κώδικας του Πεντζίκη», Παλίμψηστα και μη, εκδ. Στιγμή, Αθήνα 1992, 174-175)
[5] «Η γραφή του Πεντζίκη πράγματι δεν αναπαριστά τόσο προσωπικά βιώματα του ατομικού παρελθόντος όσο τις εντυπώσεις που έχουν εγχαράξει στο συγγραφικό υποκείμενο οι κειμενικές του περιπλανήσεις… Στην προσπάθεια συνειδητής κι εκούσιας ενθύμησης ο Πεντζίκης φαίνεται πως δέχεται τη συνδρομή της αναγνωστικής πράξης και της μεθόδου της ψηφαρίθμησης, που επιτρέπει τη σχηματοποίηση διαφόρων μνημονικών παραστάσεων…» (Λειτουργίες της μνήμης σε κείμενα της νεοτερικής πεζογραφίας, ό.π., «Το προβάδισμα της ακούσιας μνήμης», 76).
[6] Λειτουργίες της μνήμης σε κείμενα της νεοτερικής πεζογραφίας, ό.π., «Οι πρακτικές μιας ανάδρομης "ασυνεχούς αφήγησης"», 72-73).
[7] Ν. Γ. Πεντζίκης, Αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής και άλλα μεταγενέστερα κείμενα, εκδ. Α.Σ.Ε., Θεσσαλονίκη 1978, 76.
[8] Για τον όρο «dissonant narration» («ασυνεχής αφήγηση») βλ. D. Cohn, Transparent Minds, Narrative Modes for presenting Consciousness in Fiction, Princeton University Press, Princeton 1978, 145-153.
[9] Βλ. Λειτουργίες της μνήμης σε κείμενα της νεοτερικής πεζογραφίας, ό.π., «Το προβάδισμα της ακούσιας μνήμης», 77. Τη «σπαστή συγκρότηση» των κειμένων του Πεντζίκη περιγράφει λεπτομερώς και ο Γ. Αράγης («Ο πρωτοποριακός χαρακτήρας της πεζογραφίας του Πεντζίκη», Αντί, τχ. 515 (1993), 56-57).
[10] Ο Γ. Βελουδής προβαίνει στην παρουσίαση κι εξέταση των μαρτυριών και τεκμηρίων σχετικά με την αποσπασματικότητα του ελληνόγλωσσου ωριμότερου έργου του Σολωμού της κερκυραϊκής περιόδου στο μελέτημά του: «Το ρομαντικό "απόσπασμα" στο Σολωμό», Η Λέξη, τχ. 142, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 1997, 704-725.
[11] Ερατοσθένης Καψωμένος, «Το ποιητικό σύμπαν του Σολωμού (συνοπτικό διάγραμμα)», Η Λέξη, τχ, 142, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 1997, 661.
[12] Αν. Βιστωνίτης, «Αναζήτηση της συνείδησης. Αναφορές στην πεζογραφία της Θεσσαλονίκης», Νέα Πορεία, Ιούνιος 1988, 143.
[13]Την υπέρβαση του χρόνου από τον νεαρό Κρητικό και την προσέγγιση της αιωνιότητας, χάρη στη συνεργασία ενός πάναγνου έρωτα με τον θάνατο, επισημαίνει και ο Peter Mackridge, Διονύσιος Σολωμός, μτφ. Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1995, 156-157
[14] Βλ σχετικά Λ. Πολίτης, «Η θρησκευτικότητα του Σολωμού», Γύρω στο Σολωμό, Αθήνα 1985, 99-115: 101.
[15] Ερατοσθένης Καψωμένος, «Το ποιητικό σύμπαν του Σολωμού (συνοπτικό διάγραμμα)», ό.π., 662.
[16] Και ο Γ. Δάλλας εύστοχα παρατηρεί πως στόχος του Σολωμού ήταν ο μετασχηματισμός της ιδεατής σε υπαρκτή πραγματικότητα (κατά τις αρχές του φιλοσοφικού ιδεαλισμού). Βλ. Γ. Δάλλας, «Ο "Κρητικός" του Σολωμού: η Γένεση ενός Ποιήματος και της Ποιητικής του», Πόρφυρας, αρ. 88 Οκτώβρης-Δεκέμβρης 1998, 151-172: 161-169.
[17] Και ο Ν. Καλταμπάνος σημειώνει χαρακτηριστικά για την ποίηση του Σολωμού: «Το εκθαμβωτικό φως που αναβλύζει από τη μετέωρη μορφή της θεϊκιάς οπτασίας δεν τυφλώνει μόνο την όραση του εξαντλημένου ναυαγού, αλλά απειλεί με τύφλωση και το διαπεραστικό βλέμμα του εξηγητή-αναγνώστη, που επιζητεί αντίστοιχα με τη σειρά του, θαμπωμένος από τη συμβολική αίγλη της οραματικής στιγμής, να υποτάξει το εκστατικό της νόημα στην ερμηνευτική του επίνοια», (Ν. Καλταμπάνος, «Η Στιγμή του Αποκαλυπτικού Ύψιστου στον "Κρητικό" του Σολωμού», Σημειώσεις, αρ. 31 (Μάιος 1988), 15-34: 16).
[18] Β. Αθανασόπουλος, «Φως–Σώμα: Φως και Υπερβατική Σωματικότητα στο Ποιητικό Τοπίο του Σολωμού», ΕΕΦΣΠΑ 28 (1979-1985), 267-271.
[19] Σ. Ροζάνης, [Σπουδή στον Σολωμό] Το όραμα της καταστροφής, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1978, 100.
[20] Π. Καραβίας, «Ο Σολωμός στην ενότητά του», Νέα Εστία, τ. 104, αρ. 1235 (αφιέρωμα, Χριστούγεννα 1978), 26-46.
[21] Κατά την άποψη του Στ. Αλεξίου, «τούτο φαίνεται σύμφωνο με τη σολωμική πίστη στη θεία φύση του ανθρώπου. Είναι η χριστιανική άποψη, με την απόχρωση που της έδωσε η ιδεαλιστική φιλοσοφία του 19ου αι.» (Στ. Αλεξίου, Σολωμικά, εκδ. Στιγμή, Αθήνα 1994, 26-27).
[22]Σχολιάζοντας «τη σύγχυση συναισθημάτων και εικόνων» στους σολωμικούς στίχους του «Κρητικού» ο Σ. Ροζάνης σημειώνει: «η υπνοφαντασία συγκρούεται με τα πάθη και τα παθήματα μις πραγματικής ζωής που ως τόπος δοκιμασίας ψυχικής και σωματικής διεκδικεί την προτεραιότητά της πάνω στα καθαρά αποκυήματα του νου […] η "σύγχυση των συναισθημάτων και των εικόνων" επιτείνει την αντιπαράθεση του πριν και του τώρα, του εξιδανικευμένου παρελθόντος […] και του άτεγκτου παρόντος, που δεν επιδέχεται ή αποκρούει την εξιδανίκευση» (Σ. Ροζάνης, Διονύσιος Σολωμός: Ιστορική Αίσθηση και Πράξη στο Έργο του, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1988, 59-65)
[23] Για το σχήμα της "δοκιμασίας" στον «Κρητικό» του Σολωμού βλ. Ερ. Καψωμένος, «Ο "Κρητικός" του Σολωμού: Αφηγηματικές και Σημασιακές Δομές», Νέα Εστία, ετ. 72, τ. 144, αρ. 1707 (αφιέρωμα, Δεκέμβριος 1998), 1248-1288.
[24] Για τη χρήση του λογοτεχνικού μοτίβου της "φεγγαροντυμένης" με στόχο την υπέρβαση της σκληρής πραγματικότητας του θανάτου και την αναφορά στο μυστήριο της επέκεινα ζωής βλ. Νάτια Χαραλαμπίδου, «Μία "Φεγγαροντυμένη": Ποιητικά Σύμβολα στον Σολωμό και στον Σεφέρη», Μνήμη Ελένης Τσαντσάνογλου: Εκδοτικά και Ερμηνευτικά Ζητήματα της νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Πρακτικά Ζ΄ Επιστημονικής Συνάντησης Α.Π.Θ.), Θεσσαλονίκη 1998, 293-317.
[25] Πολλοί σχολιαστές του «Πόρφυρα» διακρίνουν στην «αυτογνωσία» του ήρωα τη συνειδητοποίηση της πνευματικής ή θείας υπόστασή του, σε αντιδιαστολή προς την υλική βία, που αντιπροσωπεύει το θηρίο. Ο Γ. Θέμελης, πιο συγκεκριμένα, ορίζει ως αυτεπίγνωση του ήρωα τη συνείδηση της δυναμικής ικανότητας να είναι «κολυμπιστής» και «πολέμαρχος» μαζί και τη συνδέει με την «οντολογική δυνατότητα να αντιμετωπίζει την ανασφάλεια μέσα στον κόσμο», επιστρατεύοντας τις ηθικές μεταφυσικές δυνάμεις ενάντια στις «δυνάμεις της Κολάσεως» (Γ. Θέμελης, Ο Σολωμός ανάμεσά μας. Αναζήτηση της αληθινής ανθρώπινης φύσης, εκδ. Κωνσταντινίδη, Θεσσαλονίκη 1971, 81-101).
[26] Βλ. και 7ο Στοχασμό για τις αισθητικές αντιλήψεις του Σίλερ γύρω από την έννοια του υψηλού, που ακολουθεί στο ποιητικό του έργο ο Σολωμός.
[27] Ερατοσθένης Καψωμένος, «Το ποιητικό σύμπαν του Σολωμού (συνοπτικό διάγραμμα)», ό.π., 661-662.
[29] Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, «Ν. Γ. Πεντζίκης: ένας συγγραφέας μοναχός», Η Λέξη, τχ. 22 (Φλεβάρης 1983), 84 κ.ε.
[30] Π. Σπανδωνίδης, «Ν. Γ. Πεντζίκης», Νέα Εστία, τχ. 74 (1963), 1775-1778.
[31] Μ. Γ. Μερακλής, Βιβλιοκρισία για το Αρχείον του Ν. Γ. Πεντζίκη, Νέα Πορεία, τχ. 254-258 (1976), 127.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου