Πηγή:http://logocafe.blogspot.com/2008/10/blog-post_08.html
Πριν από κάμποσο καιρό, έπεσε στα χέρια μου, ένα βιβλίο με τον κάπως παράξενο τίτλο «Ερωτικές Επιστολές». Ήταν ένα από αυτά τα βιβλία, κακοτυπωμένα τις περισσότερες φορές, που συσκευάζονται μαζί με το καθημερινό φύλο της εφημερίδας και σκοπό έχουν είτε να ευχαριστήσουν τους τακτικούς αναγνώστες της εφημερίδας, είτε να τσιμπήσουν περιστασιακούς αναγνώστες. Τέλος πάντων. Αυτά είναι τα τερτίπια μιας τέχνης ή επιστήμης αν προτιμάτε, που στην ελληνική γλώσσα λέγετε μάρκετινγκ.
Παρασυρμένος και γω στο γενικό κλίμα της εποχής, δεν άντεξα τον πειρασμό και αγόρασα το φύλλο της εφημερίδας για να αποκτήσω το βιβλίο. Το βιβλίο αυτό λοιπόν είναι μια μικρή συλλογή ερωτικών επιστολών που έχουν γράψει ξακουστοί άνθρωποι, στις μέλλουσες συζύγους, στις νόμιμες ή παράνομες ερωμένες τους, ή ακόμα επιστολές που στάλθηκαν διατηρώντας και θρέφοντας έναν πλατωνικό έρωτα, ο οποίος ήταν πολύ της μόδας κάποτε. Ανάμεσα λοιπόν στους επισήμους, των οποίων τις ερωτικές επιστολές διάβασα, πέρασαν ονόματα όπως του Βίκτορος Ουγκώ, (απ’ τον οποίο ανθολογούνται επιστολές προς δύο διαφορετικές ερωμένες, υποθέτω πως αν η μία διάβαζε τις επιστολές της άλλης ο Βίκτορ μας θα είχε τεράστια προβλήματα…). Ανάμεσα σε άλλους παρέλασαν επίσης μπρος στα μάτια μου ο Βολταίρος, ο Μπαλζάκ, ο Προύστ, που θαυμάζει έναν νεαρό άντρα, ο Μαρκίσιος ντε Σαντ που γράφει από την φυλακή στην γυναίκα του, ο Βερλέν και ο Ρεμπώ, που ανταλλάσουν επιστολές πάθους με εξάρσεις υστερίας που δύσκολα θα μπορούσες να τις αποδόσεις σε μεγάλους ποιητές, καθώς και ο Χένρι Μίλλερ που αλληλογραφεί με την Αναΐς Νιν, που αν και παντρεμένη με κάποιον μεγαλοτραπεζίτη δεν μπορεί να αποφύγει το πάθος της για τον Μίλλερ.
Μετά από αυτόν τον μικρό πρόλογο, θα αντιγράψω μερικές επιστολές του Γκουστάβ Φλομπέρ προς την Λουιζ Κολέτ. Διαλέγω να σας δώσω αυτές τις επιστολές, γιατί είναι οι μοναδικές, από αυτές που ανθολογούνται φυσικά, οι οποίες αποπνέουν έναν ακράτητο αισθησιασμό, μια σεξουαλική ορμή που θέλοντας να εκφραστεί, δυσανασχετεί μες την φυλακή των λέξεων, μην έχοντας όμως άλλη διέξοδο, ξεχύνεται ανάμεσα στις γραμμές των επιστολών προσπαθώντας, εις μάτην, να καταλαγιάσει την γενετήσια ορμή του γράφοντος.
Ας πάρουμε θέση λοιπόν, πίσω από την κλειδαρότρυπα του γραφείου του κυρίου Φλομπέρ και ας τον ακούσουμε να σιγομουρμουρίζει τις λέξεις που ταραγμένος προσπαθεί να χωρέσει μέσα σ’ αυτά τα γράμματα:
Ιούλιος 1846
Είμαι δεμένος στο σώμα σου σαν άγριο σκυλί σε πάσσαλο και αλυχτάω, όχι γιατί θέλω να λευτερωθώ και να το σκάσω, αλλά επειδή δεν σε φέρνουνε σε μένα μια ώρα αρχύτερα να κόψω με τα δόντια μου τις σάρκες σου, αυτές που ντύνεσαι για να είσαι «όπως πρέπει» μπρος στους τρίτους. Το πάθος μου για σένα συγκρίνεται μονάχα με ένα μάτσο απρέπειες μη εξημερωμένου ζώου. Θέλω να σε απολαύσω αργά. Θα μένω λοιπόν κάμποσο νηστικός. Θα αφήνω την πείνα μου να ξαναμεγαλώνει σαν κλαδεμένο κλαρί, για να σε ευχαριστηθώ πάλι από την αρχή. Δεν θα σε λυπάμαι που θα κείτεσαι κι εσύ αιχμαλωτισμένη. Θα σε ποδοπατάω. Κανείς δεν λυπάται κάτι το θεϊκό. Κανείς δεν δείχνει ευσπλαχνία για το αναίτια υπέροχο. Θα τα υποστείς όλα μέχρι να γιατρευτεί η λύσσα του έρωτά μου.
15 Αυγούστου 1846
Θα σε σκεπάσω με έρωτα την επόμενη φορά που θα ιδωθούμε. Τα χάδια θα έχουν έκταση. Θα σε μπουκώσω με όλες τις χαρές της σάρκας μέχρι να λιγοθυμήσεις, να πέσεις να πεθάνεις. Θέλω μαζί μου να τα χάσεις ολότελα και να ομολογήσεις κρυφά στον εαυτό σου ότι ποτέ δεν είχες τολμήσει να ονειρευτείς τέτοιο παραλήρημα…
Όταν γεράσεις, θέλω να νοσταλγείς αυτές τις λίγες ώρες, θέλω να ανατριχιάζεις ολόκληρη από την παλιά χαρά όταν στον νου σου θα τη φέρνεις.
Γενάρης 1854
Δεν θα με κουράσουν ποτέ οι συναντήσεις μας. Μπορεί ο άνθρωπος να χορτάσει το νερό; Μπορεί το χορτάρι να βαρεθεί τον ήλιο; Μπορεί η κορφή ου ψηλού βουνού να θελήσει να τινάξει από πάνω της το παγωμένο χιόνι; Εσύ αγάπη μου, είσαι απ’ τις ανάγκες η πιο ζωτική. Δεν έχεις τίποτα απ’ τις άλλες – όλες μαζί – να ζηλέψεις.
Θα πέσω οριζόντια με τα χέρια παραδομένα, ανήμπορα, θα ανοίξω το στόμα διάπλατα, θα κρατήσω τα βλέφαρα ορθάνοιχτα, θα εκθέσω την καρδιά μου άφοβα, να μου δοθείς με όποιο τρόπο σταθεί δυνατό. Σαν ήλιος, σα φως, σαν αέρας, σα νερό, σα ζωή, σα θάνατος, σαν αγάπη. Είμαι αχόρταγος άνθρωπος και θα σε πείσω γι’ αυτό. Είμαι πειναλέος άνθρωπος και πείσε με γι’ αυτό. Λουίζ, σε χρειάζομαι. Επισκέψου με «πανταχόθεν…».
Παρασυρμένος και γω στο γενικό κλίμα της εποχής, δεν άντεξα τον πειρασμό και αγόρασα το φύλλο της εφημερίδας για να αποκτήσω το βιβλίο. Το βιβλίο αυτό λοιπόν είναι μια μικρή συλλογή ερωτικών επιστολών που έχουν γράψει ξακουστοί άνθρωποι, στις μέλλουσες συζύγους, στις νόμιμες ή παράνομες ερωμένες τους, ή ακόμα επιστολές που στάλθηκαν διατηρώντας και θρέφοντας έναν πλατωνικό έρωτα, ο οποίος ήταν πολύ της μόδας κάποτε. Ανάμεσα λοιπόν στους επισήμους, των οποίων τις ερωτικές επιστολές διάβασα, πέρασαν ονόματα όπως του Βίκτορος Ουγκώ, (απ’ τον οποίο ανθολογούνται επιστολές προς δύο διαφορετικές ερωμένες, υποθέτω πως αν η μία διάβαζε τις επιστολές της άλλης ο Βίκτορ μας θα είχε τεράστια προβλήματα…). Ανάμεσα σε άλλους παρέλασαν επίσης μπρος στα μάτια μου ο Βολταίρος, ο Μπαλζάκ, ο Προύστ, που θαυμάζει έναν νεαρό άντρα, ο Μαρκίσιος ντε Σαντ που γράφει από την φυλακή στην γυναίκα του, ο Βερλέν και ο Ρεμπώ, που ανταλλάσουν επιστολές πάθους με εξάρσεις υστερίας που δύσκολα θα μπορούσες να τις αποδόσεις σε μεγάλους ποιητές, καθώς και ο Χένρι Μίλλερ που αλληλογραφεί με την Αναΐς Νιν, που αν και παντρεμένη με κάποιον μεγαλοτραπεζίτη δεν μπορεί να αποφύγει το πάθος της για τον Μίλλερ.
Μετά από αυτόν τον μικρό πρόλογο, θα αντιγράψω μερικές επιστολές του Γκουστάβ Φλομπέρ προς την Λουιζ Κολέτ. Διαλέγω να σας δώσω αυτές τις επιστολές, γιατί είναι οι μοναδικές, από αυτές που ανθολογούνται φυσικά, οι οποίες αποπνέουν έναν ακράτητο αισθησιασμό, μια σεξουαλική ορμή που θέλοντας να εκφραστεί, δυσανασχετεί μες την φυλακή των λέξεων, μην έχοντας όμως άλλη διέξοδο, ξεχύνεται ανάμεσα στις γραμμές των επιστολών προσπαθώντας, εις μάτην, να καταλαγιάσει την γενετήσια ορμή του γράφοντος.
Ας πάρουμε θέση λοιπόν, πίσω από την κλειδαρότρυπα του γραφείου του κυρίου Φλομπέρ και ας τον ακούσουμε να σιγομουρμουρίζει τις λέξεις που ταραγμένος προσπαθεί να χωρέσει μέσα σ’ αυτά τα γράμματα:
Ιούλιος 1846
Είμαι δεμένος στο σώμα σου σαν άγριο σκυλί σε πάσσαλο και αλυχτάω, όχι γιατί θέλω να λευτερωθώ και να το σκάσω, αλλά επειδή δεν σε φέρνουνε σε μένα μια ώρα αρχύτερα να κόψω με τα δόντια μου τις σάρκες σου, αυτές που ντύνεσαι για να είσαι «όπως πρέπει» μπρος στους τρίτους. Το πάθος μου για σένα συγκρίνεται μονάχα με ένα μάτσο απρέπειες μη εξημερωμένου ζώου. Θέλω να σε απολαύσω αργά. Θα μένω λοιπόν κάμποσο νηστικός. Θα αφήνω την πείνα μου να ξαναμεγαλώνει σαν κλαδεμένο κλαρί, για να σε ευχαριστηθώ πάλι από την αρχή. Δεν θα σε λυπάμαι που θα κείτεσαι κι εσύ αιχμαλωτισμένη. Θα σε ποδοπατάω. Κανείς δεν λυπάται κάτι το θεϊκό. Κανείς δεν δείχνει ευσπλαχνία για το αναίτια υπέροχο. Θα τα υποστείς όλα μέχρι να γιατρευτεί η λύσσα του έρωτά μου.
15 Αυγούστου 1846
Θα σε σκεπάσω με έρωτα την επόμενη φορά που θα ιδωθούμε. Τα χάδια θα έχουν έκταση. Θα σε μπουκώσω με όλες τις χαρές της σάρκας μέχρι να λιγοθυμήσεις, να πέσεις να πεθάνεις. Θέλω μαζί μου να τα χάσεις ολότελα και να ομολογήσεις κρυφά στον εαυτό σου ότι ποτέ δεν είχες τολμήσει να ονειρευτείς τέτοιο παραλήρημα…
Όταν γεράσεις, θέλω να νοσταλγείς αυτές τις λίγες ώρες, θέλω να ανατριχιάζεις ολόκληρη από την παλιά χαρά όταν στον νου σου θα τη φέρνεις.
Γενάρης 1854
Δεν θα με κουράσουν ποτέ οι συναντήσεις μας. Μπορεί ο άνθρωπος να χορτάσει το νερό; Μπορεί το χορτάρι να βαρεθεί τον ήλιο; Μπορεί η κορφή ου ψηλού βουνού να θελήσει να τινάξει από πάνω της το παγωμένο χιόνι; Εσύ αγάπη μου, είσαι απ’ τις ανάγκες η πιο ζωτική. Δεν έχεις τίποτα απ’ τις άλλες – όλες μαζί – να ζηλέψεις.
Θα πέσω οριζόντια με τα χέρια παραδομένα, ανήμπορα, θα ανοίξω το στόμα διάπλατα, θα κρατήσω τα βλέφαρα ορθάνοιχτα, θα εκθέσω την καρδιά μου άφοβα, να μου δοθείς με όποιο τρόπο σταθεί δυνατό. Σαν ήλιος, σα φως, σαν αέρας, σα νερό, σα ζωή, σα θάνατος, σαν αγάπη. Είμαι αχόρταγος άνθρωπος και θα σε πείσω γι’ αυτό. Είμαι πειναλέος άνθρωπος και πείσε με γι’ αυτό. Λουίζ, σε χρειάζομαι. Επισκέψου με «πανταχόθεν…».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου