Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου του Dialogism. Bakhtin and his World, o Μάικλ Χόλκβιστ θέτει το εξής ερώτημα: Τι ήταν τελικά ο Μιχαήλ Μπαχτίν; Με ποια λέξη μπορούμε να τον περιγράψουμε καλύτερα; Ήταν άραγε ένας φιλόσοφος, ένας θρησκευτικός ή ηθικός στοχαστής, ένας δάσκαλος του κοινωνικού ακτιβισμού, ένας φιλόσοφος της γλώσσας, ένας πολιτισμικός κριτικός; Ποια ιδιότητα πρέπει να του αποδώσουμε, ώστε να περιλάβουμε όλο το φάσμα των πνευματικών δραστηριοτήτων του; Ο Χόλκβιστ προτείνει να τον χαρακτηρίσουμε ως φιλόλογο (philologist), και προσάγει επιχειρήματα υπέρ αυτής της άποψης (Michael Holquist, Dialogism. Bakhtin and his World, Routledge, Λονδίνο και Νέα Υόρκη 2002, σελ. 191-195· ελλ. έκδ.: Michael Holquist, Διαλογικότητα. Ο Μπαχτίν και ο κόσμος του, μτφρ. Ιωάννα Σταματάκη, Gutenberg, Αθήνα 2014, σελ. 307-314). Ο Μπαχτίν, υποστηρίζει ο Χόλκβιστ, είναι ένας πραγματικός φιλόλογος, δηλαδή ένας επιστήμονας που δεν είναι απλώς φίλος των λέξεων (words) αλλά αγαπά τον Λόγο (Logos). Κέντρο των ενδιαφερόντων του ήταν απ’ την πρώτη στιγμή και καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου του η γλώσσα και το κείμενο. Επιπλέον, η φιλολογία συνδέεται στενά με την εξορία, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Και ο Μπαχτίν ήταν εξόριστος για μεγάλο μέρος της ζωής του, ενώ μία απ’ τις βασικές έννοιες του έργου του ήταν η εξωτοπία, το «κείσθαι εκτός».
Μπορούν βέβαια, γράφει ο Χόλκβιστ, να διατυπωθούν και σοβαρές ενστάσεις για το χαρακτηρισμό του Μπαχτίν ως φιλολόγου. Μία απ’ αυτές είναι ο αυτοπροσδιορισμός του ίδιου του Μπαχτίν. Σε μία απ’ τις συνεντεύξεις του στον Βίκτορ Ντουβάκιν, στην ερώτηση «Λοιπόν [τη δεκαετία του 1920] ήσασταν περισσότερο φιλόσοφος παρά φιλόλογος;», απαντά: «Περισσότερο φιλόσοφος, και τέτοιος παρέμεινα μέχρι σήμερα. Είμαι φιλόσοφος, στοχαστής» (Dialogism, ό.π., σελ. 192). Την ίδια απάντηση είχε δώσει και στους τρεις φοιτητές που τον επισκέφτηκαν στο Σαράνσκ τον Ιούνιο του 1961 και οι οποίοι έμελλε να τον φέρουν πάλι απ’ το σκοτάδι στο φως, στους Σεργκέι Μποτσαρόφ, Βαντίμ Κόζινοφ και Γκεόργκιι Γκάτσεφ: «Η δουλειά μου δεν είναι επιστήμονας της λογοτεχνίας (литературовед) αλλά φιλόσοφος (философ)» (С. Г. Бочаров, «Об одном разговоре и вокруг него», Сюжеты русской литературы, Языки русской культуры, Μόσχα 1999, σελ. 482). Ο Μπαχτίν λοιπόν δε θεωρούσε τον εαυτό του φιλόλογο αλλά φιλόσοφο ή στοχαστή. Τι εννοούσε όμως όταν χρησιμοποιούσε αυτούς τους όρους;
Στη συνομιλία του με τη Μάγια Καγκάνσκαγια, ο Μιχαήλ Μπαχτίν διακρίνει τρία είδη πνευματικής απάθειας(апатия): τη σοφία (мудрость), το στοχασμό (размышление) και τη φιλοσοφία (философия), και αντίστοιχα τρεις φορείς αυτών των ειδών: τον σοφό (мудрец), τον στοχαστή (мыслитель) και τον φιλόσοφο (философ). «Σοφός, για παράδειγμα, ήταν ο Σωκράτης, και απ’ τους συγχρόνους ο Παχώμιτς, νυχτοφύλακας σε σοβχόζ. Με τον Παχώμιτς ο Μ. Μ. γνωρίστηκε τον καιρό που ήταν λογιστής στο ίδιο σοβχόζ. Όσον αφορά τον στοχασμό, ο συγκεκριμένος τύπος εμφανίζεται καθαρά με τους κυρίους Μπερντιάγεφ, Σεστόφ, κι επίσης με τον Ζ. Π. Σαρτρ. Ο σοφός ξέρει την αλήθεια, ο στοχαστής όμως αναρωτιέται: ποια είναι; Και γενικά, στοχάζεται. Γι’ αυτό, για εκείνο… Πιστεύει – δεν πιστεύει, αλλά αν πιστεύει, τότε γιατί; Ή ο Ντοστογιέφσκι. Γενικά, για τη λογοτεχνία. Οι στοχαστές αγαπούν να στοχάζονται περί λογοτεχνίας. Αλλά η φιλοσοφία είναι, προσέξτε, ένας ειδικός κλάδος της ανθρωπιστικής γνώσης. Γνώσης, ναι. Όπως τα μαθηματικά. Με τη δική της ειδική γλώσσα και παράδοση, όπως αντίστοιχα οι σοφοί και οι στοχαστές χρησιμοποιούν εκλαϊκευτική γλώσσα και δε χρειάζονται την παράδοση.» (Майя Каганская, «Шутовской хоровод», Собрание сочинений [Άπαντα], τόμ. 1, Salamandra P.V.V., 2011, σελ. 292) Κατεξοχήν φιλόσοφος είναι, σύμφωνα με τον Μπαχτίν, ο Μάρτιν Μπούμπερ, ο «σπουδαιότερος φιλόσοφος του 20ού αιώνα» (ό.π.).
Η διάκριση μεταξύ σοφίας και φιλοσοφίας εμφανίζεται για πρώτη φορά στο Συμπόσιο του Πλάτωνα (204a-b): «Τα πράγματα έχουν δηλαδή ως εξής: κανείς θεός δεν αγαπά τη σοφία, ούτε ποθεί να γίνει σοφός – γιατί είναι. Ούτε και κάποιος άλλος αν είναι σοφός, αγαπά τη σοφία. Όμως, από την άλλη, ούτε και όσοι είναι ανόητοι έχουν τον πόθο να γίνουν σοφοί. Γιατί αυτό ακριβώς είναι το ανυπόφορο στην ανοησία, το ότι, χωρίς να είναι κανείς ωραίος, αξιοσέβαστος και γνωστικός, μένει ικανοποιημένος με τον εαυτό του. Όποιος λοιπόν δεν θεωρεί πως κάτι του λείπει, εκείνος και δεν επιθυμεί αυτό που δεν φαντάζεται ότι του λείπει.” “Ποιοι είναι λοιπόν, Διοτίμα, εκείνοι που φιλοσοφούν, αν δεν είναι ούτε οι σοφοί ούτε οι ανόητοι;” “Αυτό πια”, είπε, “είναι φανερό ακόμα και σε ένα παιδί: όσοι βρίσκονται μεταξύ των δύο. Ένας από αυτούς είναι και ο Έρως. Διότι η σοφία είναι προφανώς από τα ωραιότερα πράγματα, και ο Έρως είναι έρωτας προς το ωραίο. Συνεπώς ο Έρως είναι κατ’ ανάγκην φιλόσοφος, και ως φιλόσοφος είναι κάτι μεταξύ σοφού και ανοήτου.» (μτφρ. Σταύρος Τσιτσιρίδης, http://www.greek-language.gr/Resources/ancient_greek/anthology/literature/browse.html?text_id=315) Για τον Πλάτωνα, ο σοφός δεν είναι φιλόσοφος, δηλαδή δεν ποθεί να αποκτήσει τη σοφία, αφού την έχει ήδη. Χαρακτηριστικό του φιλοσόφου είναι ο έρωτας για τη σοφία. Φιλόσοφος είναι αυτός που ποθεί τη σοφία, ο ερωτευμένος με τη σοφία, ο εραστής της σοφίας.
Η διάκριση αυτή, μεταξύ σοφού και φιλοσόφου, εμπλουτίστηκε και εμβαθύνθηκε, στη συνέχεια, απ’ τους Στωικούς. Σε αυτούς άλλωστε παραπέμπει υπόρρητα και ο Μπαχτίν χρησιμοποιώντας τον όρο απάθεια. Στη στωική φιλοσοφία, η απάθεια είναι το βασικό χαρακτηριστικό του σοφού: «Ο στωικός σοφός είναι απαλλαγμένος από κάθε πάθος. Ο θυμός, η αγωνία, η απληστία, ο τρόμος, η αγαλλίαση και άλλες παρόμοιες ακραίες συγκινήσεις απουσιάζουν όλες από τη διάθεσή του. Δεν θεωρεί την ηδονή κάτι καλό ούτε τον πόνο κάτι κακό. Πολλές ηδονές και πολλοί πόνοι είναι πράγματα που ένα άτομο μπορεί να τα κρατήσει για τον εαυτό του· αλλά είναι δύσκολο να φανταστούμε κάποιον που αισθάνεται θυμό, τρόμο ή αγαλλίαση και δεν αποκαλύπτει ποτέ την ψυχική του κατάσταση σε έναν εξωτερικό παρατηρητή. Ο στωικός σοφός δεν είναι αναίσθητος σε οδυνηρά και ευχάριστα αισθήματα, αλλά αυτά τα αισθήματα δεν “κινούν την ψυχή του υπερβολικά”.» (A. A. Long, Η ελληνιστική φιλοσοφία. Στωικοί, Επικούρειοι, Σκεπτικοί, μτφρ. Στυλιανός Δημόπουλος, Μυρτώ Δραγώνα-Μονάχου, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1990, σελ. 324)
Αντίθετα με τους όρους σοφός και φιλόσοφος, δε θα βρούμε στην αρχαία και στη μεσαιωνική σκέψη τον όρο στοχαστής. Ο στοχαστής, δηλαδή ο άνθρωπος που σκέφτεται ελεύθερα για οποιοδήποτε ζήτημα και αναρωτιέται για τα πάντα, είναι δημιούργημα των Νέων Χρόνων. Εμφανίζεται με την Αναγέννηση και είναι πολυμαθής λόγιος όπως ο Έρασμος ή ο Μονταίν. Μέσο έκφρασής του είναι το δοκίμιο, το οποίο είναι επίσης ένα νεωτερικό είδος. Όλοι οι προαναφερθέντες στοχαστές, ο Μπερντιάγεφ, ο Σεστόφ, ο Σαρτρ, ο Ντοστογιέφσκι, διατύπωσαν το στοχασμό τους γράφοντας δοκίμια.
Νομίζω πως ο Μπαχτίν κατατάσσει τον εαυτό του στους στοχαστές και όχι στους σοφούς ή τους φιλοσόφους. Δεν είναι σοφός, αφού δεν ισχυρίζεται ότι ξέρει την αλήθεια. Άλλωστε, στο λόγο του σοφού υπάρχει υψηλός βαθμός μονολογικότητας, ο γνωρίζων απευθύνεται στους αγνοούντες για να τους αποκαλύψει την αλήθεια. Ακόμη και όταν διαλέγεται μαζί τους, βρίσκεται σε ανώτερη θέση απ’ αυτούς, έχει μια γνώση που αυτοί δεν έχουν. Αντίθετα, ο στοχαστής είναι διαλογικός: αναρωτιέται, αμφιβάλλει. Επίσης, ο Μπαχτίν δεν είναι καθαρά φιλόσοφος: δεν ανήκει σε κάποια φιλοσοφική σχολή ούτε μελετά αφηρημένα φιλοσοφικά ζητήματα. Κέντρο των μελετών του είναι η λογοτεχνία.
Ο στοχασμός όμως του Μπαχτίν δανείζεται απ’ τη φιλοσοφία –ή απ’ την επιστήμη γενικά– την αυστηρή σκέψη και την εξειδικευμένη ορολογία. Με άλλα λόγια, θέλει να αναγάγει το στοχασμό σε φιλοσοφία. Ή μάλλον θέλει να συμφύρει το στοχασμό με τη φιλοσοφία. Απ’ αυτή τη μείξη των δύο ειδών, του στοχασμού και της φιλοσοφίας, δημιουργείται η ποιητική, η θεωρία της λογοτεχνίας όπως την οραματίζεται ο Μπαχτίν.
Αυτή η μείξη του στοχασμού με τη φιλοσοφία διαφοροποιεί τη δραστηριότητα του Μπαχτίν απ’ τη δραστηριότητα του φιλολόγου. Ο Μπαχτίν δεν είναι φιλόλογος, με την έννοια που είναι, για παράδειγμα, ο Άουερμπαχ. Δε θέτει ως στόχο του την εκ του σύνεγγυς μελέτη και ανάλυση συγκεκριμένων λογοτεχνικών κειμένων, όπως κάνει, για παράδειγμα, ο Άουερμπαχ στη Μίμηση. Ή τουλάχιστον δεν κάνει μόνο αυτό. Ο Μπαχτίν θέλει να κάνει τολμηρές υποθέσεις και μεγαλόπνοες συνθέσεις. Τον ενδιαφέρει να εντάξει ένα λογοτεχνικό έργο ή έναν συγγραφέα σ’ ένα ευρύτερο ιστορικό και φιλοσοφικό σχήμα. Προσπαθεί να αντιπαλέψει με το έργο του αυτό που θεωρεί ως σημαντικότερη έλλειψη της σύγχρονης επιστήμης της λογοτεχνίας: «η φιλολογική μας επιστήμη των τελευταίων ετών […] [μ]ου φαίνεται κάπως μουντή και θλιμμένη: δεν υπάρχει καμία τολμηρή έκθεση γενικών προβλημάτων, δεν υπάρχουν ανακαλύψεις νέων περιοχών ή ιδιαίτερων σημαντικών φαινομένων στον απέραντο κόσμο της λογοτεχνίας, δεν υπάρχει γνήσια και υγιής πάλη μεταξύ επιστημονικών τάσεων, επικρατεί ένας φόβος για το ερευνητικό ρίσκο, ένας φόβος για τις υποθέσεις. Η επιστήμη της λογοτεχνίας είναι ακόμη, στην ουσία, μια νέα επιστήμη, δεν έχει επεξεργασμένες και ελεγμένες από την πείρα μεθόδους, όπως έχουν οι φυσικές επιστήμες· γι’ αυτό η απουσία μιας πάλης μεταξύ των τάσεων και ο φόβος για τις τολμηρές υποθέσεις οδηγεί αναπόφευκτα στην κυριαρχία κοινοτοπιών και στερεοτύπων.» (Μιχαήλ Μπαχτίν, Δοκίμια ποιητικής, μτφρ. Γιώργος Πινακούλας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2014, σελ. 187-188)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου