Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2018

Κλείτος Κύρου – “Η απέναντι όχθη” και ακόμα έξι ποιήματα

Υπήρξε μια από τις σημαντικότερες και σεμνότερες «φωνές» της ελληνικής ποίησης. Ο Κλείτος Κύρου γεννήθηκε στις 13 του Αυγούστου 1921 στη Θεσσαλονίκη και έφυγε από τη ζωή στις 10 του Απρίλη 2006.
Υπήρξε μια από τις σημαντικότερες και σεμνότερες «φωνές» της ελληνικής ποίησης. Ο Κλείτος Κύρου γεννήθηκε στις 13 του Αυγούστου 1921 στη Θεσσαλονίκη και έφυγε από τη ζωή στις 10 του Απρίλη 2006.
Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εργάστηκε σε τράπεζα, αλλά αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία. Στα φοιτητικά του χρόνια, στην κατοχή, ανέπτυξε δράση στο ΕΑΜ και ήταν μέλος της συντακτικής ομάδας του ΕΑΜίτικου περιοδικού των φοιτητών του ΑΠΘ «Ξεκίνημα». Και μετά τον πόλεμο μετείχε ενεργά στους κοινωνικοπολιτικούς αγώνες.

Για τις μεταφράσεις του στο θεατρικό έργο του Μάρλοου «Δόκτωρ Φάουστους» (1992) και στο δράμα του Σέλεϊ «Οι Τσέντσοι» (1994), ο Κλείτος Κύρου τιμήθηκε με το βραβείο της Ελληνικής Εταιρίας Μεταφραστών. Το 1988 του απονεμήθηκε το Β΄ Κρατικό Βραβείο για τη συλλογή του «Τα πουλιά και η αφύπνιση», αλλά δεν το δέχτηκε, και το 2005 με το Μεγάλο Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του.Στα Γράμματα εμφανίστηκε αρχικά με μεταφράσεις Άγγλων (κυρίως) ποιητών και δημοσιεύοντας δικά του ποιήματα σε περιοδικά της Θεσσαλονίκης. Η πρώτη του ποιητική συλλογή «Αναζήτηση, Αναμνήσεις μιας αμφίβολης εποχής» (1949) είναι εμπνευσμένη από μνήμες, αγώνες και πρόσωπα της κατοχής. Η συλλογή που τον καταξίωσε ήταν οι «Κραυγές της νύχτας». Εκτός από την ποίηση, ασχολήθηκε με τη μετάφραση, το θέατρο (διετέλεσε και Γενικός Γραμματέας του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος), την κριτική κινηματογράφου και την καλλιτεχνική φωτογραφία. Η ποιητική δουλειά του αριθμεί 13 συλλογές και αρκετές μεταφράσεις θεατρικών και ποιητικών έργων.

Από το βιβλίο «εν όλω ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ 1943-1997» (εκδ.  Άγρα 2006 – α’ ανατύπωση), που συγκεντρώνει όλη την ποιητική παραγωγή του Κλείτου Κύρου από το 1943 ως το 1997, αντιγράφουμε τα ποιήματα που ακολουθούν.
***

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ
Απόψε βασανίστηκαν και πάλι οι αρχαίες μνήμεςΑπόψε εξαντλήθηκαν οι τελευταίες αναμονέςΗ νύχτα καταθλιπτικά γέρνει επάνω στις ψυχές μαςΚι εμείς του κάκου ψάχνουμε μιαν ήλιου αναλαμπήΜονάχοι ολομόναχοι στα ρίγη του χειμώναΖητούμε λίγη ζεστασιά σε σκορπισμένες στάχτεςΧάσαμε καθρεφτίσματα σε λαμπερά φευγάτα μάτιαΨάχνουμε είδωλα νεκρά σε λίμνες που έχουν στερέψειΌλα μάς άφησαν γοργά – τα πεύκα οι αμμουδιέςΤου ανέμου τα σφυρίγματα τα χάδια οι επάλξεις
Κι όμως το ξέρουμε καλά προτού ξημερώσειΘα ξαναγεννηθούν οι αναμονές οι ελπίδες θα πληθαίνουν

ΕΙΣΒΟΛΗ
Οι στρατιώτες φεύγαν σκυφτοί με σπασμένες τριάδεςΑπό τα δυτικά προάστια της πολιτείαςΓυναίκες με μπόγους στους ώμουςΑστοί φορτωμένοι χρυσάφι και τρόμοΤα βαπόρια σφυρίζαν  με απόγνωσηΟι επιβάτες συνωθούνταν χλομοί και αμφίβολοιΤο λιμάνι καίγονταν σαν δέντρο ΧριστουγέννωνΑλλόφρονες δρόμοιΑνοχύρωτη πόλη ψιθύριζαν κηρύχτηκε ανοχύρωτηΤο βράδυ φύσηξε μια ορφανή πειθαρχίαΣυναχτήκαμε σε σπίτια συγγενικάΚι ακούγαμε τις ανατινάξεις να κλυδωνίζουνΤα ξάρτια της νύχταςΠλαγιάσαμε κατόπι σ’ ένα πέτρινο μεταίχμιοΠληγώσαμε τη σκέψηΚάναμε υποθέσειςΜπροστά σ’ ένα γρίφο με αυστηρή θωριάΑλήθεια πώς θα ξημερωνόμαστανΚανένας δε φαντάστηκεΚανένας δε μάντεψεΚανένας
Η μέρα πουλήθηκε το άλλο πρωί στις οχτώμα δε φρόντισε κανείς να παραχώσει λίγον ήλιο στο χώμαΤο γέλιο στέγνωσεΤ’ αστέρια σκούριασανΤα δάχτυλα λιγόστεψανΣτην καρδιά μας απλώθηκε ένας κάκτοςΝιώθαμε μόνοι τόσο μόνοιΛες και μας αρνήθηκε μια γυναίκαΜια γυναίκα πικρήΜια γυναίκα ακατάληπτηΜια γυναίκα που χαμογελούσεΚι όμως ψιθύριζε ανελέηταΤο όχι
ΟΤΑΝ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ
Όταν στους δρόμους βροντούσαν τα τύμπαναΟι επιστροφές σκοτώναν τις ελπίδες
Κρατώ το χέρι σου μες στο σκοτάδιΚαι προχωρώΕσύ και δυό άστρα που επιζήσανΟι μόνοι μου συνοδοίΤα σχέδια που δεν πρόφτασα να χαράξωΚι οι φαντασίες του σύννεφου στο ηλιοβασίλεμαΣημαδεύουν την αρνητική πορείαΔεν μένει παρά να πλαγιάσουμε στον κάμποΚαι ν’ αγαπήσουμε το πρώτο μαρτολούλουδο που δεν έκοψεςΑυτοί που μάς αγάπησαν πεθάναν πριν μάς μισήσουνΑυτούς που θ’ αγαπούσαμε τους υπόταξε η λογική
Παιδιά σαν ήμασταν δεν παίξαμε ποτέΈφηβοι δεν κλάψαμεΣαν γίναμε άντρες λησμονήσαμε το γέλιοΠώς θέλετε να πάψουμε να νοσταλγούμε
Καθισμένη στα βράχια δαγκώνεις πικρόριζεςΚι ένας αγέρας επιβίωσης φυσάει απ’ τις σχισμές των ματιών σουΈχω το φέρσιμο των σκοτωμένων Άγγλων ποιητών που τους διάβασα στα βιβλία
Συλλογίζομαι αυτούς που έφυγαν από κοντά μας σιωπηλά και με διάκριση τόσηΆλλοι χάθηκαν σε πλοία ναυαγισμένα άλλοι αφανίστηκαν από σιβυλλικές ασθένειες άλλοι δολοφονήθηκανΖούμε στη βασιλεία της διασποράςΗ κάθε μέρα και μια εφήμερη προέκτασηΚάθε βράδυ οι εραστές ζητούν απόμερες γωνιέςΚάθε άνθρωπος ανακαλύπτει κάποτε το αδύνατο ενός γυρισμούΚι όμως δεν αντιστέκεται αποκτά συνήθειεςΔιασταυρώνει το σπέρμα του με καινούργιες γυναίκεςΥποβάλλει τη μνήμη του σε συνεχή αφαίρεσηΚαι τέλος φεύγει από κοντά μας
Όταν στους δρόμους ξαναβροντήσουν τα τύμπαναΘα ξεριζώσω τη φωνή μουΚαι θ’ αγαπήσω δυό φορές το σχήμα της σιωπής σου
ΚΡΑΥΓΗ ΔΕΚΑΤΗ ΕΝΑΤΗ
Απευθύνομαι πάλι σε σας ζητώ να μ’ ακούσετεΓια τελευταία φορά το ζητώ δε χωρεί αναβολήΤώρα που είναι ακόμη καιρός τώρα που η μέραΑρχίζει πάλι και ξαναμικραίνει τώρα που κι αυτόΤο καλοκαίρι λιγοθυμάει μέσα στις χούφτες σαςΚι η λέξη γίνεται βαριά κι ασήκωτη
*
Σας προσφωνώ και πάλι με τα ίδια όπως τότε ψευδώνυμαΤα’ χετε ως και αυτά λησμονήσει πάνε τόσα χρόνιαΠού να θυμάστε τώρα τις βραδινές συγκεντρώσειςΤις ασκητικές σας μορφές κάτω από το σπασμένο φωςΠιστεύατε με φανατισμό θέσει και πράξει επιδοκιμάζατεΥστερικά τον κάθε ομιλητή διεκδικούσατε την αποκατάστασηΤης φωτιάς της δικής σας φωτιάς που ζητούσε μια διέξοδοΑναποδογυρίζοντας ουρανούς καταβροχθίζοντας κόκαλα
*
Δε θέλω να κουράσω τη μνήμη σας μικρό θα’ ναι το όφελοςΜεγάλος ο κόπος ποιος τόλμησε ποτέ να ταράξειΤον ύπνο της λάβας τώρα έχετε απομακρυνθεί απ’ το πεδίο βολήςΕπαναπαύεσθε μακάρια πάνω στα τρόπαια των αστικών μαχώνΓυμνάζοντας αρνητικά τις αισθήσεις σας αποταμιεύοντας όνειραΚάθε μέρα γίνεσθε και πιο εκλεκτικοί αλλάζετεΤις μάρκες των τσιγάρων αλλάζετε τα ρούχα σας αλλάζετεΣυνήθειες διασκεδάσεις κλίμα σπίτια και γυναίκες αλλάζετεΤα δόντια σας και την καρδιά σας και τους λυγμούςΑκόμη της καρδιάς σας τους αλλάζετε που δεν μπορώΝα τους ξεχάσω γιατί με κυνηγούν κυκλοφορούν στο αίμα μουΣαν ψάρια σκοτεινά που χάσαν τα νερά τους.
*
Σας υπενθυμίζω πως για να φτάσετε στην αποθέωσηΘα πρέπει να ταπεινωθείτε πρώτα ν’ αρχίσετε από την τριβή
Που σιγοκαίει τα δάχτυλα σεις από φυσικού σαςΔεν ήσασταν αγέρωχοι όπως οι Άλλοι που ρουφήχτηκαν στη γηΠροτιμήσατε τη συναλλαγή απλώνοντας το χέρι στον ήλιοΜείνατε στατικοί μέσα στο χρόνο αγάλματα του δισταγμού σαςΣυνωστισμένοι μπρος στις εξόδους κινδύνου στην καμπή του δρόμουΕκεί που χωρίσαμε οριστικά παρασυρμένοι από έξαλλα πλήθη
*
Μην απορείτε λοιπόν για τη σημερινή σας προκάλυψηΜη διαστέλλετε τα έκθαμβα μάτια σας μπροστάΣτο άνοιγμα που μας χωρίζει το ξέρετε πως δεν μπορείΝα κλείσει με σχήματα νεκρών πια περπτύξεωνΣας κατηγορώ δίχως τύψη καμιά σεις οι ίδιοιΕπισπεύσατε τη μελλούμενη αναπόφευκτη πτώση σας
Η ΦΩΝΗ ΚΑΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Μια φωνή σβήνει στη γωνιά του δρόμου μια φωνήΑνάβει στα ψηλά πατώματα θα κατεβεί σιγάΣιγά τα σκαλοπάτια θα ψαύσει τη γη θα τρυπώσειΜέσα στη γη θα βυθίζεται ολοένα και πιο βαθιάΘα την καταπατούν άγρια θηρία λοστοί ρόδεςΑυτοκινήτων σίδερα και τσιμέντα ο ήχος τηςΘα’ χει κραδασμούς φωτιάς θα μοιάζει με παράπονο
Ερωτικό θα ρυτιδώνει τη σιωπή απλωμένο λάδι
Ο ποιητής θα γονατίσει τρυφερόςΘα σκαλίσει το χώμαΘα την πάρει στην παλάμη τουΝα τη φυτέψει στη γλάστρα
Την άνοιξη θ’ ανθίσουν πολλές μικρές φωνές
ΣΠΟΥΔΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
Πάντα υπάρχει μια τελευταία φορά στο καθετί φίλοι και γνωστοί σου κάθε τόσο κατεβαίνουνε στον κάτω κόσμο απόγειοι άνεμοι τούς σπρώχνουν ολοένα και βαθύτερα πολλές φορές αναρωτιέμαι αν εκεί θ’ αναγνωρίζει ο ένας τον άλλον μέσα στους στίχους μου ελλοχεύουνε γυναίκες με άγρια οράματα διάβασα το γράμμα σου θα γράψεις ύστερα από χρόνια κι έκλαιγα όλο το πρωί
Η ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΟΧΘΗ
Ο πατέρας μου έζησε 56 χρόνια στη γηΗ μητέρα μου 86 και δεν κουράστηκεΑθροίζω τα χρόνια που έζησανΚαι τα διαιρώ δια του 2Έτσι λοιπόν βγάζω τη σημερινή μου ηλικία
έχουμε ζήσει τόσο πιο πολύ απ’ όσομας μένει να ζήσουμε και παρ’ όλααυτά ακόμα δεν ξέρουμε ακόμα δενμάθαμε τα όρια των πραγμάτων πουμπορούμε να κάνουμε ή να ζήσουμε
Οι άνθρωποι συνήθως αργούν να καταλάβουνΠροσφεύγουν σ’ επιχειρήματα κάποιων άλλων εποχώνΑγωνίζονται για κοινωνικές ή όποιες άλλες απελευθερώσειςΔεν υποπτεύονται πως η ελευθερία είναι κατά βάθος μιαδουλεία δίχως αντιπαροχήΤώρα βρίσκομαι στην απέναντι όχθη μάς χωρίζουνεΜίση αβυσσαλέα που κάποτε θα ξεχαστούνΗ φωνή μου περνώντας μέσ’ από τους φωταγωγούςΚαι τα θυροτηλέφωνα φτάνει βραχνή κι απρόσωπηΣτ’ αυτιά σας μέσα σ’ αυτά τ’ αποφόρια που βλέπετεΑναπηδούσαν κάποτε θηρία ανήμεραΤο δυναμικό της ζωής κάθε στιγμή αφανίζειΔεν τελειώνει ποτέ
Στην έξοδο συνωστισμός
(Η φωτογραφία είναι του Κλείτου Κύρου)

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2018

Αλέξανδρος Αδαμόπουλος "Η Φραγκούλα"



Σού έχω πει για τη Φραγκούλα; 

Το '80-81 λοιπόν που συνεχώς πηγαινοερχόμασταν -όχι τουριστικά- με τη Σάντρα στη Χίο, και μέναμε στο άλλοτε υπέροχο σπίτι τους, που είχε όμως πια απαλλοτριωθεί για να γίνει το αεροδρόμιο και είχε μάλιστα, κυριολεκτικά, κοπεί στη μέση(!) για να περάσει από 'κει η "Λεωφόρος Ιωάννου Χρήστου" (!!) βρεθήκαμε μ’ έναν African Grey παπαγάλο, που εγώ, απ' το όνομα μιας κυρίας Χιώτισσας, που μού είχε φανεί εντελώς εξωπραγματικό, τον ονόμασα Φραγκούλα. Ήταν ένα υπέροχο πουλί· δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο: Καθόλου εντυπωσιακό· γκριζόασπρο, με λίγο κόκκινη ουρά, σα μεγάλο περιστέρι, αργό, γλυκό, ζεστό, πανέξυπνο, με εντελώς σκυλίσιο φέρσιμο, ικανό να μιμείται ό,τι ήχο μπορείς να φανταστείς· ακόμα και να λέει κάποιες λέξεις. (Κοίτα στο GOOGLE: African grey parrot, αν δεν σού είναι οικείο) Αυτή ήταν η Φραγκούλα, που όλοι στη Χίο ήσαν ξετρελαμένοι μαζί της, μα κανείς δεν τολμούσε να πει ευθέως: "Η Φραγκούλα σφυρίζει από μέσα; Τι κάνει η Φραγκούλα; Τι τρώει η Φραγκούλα; Μα τι ωραία που τα λέει η Φραγκούλα! Τι αστεία· κοίτα πώς κάνει τούμπες η Φραγκούλα!" Γιατί προσβαλλόταν η άλλη, η δίποδη Φραγκούλα! 

*

 Τότε εμείς οι δυο, κάθε τρεις και λίγο ταξιδεύαμε: Μια στη Χίο, μια στο Δερβένι, μια στην Αίγυπτο, μια στην Κύπρο, μια εδώ, μια εκεί. Η Φραγκούλα είχε ένα πολύ μεγάλο κλουβί που δεν ήταν διόλου εύκολο να μεταφέρεται. Αλλά δεν ήταν δυνατό και να μένει μόνη στο σπίτι στην Αθήνα. Αρχίσαμε λοιπόν να την πηγαίνουμε στη μάνα μου. Συνέβη τότε το εξής απίστευτο: Η Φραγκούλα, με τον αξιαγάπητο χαρακτήρα της ξετρέλανε τη μάνα μου, που δεν είχε ποτέ της πολλά-πολλά με κανένα ζώο. Και κάποια στιγμή, μας έβαλε βέτο: Όσο περνάει ο καιρός εγώ συνδέομαι πολύ μ’ αυτό το ζώο. Κάνουμε εξαιρετική παρέα· το αγαπώ και μ’ αγαπάει. Ή δεν θα την ξαναφέρετε λοιπόν ποτέ εδώ στο σπίτι μου, ή αν την ξαναφέρετε, δεν θα την πάρετε ποτέ πίσω. Κι έτσι, απ' το 1985, η Φραγκούλα έγινε μόνιμη κάτοικος τής Παπαδιαμαντοπούλου 4, και η μασκότ του σπιτιού. Βέβαια η εκπαίδευσή της πήγε πίσω, διότι η μάνα μου ούτε ήξερε μα ούτε είχε την υπομονή να τής κάνει μαθήματα ορθοφωνίας. Οπότε τα ελληνικά τής Φραγκούλας έμειναν στο "Καλημέρα", στο "Σάντρα", και στο "Γεια σου". Απ' την άλλη μεριά όμως σφύριζε όλων των ειδών τα σφυρίγματα, γαύγιζε, πριόνιζε, κάρφωνε, νιαούριζε, έκανε το κουδούνι, το τηλέφωνο, το μοτοσακό, την ηλεκτρική σκούπα, το καζανάκι του μπάνιου κι ό,τι άλλο βάζει ο νους σου. Υπέροχο ζώο, εντελώς αξιαγάπητο. Κι ακόμα πάρα πάνω· γιατί μισούσε τη θειά μου την Ελίκη τη Ζάννα, την Ινδολόγο -τρομάρα της!...- που με τα χρυσαφικά της, με τις πούδρες και με τ' αρώματά της την τρέλαινε την κακομοίρα τη Φραγκούλα, που μαζευόταν σε μιαν άκρη τού κλουβιού κι έβγαζ’ επιτέλους μια φορά την αληθινή φωνή της, που ήταν ένα φρικαλέο δυνατό κρώξιμο! 

*

 Οπότε απ’ το '85 μέχρι το '97 η Φραγκούλα έμενε στο πατρικό με τη μάνα μου. Το πρωί, στις 6/10/97 που πέθανε η μάνα, κυριολεκτικά, στα χέρια μου, βγήκα απ' το νοσοκομείο, καμιά πεντακοσαριά μέτρα απ' το σπίτι της μάνας, και περπάτησα με τα πόδια ως εκεί· μάλλον άδειος και προσπαθώντας αδέξια να καταλάβω πόσο εύκολα είχε γίνει κάτι που νομίζουμε απέραντα δύσκολο, αδιανόητο. Ξεκλείδωσα και μπήκα μέσα. Ήταν όλα κλειστά και θεοσκότεινα. Παράθυρα και ρολά μαζί. Κρίμα· κι ήταν πανέμορφη μέρα. Περίεργο αίσθημα: Εκείνο το σπίτι το ήξερα από μικρός, απ' το 1959. Το κατοικούσα συνέχεια μέχρι το 1984 και φυσικά το επισκεπτόμουν όποτε ήθελα μέχρι πριν λίγες μέρες. Δεν το είχα ξαναδεί ποτέ μου έτσι σκοτεινό κι ανήλιαγο κι έρημο. Σκέφτηκα πως δεν είχε ξαναπεθάνει η μάνα και γι' αυτό δεν το είχα ξανανιώσει έτσι. Ήξερα που είχε πεθάνει ο πατέρας κι εγώ ήμουν εννιά· μα τότε υπήρχε η θεία Κατίνα, υπήρχε η γιαγιά, υπήρχε κι η μάνα. Η μάνα δεν είχε ξαναπεθάνει ποτέ, για να ξέρω πώς είναι. Άνοιξα όλα τα ρολά και τα παράθυρα, και είδα πάλι, πολύ ζωντανά μπροστά μου, τη γλώσσα της που κουνιόταν ανεπαίσθητα, πριν μισή ώρα, σα γλώσσα κοιμισμένου μωρού, σαν ανοιγμένο στρείδι κάτω από μια σταγόνα λεμόνι, για να πάρει την τελευταία ανάσα, πριν την αφήσει πίσω και φύγει μαζί της, για πάντα. Το 'βλεπα συνέχεια μέσα μου αυτό, λέγοντας στο κενό: "Κοίτα να δεις, αυτό ήταν· πάει, πέθανε η μάνα". Και κάπνιζα συλλογισμένος τριγυρνώντας στο δωμάτιο που άλλοτε ήταν δικό μου, βλέποντας ξανά και ξανά, συνέχεια και πάλι, εκείνη την τελευταία ανάσα της, αντίκρυ στον ήλιο που είχε μπουκάρει μέσα αχόρταγα. -Καλημέρα! Χριστέ μου· η Φραγκούλα... Υπήρχε και η Φραγκούλα εκεί. Ποιός ξέρει πόσες μέρες μόνη, έτσι στα σκοτεινά. Η Θυμιούλα η θυρωρίνα ανέβαινε πού και πού και ίσα που τής έβαζε σπόρια και τής άλλαζε το νερό. Εκείνο το "καλημέρα" με τρέλανε, ειπωμένο έτσι, εκείνην ακριβώς τη στιγμή. Αυτό ήταν: Δίχως καμιάν υπερβολή, ούτε κανένα φτιασίδι, λέω πως μέσα σ' ένα μισάωρο είχα κάνει, μόνος, όλο τον κύκλο: Είχα κάτσει μόνος -μάλλον από περιέργεια- συνέχεια στο κρεβάτι δίπλα στη μάνα, βαστώντας της το χέρι μέχρι να τελειώσει. Ακούγοντας απ’ τις φλέβες μου, την Passacaglia BWV 582 του Bach, που είχε ξεφυτρώσει ανεξήγητα από μέσα μου δίχως να με ρωτήσει, και κύλαγε μόνη της μαζί με τις ανάσες της μάνας. Όταν δεν είχε άλλη ανάσα, τής έκλεισα εγώ τα μάτια. Δεν ήταν πολύ δύσκολο. Μετά, δεν ασχολήθηκα διόλου ούτε με τον αδελφό μου ούτε με τις αδελφές της που ήθελαν ν' αρχίσουν να κλαίνε. Βγήκα. Έφυγα. Περπάτησα. Ήρθα εδώ, στο έρημο σπίτι. Άνοιξα στον ήλιο και μού ήρθε η καλημέρα της Φραγκούλας. 


Την ίδια στιγμή συνειδητοποίησα πως η Φραγκούλα δεν μπορούσε να μείνει άλλο εκεί, και το απόγεμα πήγα με το αυτοκίνητο και την έφερα μαζί με το κλουβί στο σπίτι μου. Δεν είχε βέβαια ολόκληρο δωμάτιο δικό της, όπως στης μάνας. Την έβαλα σε μια γωνιά στο δωμάτιό μου, ίσα-ίσα για να μη φοβάται· γιατί εμένα με ήξερε και με τη Simone τα πήγε καλά απ' τις πρώτες στιγμές. Πέρ' απ' το σπίτι όμως, τής έλειπε η μάνα μου κυρίως, αφού ζούσαν συνέχεια μαζί πάνω από δέκα χρόνια. Τη φώναζε· μα απάντηση δε λάβαινε. Μια, δυο, τρεις. Καμιά απάντηση. Πέντε, δέκα, πενήντα. Τίποτα. Κι άρχισε να θρηνεί. Άφησε κατά μέρος όλη τη φλυαρία της, όλους τους αστείους τρόπους της και τους παράξενους θορύβους που ήξερε, κι έμενε ακίνητη προσμένοντας μιαν απάντηση που δεν ερχόταν και βγάζοντας συνέχεια ένα θρηνητικό σφύριγμα μόνο, σα μοιρολόι, μαδώντας συνάμα τα φτερά της. Μέσα σε μια βδομάδα και ούτε, έμεινε ολότελα γυμνή, κι έγινε σαν τα σφαγμένα κοτόπουλα που βλέπουμε στην αγορά· μ' ένα κανονικό κεφάλι παπαγάλου, γιατί δεν μπορούσε να μαδήσει τα φτερά απ' το κεφάλι της. Τότε η Simone την έσωσε... 

 * 

Γιατί έχει πολύ μεγάλη επαφή με τη φύση η Simone· όπως τα περισσότερα Αυστραλάκια. Αμέσως κατάλαβε τι τρέχει με τη Φραγκούλα. Την πλησίασε, τής μίλαγε, τη χάιδευε, τής σφύριζε· απόχτησαν eye contact. Και το πουλί σιγά-σιγά βρήκε ξανά τη χαρά τής ζωής. Και σταμάτησε να θρηνεί και να τρώγεται. Γαλήνεψε. Κι έγιναν φίλες. Πολύ φίλες· τόσο που εγώ πια, πέρασα σε δεύτερη μοίρα. Ντύθηκε πάλι τα φτεράκια της, έβγαινε απ’ το κλουβί της, καθότανε στον ώμο της Simone, έπαιζε με τα μαλλιά της, αντισφύριζε, μιλούσαν, βλέπαν μαζί τηλεόραση. Πέρασαν δυο χρόνια έτσι. Ώσπου στις επόμενες Αλκυονίδες, Γενάρη μήνα, που ο ήλιος έλαμπε κι ήσαν πανέμορφες οι μέρες εκείνες, η μια πίσω απ’ την άλλη, έν’ αεράκι· ευχάριστο για μας, πολύ επικίνδυνο όμως για εκείνη, τρύπωσε ύπουλα μέσα της και την πάγωσε χωρίς κανείς να καταλάβει, χωρίς κανείς να το προλάβει. Κι έπεσε άρρωστη, πολύ άρρωστη, του θανατά. Ό,τι μπορείς να φανταστείς κάναμε για να τη σώσουμε: Τι αντιβιοτικά με το σταγονόμετρο της δίναμε, τι σκόνες, τι σιρόπια. Τι κάναμε φούρνο όλο το σπίτι, μπας και ξαναζεσταθεί το είναι της απ’ το κρύο που είχε φωλιάσει μέσα της· τού κάκου. Σε λίγες μέρες πέθανε, πάνω στο στήθος τής Simone. Χώνοντας το κεφαλάκι στις μπούκλες των μαλλιών της κι αφήνοντάς της, δώρο, πάνω στα χείλια της, ένα κόκκινο φτερό που είχε βγάλει απ’ την ουρά της.

 * * * 

Αλαδ 15.9.2018 

Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος γεννήθηκε το 1953 στην Αθήνα όπου σπούδασε νομικά, σκηνοθεσία και κλασική κιθάρα. Συνέχισε με Sociologie Politique στη Γαλλία· Πανεπιστήμιο Paris II.       
                        
Υπήρξε ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος (1984-1995) της ‘Εταιρείας Φίλων Μουσικής Γιάννη Χρήστου’ (‘The Jani Christou Society’) με σκοπό τη διάσωση και διάδοση του έργου του συνθέτη. (Μέλη: Κ. Κούν, Μ. Χατζιδάκις, Γ. Τσαρούχης, Δ. Χόρν, K. Friar, Ι. Καμπανέλλης, Γ. Λεωτσάκος, Θ. Μικρούτσικος, Μ. Κακογιάννης, Γ. Μαυροΐδης, Α. Ξύδης, Π. Ζάννας, Μ. Κακριδή, Ντ. Τσάτσου, Δ. Πιερίδης, Τ. Παπαστράτος, Απ. Δοξιάδης, Θ. Αντωνίου,  Φ. Ανωγειανάκης, Chloé Obolensky κ.α.)

Συνεργάστηκε με το Μουσείο Ελληνικών Μουσικών Λαϊκών Οργάνων από το 1991 μέχρι το 2009, ως Γεν. Γραμματέας και ως Πρόεδρος του σωματείου των ‘Φίλων του Μουσείου’.

Διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου (1992-’94)

Συνεργάστηκε με την Ε.Ρ.Τ, το Γ΄ πρόγραμμα του ραδιοφώνου, το Θέατρο Τέχνης, το Κ.Θ.Β.Ε, τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Βόλου, Β. Αιγαίου και Ιωαννίνων, το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, το χοροθέατρο ‘Ροές’, το Φεστιβάλ Αθηνών, το Υπουργείο Πολιτισμού, το Μέγαρο Μουσικής, καθώς και Künstlerhaus Bethanien Berlin, Warsaw International Festival’91, Norddeutscher Rundfunk Hamburg ’93, National Academy of Letters N.Delhi, και το Boğaziçi University Istanbul, όπου  δίδαξε ως visiting professor.

Έχει μεταφράσει: ‘Οι Δαιμονισμένοι’ του Αλμπέρ Καμύ (Κ.Θ.Β.Ε 1991), ‘Η πόλη που πρίγκιπάς της ήταν ένα παιδί’ του Ανρί ντε Μοντερλάν (Εθνικό Θέατρο 1993),‘Δεν παίζουνε με την αγάπη’ του Αλφρέ ντε Μυσσέ (εκδ. Εστίας 2003), ‘Η Δύναμις του σκότους’ του Λέβ Τολστόι (εκδ. Ροές 2007), ‘Ο θείος Όσβαλντ’ του Ρόαλντ Νταλ (εκδ. Άγρα 2004) και την ‘Πνευματική Διαθήκη’ του Αυγούστου Ροντέν (εκδ. Άγρα 2005).

Άλλα έργα:

‘Δώδεκα και ένα ψέματα’, διηγήματα  (εκδόσεις Ίκαρος 1991, 2η έκδοση· Άγρα 2009). Αγγλική μετάφραση· (‘Twelve and one lies’ National Academy of Letters N. Delhi 1998 και Samkaleen Prakashan editors N. Delhi 1999). Τουρκική· (On Iki arti Bir Yalan’, Imge kitabevi yayinlari, Anakara 2000). Γερμανική· (‘Zwölf und eine Lüge’, Elfenbein-Heidelberg, 2001). Γαλλική· (‘Douze et un mensonges’, Alteredit-Paris, 2005).
‘Ψέματα πάλι’, διηγήματα (εκδόσεις Άγρα 1999). Μεταφράστηκε στα Αγγλικά. Γερμανική έκδοση (Noch mehr Lügen Elfenbein Verlag, 2016). Το διήγημα ‘Άννα’ μεταφράστηκε στα Γαλλικά, από την Μαργαρίτα Καραπάνου. Το διήγημα ‘Οι καινούργιοι Άγιοι’ μεταφράστηκε στα Τουρκικά (Yeni Azizler, Imge Őyuküler, Istanbul 2005)
‘Ο Σιμιγδαλένιος’, θέατρο - ποίηση  (Εστία 1994, 12η έκδοση). Εθνικό Θέατρο, 2015-2016. Αγγλική μετάφραση· (The Spiceman, Ithaka ed. Melbourne, 2004). Τουρκική· (IrmikoğlanAlbatros kitabevi Yayinlari, Istanbul 2005). Πρεμιέρα στο Κρατικό Θέατρο Τουρκίας, Şehir Tiyatro, Istanbul, 4/2012. Ετοιμάζεται η γερμανική έκδοση (Der Lebkuchenmann)
‘Αυτό’, διήγημα (στη συλλογή ‘Χάριν παιδιάς’, εκδόσεις Ίκαρος 2001). Αγγλική μετάφραση That
‘Οι Δαιμονισμένοι’, λιμπρέτο για όπερα, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι. Συμπαραγωγή του British Council και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Παγκόσμια πρεμιέρα από την Ε.Λ.Σ. στην Αθήνα, Απρίλιος του 2001.
‘The mask in the Classical Hellenic Theatre, (Συλλογική έκδοση, Aryan books international-N. Delhi 2000. 
‘Το τσιγάρο και η γιόγκα’ Ηθιστόρημα (εκδόσεις Άγρα 2008)
 ‘Οχιναιλέγοντας’, θέατρο - ποίηση  (εκδόσεις Ίκαρος 2011). Αγγλική μετάφραση· Noyessaying ISBN 978-93-5016-7, 2013. Τουρκική μετάφραση· Hayirevet diyerek (Bencekitap, Ankara 2015)
‘Ο κύκλος που δεν κλείνει’, πολιτικό αφήγημα (στη συλλογή ‘Για μια επέτειο’ εκδόσεις Ίκαρος 2013)
‘Ο Μ. Χατζιδάκις για τον Γ. Χρήστου’, βιογραφική συμβολή (Metrogreece 1/7/2104, Bookpress 7/2014)
‘Το σεντούκι του παππού μου’, μικρό πολιτικό δοκίμιο (Stahtes 17/11/2014)
‘Ο επιτάφιος και ο επί πόλεως θρήνος’, μικρή πασχαλινή πολιτική ανάλυση (Metrogreece 8/4/2015)
‘Πολυβίου ιστορία ετών 2150’, ερανισμός απόδοση, Αρχαίων επικαίρων (Dimoi news 7/8/2015)
‘Ίναχος, ο γιος του Ωκεανού’, χοροθέατρο για παιδιά (2η έκδοση Κάκτος 2017)


Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2018

ALBRECHT DÜRER, ΜΟΥΣΟΥΔΑ ΒΟΔΙΟΥ, 1523




γράφει η Μαριλένα Κασιμάτη*

Εκπληκτικό θέμα προς διερεύνηση. Ο Leonardo αναζητούσε τις δυνατότητες της σχεδιαστικής απεικόνισης των φυσικών φαινομένων και της ανατομίας, ο δικός μου, ο Leonardo του Bορρά, πειθαρχεί στο σχέδιο ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΧΡΩΜΑ. Αντιμετωπίζει ακόμα και τη μουσούδα ενός βοδιού (σαν αυτά που ίσως έσερναν το κάρο του με τα χαρακτικά που του πουλούσε η σύζυγος στις λαϊκές αγορές -φουάρ της εποχής), ιδωμένη από δύο όψεις, για να φωτίσει τις λεπτομέρειες (μόνο οι φυσιολόγοι το έκαναν αυτό). Σου λέει, έτσι το ένα σώμα, έτσι είναι όλα. Είναι ο "επιστήμων" ζωγράφος, αυτός που αντιλαμβάνεται την υποκειμενική πρόσληψη μέσω της παρατήρησης ως αντικειμενικό συμβάν. Με πόση υπομονή, ψυχαναγκαστική θα λέγαμε- έθεσε τις χρωματικές σειρές στην υπηρεσία της νέας αντίληψης, ότι με το χρώμα μόνο γίνεται ορατή η πραγματικότητα, επειδή όλοι βλέπουμε με χρώματα. 
Σε δύο κατηγορίες ξεχώριζε ο Dürer τους κριτικούς της ζωγραφικής: Σε αυτούς που κατανοούσαν και σε αυτούς που δεν κατανοούσαν τις (δύσκολες) διαδικασίες στην υλοποίηση ενός έργου. Δικαστής για την ετυμηγορία θα είναι πάντα "ο καλός ζωγράφος", αυτός που θα αποκαλύψει τα αίτια από τα οποία προέκυψαν τα λάθη και θα αποδείξει την κακή χρήση των ζωγραφικών μέσων που καταστρέφουν τη ζωγραφική. Επειδή ο "καλός ζωγράφος" γνωρίζει και από Προοπτική & από Χρώμα (αφού έχει διαβάσει τις επαναστατικές πραγματείες του). Μόνο έτσι -ακόμη και ο χωρικός- θα μπορέσει το κοινό να κρίνει με επάρκεια. Για τους άλλους, η ζωγραφική θα είναι απλώς μια ξένη γλώσσα.
*Με τις δύο αυτές υδατογραφίες διδάσκει τους γύρω του ότι ανήκει στην κατηγορία εκείνη του "καλού ζωγράφου", που το έργο τους δεν επιτρέπει μομφή. Με την τεχνική δεινότητα στον χειρισμό των μέσων, έχει λάβει τα μέτρα του, ώστε ο δικαστής να αποφανθεί θετικά.

*Η Μαριλένα Κασιμάτη είναι ιστορικός τέχνης

Σάββατο 25 Αυγούστου 2018

Επιστολή του Φίλιππου Σέρραρντ στον Γιώργο Σεφέρη



2.11.1966 

                                                                                                                                         
Κατούνια, 
Αγαπητέ Γιώργο,
Μιλούσες σοβαρά πριν λίγες μέρες, όταν με ρωτούσες για την κόλαση; Όπως και να ‘χει, από εκείνη την ημέρα με απασχολεί αυτό το θέμα. Σκέφτηκα ότι η απάντησή μου μπορεί να ήταν συνοπτική, αλλά όχι πολύ βοηθητική και ένιωσα την ανάγκη να προσθέσω ένα δύο πράγματα. Επομένως, αν δεν μιλούσες σοβαρά, θα πρέπει τώρα να με συγχωρέσεις.
   Καταρχάς υπάρχουν δύο τινά, τα οποία φαίνεται ότι δημιουργούν σύγχυση γύρω από το ζήτημα αυτό. Το πρώτο είναι η αντίληψη πως η αιώνια κόλαση είναι κάτι που παρατείνεται συνεχώς μέσα στο χρόνο ή μάλλον που παρατείνεται αιώνια, σαν να μην ήταν δυνατό να τερματιστεί ποτέ. Αυτή η αντίληψη συνδέεται πιθανόν με το ότι η λέξη «αἰώνιος» εκλαμβάνεται εξ ολοκλήρου με την κατά γράμμα σημασία της, σαν να αφορούσε δηλαδή σε μονάδα μέτρησης χρόνου. Στην πραγματικότητα η λέξη αυτή χρησιμοποιείται στη Βίβλο περισσότερο για να περιγράψει μια ποιότητα ζωής – είτε την εμπειρία της πληρότητας της ζωής είτε της απουσία της. Κατά κύριο λόγο, επομένως, η κόλαση είναι κάτι που σχετίζεται με την έλλειψη της ζωής, την έλλειψη της πραγματικότητας, τη στέρηση.
   Ύστερα, υπάρχει και η άλλη ιδέα, ότι δηλαδή η κόλαση είναι κάποιος τόπος. Αυτή η ιδέα κρύβεται πίσω από το μυαλό των Ιησουϊτών που κάνουν το σχόλιο στο οποίο αναφέρθηκες (ήταν, νομίζω, η Αγία Θηρεσία του Λιζιέ, εκείνη που το διατύπωσε: είπε κάπου: «πιστεύω ότι η κόλαση υπάρχει, αλλά δεν πιστεύω ότι βρίσκεται κανείς σε αυτήν»). Τούτη η παρατήρηση, που υποδηλώνει καθαρά ρωμαιοκαθολική αντίληψη, φαίνεται να δέχεται ότι η κόλαση είναι ένα είδος αντικειμενικού τόπου δημιουργημένου από τον Θεό για να στεγάσει καταραμένες ψυχές. Και επίσης –αυτή η ιδέα της κολάσεως ως αντικειμενικού χώρου που κατοικείται από τους κολασμένους– είναι ένα είδος προβολής εκείνης της φρικτής ηθικιστικής νοοτροπίας που διαχωρίζει την ανθρωπότητα σε δύο στρατόπεδα ή σε δύο τάξεις, τους καλούς και τους κακούς, τους δίκαιους και τους αμαρτωλούς, τα πρόβατα και τα ερίφια, και τοποθετεί τους μεν σ’ έναν τόπο που ονομάζεται παράδεισος και τους δε σ’ έναν τόπο που ονομάζεται κόλαση. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων ή ψυχών (με αυτήν την αυστηρή, κατά γράμμα, ερμηνεία): η διαχωριστική γραμμή δεν χαράσσεται κατά τρόπο αντικειμενικό και εξωτερικό ανάμεσα σε τάξεις ανθρώπων (καλών και κακών), αλλά κυρίως εσωτερικά, μέσα στον ίδιο μας τον εαυτό, μεταξύ των «θετικών» και «αρνητικών» πραγμάτων, στην ενιαία ανθρώπινη φύση). Αυτή η εξωτερική διαίρεση των ανθρώπων σε δίκαιους και αμαρτωλούς, είναι απλώς μια ηθική κρίση που βασίζεται… ο Θεός ξέρει σε τι: είναι κρίση κάποιου που ξεχνά ότι κανένας δεν μπορεί να είναι ολότελα κακός, ακριβώς όπως κανένας δεν μπορεί να είναι ολότελα καλός (ακόμα και ο Χριστός ρώτησε: «τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός»[1]). Η θεία δικαιοσύνη έχει –υποπτεύεται κανείς– εντελώς διαφορετικούς νόμους –όπως «οἱ πρῶτοι ἔσονται ἔσχατοι καὶ οἱ ἔσχατοι ἔσονται πρῶτοι»[2] ή «λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον»[3]. Δυστυχώς, όμως, αυτή η ιδέα ότι υπάρχει ένας τόπος που ονομάζεται παράδεισος, όπου οι καλοί απολαμβάνουν αιώνια μακαριότητα και ακόμα ένας άλλος τόπος που ονομάζεται κόλαση, όπου οι κακοί υποφέρουν και θα υποφέρουν για πάντα, έχει αποκτήσει βαθιές ρίζες στους ανθρώπους και περνιέται ως χριστιανική ιδέα: υπάρχει μάλιστα μια ολόκληρη παράδοση διδασκαλιών, η οποία πασχίζει να κάνει τους ανθρώπους «καλούς» τρομοκρατώντας τους με οράματα και εικόνες αιώνιας τιμωρίας για τις ενδεχόμενες αμαρτίες τους (οι αμαρτίες αυτές παρουσιάζονται με απόλυτη σαφήνεια, κατηγοριοποιημένες και λεπτομερώς). Τούτο είναι, αν μη τι άλλο, αποτρόπαιο και είναι αυτό ακριβώς το πράγμα που ο Blake πάντοτε αρνιόταν και μάχονταν. Επίσης δεν φαίνεται πολύ Ορθόδοξο, ό, τι και αν λένε, ειδικά αν κανείς θυμάται εκείνα τα λόγια από τον Όρθρο της Κυριακής του Πάσχα αναφορικά με την κόλαση ότι έχει δηλαδή συντριβεί (ή θανατωθεί που είναι το ίδιο πράγμα [4].
Κόλαση είναι το βάρος, η πνιγηρή και μουχλιασμένη ατμόσφαιρα, το ζοφερό σκοτάδι, η απουσία χαράς στη ζωή κάποιου. Υπ’ αυτήν την έννοια, μου φαίνεται απόλυτα –και τρομαχτικά– πραγματική και νομίζω ότι ο καθένας σε αυτήν τη γη βρίσκεται κυρίως «στην κόλαση», αν και υπάρχουν στιγμές που κάποιος μπορεί να πιστεύει ότι βρίσκεται στον παράδεισο. Υποθέτω ότι «ο κολασμένος» θα μπορούσε να περιγραφεί κατά κάποιον τρόπο ως μια ύπαρξη κλεισμένη στον εαυτό της, χωρισμένη από κάθε «άλλον» ή «άλλους». Ο Ντοστογιέφσκι ονομάζει κόλαση τον πόνο που προέρχεται από την αδυναμία μας να αγαπήσουμε. Θα πρόσθετα, επίσης, ότι κόλαση είναι ο πόνος που προέρχεται από την αδυναμία μας να δεχθούμε αγάπη. Κάποιος από τους Ορθόδοξους αγίους λέει ότι αποτελεί ανοσιούργημα η σκέψη και μόνο ότι ο Θεός δεν αγαπά τους αμαρτωλούς, αλλά αυτή η αγάπη του Θεού γίνεται αισθητή με διαφορετικούς τρόπους: γίνεται αισθητή ως βάσανο μεν από εκείνους που την αρνούνται, ως χαρά δε από εκείνους που τη δέχονται[5].
Θα έλεγα, λοιπόν, καταρχάς, ότι η κόλαση δεν είναι ένας τόπος και δεν είναι αιώνια (με την έννοια μιας αδιάκοπης συνέχειας χωρίς τέλος). Και θα ισχυριζόμουν περαιτέρω ότι είναι κάτι που τελείται και εκτυλίσσεται στο εσωτερικό ενός ανθρώπου, υποκειμενικά και έχει να κάνει με την παρουσία ή τη στέρηση της ζωής, με την παρουσία ή τη στέρηση της χαράς. Αναφορικά, ωστόσο, με το τι συμβαίνει κατά την Κρίση (είτε κατά την προσωπική κρίση του καθενός από εμάς είτε κατά την έσχατη Κρίση), αυτό είναι ένα εντελώς διαφορετικό θέμα. Αλλά ο θάνατος για τον καθέναν προσωπικά δεν θα έπρεπε, μου φαίνεται, να επηρεάζει πραγματικά, με τρόπο διαφοροποιημένο, την κρίση: κάποιος βρίσκεται εκεί που βρίσκεται, «στην κόλαση» (με την παραπάνω έννοια), φερειπείν, ή όχι στην κόλαση, πάντως με την ενδιάθετη ικανότητα πάντοτε, αν βρίσκεται «στην κόλαση», να ελευθερωθεί, με την ενδιάθετη ικανότητα να αγαπήσει και να δεχθεί αγάπη: όλα εξαρτώνται από τον κάθε έναν από εμάς προσωπικά –ή όπως οι Ορθόδοξοι Πατέρες λένε: «Ο Θεός μάς δημιούργησε χωρίς τη βοήθειά μας, αλλά δεν μπορεί να μας σώσει χωρίς τη βοήθειά μας»[6]–και θα προσθέταμε εύλογα ότι δεν μπορούμε να σώσουμε τον εαυτό μας χωρίς τον Θεό.
Πραγματικά, μέσα από την Ορθόδοξη οπτική, κάθε ζωή που δεν είναι τέλεια, ακέραιη, ολοκληρωμένη, είναι σε κάποιον βαθμό «κόλαση»∙ αλλά επίσης καμία ζωή –όσο ατελής, μερική, ανολοκλήρωτη και αν είναι– δεν στερείται την ικανότητα ή τη δυνατότητα να γίνει τέλεια, ακέραιη και ολοκληρωμένη. Η αιτία που μεταξύ των Ορθοδόξων δεν συναντάται η έννοια του καθαρτηρίου και αγνοείται η ρωμαιοκαθολική διάκριση μεταξύ κολάσεως και καθαρτηρίου, δεν είναι ότι αυτοί πιστεύουν, όπως λανθασμένα νομίζεται ενίοτε, πως οι ψυχές βρίσκονται είτε στον παράδεισο είτε σε κατάσταση αιώνιας καταδίκης και χωρίς την παραμικρή ευκαιρία να μεταβούν στον παράδεισο∙ οφείλεται στην πίστη τους ότι ακόμα και η ψυχή που βρίσκεται στην πιο βαθιά κόλαση εξακολουθεί να έχει την ικανότητα να εξέλθει από αυτήν, να μετανοήσει (να αλλάξει νου/ζωή): ακόμα και ο διάβολος δεν στερείται, από αυτή την άποψη, τη δυνατότητα της μετανοίας. Κοντολογίς, δεν υπάρχει χώρος στην ορθόδοξη σκέψη (κυρίως σε αυτήν) για την ιδέα της κολάσεως στην οποία κάποιος καταδικάζεται για πάντα, όπως επίσης δεν υπάρχει χώρος για την ιδέα μιας κολάσεως διακριτής από το καθαρτήριο, καθότι ο εξαγνισμός και η απολύτρωση είναι διαδικασία στην οποία όλοι, ανεξάρτητα από την προσωπική τους κατάσταση, μπορούν να συμμετέχουν: αρκεί μόνο να το θέλουν. Έτσι εξηγείται η αδιάλειπτη και επίμονη Ορθόδοξη προσευχή για τους κεκοιμημένους –όλους τους κεκοιμημένους, αγίους ή «αμαρτωλούς»: διότι δεν υπάρχει κανένα όριο στην τελείωση που μπορεί να επιτευχθεί από έναν άγιο και κανένας περιορισμός, επίσης, στην ικανότητα ενός αμαρτωλού να γίνει τέλειος. Οι Ρωμαιοκαθολικοί, ωστόσο, κάνουν τη διάκριση μεταξύ κολάσεως και καθαρτηρίου και έχουν παγιδευτεί σε τούτη τη σφαλερή έννοια της κολάσεως ως τιμωρίας και πόνου χωρίς καμία ελπίδα ή δυνατότητα απολύτρωσης. Και επειδή η αντίληψη τους αυτή δεν συνάδει με την ιδέα της άπειρης αγάπης του Θεού, αναγκάζονται να προβαίνουν σε τέτοιες ευρηματικές, πλην όμως ανούσιες, διατυπώσεις, όπως εκείνη, παραδείγματος χάριν, για την κόλαση που «υπάρχει αλλά δεν βρίσκεται κανένας μέσα σε αυτήν». Αναγκάζονται να το κάνουν αυτό, γιατί έχουν καταρχάς διαμορφώσει λανθασμένη ιδέα –ένα είδος χρονικής και χωροταξικής ιδέας– της κολάσεως.
Νομίζω ότι όσα είπα είναι αρκετά για το εσπερινό κήρυγμά μου της Τετάρτης[7]! Αν δεν μιλούσες σοβαρά όταν εξέφραζες το ερώτημά σου, μη δώσεις σημασία. Ίσως δεν χρειάζεται να δώσεις σημασία σε καμία περίπτωση.
Έκανα, όπως βλέπεις, κάμποσες αλλαγές στον Πρόλογο, και ελπίζω ότι έχω εξαλείψει τα σημεία για τα οποία είχες ορισμένες αμφιβολίες. Έστειλα μια λίστα με τις αλλαγές στον Κίλι[8] και ελπίζω ότι θα τις αποδεχθεί. Πιστεύω ότι μάλλον θα το κάνει. Η αίσθηση μου είναι –και μέχρι τώρα ήταν– ότι όσο περισσότερα μπορεί κανείς να αφαιρέσει τόσο καλύτερα.
                                                                                                   Γεια χαρά
                                                                                                   Φίλιππος

Παρακαλώ συγχώρεσέ με που έγραψα όλα τούτα στα αγγλικά. Αμφιβάλλω αν τα ελληνικά μου θα με βοηθούσαν να αντεπεξέλθω στις υψηλές απαιτήσεις των θεολογικών νοημάτων!
[1] Λουκάς 18:19
[2] Μάρκος 9:35 και Λουκάς 13:30
[3] Ματθαίος 8:11-12
[4]Υπάρχουν αρκετές αναφορές στον Χριστό, που καταλύει το κράτος του Άδη με την εκ νεκρών Ανάστασή Του, στη μεταμεσονύχτια Λειτουργία της Κυριακής του Πάσχα και επίσης στην Πασχαλινή ομιλία, που αποδίδεται στον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, η οποία διαβάζεται, εις ευήκοον όλων, αμέσως πριν αρχίσει η θεία Λειτουργία, αναφέρεται ότι ο Άδης θανατώνεται (ἐνεκρώθη).
[5] Ισαάκ της Νινευής (Άγιος Ισαάκ ο Σύρος), Μυστικές Πραγματείες, μεταφρασμένο από τον Α. J. Wensinck (Άμστερνταμ, 1923), ΧΧVII, σ. 136
[6] Καβάσιλας, Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή, ΙΙ, 10∙ Αθανάσιος, MPG 26, 369∙ Βασίλειος, MPG 32, 117B∙ Αυγουστίνος, MPL 38, 923, κ.α.
[7] Ο Σεφέρης απαντώντας γράφει στην από 10/11/1966 επιστολή του: «Πολλές ευχαριστίες για το “εσπερινό σου κήρυγμα της Τετάρτης”, που μου προξένησε τρομερό ενδιαφέρον. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι η ευγενική απάντησή σου δημιουργεί άλλα ερωτήματα. Έτσι όταν έρθεις πάλι στην Αττική μην αμελήσεις να με συναντήσεις».                                                  [8] Πρόκειται για τον Έντμουντ Κίλι (Edmund Keeley) νεοελληνιστή φιλόλογο, δοκιμιογράφο, μεταφραστή και συγγραφέα – στενό φίλο και συνεργάτη του Σέρραρντ. 
(Επιστολή του Φίλιππου Σέρραρντ στον Γιώργο Σεφέρη: από το βιβλίο “THIS DIALECTIC OF BLOOD AND LIGHT/GEORGE SEFERIS – PHILIP SHERRARD/AN EXCHANGE: 1947-1971” [DENISE HARVEY PUBLISHER, 2015] που επιμελήθηκε και εξέδωσε η Denise Sherrard)
Η απόδοση έγινε από τον Αναστάσιο Θεοφιλογιαννάκο.


Πέμπτη 23 Αυγούστου 2018

ΝΑΛΑΣ και ΝΤΑΜΑΓΙΑΝΤΗ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΛΟΡΕΝΤΖΟΥ ΜΑΒΙΛΗ και ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΘΕΟΤΟΚΗ 









Μαχαμπχαράτα
Μεταφραστής: Λορέντζος Μαβίλης
Νάλας και Νταμαγιάντη

1
Ὁ Βριχαντάσβας εἶπε:
Ἄρχος ἐστάθη μ' ὄνομα Νάλας, τοῦ Βιρασαίνα
γιὸς δυνατὸς ὁλόπλουμος παινέδια ζηλεμένα,
ὡραῖος, μαθὸς ἀπ' ἄλογα· στὴν κορυφὴ τὴν πρώτη,
σὰν τῶ θεῶν ὁ ἐξουσιαστής, σὰν ἥλιος στὴ λαμπρότη,
ἔστεκε ἀπ' ὅλους πλιὸ ψηλὰ τοὺς ἀνθρωπορηγάδες,    5
θεοφοβούμενος, σοφὸς στοὺς Βαῖντες, στοὺς Νισχιάντχες
δυνάστης, φίλος τῶ ζαριῶ, μεγάλος στρατοκράτης,
ἥρωας, ἀληθινόλογος, εὐγενικός, προστάτης,
ποῦ ἀντρῶ μαζὶ καὶ γυναικῶν τὸν ἐποθοῦσαν μάτια,
καὶ γνωστικὰ χαλίνονε τὲς αἴστησες μ' ἐγκράτεια.    10
Σαγιττευτὴς δὲ στάθηκε σὰν κείνονε πιτήδειος,
κι' ὁλόβολος ἐφάνταζε σὰν ὁ Μανοὺς ὁ ἴδιος.
Καὶ στοὺς Βιντάρμπχες ἥρωα παντάγαθον, τὸ Μπχίμα,
εἶχαν, ποῦ ὁ φριχτοδύναμος κλήρα νὰ ἰδεῖ πεθύμα,
κι' ἄκλερος πολυφρόντιζε παιδιὰ νὰ ἰδεῖ δικά του.    15
Κ' ἕνας μάντης, Γιουντχίστχιρα, Νταμάνας τὄνομά του,
στοῦ Μπχίμα ἐπῆε, ποῦ ξέροντας τὸ χρέος του, ὦ βασιλέα
τῶ βασιλέων, ἐφίλεψε τὸν τρίλαμπρο γενναῖα,
ὁ τεκνοποθοπλάνταχτος μὲ τὴ βασίλισσά του.
Κ' ἔδωσε ὁ Ντάμανας σ' αὐτὸν καὶ στὴ συντρόφισσά του,    20
καλοθελήτης, χάρισμα μιὰ κορασιὰ πετράδι
κι ἀγόρια ὁ μεγαλόδοξος, τρία μὲ χωρὶς ψεγάδι:
τὴ Νταμαγιάντη τοὔδωκε, τὸ Ντάντα καὶ τὸ Ντάμα,
καὶ τὸν τρίλαμπρο Ντάμανα, παντάγαθους κι' ἀντάμα
φριχτούς, ναί, φριχτοδύναμους· μὰ ἡ λυγερομεσάτη    25
ἡ Νταμαγιάντη μ' ὠμορφιά, μὲ νειότης γλύκα ἀφράτη,
μὲ δόξας φεγγοαγάλιαση, μὲ καλομοίρας χάρη,
τοῦ κόσμου ἐγίνηκε ὁλουνοῦ τὸ βλογητὸ καμάρι.
Ὅντας ἀκρομεγάλωσε, σὰ στὴ θεὰ τὴ Σάτση,
τριγύρω της ἐπήγαινε μιὰ κατοστὴ νὰ κάτσει    30
στολιδοφόρες δοῦλες της, καὶ φιλενάδες ἄλλη
μιὰ κατοστή· μὰ ἀνάμεσα σὲ τοῦτες ἂν προβάλει,
ἡ Μπχιμοπούλα λάμπει σὰν τὴν ἀστραπὴ ποῦ βγαίνει
ἀπὸ τὸ βροχοσύγνεφο, τέλεια ἄσφαλτα πλασμένη
κι' ἀληθινὰ πεντάμορφη καὶ μ' ὅλα τὰ στολίδια,    35
μακρουλομάτα σὰν τὴ Σρή, σωστὸ στολίδι ἡ ἴδια.
Δὲ φάνηκε οὐδ' ἀκούστηκε πρὶ στῶ θεῶν τοὺς τόπους,
μηδὲ στοὺς Γιάξχιους πουθενά, μηδὲ καὶ στοὺς ἀνθρώπους,
παρθένα μὲ τρισέμνοστο, σὰν τὸ δικό της σῶμα,
φρενοζαλίστρα, πάγκαλη καὶ τῶ θεῶν ἀκόμα.    40
Στὴ γῆς ὁ Νάλας ἄμοιαστος, τίγρης στὴν ἀντρειοσύνη,
πατόκορφα ἀπαράλλαχτος μὲ τὸν Καντάρπα ἐγίνη.
Καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ θαμασμὸ τὸ Νάλα ἐπαίνευάν της
κι' ἄλλοι τοῦ Νάλα ἀράδιαζαν μάγια τῆς Νταμαγιάντης.
Καὶ ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου ἀδιάκοπα μαθαίνοντας τὲς χάρες,    45
μέσα στοὺς δύο τους φύτρωσαν τοῦ ἀθώρητου οἱ λαχτάρες,
κι' ὅλο ἔρριχναν, τῆς Κούντης γιέ, φυντάνια πλιὸ μεγάλα.
Τότες τὸν ἔρωτα ἡ καρδιὰ δὲν βάσταε πιὰ τοῦ Νάλα,
κ' ἐπῆε κρυφὰ στὸ ἐρημικὸ ρουμάνι ποῦ ἦταν πλάγι
πλάγι μὲ τῶν βασιλικῶν κυράδων τὸ σεράγι.    50
Κ' εἶδε μαλαμοπλούμιστους κύκνους μὲς τὸ ρουμάνι,
κ' ἕνα ἀπὸ τὰ πετούμενα ποῦ ἐκεῖ τριγύρναε πιάνει.
Κι' ὁ ἀγεροπέτης μίλησε τοῦ Νάλα: «Ἂς μὴν πεθάνω,
ρήγα, ἀπ' τὸ χέρι σου κ' εγὼ μιὰ χάρη θὰ σοῦ κάνω:
στὴ Νταμαγιάντη ὀμπρὸς θὰ πῶ τέτοιο καλὸ γιὰ σέναν,    55
ποῦ, ὦ Νισχιαντχίτη, ὄξω ἀπὸ σὲ νὰ μὴν ψηφᾶ κανέναν.»
Κι' ὁ βασιληᾶς ξαπόλυσε τὸν κύκνο αὐτὰ γρικῶντας,
καὶ στοὺς Βιντάρμπχες τὰ πουλιὰ τότες ἐπῆαν πετῶντας.
Κι' ἅμα στὴ χώρα φτάσανε τῶ Βινταρμπχῶ, ζυγῶσαν
τὴ Νταμαγιάντη καὶ σ' αὐτὴν ὁλόγυρα ἐσκαλῶσαν.    60

Παρασκευή 10 Αυγούστου 2018

Εμμανουήλ Ροΐδης "Μονόλογος ευαισθήτου"

Αναδημοσίευση από: http://ebooks.edu.gr


Το παρακάτω σατιρικό χρονογράφημα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα Εμπρός, στις 11.11.1896. Ο συγγραφέας εδώ μας δίνει έμμεσα πολλές ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τη ζωή και τα ήθη των Αθηναίων στα τέλη του 19ου αιώνα. Δεν πρέπει να μας διαφύγει ο ειρωνικός χαρακτήρας του χρονογραφήματος.

Μεγάλη δυστυχία είναι να έχει κανείς πολύ καλήν καρδίαν. Το ηξεύρω εκ πείρας, διότι μ' έκαμεν ο Θεός παραπολύ ευαίσθητον. Δεν ημπορώ να ιδώ άνθρωπον να πάσχει και να κλαίει χωρίς να γίνουν τα νεύρα μου άνω κάτω, ούτε να εννοήσω πώς κατορθώνουν άλλοι να παρευρίσκωνται εις λυπηρά θεάματα. Αν τύχει ν' αποθάνει γνώριμός των, τρέχουν εις την κηδείαν, ακόμη και αν χιονίζει. Αλλ' εγώ δεν ημπορώ να ίδω αποθαμένον άνθρωπον όπου εγνώρισα ζωντανόν, χωρίς να με ταράξει η σκέψις ότι κι εγώ θα αποθάνω. Έπειτα, αν οι συγγενείς του εφαίνοντο φρόνιμοι και παρηγορημένοι, τούτο θα μ' επείραζε, διότι δεν αγαπώ τους εγωιστάς· αν πάλιν έκλαιαν και εθρήνουν, το θέαμα θα μου έκοπτε την όρεξιν ή θα εχαλούσε την χώνεψίν μου.
Το στομάχι μου είναι κι εκείνο ευαίσθητο και δύο πράγματα δεν ημπορεί να χωνέψει, τον αστακόν και τας συγκινήσεις. Τας συγκινήσεις εύκολον είναι να τας αποφύγω·να μη τρώγω όμως αστακόν θα ήτο θυσία τόσον μεγάλη, ώστε μου συμβαίνει πολλές φορές να ξεχάσω πως είναι βαρυστόμαχος και να θυμηθώ ότι πρέπει κανείς να συγχωρεί εις όσους αγαπά τα ελαττώματά των.
Άλλο πράγμα όπου δεν ημπορώ να καταλάβω είναι να υπάρχουν άνθρωποι τόσον σκληρόκαρδοι, ώστε να δέχονται να παρασταθούν φίλοι των εις μονομαχίαν. Αλλ' εγώ είμαι ευαίσθητος, και μόνη η ιδέα ότι ημπορεί ο φίλος μου ή και ο αντίπαλος του να πάθει, με κάμνει ν' ανατριχιάζω· προ πάντων όταν συλλογίζομαι ότι την ημέραν της μονομαχίας πρέπει να σηκωθώ εις τας επτά, ας είναι καιρός άσχημος, να χασομερέψω εις τρεχάματα, συνεντεύξεις και συντάξεις πρωτοκόλλων, και ίσως να πληρώσω και αμαξιάτικα με κίνδυνον να τα χάσω, αν τύχει. Θεός φυλάξει, ο φίλος μου να σκοτωθεί.
Μεγάλη πρέπει να είναι η αναισθησία και εκείνων όπου δανείζουν εις τους φίλους των χρήματα, χωρίς να συλλογισθούν ότι ενδέχεται να μη δυνηθεί να τα αποδώσει εις την προθεσμίαν, να τους εντρέπεται και να τους αποφεύγει. Τούτο ημπορεί να φανεί μικρόν κακόν εις όσους δεν έχουν καρδίαν, αλλ' η ιδική μου θα ερραγίζετο, αν παλαιός μου φίλος, μ' απαντούσεν εις τον δρόμον και εκαμώνετο πως δεν με είδεν. Αυτός είναι ο λόγος που μ' έκαμε να πάρω την απόφασιν να μη δανείσω ποτέ εις φίλον μου εκατόν δραχμάς, έστω και αν πρόκειται να σωθεί με αυτός η τιμή και η ζωή του. Παρά να τον ίδω αχάριστον, καλύτερα να τον κλάψω αποθαμένον, αφού μάλιστα θα μ' εμπόδιζεν η ευαισθησία μου να υπάγω εις την κηδεία του.(...)
Άλλη σκληρότης και κουταμάρα είναι εκείνων όπου δίδουν ελεημοσύνην εις τους πτωχούς, χωρίς να συλλογισθούν ότι αν μεν είναι ο ελεούμενος ικανός να εργασθεί ενθαρρύνουν την οκνηρίαν του, αν δε τύχει χωλός, στραβός, κουλοχέρης ή λωβιασμένος, το ψωμί που του δίδουν προμακραίνει ζωήν αθλίαν και βασανισμένην. Τούτο δεν το λέγω εγώ, το λέγουν οι μεγάλοι φιλόσοφοι, ο Σπένσερ και ο Δαρβίνος, που απέδειξαν πόσον απάνθρωπα είναι τα λεγόμενα φιλανθρωπικά καταστήματα, τα άσυλα των ανιάτων, τα γηροκομεία και τα λεπροκομεία. Εσημάδεψα εις τα βιβλία των τα μέρη όπου το λέγουν, και τα δείχνω εις όσους έχουν την αδιακρισίαν να μου ζητούν χρήματα, διά να εμποδίσουν ν' αποθάνουν με την ησυχίαν των δυστυχισμένα πλάσματα, που θα ήτο δι' αυτά ο θάνατος ευεργεσία.
Προ μερικών μηνών μού έστειλεν ο αγιοχώματος μητροπολίτης Γερμανός μίαν επιτροπήν να μου ζητήσει να συνεισφέρω, ως μεγάλος κτηματίας, διά να συστηθεί εις κάθε τμήμα των Αθηνών ένα «λαϊκόν μαγειρείον», όπου θα εύρισκαν οι πτωχοί άνθρωποι με μόνον δεκαπέντε λεπτά ένα φλιτζάνι ζουμί κι ένα κομμάτι κρέας. Αν ήμουν άκαρδος καθώς οι άλλοι, θα έδιδα κι εγώ τας είκοσι δραχμάς μου χωρίς δυσκολίαν. Η ευαισθησία μου όμως δεν μου συγχωρεί ούτε καν να συλλογισθώ ότι τρέφονται εις το πλάγι μου δυστυχείς άνθρωποι με νερόζουμο και κοιλιές, ενώ τρώγω εγώ μπαρμπούνια και φιλέτο.
Τρανή απόδειξις της υπερβολικής μου ευαισθησίας είναι και ο τρόπος όπου υπανδρεύθην. Όταν επλησίασαν να με πλακώσουν τα γεράματα, να με κουράζουν αι διασκεδάσεις και να μ' ενοχλούν οι ρευματισμοί, αισθάνθηκα την ανάγκην να έχω ένα σπιτικόν και μίαν γυναίκα δική μου να με περιποιείται. Καθώς πας άλλος, αγαπώ κι εγώ τις εύμορφες, και πλούσιος καθώς είμαι, εύκολον ήτο να εύρω ένα νόστιμο κορίτζι, αν δεν εζητούσα προίκα. Άλλος εις την θέσιν μου θα το έκαμνεν, αλλ' εγώ εσυλλογίσθηκα πόσον θα εβασάνιζε την ευαισθησίαν μου, αν υπανδρευόμην εύμορφην πτωχοκόρην, η ιδέα ότι μ' επήρεν όχι διά τα ευγενή μου αισθήματα, αλλά διά τα επτά μου σπίτια. Παρά αυτήν την ανυπόφορην υποψίαν επροτίμησα να θυσιασθώ και να πάρω πλουσίαν ασχημομούραν. Η ευγένεια της ψυχής μου είναι τόση, ώστε η μεγάλη της μύτη και τα ψεύτικα της δόντια δε μ' εμπόδισαν, όχι μόνον να φέρωμαι καλά μαζί της, αλλά και να την αγαπώ, περισσότερον ίσως παρ' ότι πρέπει.
Ως απόδειξιν της αγάπης μου αρκεί ν' αναφέρω πως, όταν έτυχε πέρυσι ν' αρρωστήσει, δεν κατώρθωσα ποτέ να την βλέπω να υποφέρει. Ο βήχας της και το γλου-γλου της γαργάρας της μου έσχιζε την καρδιά και την ακοήν, και η μυρωδιά της αρρωστοκάμερας μου έφερνε ζάλη. Η ανικανότης μου να την βλέπω να υποφέρει με ανάγκαζε να μένω έξω από το σπίτι από το πρωί έως το βράδυ και καμιά φορά από το βράδυ έως το πρωί. Αυτή η αρρώστια της γυναίκας μου μ' έκαμε να εξοδέψω πολλά χρήματα εις αμάξια, θέατρα, γεύματα εις την Μεγάλην Βρεττανίαν και εκδρομάς με φίλους μου εις την Κηφισιάν και την Πεντέλην. Το μεγαλύτερο όμως έξοδο ήτο ότι τας ημέρας που η γυναίκα μου δεν εφαίνετο διόλου καλά, η ανησυχία και η λύπη μου ήτον τόσον μεγάλη, ώστε ηναγκάσθηκα να πάρω διά παρηγορήτραν μίαν Γαλλίδα του Φαλήρου. Περιττόν είναι να προσθέσω ότι η ευγένεια της ψυχής και των τρόπων μου μ' εμπόδισαν να είπω τίποτε δι' αυτά τα έξοδα εις την γυναίκα μου, όταν έγινε καλά.
Εναντίον της δεν έχω κανένα σπουδαίο παράπονο. Προσπαθεί εις όλα να μ' ευχαριστήσει και ποτέ δεν ερωτά ούτε πού ήμουν ούτε τι κάμνω. Είναι φρόνιμη, ήσυχη νοικοκυρά και με κάμνει να καλοπερνώ χωρίς να εξοδεύει πολλά. Το σπίτι λάμπει, ποτέ δεν έλειψε κουμπί από τα πουκάμισα μου και είμαι πάντοτε βέβαιος να εύρω εις το τραπέζι το φαγί που μ' αρέσει. Εκατάφερε μάλιστα να μαγειρεύει και τον αστακόν με μία αμερικάνικη σάλτσα που ημπορεί τώρα να τον τρώγω χωρίς να μου πειράζει το στομάχι. Αυτά είναι βέβαια μεγάλα προτερήματα. Ένα μόνον πράγμα της λείπει, η ευαισθησία. Αυτό το εκατάλαβα, όταν ήλθεν η σειρά μου ν' αρρωστήσω!
Ενώ εγώ εις την δική της αρρώστιαν δεν ημπορούσα να την βλέπω να υποφέρει και αναγκαζόμουν να φεύγω και να ζητώ παρηγορίαν εις το ξεφάντωμα, αυτή ούτε στιγμή δεν έλειψεν από κοντά μου· αγρύπνησε δέκα νύχτες κατά σειράν εις το προσκέφαλό μου. Ήθελεν η ίδια να μου δίνει τα γιατρικά, να μ' αλλάζει και να με μεταγυρίζει, χωρίς να με συνερίζεται διά τον κακόν μου τρόπον, χωρίς να σιχαίνεται τα καταπλάσματα ούτε να ενοχλείται από την αρρωστομυρωδιάν του δωματίου. Αυτά μ' έκαμαν να υποπτευθώ ότι η γυναίκα μου δεν έχει ούτε καλήν όσφρησιν ούτε μεγάλην ευαισθησίαν. Πώς τω όντι θα ημπορούσε, αν ήτο ευαίσθητη, να με βλέπει να υποφέρω, να βασανίζομαι, να με καίουν οι συναπισμοί και να με δαγκάνουν αι αβδέλλαι;
Κατάντησα να πιστεύω πως έχουν κάποιον δίκαιον όσοι θεωρούν την υπερβολικήν τρυφερότητα των γυναικών ως πρόληψιν και παραμύθι. Άδικον όμως θα ήτο και ν' απαιτήσω από τους άλλους την ιδική μου έκτακτον και μοναδικήν ευαισθησίαν.


Σπένσερ (1820-1903): Άγγλος φιλόσοφος, εισηγητής της θεωρίας της εξέλιξης.
Δαρβίνος (1809-1882): Άγγλος φυσιοδίφης και βιολόγος, ο οποίος διατύπωσε τη θεωρία της εξέλιξης των ειδών.