Πέμπτη 23 Αυγούστου 2018

ΝΑΛΑΣ και ΝΤΑΜΑΓΙΑΝΤΗ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΛΟΡΕΝΤΖΟΥ ΜΑΒΙΛΗ και ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΘΕΟΤΟΚΗ 









Μαχαμπχαράτα
Μεταφραστής: Λορέντζος Μαβίλης
Νάλας και Νταμαγιάντη

1
Ὁ Βριχαντάσβας εἶπε:
Ἄρχος ἐστάθη μ' ὄνομα Νάλας, τοῦ Βιρασαίνα
γιὸς δυνατὸς ὁλόπλουμος παινέδια ζηλεμένα,
ὡραῖος, μαθὸς ἀπ' ἄλογα· στὴν κορυφὴ τὴν πρώτη,
σὰν τῶ θεῶν ὁ ἐξουσιαστής, σὰν ἥλιος στὴ λαμπρότη,
ἔστεκε ἀπ' ὅλους πλιὸ ψηλὰ τοὺς ἀνθρωπορηγάδες,    5
θεοφοβούμενος, σοφὸς στοὺς Βαῖντες, στοὺς Νισχιάντχες
δυνάστης, φίλος τῶ ζαριῶ, μεγάλος στρατοκράτης,
ἥρωας, ἀληθινόλογος, εὐγενικός, προστάτης,
ποῦ ἀντρῶ μαζὶ καὶ γυναικῶν τὸν ἐποθοῦσαν μάτια,
καὶ γνωστικὰ χαλίνονε τὲς αἴστησες μ' ἐγκράτεια.    10
Σαγιττευτὴς δὲ στάθηκε σὰν κείνονε πιτήδειος,
κι' ὁλόβολος ἐφάνταζε σὰν ὁ Μανοὺς ὁ ἴδιος.
Καὶ στοὺς Βιντάρμπχες ἥρωα παντάγαθον, τὸ Μπχίμα,
εἶχαν, ποῦ ὁ φριχτοδύναμος κλήρα νὰ ἰδεῖ πεθύμα,
κι' ἄκλερος πολυφρόντιζε παιδιὰ νὰ ἰδεῖ δικά του.    15
Κ' ἕνας μάντης, Γιουντχίστχιρα, Νταμάνας τὄνομά του,
στοῦ Μπχίμα ἐπῆε, ποῦ ξέροντας τὸ χρέος του, ὦ βασιλέα
τῶ βασιλέων, ἐφίλεψε τὸν τρίλαμπρο γενναῖα,
ὁ τεκνοποθοπλάνταχτος μὲ τὴ βασίλισσά του.
Κ' ἔδωσε ὁ Ντάμανας σ' αὐτὸν καὶ στὴ συντρόφισσά του,    20
καλοθελήτης, χάρισμα μιὰ κορασιὰ πετράδι
κι ἀγόρια ὁ μεγαλόδοξος, τρία μὲ χωρὶς ψεγάδι:
τὴ Νταμαγιάντη τοὔδωκε, τὸ Ντάντα καὶ τὸ Ντάμα,
καὶ τὸν τρίλαμπρο Ντάμανα, παντάγαθους κι' ἀντάμα
φριχτούς, ναί, φριχτοδύναμους· μὰ ἡ λυγερομεσάτη    25
ἡ Νταμαγιάντη μ' ὠμορφιά, μὲ νειότης γλύκα ἀφράτη,
μὲ δόξας φεγγοαγάλιαση, μὲ καλομοίρας χάρη,
τοῦ κόσμου ἐγίνηκε ὁλουνοῦ τὸ βλογητὸ καμάρι.
Ὅντας ἀκρομεγάλωσε, σὰ στὴ θεὰ τὴ Σάτση,
τριγύρω της ἐπήγαινε μιὰ κατοστὴ νὰ κάτσει    30
στολιδοφόρες δοῦλες της, καὶ φιλενάδες ἄλλη
μιὰ κατοστή· μὰ ἀνάμεσα σὲ τοῦτες ἂν προβάλει,
ἡ Μπχιμοπούλα λάμπει σὰν τὴν ἀστραπὴ ποῦ βγαίνει
ἀπὸ τὸ βροχοσύγνεφο, τέλεια ἄσφαλτα πλασμένη
κι' ἀληθινὰ πεντάμορφη καὶ μ' ὅλα τὰ στολίδια,    35
μακρουλομάτα σὰν τὴ Σρή, σωστὸ στολίδι ἡ ἴδια.
Δὲ φάνηκε οὐδ' ἀκούστηκε πρὶ στῶ θεῶν τοὺς τόπους,
μηδὲ στοὺς Γιάξχιους πουθενά, μηδὲ καὶ στοὺς ἀνθρώπους,
παρθένα μὲ τρισέμνοστο, σὰν τὸ δικό της σῶμα,
φρενοζαλίστρα, πάγκαλη καὶ τῶ θεῶν ἀκόμα.    40
Στὴ γῆς ὁ Νάλας ἄμοιαστος, τίγρης στὴν ἀντρειοσύνη,
πατόκορφα ἀπαράλλαχτος μὲ τὸν Καντάρπα ἐγίνη.
Καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ θαμασμὸ τὸ Νάλα ἐπαίνευάν της
κι' ἄλλοι τοῦ Νάλα ἀράδιαζαν μάγια τῆς Νταμαγιάντης.
Καὶ ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου ἀδιάκοπα μαθαίνοντας τὲς χάρες,    45
μέσα στοὺς δύο τους φύτρωσαν τοῦ ἀθώρητου οἱ λαχτάρες,
κι' ὅλο ἔρριχναν, τῆς Κούντης γιέ, φυντάνια πλιὸ μεγάλα.
Τότες τὸν ἔρωτα ἡ καρδιὰ δὲν βάσταε πιὰ τοῦ Νάλα,
κ' ἐπῆε κρυφὰ στὸ ἐρημικὸ ρουμάνι ποῦ ἦταν πλάγι
πλάγι μὲ τῶν βασιλικῶν κυράδων τὸ σεράγι.    50
Κ' εἶδε μαλαμοπλούμιστους κύκνους μὲς τὸ ρουμάνι,
κ' ἕνα ἀπὸ τὰ πετούμενα ποῦ ἐκεῖ τριγύρναε πιάνει.
Κι' ὁ ἀγεροπέτης μίλησε τοῦ Νάλα: «Ἂς μὴν πεθάνω,
ρήγα, ἀπ' τὸ χέρι σου κ' εγὼ μιὰ χάρη θὰ σοῦ κάνω:
στὴ Νταμαγιάντη ὀμπρὸς θὰ πῶ τέτοιο καλὸ γιὰ σέναν,    55
ποῦ, ὦ Νισχιαντχίτη, ὄξω ἀπὸ σὲ νὰ μὴν ψηφᾶ κανέναν.»
Κι' ὁ βασιληᾶς ξαπόλυσε τὸν κύκνο αὐτὰ γρικῶντας,
καὶ στοὺς Βιντάρμπχες τὰ πουλιὰ τότες ἐπῆαν πετῶντας.
Κι' ἅμα στὴ χώρα φτάσανε τῶ Βινταρμπχῶ, ζυγῶσαν
τὴ Νταμαγιάντη καὶ σ' αὐτὴν ὁλόγυρα ἐσκαλῶσαν.    60

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου