Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2018

ALBRECHT DÜRER, ΜΟΥΣΟΥΔΑ ΒΟΔΙΟΥ, 1523




γράφει η Μαριλένα Κασιμάτη*

Εκπληκτικό θέμα προς διερεύνηση. Ο Leonardo αναζητούσε τις δυνατότητες της σχεδιαστικής απεικόνισης των φυσικών φαινομένων και της ανατομίας, ο δικός μου, ο Leonardo του Bορρά, πειθαρχεί στο σχέδιο ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΧΡΩΜΑ. Αντιμετωπίζει ακόμα και τη μουσούδα ενός βοδιού (σαν αυτά που ίσως έσερναν το κάρο του με τα χαρακτικά που του πουλούσε η σύζυγος στις λαϊκές αγορές -φουάρ της εποχής), ιδωμένη από δύο όψεις, για να φωτίσει τις λεπτομέρειες (μόνο οι φυσιολόγοι το έκαναν αυτό). Σου λέει, έτσι το ένα σώμα, έτσι είναι όλα. Είναι ο "επιστήμων" ζωγράφος, αυτός που αντιλαμβάνεται την υποκειμενική πρόσληψη μέσω της παρατήρησης ως αντικειμενικό συμβάν. Με πόση υπομονή, ψυχαναγκαστική θα λέγαμε- έθεσε τις χρωματικές σειρές στην υπηρεσία της νέας αντίληψης, ότι με το χρώμα μόνο γίνεται ορατή η πραγματικότητα, επειδή όλοι βλέπουμε με χρώματα. 
Σε δύο κατηγορίες ξεχώριζε ο Dürer τους κριτικούς της ζωγραφικής: Σε αυτούς που κατανοούσαν και σε αυτούς που δεν κατανοούσαν τις (δύσκολες) διαδικασίες στην υλοποίηση ενός έργου. Δικαστής για την ετυμηγορία θα είναι πάντα "ο καλός ζωγράφος", αυτός που θα αποκαλύψει τα αίτια από τα οποία προέκυψαν τα λάθη και θα αποδείξει την κακή χρήση των ζωγραφικών μέσων που καταστρέφουν τη ζωγραφική. Επειδή ο "καλός ζωγράφος" γνωρίζει και από Προοπτική & από Χρώμα (αφού έχει διαβάσει τις επαναστατικές πραγματείες του). Μόνο έτσι -ακόμη και ο χωρικός- θα μπορέσει το κοινό να κρίνει με επάρκεια. Για τους άλλους, η ζωγραφική θα είναι απλώς μια ξένη γλώσσα.
*Με τις δύο αυτές υδατογραφίες διδάσκει τους γύρω του ότι ανήκει στην κατηγορία εκείνη του "καλού ζωγράφου", που το έργο τους δεν επιτρέπει μομφή. Με την τεχνική δεινότητα στον χειρισμό των μέσων, έχει λάβει τα μέτρα του, ώστε ο δικαστής να αποφανθεί θετικά.

*Η Μαριλένα Κασιμάτη είναι ιστορικός τέχνης

Σάββατο 25 Αυγούστου 2018

Επιστολή του Φίλιππου Σέρραρντ στον Γιώργο Σεφέρη



2.11.1966 

                                                                                                                                         
Κατούνια, 
Αγαπητέ Γιώργο,
Μιλούσες σοβαρά πριν λίγες μέρες, όταν με ρωτούσες για την κόλαση; Όπως και να ‘χει, από εκείνη την ημέρα με απασχολεί αυτό το θέμα. Σκέφτηκα ότι η απάντησή μου μπορεί να ήταν συνοπτική, αλλά όχι πολύ βοηθητική και ένιωσα την ανάγκη να προσθέσω ένα δύο πράγματα. Επομένως, αν δεν μιλούσες σοβαρά, θα πρέπει τώρα να με συγχωρέσεις.
   Καταρχάς υπάρχουν δύο τινά, τα οποία φαίνεται ότι δημιουργούν σύγχυση γύρω από το ζήτημα αυτό. Το πρώτο είναι η αντίληψη πως η αιώνια κόλαση είναι κάτι που παρατείνεται συνεχώς μέσα στο χρόνο ή μάλλον που παρατείνεται αιώνια, σαν να μην ήταν δυνατό να τερματιστεί ποτέ. Αυτή η αντίληψη συνδέεται πιθανόν με το ότι η λέξη «αἰώνιος» εκλαμβάνεται εξ ολοκλήρου με την κατά γράμμα σημασία της, σαν να αφορούσε δηλαδή σε μονάδα μέτρησης χρόνου. Στην πραγματικότητα η λέξη αυτή χρησιμοποιείται στη Βίβλο περισσότερο για να περιγράψει μια ποιότητα ζωής – είτε την εμπειρία της πληρότητας της ζωής είτε της απουσία της. Κατά κύριο λόγο, επομένως, η κόλαση είναι κάτι που σχετίζεται με την έλλειψη της ζωής, την έλλειψη της πραγματικότητας, τη στέρηση.
   Ύστερα, υπάρχει και η άλλη ιδέα, ότι δηλαδή η κόλαση είναι κάποιος τόπος. Αυτή η ιδέα κρύβεται πίσω από το μυαλό των Ιησουϊτών που κάνουν το σχόλιο στο οποίο αναφέρθηκες (ήταν, νομίζω, η Αγία Θηρεσία του Λιζιέ, εκείνη που το διατύπωσε: είπε κάπου: «πιστεύω ότι η κόλαση υπάρχει, αλλά δεν πιστεύω ότι βρίσκεται κανείς σε αυτήν»). Τούτη η παρατήρηση, που υποδηλώνει καθαρά ρωμαιοκαθολική αντίληψη, φαίνεται να δέχεται ότι η κόλαση είναι ένα είδος αντικειμενικού τόπου δημιουργημένου από τον Θεό για να στεγάσει καταραμένες ψυχές. Και επίσης –αυτή η ιδέα της κολάσεως ως αντικειμενικού χώρου που κατοικείται από τους κολασμένους– είναι ένα είδος προβολής εκείνης της φρικτής ηθικιστικής νοοτροπίας που διαχωρίζει την ανθρωπότητα σε δύο στρατόπεδα ή σε δύο τάξεις, τους καλούς και τους κακούς, τους δίκαιους και τους αμαρτωλούς, τα πρόβατα και τα ερίφια, και τοποθετεί τους μεν σ’ έναν τόπο που ονομάζεται παράδεισος και τους δε σ’ έναν τόπο που ονομάζεται κόλαση. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων ή ψυχών (με αυτήν την αυστηρή, κατά γράμμα, ερμηνεία): η διαχωριστική γραμμή δεν χαράσσεται κατά τρόπο αντικειμενικό και εξωτερικό ανάμεσα σε τάξεις ανθρώπων (καλών και κακών), αλλά κυρίως εσωτερικά, μέσα στον ίδιο μας τον εαυτό, μεταξύ των «θετικών» και «αρνητικών» πραγμάτων, στην ενιαία ανθρώπινη φύση). Αυτή η εξωτερική διαίρεση των ανθρώπων σε δίκαιους και αμαρτωλούς, είναι απλώς μια ηθική κρίση που βασίζεται… ο Θεός ξέρει σε τι: είναι κρίση κάποιου που ξεχνά ότι κανένας δεν μπορεί να είναι ολότελα κακός, ακριβώς όπως κανένας δεν μπορεί να είναι ολότελα καλός (ακόμα και ο Χριστός ρώτησε: «τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός»[1]). Η θεία δικαιοσύνη έχει –υποπτεύεται κανείς– εντελώς διαφορετικούς νόμους –όπως «οἱ πρῶτοι ἔσονται ἔσχατοι καὶ οἱ ἔσχατοι ἔσονται πρῶτοι»[2] ή «λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον»[3]. Δυστυχώς, όμως, αυτή η ιδέα ότι υπάρχει ένας τόπος που ονομάζεται παράδεισος, όπου οι καλοί απολαμβάνουν αιώνια μακαριότητα και ακόμα ένας άλλος τόπος που ονομάζεται κόλαση, όπου οι κακοί υποφέρουν και θα υποφέρουν για πάντα, έχει αποκτήσει βαθιές ρίζες στους ανθρώπους και περνιέται ως χριστιανική ιδέα: υπάρχει μάλιστα μια ολόκληρη παράδοση διδασκαλιών, η οποία πασχίζει να κάνει τους ανθρώπους «καλούς» τρομοκρατώντας τους με οράματα και εικόνες αιώνιας τιμωρίας για τις ενδεχόμενες αμαρτίες τους (οι αμαρτίες αυτές παρουσιάζονται με απόλυτη σαφήνεια, κατηγοριοποιημένες και λεπτομερώς). Τούτο είναι, αν μη τι άλλο, αποτρόπαιο και είναι αυτό ακριβώς το πράγμα που ο Blake πάντοτε αρνιόταν και μάχονταν. Επίσης δεν φαίνεται πολύ Ορθόδοξο, ό, τι και αν λένε, ειδικά αν κανείς θυμάται εκείνα τα λόγια από τον Όρθρο της Κυριακής του Πάσχα αναφορικά με την κόλαση ότι έχει δηλαδή συντριβεί (ή θανατωθεί που είναι το ίδιο πράγμα [4].
Κόλαση είναι το βάρος, η πνιγηρή και μουχλιασμένη ατμόσφαιρα, το ζοφερό σκοτάδι, η απουσία χαράς στη ζωή κάποιου. Υπ’ αυτήν την έννοια, μου φαίνεται απόλυτα –και τρομαχτικά– πραγματική και νομίζω ότι ο καθένας σε αυτήν τη γη βρίσκεται κυρίως «στην κόλαση», αν και υπάρχουν στιγμές που κάποιος μπορεί να πιστεύει ότι βρίσκεται στον παράδεισο. Υποθέτω ότι «ο κολασμένος» θα μπορούσε να περιγραφεί κατά κάποιον τρόπο ως μια ύπαρξη κλεισμένη στον εαυτό της, χωρισμένη από κάθε «άλλον» ή «άλλους». Ο Ντοστογιέφσκι ονομάζει κόλαση τον πόνο που προέρχεται από την αδυναμία μας να αγαπήσουμε. Θα πρόσθετα, επίσης, ότι κόλαση είναι ο πόνος που προέρχεται από την αδυναμία μας να δεχθούμε αγάπη. Κάποιος από τους Ορθόδοξους αγίους λέει ότι αποτελεί ανοσιούργημα η σκέψη και μόνο ότι ο Θεός δεν αγαπά τους αμαρτωλούς, αλλά αυτή η αγάπη του Θεού γίνεται αισθητή με διαφορετικούς τρόπους: γίνεται αισθητή ως βάσανο μεν από εκείνους που την αρνούνται, ως χαρά δε από εκείνους που τη δέχονται[5].
Θα έλεγα, λοιπόν, καταρχάς, ότι η κόλαση δεν είναι ένας τόπος και δεν είναι αιώνια (με την έννοια μιας αδιάκοπης συνέχειας χωρίς τέλος). Και θα ισχυριζόμουν περαιτέρω ότι είναι κάτι που τελείται και εκτυλίσσεται στο εσωτερικό ενός ανθρώπου, υποκειμενικά και έχει να κάνει με την παρουσία ή τη στέρηση της ζωής, με την παρουσία ή τη στέρηση της χαράς. Αναφορικά, ωστόσο, με το τι συμβαίνει κατά την Κρίση (είτε κατά την προσωπική κρίση του καθενός από εμάς είτε κατά την έσχατη Κρίση), αυτό είναι ένα εντελώς διαφορετικό θέμα. Αλλά ο θάνατος για τον καθέναν προσωπικά δεν θα έπρεπε, μου φαίνεται, να επηρεάζει πραγματικά, με τρόπο διαφοροποιημένο, την κρίση: κάποιος βρίσκεται εκεί που βρίσκεται, «στην κόλαση» (με την παραπάνω έννοια), φερειπείν, ή όχι στην κόλαση, πάντως με την ενδιάθετη ικανότητα πάντοτε, αν βρίσκεται «στην κόλαση», να ελευθερωθεί, με την ενδιάθετη ικανότητα να αγαπήσει και να δεχθεί αγάπη: όλα εξαρτώνται από τον κάθε έναν από εμάς προσωπικά –ή όπως οι Ορθόδοξοι Πατέρες λένε: «Ο Θεός μάς δημιούργησε χωρίς τη βοήθειά μας, αλλά δεν μπορεί να μας σώσει χωρίς τη βοήθειά μας»[6]–και θα προσθέταμε εύλογα ότι δεν μπορούμε να σώσουμε τον εαυτό μας χωρίς τον Θεό.
Πραγματικά, μέσα από την Ορθόδοξη οπτική, κάθε ζωή που δεν είναι τέλεια, ακέραιη, ολοκληρωμένη, είναι σε κάποιον βαθμό «κόλαση»∙ αλλά επίσης καμία ζωή –όσο ατελής, μερική, ανολοκλήρωτη και αν είναι– δεν στερείται την ικανότητα ή τη δυνατότητα να γίνει τέλεια, ακέραιη και ολοκληρωμένη. Η αιτία που μεταξύ των Ορθοδόξων δεν συναντάται η έννοια του καθαρτηρίου και αγνοείται η ρωμαιοκαθολική διάκριση μεταξύ κολάσεως και καθαρτηρίου, δεν είναι ότι αυτοί πιστεύουν, όπως λανθασμένα νομίζεται ενίοτε, πως οι ψυχές βρίσκονται είτε στον παράδεισο είτε σε κατάσταση αιώνιας καταδίκης και χωρίς την παραμικρή ευκαιρία να μεταβούν στον παράδεισο∙ οφείλεται στην πίστη τους ότι ακόμα και η ψυχή που βρίσκεται στην πιο βαθιά κόλαση εξακολουθεί να έχει την ικανότητα να εξέλθει από αυτήν, να μετανοήσει (να αλλάξει νου/ζωή): ακόμα και ο διάβολος δεν στερείται, από αυτή την άποψη, τη δυνατότητα της μετανοίας. Κοντολογίς, δεν υπάρχει χώρος στην ορθόδοξη σκέψη (κυρίως σε αυτήν) για την ιδέα της κολάσεως στην οποία κάποιος καταδικάζεται για πάντα, όπως επίσης δεν υπάρχει χώρος για την ιδέα μιας κολάσεως διακριτής από το καθαρτήριο, καθότι ο εξαγνισμός και η απολύτρωση είναι διαδικασία στην οποία όλοι, ανεξάρτητα από την προσωπική τους κατάσταση, μπορούν να συμμετέχουν: αρκεί μόνο να το θέλουν. Έτσι εξηγείται η αδιάλειπτη και επίμονη Ορθόδοξη προσευχή για τους κεκοιμημένους –όλους τους κεκοιμημένους, αγίους ή «αμαρτωλούς»: διότι δεν υπάρχει κανένα όριο στην τελείωση που μπορεί να επιτευχθεί από έναν άγιο και κανένας περιορισμός, επίσης, στην ικανότητα ενός αμαρτωλού να γίνει τέλειος. Οι Ρωμαιοκαθολικοί, ωστόσο, κάνουν τη διάκριση μεταξύ κολάσεως και καθαρτηρίου και έχουν παγιδευτεί σε τούτη τη σφαλερή έννοια της κολάσεως ως τιμωρίας και πόνου χωρίς καμία ελπίδα ή δυνατότητα απολύτρωσης. Και επειδή η αντίληψη τους αυτή δεν συνάδει με την ιδέα της άπειρης αγάπης του Θεού, αναγκάζονται να προβαίνουν σε τέτοιες ευρηματικές, πλην όμως ανούσιες, διατυπώσεις, όπως εκείνη, παραδείγματος χάριν, για την κόλαση που «υπάρχει αλλά δεν βρίσκεται κανένας μέσα σε αυτήν». Αναγκάζονται να το κάνουν αυτό, γιατί έχουν καταρχάς διαμορφώσει λανθασμένη ιδέα –ένα είδος χρονικής και χωροταξικής ιδέας– της κολάσεως.
Νομίζω ότι όσα είπα είναι αρκετά για το εσπερινό κήρυγμά μου της Τετάρτης[7]! Αν δεν μιλούσες σοβαρά όταν εξέφραζες το ερώτημά σου, μη δώσεις σημασία. Ίσως δεν χρειάζεται να δώσεις σημασία σε καμία περίπτωση.
Έκανα, όπως βλέπεις, κάμποσες αλλαγές στον Πρόλογο, και ελπίζω ότι έχω εξαλείψει τα σημεία για τα οποία είχες ορισμένες αμφιβολίες. Έστειλα μια λίστα με τις αλλαγές στον Κίλι[8] και ελπίζω ότι θα τις αποδεχθεί. Πιστεύω ότι μάλλον θα το κάνει. Η αίσθηση μου είναι –και μέχρι τώρα ήταν– ότι όσο περισσότερα μπορεί κανείς να αφαιρέσει τόσο καλύτερα.
                                                                                                   Γεια χαρά
                                                                                                   Φίλιππος

Παρακαλώ συγχώρεσέ με που έγραψα όλα τούτα στα αγγλικά. Αμφιβάλλω αν τα ελληνικά μου θα με βοηθούσαν να αντεπεξέλθω στις υψηλές απαιτήσεις των θεολογικών νοημάτων!
[1] Λουκάς 18:19
[2] Μάρκος 9:35 και Λουκάς 13:30
[3] Ματθαίος 8:11-12
[4]Υπάρχουν αρκετές αναφορές στον Χριστό, που καταλύει το κράτος του Άδη με την εκ νεκρών Ανάστασή Του, στη μεταμεσονύχτια Λειτουργία της Κυριακής του Πάσχα και επίσης στην Πασχαλινή ομιλία, που αποδίδεται στον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, η οποία διαβάζεται, εις ευήκοον όλων, αμέσως πριν αρχίσει η θεία Λειτουργία, αναφέρεται ότι ο Άδης θανατώνεται (ἐνεκρώθη).
[5] Ισαάκ της Νινευής (Άγιος Ισαάκ ο Σύρος), Μυστικές Πραγματείες, μεταφρασμένο από τον Α. J. Wensinck (Άμστερνταμ, 1923), ΧΧVII, σ. 136
[6] Καβάσιλας, Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή, ΙΙ, 10∙ Αθανάσιος, MPG 26, 369∙ Βασίλειος, MPG 32, 117B∙ Αυγουστίνος, MPL 38, 923, κ.α.
[7] Ο Σεφέρης απαντώντας γράφει στην από 10/11/1966 επιστολή του: «Πολλές ευχαριστίες για το “εσπερινό σου κήρυγμα της Τετάρτης”, που μου προξένησε τρομερό ενδιαφέρον. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι η ευγενική απάντησή σου δημιουργεί άλλα ερωτήματα. Έτσι όταν έρθεις πάλι στην Αττική μην αμελήσεις να με συναντήσεις».                                                  [8] Πρόκειται για τον Έντμουντ Κίλι (Edmund Keeley) νεοελληνιστή φιλόλογο, δοκιμιογράφο, μεταφραστή και συγγραφέα – στενό φίλο και συνεργάτη του Σέρραρντ. 
(Επιστολή του Φίλιππου Σέρραρντ στον Γιώργο Σεφέρη: από το βιβλίο “THIS DIALECTIC OF BLOOD AND LIGHT/GEORGE SEFERIS – PHILIP SHERRARD/AN EXCHANGE: 1947-1971” [DENISE HARVEY PUBLISHER, 2015] που επιμελήθηκε και εξέδωσε η Denise Sherrard)
Η απόδοση έγινε από τον Αναστάσιο Θεοφιλογιαννάκο.


Πέμπτη 23 Αυγούστου 2018

ΝΑΛΑΣ και ΝΤΑΜΑΓΙΑΝΤΗ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΛΟΡΕΝΤΖΟΥ ΜΑΒΙΛΗ και ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΘΕΟΤΟΚΗ 









Μαχαμπχαράτα
Μεταφραστής: Λορέντζος Μαβίλης
Νάλας και Νταμαγιάντη

1
Ὁ Βριχαντάσβας εἶπε:
Ἄρχος ἐστάθη μ' ὄνομα Νάλας, τοῦ Βιρασαίνα
γιὸς δυνατὸς ὁλόπλουμος παινέδια ζηλεμένα,
ὡραῖος, μαθὸς ἀπ' ἄλογα· στὴν κορυφὴ τὴν πρώτη,
σὰν τῶ θεῶν ὁ ἐξουσιαστής, σὰν ἥλιος στὴ λαμπρότη,
ἔστεκε ἀπ' ὅλους πλιὸ ψηλὰ τοὺς ἀνθρωπορηγάδες,    5
θεοφοβούμενος, σοφὸς στοὺς Βαῖντες, στοὺς Νισχιάντχες
δυνάστης, φίλος τῶ ζαριῶ, μεγάλος στρατοκράτης,
ἥρωας, ἀληθινόλογος, εὐγενικός, προστάτης,
ποῦ ἀντρῶ μαζὶ καὶ γυναικῶν τὸν ἐποθοῦσαν μάτια,
καὶ γνωστικὰ χαλίνονε τὲς αἴστησες μ' ἐγκράτεια.    10
Σαγιττευτὴς δὲ στάθηκε σὰν κείνονε πιτήδειος,
κι' ὁλόβολος ἐφάνταζε σὰν ὁ Μανοὺς ὁ ἴδιος.
Καὶ στοὺς Βιντάρμπχες ἥρωα παντάγαθον, τὸ Μπχίμα,
εἶχαν, ποῦ ὁ φριχτοδύναμος κλήρα νὰ ἰδεῖ πεθύμα,
κι' ἄκλερος πολυφρόντιζε παιδιὰ νὰ ἰδεῖ δικά του.    15
Κ' ἕνας μάντης, Γιουντχίστχιρα, Νταμάνας τὄνομά του,
στοῦ Μπχίμα ἐπῆε, ποῦ ξέροντας τὸ χρέος του, ὦ βασιλέα
τῶ βασιλέων, ἐφίλεψε τὸν τρίλαμπρο γενναῖα,
ὁ τεκνοποθοπλάνταχτος μὲ τὴ βασίλισσά του.
Κ' ἔδωσε ὁ Ντάμανας σ' αὐτὸν καὶ στὴ συντρόφισσά του,    20
καλοθελήτης, χάρισμα μιὰ κορασιὰ πετράδι
κι ἀγόρια ὁ μεγαλόδοξος, τρία μὲ χωρὶς ψεγάδι:
τὴ Νταμαγιάντη τοὔδωκε, τὸ Ντάντα καὶ τὸ Ντάμα,
καὶ τὸν τρίλαμπρο Ντάμανα, παντάγαθους κι' ἀντάμα
φριχτούς, ναί, φριχτοδύναμους· μὰ ἡ λυγερομεσάτη    25
ἡ Νταμαγιάντη μ' ὠμορφιά, μὲ νειότης γλύκα ἀφράτη,
μὲ δόξας φεγγοαγάλιαση, μὲ καλομοίρας χάρη,
τοῦ κόσμου ἐγίνηκε ὁλουνοῦ τὸ βλογητὸ καμάρι.
Ὅντας ἀκρομεγάλωσε, σὰ στὴ θεὰ τὴ Σάτση,
τριγύρω της ἐπήγαινε μιὰ κατοστὴ νὰ κάτσει    30
στολιδοφόρες δοῦλες της, καὶ φιλενάδες ἄλλη
μιὰ κατοστή· μὰ ἀνάμεσα σὲ τοῦτες ἂν προβάλει,
ἡ Μπχιμοπούλα λάμπει σὰν τὴν ἀστραπὴ ποῦ βγαίνει
ἀπὸ τὸ βροχοσύγνεφο, τέλεια ἄσφαλτα πλασμένη
κι' ἀληθινὰ πεντάμορφη καὶ μ' ὅλα τὰ στολίδια,    35
μακρουλομάτα σὰν τὴ Σρή, σωστὸ στολίδι ἡ ἴδια.
Δὲ φάνηκε οὐδ' ἀκούστηκε πρὶ στῶ θεῶν τοὺς τόπους,
μηδὲ στοὺς Γιάξχιους πουθενά, μηδὲ καὶ στοὺς ἀνθρώπους,
παρθένα μὲ τρισέμνοστο, σὰν τὸ δικό της σῶμα,
φρενοζαλίστρα, πάγκαλη καὶ τῶ θεῶν ἀκόμα.    40
Στὴ γῆς ὁ Νάλας ἄμοιαστος, τίγρης στὴν ἀντρειοσύνη,
πατόκορφα ἀπαράλλαχτος μὲ τὸν Καντάρπα ἐγίνη.
Καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ θαμασμὸ τὸ Νάλα ἐπαίνευάν της
κι' ἄλλοι τοῦ Νάλα ἀράδιαζαν μάγια τῆς Νταμαγιάντης.
Καὶ ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου ἀδιάκοπα μαθαίνοντας τὲς χάρες,    45
μέσα στοὺς δύο τους φύτρωσαν τοῦ ἀθώρητου οἱ λαχτάρες,
κι' ὅλο ἔρριχναν, τῆς Κούντης γιέ, φυντάνια πλιὸ μεγάλα.
Τότες τὸν ἔρωτα ἡ καρδιὰ δὲν βάσταε πιὰ τοῦ Νάλα,
κ' ἐπῆε κρυφὰ στὸ ἐρημικὸ ρουμάνι ποῦ ἦταν πλάγι
πλάγι μὲ τῶν βασιλικῶν κυράδων τὸ σεράγι.    50
Κ' εἶδε μαλαμοπλούμιστους κύκνους μὲς τὸ ρουμάνι,
κ' ἕνα ἀπὸ τὰ πετούμενα ποῦ ἐκεῖ τριγύρναε πιάνει.
Κι' ὁ ἀγεροπέτης μίλησε τοῦ Νάλα: «Ἂς μὴν πεθάνω,
ρήγα, ἀπ' τὸ χέρι σου κ' εγὼ μιὰ χάρη θὰ σοῦ κάνω:
στὴ Νταμαγιάντη ὀμπρὸς θὰ πῶ τέτοιο καλὸ γιὰ σέναν,    55
ποῦ, ὦ Νισχιαντχίτη, ὄξω ἀπὸ σὲ νὰ μὴν ψηφᾶ κανέναν.»
Κι' ὁ βασιληᾶς ξαπόλυσε τὸν κύκνο αὐτὰ γρικῶντας,
καὶ στοὺς Βιντάρμπχες τὰ πουλιὰ τότες ἐπῆαν πετῶντας.
Κι' ἅμα στὴ χώρα φτάσανε τῶ Βινταρμπχῶ, ζυγῶσαν
τὴ Νταμαγιάντη καὶ σ' αὐτὴν ὁλόγυρα ἐσκαλῶσαν.    60

Παρασκευή 10 Αυγούστου 2018

Εμμανουήλ Ροΐδης "Μονόλογος ευαισθήτου"

Αναδημοσίευση από: http://ebooks.edu.gr


Το παρακάτω σατιρικό χρονογράφημα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα Εμπρός, στις 11.11.1896. Ο συγγραφέας εδώ μας δίνει έμμεσα πολλές ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τη ζωή και τα ήθη των Αθηναίων στα τέλη του 19ου αιώνα. Δεν πρέπει να μας διαφύγει ο ειρωνικός χαρακτήρας του χρονογραφήματος.

Μεγάλη δυστυχία είναι να έχει κανείς πολύ καλήν καρδίαν. Το ηξεύρω εκ πείρας, διότι μ' έκαμεν ο Θεός παραπολύ ευαίσθητον. Δεν ημπορώ να ιδώ άνθρωπον να πάσχει και να κλαίει χωρίς να γίνουν τα νεύρα μου άνω κάτω, ούτε να εννοήσω πώς κατορθώνουν άλλοι να παρευρίσκωνται εις λυπηρά θεάματα. Αν τύχει ν' αποθάνει γνώριμός των, τρέχουν εις την κηδείαν, ακόμη και αν χιονίζει. Αλλ' εγώ δεν ημπορώ να ίδω αποθαμένον άνθρωπον όπου εγνώρισα ζωντανόν, χωρίς να με ταράξει η σκέψις ότι κι εγώ θα αποθάνω. Έπειτα, αν οι συγγενείς του εφαίνοντο φρόνιμοι και παρηγορημένοι, τούτο θα μ' επείραζε, διότι δεν αγαπώ τους εγωιστάς· αν πάλιν έκλαιαν και εθρήνουν, το θέαμα θα μου έκοπτε την όρεξιν ή θα εχαλούσε την χώνεψίν μου.
Το στομάχι μου είναι κι εκείνο ευαίσθητο και δύο πράγματα δεν ημπορεί να χωνέψει, τον αστακόν και τας συγκινήσεις. Τας συγκινήσεις εύκολον είναι να τας αποφύγω·να μη τρώγω όμως αστακόν θα ήτο θυσία τόσον μεγάλη, ώστε μου συμβαίνει πολλές φορές να ξεχάσω πως είναι βαρυστόμαχος και να θυμηθώ ότι πρέπει κανείς να συγχωρεί εις όσους αγαπά τα ελαττώματά των.
Άλλο πράγμα όπου δεν ημπορώ να καταλάβω είναι να υπάρχουν άνθρωποι τόσον σκληρόκαρδοι, ώστε να δέχονται να παρασταθούν φίλοι των εις μονομαχίαν. Αλλ' εγώ είμαι ευαίσθητος, και μόνη η ιδέα ότι ημπορεί ο φίλος μου ή και ο αντίπαλος του να πάθει, με κάμνει ν' ανατριχιάζω· προ πάντων όταν συλλογίζομαι ότι την ημέραν της μονομαχίας πρέπει να σηκωθώ εις τας επτά, ας είναι καιρός άσχημος, να χασομερέψω εις τρεχάματα, συνεντεύξεις και συντάξεις πρωτοκόλλων, και ίσως να πληρώσω και αμαξιάτικα με κίνδυνον να τα χάσω, αν τύχει. Θεός φυλάξει, ο φίλος μου να σκοτωθεί.
Μεγάλη πρέπει να είναι η αναισθησία και εκείνων όπου δανείζουν εις τους φίλους των χρήματα, χωρίς να συλλογισθούν ότι ενδέχεται να μη δυνηθεί να τα αποδώσει εις την προθεσμίαν, να τους εντρέπεται και να τους αποφεύγει. Τούτο ημπορεί να φανεί μικρόν κακόν εις όσους δεν έχουν καρδίαν, αλλ' η ιδική μου θα ερραγίζετο, αν παλαιός μου φίλος, μ' απαντούσεν εις τον δρόμον και εκαμώνετο πως δεν με είδεν. Αυτός είναι ο λόγος που μ' έκαμε να πάρω την απόφασιν να μη δανείσω ποτέ εις φίλον μου εκατόν δραχμάς, έστω και αν πρόκειται να σωθεί με αυτός η τιμή και η ζωή του. Παρά να τον ίδω αχάριστον, καλύτερα να τον κλάψω αποθαμένον, αφού μάλιστα θα μ' εμπόδιζεν η ευαισθησία μου να υπάγω εις την κηδεία του.(...)
Άλλη σκληρότης και κουταμάρα είναι εκείνων όπου δίδουν ελεημοσύνην εις τους πτωχούς, χωρίς να συλλογισθούν ότι αν μεν είναι ο ελεούμενος ικανός να εργασθεί ενθαρρύνουν την οκνηρίαν του, αν δε τύχει χωλός, στραβός, κουλοχέρης ή λωβιασμένος, το ψωμί που του δίδουν προμακραίνει ζωήν αθλίαν και βασανισμένην. Τούτο δεν το λέγω εγώ, το λέγουν οι μεγάλοι φιλόσοφοι, ο Σπένσερ και ο Δαρβίνος, που απέδειξαν πόσον απάνθρωπα είναι τα λεγόμενα φιλανθρωπικά καταστήματα, τα άσυλα των ανιάτων, τα γηροκομεία και τα λεπροκομεία. Εσημάδεψα εις τα βιβλία των τα μέρη όπου το λέγουν, και τα δείχνω εις όσους έχουν την αδιακρισίαν να μου ζητούν χρήματα, διά να εμποδίσουν ν' αποθάνουν με την ησυχίαν των δυστυχισμένα πλάσματα, που θα ήτο δι' αυτά ο θάνατος ευεργεσία.
Προ μερικών μηνών μού έστειλεν ο αγιοχώματος μητροπολίτης Γερμανός μίαν επιτροπήν να μου ζητήσει να συνεισφέρω, ως μεγάλος κτηματίας, διά να συστηθεί εις κάθε τμήμα των Αθηνών ένα «λαϊκόν μαγειρείον», όπου θα εύρισκαν οι πτωχοί άνθρωποι με μόνον δεκαπέντε λεπτά ένα φλιτζάνι ζουμί κι ένα κομμάτι κρέας. Αν ήμουν άκαρδος καθώς οι άλλοι, θα έδιδα κι εγώ τας είκοσι δραχμάς μου χωρίς δυσκολίαν. Η ευαισθησία μου όμως δεν μου συγχωρεί ούτε καν να συλλογισθώ ότι τρέφονται εις το πλάγι μου δυστυχείς άνθρωποι με νερόζουμο και κοιλιές, ενώ τρώγω εγώ μπαρμπούνια και φιλέτο.
Τρανή απόδειξις της υπερβολικής μου ευαισθησίας είναι και ο τρόπος όπου υπανδρεύθην. Όταν επλησίασαν να με πλακώσουν τα γεράματα, να με κουράζουν αι διασκεδάσεις και να μ' ενοχλούν οι ρευματισμοί, αισθάνθηκα την ανάγκην να έχω ένα σπιτικόν και μίαν γυναίκα δική μου να με περιποιείται. Καθώς πας άλλος, αγαπώ κι εγώ τις εύμορφες, και πλούσιος καθώς είμαι, εύκολον ήτο να εύρω ένα νόστιμο κορίτζι, αν δεν εζητούσα προίκα. Άλλος εις την θέσιν μου θα το έκαμνεν, αλλ' εγώ εσυλλογίσθηκα πόσον θα εβασάνιζε την ευαισθησίαν μου, αν υπανδρευόμην εύμορφην πτωχοκόρην, η ιδέα ότι μ' επήρεν όχι διά τα ευγενή μου αισθήματα, αλλά διά τα επτά μου σπίτια. Παρά αυτήν την ανυπόφορην υποψίαν επροτίμησα να θυσιασθώ και να πάρω πλουσίαν ασχημομούραν. Η ευγένεια της ψυχής μου είναι τόση, ώστε η μεγάλη της μύτη και τα ψεύτικα της δόντια δε μ' εμπόδισαν, όχι μόνον να φέρωμαι καλά μαζί της, αλλά και να την αγαπώ, περισσότερον ίσως παρ' ότι πρέπει.
Ως απόδειξιν της αγάπης μου αρκεί ν' αναφέρω πως, όταν έτυχε πέρυσι ν' αρρωστήσει, δεν κατώρθωσα ποτέ να την βλέπω να υποφέρει. Ο βήχας της και το γλου-γλου της γαργάρας της μου έσχιζε την καρδιά και την ακοήν, και η μυρωδιά της αρρωστοκάμερας μου έφερνε ζάλη. Η ανικανότης μου να την βλέπω να υποφέρει με ανάγκαζε να μένω έξω από το σπίτι από το πρωί έως το βράδυ και καμιά φορά από το βράδυ έως το πρωί. Αυτή η αρρώστια της γυναίκας μου μ' έκαμε να εξοδέψω πολλά χρήματα εις αμάξια, θέατρα, γεύματα εις την Μεγάλην Βρεττανίαν και εκδρομάς με φίλους μου εις την Κηφισιάν και την Πεντέλην. Το μεγαλύτερο όμως έξοδο ήτο ότι τας ημέρας που η γυναίκα μου δεν εφαίνετο διόλου καλά, η ανησυχία και η λύπη μου ήτον τόσον μεγάλη, ώστε ηναγκάσθηκα να πάρω διά παρηγορήτραν μίαν Γαλλίδα του Φαλήρου. Περιττόν είναι να προσθέσω ότι η ευγένεια της ψυχής και των τρόπων μου μ' εμπόδισαν να είπω τίποτε δι' αυτά τα έξοδα εις την γυναίκα μου, όταν έγινε καλά.
Εναντίον της δεν έχω κανένα σπουδαίο παράπονο. Προσπαθεί εις όλα να μ' ευχαριστήσει και ποτέ δεν ερωτά ούτε πού ήμουν ούτε τι κάμνω. Είναι φρόνιμη, ήσυχη νοικοκυρά και με κάμνει να καλοπερνώ χωρίς να εξοδεύει πολλά. Το σπίτι λάμπει, ποτέ δεν έλειψε κουμπί από τα πουκάμισα μου και είμαι πάντοτε βέβαιος να εύρω εις το τραπέζι το φαγί που μ' αρέσει. Εκατάφερε μάλιστα να μαγειρεύει και τον αστακόν με μία αμερικάνικη σάλτσα που ημπορεί τώρα να τον τρώγω χωρίς να μου πειράζει το στομάχι. Αυτά είναι βέβαια μεγάλα προτερήματα. Ένα μόνον πράγμα της λείπει, η ευαισθησία. Αυτό το εκατάλαβα, όταν ήλθεν η σειρά μου ν' αρρωστήσω!
Ενώ εγώ εις την δική της αρρώστιαν δεν ημπορούσα να την βλέπω να υποφέρει και αναγκαζόμουν να φεύγω και να ζητώ παρηγορίαν εις το ξεφάντωμα, αυτή ούτε στιγμή δεν έλειψεν από κοντά μου· αγρύπνησε δέκα νύχτες κατά σειράν εις το προσκέφαλό μου. Ήθελεν η ίδια να μου δίνει τα γιατρικά, να μ' αλλάζει και να με μεταγυρίζει, χωρίς να με συνερίζεται διά τον κακόν μου τρόπον, χωρίς να σιχαίνεται τα καταπλάσματα ούτε να ενοχλείται από την αρρωστομυρωδιάν του δωματίου. Αυτά μ' έκαμαν να υποπτευθώ ότι η γυναίκα μου δεν έχει ούτε καλήν όσφρησιν ούτε μεγάλην ευαισθησίαν. Πώς τω όντι θα ημπορούσε, αν ήτο ευαίσθητη, να με βλέπει να υποφέρω, να βασανίζομαι, να με καίουν οι συναπισμοί και να με δαγκάνουν αι αβδέλλαι;
Κατάντησα να πιστεύω πως έχουν κάποιον δίκαιον όσοι θεωρούν την υπερβολικήν τρυφερότητα των γυναικών ως πρόληψιν και παραμύθι. Άδικον όμως θα ήτο και ν' απαιτήσω από τους άλλους την ιδική μου έκτακτον και μοναδικήν ευαισθησίαν.


Σπένσερ (1820-1903): Άγγλος φιλόσοφος, εισηγητής της θεωρίας της εξέλιξης.
Δαρβίνος (1809-1882): Άγγλος φυσιοδίφης και βιολόγος, ο οποίος διατύπωσε τη θεωρία της εξέλιξης των ειδών.

Παρασκευή 3 Αυγούστου 2018

Valerio Magrelli " Ο οικογενειακός σαμάνος. Ομοιοπαθητική, πορνογραφία, σκηνοθεσία σε 77 σχέδια του Fellini"

μετάφραση: Μαρία Φραγκούλη, εκδόσεις Περισπωμένη (ετοιμάζεται)




Ένας γιατρός, ένα κινηματογραφικό πλατό, μια ποιητική συλλογή: τρία εσωτερικά νήματα που πλέκουν δύο ζωές. Ο Valerio Magrelli μεταμορφώνει σε έργο την απρόσμενη σχέση του με τον «Fellini τον Πτολεμαϊκό». Ένα βιβλίο σχεδιασμένο και αφηγημένο, βιογραφικό και αυτοβιογραφικό: περιστατικά, διαδρομές και επανεμφανίσεις, παιδική ηλικία, ωριμότητα, ομοιοπαθητική και μυστηριακή κουλτούρα. Προπαντός, η πρόζα ενός από τους πιο αξιόλογους Ιταλούς ποιητές.  
    «Ο Fellini ακολουθούσε την ομοιοπαθητική, η μητέρα μου ήταν ομοιοπαθητική γιατρός, ο ιδρυτής της ιταλικής ομοιοπαθητικής ήταν γιατρός του Fellini και δάσκαλος της μητέρας μου. Ηθικό δίδαγμα: έζησα είκοσι χρόνια κάτω από τον αστερισμό της ομοιοπαθητικής, και ήταν ακριβώς χάρη σε αυτήν που συναντήθηκα με τον μέγιστο σκηνοθέτη, στο πλατό του Καζανόβα…»   
[…]
«Δεν ήταν καθόλου εύκολο, στην καρδιά της δεκαετίας του ’70, να προσκαλέσεις σε γεύμα έναν συμμαθητή, ή τουλάχιστον δεν ήταν εύκολο για μένα. Ο λόγος είναι απλός. Συνέβη κάνα δυο φορές. Πριν καν ο ανυποψίαστος προλάβει να χτυπήσει το κουδούνι, η μητέρα μου ορμούσε να του ανοίξει, έτσι, αφηρημένα. Λέω αφηρημένα, γιατί, προφανώς, η συνήθεια την εμπόδιζε να αναλογιστεί την κατάστασή της, ή καλύτερα, την αμφίεσή της. Μαθήτρια ενός γνωστού βελονιστή, η ασκούμενη συνήθιζε να δοκιμάζει την ίδια τεχνική στον εαυτό της. Και τότε, μπροστά στα έντρομα μάτια του φίλου μου, πρόβαλλε πίσω από το κατώφλι περιβαλλόμενη από βέλη, σαν ακτινοβόλο, πελώριο ψυχαναλυτικό τέρας – ομοιοπαθητική Μέδουσα, Παναγία των Επτά Θλίψεων, Κυρά των Σπαθιών. Σε εκείνο το σημείο, ήταν δικό μου άχαρο καθήκον να προσπαθήσω να πείσω τον κακόμοιρο αθώο ότι εκείνη η απειλητική οικιακή εμφάνιση, το μέτωπο με τις ζιγκ-ζαγκ λάμψεις, αποτελούσε απλώς την απόπειρα μιας θεραπείας της ιγμορίτιδας. […]
    Παρόμοια πειράματα βελονισμού στην οικογένεια με απομάκρυναν πολύ γρήγορα από τη συμπάθεια ολόκληρου του σχολείου. Αλλά μετά από χρόνια, ήταν ακριβώς το θεραπευτικό λόμπυ που κατάφερε αυτό που κανένα βιογραφικό δεν θα μου επέτρεπε ποτέ: να πλησιάσω τον Άρχοντα».       

Μετάφραση: Μαρία Φραγκούλη


Πρόκειται για το πρώτο βιβλίο του Valerio Magrelli που μεταφράζεται στα ελληνικά, συστήνοντας έτσι τον συγγραφέα στο ελληνικό κοινό. Εκτός από διάσπαρτες παρουσιάσεις ποιημάτων του σε περιοδικά, μια επιλογή από το ποιητικό του έργο έχει γίνει από τη Μαρία Φραγκούλη στο περιοδικό [φρμκ] – Φάρμακο, τχ. 3, άνοιξη-καλοκαίρι 2014.

Ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής και δοκιμιογράφος, ο Valerio Magrelli γεννήθηκε στη Ρώμη το 1957. Γαλλομαθής, με μουσική παιδεία, παρακολούθησε το πρώτο έτος μαθημάτων λογοτεχνίας στη Σορβόννη και συνέχισε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου La Sapienza της Ρώμης, από όπου και αποφοίτησε. Αμέσως μετά, με υποτροφία, παρακολούθησε τα μαθήματα του Jean Starobinski στη Σχολή Ανωτέρων Σπουδών της Νάπολης. Αφού ολοκλήρωσε το διδακτορικό του πάνω στον Joseph Joubert, δίδαξε γαλλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Πίζα και αργότερα στο Κασσίνο, όπου διδάσκει μέχρι σήμερα ως τακτικός καθηγητής. Συνεργάζεται με γνωστές ιταλικές εφημερίδες και περιοδικά, αρθρογραφεί στις πολιτιστικές σελίδες της la Repubblica και διατηρεί μια στήλη στο μπλογκ il Reportage. Ανάμεσα στα πολυάριθμα βραβεία που έχει λάβει είναι το Viareggio και το Montale, ενώ τo 2002 η Εθνική Ακαδημία των Λυγκέων τού απένειμε το Βραβείο Antonio Feltrinelli για την ποίηση.
    Η εμφάνισή του στην ποίηση έγινε το 1977 στα περιοδικά Periodo Ipotetico και Nuovi Argomenti, και ποιήματά του συμπεριλήφθηκαν αμέσως σε ανθολογίες. Το 1979, σε έναν τόμο με άλλους ποιητές εκδίδεται το Hylas e Philonous (Guanda 1979), που θα ενσωματωθεί στο πρώτο του βιβλίο, Ora serrata retinae (Feltrinelli 1980). Οι συλλογές Ora serrata retinae, Nature e venature (Mondadori 1987) και Esercizi di tiptologia (Mondadori 1992), εμπλουτισμένες με άλλα ανέκδοτα ποιήματα, ενώθηκαν στον τόμο Poesie (1980-1992) e altre poesie (Einaudi 1996). Πάλι από τον Einaudi εκδόθηκαν τα Didascalie per la lettura di un giornale (1999), Disturbi del sistema binario (2006), Il sangue amaro (2014). Παράλληλα, έχει γράψει αρκετά πεζά: Nel condominio di carne (Einaudi 2003), La vicevita. Treni e viaggi in treno (Laterza 2009), Addio al calcio (Einaudi 2010), Il Sessantotto realizzato da Mediaset (Einaudi 2011), Geologia di un padre (Einaudi 2013) κ.ά. Στο κριτικό και δοκιμιακό έργο του ξεχωρίζουν: Profilo del dada (Lucarini 1990˙ Laterza 2006), La casa del pensiero. Introduzione all’opera di Joseph Joubert (Pacini 1995, 2006), Vedersi vedersi. Modelli e circuiti visivi nell’opera di Paul Valéry (Einaudi 2002, 2013), Il violino di Frankestein. Scritti per e sulla musica (Le Lettere 2010), Nero sonetto solubile. Dieci autori riscrivono una poesia di Baudelaire (Laterza 2010), Magica e velenosa. Roma nel racconto degli scrittori stranieri (Laterza 2010). Έχει μεταφράσει από Beaumarchais, Mallarmé, Verlaine, Valéry μέχρι Debussy, Koltès και Barthes, ενώ έχει επιμεληθεί διάφορες ποιητικές ανθολογίες. Για τον Einaudi διηύθυνε την τρίγλωσση σειρά «Scrittori tradotti da scrittori» («Συγγραφείς μεταφρασμένοι από συγγραφείς»). Έχει γράψει κείμενα για το θέατρο, ενώ ερμήνευσε έναν δερματολόγο στο φιλμ Caro Diario (1993) του Nanni Moretti.





Η ανακάλυψη του ποιητικού έργου "Περί Φύσεως" του Λουκρήτιου.


Αναδημοσίευση από: http://www.epicuros.gr/arthra/a_arthra_lucretius.htm

Η αρχική σελίδα αντιγράφου του έργου από τον Girolamo di Matteo de Tauris για τον Πάπα Sixtus IV(wiki)

του Τάκη Παναγιωτόπουλου, πρώτη δημοσίευση περιοδικό Ο ΚΗΠΟΣ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ Τ.Ι, 2009 α΄έκδ., 2016 β΄έκδ.
Εισαγωγή

Ο Λουκρήτιος (Titus Lucretius Carus) ήταν Ρωμαίος και έζησε σύμφωνα με τις ενδείξεις το 97π.χ.χ. έως το 55 π.χ.χ. στη Ρώμη. Διατύπωσε τα διδάγματα της επικούρειας φιλοσοφίας σε ένα μνημειώδες ποίημα 7.415 στίχων στην λατινική γλώσσα, το De rerun natura όπως το ονόμασε, δηλαδή “Περί φύσεως των πραγμάτων”. Πρόκειται για το μεγαλύτερο φιλοσοφικό ποίημα στην ιστορία. Αναπτύσσεται σε 6 βιβλία και πραγματεύεται την αρχή των όντων της ύλης, του χώρου και της ενότητας των ορατών σωμάτων, των φαινομένων, των ανθρώπων και του κόσμου, σύμφωνα με την επικούρεια φιλοσοφία. Σε διάφορα σημεία του ποιήματος, ο Λουκρήτιος υμνεί τον ίδιο τον Επίκουρο για την προσφορά του στον άνθρωπο. Ακολουθεί ένα τέτοιο παράδειγμα:

"Ω, εσύ(Επίκουρε) που πρώτος μπόρεσες από το τόσο σκότος
να βγάλεις τέτοια ξάστερη φεγγοβολή, της ζήσης την ευτυχία φωτίζοντας,
του γένους των Ελλήνων στολίδι, εσένα ακολουθώ και τα πατήματά μου
τώρα πιθώνω σταθερά στα χνάρια των ποδιών σου".

Λουκρήτιος-Περί Φύσεως
μετ. Κωνσταντίνος Θεοτόκης 
Η έκδοση του έργου στην αρχαία εποχή

Ο Λουκρήτιος δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το έργο του που τελειώνει κάπως απότομα. Πιθανά να έβαλε τέλος στη ζωή του. Μεταγενέστερες πληροφορίες για τον θάνατό του κρίνονται αναξιόπιστες διότι προέρχονται από μεροληπτικές πηγές.
Το χειρόγραφο του έργου ήταν γνωστό στον Κικέρωνα(Marcus Tullius Cicero) και στο φιλογράμματο αδελφό του τον Κόιντο Κικέρωνα(Quintus Tullius Cicero). Πιθανολογείται ότι συνέβαλαν στην έκδοσή του.i Είχαν συζητήσει την αξία του ποίηματος του Λουκρήτιου σε αλληλογραφία τους. Το πιο πιθανό όμως είναι να ανέλαβε την έκδοση ο Αττικός(Titus Pomponius Atticus), φίλος του Κικέρωνα, που η αδερφή του είχε παντρευτεί τον αδερφό του. Ο Αττικός ήταν γνωστός φίλος της επικούρειας φιλοσοφίας. Ήταν εκδότης και προστάτης των γραμμάτων, μεγάλος λάτρης της Ελλάδος, που είχε σπουδάσει φιλοσοφία στην Αθήνα. Ήταν φίλος του επίσης Ρωμαίου επικούρειου Τορκουάτου, γνωστού από τα έργα του Κικέρωνα. Αρκετά πιο μετά ο Marcus Valerius Probus (20-105 μ.χ.χ.) επανέκδοσε το έργο του Λουκρητίου.
Το έργο είχε εκτιμηθεί ήδη από την εποχή εκείνη ως ένα λογοτεχνικό αριστούργημα, με μεγάλη φιλοσοφική αξία. Ως τέτοιο, αποτελεί ένα μοναδικό για το είδος του και ανεκτίμητο προϊόν της ανθρώπινης σκέψης ανά τους αιώνες. Μέσα στο έργο αποτυπώνονται οι απόψεις του Επίκουρου που υπήρχαν στο 37τομο ομώνυμο έργο του φιλοσόφου, το Περί Φύσεως, από το οποίο δεν υπάρχει πλέον σχεδόν τίποτε, εκτός από κάποια αποσπάσματα που τα διαφύλαξε η στάχτη του Βεζούβιου στην πόλη Ηράκλεια(Ερκολάνεουμ). Παρολίγον όμως να μην είχε σωθεί ούτε το De rerum natura από την βαρβαρότητα της μεσαιωνικής εποχής. Η αρχαία εποχή είχε πάψει και τη θέση της είχε πάρει η χριστιανική. Πολλά φιλοσοφικά και ποιητικά έργα χάθηκαν για πάντα με την καταστροφή του αρχαίου κόσμου. 
Η επικούρεια φιλοσοφία αφού πρώτα αφανίστηκαν τα γραπτά της, λησμονήθηκε και μόνον οι κατηγορίες επιβίωσαν. Τα σκοτεινά χρόνια του μεσαίωνας είχαν επιβληθεί. Για 500 έτη, από την εποχή του αυτοκράτορα Ιουλιανού και μετά, ο Επίκουρος δεν υπήρχε σε καμιά αναφορά με θετικό πρόσημο. Το έργο του Λουκρήτιου ακολούθησε την πορεία της επικούρειας φιλοσοφίας και λησμονήθηκε.
Απόσπασμα από τον Codex Vossianus Quadratus

Τα χειρόγραφα

Η μορφή του φιλοσοφικού ποιητικού λόγου του Λουκρήτιου και μάλιστα στην λατινική γλώσσα, φαίνεται πως συγκίνησε κάποιον ή κάποιους λόγιους που αντέγραψαν ένα χειρόγραφο της αρχαιότητας, το αρχέτυπο όλων των επομένων. Από αυτό προέρχονται τα δυο παλαιότερα σωζόμενα, μέχρι σήμερα, χειρόγραφα που περιέχουν ολόκληρο το έργο και χρονολογούνται στις αρχές του 9ου αιώνα, την εποχή του Καρλομάγνου. Πρόκειται για τους Codex Vossianus Quadratus και Codex Vossianus Oblongus, είναι γραμμένοι σε περγαμηνή και έχουν ονομαστεί έτσι από το σχήμα τους. Σήμερα υπάρχουν και τα δυο χειρόγραφα στο πανεπιστήμιο Leiden της Ολλανδίας. (Koninklijke Bibliotheek, 2016)
Το χειρόγραφο με την ονομασία Codex Vossianus Quadratus το απέκτησε το Leiden το 1689. Γνωρίζουμε ότι νωρίτερα, το 1563 βρίσκονταν στο Παρίσι. Δεν γνωρίζουμε περισσότερα για το χειρόγραφο αυτό. Υπάρχουν όμως αρκετές πληροφορίες για την προέλευση του Οblongus. Στον κώδικα αυτό υπάρχει το όνομα του διορθωτή του χειρογράφου, που ήταν ο Ιρλανδός μοναχός Dungal, ο οποίος είχε προσκληθεί από τον Καρλομάγνο για να εργαστεί επάνω στα χειρόγραφα.


Το χειρόγραφο το απέκτησε επίσης το Leiden το 1689. Νωρίτερα, το 1479 ότι ήταν στην βιβλιοθήκη του Mainz στη Ρηνανία της Γερμανίας, όπως φαίνεται από την πρώτη του σελίδα όπου υπάρχει η σχετική πληροφορία. Τέσσερις αιώνες νωρίτερα βρίσκονταν σε μοναστήρι στην Fulda στο Έσσεν της Γερμανίας, σύμφωνα με τους γραφολόγους που αναγνώρισαν σημειώσεις του Olto που βρίσκονταν εκεί τα χρόνια 1062-1066. Η ύπαρξη των χειρογράφων αυτών, σε συνδυασμό με κάποιες λιγοστές αναφορές λόγιων του μεσαίωνα στο έργο, ίσως να δείχνει ότι αυτό ήταν γνωστό σε ένα εξαιρετικά μικρό κύκλο ανθρώπων εκείνη την εποχή, το πιθανότερο μοναχών. Τα χειρόγραφα αυτά έγιναν γνωστά στους κύκλους των λογίων μόλις στα μέσα του 15ου αιώνα. (Leonard, Smith, 1942, σελ.96-100)
Μέχρι την εποχή αυτή, η ύπαρξη του De rerum natura αγνοούνταν πλήρως. Έτσι το έργο του Λουκρήτιου, μαζί και η ανάπτυξη της φυσιολογίας του Επίκουρου, λίγο έλειψε να εξαφανιστεί παντελώς, αφού τα χειρόγραφα αυτά δεν διαδόθηκαν ώστε να αντιγραφούν σε μεγαλύτερο αριθμό και έτσι έμειναν στην αφάνεια για πάνω από 650 χρόνια. Μια καταστροφή δεν ήταν καθόλου απίθανο να συμβεί. Μια πυρκαγιά, ένας σεισμός, μια πλημμύρα, ένας φανατικός μοναχός, έφθανε για να γίνει το κακό. Ο χαμός των χειρογράφων αυτών αλλά κι ενός τρίτου, που θα δούμε παρακάτω, θα σήμανε την οριστική απώλεια του De Rerum Natura του Λουκρήτιου για την ανθρωπότητα. 
Τις διαπιστώσεις αυτές επισημαίνει ο καθηγητής του Harvard, Stephen Greenblatt, στο βιβλίο του για το έργο του Λουκρήτιου με τίτλο “The Swerve: How the World Became Modern” (2011), το οποίο τιμήθηκε με το πρώτο Βραβείο Pulitzer το 2012.
Η ανακάλυψη του χειρογράφου τον 15ο αιώνα

Το έργο του Λουκρητίου λοιπόν είχε στην κυριολεξία αφανιστεί, όπως είδαμε, ακόμη και από το λιγοστό κόσμο των λογίων στο τέλος της μεσαιωνικής εποχής. Έως το έτος 1417, όπου ο κυνηγός χειρογράφων Poggio Bracciolini ανακάλυψε ένα χειρόγραφο του De Rerum Naura σ' ένα μοναστήρι της δυτικοκεντρικής Ευρώπης, που η ακριβής τοποθεσία του δεν έγινε ποτέ γνωστή. Ο Bracciolini παρέδωσε το χειρόγραφο στο συλλέκτη βιβλίων και φίλο του Niccolò de' Niccoli, στη Φλωρεντία. Ο Niccoli το κράτησε μια δεκαετία δίχως να επιτρέψει την πρόσβαση σε κανέναν άλλο, ούτε στον Bracciolini, ώστε να γίνει δυνατή η αναπαραγωγή του με τη μέθοδο των αντιγράφων. Τελικά όμως επέτρεψε να κυκλοφορήσει το έργο, αρχικά στους κύκλους της ιταλικής αριστοκρατίας. Το 1430 απέκτησαν πρόσβαση στο χειρόγραφο και άλλοι σχολάρχες και έτσι δημιουργήθηκαν περισσότερα αντίγραφα.
Από το αντίγραφο χειρόγραφο του Niccoli προέκυψαν τα 54 αντίγραφα που σώζονται σήμερα σε διάφορες βιβλιοθήκες. Κάποιο από αυτά αποτέλεσε την πηγή για την πρώτη τυπωμένη έκδοση, η οποία έγινε στη Μρέσια της Λομπαρδίας(Brescia, Lombardy), το 1473 και για όλες τις εκδόσεις μέχρι το 1563. Μόλις τη χρονιά αυτή τυπώθηκε η πρώτη έκδοση που ήταν βασισμένη στα χειρόγραφα του 9ου αιώνα που αναφέραμε παραπάνω. Ακολούθησαν και άλλες τυπωμένες εκδόσεις του De rerum natura, στο σύνολο 30 μέχρι το 1600, που υπολογίζονται σε 30.000 αντίτυπα συνολικά, που είναι πράγματι ένας εντυπωσιακός αριθμός. ( Ada Palmer, 2014, σελ.4).
Το αρχικό χειρόγραφο που ανακάλυψε ο Bracciolini δεν υπάρχει σήμερα, αλλά υπάρχει το πρώτο αντίγραφό του το οποίο έκαμε Niccolò de' Niccoli, στην Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη της Φλωρεντίας, γνωστό ως Codex Laurentianus 35.30. 
Τελευταίες αντιδράσεις

Όπως ήταν φυσικό, υπήρχαν και αντιδράσεις στην ανάγνωση ή την αντιγραφή του έργου. Η Ada Palmer (2014, σελ.43), αναφέρει ότι σε ένα χειρόγραφο του 1458, στο Βιβλίο ΙΙΙ και στίχο 417, υπάρχει η σημείωση “OPINIO NON CHRISTIANA”. Πρόκειται για το σημείο που ο Λουκρήτιος αναπτύσσει το θέμα για την υλικότητα και τη θνητότητα της ψυχής. Όμως ο ρους της ιστορίας είχε οριστικά αλλάξει και οι αντιδράσεις δεν ήταν τέτοιες που να οδηγήσουν στην εκ νέου εξαφάνιση του De rerum natura. Το έργο είχε σωθεί.
Προσωπικότητες που είχαν αντίγραφο του έργου

Λίγες δεκαετίες μετά την εύρεση του έργου το απέκτησε ο Φλωρεντιανός Μακιαβέλι (Machiavelli). Ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι από τους πρώτους που απέκτησαν αντίγραφο του βιβλίου, ήταν ο Πάπας Sixtus IV το 1483. 

Δυο αιώνες αργότερα ο Μολιέρος(Molière), ο μεγαλύτερος Γάλλος ποιητής, ο οποίος προχώρησε σε μια μετάφραση που σήμερα δεν υπάρχει πια και ο Άγγλος συγγραφέας Τζον Έβελιν(John Evelyn) που μετέφρασε στη γλώσσα του το 1ο βιβλίο του έργου. 
Το έργο το είχε στην βιβλιοθήκη του ο Νιούτον (Νεύτον) όπως και ο Τόμας Τζέφερσον(Thomas Jefferson) ο οποίος το είχε σε εκδόσεις πλέον της λατινικής, στην αγγλική, ιταλική και γαλλική. Άλλες προσωπικότητες που είχαν το έργο είναι ο μεγάλος Άγγλος θεατρικός συγγραφέας Μπεν Τζόνσον(Ben Jonson) του οποίου το αντίγραφο υπάρχει σήμερα στην Βιβλιοθήκη του Χάρβαντ (Houghton Library, Harvard). Ο Γάλλος φιλόσοφος της Αναγέννησης Μισέλ ντε Μονταίν(Michel de Montaigne) ο οποίος χρησιμοποίησε φράσεις του Λουκρήτιου στα βιβλία του, είχε το βιβλίο σε γαλλική έκδοση του 1563, το οποίο υπάρχει μέχρι σήμερα έχοντας πάνω του τις σημειώσεις του. Ανακαλύφθηκε πρόσφατα, μόλις το 1989 και σήμερα είναι στην Cambridge University Library.
Η μετάφραση του έργου στα ελληνικά

Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα της εποχής μας, κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να αποδώσει στα ελληνικά το έργο αυτό που μιλούσε για την επικούρεια φιλοσοφία, γέννημα θρέμμα του ελληνικού κόσμου. Μέχρι που τελικά το έπραξε ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, πεζογράφος και άριστος γνώστης της γαλλικής, αγγλικής, γερμανικής, ιταλικής, λατινικής, καθώς και της σανσκριτικής γλώσσας. Έτσι λοιπόν καταπιάστηκε με τη μετάφραση του έργου στο διάστημα 1909 έως 1913, σύμφωνα με τις ενδείξεις. 
Τις πληροφορίες αυτές όπως και τις ακόλουθες τις βρίσκουμε στην ιστορική έκδοση της μετάφρασης του έργου του Λουκρήτιου από τον Θεοτόκη, που σήμερα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ.
Η μεγάλη περιπέτεια της ελληνικής έκδοσης

Ο Θεοτόκης παρέδωσε το χειρόγραφο καθαρογραμμένο και έτοιμο για τύπωμα στον εκδότη Στέφανο Πάργα(εκδοτικός οίκος “Γραμμάτων”) στην Αλεξάνδρεια, με αμοιβή 20 αιγυπτιακών λυρών. Το χειρόγραφο τελικά δεν εξεδόθη διότι ο εκδοτικός οίκος χρεοκόπησε. Ο Θεοτόκης επέστρεψε το ποσόν της αμοιβής του μετά από παράκληση του εκδότη, αλλά το χειρόγραφο δεν επεστράφη ποτέ στον ιδιοκτήτη του. Υπήρξε όμως αντίγραφο του έργου που φυλάσσονταν στη Κέρκυρα, στον εξοχικό πύργο των Καρουσάδων όπου διέμενε ο Θεοτόκης. 
Πολύ αργότερα, το 1948, ο εκδοτικός οργανισμός “Κερκυραϊκή Βιβλιοθήκη”, αναζήτησε το αντίγραφο αυτό, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Το 1960, η Ευτυχία Ζελίτα-Πάργα, ανακοινώνει προς την Εθνική Βιβλιοθήκη την επιθυμία της να χαρίσει το πρωτότυπο χειρόγραφο της Αλεξάνδρειας που μέχρι τότε αγνοείτο η τύχη του, με τον όρο να παραχωρηθεί ένα αντίγραφο στην Δημόσια Βιβλιοθήκη της Κέρκυρας και να επιτραπεί η έκδοσή του από τυχόν ενδιαφερόμενους άνευ καταβολής δικαιωμάτων σε όποιον το επιχειρήσει. 
Την ίδια χρονιά δηλαδή το 1960, ζητεί από την Εθνική Βιβλιοθήκη το χειρόγραφο προς έκδοσή του ο Γιάννης Γουδέλης (εκδοτικός οίκος Δίφρος), το 1961 ο εκδότης Ιωάννης Βασιλείου και το 1963 ο Αντώνης Κόμης, αλλά το έργο δεν δίδεται.
Το 1965 ο πανεπιστημιακός καθηγητής Κ.Γρόλλιος ζητά φωτοαντίγραφο από την Εθνική Βιβλιοθήκη και ο τότε διευθυντής της Ευάγγελος Φωτιάδης το δίνει με τη δέσμευση να μην δημοσιευτεί ούτε το όλον αλλά ούτε και μέρος του έργου. Για μια άλλη φορά το έργο μένει αδημοσίευτο.
Το 1970 ο εκδότης Φίλιππος Βλάχος(εκδόσεις Τυπογραφείο ΚΕΙΜΕΝΑ) πληροφορείται την ύπαρξη του χειρογράφου από τον Παναγή Λεκατσά, ο οποίος ήθελε να το επιμεληθεί και να το δει τυπωμένο. Ο Βλάχος επισκέφθηκε τον τότε διευθυντή της Εθνικής Βιβλιοθήκης Παπανδρέου, αντικαταστάτη του Φωτιάδη, για να ζητήσει φωτοαντίγραφο του πρωτοτύπου. Ο Παπανδρέου όμως αγνοούσε την ύπαρξη τέτοιου χειρογράφου , διότι πολύ απλά ποτέ δεν είχε γίνει εισαγωγή στο τμήμα χειρογράφων της βιβλιοθήκης και έτσι δεν είχε καταλογογραφηθεί.
Το 1971 ο Φίλιππος Βλάχος πληροφορήθηκε την ύπαρξη του αντιγράφου που υπήρχε στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Κέρκυρας. Ευθύς αμέσως επισκέφθηκε τη Βιβλιοθήκη και ζήτησε το αντίγραφο, το οποίο και η διευθύντρια Φανή Τσαγκαράκη του το παραχώρησε ώστε να το φωτογραφίσει εντός του χώρου της βιβλιοθήκης. Ο Βλάχος είχε φτάσει στη σελίδα 100 από τις 204 του χειρογράφου, όταν η διευθύντρια τον σταμάτησε ζητώντας να κατάσχει και τα φιλμς, με την απειλή ότι θα καλέσει την αστυνομία. Ο Βλάχος έφυγε παίρνοντας και τα φιλμς, τα οποία και εμφάνισε σε μια νύχτα ο παλιός του φίλος Γιώργος Κρεμόνας. Ακολούθως τα ταχυδρόμησε σε φίλο του στην Αθήνα, υπό τον φόβο της κατάσχεσης από την Αστυνομία. Ο Βλάχος είχε καταφέρει τελικά να φωτογραφήσει τα τρία πρώτα βιβλία του έργου, αλλά πολλές φωτογραφίες ήταν κουνημένες από το τρεμάμενο χέρι του λόγω συγκίνησης όταν τις τραβούσε. 
Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς ο ελληνιστής Ολλανδός καθηγητής Μπάκερ, ο οποίος δίδασκε Θεοτόκη, επισκέφτηκε την Αθήνα. Ο Βλάχος τον συνάντησε και του εξιστόρησε τα καθέκαστα. Έκπληκτος ο καθηγητής σκέφτηκε να δώσει μια συστατική επιστολή στην φιλόλογο Γεωργία Παπαγεωργίου που συνεργάζονταν με τον Βλάχο, με την οποία ζητούσε από τη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Κέρκυρας να δει το χειρόγραφο. Η Παπαγεωργίου μετά δυσκολίας μπόρεσε να φωτογραφήσει καμιά δεκαριά σελίδες από αυτές που δεν είχαν εντυπωθεί σωστά την προηγούμενη φορά. Με τον τρόπο αυτό κατέστη δυνατό να κυκλοφορήσει το 1973 από τις εκδόσεις Τυπογραφείο ΚΕΙΜΕΝΑ το Α΄ βιβλίο του Περί Φύσεως, ένα έτος που σηματοδοτούσε τα 50 χρόνια από το θάνατο του Θεοτόκη. Την ίδια χρονιά, δηλαδή το 1973, γίνεται και η εισαγωγή του χειρογράφου στο αντίστοιχο τμήμα της Εθνικής Βιβλιοθήκης και παίρνει αριθμό, μετά από 13 ολόκληρα χρόνια από τη δωρεά της κας Πάργα. Όλο το διάστημα αυτό, το ακαταχώρητο χειρόγραφο ήταν σαν να μην υπήρξε ποτέ. Ούτε όμως η κίνηση αυτή βοήθησε στην άμεση έκδοσή του. 
Με τη μεταπολίτευση άρχισε αλληλογραφία του Μάρκου Θεοτόκη με το υπουργείο πολιτισμού και το 1978 μετά κόπων και βασάνων χαρακτηρίστηκε ως “δημόσιο κτήμα”. Ακολούθως ζητήθηκε από το ίδρυμα Θεοτόκη να του παραχωρηθεί ένα φωτοαντίγραφο από τη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Κέρκυρας. 
Μόλις το 1984 μπόρεσε ο Βλάχος να δει το ίδιο το αυτόγραφο το οποίο το τύπωσε με την ομάδα του και το εξέδωσε το 1986 από τις εκδόσεις Τυπογραφείο ΚΕΙΜΕΝΑ. Από το 1990 και μέχρι σήμερα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ σε πανομοιότυπη (με φωτογραφική αναπαραγωγή) έκδοση με την πρώτη.
Λίγα λόγια για τους συντελεστές της έκδοσης

Η ανεκτίμητη προσφορά της γνώσης που παρέχεται μέσα από ένα κείμενο, είναι δεδομένη. Το να φυλλομετρούμε ένα βιβλίο ή ένα περιοδικό εκτός την γνώση, προσφέρει και την ηδονή της υφής του ίδιου του χαρτιού, της οπτικής απόλαυσης των τυπογραφικών στοιχείων, των γραμματοσειρών όπως λέμε σήμερα και των υπόλοιπων στολιδιών, σκίτσων, εικόνων και άλλων ωραίων ευρημάτων. Συμμετέχουν όλες οι αισθήσεις όταν το τυπωμένο κείμενο ξεδιπλώνεται εμπρός μας. Δεν είναι μόνο το μάτι που απολαμβάνει. Η αφή μας ηδονίζεται από τις σελίδες του. Η όσφρηση μας πληροφορεί για τη φρεσκάδα ή τη παλαιότητά του. Ο ήχος των σελίδων που γυρνούν όταν ξεφυλλίζουμε το κείμενο προστίθεται στην απόλαυση αυτή. Ίσως ακόμη κι γεύση να συμμετέχει σ΄αυτή την τελετουργική στιγμή της ανάγνωσης. Με λίγα λόγια η ηδονή είναι παρούσα σε όλο της το μεγαλείο. 
Συγγραφείς και εκδότες, μεταφραστές, επιμελητές, τυπογράφοι, στοιχειοθέτες, σελιδοποιοί, βιβλιοδέτες, χρυσοτύπες και άλλες ειδικότητες είναι οι συντελεστές του τυπωμένου κειμένου που φτάνει στα χέρια μας. Ένας ολόκληρος κόσμος κινείται γύρω από το χώρο του βιβλίου και των υπόλοιπων εντύπων, με σκοπό να φτάσει το τυπωμένο κείμενο στα χέρια μας.
Στα εφηβικά μου χρόνια είχα την Αγαθή Τύχη να ακουμπήσω τον χώρο αυτό, εργαζόμενος στις καλοκαιρινές μου διακοπές σε βιβλιοδετείο και χρυσοτυπείο της εποχής εκείνης. Είναι τέχνη το τύπωμα, το δέσιμο, το εξώφυλλο, το κόψιμο... Τέχνη που όταν συνοδεύεται με μεράκι μας δίνει αυτά τα υπέροχα αποτελέσματα της ηδονικής απόλαυσης του τυπωμένου κειμένου. Έτσι λοιπόν, άνθρωποι γεμάτοι έρωτα για τη ζωή και το έντυπο κείμενο, μας προσφέρουν μέχρι σήμερα βιβλία όπως το “Περί Φύσεως”. Τέτοιοι άνθρωποι οδήγησαν κείμενα στην έκδοσή τους. Δίχως αυτούς ανεκτίμητα για την αξία τους χειρόγραφα ή και δακτυλογραφημένα κείμενα θα είχαν μείνει στην αφάνεια ή θα είχαν χαθεί στις μέρες μας δια παντός. 
Ένας από αυτούς τους ανθρώπους είναι και ο Φίλιππος Βλάχος. Χάρη σ΄ αυτόν και την επιμονή του, εκδόθηκε το 1986 για πρώτη φορά στα ελληνικά, το επικούρειο ποίημα των 7.415 στίχων, το Περί Φύσεως του λατίνου Λουκρητίου, σε μετάφραση του Κωνσταντίνου Θεοτόκη. Έτσι λοιπόν, μετά από 75 ολόκληρα έτη από τότε που καταπιάστηκε με τη μετάφραση στα ελληνικά αυτός ο μεγάλος άνδρας της ελληνικής πεζογραφίας, το χειρόγραφο τυπώθηκε και με τον τρόπο αυτό έγινε πράγματι “δημόσιο κτήμα” και τα περιεχόμενά του μέρος της επικούρειας παιδείας μας.
Έχουν περάσει 20 έτη από τότε που ο Φίλιππος Βλάχος έφυγε από ανάμεσά μας, χορεύοντας σε αποκριάτικο γλέντι, στο αποκορύφωμα μιας ηδονικής στιγμής. Ο Φίλιππος Βλάχος υπήρξε ο «φλογερός της στοιχειοθεσίας “στο χέρι”, ο ευλαβικός της Ποιήσεως, ο βιβλιοτέχνης» (Δ.Ι. Σουρβίνος) που είχε το τυπογραφείο και τις εκδόσεις “Τυπογραφείο Κείμενα”. Έργο ζωής του είναι η έρευνα και επανέκδοση ή και η έκδοση των κειμένων ενός από τους μεγαλύτερους Έλληνες πεζογράφους, του Κωνσταντίνου Θεοτόκη. Από τα τελευταία του επιτεύγματα ήταν η έκδοση, ύστερα από απίστευτα μεγάλη περιπέτεια, του Περί φύσεως του Λουκρητίου, σε μετάφραση Κωνσταντίνου Θεοτόκη. Θα αναφέρουμε λίγα λόγια στην μνήμη του μεγάλου αυτού άνδρα στον χώρο του βιβλίου. Ο Δημήτρης Κονιδάρης μας λέει για τη ζωή του Βλάχου:
“Ο αξέχαστος Φίλιππος Βλάχος, που είχε γεννηθεί, όπως κι οι αξέχαστοι Ιωάννης Σαρακηνός και Διομήδης Βλάχος, στο χωριό Περίθεια της Κέρκυρας, τον Απρίλη του 1939, είχε ξεκινήσει ως ηθοποιός από το «Θέατρο Τέχνης» του Καρόλου Κουν, κι έπαιξε σε δυο-τρεις θιάσους. Οι πιο γνωστές εμφανίσεις του ήταν εκείνη στον Κύκλο με τη κιμωλία του Μπρεχτ, η πρωταγωνιστική του παρουσία στο έργο του Νίκου Κούνδουρου Vortex, κι ένας ρόλος στο θεατρικό έργο του Νίκου Ζακόπουλου Χαρίλαος Τρικούπης (για την τηλεόραση). Οι εκδόσεις ξεκίνησαν «μεσούσης της δικτατορίας»(το 1969), η οποία τον είχε κιόλας φυλακίσει, ενώ από το 1981 ο Φίλιππος Βλάχος εργάζεται παράλληλα για το ραδιόφωνο, με κορυφαίες ραδιοφωνικές προσφορές του τις αναγνώσεις ποίησης, κάθε πρωί, για ένα τέταρτο, επί τρία χρόνια, από το Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΤ, καθώς και τη συνεργασία του στην εκπομπή του Πέτρου Μάρκαρη «Το τρίτο βήμα», εκπομπές που υπήρξαν υποδείγματα ραδιοφωνικού ύφους και ήθους. Στα στερνά, εκεί που η πολιτεία θα έπρεπε να επιβραβεύει και να επιχορηγεί το «Τυπογραφείο Κείμενα», η εφορία «έδειχνε τα δόντια της», κι ο Φίλιππος Βλάχος το είχε πάρει απόφαση ότι τα Κείμενα θα κλείσουν. Βέβαια, πρόφθασε και τα έκλεισε ο «εκτός παιδιάς παίκτης», ο θάνατος, ωστόσο, τίποτα ίσως δεν χάθηκε αφού υπάρχουν και σήμερα εκδότες που έχουν σημείο αναφοράς την τυποτεχνική του Φίλιππου Βλάχου”.
Ο Φίλιππος Βλάχος ήταν παραδοσιακός τυπογράφος, υπέρμαχος μιας τέχνης που σβήνει στις μέρες μας, καθώς το οικονομικό κόστος είναι απαγορευτικό για την σύγχρονη βιβλιοπαραγωγή.
Με πρωτοβουλία ενός άλλου οραματιστή του βιβλίου, του Νίκου Γιανναδάκη, το “Τυπογραφείο Κείμενα” με ολόκληρο τον εξοπλισμό του, βρίσκεται σήμερα στη Βικελαία Βιβλιοθήκη του Ηρακλείου Κρήτης, εγκαταστημένο στην ‘Οικία Χρονάκη’ με την συστηματική λειτουργία του, ως χώρου σχολής εκμάθησης της τέχνης της παραδοσιακής τυπογραφίας, της συντήρησης χάρτου και της καλλιτεχνικής βιβλιοδεσίας.

Τάκης Παναγιωτόπουλος
Πηγές

Βιβλιογραφία
Περί Φύσεως Λουκρητίου, μετάφραση Κων. Θεοτόκη – Εκδόσεις Νεφέλη
Περί Φύσεως Λουκρητίου, μετάφραση Θ.Αντωνιάδης-Ρ.Χαμέτη – Εκδόσεις Θύραθεν
Ada Palmer, 2014, “Reading Lucretius in the Renaissance”, Cambridge : Harvard University Press
William Ellery Leonard,Stanley Barney Smith, 1942, Titus Lucretius Carus, University of Wisconsin

Διαδίκτυο
Ιστότοπος Δημ. Κονιδάρη
Wikipedia
Medieval Manuscripts in Dutch Collections — Koninklijke Bibliotheek
http://www.mmdc.nl/static/site/highlights/352/Scribe_and_corrector.html
Koninklijke Bibliotheek, 2016, http://www.mmdc.nl 

Αρχείο εφημερίδων
“Το Βήμα” - Ο τυπογράφος Φίλιππος Βλάχος του Νίκου Μπακουνάκη
“Ελευθεροτυπία” - Μνήμη Φίλιππου Βλάχου - του Βαγγέλη Καραμανωλάκη


.........................