1. Το χιόνι του σήμερα
Ο κύριος, ξυπνάει. Χιόνιζε όλη νύχτα. Μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι, πάνω σε μια λευκή έκταση, στολίζεται η χώρα με λευκούς
κώνους. Είναι τα δέντρα, που εξευγενίζει ο μεγάλος διοργανωτής
με το χειμωνιάτικο χέρι του. Λέγεται, τον εκτιμάτε, τη διάθεσή του
για παιχνίδι. Αυτόν που βάζει σκουφιά πάνω στους πύργους
και τις σκεπές με κρύα πούπουλα καλύπτει.
Η κρυστάλλινη φανέλα του, πλεγμένη από νιφάδες,
γεμίζει αρυτίδωτα τους διαδρόμους, μέχρι όλος ο κόσμος
να είναι μαγεμένος και βαθιά χιονισμένος - ένα μεγάλο βιβλίο
με κατάλευκες σελίδες, που μόνο Αυτός περιγράφει.
Βλέπετε, γίνεται μέρα. Πρωί χωρίς ίχνη, γεωμετρικά ξεκάθαρο.
Παγωμένη όπως το πρωινό μετά τη δημιουργία, με αυστηρές φόρμες,
παρουσιάζεται τώρα η γη, υπολογίσιμη.
'Οτι είναι εφικτό, όχι αυτό που έγινε πράγματι καταστροφικό
μέσω κατακλυσμού, γεωργίας, και πολέμου μικρών κρατών,
κείτεται τώρα απλωμένο. Κατευναστικά καλεί, οτιδήποτε μπορείς
να σκεφθείς, για μελέτη. Χιόνι έσπασε το ανάθεμα.
Η υπαγόρευση του χρόνου - έχετε αντιληφθεί; έχει αρθεί. Κάτω
από φρέσκους τοκετούς σύρθηκε μια αδιαφορία στους λόφους.
Αγνό ως χώρος, γυρίζει ανάσκελα το τοπίο σαν σε όνειρο.
Ξυπνήστε, κύριε. Ακόμα κι αν χιονίζει, ένα πουπουλένιο κρεβάτι
είναι όπως ο μαγικός κόσμος εκεί έξω - μόνο σε μικρογραφία.
Κοντά για να τον πιάσεις, εύκολα διακριτός. Μια προβολή
σε κλίμακα ένα προς χίλια, αν πάρει κανείς την περιοχή,
στην οποία σας συνάντησε ο χειμώνας κουκουλώνοντάς σας σαν κάμπια.
'Εξω από το κουκούλι! Ελάτε, πετάξτε τις κουβέρτες, ακόμη κι αν θυμίζει
η πτυχωμένη ρήψη τους βουνό και κοιλάδα - ανάμεσα μονοπάτια
το ένα πίσω από το άλλο, πάνω από το γόνατο ένας μακρινός λόφος...
'Ο,τι θολώνει νωρίς το βλέμμα, το βράδυ το σπάει, δεν είναι ουράνιο σώμα.
Μια θήκη είναι, με μαλακή βάτα, για το κουρασμένο μυαλό.
Χιόνισε. Κοιτάξτε, μπροστά από το σπίτι, τη λευκή μεγαλοπρέπεια.
Φέρτε το κορμί σας, το λεπτό εργαλείο, σε θέση. Κρατήστε
την αναπνοή σας λίγο. Ρυθμίστε ακριβώς, αυτό που είναι για εντοπισμό
έτσι πλασμένο όπως κανένας εξάντας - αυτό τo οπτικό εργαλείο
με τους φακούς του. Αντιλαμβάνεστε κάτι; Και το εργαλείο, που μας χρησιμεύει για προσανατολισμό στο χώρο, είναι μόνο
ένα σώμα, για το οποίο ισχύουν οι νόμοι του Ευκλείδη. Φτιαγμένο
από πρωτείνη, αλλά σαν στο είδος από γυαλί - τίποτα που να θρυμματίζεται,
κι όμως στην αναρρόφηση της γήινης βαρύτητας, ακολουθεί,
τρωτό, αν και πράγμα, τη διδασκαλία της διάθλασης.
Μη γελάτε, κύριε. Γνωρίζετε τόσο καλά, ως κάθε Physicus
τις δύο θαυματουργές σφαίρες. Στοίχημα, με νεκροτομικά εργαλεία
έχετε τεμαχίσει τα μηλαράκια, τις λεπτές ίνες νεύρων,
διακλαδωμένες στην πρωτεΐνη, γύρω γύρω όπως έξω από το παράθυρο
το έργο των ριζών των δέντρων κάτω από το φρέσκο χιόνι.
Πολύ περισσότερα ξέρατε εσείς από τον κάθε ποταπό ανατόμο
για την ίριδα και την κόρη, αρχιμάστορα Metaphysicus.
Κανένας οφθαλμίατρος - ένας φιλόσοφος ανέβηκε στον λεπτό πάγο
πρώτα με τη μπερδεμένη ερώτηση: τι σημαίνει να βλέπω; Que sais - je !
'Ισως βοηθάει το χιόνι, την αντίληψη να κατανοήσεις.
Το χιόνι αφαιρεί. Υποθέστε, έχει φτιάξει το κρεβάτι για τη λογική.
'Εχει αποκοιμίσει τους δρόμους, στους οποίους διαφορετικά
θα χανόταν ο συνειρμός των σκέψεων. Το τοπίο μοιάζει με πλάκα
από σχιστόλιθο, στιλπνά σφουγγαρισμένη, γερμένη κατά ενενήντα μοίρες.
Στο χειμερινό φως, ακτινοβολεί το πιο φωτεινό δωμάτιο lucida.1
Μέσα από τη χαραμάδα πάει η ακτίνα του βλέμματος
κοφτά στον ορίζοντα κι έρχεται πάλι πίσω. Κανένα δύσκολο μονοπάτι,
μόνο προοπτικές. Από τον πάγο καθαρισμένο το τραπέζι ιχνογραφίας
- ένα ιδανικό έδαφος
για Discours, κύριε. Allez! Για τη μέθοδο.
'Αντε, σηκωθείτε επιτέλους. Ο ήλιος δε σας περιμένει.
Σηκωθείτε από τα ανακατωμένα σεντόνια, πριν το Υπέροχο λιώσει
και η βρομιά θολώσει την ορατότητά σας όπως πάντα.
Φρέσκο χιόνι είναι πολύτιμο όπως τα μεγάλα διαμάντια,
για τα οποία κανείς διεξάγει πολέμους και ανταλλάσσει επαρχίες.
'Ενας χρυσοχόος, το χιόνι. Διαμορφώνει, όπου πέφτει.
Στρογγυλεύει προς τα πάνω και προς τα κάτω
και μεταφέρει σε όμορφες καμπύλες, για τις οποίες η φυσική τότε,
ζωηρή σαν χελιδόνι, βρίσκει τη φόρμουλα.
Κύριε, σκεφτείτε, τι Σας διαφεύγει, χάνοντας χρόνο.
Για Εσάς, έχει, για Εσάς, χιονίσει όλη τη νύχτα.
2. Ο τυφλοπόντικας
«Gillot, εσύ είσαι; Ποιος ψιθυρίζει, ποιος μου τραγουδάει
εκεί στ΄ αφτί; Ονειρεύομαι ή είμαι ξύπνιος; Τι τρέχει;
Μου ήταν, άκουγα εκεί μια φωνή, η οποία κάτι έλεγε για το χιόνι.
Καταραμένη θεολογική φάρα! Με την ουράνια χορωδία της
σε καταδιώκει μέχρι τον ύπνο. Θα μπορούσα να ορκιστώ:
(τόσο σίγουρα όπως υπάρχουν γραμμές από το άλφα στο βήτα).
'Ηταν εκεί μια ανθρώπινη φωνή στο δωμάτιο, ένας κραδασμός,
όπως προκύπτει, όταν κάποιος μιμείται συλλαβές, φράσεις.
Οι άγγελοι τραγουδούν, λέγεται, γλυκόφωνα. Απεναντίας βούιζε
ο ήχος, που άκουσα μόλις, περισσότερο ως θηλαστικό.
»Ξέρω, Gillot. 'Ο,τι δεν πέφτει στη θήκη, σου διαφεύγει. Φυσιολογία
για παράδειγμα και Σχολαστική - ερωτήσεις, που παρέρχονται
με τη σάρκα, την οποία αυτές στον εαυτό τους ακούραστα θέτουν.
Εσύ θέλεις απόδειξη κι εξίσωση, μαθηματικά μόλις και μετά βίας.
'Οταν κάποιος ψιθυρίζει και υποθέτει, εσύ γίνεσαι έξω φρενών.
Τι δείχνει το ρολόι; Mon Dieu, σταμάτησε! Είναι κατάφωτη μέρα.
Ο μισός γήινος κύκλος έχει ξυπνήσει προ πολλού. Ε, τεμπελόσκυλο,
γρήγορα, φέρε μου το μπουρνούζι, απομάκρυνε το δοχείο νυχτός.
Βρομάει. Πολύ χειρότερα από ένα φρέσκο αβγό, καθαρισμένο.
Κι έξω χιονίζει - όλος ο κόσμος μια μελανή κηλίδα.
»Να θυμάσαι, Gillot: τίποτα δεν ενοχλεί περισσότερο
στην αυτοσυγκέντρωση όσο η φωτεινότητα, που απερίσπαστη
καρφώνεται στα μάτια. Η αντίθεση είναι μια πολυτιμότητα
όπως η αίσθηση του ρυθμού, ισορροπία. Χρειάζομαι τη σκιά,
το περίγραμμα. 'Ενας τυφλοπόντικας είμαι, που τρυπώνει στη φωλιά,
υπό το φως κεριού. Το χιόνι, το νεκροσέντονο εκεί, μου προκαλεί φόβο,
σαν αφρός από το στόμα, όπως μάτια, αντεστραμμένα άσπρα.
Καμία λάμψη παγετώνα, το σύννεφο με ελκύει έξω από τη φωλιά.
Πού είναι το πρόγευμά μου, άνθρωπε; Κρυώνω. Είναι αργά.
Τι να μου κάνει ο έξω κόσμος; Εδώ πρόκειται για εσωτερική θέαση».
«Χτυπήσατε το κουδούνι; Εγώ ήμουν ξύπνιος πριν τα κοκόρια.
'Οταν η σκέψη περιφέρεται, όπως λέγεται, διαμέσου τοίχων:
τ' αφτιά πρέπει να σας έχουν βουίσει, κύριε. Νωρίς, από πλήξη
σιγοπερπάτησα γύρω από το σπίτι, κι επειδή οι μπότες βούλιαξαν
ολόκληρες στο χιόνι, πήγα, όπως οι γάτες μερικές φορές κάνουν,
στα δικά μου ίχνη, όλο το δρόμο, προσεκτικά, βήμα για βήμα,
προς τα πίσω. Εκεί μου ήρθε, στη θέα του χιονιού,
η ιδέα για μια φάρσα, κύριε.
Αντί για ομελέτα στο πρωινό
ήθελα να σας σερβίρω μια μπάλα από φρέσκο χιόνι».
«Α, εσύ ήσουν. Μου έγλειψες τους κροτάφους με κρύα
γλώσσα, παλιάνθρωπε, στ΄ όνειρο. Μου νάρκωσες το κεφάλι
με τη παγωμένη ανάσα σου. Ανοησίες - θαμμένος κειτόμουν κάτω
από μαξιλάρια, χιονοσκέπαστος. Πως είναι ο κανόνας
νούμερο πέντε;». «Προστάτευε το μυαλό σου». «Και τι είν' αυτό
που καταστρέφει το καλό κομμάτι;». «Η δεισιδαιμονία, κύριε.
Από καθαρό χιόνι τουναντίον μια τέτοια μπάλα...». «Από χιόνι;
Ποια λογική υπάρχει σ' αυτό;». «Η απόδειξη βρίσκεται στο χέρι:
το εξάγωνο του κρυστάλλου». «Αυτό για το σχήμα.
Αλλά και τίποτε περισσότερο, εσύ εξυπνάκια».
«Πες μου την ώρα». «'Εντεκα και μισή. - Μιλούσατε
στον ύπνο σας, κύριε.» «Λες ψέματα, ροχάλιζα».
«'Οπως αναφέρει ο κανόνας εννιά: μην κόβεις τον λόγο του
στοχαστή». «Ανοησίες, φοβόσουν το βλέμμα μου, που τιμωρεί».
«'Ηταν το στιλ. Μιλούσατε τόσο ξεκάθαρα όσο κι ο Πλούταρχος».
«Φλυαρούσα στα λατινικά; Γουργούριζε η κοιλιά μου;».
«Επαινούσατε το χιόνι». «Λες ψέματα». «Υφηγούσασταν
για τον πάγο, αυτός που λειαίνει». «'Ατιμε, λες ψέματα».
«Τον πάγο δοξάζατε, καθώς σμαλτώνει ρυάκι και λιμνούλα.
Ονειροπολούσατε έναν κόσμο, χιονόλευκο».
«Δεν ονειροπολώ ποτέ. Πες, ό,τι θες, δεν είμαι κανένας
επηρμένος, που κυλιέται στο χιόνι και στο έλκηθρο
κατηφορίζω σαν αστραπή προς την κοιλάδα. Το δικό μου μέρος,
λίκνο της επίγνωσης, είναι το κρεβάτι, η μικρογραφία του κόσμου
εκεί έξω». «'Οπου και το χιόνι τη βρομιά σκεπάζει που εσείς κύριε
απεχθάνεστε.» «Εσύ έχεις την επιλογή - άντε, έλα τώρα εδώ,
άφησε τον γελοίο δίσκο. 'Η ψάχνεις εδώ την αλήθεια, εδώ στο εσωτερικό.
'Η ακολουθείς το επιφανειακό - και το ποιος είσαι, παραμένει
απροσδιόριστο, όπως το συγκροτημένο παιχνίδι των αισθήσεων.
Και μ΄ αυτό τέλος. Θέρμανε το τζάκι. Με κρυώνει». Τρώει.
3. Ερημότοπος κοντά στην Ουλμ
Χαρτί, χαρτί! Αυτό είναι ένα υλικό που μ' αρέσει. Η πένα
γρατζουνάει. Σε λίγο, θα σηκωθούν οι τρίχες του σβέρκου.
Και στο χέρι, στην πλάτη ανατριχιάζω. Ιδρώνει το μέτωπο.
Το χαρτί, σκέτο ιδρωμένο μαντήλι, κείτεται, κυματιστό,
και γίνεται θολός καθρέφτης - εκεί μέσα άγρια τραβηγμένα
τα μαλλιά σου και ένα πρόσωπο, που σε τρομάζει
με τις ουλές και τα εξανθήματά του. Ρυτίδες των ματιών,
σαν των πρώτων μικρών ρυτίδων γύρω από τα μάτια μοιάζει η γραφή.
Το μελάνι ρέει - λες μέσ' από κρυφούς αδένες.
Είναι εκεί ο συλλογισμός που την ύπαρξη μου συναντά;
Είμαι μόνο πνεύμα. Δεν είμαι άνθρωπος που περπατά τυφλά
ανάμεσα στα χόρτα και το δρόμο του στην τύχη αφήνει.
Δεν είμαι ποιητής, ούτε σοφιστής. Ούτε σχολακιστής
που αναμασάει παλιά κείμενα. Είμαι - ναι, τι; Μόνον αυτό
που ο ίδιος σκέφτηκα, αυτό που ο ίδιος εννόησα, κρατώ.
Απ΄ τα μαλλιά μου τραβιέμαι μεσ' από τον βούρκο.
Ποιον να εμπιστευτώ; Τον εαυτό μου; Τον κόσμο εκεί έξω;
Γνωρίζω μονάχα, ό,τι μου διηγείται το σώμα μου γι΄ αυτόν,
ό,τι μου μεταφράζει νεύρο προς νεύρο σε γραφή.
Σπίτι είμαι μόνο εδώ: στο δέρμα μου. - Χαρτί, χαρτί.
«Πήγαινε, αντέγραψέ το. Πριν το σκεφτώ αλλιώς. Γρήγορα
καίγεται, Gillot, ό,τι αργεί να γίνει, όπως ένα χειρόγραφο.
Η σόμπα μου δείχνει τα νύχια, σαν να θέλει να πει: δως μου τα πράγματά σου. Ούτε εσύ ο ίδιος τολμάς να την εμπιστευθείς.
Πού ήσουν αλήθεια;». «Φτυάριζα το χιόνι μπροστά από το σπίτι.
Τρομακτική τούτη η πόλη, ήσυχη σαν νεκροταφείο.
Oύτε μά, ούτε μού. Το χιόνι καταπίνει κάθε ήχο.
Βλέπει κανείς μόνο καπέλα, τρίχωμα. Ως τα κόκκινα αφτιά
άνθρωπος και λύκος φορούν την ίδια χειμωνιάτικη γούνα σε γκρι.
Μια επικήδειος πομπή - ένα αγροτόπαιδο πέθανε από το κρύο».
«Ενα παιδί, λες;». «Απόψε, τη νύχτα, σ' έναν βουστάσιο. Το είχαν
ξεχάσει στ΄ άχυρα». «Ποιος; Αυτοί οι δύο;». «Αυτοί οι δύο, κύριε;».
«Ξέρεις ποιον εννοώ. -Οι δυο πάμφτωχοι πάνω στη φυγή
με το γαϊδούρι τους». «Αστειεύεστε, κύριε. Το κακόμοιρο ήταν
τελείως γυμνό. Εκθετο. Εδώ, δεν γνώριζε κανείς τ' όνομά του.
Ο πόλεμος, λέγεται, παρακινεί πολλούς προς τα εδώ από τη Βοημία».
«Από τη Βοημία, όχι από τη Βηθλεέμ, α, έτσι!....».
«Τελείως άκαμπτο κείτονταν μέσα στο μικρό φέρετρο.
Η γη έτριζε, σκληρή σαν κόκαλα από τον πάγο.
Το παράχωσαν έξω στον ερημότοπο».
«Τι μαθαίνουμε απ' αυτό;». «Κύριε συγχωρέστε, έχω κλάψει».
«Ευγενική χειρονομία - και μια αντίδραση. Κοίτα, ένα κανάλι
οδηγεί από τους αδένες δακρύων στον σάκο του αμφιβληστροειδούς.
Εκεί συγκρατείται, η αλμυρή έκκριση.
Ανοιγοκλείνουμε τα μάτια, και μ' ένα χτύπημα των βλεφάρων
αναρροφιέται και πετάγεται - ένα σπάσιμο του φράγματος,
στο σάκο των δακρύων και ξεσπά προς τα μπρος:
και αμέσως εξαφανίζεται ο κόσμος μπροστά από τα μάτια μας.
Ενα αναφιλητό, και τότε σε ξεβράζει μακριά το ποτάμι των δακρύων.
Η αιτία; Υπάρχει. Η καρδιά τρέμει ελαφρά. Αυτό που μετρά,
είναι η αρχή. Υδραυλική. Πίεση νερού».
«Gillot, καταπίνεις». «Τι κι αν;» «Φαίνεσαι
μπερδεμένος όπως κάποιος που μέσα του βράζει
κι απ' έξω κρυώνει». «Απλά σκέφτηκα»... «Τι σκέφτηκες;».
«Θυμήθηκα πόσο περίεργη είναι η φύση.
Κάτω από την μπότα κλαγγάζει η γη, σκληρή πάχνη.
Ούτε κλαδί δεν κουνιέται. Γλασαρισμένο γυαλίζει κάθε καμπαναριό,
κάθε ρυμός, και μόλις κλαίει, σαν παιδί κάποιος ψιθυριστά,
χύνεται πάνω απ΄ την άκρη τ' ουρανού ένα απαλό φως -
και στα υγρά μάτια ξεπαγώνει το τοπίο όπως το χιόνι σ΄ ένα ζεστό
χέρι. Εδώ ο πάγος, και εκεί ο άνθρωπος, που χτίζει δίπλα στο νερό».
Λείπει άμμος για σκόρπισμα. Μια μισή σελίδα είναι λερωμένη. Ο στεγνός αέρας, η στενή κάμαρα - εμετό και νερό πιτσιλίζει,
όταν βήχει, πάνω στο χαρτί. Κι αυτό το γρατζούνισμα της
ανατριχιαστικής τρόπιδας - όπως βουητό κουνουπιών.
Ποιος καταλαβαίνει κάτι απ' αυτά τα ορνιθοσκαλίσματα;
Ούτε ο ίδιος ο συγγραφέας τους. Η γραφή θολώνει, οι παράγραφοι
κάνουν γκριμάτσες. Ταινιοειδής σκώληκας η κάθε πρόταση.
Είναι νι ή ύψιλον; Μετά το ρωμαϊκό 5 έρχεται, όπως και στη ζωή,
το ρωμαϊκό 4. «Discours de la methode» 2 - το εγώ συναγελάζεται
με το εσύ. Να γελάσω! Ποιος είναι το Εγώ; - Χαρτί, χαρτί.
4. Ερμηνεία ονείρου
«Κύριε, ξυπνήστε. Μάλλον αποκοιμηθήκατε την ώρα
που γράφατε. Κοιτάξτε, το πουκάμισό σας, το δεξί χέρι -
κατάμαυρο! Το δωμάτιο γεμάτο καπνό. Παραλίγο θα είχατε
βάλει φωτιά στο σπίτι». «Τι είναι αυτό;». «Κερί».
«Σε τόσο τέλειες σταγόνες; Σαν από ανθρώπινο χέρι. Υπέροχο.
Κοίταξέ το!». «Κύριε, δεν βλέπω τίποτ' άλλο παρά λεκέδες». «Είσαι τυφλός; Και θέλεις να είσαι γεωμέτρης;
Εδώ την έχεις, την καθαρή φόρμα, χαραγμένη με διαβήτη,
μαύρη σε άσπρο χαρτί. Μια φορά ονειρεμένη, και είναι
κιόλας εδώ - ένας αληθινός κύκλος.
»Σκέψου ένα σημείο. Και θέσε τον εαυτό σου νοερά στην καμπύλη.
Η κόρη του ματιού παράγει την ακτίνα. 'Οσο διαρκεί μια στροφή
κρατήστε την απόσταση από το κέντρο. Πέμπτος κανόνας - ».
«Επαφέας το μυαλό σου;» «Ανοησίες, ένατος! Πώς λέει ο σοφός;».
«Μη μου τους κύκλους τάραττε. - Αν δεν διατάραζα τους δικούς σας,
θα είχατε καεί». «Το σώμα μου ίσως. Το πνεύμα όμως είχε προ πολλού
παραμερίσει. Ψυχόταν στις παγωμένες σφαίρες. Μιας και μιλάμε
για κύκλο: στ' όνειρο έπεσε το καπέλο μου. Γυρίζοντας βλέπω έναν φίλο,
θέλω να τον χαιρετήσω: εκείνη τη στιγμή κατρακύλησε κάτι ολοστρόγγυλο μπροστά στα πόδια μου».
«Μια χιονόμπαλα, κύριε;» «Από πότε βάφεται το χιόνι πράσινο;
Αυτό το πράγμα ήταν φουσκωμένο, μεγάλο, έμοιαζε με υδροκέφαλο.
Το ότι γίγαντες παίζουν με τα παιδιά χιονοπόλεμο, θα μου ήταν κάτι
καινούριο». «Μήπως ήταν ένα τουρμπάνι; Μια υδρόγειος σφαίρα;
Δυσκολεύομαι, να σας καταλάβω, κύριε». «Αυτό θεωρείς εσύ ανάλυση;
Ντροπή σου». «'Οπως μια βελόνα κρυμμένη στ' άχυρα, η λύση, κύριε».
«Είπα πράσινο, τόσο πράσινο όπως το χορτάρι. Μια υδρόγειος είναι
πάνω από όλα μπλε, όπως εκεί που ψαρεύουμε». «Τότε μήπως ήταν
μια κολοκύθα;». «Σχεδόν, Gillot. Το έχεις σχεδόν .Objettrοuvé.3
Είδα στο όνειρο, αυτό που σ' ένα γεύμα...
»αποκαλούν πεπόνι». «Αυτό κι αν δεν ήταν αίνιγμα».
«Τι, σε ερωτώ, αντιπροσωπεύει, ολοστρόγγυλο, το φρούτο -
που είναι από μέσα νερουλό, ένα σφουγγάρι, προς τα έξω
φουσκωμένο;». «Από όνειρα, κύριε, δεν κατανοώ τίποτα».
«Προφανώς δεν σ' έχει ακόμη πλήξει η αποκάλυψη.
Μια διανόηση της στιγμής, και αιωρείσαι εν μέσω του Σύμπαντος.
Πεπόνι, σκέφτεσαι». «Κύριε, δεν σκέφτομαι ποτέ: πεπόνια». «Δεν αισθάνεσαι, την γοητεία της μοναξιάς σου;».
«Ονειρευτείτε, ό,τι επιθυμείτε. Ονειρευτείτε ντομάτες,
λεμόνια, μόνο να ξέρετε, ότι ήσασταν σχεδόν νεκρός».
«Κάτι που δεν αποδεικνύει τίποτα». «Ο θάνατος;».
«Σας παρακαλώ. Παραδέχομαι, υπήρχε και κάτι ακόμα,
δεν είχε καλά καλά τελειώσει το όνειρο, ξεκινούσε ένα δεύτερο -».
«Κύριε, συγχωρέστε. Ανησυχώ. Κοιτάξτε, τα δάχτυλά σας τρέμουν,
μαύρο το χέρι σας. Μια τρύπα από κάψιμο - εκεί! - στο μανίκι.
Παντού στάχτη και καπνός». «Και έξω είχε χιονίσει...Αυτό ήταν
το περιεχόμενο του ονείρου μου: ήμουν κλεισμένος σ' ένα κελί.
Οι σπινθήρες πετάγονταν μέχρι το μέτωπο μου, και ξαφνικά είδα τα πράγματα καθαρά, όπως τα βλέπει ο Δημιουργός:
μέσα στη λάμψη της φωτιάς - από ψηλά.
»'Ετσι αποκοιμήθηκα». «Κύριε, δεν ξυπνήσατε ποτέ».
«Πώς γίνεται αυτό; Γνωρίζω ακριβώς, καθόμουν
στο τραπέζι, και μπροστά μου ήταν ένα βιβλίο,
οι σελίδες ξεφυλλισμένες. 'Ηταν ένα λεξικό. Γνωρίζω τα βιβλία μου.
'Ολος ο γλωσσικός πλούτος ήταν εκεί μέσα από το άλφα
έως το ωμέγα». «Κύριε, θυμηθείτε: το αγαπημένο σας
Dictionnaire έμεινε πίσω στο Παρίσι. 'Εχετε μαζί σας μόνο γραφές
για Φυσική και τον Ευκλείδη». «Δεν ρωτάω, γιατί.
'Οταν τα παιδιά ρωτούν γιατί, ακολουθεί πάντοτε η απάντηση: γι΄ αυτό.
Αλλά εκεί ήταν ακόμη ένα βιβλίο - το δικό μου Corpus Poetarum.
»Αυτό δεν ήταν όνειρο. Το άνοιξα και διάβασα τον στίχο:
σε ποια κατεύθυνση με οδηγεί, ο δρόμος της ζωής μου;
Κι εκεί ήρθε ένας άντρας, τον ακούω να λέει: «Estetetnon».
Κι εκεί, δεν ξέρω πώς, ψάχνοντας το μέρος, αυτό που γνωρίζει
ο καθένας: το λεξικό μου είχε εξαφανιστεί». «Διότι, Κύριε,
στη Γερμανία είσαστε, μακριά απ΄ το Παρίσι». «Κάνεις λάθος.
Βρέθηκε αμέσως, εδώ, κάτω από το τραπέζι. Μόνο η παραπομπή
έλειπε, ο τυπογράφος την είχε εξαλείψει». «Κι εκείνος ο άντρας;».
«Στεκόταν εκεί, που εσύ τώρα στέκεσαι, στο χώρο».
«Ούτε άντρας, ούτε βιβλίο». «Gillot, αυτό δεν ήταν όνειρο».