Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2017

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ "Ο κύκλος που δεν κλείνει"


Πίνακας: Γιώργος Π. Γεωργίου


«20 Ιουλίου 1974.
Σήμερα ενηλικιώνομαι.
Εισβολή στην Κύπρο.
Γενική επιστράτευση.»

Τότε άρχισε το πάρτι.
Πάνε πια πάνω από σαράντα χρόνια από τότε που, μόλις μας τηλεφώνησαν -στις 23- τη λύση απ’ έξω κι όλα είχαν συμφωνηθεί· χωρίς να ξέρουμε πώς και τι, την επομένη ξεχυθήκαμε όλοι στους δρόμους βαστώντας στα χέρια κεριά αναμμένα, πανηγυρίζοντας τρελά για τη χούντα που έπεσε (την ίδια στιγμή που έπεφτε και η Κύπρος βέβαια). Βγάλαμε το γύψο απ’ το σπασμένο χέρι και χαιρόμασταν που μας είχαν πριονίσει το ένα πόδι.
Και κανείς στο πάρτι, δε σκέφτηκε πως είχαμε πόλεμο.
Γιατί κανείς απ’ αυτούς που έπρεπε να το πουν, δεν το είπε.
Κανείς, μα κανείς, δεν είπε -αδέλφια ζείτε· εσείς μας οδηγείτε;- πως με τη ζωή δεν παίζουν. Και μ’ όσες φόλες κι αν ταΐσεις το σκύλο της ΕΣΑ, δε γαυγίζεις εσύ δυνατότερα για να σε φοβηθούν οι άλλοι· εκτός κι αν μπλοφάρεις. Άλλωστε η Κύπρος είναι μακράν· τυλιγμένη σ’ ένα φάκελο που δε θ’ ανοίξει ποτέ.

Κι όλοι στο πάρτι μιλούσαν για ένα καινούργιο ξεκίνημα, για έναν καινούργιο κύκλο που άνοιγε τώρα, λες και η χώρα γεννήθηκε τις μέρες εκείνες: Όλα απ’ την αρχή, λέει, απ’ το μηδέν όλα. Σύμφωνοι· μα αφού είχαμε χάσει στον πόλεμο, εμείς γιατί χορεύαμε; Τι σόι ξεκίνημα ήταν αυτό; Να θες να τ’ αλλάξεις όλα και να μην τολμάς να πεις ούτε μιαν αλήθεια; Κι όμως όλα ωραία και καλά στο πάρτι: Ο κύκλος με την κιμωλία της μεταπολίτευσης.

Ένας καινούργιος κύκλος, που άλεσε κιόλας δυο γενιές σχεδόν στο πέρασμά του. Κι ενώ μοίραζε ψεύτικες υποσχέσεις με τη σέσουλα κι έλεγε αυτάρεσκα πως όλα θα ξεκινούσαν απ’ την αρχή, δεν άφησε τελικά να ξεκινήσει τίποτε σωστά και τίποτ’ αληθινά καινούργιο δεν είχε, στην ίδια σημαδεμένη τράπουλα· πέρ’ από εξυπνότερα μασκαρεμένα ψέματα. Και το χειρότερο· αλήθειες σαν ψέματα, ψέματα σαν αλήθειες.

Εμείς ωστόσο αλαλάζαμε ευτυχείς, χορεύοντας ανέμελα πάνω στ’ αποκαΐδια απ’ τις φωτιές που μας έκαιγαν.

Κι αν κάποιος έβλεπε πως τα πράματα δεν είν’ έτσι ακριβώς και τολμούσε να ψελλίσει πως κάτι δεν πάει καλά· πως δεν είναι δημοκρατία αυτό το πράμα, η αλλαγή δε γίνετ’ έτσι, χωρίς παιδεία, τον χλεύαζαν και του κόλλαγαν ετικέτες διάφορες, πριν τον διώξουν απ’ το πάρτι.

Χρόνια πολλά, δυο θεατρώνες, κινούσαν τα νήματα του ίδιου θιάσου, σκηνοθετώντας το έργο που άλλοι έγραφαν. Συντηρώντας ευλαβικά τη νοοτροπία της χούντας και γαλουχώντας νέα φυντάνια μ’ αυτές ακριβώς τις αξίες· μ’ αυτή τη λειψή παιδεία και προπαντός με την ίδια φρικαλέα αισθητική.


Είναι απλό· όσο γκρεμίζεις από πάνω προς τα κάτω κι όσο χαμηλώνεις τον πήχη, κάποια στιγμή το ισόγειο μπορεί να φανεί κορυφή και τα μηδενικά μπορεί να μοιάζουν με φωστήρες.

Έφυγε απ’ τη σκηνή ο ένας και πολλοί βιάστηκαν να πουν πως κλείνει ο κύκλος. Ήρθε στη σκηνή ο άλλος και να ’σου τώρα -εδώ και τώρα- ένας καινούργιος κύκλος. Κοινωνικοποιημένος, αναδομημένος, τίγκα στο ψέμα· κι από δανεικά για το πάρτι, άλλο τίποτα. Και για το λογαριασμό, ούτε κουβέντα· είν’ εκεί και περιμένει. Ας περιμένει· ποιος ζει ποιος πεθαίνει.

Νέα πάλι διαδοχή, παλαιοί λογαριασμοί, αρρώστιες, δίκες, σκάνδαλα, δαχτυλίδια, διαπλοκές, άλλες εποχές· άλλες λέει εκδοχές. Ένας κύκλος πάλι κλείνει, κάποιος άλλος ανοίγει, μα το κάρο δεν τραβάει. Και σιγά μη θέλει κανείς να γυρίσει πίσω, στην έρημη γη. Γιατί να οργώσεις και τι να σπείρεις, πώς να ποτίσεις, τι να θερίσεις· υπάρχουνε πλέον οι επιδοτήσεις…

Και κάθε φορά, πολύ σοβαρά, οι βαφτισμένοι ‘ειδικοί, αναλυτές’, καταπίνουν την καμήλα και βλέπουν πάλι τον κύκλο να κλείνει και ν’ ανοίγει ένα καινούργιο κεφάλαιο. Εκσυγχρονισμός, Ίμια, χρηματιστήρια τίμια. Όλα έρχονται κι όλα παρέρχονται κι εμείς συνέχεια σημειωτόν στο ίδιο πάντα επίβουλο τέλμα· ξανά ξαναβλέποντας  πάλι τις ίδιες ταινίες του ’50-60.

Όλα όμως βαφτίζονται πράγματα καινούργια, προοδευτικά· επιτυχίες μεγάλες, κατακτήσεις δημοκρατικές, που κάποια στιγμή θα την πάρουνε τη χώρα επιτέλους στα φτερά τους, θα την  απογειώσουνε με κύκλους Ολυμπιακούς και θα την κάνουν να πετάξει στους εφτά ουρανούς. Κι όμως, ούτε αυτό· η δάδα έσβησε.

Ήρθαν στα πράματα νεώτεροι. Να ’σου πάλι οι έγκριτοι αναλυτές, οι διυλίζοντες τον κύκλον που υποτίθεται πως κλείνει πια, οριστικά και δια παντός.
Καμιά σημασία που τα ονόματα είναι τα ίδια ακριβώς. Φαίνεται πως πρόκειται για απλή σύμπτωση· αν δεν είναι μια κακόγουστη φάρσα.
Καμιά σημασία βέβαια, που στη χώρα τίποτα δε στέκει όρθιο και δεν παράγεται τίποτα, εκτός από χιλιάδες νόμους που δεν εφαρμόζονται ποτέ.
Καμιά σημασία που δε θα ’χουμε το δικαίωμα, λέει, να φτιάχνουμε ‘Μακεδονικό’ χαλβά. Και τι έγινε· στο κάτω κάτω έχουμε -ακόμα- και τον χαλβά Φαρσάλων.
Καμιά σημασία που τρώμε χαστούκια από παντού· οι άλλοι φταίνε πάντα, για όλα. Όσο για το Αιγαίο· αυτό ανήκει στα ψάρια του…

Ο κύκλος δεν έκλεισε. Τόσα χρόνια δε λέει να κλείσει. Έγινε απλώς φαύλος κύκλος· φαυλότατος, που ανακυκλώνεται, φαιδρά, θλιβερά, προκλητικά. Φυσικά και δεν πρόκειται να κλείσει. Δεν πρόκειται να κλείσει αν δεν ολοκληρώσουν την πορεία τους αυτοί που τον άνοιξαν. Όσο να διαλυθεί ολότελα η χώρα -αυτό που τέλος πάντων ξέρουμε σα χώρα· ο εθνικός μας μύθος…

Εκτός κι αν· αν αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι πρώτα. Αν βγάλουμε ουρά. Αν κάποιοι βγάλουν κέρατα, λειρί, φτερά· τέτοια πράματα, απλά. Αν ψηλαφίσουμε λίγο, αν αναλύσουμε τι ακριβώς δεν πάει καλά. Αν κοιταχτούμε στα μάτια μ’ έναν καθρέφτη και τον ακούσουμε μια φορά τι μας λέει:



Έμοιαζαν με ηλιαχτίδες
σε μια κόλλα αναφοράς
ό,τι άκουσες κι όσα είδες:
Ψέματα της συμφοράς!
Μπιχλιμπίδια κι αλυσίδες
μέσ’ στη γύμνια να φοράς.

Ματωμένες καραμέλες
κι όλα τα ναρκωτικά.
Ξεσκισμένες φουστανέλες
σημαιάκια πλαστικά.

Γκρέμισες πολλά· μα πώς να χτίσεις
έτσι μόνος, δίχως λύσεις
πάνω σε σαθρά θεμέλια;
Μόνο  ύποπτα ευαγγέλια
που χαϊδεύουνε  τ’ αυτιά.

Λόγια κούφια του αέρα
που σου πήραν το μυαλό.
Σ’ έριξαν πάνω στην ξέρα
κι εσύ βρίζεις το γιαλό.

Σου ’μαθαν καλά τον τρόπο·
άνομα και δίχως κόπο
-τι χυδαία ιδανικά-
να ’σαι ωραίος  έτσι χύμα
αραχτός δίπλα στο κύμα
και να ζεις με δανεικά

Να ξεφύγεις θέλεις τώρα κι αρμενίζεις νοερά
‘Βάστα!’ σου φωνάζουνε· ‘ Βάστα γερά!’
Πώς; Μπάζει από παντού νερά.
Κοίτα γύρω σου· όλα σάπια
κι έκανες πάντα την πάπια…
Κλάψε τώρα· κλάψε γοερά!


*   *   *
  



Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1953. Σπούδασε νομικά, σκηνοθεσία, κλασική κιθάρα στην Αθήνα και Sociologie Politique στο Παρίσι· ασχολήθηκε όμως με τη Λογοτεχνία, τη μετάφραση, το Θέατρο και τη διοίκηση πολιτιστικών φορέων.             
Υπήρξε ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος (1984-1995) της ‘Εταιρείας Φίλων Μουσικής Γιάννη Χρήστου’ (‘The Jani Christou Society’) με σκοπό τη διάσωση και διάδοση του έργου του συνθέτη. (Μέλη: Κ. Κούν, Μ. Χατζηδάκις, Γ. Τσαρούχης, Δ. Χόρν, K.Friar, Ι. Καμπανέλλης, Γ. Λεωτσάκος, Θ. Μικρούτσικος, Μ. Κακογιάννης, Γ. Μαυροΐδης Α. Ξύδης, Π. Ζάννας, Ντ. Τσάτσου, Δ. Πιερίδης, Θ. Αντωνίου,  Chloé Obolensky  κ.α).

Εργάστηκε στο Μουσείο Ελληνικών Μουσικών Λαϊκών Οργάνων από το 1991 μέχρι το 2009, ως Γεν. Γραμματέας και ως Πρόεδρος του σωματείου των ‘Φίλων του Μουσείου’. 

Διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου (1992-’94)

Συνεργάστηκε με την Ε.Ρ.Τ, το Γ΄ πρόγραμμα, το Θέατρο Τέχνης, το Κ.Θ.Β.Ε, τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Βόλου, Β. Αιγαίου και Ιωαννίνων, το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, το χοροθέατρο ‘Ροές’, το Φεστιβάλ Αθηνών, τα Υπουργεία Πολιτισμού και Παιδείας, το Μέγαρο Μουσικής, το Ε.ΚΕ.ΒΙ, καθώς και Künstlerhaus Bethanien Berlin, Warsaw International Festival’91, Norddeutscher Rundfunk Hamburg ’93, National Academy of Letters και Indira Gandhi National Center for the Arts N.Delhi, Franκfurt International Book fair 2001, Istanbul International Book fair 2004, και τέλος το Boğaziçi University Istanbul, όπου και δίδαξε ως visiting Professor στο Western Languages and Literatures Department (2005-6 και 2006-7).

Έχει μεταφράσει τα θεατρικά έργα· ‘Οι Δαιμονισμένοι’ του Αλμπέρ Καμύ (Κ.Θ.Β.Ε 1991), ‘Η πόλη που πρίγκιπάς της ήταν ένα παιδί’ του Ανρί ντε Μοντερλάν (Εθνικό Θέατρο 1993, εκδ. Λιβάνη),‘Δεν παίζουνε με την αγάπη’(εκδ. Εστίας 2003) και ‘Λορενζάτσιο’ του Αλφρέ ντε Μυσσέ, ‘Η Δύναμις του σκότους’ του Λέβ Τολστόι (εκδ. Ροές 2007), ‘Μισό ποτήρι νερό’ του Ταρίκ Γκιουνερσέλ, ‘Μονομαχία γυναικών’ του Ευγένιου Σκρίμπ (Θέατρο ‘Διάχρονο’ 2011), το μυθιστόρημα ‘Ο θείος Όσβαλντ’ του Ρόαλντ Νταλ (εκδ. Άγρα 2004) και την Πνευματική Διαθήκη του Αυγούστου Ροντέν (εκδ. Άγρα 2005).

Άλλα έργα:

‘Δώδεκα και ένα ψέματα’, διηγήματα  (εκδόσεις Ίκαρος 1991, 2η έκδοση· Άγρα 2009). Κυκλοφόρησε δύο φορές στην Ινδία, μεταφρασμένο στα Αγγλικά (“Twelve and one lies” National Academy of Letters N.Delhi 1998 και Samkaleen Prakashan. Editors N.Delhi 1999). Μεταφράστηκε και εκδόθηκε στα τουρκικά (“On Iki arti Bir Yalan”, Imge kitabevi yayinlari, Anakara 2000), στα γερμανικά (“Zwölf und eine Lüge”, Elfenbein-Heidelberg, 2001) και στα γαλλικά (“Douze et un mensonges”, Alteredit-Paris, 2005). Ήδη ετοιμάζεται και η ιταλική μετάφραση.  Η θεατρική προσαρμογή του ‘Δώδεκα και ένα ψέματα’ έχει μεταφραστεί στα Αγγλικά.
‘Ψέματα πάλι’, διηγήματα (εκδόσεις Άγρα 1999.). Μεταφράστηκε στα Αγγλικά. Γερμανική έκδοση: “Noch mehr LügenElfenbein Verlag, Berlin 2016. Το διήγημα ‘Άννα’ μεταφράστηκε στα Γαλλικά, από την Μαργαρίτα Καραπάνου. Το διήγημα ‘Οι καινούριοι Άγιοι’ μεταφράστηκε στα Τουρκικά ( “Yeni Azizler”, Imge Oyükuler, Istanbul 2005)
‘Ο Σιμιγδαλένιος’, θέατρο - ποίηση (12η έκδοση, Εστία 1994). Εθνικό Θέατρο 2015-2016. Τουρκική μετάφραση· (“Irmikoğlan” Albatros kitabevi Yayinlari, Istanbul 2005). Πρεμιέρα στο Κρατικό Θέατρο Sehir Tyatrolari, Istanbul, Απρίλιος 2012. Ετοιμάζεται η γερμανική έκδοση (“Der Lebkuchenmann”)
‘Αυτό’, διήγημα (στο συλλογικό ‘Χάριν παιδιάς’, εκδόσεις Ίκαρος 2001)× αγγλική μετάφραση ‘That’
‘Οι Δαιμονισμένοι’, λιμπρέτο για όπερα, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι. Συμπαραγωγή του British Council και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, παίχτηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα από την Ε.Λ.Σ. στην Αθήνα τον Απρίλιο του 2001.
‘The mask in the Classical Hellenic Theatre’ (συμμετοχή στο διεθνές σεμινάριο ‘Mind man and mask’ που έγινε στο Indira Gandhi National Center for the Arts). Έκδοση Aryan books international-N. Delhi 2000. 
‘The Spiceman’, θέατρο - ποίηση. Έμμετρη αγγλική version βασισμένη στον ‘Σιμιγδαλένιο’ (εκδόσεις Ithaka, Μελβούρνη, Αυστραλία 2004.) Πρώτη παρουσίαση· Wesley College, Melbourne, Αυγ. 2011.
‘Το τσιγάρο και η γιόγκα’, Ηθιστόρημα (εκδόσεις Άγρα 2008)
‘Ίναχος, ο γιος του Ωκεανού’, χοροθέατρο για παιδιά (Σητεία 2010)
‘Οχιναιλέγοντας’, θέατρο - ποίηση  (εκδόσεις Ίκαρος 2011)
‘Noyessaying’, θέατρο - ποίηση. Έμμετρη αγγλική version βασισμένη στο ‘οχιναιλέγοντας’, 2013.
‘Ο κύκλος που δεν κλείνει’, πολιτικό αφήγημα (στο συλλογικό ‘Για μια επέτειο’, εκδόσεις Ίκαρος 2013)  
‘Ο Μ. Χατζιδάκις για τον Γ. Χρήστου’ βιογραφική συμβολή (Metrogreece 1/7/2104, Bookpress 7/2014)
‘Το σεντούκι του παππού μου’ μικρό πολιτικό δοκίμιο (Metrogreece 2/10/2014, Stahtes 17/11/2014)
‘Ο επιτάφιος και ο επί πόλεως θρήνος’ πολιτικό πασχαλιάτικο δοκίμιο (Metrogreece 8/4/2015)
 ‘Hayirevet DiyerekΤουρκική μετάφραση του ‘οχιναιλέγοντας’ (Bencekitap, Ankara, 12/2015)


Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΣΩΚΟΣ "ΣΤΗ ΜΕΣΟΓΕΙΩΝ"


Πίνακας: Κώστας Σπυριούνης



Ήταν μεσάνυχτα και μετά, σκοτάδι αλλόκοτο, κι η θεία αυγή
αργούσε ακόμα. Άρρωστη άπνοια έγλειφε, σαν χορτασμένος
σκύλος, τις ώρες που μηρυκάζουν σκέψεις. Ξάφνου αεράκι
απόκοσμο ανασήκωσε το φόρεμα της μνήμης και ένα ρίγος,
ίδιο με την ανατριχίλα στις απότομες κατηφοριές των βαγο-
νιών στο λούνα παρκ, ξάμωσε στο κορμί μου.Ταξίδια νύχτας
ξεπέζεψαν, γεύση αόρατης παρουσίας.


Πού πάτε περασμένα μεσάνυχτα παιδιά
η νύχτα είναι κόκκινη μα οι χάρες της ασπρίσαν
κι έχω μεγαλώσει πια και δεν αντέχω τα ξενύχτια.



Πάμε μου γνέφει ο Κωστής
Έλα μου κάνει ο Τάσος
κι ακολουθώ.

Σταυροκοπιούνται οι οδηγοί 
Ριγούν οι φανοστάτες. 


Γυρνώ
κι είμαστε λέει στη Μεσογείων,
πλημμύρα μαύρο γάλα
κι άλικο έπεφτε χιόνι.

Βλέπω τον Κώστα άλουστο, 
τον Τάσο δίχως δόντια 
και μέσα στα χεράκια τους 
η αργυρή τους κόμη, 
περνά και η μανούλα μου 
και δε με αναγνωρίζει.

(Από την ποιητική συλλογή "ΑΛΛΑ ΡΟΥΧΑ" Εκδόσεις Γαβριηλίδης




 *Ο Ζαχαρίας Σώκος είναι δημοσιογράφος και ποιητής.

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2017

ΣΤΑΘΗ ΚΟΜΝΗΝΟΥ "ΟΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ"


Προδημοσίευση τμημάτων του ίδιου έργου μου στο CANTUS FIRMUS μπορεί ο αναγνώστης να βρει στον ακόλουθο σύνδεσμο : http://cantfus.blogspot.com/2016/12/blog-post_29.html.
Για μια πληρέστερη προδημοσίευση τμημάτων του έργου ο αναγνώστης μπορεί να καταφύγει στον ακόλουθο σύνδεσμο : https://www.academia.edu/20001770/.

 
ΑΣΜΑ ΕΝΑΤΟ

           Ερήμου κατοίκησις

     Ή ο πειρασμός της ακινησίας 
     1
Και μια φωνή σε βγάζει εκτός

Λες κι ο Έρωτας τοξεύοντας ελιάς ρίζες να βγάλει
Από τις πόλεις έξω τον τροχό σου παρασέρνει
Για να σε πλάσει αυτοκίνητο των περιθωρίων
Των άκρων
Κόκκινο κήπο
Των σιωπών
Αρμοσμένο σπέρμα
Του αφουγκρασμού
Πελεκάνο σαρκοβόρο

Ναι, Η φωνή σε βγάζει εκτός
Κι ενίοτε πολύ…

   2
Κι αυτός όπως οι πρόγονοί του
Την έρημο κάνει αυλή
Αυλίζεται ο αυλητής
Καταυλη[σ]τής
« Μακρύνθηκα.
Μακρύνομαι,
Μακρύνθηκες Αντώνιε !

Πιο μέσα σπρώχνει η φωνή, πιο μέσα
Ενδότερα, ενδότερα
κράζουν τ’ αγκίστρια των χορδών
ν’ ανοίξει η φυλλωσιά τ’ απόλυτου μια στιγμούλα
για να διψάσει η δίψα σου
να πυρωθεί η φωτιά σου
ν’ ανεμιστεί τ’ αγέρι σου
να χωματίσει η γη σου
ω ! και τ’ αερόστατό σου να κόψει τότες τα σχοινιά,
δεμένα όπως είναι στων μορφών την παλίρροια,
να συλληφθείς εσύ μεμιάς στην Πέρα Πόλη,
πολίτης στην πολιτεία του Ακόρεστου,
χέρι που γρατζουνάει τον άνεμο
να τ’ αποσπάσει σάρκα !

Γι αυτό πλάστηκ’ η έρημος :
Να καθιερωθείς ποτήρι δίχως πάτο.  
Και μάθε το καλά : οφείλεις πριν το άνοιγμα των φύλλων
ολόκληρη μια σκουπιδιάρα να γεμίσεις,
στη μία που σου δόθηκε ζωή,
μ’ όλα σου τα καλούδια
με κάθε υπασπιστή σου
μ’ όλο το καθετί σου, δεξί κι αριστερό,
μ’ όλους τους τρούλους τους εικονισμένους
που χρωματίσαν οι ερωτικοί σου χρόνοι !
Έγινες διψασμένος, μη πίσω πια στραφείς !
Προσμένεις τ’ Ακαθόριστο, μη ζωγραφίζεις άλλο ! »,

   3
ανάσα παίρνει στο σχήμα του σκαμνιού
γοργά όμως πάλι,
σαν λάστιχο ασκημένο,
ονοματίζει τους καημούς σαν να τους χαιρετάει…
« Πίσω μου πια ο ήλιος μέσα στο χέρι των νησιών
Πίσω μου πια η δίκαιη δάφνη
η κατάστικτη με το δέρμα μου
και οι βραστήρες του νου
με τις ατμίδες τους ν’ αρτ-οπ[ο]ιούνε χείλια
Πίσω μου πια το σελάγισμα των ιχνευτών νυχτών
Πίσω μου η μουσική των γήινων σβόλων
Η μυρωδιά των χωριών που χάνονται στη λήθη
Η ανάπαυση του δειλινού στο τζάκι
Οι στιγμές που καμπυλώνουν σαν σταγόνες
Πίσω μου όλα τα «εδώ» των ιερών
Όλες μου οι σκηνές για να σκηνώσει
η μαστόρισσα επιθυμία μου
Πίσω οι ρυθμικές επάλξεις των ονείρων
που γαλαξίες φυτεύαν σε δωμάτια
Πίσω ακόμη τα φτερά όλων μου των αγγέλων 
Οι αστικές ουρές των ξιφομαχιών,
οι γεμάτες μόλους κι οσμές στεριών
ανικανοποίητες, περιφραγμένες  
Πίσω μου τα αγκωνάρια που με βαστούνε
Πίσω μου κάθε χρώμα ίσως
Πίσω μου το παν.
Σωριάσματα πολλά πίσ’ απ’ την πλάτη μου…».

   4
«Ναι, Η φωνή σε βγάζει εκτός»,
Μονολογεί ο ερημίτης.
«Άχρηστο τώρα να στραφείς, αδύνατον.
Σε προδικάζουν οι αρχές αν τους δοθείς, αν τις πιστέψεις
κι είναι δεμένοι οι δρόμοι μες στην αρχή του νήματος
κι εκεί ζωγραφισμένο στέκει το τέλος που θα σ’ έβρει.

Η έρημος σε πλάθει δέντρο.
Τα δέντρα δεν οπισθοβατούν.
Τα δέντρα δεν υποχωρούν.
Η έρημος σε πλάθει δέντρο.
Δέντρο γίνε γεμάτο μόνο μάτια.

Ανάγκη πια, το ξέρεις…,
Τα χρώματ’ όλα να χαθούν για να στηθεί παλέτα.
Και το γνωρίζεις πια καλά :
κρεμάστρες και πατήματα η λευτεριά δεν δίνει
όντας κρεμάστρα μόνη της και πάτημα που τρέμει.

Ναι, Η φωνή σε βγάζει εκτός…
Δέντρο γίνε λοιπόν γεμάτο μόνο μάτια.
Γεμάτο μάτια δέντρο.
Γίνε.
Γίνε το εκτός που προσδοκάς.

   5
Κάθισμα.
Κάθεται.
Κάθισμα ξυλουργεί τον ερημίτη η φωτιά
από τις φλόγες του εκτός
Κι ο χρόνος παίρνει σειρά και κάθεται
κι αυτός στο κάθισμα του.
Όταν εκτός προσμένεις.
Τα σχήματα και οι μορφές γίνονται μία πάχνη,
κι αντιλαμπίζουν άλλοτε μια γλώσσα
μυστική που ενοχλεί με το αδιάβατό της
και το λοξό συντακτικό και τη γραμματική της
το δίκοπο μαχαίρι της και τον περιπαιγμό της.

Οι λόφοι σταγονίδια
Αγιάζι τα πράγματα στο χώρο
Νότισμα θολώνει το κορίτσι των μεσημεριών
Λάμψεις παλιές που μοιάζουν ίσως νέες
Κι άλλοτε νέες διάστικτες από παλιό επιχωματωμένο
Ιδρώνουν και μέσα σου ψυχρομετρούν.

Είσαι στην παρτιτούρα και όμως τραγουδάς εκτός
Γίνεται ο Αντώνιος Julia Hamari
Τσόφλια αυγών τα πράγματα για σένα
Που καθισμένος δίχως αφή τ’ αγγίζεις
Τα πονάς, τα νοιάζεσαι, μα δεν σε κλείνουν διόλου
Τσόφλια αυγών
που οι κρόκοι τους ζουν πίσω από τον Ουρανό.
Ταλαίπωρε Αντώνιε !  Ποτήρι δίχως πάτο !
Erbarme dich ! Erbarme dich !
Ακόμη και το νέο παρηχεί, κράζει σαν καρακάξα,
στ’ αυτιά που το Μετά και Πέρα λάξεψε
ή το Πολύ Εδώ που λεν σε πιο γήινη γλώσσα.    

Ταλαίπωρε Αντώνιε !  Του πόθου πικραμένε !
Περιγελάς τη διάταξη καλόγνωμα
Κι είσαι για κάτι που δεν γνωρίζεις διόλου
Και κάτι άγνωστο ποθείς
Κι ο πόθος σου ο ίδιος άγνωστος στα βάθη του σου είναι !
Κουνάς μαντήλι μες στην ακινησία.

Μην όλα (δήθεν) προχωρούν κι εσύ κάθεσ’ ασάλευτος
ή μήπως έφυγες ήδη μακριά
κι ο κόσμος πίσω σου πολύ μαρμάρωσε σε κύκλο ;
Άπιστε της πραγματικότητας !
Θυρωρέ που ειρηνικά τη θεωρεί και κλείνει την απέξω !
Παρκαρισμένε στην αναμονή !
Νυχτοφύλακα του Ανίδωτου !
Ποια η πραγματικότητα : το κάθισμα που έγινες
Ή των πραγμάτων η αφή κι η θεωρία των ματιών ;

Κάθισμα.
Κάθεται.

Ναι, Η φωνή βγάζει εκτός
Τόσο που τα καθίσματ’ ασχημαίνουν
Βαραίνουν
Τσιμπούν
Λούζονται μ’ αφρόλουτρο μονότονο
Ντύνονται έλη
Γίνονται έλος
Για τι ;

Η φωνή βγάζει εκτός

Κάθισμα.
Κάθεται.
Ο Αντώνιος.

   6
Ποιο κατσαβίδι βίδωσε τις μέρες μου ;
Ποιο κατσαβίδι μάς βιδώνει στο ξύλο της λαχτάρας μας ;
Κι η βίδα είναι ο καημός ;

Βιδωμένες στη ματαιότητα οι μέρες μου.
Καρφωμένες.
Βιδωμένες.

Βιδωμένες στη ματαιότητα οι μέρες μου.
Βιδωμένες στη ματαιότητα οι μέρες μου.
Στη ματαιότητα !
Οι μέρες μου !

Εξέλιπον
Καρφωμένες. 
Πού ’ναι το άλμα στο κενό ;
Πότε ;
Γιατί χρονίζει η αρπαγή ;

Είμαι μια διαστροφή ;
Είμαι η διαστροφή ;
Είμαι παραχαράκτης ;

Βοήθεια !

   7
Σκυμμένο το κεφάλι του στο κάθισμα

Ανακατώστρα έρημε !
Γυρνάς το τριαντάφυλλο σε άγριο πουρνάρι
Τη θάλασσα κάνεις στεριά και το βουνό ισιάδι
Και περιγέλιο τα που οι καρδιές κάποτε αγαπήσαν
Σβήστρα !
Που τις γραμμές του χάρτη μας μες στα νερά ’ποθέτεις
Και που παρκάρεις άσπλαχνα της τόλμης μας τα ελάφια 
Ανακατώστρα έρημε !
Σβήστρα !

Η έρημος μονωδεί σταθερά
Με μια γαλήνη από μακριά φερμένη
Που σ’ ενοχλεί να ακούς τη συγχορδία της στη ψυχή σου :
«Του καθαρισμού στο σφουγγάρι λέγεται ανα-μόρφωση.
Άλλοτε ανα-σχηματισμός.
Τέλος ανα-κατάσταση, όπως ανα-κατάταξη.
Όσο τρίβεται το σφουγγάρι μου στο δέρμα σου
Και πέφτει λέπι-λέπι το παρελθόν κι αναποδογυρίζει
Πλέκονται τα πίσω μπρος σε μια διαφάνεια
Που εσύ δεν την κατέχεις, κι όμως είσαι !...
Καθαρίζεις. »

Ο Αντώνιος-κάθισμα επαναληπτικά αντιγυρίζει :
« Μα όχι ! Είμαι μια παραχάραξη.
Είμαι η διαστροφή ! »

Σκυμμένο το κεφάλι του στο κάθισμα

«Κάθομαι και κοιτώ πια.
Μονάχα βλέμμα.
Σα μεθυσμένος σπρίντερ.
Σα ναρκωμένος εραστής.
Σαν διαστροφέας.
Βίδωσε το βλέμμα μου στο κενό.
Για ένα άλμα κατά κει.
Σάλτο, κι εγώ να βγω πια από μένα
Στην αγκαλιά του ακαθόριστου που είμαι αφημένος… 
Πήδημα στο κενό και πια… απεριόριστος !
Όμως το κάθισμα γεννά μονάχα υπομονή
Σπέρνει την καρτερία.

Μα ο Αντώνιος είναι ένας κάβος λυτός σ’ ακίνητο καράβι !
Όχι ! Είμαι μια παραχάραξη.
Είμαι η διαστροφή !
Κι αν κάποτε ανοίγεις την κουρτίνα σου βγάζοντας
ένα μικροσκοπικό λαγό για να με ηρεμήσεις
λέγοντας σωρό το ψέμα πως μου αρμόζει πούπουλα ο λαγός για ένα μέλλον
άγνωστο απόλυτα, πια δεν θέλω ν’ ακούσω.

Είμαι απελπισμένος !
Με πνίγουνε τα όρια, με πνίγει κι η βρωμιά μου !
Είμαι μια παραχάραξη.
Είμαι η διαστροφή !
Είμαι ένα κάθισμ’ αδειανό ! »

Στην έρημο γεννιούνται όστρακα, κοχύλια
Ψάρια φυτρώνουν στην άμμο της
Και συνεργάζονται στη σύνθεση μιας συμφωνίας σε άγνωστο μινόρε.
Ορχήστρα τα κοχύλια,
Λογογραφούν τα ψάρια
Στους λαβυρίνθους τού καθισμένου Αντώνιου :
«Σπάσε το κάθισμα που είσαι !
Ρήμαξε τη στέρφα προσμονή
Που στείρωση τής ορίστηκε πάντα στα μέρη τούτα.
Σπάσε το κάθισμα που είσαι !
Και φόρεσε πατίνια
Και κύλα μέσα στη ροή.
Είναι κι αυτό ευσέβεια !
Και κύλα μέσα στη ροή
Μαζί με τ’ άρματά σου.
Γύρνα την πλάτη στο κενό
Πάψε το άλμα να ποθείς
Και τίμα καθεμιά μορφή.
Είναι τα πράγματα χρώμα γεμάτα,
Σώσε τον πίνακά τους !
Fata morgana η έρημος, δεν εξανθίζει κρίνος.
Θα μείνεις ένα κάθισμα μέχρι να ξεψυχήσεις
Και τότε οι έγχρωμες μορφές που έσβησες στην άμμο
Πικρά θα σε εκδικηθούν
Χορό αιώνιο στήνοντας στο κέντρο της καρδιάς σου…
Σπάσε το κάθισμα που είσαι !
Σπάσε το κάθισμα που είσαι ! »

Με το κεφάλι του στο κάθισμα σκυμμένο
Και ξέψυχος σχεδόν από την πανηχία
Το νου του στύλωσε στο σταυρουδάκι
Που κρεμόταν και σαν άγκυρα το ’συρε
Στη θάλασσα ολόγυρά του που αστραφτοβόλαγε
Και την εξαφάνισε σαν Fata morgana !
«Αντώνιε, απελπισία.
Κάθισμα μείνε στην προσδοκία των ερήμων.
Σ’ αυτά που έκαμες αρχή προδότες δεν θα βρεις.
Πρόσμενε.
Κάθισμα.
Ρίζωσες πια σε γόνιμο χωράφι : απελπισία !
Δηλαδή, ξέφυγες απ’ τα είδωλα ! Για πάντα !
Να ένας απ’ της ερήμου τους ανθούς !
Ο άλλος είν’ η άγνοια, που ρίζα σου κι εκείνη… 
Κι αν όντως ρίζα σου καλέ
Γνωρίζεις πια πως κάτοχος εκπλήξεων δεν είσαι
Ούτε και ιδιοκτήτης βλαστών και κήπων…
Αντώνιε μείνε κάθισμα.
Αντώνιε μείνε κάθισμα. »

© ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ 


Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

ΘΕΡΜΕΣ ΕΥΧΕΣ από το cantus firmus! ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ



ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ - ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ- ΚΑΛΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Πιστεύω στον πολίτη και μάλιστα σε αυτόν που έχει κριτική σκέψη. Αυτός είναι και ο λόγος της παρουσίας μου στα ΜΚΔ. Ο πολίτης και η γλώσσα είναι συνδεδεμένοι άρρηκτα με τον υγιή νου. Η γλώσσα κατασκευάζει κόσμους, πολιτισμούς, διαδίδει ιδέες, καταστρέφει ιδέες, ανασκευάζει επιχειρηματολογίες, κατασκευάζει αλήθειες, διορθώνει φαντασιώσεις, εξαπλώνει ΄φήμες, καταλύει ψεύδη. Η γλώσσα είναι η χώρα μου. Πατρίδα έχω τη λαλιά μου και όνειρο τη γλώσσα. Η γλώσσα είναι Σύμπαν. Η γλώσσα είναι ένα όχημα της λογοτεχνίας και η λογοτεχνία είναι μέρος της αυτοσυνειδησίας μας!

                                                        Νότα Χρυσίνα

Marilyn Monroe ♥ Reading