Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

Φιλευσπλαχνία και συμπόνια σ’ ένα κοινωνικό μελόδραμα

γράφει ο Μιχάλης Μοδινός*
Αναδημοσίευση από: Τα ΝΕΑ / ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ


-Στο τελευταίο μεγάλο έργο του ο Τολστόι στηλιτεύει σύμπαντες τους θεσμούς της Τσαρικής Ρωσίας-

Λέων Τολστόι, Η Ανάσταση,
 μετάφραση Ελένη Μπακοπούλου,
 σελ. 631, ΚΕΔΡΟΣ  2014


Η Ανάσταση δημοσιευόταν σε συνέχειες από το 1899 στο εβδομαδιαίο περιοδικό Νίβα, εγείροντας το διεθνές ενδιαφέρον για έναν ηθικό στοχαστή και κοινωνικό αναμορφωτή του μεγέθους του 72χρονου τότε Τολστόι. Τυπώθηκε σε βιβλίο δυο χρόνια αργότερα και ξεπέρασε σε πωλήσεις τα άλλα δύο μεγάλα –σε αξία και όγκο- έργα το, το Πόλεμος και Ειρήνη και το Άννα Καρέννινα.  
   Ο Τολστόι αυτοβιογραφείται εδώ όχι τόσο ως προς τα πραγματικά περιστατικά της ζωής του όσο ως προς τους πνευματικούς του αγώνες και την εσωτερική διαπάλη του με το Κοινωνικό Κακό. Προκύπτει ένα βιβλίο με στόχευση, μια στρατευμένη πραγματεία όπου τίθεται στο μικροσκόπιο  η κοινωνική κρίση της ύστερης τσαρικής Ρωσίας, ενώ οι καθεαυτές καλλιτεχνικές απαιτήσεις τίθενται συχνά  σε δεύτερη μοίρα, παρά τους επιδέξια σμιλεμένους χαρακτήρες και τις ρεαλιστικές σκηνές του.  Ακριβώς δε λόγω της εμπλοκής του συγγραφέα με σειρά ηθικών ζητημάτων που απασχολούν το βιβλίο και κυρίως  τον κεντρικό του ήρωα, τον πρίγκιπα Νεχλιούντοφ, ο Τολστόι εξαντλήθηκε και αρρώστησε κατ’ επανάληψη στη διάρκεια της εργώδους του προσπάθειας.


   Έχει γραφεί ότι η Ανάσταση είναι  μητέρα κάθε μελοδράματος που ακολούθησε. Υπάρχει μια δόση αλήθειας σ’ αυτή τη διατύπωση υπό το φως των δεκαετιών που μεσολάβησαν. Ο νεαρός ιδεαλιστής Νεχλιούντοφ συνάπτει ερωτική σχέση με την ψυχοκόρη των θειάδων του Κατερίνα Μάσλοβα και την αφήνει έγκυο. Η κοπέλα, σε απόγνωση, θα εγκαταλείψει την φιλόξενη στέγη, θα χάσει το παιδί της, θα εμπλακεί σε ερωτικές περιπέτειες, θα σπιτωθεί και εντέλει θα καταλήξει επαγγελματίας πόρνη, ενμέρει  λόγω της έλξης που της ασκούν τα λούσα και η καλή ζωή. Όταν μια δεκαετία αργότερα θα κατηγορηθεί αδίκως για τη ληστεία και το φόνο ενός πελάτη, ο Νεχλιούντοφ θα είναι κατά τύχη ένορκος.  Οι τύψεις θα τον κατακυριεύσουν. Εν μέσω μιας κακοδικίας η Μάσλοβα θα καταδικασθεί σε τετραετή κάθειρξη στη Σιβηρία,  οπότε ο μέχρι τότε καλοπερασάκιας Νεχλιούντοφ θα κάνει τα αδύνατα δυνατά για να την αθωώσει ενώ θα της ομολογήσει ότι θέλει να την παντρευτεί. Θα εκχωρήσει μεγάλο μέρος της περιουσίας του στους μουζίκους, θα εγκαταλείψει μνηστή  και  τρυφηλή ζωή, και θα ακολουθήσει τη Μάσλοβα και δεκάδες άλλους πολιτικούς ή ποινικούς κρατουμένους στην μεγάλη πορεία προς τη Σιβηρία. Όμως στο τέλος ο Τολστόι θα επιλέξει την επικράτηση της τέχνης επί της ηθικής τάξεως, αποφεύγοντας ένα γλυκερό χάππι έντ.  Η Μάσλοβα θα αρνηθεί να  παντρευτεί τον Νεχλιούντοφ και θα προτιμήσει έναν εγγύτερό της πνευματικά και ταξικά κρατούμενο. Και ο ίδιος ο ήρωας, λυτρωμένος πλέον,  θα αρχίσει μια καινούργια ζωή ανοιχτή σε όλα τα ενδεχόμενα.  Έχει πια συνειδητοποιήσει το μεγάλο λάθος: οι άνθρωποι θέλουν, όπως  μας λέει, να καταπολεμήσουν το κακό όντας οι ίδιοι κακοί. Γι αυτό, το καλύτερο είναι να θεωρούν εαυτούς υπολόγους μόνο απέναντι στο Θείο και να μην επιχειρούν να επανορθώσουν το Κακό με μηχανιστικές μεθόδους. Αναδρομικά η ως άνω προειδοποίηση αποκτά ειδικό βάρος υπό το φως των πεπραγμένων της μετεπαναστατικής Ρωσίας.
    Το σημαντικό ωστόσο στην Ανάσταση είναι η τοιχογραφία των ιδεών που παραθέτει ο Τολστόι. Κατ’ αρχήν διαβάζοντάς την κανείς, κατανοεί αναδρομικά το γιατί θα ακολουθούσαν σύντομα ποικίλες εξεγέρσεις με αποκορύφωμα βεβαίως την Οκτωβριανή Επανάσταση. Παρά το ότι ο Τολστόι δεν είναι τόσο επαναστάτης όσο αναρχοχριστιανός και κοινωνικός μεταρρυθμιστής, η δημοσίευση ενός εξαιρετικά τολμηρού έργου -που κατεδαφίζει τα πεπραγμένα της αριστοκρατίας, εκθέτει με μελανές πινελιές το επίπεδο διαβίωσης των δουλοπαροίκων, αποκαλύπτει τις ανεπάρκειες του δικαστικού συστήματος, μας εισάγει στην απεχθή ατμόσφαιρα των φυλακών και βάλλει ευθέως κατά των εκκλησιαστικών θεσμών και του ιερατείου- οδηγεί ευθέως στους δρόμους της επανάστασης. 
    Είναι ακόμη γεγονός ότι προκειμένου να γράψει το βιβλίο ο Τολστόι έκανε πραγματική εξαντλητική έρευνα σε ποικίλα πεδία. Επισκέφθηκε φυλακές και κάτεργα, πέρασε απέραντες ώρες σε δίκες και μελέτησε δικογραφίες για να καταλήξει ότι το δικονομικό σύστημα της χώρας του ήταν εντελώς άδικο και οι λειτουργοί του ανεπαρκείς και χωρίς συνείδηση. (Υπάρχουν πολλές εύστοχες σχετικές σκηνές στο βιβλίο). Διαπίστωσε επίσης ότι  είχε επικρατήσει η δικαιακή αρχή «καλύτερα δέκα αθώοι στη φυλακή – κάποιος ανάμεσά τους να είναι ο ένοχος». Επισκέφθηκε συστηματικά οίκους ανοχής και μελέτησε συγγράμματα περί πορνείας. Προκύπτουν εξαιρετικά μελετημένα επεισόδια με νατουραλιστική ζωντάνια  ενώ στα μάτια του Νεχλιούντοφ αποκαλύπτεται ένας ολόκληρος κόσμος που δεν είχε καν υποψιαστεί την ύπαρξή του στο παρελθόν. Επιπλέον, ο πρίγκιπας θα επισκεφθεί επιτέλους τα χτήματά του και προς μεγάλη έκπληξη των καχύποπτων χωρικών θα επιχειρήσει να τους εκχωρήσει την περιουσία του ή έστω μέρος της. Θα αναλάβει ακόμη να διαμεσολαβήσει στις αρχές για την απελευθέρωση διαφόρων  αδίκως καταδικασμένων ενώ σταδιακά θα συνειδητοποιήσει τις διαφορές ποινικών και πολιτικών εγκλημάτων. 
    Το βιβλίο λειτουργεί επομένως και ως μακρά λίστα μικρών επιμέρους δραματικών ιστοριών που διαρκώς αυξάνουν και εμπλουτίζονται όσο ο ήρωάς μας διεισδύει στα έγκατα της κόλασης. Θα καταλήξει με μια πολύ ενδιαφέρουσα κατηγοριοποίηση των αιτίων της εγκληματικής δράσης όπου σε πέντε ξεχωριστές κατηγορίες ο Νεχλιούντοφ- Τολστόι θα επιχειρήσει μια πρώιμη ταξινόμηση των μορφών της παραβατικότητας. Υπό το φως των θεωριών του Χέρμπερτ Σπένσερ και με οδηγό τον  Κοινωνικό Δαρβινισμό, σε μια πρώιμη εκδήλωση κοινωνιστικών ερμηνειών, θα καταλήξει λίγο σχηματκά  ότι για κάθε έγκλημα υπεύθυνη είναι η κοινωνική ανισότητα και η φτώχεια.
    Η σχέση του Νεχλιούντοφ με την Εκκλησία περνάει επίσης από μύρια κύματα. Ενώ περιγράφεται λ.χ. σε μια από τις καλύτερες σκηνές του βιβλίου ή λειτουργία της Ανάστασης και ο πρώτος ασπασμός μεταξύ Νεχλιούντοφ και Κατερίνας, στη συνέχεια ο Χριστιανισμός βάλλεται ευθέως για την αυτονόμηση και τα προνόμια που έχει επιδαψιλεύσει στον κλήρο, ενώ  ο Νεχλιούντοφ θα ισχυρισθεί ότι καμιά από τις τελετουργίες και τους εκκλησιαστικούς θεσμούς δεν έχει την προέλευσή της στις διδαχές του Ιησού.
    Καταλαβαίνει εύκολα κανείς γιατί το τσαρικό καθεστώς δεν ενθουσιάστηκε ιδιαίτερα από την έκδοσή του βιβλίου  ενώ το ενδιαφέρον που προκάλεσε στη Δύση ήταν τεράστιο. Ακολούθησαν διάφορες λογοκριμένες και μη εκδόσεις, υπό την υπόθεση ότι ο Τολστόι δεν είχε κρατήσει τα δικαιώματα του βιβλίου δι’ εαυτόν, πράγμα που δεν αλήθευε καθώς τα είχε ήδη προδιαθέσει για τον μετοικισμό μιας αναρχοχριστιανικής, πασιφιστικής σέχτας στον Καναδά.
     Αν και ζωή και τέχνη συμπλέκονται στενά στην περίπτωση Τολστόι, τελικά και εδώ η τέχνη θριαμβεύει. Οι απόηχοι των μεγάλων αλλά και των μικρότερων σε όγκο έργων του είναι παρόντες, η αναπαραστατική του δύναμη τεράστια, η συμπόνια για το ανθρώπινο είδος οξυμένη  και ο ρεαλισμός του ωθείται ως τις έσχατες συνέπειές του. Αν που και αφήνει μια υπόγευση μελό ας ψέξουμε καλύτερα τη ροζ λογοτεχνία του αιώνα που ακολούθησε. 

 Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της. 
Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.
To τελευταίο του βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

Στη μνήμη ενός σύγχρονου ευεργέτη του Παναγιώτη Κουβουτσάκη




Σε ένα αδημοσίευτο άρθρο του με τον τίτλο «Η αναζήτηση του ορατού» ο Παναγιώτης Κουβουτσάκης έγραφε:

«Στη σημερινή εποχή η τέχνη φαίνεται να έχει θυσιάσει το ορατό για χάρη της εντύπωσης, αντικατοπτρίζοντας άλλοτε τα προσωπικά πάθη ή τα συναισθηματικά αδιέξοδα των καλλιτεχνών και άλλοτε επιδεικτικά και επιτηδευμένα το τυχαίο σε παραλλαγές του αόρατου ή του σχεδόν τίποτε. Τα δε αισθητικά πρότυπα έχουν αμβλυνθεί για χάρη της πρωτοπορίας, του χαώδους μεταμοντέρνου και της κερδοσκοπίας μιας πολύ υποσχόμενης αγοράς έργων τέχνης δήθεν μουσειακής αξίας.

Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός και η φιλοσοφική μελέτη παρατήρησαν τον άνθρωπο ως μηχανισμό αντίστοιχο του σύμπαντος σαν μια μονάδα που αντιδρά όμοια αλλά είναι και μέρος αυτού.

Στο Βυζάντιο οι τέχνες έφθασαν στην τέλεια μορφή συστοιχίας αντιλήψεως και συγχρονισμού με την αντίληψη του σύμπαντος.

Στην εποχή της Αναγέννησης προσπάθησαν να αντιγράψουν και επέτυχαν την εξύψωση του ανθρώπου ως επίκεντρου των αντιλήψεων του σύμπαντος θέτοντας τις βάσεις μιας ανθρωπιστικής θεωρίας, του ουμανισμού.

Μετά τον 18ο αιώνα, κινούμενοι από ορθολογιστικά πρότυπα, αντέγραψαν τους κανόνες της αρχαίας ελληνικής τέχνης, αδιαφορώντας όμως για τη λιτότητα, την αρμονία και τη λεπτότητα των έργων τους.

Στον 20ό αιώνα ανακαλύπτουν τον φορμαλισμό και την εννοιολογία, απόψεις που συνδέονται με τη μανιεριστική αντίληψη της αλήθειας όπου διαστρεβλωμένα πλέον πηγάζουν οι φόρμες και όχι η εικόνα. Η ένδεια του ορατού και η ζωγραφική φτώχεια των φανατικών της αντιτέχνης, η κενή εικονογραφία, η ζωγραφική του τυχαίου και η επαναστατική νομιμότητα των οπαδών της μοντερνικότητας φαίνονται πλέον σαν προσχήματα μιας ανούσιας φιλολογίας και αερολογίας.

Τα αποτελέσματα της αυθαίρετης ερμηνείας των αρχαίων ελληνικών απόψεων για την τέχνη ήταν άλλοτε μεν πομπώδη και μεγαλειώδη, με πρόθεση εντυπωσιασμού, ή υπερβολικά συναισθηματικά, ή διακοσμητικά χωρίς διαχρονική αξία, ή με δεξιοτεχνία τερατωδώς διογκωμένη, άλλοτε δε με σχολιασμό και φιλολογία ακατανόητα και χαοτικά.

Εν τέλει διαπιστώνουμε ότι η τέχνη έφθασε στο τέλος της ή ότι η ανάγκη επιστροφής στους κανόνες της αρμονικής συμμετρίας είναι πλέον διεξοδική. Παρ' όλες τις δοκιμασίες όμως η αναφορά της δεν έπαψε να υπάρχει, έστω και αν μόνο σε λίγες περιπτώσεις επιτεύχθηκε ή προσεγγίστηκε.

Ο αντικειμενικός στόχος της τέχνης παραμένει η διαχρονική αναζήτηση της ομορφιάς μέσω των αρχετύπων ιδεών της εικόνας. Η επιστροφή όμως στην ακεραιότητα του βλέμματος προϋποθέτει μια εκ νέου επεξεργασία των σημερινών δεδομένων, διαφορετικά κινδυνεύει να συνθέσει ένα ακόμα ανούσιο σοβινιστικό ή βερμπαλιστικό ιδεολόγημα σαν τα πολλά που η τέχνη του παρελθόντος έχει να επιδείξει.

Ελπίζω ότι από τα απομεινάρια της παλαιάς γνώσης και τα διδάγματα του παρελθόντος θα συνθέσουμε ένα σύγχρονο «όλο» αναπροσανατολισμένο όσον αφορά τις προτεραιότητες και τις αξίες στη ζωή μας».

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2016

"ΚΟΙΝΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ" του ΣΤΑΘΗ ΚΟΜΝΗΝΟΥ


Σημείωση
ΑΝΟΙΚΤΟ ΧΑΡΤΙ ΣΗΜΕΡΑ: Πριν λίγο καιρό δημοσιεύθηκε στο CANTUS FIRMUS το ποίημά μου ΚΟΙΝΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ. Το ποίημα προέρχεται από ένα ευρύτερο έργο που συνιστά ποιητική σύνθεση και αποσπάστηκε από το σώμα της ώστε να δημοσιευθεί. Ωστόσο, η δημοσίευση αυτή ήταν ένα παιχνίδι που σκάρωσα εν όψει, κυρίως, της προδημοσίευσης σε συνέχειες, και πάλι στο CANTUS FIRMUS, της θεωρίας μου περί ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ. Για το εν λόγω ποίημα υπήρξαν πολλά επαινετικά σχόλια αναγνωστών, κοινοποιήσεις και, τιμητικές για μένα, αναρτήσεις της δημοσίευσης σε άλλα λογοτεχνικά περιοδικά και blogspots. Ανοίγω σήμερα, λοιπόν, τα χαρτιά μου και σαν άτακτο παιδί ομολογώ τις πράξεις μου: το ποίημα που ΤΟΤΕ δημοσιεύθηκε στο CANTUS FIRMUS ήταν ΜΟΝΟ το προσχέδιο του κανονικού και αποτετελεσμένου ποιήματος που σήμερα δημοσιεύεται πια και πάλι στο ίδιο λογοτεχνικό περιοδικό ως όφειλε. Και μάλιστα δεν ήταν μόνο το προσχέδιο, αλλά συνάμα και τα λογής ΥΛΙΚΑ που πιθανόν να απάρτιζαν το ποίημα που είχα, τότε, κατά νου. Ουσιαστικά, δηλαδή, οι αναγνώστες του CANTUS FIRMUS διάβασαν εκείνη τη φορά τα «μπάζα» (;;;…) μιας ενδεχόμενης κατασκευής, τα υλικά μιας μελλοντικά πιθανής απηρτισμένης οικοδομής, τα τούβλα αντί για το σπίτι, τα χώματα ή τις λάσπες αντί των ξύλινων δαπέδων και των μαρμάρινων κλιμάκων… Ο σκοπός του σκανδαλιάρικου παιχνιδιού μου ήταν απλός, ωστόσο ερεθιστικός. Ακόμη και σήμερα που γράφω αυτές τις γραμμές είμαι μέσα στην ίδια παιδική ένταση και έξαψη, εν όψει του παιγνίου, με τότε που το σκάρωνα.  Τύχη αγαθή.
Α.        Από τη μια, λοιπόν, κι ολότελα σκόπιμα και συνειδητά θέλησα να εκθέσω (με τη σημερινή δημοσίευση του αποτετελεσμένου ποιήματος, με τα σημερινά μου αποκαλυπτήρια…) τον αναγνώστη στον εαυτό του, στα ίδια του τα μάτια, τη συνείδησή του, τον υποψιασμό, την επάρκεια και την αίσθησή του και επίσης να τον εκθέσω και στους άλλους συναναγνώστες. Αφού, όπως και να το κάνουμε, και τουλάχιστον σύμφωνα με την πρόθεση του συγγραφέα να γράψει ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ από εκείνο που αυτός και οι συναναγνώστες του διάβαζαν, ο επαινετικός για μένα αυτός αναγνώστης διάβαζε υλικά και μπάζα και λάσπες και τσιμέντα οικοδομών και αποφαινόταν (επαινετικά και με θαυμασμό) περί ολοκληρώματος, τετελεσμένου έργου, φτασμένου δημιουργήματος κλπ κλπ (!!!). Φυσικά, ΚΑΝΕΙΣ αναγνώστης δεν οφείλει να ξέρει τι έχει κατά νου ο συγγραφέας όταν γράφει και για πού θέλει να τραβήξει ο συγγραφικός στόχος και η φαντασία. Ο αναγνώστης διαβάζει μόνον ότι κείται ενώπιών του: κείμενα. Όμως, με ΒΑΣΗ ΑΥΤΟ ΤΟ ΙΔΙΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ που διάβαζε, μπήκε σε κάποιον μια υποψία για το παιχνίδι; Του «μύρισε» κάτι δυσλειτουργικό στο ποίημα; Τον ξένιζε ένα οποιοδήποτε στοιχείο του; Αμφισβητούσε την αρχή, τη μέση το τέλος, τα περάσματα από στίχο σε στίχο, την ολοκλήρωση, κυρίως, ενός κάποιου χ αποτελέσματος; Κοντοστάθηκε, επιτέλους, κανείς με κάποια δυσπιστία και δισταγμό; Είπε: «βρε μπας και κάτι χωλαίνει εδώ και σαν να μη μου γεμίζει το μάτι τούτο εδώ το τέλος, ας πούμε, του ποιήματος, αυτή η εικόνα, αυτή η περιστροφή της ματιάς…»; Πόσο… υποκριτής (για να χρησιμοποιήσω και μια εξαίσια φορτισμένη μπωντλερική λέξη) ή προκατειλημμένος μπορεί να είναι ο αναγνώστης με τον ίδιο τον εαυτό του (!), τα κείμενα και τους συγγραφείς ; Πόσο καλά και σταθερά μπορεί να πατήσει επί … πραγματικού εδάφους και να αρθρώσει μια γνώμη που να σχετίζεται… άμεσα με το όντως πραγματικό; Ποιο είναι το πραγματικό εν πάση περιπτώσει; Τι και πώς δέχεται ο αναγνώστης; Πόσο αναρωτιέται τη στιγμή των (αναγνωστικών) προσλήψεων; Δεν προχωρώ. Είναι προφανές, νομίζω, πως μ’ αυτά κι αυτά πάει μακριά η βαλίτσα και θεωρώ πως με τα μέχρι τώρα λεγόμενα έκλεισα ακέραια, παιδικά και με νόημα το μάτι στον αδελφό μου αναγνώστη…
Β.        Αυτός, λοιπόν, ήταν ο πρώτος στόχος που επεδίωκε εκείνη η παιδικόφρων σκανταλιά μου. Ο δεύτερος; Ε, δεν θέλει και πολύ ρώτημα φαντάζομαι. Προφανής είναι κι αυτός: να εισαγάγω μέσα στο καμίνι του εργαστηρίου τον αναγνώστη και να τον θέσω καταμεσής του κυκεώνος των υλικών που βαίνουν προς συναρμογή. Καταμεσής των θεάσεων. Καταμεσής της κίνησης. Καταμεσής των σκελετών. Καταμεσής του χάους (όσο εύτακτο κι αν μοιάζει να είναι στο δημοσιευμένο εκείνο πρόπλασμα ποιήματος…). Καταμεσής μιας Πραγματικότητας που αγωνίζεται να ειπωθεί, να στηθεί, να αρτιωθεί εν τω φαίνεσθαι ενός καλλιτεχνήματος. Καταμεσής του… συγγραφέα, μα τι λέω…, ΜΕΣΑ στον συγγραφέα, ώστε να αναλάβει καθήκοντα… Άλλωστε, εμφάνιση υλικών ίσον καλώς ήρθατε στον συγγραφέα! Υλικά εργαστηρίου, ΑΡΑ συγγραφεύς. Βρε λες; … Φυσικά, όπως και για τον πρώτο στόχο, έτσι και για τούτον το δεύτερο υπάρχει βαθύτερος λόγος γι όλα αυτά. Μα, σαν παιδί σκανταλιάρικο και πάλι δεν θα βγάλω άχνα γι αυτόν. Ας τραβήξει τη ζωή η κίνηση των μυστικών, μια που τα μυστικά γνωρίζουν πώς να σύρουν κατά βάση παράφωνους, ως όλοι μας είμαστε από κούνιας, σε ακρίβειες και έγκυρες θεάσεις Πραγμάτων.
Γ.        Υπήρχε και τρίτος στόχος; Ε ναι, τα παιδικά παιχνίδια είναι και πολυεπίπεδα και απαιτητικά και ακατάσχετα βουλημικά και ανοικτά ολοκληρωτικά… Γίνονται και συστήνονται κατά τη φύση της παιδικής καρδιάς, που αντιστοιχεί με τα παιδικά σάλτα και τα ασταμάτητα ποδοβολητά. Ο τρίτος, λοιπόν, στόχος ήταν, ίσως, ο πιο σπουδαίος και πιο ερεθιστικός και διεγερτικός από τους προηγούμενους δύο: όταν θα εμφανισθεί, καλή ώρα όπως σήμερα…, το «κανονικό» ποίημα να προβεί κεραυνόπληκτος, αγανακτισμένος (;;;..πάντως κινούμενος πια και όχι καναπεδάτος…) και μανιώδης ο αναγνώστης σε ΑΜΕΣΗ ΠΑΡΑΒΟΛΗ των δύο κειμένων, σε άμεση παραβολή των υλικών κατασκευής, σε άμεση παραβολή του (κατασκευαζομένου και προπλασματικού) ΤΟΤΕ και του (απηρτισμένου και σώου) ΤΩΡΑ. Κι ακολούθως και κατά συνεπαγωγή να αποφανθεί (ιδού το μείζον και σπουδαίο, και ουσιώδες και σημαντικό και άκρως αποκαλυπτικά παιγνιώδες…) ΠΟΙΟ ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ (με βάση πολλά και διάφορα επιχειρήματα και κριτήρια…) από τα δύο. Μήπως το ΤΟΤΕ (εν όψει ΠΑΝΤΑ μιας Πραγματικότητας που τώρα πια, με τα σημερινά αποκαλυπτήρια…, την έχουν ΟΛΟΙ και δει και ΚΑΤΑΝΟΗΣΕΙ… Εν όψει, δηλαδή, της αποκεκαλυμμένης σε όλους (τους αναγνώστες) πρόθεσης/στόχευσης του συγγραφέα και των όσων αγωνιζόταν να πει…), όπως αρμόστηκε, όπως στήθηκε, όπως προπλάστηκε, ήταν ΚΑΛΥΤΕΡΟ του ΤΩΡΑ και γιατί; Πού θα οδηγούσε, ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΑ, αυτό; Μήπως το (ολοκληρωμένο) ΤΩΡΑ υπερτερεί ασυγκρίτως του ΤΟΤΕ προπλασματικού και γιατί; Ποια τα θεμέλια και η … ΛΟΓΙΚΗ αυτής της υπεροχής και της αριστείας ή πλεονεκτικότητας ; Μήπως ο συγγραφέας ΧΑΛΑΕΙ (και πόσο ;) τα κείμενα ΜΕΤΑ τις αρχικές τους/του συλλήψεις ; Μήπως τα οδηγεί στο τέλος τους (σώζοντας, κοντολογίς, το Πραγματικόν) και κυριολεκτικά τα φτιάχνει, τα διασώζει, τα καθιστά σώα; Τί δείχνει όλη αυτή η πορεία, όλη αυτή η ΚΙΝΗΣΗ από το χ αρχικό σημείο (της συλλήψεως και κατασκευής) στο τετελεσμένο σημείο ψ (του ολοκληρωμένου καλλιτεχνήματος); Εν τέλει, ΠΟΙΟ, κατά τον αναγνώστη πάντα (συμπεριλαμβανομένου, ωστόσο, ΚΑΙ του συγγραφέα εδώ…, μια και γίνεται, που να πάρει η ευχή, κι αυτός αναγνώστης της Γραφής του ΜΕΤΑ το τέλος της Γραφής του), είναι καλύτερο κείμενο; Σε ποιο από τα δύο θα παρέμενε, θα κατοικούσε, δίχως …τύψεις; Τι θα προτιμούσε από τα δύο: τα ΥΛΙΚΑ ή το ΣΠΙΤΙ; Ποιο από τα δύο του …φτιάχνει καλύτερη ζωή καθημερινά; Ποιο τον συνεπαίρνει περισσότερο; Γιατί; Ποιος… ΑΕΡΑΣ είναι καθαρότερος από τα δύο; Πού χάθηκε και πού κερδήθηκε, εν τέλει, η Ζωή ; Μήπως και στα δύο; Μήπως σε… ΣΗΜΕΙΑ τους; Και τα σημεία αυτά γιατί δεν συνέπεσαν, ώστε ΜΑΖΙ, πια, να κάνουν ένα ΑΛΛΟ, νέο σύνολο, ένα άλλο νέο έργο που θα συστοιχείτο ακριβέστερα με το Υπαρκτό; Να προχωρήσω κι άλλο στην ερωτηματοθεσία και στις αποκαλύψεις της σκανταλιάς μου; Πριτς. Μένω εδώ και σταματώ. Να τραβά κουπί κι ο αναγνώστης, ώστε να παίρνει δυο ανάσες κι ο δύσμοιρος ο συγγραφέας και να τον πηγαίνουν τα αναγνωστικά χέρια στους λογής προορισμούς δίχως να πρέπει συνεχώς να είναι ο ίδιος σε εγρήγορση. Άλλωστε, είναι θέμα… εμπιστοσύνης το παίγνιον. Δηλαδή, πίστεως, κατά την αρχαία εκφραστική. Κι εμπιστοσύνη σημαίνει ρίσκο. Ε, ας παίρνει, λοιπόν, τα ρίσκα του κι ο συγγραφέας αφημένος, ταξιδιωτικά, στα χέρια του αναγνώστη, που θα είναι για κάποιο χρόνο ο πηδαλιούχος του κωπηλάτη. Κι έτσι, η σκανταλιά συνεχίζεται : δεν βγάζω άχνα.              
Ίσως είμαι κακό παιδί με τούτα τα καμώματα που κάνω και τα άτσαλα παιχνίδια. Ωστόσο, είμαι παιδί. Και γι αυτό μη με παίρνετε και πολύ ή και καθόλου στα σοβαρά ή, πάλι, πάρτε με τόσο σοβαρά όσο θα όφειλε σ’ ένα παιδί που παίζει και ψάχνει το βασίλειο που είναι… 
  ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ 
Υ.Γ.
Φυσικά, η δίστηλη μορφολογία της δημοσίευσης στο CANTUS FIRMUS δεν γίνεται όπως έλαχε. Ας μπει επί το έργον ο συμπαίκτης αναγνώστης! Να κι ένας όρος που λησμόνησε να χώσει ο Μπωντλέρ…
Φυσικά, για ακόμη μια φορά…, δεν είναι τυχαίο που γίνεται αυτή η δημοσίευση σήμερα, καταμεσής των απαντήσεών μου στα σχόλια των αναγνωστών πάνω στη θεωρία μου περί ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ και εν όψει του συνεχιζόμενου διαλόγου πάνω σ’ αυτήν…
Παίδες άπαντες υγιαίνετε!

   ΚΟΙΝΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ Β

Μπαίνει στον Κόσμο σε Σχήμα έτοιμο
Ολόκληρος σαν Τέλος
Εισόδιος όπως εξόδιος
Εξόδιος όπως εισόδιος
Διαγώνιος
Κυρτός
Κάθετος
Τους περισσότερους ήλιους μετρά κυματωμένος
Αυλακωτός πολλές φορές
Συχνά κουλουριασμένος
Μα πάντα, πάντα επίκεντρος κι εγγεγραμμένος
Αφού ν’ αγγίζει αγροικά
και τη ματιά σαν μήτρα απλώνει
και με τα πέλματα τον Κόσμο εισπνέει
Γι αυτό
και την Υγεία του Χώματος κατάστηθα έχει φυλαχτό
Και στον Θεό τον Ξεροκέφαλο ορκίζεται  
του πράσινου
        του κίτρινου
    και του γαλάζιου
Αυτός ο των στοιχειων ιππότης ο αστοιχείωτος
Ο μονοκύτταρος της απλότητας πρίγκιπας !

Κίτρινο το λεμόνι στα χέρια του
Δίχως να το ιππεύουν άγγελοι
Μ’ όλες τις αναγνώσεις στη φλούδα να διαβάζονται
Και μ’ όλες τις γραφές να γράφονται στους πόρους
Ξινά τα γράμματα αναδύονται
Πορώδεις οι ορθογραφίες
Σε φλούδες και κουκούτσια δένεται το συντακτικό
Στη μια κοινή γραμματική
    Στη μια τ’ ανθρώπου γλώσσα την αμετάφραστη
Το πείσμα της το λίθινο γιορτάζει η Ζωή

Τα μήλα πάντα κόκκινα δίχως εφιάλτες
Το χώμα καστανό δίχως τύψη
Γαλάζια πάντα η θάλασσα
Δίχως των δαιμονίων να την αναταράζουν ουρές
Άμαθ’ από καμπάνες και ψαλμούς τα δέντρα
Άγευστα τα πουλιά από χρησμών κι οιωνών φυλάκιση
Η νύχτα κρέμεται στα παραθύρια ολόμαυρη
Κάτασπρ’ η μέρα τεντώνεται στα χέρια του
Βυθίζονται τα σύννεφα στα μάτια
Δίχως στρατηγικές
Και τάγματα ιδεών στο σπόρο της ντομάτας
Το στόμα του δεν παραδέχεται 

Κι όταν οι αχωμάτιστοι το  κακοφόρμισμα ξεχύνουν
Όπου αέρας γίνεται το όρος
Σύννεφο η πέτρα
Ουρανός η ρεματιά
 Ο έρωτας ανώδυνος
Κι όλα τα χειροπιαστά βρέχονται αεροσύνη
Τότε στρώνει τα χάχανα της πανοπλίας του
Τον Κόσμο να φυλάξει
Και τυλίγει με φάρμακα ξεκαρδισμών
Τους μασκοφόρους αποστάτες   
                                                  Τους αναντίστοιχους

 Δύσκολο ως φαίνεται πολύ
Αν ξεκορμίζεις απ’ των Ανταίων το σμήνος
Πιστός να μείνεις στο λέπι του ψαριού
Σ’ όλα τα πράσινα των χόρτων
Και στον κρωγμό του κόκορα
Και στων φιλιών το αίμα  
©  ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ







   ΚΟΙΝΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ Α

Μπαίνει στον Κόσμο σε Σχήμα έτοιμο
Ολόκληρος σαν Τέλος
Διαγώνιος
Κυρτός
Κάθετος
Τους περισσότερους ήλιους μετρά κυματωμένος
Αυλακωτός πολλές φορές
Συχνά κουλουριασμένος
Μα πάντα, πάντα επίκεντρος κι εγγεγραμμένος
Αφού ν’ αγγίζει αγροικά
και τη ματιά σαν μήτρα απλώνει
και με τα πέλματα τον Κόσμο εισπνέει
Γι αυτό και την υγεία του Χώματος κατάστηθα έχει φυλαχτό
Και στον Θεό τον ξεροκέφαλο ορκίζεται
του πράσινου
        του κίτρινου
    και του γαλάζιου
Αυτός ο των στοιχειων ιππότης ο αστοιχείωτος
Ο μονοκύτταρος της απλότητας πρίγκηπας !

Κίτρινο το λεμόνι στα χέρια του
Δίχως να το ιππεύουν άγγελοι
Μ’ όλες τις αναγνώσεις στη φλούδα να διαβάζονται
Και μ’ όλες τις γραφές να γράφονται στους πόρους
Τα μήλα πάντα κόκκινα δίχως εφιάλτες
Το χώμα καστανό δίχως τύψη
Γαλάζια πάντα η θάλασσα
Δίχως ουρές των δαιμονίων να την αναταράζουν
Δίχως καμπάνες και ψαλμούς τα δέντρα
Και τα πουλιά  άγευστ’ από χρησμών κι οιωνών φυλάκιση  


Και όπως μπαίνει βγαίνει


Κι εκείνος που απόμεινε πιστός
Στις τάξεις του Ανταίου
Μ’ όποιον ορίζοντα στην πλάτη κουβαλά
Μακάριος κι αληθινός







Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

Η ΛΙΖΑ ΔΙΟΝΥΣΙΑΔΟΥ για τον ΓΙΩΡΓΟ ΧΕΙΜΩΝΑ


Πώς γίνεται ποίημα ο θάνατος; Μονάχα ο ποιητής γνωρίζει ότι το ποίημα είναι όνειρο θανάτου
(Γιώργος Χειμωνάς)
To δωμάτιο ήταν μισοφωτισμένο, έπιπλα βαριά, βελούδινα καλύμματα ή κουρτίνες, (δεν θυμάμαι ), αλλά σε αποχρώσεις του ματωμένου κόκκινου. Μου άνοιξε ο ίδιος, καθίσαμε σε βαθιές πολυθρόνες. Ταραγμένη εγώ και αμήχανη, κρατούσα στα χέρια μου σελίδες και ευθύς άρχισα να μιλώ, να εξηγώ, πώς και γιατί τον αναζήτησα. Η βιβλιοθήκη του δικού μου Γιώργου ήταν γεμάτη από βιβλία του ξεχωριστού αυτού συγγραφέα. Όλα γεμάτα με υπογραμμίσεις, πολυδιαβασμένα, απέπνεαν αγάπη για τον συγγραφέα. Έπρεπε λοιπόν να τον βρω. Να του μιλήσω. Δεν ξέρω τι περίμενα να συμβεί, όμως η ανάγκη ήταν επιτακτική. Βρήκα το τηλέφωνό του, δεν θυμάμαι από πού και του τηλεφώνησα. Απάντησε τηλεφωνητής. Άφησα μήνυμα με το όνομά μου (μια άγνωστη γι αυτόν φωνή ), τονίζοντας ότι ήθελα οπωσδήποτε να τον συναντήσω. Θα πέρασε ένας μήνας, ίσως και περισσότερο, στο διάστημα του οποίου επανέλαβα την προσπάθειά μου με τα τηλέφωνα. Κάποιο μεσημέρι, γυρίζοντας από την δουλειά μου, βρήκα τον σύντροφό μου στο κρεβάτι, με πόνους στη μέση. 

«Τηλεφώνησε ο Γιώργος Χειμωνάς», μου είπε. Δεν μπορώ να περιγράψω την απρόσμενη χαρά μου …είχα αρχίσει να πιστεύω πως δεν θα τον εύρισκα ποτέ. 

«Και τι είπε ;»
«Είπε να τον πάρεις όταν επιστρέψεις , ότι ώρα και να είναι.»
«Λες να μπορώ και τώρα ; Iσως κοιμάται …»
«Μου είπε ότι δεν κοιμάται ποτέ.»

Τηλεφώνησα αμέσως. Πριν κάνω οτιδήποτε άλλο. Με λίγες σκόρπιες κουβέντες του εξήγησα γιατί ήθελα να τον δω. Μου μιλούσε σαν παλιός γνώριμος και ζητούσε συγνώμη για την αργοπορία του. Έλειπε στο εξωτερικό και μόλις είδε τα μηνύματα. Κλείσαμε ραντεβού για την Κυριακή.
Την Κυριακή ήμουν εκεί . Στην οδό Καψάλη. Ένας άντρας ωραίος, αλλοτινός , με ένα εβένινο μπαστούνι.

«Συγχωρέστε με για το μπαστούνι ! Δεν το κρατάω για στυλ. Μου χρειάζεται.»

Έμεινα πάνω από δυο ώρες κουβεντιάζοντας μαζί του. Δεν ήξερα από πού να αρχίσω. Εκείνος ζήτησε να δει φωτογραφία του Γιώργου και τα γραπτά. Φαινόταν συγκλονισμένος. 
Είχα μαζί μου και μερικά χειρόγραφα. Όταν αργότερα γνωρισθήκαμε καλύτερα, ανακάλυψα πως ο γραφικός χαραχτήρας του γιού μου έμοιαζε εξαιρετικά με τον δικό του.

«Νομίζετε πως είναι τυχαίο ;» σχολίασε.

Δεν ήξερα τότε πως ο Χειμωνάς ήταν ψυχίατρος. Μόνο η συγγραφική του ιδιότητα μου ήταν γνωστή. Θέλησε να μάθει ποια βιβλία του αγαπούσε ο γιός μου, ρωτούσε συνέχεια τα πάντα για την συμπεριφορά του και όταν μου πρότεινε να βλεπόμαστε κάθε Κυριακή και να κουβεντιάζουμε, αισθάνθηκα άβολα και τον ρώτησα για την αμοιβή του.

«Θα αστειεύεσθε βέβαια» μου είπε. «Άλλωστε δεν ασκώ πλέον το επάγγελμα της ψυχιατρικής. 
«Θα βλεπόμαστε γιατί αυτό πρέπει να γίνει. Δεν ξέρετε πόσο με βοηθάτε !»

Ήμουν κατάπληκτη. Απευθύνθηκα σε κείνον για βοήθεια (δίχως να ξέρω τι είδους ακριβώς) και εκείνος αντέστρεφε τους όρους.
Δεν μπορώ να θυμηθώ τους διαλόγους μας, όμως ξέρω ότι έφευγα από την οδό Καψάλη πετώντας.

Η φράση όμως που με σημάδεψε ήταν : «Nα είσθε σίγουρη πως ο γιός σας δεν έκανε το χειρότερο !»

Κάποια άλλη στιγμή, συνεπαρμένη από όσα μου έλεγε, του είπα πως αν ο γιός μου τον είχε γνωρίσει από κοντά, ίσως δεν θα έκανε αυτό που με τίποτα δεν διορθώνεται . 

«Μην αυταπατάστε. Αν με γνώριζε από κοντά, θα με απέρριπτε ! Γνωρίζω καλά αυτή την οργή .»

Στο μεταξύ, με τον Χρήστο τον Παπουτσάκη, μαζέψαμε όλα τα ποιήματα του Γιώργου και με την επιμέλεια του Νάσου Βαγενά, ετοιμάζαμε την έκδοσή τους στον Καστανιώτη.

«Όταν είσθε έτοιμη, θέλω και εγώ να έχω κάποιο λόγο στην έκδοση.»

Μετά, τον έχασα. Κάποια μέρα, μου τηλεφώνησε η γυναίκα του, η Λούλα Αναγνωστάκη και μου είπε ότι λείπει στο Παρίσι, μα δεν με ξέχασε. Ετοιμάζει το κείμενο για το βιβλίο του Γιώργου. Δεν επιθυμεί να γράψει ένα απλό κείμενο από αυτά που συνηθίζονται σε παρόμοιες περιπτώσεις και γι αυτό αργεί. Παραμονές Χριστουγέννων 1998 μου το έστειλε . Είναι ένα κείμενο, με τον τίτλο …ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ, που συνοδεύει την ΓΑΛΑΖΙΑ ΜΗΧΑΝΗ του Γιώργου και αποτελεί από μόνο του έναν ύμνο στην ποίηση και τον ποιητή. «Πως γίνεται ποίημα ο θάνατος; Μονάχα ο ποιητής γνωρίζει ότι το ποίημα είναι όνειρο θανάτου.» σε αυτό το κείμενο που ο Χειμωνάς έγραψε λίγο πριν και ο ίδιος αποχωρήσει, είναι τέτοια η αγάπη του για την ποίηση, τέτοιος ο σεβασμός του για τον νεαρό ποιητή που τον τοποθετεί πλάι στον Έλιοτ, τον Σαίξπηρ, τον Ρεμπό, τον Prufrock, που ακούς διαβάζοντάς το την φωνή του να αντηχεί σε έναν άδειο κόσμο.
Αυτοί οι νεαροί θάνατοι, η ηχώ των λόγων αυτών των αδέξιων θανάτων είναι γύρω μας , κοντά μας και μέσα μας.
Περισσότερο από κάθε άλλον, ο Χειμωνάς κατάλαβε την άρνηση του νεαρού ποιητή να ζήσει σε αυτόν τον κόσμο, γράφοντας το τελευταίο του ποίημα. Το ποίημα του θανάτου του. 
Θα του είμαι για πάντα ευγνώμων για τους δρόμους που μου άνοιξε . Τους δρόμους της αθανασίας του δικού μου νεκρού.




ΓΑΛΑΖΙΑ ΜΗΧΑΝΗ
1
Έφευγε πάνω σε τροχιές
ριζωμένες σ’ έναν έρημο τόπο,
σαν μια λάμψη
στο μάτι του ορίζοντα,

απάνω στον καιρό
που μπορούσε να λυγίζει, να λυγίζει, να λυγίζει
δίχως ποτέ να ραγίζεται.
Σ’ ένα βαγόνι του καπνίσαμε,
Και τα μίλια το κατάπιναν λαίμαργα .
γελάσαμε,

παράξενο γέλιο,
παράξενο,
που κάτω από τα ρούχα μας,
κάτω από το πετσί μας
άλλες είχαμε τροχιές χαραγμένες

και καημούς μυστικούς
κι αρίφνητους προορισμούς
και έναν
2
μπλεγμένο στο σκοτάδι.
Απ’ το παράθυρο κοιτώντας πέρα
Ολοένα ταξιδεύαμε, τον ουρανό της αυγής
ίδιο με το μύχιο φτερούγισμα
στο λουλάκι, το τίναγμα της πεταλούδας,
ακούοντας αχνά
που τόσες νύχτες μας κράταε ξάγρυπνους,
που θρόιζε τα φύλλα
το βούισμα της μέλισσας, ως και τον ψίθυρο της γης
σ’ ένα θρύψαλο χάος .
καθώς ανθούσε η άνοιξη, αργά, σαν ένα λουλούδι
που βλασταίνει

Άνεμε, άνεμε,
που γλιστράς στις μεμβράνες του πόνου ανάμεσα,
κύμα,
που δεν έχεις άμπωτη στα κοράλλια του νου των ανθρώπων,
φιλί, της άλικης γιορτής,
Είναι σκληρές οι που μας Έχεις ,
φιλί λυμένο στα σταυροδρόμια της αβύσσου, όχι άλλο αίμα.
στα ζωγραφιστά Σου σύννεφα μπροστά.
των βουνών οι τροχαλίες, η μιλιά μας αμίλητη και μήτε η ανάσα μας , η Σιωπή σου,
η από πάντα γεννημένη.

3
Σαν το νερό,
πηγαίνοντας που σχίζει το βαπόρι,
χόρευε η σκόνη
Ήμουν
στην πρώτη αχτίδα της Μέρας . ολότελα μόνος.
στους μαύρους κύκλους
Έπειτα ένιωσα το φως υφασμένο κάτω απ’ τα μάτια μου, ένα ψιθύρισμα,
Στο νοτισμένο ‘ ναι πια κήπο σταγόνες».
μια φωνή στραφταλιστή πίσω απ’ τις λέξεις :
Φύγαν οι νύμφες.

Κράταε στο χέρι ψηλά
Μια λεπίδα στομωμένη με τον πολτό του ήλιου :
«Είμαι ο άγγελος
του νόστου πουλί.
ταξιδιών απίθανων, Θε να’ ναι κρυφό
σβησμένο στο φως».
τ’ όνομά μου για πάντα ,

Άξαφνα τινάχτηκαν οι ψηφιδωτές εικόνες ,
ένα σμήνος πυγολαμπίδες, μια έκρηξη.
5
Μετά το δειλινό των αισθήσεων. Ξύπνησα
από χέρι ανθρώπινο.
με μιαν αφή αλαφριά στο πρόσωπο Σχίζαμε τον κάμπο,
Με σταλαγμένη στα μάτια μου τη στάλα
ένα ύφασμα γεμάτο μπαλώματα _ του ήρωα η ψυχή. του κήπου.
κι αν δεν στέρξει ο άνθρωπος, θα στέρξει,
Με δυο λόγους που μόχλευαν το μάγμα στα σωθικά μου. θα γείρει το κεφάλι, θα κοιμηθεί. Μα η μηχανή
Αγρυπνά και ταξιδεύει.

Να μη φοβάσαι τα σκυλιά που αλυχτάνε
στη λάμψη ενός ξοδεμένου φεγγαριού,
να μη φοβάσαι τα σκυλιά που γρυλίζουν
απ’ τα βάθη του στέρφου πηγαδιού, να μη φοβάσαι τα σκυλιά που ξεσχίζουν
κάθε αφανέρωτου λογισμού τις σάρκες.

Ταξίδι άγιο
απάνω στα σίδερα σπινθηρίζοντας φωτιά,
άγιο ταξίδι, ταξίδι της Γυναίκας με
τα ραγισμένα μάτια , που όλο θέλει να τραγουδά.
γυρνώντας στ ‘ οκτώ των βουνοσειρών με το σημάδι του απείρου, σκορπώντας μέθη
Κι αν δεν στέρξει ο άνθρωπος, θα στέρξει,
ενός αλλόκοτου μύρου. Όνειρο άγιο, όνειρο του τόπου που δεν υπάρχουν όνειρα, λάγιασε.
αγρυπνά και ταξιδεύει.
Θα γείρει το κεφάλι, θα κοιμηθεί.
Μα η μηχανή

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ ποιητής

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016

Όταν όλα είναι επιτρεπτά


γράφει ο Μιχάλης Μοδινός*
Αναδημοσίευση από: Τα ΝΕΑ / ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ

- Ο Νικολό Αμανίτι   στήνει τη φάρσα μιας μεγάλης ρωμαϊκής γιορτής, κάτι σαν σύγχρονο μεγάλο φαγοπότι, που θα εξελιχθεί σε τραγωδία- 
 
Νικολό Αμανίτι, Ας αρχίσει η γιορτή,
μτφ. Ανταίος Χρυσοστομίδης,
Δήμητρα Δότση, σελ. 351, Καστανιώτης 2016

Κάπου στα μισά του βιβλίου, ένας καλά πιασμένος πλαστικός χειρούργος λέει στον ένα εκ των δύο πρωταγωνιστών, τον  διάσημο συγγραφέα και τηλεοπτικό αστέρα Φαμπρίτσιο Τσίμπα, που αγωνιά μήπως ξεφτιλιστεί επειδή ένα ερωτικό του  βίντεο κυκλοφορεί στο διαδίκτυο: «Ρεζιλίκια δεν υπάρχουν πια...Σύμφωνα με τις παλιές παραμέτρους, εγώ θα ήμουν ένα κινητό ρεζιλίκι, ένας μαλάκας πνιγμένος στο χρήμα, ένας τοξικομανής, ένας κατάπτυστος που βγάζει λεφτά με το να εκμεταλλεύεται  τις αδυναμίες μερικών πορνιδίων. Κι όμως δεν είναι έτσι. Με αγαπάνε και με σέβονται. Με προσκαλούν ακόμα και στη γιορτή της Δημοκρατίας στο προεδρικό μέγαρο».  Ο Φαμπρίτσιο θα το καλοσκεφτεί, και θα συμπεράνει ότι πράγματι, το βίντεο μπορεί να αποβεί προς όφελός του. Καθώς η συζήτηση γίνεται  σε ένα ιστορικό ρωμαϊκό πάρκο, την Βίλλα Άντα, που την έχει αγοράσει από το Δήμο ένας σκοτεινός μεγιστάνας, κοιτάζει γύρω του  τις διασημότητες της πόλης –ποδοσφαιριστές, ηθοποιούς, τηλεοπτικές γλάστρες, πολιτικούς, μόδιστρους, σεφ, σελέμπριτις απροσδιορίστου ιδιότητος, ακόμη και κάνα δυο συγγραφείς σαν και λόγου του- και συνειδητοποιεί ότι όχι μόνο κανείς δεν ξεμπροστιάζεται πια, ότι ηθικές και αισθητικές αρχές έχουν καταλυθεί πλήρως, αλλά ότι το ρεζιλίκι είναι πλέον όρος ύπαρξης, ο μοναδικός λόγος για τον οποίο έχεις πιθανότητες να παραμείνεις στο προσκήνιο, να σε αναγνωρίζουν στο δρόμο και να σε καλούν σε τέτοια πάρτυ.
   Λίγες μέρες πριν από αυτό το μείζον γεγονός, ο Φαμπρίτσιο έχει παρουσιάσει σε μεγάλη τελετή ένα νομπελίστα ινδό συγγραφέα, μην έχοντας καν διαβάσει το βιβλίο του, επινοώντας επί σκηνής μια άσχετη πιασάρικη ιστορία που καθηλώνει το κοινό. Είναι ένας άνθρωπος κυνικός, νάρκισσος, μέθυσος, επικεντρωμένος στην προβολή του, τρομοκρατημένος μήπως κάποιος νεότερος του κλέψει την πρωτοκαθεδρία, σε διαρκές κυνήγι ποδόγυρου μεταξύ θαυμαστριών, στάρλετ και μοντέλων, και επιπλέον σε δυσμένεια από τον εκδοτικό του οίκο που αρχίζει να ποντάρει αλλού. Επιμελημένα ατημέλητος και δήθεν «δύσκολος» στις επαφές, θα γνωρίσει στη διάρκεια της γιορτής την τραγουδίστρια- βεντέτα της βραδιάς, την Λαρίτα,  μια πρώην χεβιματαλού και τώρα μετανοημένη Καθολική. Θα αποφασίσει πως είναι η γυναίκα της ζωής του, για να την παρατήσει στη μοίρα της όταν η καταστροφή επέρχεται  προς το τέλος του βιβλίου. Μέσω αυτού του ήρωα ο Αμανίτι περιγράφει ένα χώρο που τον γνωρίζει ασφαλώς καλά, με όλη την ματαιοδοξία και ανασφάλειά του.
   Ο άλλος κεντρικός ήρωας, είναι, θα λέγαμε, ο μέσος άνθρωπος. Ο Σαβέριο Μονέτα είναι παντρεμένος αλλά η γυναίκα του τον περιφρονεί, όπως και ο πεθερός του, στην επιπλοποιία του οποίου εργάζεται. Έχει δίδυμα από εξωσωματική όπως τόσοι και τόσες στις μέρες μας. Η ερωτική του ζωή είναι ανύπαρκτη, η συναισθηματική ομοίως, και μισώντας την κοινωνία έχει βρει καταφυγή στον σατανισμό, ιδρύοντας μια οργάνωση με την επωνυμία «Κτήνη του Αββαδώνα». Αλλά κι αυτή η δραστηριότητα δεν στέφεται με ιδιαίτερη επιτυχία καθώς οι δραστηριότητες της οργάνωσης είναι περιορισμένες, και άλλοι κλέβουν τη δόξα με ευφάνταστες τελετουργίες και σκοτεινές θυσίες. Σε μια ύστατη προσπάθεια να ανακτήσει τον αυτοσεβασμό του, καταφέρνει να διεισδύσει με τα τρία άλλα μέλη των «Κτηνών»  στην μεγάλη γιορτή της Βίλας Άντα, ως μέρος της ομάδας κέτερινγκ, με στόχο να απαγάγουν την Λαρίτα και να την αποκεφαλίσουν σε ένα απόμακρο λόφο, με ένα σπαθί απομίμηση εκείνου του Ρολάνδου που έχει αγορασθεί μέσω ίντερνετ.
    Ποικίλα τραγελαφικά θα συμβούν στη διάρκεια της γιορτής που ο μεγιστάνας ιδιοκτήτης της Βίλας την θέλει να επισκιάζει οτιδήποτε έχει προηγηθεί, προκειμένου όλες αυτές οι πολιτικές και καλλιτεχνικές διασημότητες που ως χτες τον περιφρονούσαν, να προσκυνήσουν τον Νέο Καίσαρα. Ο Αμανίτι σκιαγραφεί με ένα είδος φαρσικής υπερβολής την κοινωνία της τηλεοπτικής ασυδοσίας όπου οι πάντες δίνουν γην και ύδωρ για την ένταξή τους στον νέο πλούτο, την καλλιέργεια της τηλεοπτικής τους περσόνας, ακόμη και την πρόκληση σκανδάλων προκειμένου να βγουν από την αφάνεια. Και ο μεγιστάνας – πρώην μαφιόζος (ρητή αναφορά στην μερλουσκινική ευωχία, μιας και το βιβλίο γράφηκε μεταξύ 2006 και 2008) έχει οργανώσει τα πάντα στην εντέλεια. Δρόμοι της Ρώμης έχουν κλείσει , ελικόπτερα υπερίπτανται, οι διασημότητες καταφτάνουν σε υπερπολυτελή αυτοκίνητα, ειδικές ομάδες τους ξεναγούν στον 600 στρεμμάτων κήπο με τις τεχνητές λίμνες και τα απέραντα λιβάδια όπου βόσκουν, γκνού, γαζέλες και βουβάλια και όπου καραδοκούν λιοντάρια, ακόμη και μια καρκινοπαθής τίγρη. Στη διάρκεια της δεξίωσης γαλοπούλες κυκλοφορούν ανάμεσα στα πόδια των ημίγυμνων στάρλετ ενώ γι αργότερα έχουν οργανωθεί τρία διαφορετικά σαφάρι μέσα στο πάρκο με τις αντίστοιχες αμφιέσεις: αφρικανικό κυνήγι λιονταριού, ευρωπαϊκότατο κυνήγι αλεπούς και το αποκορύφωμα, κυνήγι τίγρης πάνω στη ράχη ταλαίπωρων ινδικών ελεφάντων φερμένων από ένα ζωολογικό κήπο της Κρακοβίας.
   Φυσικά εντέλει θα λειτουργήσει ο νόμος του Μέρφυ: όλα θα πάνε στραβά εφόσον μπορούν να πάνε στραβά. Οι ελέφαντες θα αφηνιάσουν και θα πέσουν σε ρεματιές,  τα άγρια ζώα θα μπερδευτούν και θα μπλέξουν τους οικοτόπους τους, κάποιος ζάπλουτος γέροντας θα αρχίσει  να πυροβολεί μια υποτιθέμενη αλεπού, φιλιππινέζοι σερβιτόροι θα γκρεμοτσακιστούν, ένα ποτάμιο σπίτι ινδικού τύπου θα αναφλεγεί και οι κροκόδειλοι της λίμνης θα βρεθούν να κατασπαράζουν ανθρώπινη σάρκα ενώ παραδίπλα τα όρνια τσιμπολογούν από τα χυμένα καζάνια του πολυτελούς κέτερινγκ. Το τεχνητό υδατικό σύστημα της Βίλας Αντα θα καταρρεύσει   και τα πάντα θα πλημμυρίσουν καθώς ο σατανιστής Σαβέριο έχει φροντίσει να κοπεί η κεντρική παροχή ρεύματος, προκειμένου να απαγάγει και θυσιάσει τη Λαρίτα  - επιχείρηση στην οποία θα θυσιαστεί ένας εκ των συνεργατών του.  Ο Φαμπρίτσιο έχει στο μεταξύ χαθεί κάπου στις ρεματιές με την τραγουδίστρια, δείχνοντας αποφασισμένος να την παντρευτεί, εν μέσω του γενικευμένου χάους.  
   Εδώ ακριβώς ο Αμανίτι μας τα χαλάει. Σαν να μην έφταναν για την υποδήλωση της κριτικής του θέσης οι  πιο πάνω κωμικές υπερβολές που ως ένα σημείο λειτουργούσαν θαυμάσια, προσθέτει άλλες καμπόσες. Η κυριότερη είναι η παρουσία μιας φυλής Ρώσων, πρώην ολυμπιονικών, που απέδρασαν από την σοβιετική αποστολή κατά τους αγώνες της Ρώμης και από το 1960 και ζουν κρυπτόμενοι στις παρακείμενες χριστιανικές κατακόμβες καθαρίζοντας το πάρκο από τα υποπροϊόντα/ απόβλητα  της κοινωνίας της αφθονίας. Όταν αντιλαμβάνονται την γιορτή που διεξάγεται πάνω από τα κεφάλια τους πιστεύουν ότι είναι κάποιο μεγαλόσχημο στέλεχος του κομμουνιστικού καθεστώτος που γιορτάζει, και αποφασίζουν να βγουν στην επιφάνεια και να εκδικηθούν. Συμβάλλουν κι αυτοί στον γενικό χαμό για να παρασυρθούν από τα νερά της πλημμύρας, ενώ ο μαφιόζος ιδιοκτήτης πεθαίνει  πυροβολώντας τους ακαθόριστους εισβολείς διώκτες του.

    Ο κυνικός Φαμπρίτσιο θα αρραβωνιαστεί μια στάρλετ και θα σωθεί από το συγγραφικό αδιέξοδο, κλέβοντας στη διάρκεια του χαμού από το πτώμα  γέροντα συγγραφέα το στικάκι με το αδημοσίευτο αριστούργημά του. Την Λαρίτα θα την σώσει τελικά -σε μια απόλυτη αναστροφή των ρόλων- ο σατανιστής Σαβέριο που θα πεθάνει στο καθήκον. Δυο άλλοι σατανιστές θα παντρευτούν και θα φέρουν μετά από χρόνια βόλτα στο πάρκο τον απόγονό τους, σε μια σαφή υποδήλωση της συνέχειας της ζωής. Αν ο Αμανίτι, όπως και στα προηγούμενα βιβλία του, δεν γινόταν τόσο επεξηγηματικός για τις ούτως ή άλλως ρητά διατυπωμένες στη διάρκεια της αφήγησης απόψεις του, όλα θα ήταν καλύτερα για μας τους αναγνώστες. Επιπροσθέτως,  δεν χρειαζόταν σ’ αυτή την κωμική αλληγορία η προσθήκη τόσο πολλών μπουφόνικων φαρσοκομικών επεισοδίων  που αλληλοπροστιθέμενα μπουκώνουν τον αναγνώστη, συχνά καταντώντας μη πειστικά. Κατά τα άλλα παραμένει ένας ευφυής συγγραφέας που τολμάει να θίγει καίρια ζητήματα της σύγχρονης Ιταλίας (και όχι μόνο) ενώ θα έλεγε κανείς ότι  η δομή των βιβλίων του προσομοιάζει σε αυτή των κινηματογραφικών σεναρίων –  άλλωστε, καλοί σκηνοθέτες  έχουν αξιοποιήσει τις δυνατότητες οπτικοποίησης του υλικού του. Να πω τέλος ότι αυτή η μετάφραση είναι η ύστατη δουλειά του Ανταίου Χρυσοστομίδη –που μας γνώρισε τον Αμανίτι στην Ελλάδα- και ολοκληρώθηκε με την δημιουργική σύμπραξη της Δήμητρα Δότση.
 Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της. 
Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.
To τελευταίο του βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.