Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016

Όταν όλα είναι επιτρεπτά


γράφει ο Μιχάλης Μοδινός*
Αναδημοσίευση από: Τα ΝΕΑ / ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ

- Ο Νικολό Αμανίτι   στήνει τη φάρσα μιας μεγάλης ρωμαϊκής γιορτής, κάτι σαν σύγχρονο μεγάλο φαγοπότι, που θα εξελιχθεί σε τραγωδία- 
 
Νικολό Αμανίτι, Ας αρχίσει η γιορτή,
μτφ. Ανταίος Χρυσοστομίδης,
Δήμητρα Δότση, σελ. 351, Καστανιώτης 2016

Κάπου στα μισά του βιβλίου, ένας καλά πιασμένος πλαστικός χειρούργος λέει στον ένα εκ των δύο πρωταγωνιστών, τον  διάσημο συγγραφέα και τηλεοπτικό αστέρα Φαμπρίτσιο Τσίμπα, που αγωνιά μήπως ξεφτιλιστεί επειδή ένα ερωτικό του  βίντεο κυκλοφορεί στο διαδίκτυο: «Ρεζιλίκια δεν υπάρχουν πια...Σύμφωνα με τις παλιές παραμέτρους, εγώ θα ήμουν ένα κινητό ρεζιλίκι, ένας μαλάκας πνιγμένος στο χρήμα, ένας τοξικομανής, ένας κατάπτυστος που βγάζει λεφτά με το να εκμεταλλεύεται  τις αδυναμίες μερικών πορνιδίων. Κι όμως δεν είναι έτσι. Με αγαπάνε και με σέβονται. Με προσκαλούν ακόμα και στη γιορτή της Δημοκρατίας στο προεδρικό μέγαρο».  Ο Φαμπρίτσιο θα το καλοσκεφτεί, και θα συμπεράνει ότι πράγματι, το βίντεο μπορεί να αποβεί προς όφελός του. Καθώς η συζήτηση γίνεται  σε ένα ιστορικό ρωμαϊκό πάρκο, την Βίλλα Άντα, που την έχει αγοράσει από το Δήμο ένας σκοτεινός μεγιστάνας, κοιτάζει γύρω του  τις διασημότητες της πόλης –ποδοσφαιριστές, ηθοποιούς, τηλεοπτικές γλάστρες, πολιτικούς, μόδιστρους, σεφ, σελέμπριτις απροσδιορίστου ιδιότητος, ακόμη και κάνα δυο συγγραφείς σαν και λόγου του- και συνειδητοποιεί ότι όχι μόνο κανείς δεν ξεμπροστιάζεται πια, ότι ηθικές και αισθητικές αρχές έχουν καταλυθεί πλήρως, αλλά ότι το ρεζιλίκι είναι πλέον όρος ύπαρξης, ο μοναδικός λόγος για τον οποίο έχεις πιθανότητες να παραμείνεις στο προσκήνιο, να σε αναγνωρίζουν στο δρόμο και να σε καλούν σε τέτοια πάρτυ.
   Λίγες μέρες πριν από αυτό το μείζον γεγονός, ο Φαμπρίτσιο έχει παρουσιάσει σε μεγάλη τελετή ένα νομπελίστα ινδό συγγραφέα, μην έχοντας καν διαβάσει το βιβλίο του, επινοώντας επί σκηνής μια άσχετη πιασάρικη ιστορία που καθηλώνει το κοινό. Είναι ένας άνθρωπος κυνικός, νάρκισσος, μέθυσος, επικεντρωμένος στην προβολή του, τρομοκρατημένος μήπως κάποιος νεότερος του κλέψει την πρωτοκαθεδρία, σε διαρκές κυνήγι ποδόγυρου μεταξύ θαυμαστριών, στάρλετ και μοντέλων, και επιπλέον σε δυσμένεια από τον εκδοτικό του οίκο που αρχίζει να ποντάρει αλλού. Επιμελημένα ατημέλητος και δήθεν «δύσκολος» στις επαφές, θα γνωρίσει στη διάρκεια της γιορτής την τραγουδίστρια- βεντέτα της βραδιάς, την Λαρίτα,  μια πρώην χεβιματαλού και τώρα μετανοημένη Καθολική. Θα αποφασίσει πως είναι η γυναίκα της ζωής του, για να την παρατήσει στη μοίρα της όταν η καταστροφή επέρχεται  προς το τέλος του βιβλίου. Μέσω αυτού του ήρωα ο Αμανίτι περιγράφει ένα χώρο που τον γνωρίζει ασφαλώς καλά, με όλη την ματαιοδοξία και ανασφάλειά του.
   Ο άλλος κεντρικός ήρωας, είναι, θα λέγαμε, ο μέσος άνθρωπος. Ο Σαβέριο Μονέτα είναι παντρεμένος αλλά η γυναίκα του τον περιφρονεί, όπως και ο πεθερός του, στην επιπλοποιία του οποίου εργάζεται. Έχει δίδυμα από εξωσωματική όπως τόσοι και τόσες στις μέρες μας. Η ερωτική του ζωή είναι ανύπαρκτη, η συναισθηματική ομοίως, και μισώντας την κοινωνία έχει βρει καταφυγή στον σατανισμό, ιδρύοντας μια οργάνωση με την επωνυμία «Κτήνη του Αββαδώνα». Αλλά κι αυτή η δραστηριότητα δεν στέφεται με ιδιαίτερη επιτυχία καθώς οι δραστηριότητες της οργάνωσης είναι περιορισμένες, και άλλοι κλέβουν τη δόξα με ευφάνταστες τελετουργίες και σκοτεινές θυσίες. Σε μια ύστατη προσπάθεια να ανακτήσει τον αυτοσεβασμό του, καταφέρνει να διεισδύσει με τα τρία άλλα μέλη των «Κτηνών»  στην μεγάλη γιορτή της Βίλας Άντα, ως μέρος της ομάδας κέτερινγκ, με στόχο να απαγάγουν την Λαρίτα και να την αποκεφαλίσουν σε ένα απόμακρο λόφο, με ένα σπαθί απομίμηση εκείνου του Ρολάνδου που έχει αγορασθεί μέσω ίντερνετ.
    Ποικίλα τραγελαφικά θα συμβούν στη διάρκεια της γιορτής που ο μεγιστάνας ιδιοκτήτης της Βίλας την θέλει να επισκιάζει οτιδήποτε έχει προηγηθεί, προκειμένου όλες αυτές οι πολιτικές και καλλιτεχνικές διασημότητες που ως χτες τον περιφρονούσαν, να προσκυνήσουν τον Νέο Καίσαρα. Ο Αμανίτι σκιαγραφεί με ένα είδος φαρσικής υπερβολής την κοινωνία της τηλεοπτικής ασυδοσίας όπου οι πάντες δίνουν γην και ύδωρ για την ένταξή τους στον νέο πλούτο, την καλλιέργεια της τηλεοπτικής τους περσόνας, ακόμη και την πρόκληση σκανδάλων προκειμένου να βγουν από την αφάνεια. Και ο μεγιστάνας – πρώην μαφιόζος (ρητή αναφορά στην μερλουσκινική ευωχία, μιας και το βιβλίο γράφηκε μεταξύ 2006 και 2008) έχει οργανώσει τα πάντα στην εντέλεια. Δρόμοι της Ρώμης έχουν κλείσει , ελικόπτερα υπερίπτανται, οι διασημότητες καταφτάνουν σε υπερπολυτελή αυτοκίνητα, ειδικές ομάδες τους ξεναγούν στον 600 στρεμμάτων κήπο με τις τεχνητές λίμνες και τα απέραντα λιβάδια όπου βόσκουν, γκνού, γαζέλες και βουβάλια και όπου καραδοκούν λιοντάρια, ακόμη και μια καρκινοπαθής τίγρη. Στη διάρκεια της δεξίωσης γαλοπούλες κυκλοφορούν ανάμεσα στα πόδια των ημίγυμνων στάρλετ ενώ γι αργότερα έχουν οργανωθεί τρία διαφορετικά σαφάρι μέσα στο πάρκο με τις αντίστοιχες αμφιέσεις: αφρικανικό κυνήγι λιονταριού, ευρωπαϊκότατο κυνήγι αλεπούς και το αποκορύφωμα, κυνήγι τίγρης πάνω στη ράχη ταλαίπωρων ινδικών ελεφάντων φερμένων από ένα ζωολογικό κήπο της Κρακοβίας.
   Φυσικά εντέλει θα λειτουργήσει ο νόμος του Μέρφυ: όλα θα πάνε στραβά εφόσον μπορούν να πάνε στραβά. Οι ελέφαντες θα αφηνιάσουν και θα πέσουν σε ρεματιές,  τα άγρια ζώα θα μπερδευτούν και θα μπλέξουν τους οικοτόπους τους, κάποιος ζάπλουτος γέροντας θα αρχίσει  να πυροβολεί μια υποτιθέμενη αλεπού, φιλιππινέζοι σερβιτόροι θα γκρεμοτσακιστούν, ένα ποτάμιο σπίτι ινδικού τύπου θα αναφλεγεί και οι κροκόδειλοι της λίμνης θα βρεθούν να κατασπαράζουν ανθρώπινη σάρκα ενώ παραδίπλα τα όρνια τσιμπολογούν από τα χυμένα καζάνια του πολυτελούς κέτερινγκ. Το τεχνητό υδατικό σύστημα της Βίλας Αντα θα καταρρεύσει   και τα πάντα θα πλημμυρίσουν καθώς ο σατανιστής Σαβέριο έχει φροντίσει να κοπεί η κεντρική παροχή ρεύματος, προκειμένου να απαγάγει και θυσιάσει τη Λαρίτα  - επιχείρηση στην οποία θα θυσιαστεί ένας εκ των συνεργατών του.  Ο Φαμπρίτσιο έχει στο μεταξύ χαθεί κάπου στις ρεματιές με την τραγουδίστρια, δείχνοντας αποφασισμένος να την παντρευτεί, εν μέσω του γενικευμένου χάους.  
   Εδώ ακριβώς ο Αμανίτι μας τα χαλάει. Σαν να μην έφταναν για την υποδήλωση της κριτικής του θέσης οι  πιο πάνω κωμικές υπερβολές που ως ένα σημείο λειτουργούσαν θαυμάσια, προσθέτει άλλες καμπόσες. Η κυριότερη είναι η παρουσία μιας φυλής Ρώσων, πρώην ολυμπιονικών, που απέδρασαν από την σοβιετική αποστολή κατά τους αγώνες της Ρώμης και από το 1960 και ζουν κρυπτόμενοι στις παρακείμενες χριστιανικές κατακόμβες καθαρίζοντας το πάρκο από τα υποπροϊόντα/ απόβλητα  της κοινωνίας της αφθονίας. Όταν αντιλαμβάνονται την γιορτή που διεξάγεται πάνω από τα κεφάλια τους πιστεύουν ότι είναι κάποιο μεγαλόσχημο στέλεχος του κομμουνιστικού καθεστώτος που γιορτάζει, και αποφασίζουν να βγουν στην επιφάνεια και να εκδικηθούν. Συμβάλλουν κι αυτοί στον γενικό χαμό για να παρασυρθούν από τα νερά της πλημμύρας, ενώ ο μαφιόζος ιδιοκτήτης πεθαίνει  πυροβολώντας τους ακαθόριστους εισβολείς διώκτες του.

    Ο κυνικός Φαμπρίτσιο θα αρραβωνιαστεί μια στάρλετ και θα σωθεί από το συγγραφικό αδιέξοδο, κλέβοντας στη διάρκεια του χαμού από το πτώμα  γέροντα συγγραφέα το στικάκι με το αδημοσίευτο αριστούργημά του. Την Λαρίτα θα την σώσει τελικά -σε μια απόλυτη αναστροφή των ρόλων- ο σατανιστής Σαβέριο που θα πεθάνει στο καθήκον. Δυο άλλοι σατανιστές θα παντρευτούν και θα φέρουν μετά από χρόνια βόλτα στο πάρκο τον απόγονό τους, σε μια σαφή υποδήλωση της συνέχειας της ζωής. Αν ο Αμανίτι, όπως και στα προηγούμενα βιβλία του, δεν γινόταν τόσο επεξηγηματικός για τις ούτως ή άλλως ρητά διατυπωμένες στη διάρκεια της αφήγησης απόψεις του, όλα θα ήταν καλύτερα για μας τους αναγνώστες. Επιπροσθέτως,  δεν χρειαζόταν σ’ αυτή την κωμική αλληγορία η προσθήκη τόσο πολλών μπουφόνικων φαρσοκομικών επεισοδίων  που αλληλοπροστιθέμενα μπουκώνουν τον αναγνώστη, συχνά καταντώντας μη πειστικά. Κατά τα άλλα παραμένει ένας ευφυής συγγραφέας που τολμάει να θίγει καίρια ζητήματα της σύγχρονης Ιταλίας (και όχι μόνο) ενώ θα έλεγε κανείς ότι  η δομή των βιβλίων του προσομοιάζει σε αυτή των κινηματογραφικών σεναρίων –  άλλωστε, καλοί σκηνοθέτες  έχουν αξιοποιήσει τις δυνατότητες οπτικοποίησης του υλικού του. Να πω τέλος ότι αυτή η μετάφραση είναι η ύστατη δουλειά του Ανταίου Χρυσοστομίδη –που μας γνώρισε τον Αμανίτι στην Ελλάδα- και ολοκληρώθηκε με την δημιουργική σύμπραξη της Δήμητρα Δότση.
 Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της. 
Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.
To τελευταίο του βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου