Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2016

ΠΟΙΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΔΕΝ ΒΡΑΒΕΥΤΗΚΑΝ ΕΝΩ ΖΟΥΝ ΑΚΟΜΗ



Ο Λώρενς Φερλινγκέττι (Lawrence Ferlinghetti) είναι αμερικανός εκδότης, ποιητήςσυγγραφέας και ζωγράφος. Γεννήθηκε στις 24 Μαρτίου 1919, μεγάλωσε στη Μασαχουσσέτη και υπηρέτησε στο Ναυτικό κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, παίρνοντας μέρος και στην απόβαση της Νορμανδίας. Μετά τον πόλεμο σπούδασε στην Αμερική και στη Σορβόννη, όπου έκανε το διδακτορικό του.
Ξαναγύρισε στην Αμερική το 1953 και μαζί με τον Πήτερ Μάρτιν άνοιξε στο Σαν Φρανσίσκο το βιβλιοπωλείο City Lights (με όνομα παρμένο απ' την ομώνυμη ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν). Δυο χρόνια αργότερα ξεκίνησε τις ομώνυμες εκδόσεις, που τα επόμενα χρόνια θα γίνονταν το βήμα των σημαντικότερων ποιητών και συγγραφέων μπητ και εναλλακτικής λογοτεχνίας και ποίησης. Το βιβλιοπωλείο, μαζί με τις εκδόσεις, αποτέλεσε τουλάχιστον για μια δεκαετία κύριο φυτώριο, μέρος ζύμωσης και έκφρασης της νέας αμερικανικής κουλτούρας των δεκαετιών '50-'60 για τη Δυτική Ακτή των ΗΠΑ.
Επηρεάστηκε ιδεολογικά, μεταξύ άλλων, από το βουδισμό και τον αναρχοκομμουνισμό. Έχει εκθέσει αρκετές φορές έργα ζωγραφικής του. Απ' το συγγραφικό του έργο ξεχωρίζουν η ποιητική συλλογή A Coney Island Of The Mind του 1958, που μεταφράστηκε σε εννιά γλώσσες και έχει πουλήσει ένα εκατομμύριο αντίτυπα, και η συλλογή Landscapes Of Living And Dying που έχει βραβευτεί στην Αμερική. Έχει γράψει επίσης θεατρικά έργα. Λόρενς Φερλινγκέτι έγινε τιμητικό μέλος της ομάδας Εικόνα και Ποίηση το 2009
Στην Ελλάδα έχουν εκδοθεί τα έργα του:
  • Εφτά Μέρες στη Νικαράγουα (οδοιπορικό, εκδ. Αίολος 1985)
  • Έρωτας τις μέρες της οργής (μυθιστόρημα, εκδ. Απόπειρα 1991)
  • Αυτά είναι τα ποτάμια μου (ποιήματα, εκδ. Καστανιώτης 1995)
  • Λαϊκά μανιφέστα (δοκίμιο, εκδ. Ελεύθερος Τύπος)
  • Ποιήματα (εκδ. Νεφέλη 1981)
  • Ποιήματα (εκδ. Πρόσπερος 1989)

[Λαϊκό Μανιφέστο] Του Λόρενς Φερλινγκέτι


Ποιητές, βγείτε από τα ντουλάπια σας,
aνοίχτε τα παράθυρα, ανοίχτε τις πόρτες σας,
πολύ καιρό τρυπώσατε
μες στους κλειστούς σας κόσμους,
κατεβείτε απ’ τους λοφίσκους και τα όρη σας,
βγείτε απ’ τις ινδιάνικες σκηνές και τα παλάτια σας.
Τα δέντρα συνεχίζουν να πέφτουν
κι εμείς δε θα ξαναγυρίσουμε στα δάση.
 
Δεν είναι ώρα να κάθεστε
όταν ο άνθρωπος βάζει φωτιά στο ίδιο του το σπίτι
για να ψήσει το γουρούνι του.
Δεν είναι ώρα για ψαλμωδίες Χάρε Κρίσνα
ενώ η Ρώμη φλέγεται.
 
Δεν είναι ώρα τώρα να κρύβεται ο καλλιτέχνης
πάνω, πλάι, πίσω από τη σκηνή,
αδιάφορος, κόβοντας τα νύχια του,
διυλίζοντας τον εαυτό του πέρα απ’ την ύπαρξη.
 
Δεν είναι ώρα τώρα για τα λογοτεχνικά παιχνιδάκια μας,
δεν είναι ώρα για τις παράνοιες και τις υποχονδρίες μας,
δεν είναι ώρα για φόβους και απροθυμία,
είναι μονάχα ώρα για έρωτα και φως.
Όλοι εσείς οι “Ποιητές των Πόλεων”
οι κρεμασμένοι στα μουσεία,
 
 
Όλοι εσείς οι εξημερωμένοι Έζρα Πάουντς,
Όλοι εσείς οι προχωρημένοι, έξαλλοι, ταραξίες ποιητές
Όλοι εσείς οι ζορισμένοι ποιητές του Συγκεκριμένου,
Όλοι εσείς οι ποιητές των επί εισιτηρίω καμπινέδων
που βαριαναστενάζετε με τα συνθήματα στους τοίχους
 
  
Όλοι εσείς οι Γκρουτσο-Μαρξιστές ποιητές
και Σύντροφοι της αργόσχολης τάξης
που όλη μέρα ρεμπελεύετε
συζητώντας για το προλεταριάτο της εργατικής τάξης,
Όλοι εσείς οι αναρχο-καθολικοί της ποίησης,
Όλοι εσείς οι προσκοπίνες της ποίησης,
Όλοι εσείς οι αδελφοί-Ζεν της ποίησης,
Όλοι εσείς οι αυτόχειρες εραστές της ποίησης,
Όλοι εσείς οι μαλλιαροί καθηγητές της ποίησης,
Όλοι εσείς οι κριτικοί της ποίησης
που πίνετε το αίμα του ποιητή,
Όλοι εσείς οι Χωροφύλακες της ποίησης –
Πού είναι τ’ άγρια παιδιά του Ουίτμαν,
πού είναι οι μεγάλες φωνές που βροντοφώναζαν
με μιαν αίσθηση γλυκύτητας και μεγαλείου,
πού είναι το νέο μεγάλο όραμα,
η μεγάλη κοσμοθεωρία,
το μεγαλόπνοο προφητικό τραγούδι
της απέραντης γης
και κάθε πράγματος που τραγουδάει πάνω της
κι η σχέση μας μαζί της; –
Ποιητές, κατεβείτε
ξανά στους δρόμους του κόσμου
κι ανοίχτε τα μυαλά σας και τα μάτια σας.
με την αρχέγονη απόλαυση του βλέμματος.
Καθαρίστε το λαιμό κι υψώστε τη φωνή σας
σταματείστε να μουρμουρίζετε και φωνάξτε
για μια νέα ορθάνοιχτη ποίηση
με άλλα υποκειμενικά
ή ανατρεπτικά επίπεδα,
ένα διαπασών στο εσώτερον ους
που δονείται κάτω απ’ την επιφάνεια.
Η ποίηση είναι το όχημα
για την μεταφορά του κοινού
σε μέρη ψηλότερα
που άλλοι τροχοί δεν φτάνουν.
Η ποίηση συνεχίζει να πέφτει από τους ουρανούς
μέσα στους ανοιχτούς ακόμα δρόμους μας.
Δεν έχουν, ακόμα, σηκώσει τα οδοφράγματα
οι δρόμοι είναι ζωντανοί ακόμα, με πρόσωπα,
ωραίοι άντρες και γυναίκες ακόμα περπατάνε,
παντού χαριτωμένα πλάσματα ακόμα,
στα μάτια ολωνών το μυστικό ολωνών
εκεί θαμμένο ακόμα,
του Ουίτμαν τ’ άγρια παιδιά εκεί κοιμούνται ακόμα.
Ξυπνήστε, περπατείστε στον καθαρό αέρα.
 
 Ο κόσμος είναι ωραίο μέρος για να γεννηθείτε

Ο κόσμος είναι ωραίο μέρος
για να γεννηθείτε
αν δεν σας νοιάζει που η ευτυχία
δεν είναι πάντα
και τόσο διασκεδαστική
αν δεν σας νοιάζει μια δόση κόλασης
πού και πού
όταν όλα πάνε καλά
γιατί ακόμα και στον παράδεισο
δεν τραγουδούν όλη την ώρα

Ο κόσμος είναι ωραίο μέρος
για να γεννηθείτε
αν δεν σας νοιάζει που μερικοί άνθρωποι πεθαίνουν
όλη την ώρα
ή έστω απλώς λιμοκτονούν
κάποιες ώρες
στο κάτω κάτω δεν πειράζει
αφού δεν είστε εσείς

Α, ο κόσμος είναι ωραίο μέρος
για να γεννηθείτε
αν δεν σας  πολυνοιάζουν
λίγα ψόφια μυαλά
στις ψηλότερες θέσεις
ή μια δυο βόμβες
πού και πού
στα ανεστραμμένα σας πρόσωπα
ή άλλες τέτοιες απρέπειες
απ’ τις οποίες μαστίζεται η κοινωνία μας
με τους διακεκριμένους άνδρες της
και τους κληρικούς της
και τους λοιπούς αστυφύλακες
και τις διάφορες φυλετικές διακρίσεις της
και τις κοινοβουλευτικές ανακρίσεις της
και τις άλλες δυσκοιλιότητες
που η τρελή μας σάρκα
θα κληρονομήσει

Ναι ο κόσμος είναι το καλύτερο μέρος
για ένα σωρό πράγματα όπως το
να κάνεις κουταμάρες
και να κάνεις έρωτα
και να είσαι λυπημένος
και να τραγουδάς φτηνά τραγούδια και να έχεις εμπνεύσεις

(μετάφραση, Ρούμπη Θεοφανοπούλου)

*

Όχι σαν τον Δάντη

Όχι σαν τον Δάντη
που ανακάλυψε μια Commedia
στα ανηφόρια τ’ Ουρανού
εγώ θα ζωγράφιζα ένα άλλο είδους
Paradiso
όπου οι άνθρωποι θα ήταν γυμνοί
όπως πάντα σε τέτοια σκηνικά
μια και υποτίθεται πως είναι
πίνακας των ψυχών τους
μα δεν θα υπήρχαν άγγελοι ανήσυχοι να τους μιλάν
για το πώς είναι οι Ουρανοί
η τέλεια εικόνα της μοναρχίας
και δεν καίγανε φωτιές
κάτω στης κόλασης τα καζάνια
που ίσως μέσα τους να ’χω μπει
ούτε θυσιαστήρια στον ουρανό, μονάχα
σιντριβάνια φαντασίας.

*

Ρωμαϊκό πρωινό

Α! εκείνα τα γλυκά ρωμαϊκά πρωινά –
ανοίγω τα σκούρα
ψηλά πάνω από την πίσω αυλή
και αγναντεύω μακριά πάνω από
τις σιωπηλές στέγες…
ο αέρας ακόμα δροσερός…
δίχως πουλιά στις πλακόστρωτες καμινάδες…
τα σκούρα απέναντι ακόμα σφαλλισμένα…
στην απόσταση ένας ανεμοδείχτης δίχως άνεμο….
ένα σφύριγμα στο δρόμο κάτω χαμηλά…
Να το τώρα ένα περιστέρι
κινάει μια φτερούγα σ’ ένα γείσωμα
στα κεραμίδια από τερακότα
Α! να τη τώρα μια λευκή περιστέρα
αράζει στον τρούλο
καθώς ο πρώτος ήλιος τρυπώνει πλάγια
Ο ήλιος
ξεχύνεται από πάνω
Οι σκιές μεγαλώνουν
στους κήπους πάνω στις στέγες
Μια γλύκα επικρατεί στον αέρα
Η σιωπηλή περιστέρα στριφογυρνάει
στα λυγερά κεραμίδια

Ανοίγουν τα σκούρα
στην πίσω πλευρά
του Palazzo Farnese
Μια γαλλική φράση ανεβαίνει στον αέρα
κι ακούγεται ξένη
Κάπου μια γυναίκα αρχίζει να τραγουδά
κομμάτι όπερας
Κάπου ένα σήμαντρο αρχίζει να χτυπά
Κάπου μια γυναίκα φωνάζει Angelo, Angelo!
Ξεκινάει η ημέρα, όλο ξεκινά.

(μετάφραση, Χρήστος Τσιάμης)
 

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ "ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ"

In seinem Sessel, behaglich dumm…
Ό,τι ακολουθεί είναι ένα μικρότατο απόσπασμα από ανέκδοτη μελέτη μου, με τίτλο ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ, η οποία συνοδεύεται κι από μιαν ανθολόγηση τού ποιητικού του έργου
 ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ

In seinem Sessel
In seinem Sessel, behaglich dumm,
Sitzt schweigend das deutsche Publikum.
Braust der
Sturm herüber, hinüber,
Wölkt sich der
Himmel düster und trüber,
Zwischen die
Blitze schlängelnd hin,
Das rührt es nicht in seinem Sinn.

Doch wenn sich die
Sonne hervorbeweget,
Die
Lüfte säuseln, der Sturm sich leget,
Dann hebt´s sich und macht ein Geschrei,
Und schreibt ein Buch: "der Lärm ist vorbei."

Fängt an darüber zu phantasieren,
Will dem Ding auf den Grundstoff spüren,
Glaubt, das sie doch nicht die rechte Art,
Der Himmel spaße auch ganz apart,
Müsse das All systematischer treiben,
Erst an dem Kopf, dann an den Füßen reiben,
Gebärd´t sich nun gar, wie ein Kind,
Sucht nach Dingen, die vermodert sind,
Hätt´indessen die
Gegenwart sollen erfassen,
Und Erd´und Himmel laufen lassen,
Gingen ja doch ihren gewöhnlichen Gang,
Und die Welle braust ruhig den Fels entlang.
Karl Marx



ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ

Στην πολυθρόνα του

Στην πολυθρόνα του, άνετα ηλίθιο
Το σιωπηλό κάθεται γερμανικό κοινό
Μανιάζει ολόγυρα η θύελλα
Σύννεφα γεμάτος ο ουρανός, όλο θολούρα και σκοτεινιά
Κι αστραπές ξεσπούν και τα σπλάχνα του αυλακώνουν,
Μα τίποτε τίποτε τη μακάρια σκέψη τού κοινού δεν ενοχλεί.

Κι όταν ο ήλιος πάλι ξαναβγαίνει λαμπερός
Κι οι άνεμοι σιγοψιθυρίζουν, κι η θύελλα κοπάζει
Τότε ανασηκώνεται και βγάζει μια κραυγή
Κι ένα βιβλίο γράφει: « επέρασεν ο θόρυβος ».

Αρχίζει πάνω σ’ αυτό να φαντασιώνεται
Πως τα πράγματα στην πιο βαθιά τους φύση θα τα νιώσει
Νομίζει πως δεν είναι διόλου ο τρόπος ο σωστός
Ο ουρανός έτσι, «κομψά» έστω, ν’ αστειεύεται,
Θα πρέπει όλα συστηματικά να τα χειρίζεται
Πρώτα την κεφαλή να τρίψει κι έπειτα τα ποδάρια…
Όπως παιδάριο συνεχίζει να συμπεριφέρεται  
Και πράγματα ανασκαλεύει μουχλιασμένα
Αντί στο μεταξύ ν’ αδράχνει το παρόν
Και ν’ αφήσει γη κι ουρανός να κάνουν τα δικά τους,
Το συνηθισμένο δρόμο τους πάντοτε να πορεύονται
Και το κύμα ήσυχα να φλοισβίζει γύρω από το βράχο.

Μετάφραση :
© ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ

Απόσπασμα από την ανέκδοτη μελέτη μου με τίτλο ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ. Στη μελέτη εξετάζεται η πιθανή σχέση της μαρξικής θεωρίας με την μαρξική ποίηση και πιθανολογείται η γέννηση της πρώτης από τη δεύτερη.
Ευτυχώς που συχνά οι στεριές, την ύψιστη δείχνοντας ανυπακοή στον βαρβαρικό τεμαχισμό τού κόσμου που επαγγέλλονται οι γνήσιοι και πολλαχώς επιβραβευόμενοι καταναλωτές/αλλοιωτές του, ερωτεύονται τις θάλασσες και εισδύουν μέσα τους, μετατοπίζοντας στην επικράτεια τού
Κυμαινόμενου, τού Ρευστού, τού Ευμετάβολου, τής Ροής, τα «σύνορα» τού κόσμου. Ευτυχώς που και οι θάλασσες πράττουν το ίδιο, δίχως λογαριασμό. Αλληλοεισδύουν ανεξουσίαστα, τελικώς, τα όντα και θρυμματίζονται οι τεχνητές έτσι κι αλλιώς στεγανοποιήσεις, οι βωμοί αυτοί της αυθαιρεσίας, οι καταπιεστές αυτοί ιερείς αλληλουχιών απελευθερωτικών, οι ορκισμένοι αυτοί εραστές υποδουλωτικών μονοπωλίων, οι μονομανείς αυτοί τροχονόμοι τής φυσικής λαϊκής κυκλοφορικής ορμής. Ευτυχώς που το Υπάρχον διαψεύδει τούς αλλοιωτές/χρήστες του, που ακούν στο όνομα των «αλληλοαποκλειόμενων πεδίων» (!!!), γνωσιακά και όχι μόνον, των 
«ασύγκριτων και άσχετων μεγεθών», των «καθαρολογικών οριοθετήσεων», τής αποσυναγωγής του Όλου. Άλλο Ποίηση (φιλοσοφία, θεολογία, Τέχνη κλπ) σού λένε οι χασάπηδες τής ζωής, οι κρεοπώλες τής απάτης, με τα αλλοιωμένα κρέατα που διαρκώς πλασάρουν εφησυχασμένοι κι άλλο οικονομία ή πολιτική ή θεσμοί ή πολίτευμα. Και προπαντός : άσχετα μεταξύ τους, αδιαλόγητα, αμίλητα προς άλληλα, ανύμφευτα. Και πάλι : το ένα είναι η … «πραγματική» ζωή (οικονομία, πολιτική και λοιπά συναφή παρόμοια…), όπως λέμε στις μέρες μας και εκστομίζουμε τη βλασφημία… «πραγματική οικονομία», λες και διακηρύσσουμε επισήμως πως θύουμε σε νεφελώματα !, εμείς οι λάγνοι δήθεν τού πραγματισμού, εμείς οι ενήλικοι αστυνόμοι και δεσμοφύλακες των παραμυθιών, εμείς οι… «ρεαλιστές» (ας καγχάσω ηχηρότατα !), και το άλλο είναι η… φαντασία, η φανταστική και ανυπόστατη, ουσιαστικά (!), ζωή, το επιπρόσθετο και φαντασιώδες καρύκευμα, το ανεκτό πλεοναστικό στοιχείο τού βίου μας που μάς διασκεδάζει και ραπίζει για λίγο, και ξεκομμένα πάντα από την «πραγματική» πραγματικότητα, την πλήξη μας (ποίηση, μουσική, τέχνες και λοιπά συναφή παρόμοια…).
Κάθε στάση, φυσικά, έχει και τους θιασώτες της. Οι πιστοί αναπαραγωγοί αυτής τής α-νοησίας, αυτού τού επικίνδυνου και αλλοιωτικού τής Πραγματικότητας μανιχαϊσμού, είναι φυσικά τα πονηρά,

κρετινικά όσο και, κατά ευθεία αναλογία, στρεβλωτικά, μεροληπτικά, χειραγωγούμενα και εξωνημένα ΜΜΕ (γενικευτικά η «πληροφόρηση», η «ελεύθερη» διαμόρφωση γνώμης (ευφημισμός αντί του ψέματος, απάτης, σκοταδισμού, απόκρυψης, αποσιώπησης, στρεβλωτικής επιλογής πτυχών τού γεγονότος τής ζωής, ενορχηστρωμένου συντονισμού μαζικής καθυπόταξης, φασισμού κοντολογίς…), η «ανάλυση» και «παρουσίαση» των γεγονότων) και πάντοτε, ασφαλώς, η λογής ανεγκέφαλη ως παιδάριο Εξουσία, που τα ελέγχει και αρέσκεται, για να επιβιώνει φυσικά, στις διχοστασίες και στους αποκλεισμούς, καθότι οι αποκλεισμοί αυτοί βουλώνουν, πρόσκαιρα πάντα (σκιτζής γαρ συνηθέστατα η εξουσία), τις τρύπες απ’ όπου θα μπορούσε να επέλθει η
διάβρωση και διάλυσή της, μια που οι αλληλουχίες δεν ελέγχονται, είναι ανεξουσίαστες και εξόχως αστάθμητες. Επίσης, προκλητικές κι επιπλέον συνιστούν πάντοτε προτάσεις εξόδου, κι αυτό είναι το μέγιστο ωφέλημά τους. Μα το κακό είναι πως η εξουσία είναι εκ προοιμίου κουφή σε προτάσεις, απλά και μόνο διότι γνωρίζει πως ενδέχεται να τής προτείνουν να σηκώσει τα πισινά της από τη θέση που στρογγυλοκάθεται, να ξεβολευτεί, να χάσει την πιπίλα της, που τής χαρίζει ψευδαίσθηση ταυτότητας και «προσώπου», και να πάει στα τσακίδια, όπερ αδιανόητον ! Φυσικά, ή εξουσία είναι εξουσία και καταδέχεται να είναι εξουσία, διότι εκλύει αβυθομέτρητες ποσότητες ηλιθιότητας/δολιότητας (πάνε μαζί αυτά και επιπλέον… ομοιοκαταληκτούν), που ακριβώς επιβεβαιώνουν την ταυτότητά της : εξουσία, που εξίσου ομοιοκαταληκτεί με την α-νοησία.
Μιλώ για επικινδυνότητα. Νομίζω είναι προφανές : αν η λεγομένη Πραγματικότητα αποτελείται από 2 τουλάχιστον αλληλοπεριχωρούμενα και αλληλένδετα στοιχεία και για να αποτελέσει αντικείμενο μέθεξης και ανασύστασης απαιτείται η πρόσληψη (ασχέτως πώς) αμφοτέρων (κάτι ξέρει η Ποίηση γι αυτό…), τότε ο κρετίνος και ουσιαστικά αιθεροβάμων εκείνος που θα τα αποσυνέδεε και θα τα διαχώριζε καισαρικά για να συστήσει… «πραγματική» πρόταση για τα πράγματα του βίου, όχι μόνο θα στρέβλωνε το Πραγματικό, αλλά θα οδόστρωνε, παράλληλα, τη λεωφόρο τής κόλασης και των βασάνων μας για τόσο καιρό όσο θα απαιτείτο μέχρι να τον πιάσουμε από τ’ αυτί και να τού δώσουμε ένα πολύ γερό μάθημα. Κι αν το λογής μαρτύριο αθώων είναι απευκταίο και εφιαλτικό, τότε είναι προφανές όχι μόνο το αληθές αυτής τής επικινδυνότητας, ο ακραιφνής ρεαλιστικός δηλαδή χαρακτήρας της, μα και το γεγονός πως ενδέχεται να 
συνιστά μια από τις αιτίες τής κολάσεως που ακούει στο όνομα Ιστορία. Ας θέσουμε, λοιπόν, ένα ερώτημα που από την απάντησή του πιθανώς να εξαρτώνται πολλά για τη βελτίωση των συνθηκών τού βίου μας και το πιο ευτυχές, αν και λιγόχρονο, πέρασμά μας από τον κόσμο : Πόσα οφείλει η μαρξική θεωρία, η χροιά της, τα χαρακτηριστικά τού προσώπου της, το ποιόν τής ιδιοσυστασίας της, ο τόνος και το χρώμα της, αλλά και κάποτε αυτές καθαυτές οι θέσεις της, το αρμολόγημά της, η σύσταση και η σύλληψή της, στην ποιητική φλέβα που επέδειξε ο Μαρξ, ακριβώς όπως θα λέγαμε ρωτώντας για μια ακόμη φορά πόσα οφείλει η δομή, σύνθεση και χροιά τού πλατωνικού διαλόγου, η ίδια η πλατωνική φιλοσοφία στην ποιητική ιδιοσυγκρασία τού Πλάτωνα και στην αρχική του επιλογή να τραγωδιογραφεί. Τονίζω, πως δεν θέτω έτσι απλά το ερώτημα, ούτε προς χάριν παιδειάς. Το θέτω με τον αυστηρότερο και πλέον αδυσώπητο θετικισμό απ’ τον οποίο θα μπορούσε να εμφορείται κάποιος. Εννοώ ότι προσδοκώ μιαν απάντηση που θα στοιχειοθετείται αμείλικτα με ολότελα ρεαλιστικούς όρους, όπως μια χημική σύσταση. Επιτέλους, ας το αποπειραθούμε, ας το εξετάσουμε και ας το αποτιμήσουμε. Ας προσπαθήσουμε να οδηγηθούμε σε συμπεράσματα, απροκατάληπτα, που θα διορθώνουν πιθανόν στην τελική το βίο μας κι αυτό μετρά.
 Λοιπόν, εντελώς οικονομιστικά αν θέλετε, ξαναρωτώ : Πόσα οφείλει η μαρξική θεωρία στην μαρξική Ποίηση ; Ιδού, πεδίον δόξης λαμπρόν. Κι αν κανείς ακριτολόγος σκεφτεί, προπετώς, να πει ότι αυτά είναι ερωτήματα άξια περιφρόνησης, τότε πριν ξεστομίσει την ανοησία του ας θυμηθεί πως τώρα πια και η αποχαλινωμένη χρηματιστηριακή/ εταιρειοκρατική/ αεριτζήδικη/ πτωχοτραπεζοκρατική καπιταλιστική θεωρία, κάνει λόγο για… ψυχολογία (η ψυχολογία των αγορών…) τής αγοράς, μιλώντας με καθαρά όρους ανθρωπιστικών σπουδών (!), που μάλιστα επενεργούν στο επίκεντρο τής …θετικής οικονομικής «πραγματικότητας» 
και την επηρεάζουν. Ως φαίνεται, ακόμη και στις σύγχρονες αποχαλινωμένες, σαρκοβόρες και κοινωνικά φυγόκεντρες «αγορές» (ευφημισμός για το «συνασπισμός πτωματοφάγων όρνεων»)… ο Όμηρος δεν πεθαίνει. Ούτε και πρόκειται στον αιώνα τον άπαντα. Αλλιώς, θα είχε οριστικοποιηθεί το οντολογικό αδιέξοδο και ο νοών νοείτω.  

                                                             © ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ