Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2016

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ, από τα "Ψέματα πάλι"


 Αλέξανδρος Αδαμόπουλος
          «Ψέματα πάλι»                
           Άγρα  ISBN 960-325-307-3



Οι Άγιοι Τόποι


ΟΥΤΕ ΚΙ Ο ΙΔΙΟΣ ΔΕΝ ΗΞΕΡΕ ΓΙΑΤΙ. Ήρθαν όμως οι απεσταλμένοι του Μεγάλου Δούκα, χρυσοντυμένοι και πορφυροκέντητοι πάνω στ’ άλογα. Βαστούσαν αστραφτερές καραμούζες και τύμπανα και τους σύναξαν όλους στο έβγα της πόλης και διαλαλούσε ο τελάλης τους με φουσκωμένες φλέβες και τούς φώναζε να πυκνώσουν τις στρατιές του Πάπα και να πάνε να λυτρώσουν τους Αγίους Τόπους που στέναζαν κάτω απ’ τα βρώμικα ποδάρια των απίστων που τούς μαγάριζαν πέρα εκεί.

 Και οι μαυροντυμένοι καλογέροι ένευαν μέσ’ απ’ τις κουκούλες τους κι αφήνανε σπαραχτικές κραυγές και βγάζαν απ’ ράσα τα σκοινιά με τούς κόμπους και δέρνονταν καταπώς έπρεπε κι ύστερα έπιανε κι έδερνε ο ένας τον άλλον και προσεύχονταν φωναχτά στο Θεό να μας λυπηθεί την ημέρα της κρίσης· (ρίγος μας είχε κυριέψει όλους). Και χλιμιντρούσαν τ’ άλογα και σκάβαν το χώμα νευρικά με το νύχι και σηκωνόταν αχός και χτυπούσαν τα τύμπανα και βούιζαν οι καραμούζες και υψώθηκε στα ουράνια μέσ’ απ’ τα πλεμόνια ολονών μας το ‘Παναγία Παρθένε’.

Ποτέ του δεν είχε ακούσει τόσο θόρυβο στη ζωή του. Ούτε είχε δει τόσα χρώματα. Κι αυτό δεν ήταν τίποτα· σκέψου τι θα ’ταν όλος μαζί  ο στρατός του Πάπα! Και πήγε.

*

ΗΤΑΝ Ο ΑΝΥ, ο ξακουστός. Ξανθός. Που το αίμα του έβραζε. Ψηλός, γεροδεμένος, δουλευταράς πολύ. Ήξερε και λαούτο και χόρευε καλά. Είχε μάθει και να τοξεύει με τη βαλλίστρα. Εύφορο περιβόλι, αδούλευτο ακόμα. Κι αρπάζεται για το τίποτα αν ο σκοπός καλός κι ύστερα μπορεί και να κλαίει σα μωρό πεσμένος στα γόνατα. Τον έχει κάνει καλά η Βέρα δυο χρόνια τώρα. Η Βέρα που ήτανε τ’ όνειρο όλων εδώ κι έγινε δική του. Η δική του Βέρα. Πώς αλλιώς· είναι κι αυτή όμορφη. Είναι γεμάτη ζωή. Είναι ήσυχη πιστή σύζυγος. Είναι όμως; Μαγειρεύει και συγυρίζει και ράβει και πλέκει... Είναι; Και τραγουδάει και χορεύει και ιδρώνει στο χορό και σού ρίχνει κάτι ματιές... Ναι, μα οι Άγιοι Τόποι στενάζουν μέσα στα βρομερά χνώτα χνότα των απίστων· και τόσες υποσχέσεις δίνει ο Πάπας, όχι μόνο γι’ αυτήν εδώ τη ζωή μα και για τη μελλούμενη...

Όχι αμφιβολίες! Γι’ αυτό υπάρχει και η ζώνη της αγνότητας. Για τα μακρινά ταξίδια· μαζί με τούς όρκους τούς παντοτινούς και τις φοβερές υποσχέσεις, αγκαλιά με τα κλάματα και την κομμένη τούφα των μαλλιών που τη φοράς στο στέρνο μαζί με το σταυρό σου· για τα μακρινά ταξίδια που βαστούν πολύ, μαζί με την ανάμνηση και τον απελπισμένο σπασμό της τελευταίας φοράς, γι’ αυτό υπάρχει και η ζώνη της αγνότητας.

Καλά φτιαγμένη, από μέταλλα εκλεκτά. Δεμένη μ’ ασημόκαρφα και μετρημένη με τέχνη περισσή από έναν Άραβα σοφό, που ήρθε, έκανε τις δουλειές του κι έφυγε κατόπι μακριά, χωρίς ποτέ ν’ ακούσει τίποτε γι’ αυτόν. Έφυγε, παρέα με τα μυστικά της τέχνης του, αφού τού έδωσε το κλειδί που -αυτό μονάχα- μπορούσε να ξεκλειδώσει τον πονηρό μηχανισμό σαν χρειαστεί. Ένα όμορφο κλειδί -ένα και μόνο- ψιλοδουλεμένο, περασμένο με χρυσήν αλυσιδίτσα στη ζώνη, δίπλα στη θήκη τού σπαθιού.

«Θέλω την ψυχή σου» της έλεγε πάντα. «Άμα έχω την ψυχή σου, είμαι καλά· δε φοβάμαι τίποτα». «Μη φοβάσαι, ψυχή μου» τού ψιθύριζε, «μη φοβάσαι· είμαι δικιά σου». Έκλαψαν ο ένας πάνω στον άλλο, την κλείδωσε, τη φίλησε ζεστά στο στόμα και ο Άνυ έφυγε.

*

ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ, τρεις, πέντε, δέκα. Ποτέ του δεν είχε πάει με το άλογό του ίσια, τόσες μέρες δρόμο. Ύστερα πια, έπαψε να μετράει. Στον πηγαιμό τούς έλεγαν πολλά. Για πλούτη, για τούς Αγίους Τόπους, για απίστους, για τούς Έλληνες, για χρυσάφια και διαμαντικά και για όμορφες γυναίκες. Τούς έλεγαν και για τη σωτηρία τής ψυχής.
    
Και τα είδε όλα αυτά, όσα δεν είχε δει ποτέ του. Και η ψυχή του ευφράνθηκε με τόσες μάχες και τόσους σκοτωμούς και γιουρούσια και πλιάτσικο. Ποτέ του δεν άρπαξε τόσα μαζί. Ποτέ του δεν έκανε δικές του τόσες γυναίκες· ό,τι ήθελε. Κι αγόρια. Ήμαρτον Θεέ μου, μα συνάντησε απίστους που είχαν κορμιά σα φλόγες. Που σε κολάζανε και μόνο που τούς κοίταζες και κάνανε τα πάντα για να μην τούς πάρεις το κεφάλι, έτσι που βγαίναν στάζοντας, μέσ’ απ’ τη θάλασσα, γυμνοί, βαστώντας ψάρια. Είχανε κάτι μάτια· ποιός να τ’ ακούσει και ποιός να καταλάβει; Και παίζαν κάτι μουσικές τα βράδια κι είχανε κάτι πιοτά εκεί πέρα...

Κι ήρθαν αρρώστιες και δυστυχίες και χασούρες· μα δεν τον άγγιξαν αυτόν. Ήρθαν πολλά, είδε πολλά· άξιζε τον κόπο. Ο Πάπας είχε δίκιο κι ας μην τούς είδανε ποτέ τούς Αγίους Τόπους.

Κι ο Άνυ τώρα, αντικρίζοντας τα τείχη της δικιάς του πόλης, πλημμύριζε χαρά καθώς θυμόταν και καθώς σκεφτόταν πως τώρα πια δε θα ’τανε ποτέ όπως πριν και σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του δε θα τού ’φτανε ο χρόνος για να λέει και να ξαναλέει τις ιστορίες του στους άλλους -όσες μπορούσε να πει- στους γέροντες και στους σοφούς που δεν ξέραν, κι ύστερα πάλι να τις λέει στη Βέρα, ζεστά τυλιγμένοι δυο τους στο παχύ αρκουδόδερμα δίπλα στο τζάκι παίζοντας με τη φωτιά...

*


ΜΑΣ ΕΣΠΡΩΞΕ ΟΛΟΥΣ η χαρά της είδησης πως έρχονταν και βγήκαμε τρέχοντας να τούς υποδεχτούμε. Όλα γίναν με τάξη. Και η υποδοχή κι η αναγνώριση. Σωστά κατά πώς πρέπει. Οι  ιππότες μας γύρισαν πίσω νικητές. Ακόμα και οι χήρες χάρηκαν και τα ορφανά εκείνων που δεν γύρισαν κι αφήσαν τα κόκαλά τους πέρα εκεί στις χώρες των αιρετικών και των απίστων. Είπαμε και γι’ αυτούς μια προσευχή κι ύστερα τα πρόσωπα όλων έλαμπαν πάλι· είχαμε τόσα πολλά ν’ ακούσουμε. Ετοιμάστηκε γιορτή στου Μεγάλου Δούκα. Ψήθηκαν κρέατα στα υπόστεγα, ανοίχτηκαν βαρέλια· (οι γεύσεις πέρα εκεί ήσαν πιο έντονες; πιο νόστιμες· το λέγανε με τις ματιές κρυφά οι σταυροφόροι μεταξύ τους). Παίξαν οι μουσικές μας κι όταν όλοι οι χοροί χορεύτηκαν και ξοδεύτηκε η φωτιά των δαυλών, πήγε καθένας σπίτι του και ξανάρθε σιγά σιγά ησυχία στην πόλη.

*

ΟΤΑΝ Ο ΑΝΥ ΣΤΡΩΘΗΚΕ στον κοιτώνα το τζάκι τραγούδαγε φουντωμένο κι ένα καινούργιο, πυρρό, παχύ αρκουδόδερμα ήτανε ξαπλωμένο με ανοιχτά τα σκέλια, λίγο πιο εκεί. Το άλλο είχε ξεφτίσει. «Μα πώς είναι δυνατό;» «Τόσα χρόνια πάνε από τότε» τού είπε η Βέρα κι απόμεινε συλλογισμένος προσπαθώντας να μετρήσει με τα δάχτυλα μέσα στις μνήμες, πόσα χρόνια, μα δεν τα κατάφερνε. «Πόσων χρόνων είσαι Βέρα;» τη ρώτησε κι εκείνη λύνοντας των κότσο των μαλλιών της -τα τίναξε κιόλας αριστερά δεξιά γελώντας πονηρά- «Γιατί, δεν είμ’ όμορφη πια;» τον ρώτησε και φάνηκαν λίγο τα δοντάκια της και τα χείλια της γίναν πιο κόκκινα· φωτίστηκε το πρόσωπό της. «Πόσο;» ρώτησε πάλι ο Άνυ, γέροντας πίσω στους αγκώνες. «Εικοσιδυό» είπε κι έλυσε την κορδέλα που έδενε την πόλκα στο στέρνο της. «Ωχ Παναγία μου!» άφησε ο Άνυ και πήρε μια βαθιάν ανάσα, γιατί κάτι τον κλώτσησε στο στομάχι βλέποντάς την. «Έρχεται κατά πάνω μου έτσι όμορφη...» (Άθελά του πέρασαν πίσω απ’ τα βλέφαρά του κάποιες άλλες όμορφες που δεν έπρεπε να ’ναι τώρα εκεί, με τη Βέρα μαζί, αλλά... Πέντε χρόνια ήσαν αυτά. Τόσα ήταν· τα μέτρησε.) «Ωχ» έκανε πάλι κι ένας σφάχτης τού μάγκωσε το λαιμό και το στομάχι και την ανάσα μαζί. Κι όπως μισόκλεινε τα μάτια, είδε τη Βέρα να τον κοιτάζει υγρά και να τον πλησιάζει και σε κάθε της βήμα το λυμένο της πολκάκι ν’ ανοίγει κι άλλο. (Κι εκείνη η άπιστη στην Αντιόχεια τον κοίταζε έτσι, μεθυσμένο, και φιδοσερνόταν καταπάνω του γλείφοντας με το κορμί της την άμμο· να τον φτάσει στο στόμα, να τού δώσει να πιεί απ’ το στόμα της.) Άπλωσε να πιάσει ένα κύπελλο με ζεστό κρασί δίπλα του, μα το σκούντησε άθελά του με την παλάμη και χύθηκε, κόκκινο, στο πάτωμα. Η Βέρα γέλασε γάργαρα και μ’ ένα πήδο βρέθηκε πάνω του, ξαπλώνοντάς τον ανάσκελα. Η Βέρα του, μισόγυμνη, ρόδινη, πάνω του. Ξανά! Η Βέρα... Ανάσανε το λαιμό της, τα στήθια της. Έκλεισε τα μάτια για να στήσει εκεί, πίσω απ’ τα βλέφαρα, για πάντα, αυτή την εικόνα κι έφερε το χέρι του πάνω στη μέση της. Γυμνή και λεία η μέση της. Τη χάιδεψε. Άπλωσε την παλάμη και ταξίδεψε το χέρι στη σάρκα της, στον όμορφο πισινό της (όχι δεν ήταν ο μικρός εκείνος σκλάβος· ήταν η Βέρα). Ήταν η Βέρα τώρα που ολόγυμνη, σιδερόφραχτη, χαϊδευόταν με τα μαλλιά της πάνω στο στήθος του και κουνιόταν το κατωκόρμι της και τα μάτια της μισόκλειναν και γυρίζαν μέσα απ’ το πολύ θέλω και τού τραβούσε τα ρούχα γουργουρίζοντας. Κι εκείνος λαχανιάζοντας έφερε το χέρι στο ζωνάρι του. Παραμέρισε το τεντωμένο του πράμα -μέχρις εκεί είχε φτάσει- για να ψάξει καλύτερα. Έφερε τα δάχτυλά του από ’δω, τα ’φερε από ’κει, πήγε πιο μέσα, ψαχούλευε συνέχεια. (Η Βέρα άλλα νοούσε και γελούσε ξεκαρδισμένη). Κι άξαφνα έβγαλε μια κραυγή φριχτή.  Η Βέρα τρόμαξε και κυλίστηκε στο πάτωμα, δίπλα στο χυμένο κρασί. Τινάχτηκε πάνω και πέταξε τα ρούχα ένα ένα, σα να τον είχε τσιμπήσει σκορπιός, ψάχνοντας αλαφιασμένος και ρίχνοντας τρελές ματιές εδώ κι εκεί.

Η Βέρα τον κοιτούσε απορημένη, γλείφοντας ένα δάχτυλό της βουτηγμένο στο χυμένο κρασί  -πώς φάνταζε μέσ’ στις ανταύγειες της φωτιάς υγρός ο διάβολός του!- ώσπου τον είδε που σταμάτησε· απόμεινε ακίνητος, γυμνός κι απελπισμένος, με το κοντάρι του να σαλπίζει πεινασμένο στο κενό και «δεν το βρίσκω» κλαψούριζε «το ’χασα, δεν το βρίσκω» μονολογούσε. Καμπούριασε και ξέσπασε σ’ αναφιλητά, να τον λυπάσαι.

Η Βέρα κατάλαβε. Δεν ήτανε δα και καμιά δέσποινα χαζή που σιγά σιγά σαπίζει και μνησικακεί μονάχα, κλειδωμένη στον πύργο της. Σύρθηκε στο πάτωμα κι έφτασε τον Άνυ μπουσουλώντας. Τον κοίταξε στα μάτια. Του αγκάλιασε τους μηρούς με τα στήθια της στα γόνατά του. Ανασηκώθηκε λίγο. Άνοιξε τα χείλη και τ’ ακούμπησε εκεί που λαμπύριζαν οι φλόγες τού τζακιού, εκεί που ξεπρόβαλε ένα κρυστάλλινο δάκρυ. Άνοιξε κι άλλο, άνοιξε το στόμα και πήρε όλο τον κόσμο του μέσα της και δεν την άφησε την ένωσή τους αυτή παρά μόνο αφού είχε πιεί και την τελευταία  στάλα απ’ το χυμό του κι όλα του τα βογκητά μαζί κι ο Άνυ λύθηκε κι έπεσε δίπλα της, ξέπνοος· γλάρος σαϊτεμένος, με την καρδιά του μόνο να χτυπά κάτω απ’ το δέρμα σαν υδράργυρος που βράζει.

Ο Άνυ τόσα χρόνια τα είχε αντέξει όλα, όλα εκτός από αυτό· το καλύτερο. Κι ύστερα, έτσι που σωριάστηκε, σα στρατιωτάκι με κομμένα πόδια, κοιμήθηκε τον πιο μολυβένιο ύπνο, τον πιο ευτυχισμένο ύπνο της ζωή του. Και είδε στον ύπνο του τη Βέρα, να τού κάνει αυτό που τού έκανε πριν, όταν απελπισμένος έψαχνε το καταραμένο κλειδί για να την ξεκλειδώσει. Κι όταν τέλειωσε το όνειρο, το ξαναείδε· τόσο πολύ του άρεσε. Είδε τον εαυτό του να στέκει όρθιος και την κλειδωμένη Βέρα γονατισμένη να τον πλησιάζει, να τον κοιτάζει, να τον δοκιμάζει και ν’ ακουμπάει το στόμα της εκεί και να γλιστράει πάνω του, και να κάνει την πιο γλιστερή τσουλήθρα με το στόμα της πάνω του και να τραβιέται και να γυαλίζει απ’ τα σάλια -όλα γυαλίζανε αχνίζοντας- και να τσουλάει ξανά και να τραβιέται πάλι και ξανά. 

Και τότε; Τότε τι είδε; Μια στιγμή η Βέρα τραβήχτηκε ελάχιστα κι έμεινε έτσι και φαινότανε λίγο τα δόντια της κι είχε βγάλει έξω τη γλώσσα και τη γυρόφερνε πάνω στην άκρη του και τού άρεσε, μα πάλι δεν τού άρεσε που έμεινε μόνος του έξω στον κρύο κόσμο και γύρεψε να φωλιάσει μέσα της ξανά κι έκανε ένα έτσι και γλίστρησε πάλι στο στόμα της. Μα το στόμα ήταν ανοιχτό! Ήταν ξεκλείδωτο! Πέντε χρόνια τώρα το στόμα της ήτανε λεύτερο... Ελεύθερο...

Κι αμέσως ο ύπνος κλώτσησε μέσα του. Τινάχτηκε. Τι εφιάλτης ήταν αυτός! Τι παγωμένο πράμα πέτρωσε την ανάσα του κι ήθελε να φωνάξει κι η φωνή δεν έβγαινε. Τι αγκούσα τού στέγνωσε μονομιάς τον υγρό λήθαργο της χαράς του. Και γύρισε και είδε τη Βέρα που κοιμόταν δίπλα του γυμνή και κλειδωμένη στο χάδι της φωτιάς, με το χέρι λυγισμένο κάτω απ’ το κεφάλι και το στόμα της μισάνοιχτο, σαν πορφυρό κοχύλι έτοιμο να το ρουφήξεις. (Έτσι ήταν ξαπλωμένη η Λυδία εκείνη και ο Σάμιος έφηβος που τον περιγελούσε κι αυτός αναρωτιόταν αν έπρεπε.)

Πετάχτηκε πάνω γεμάτος οργή. Όρμησε στον απέναντι τοίχο, άρπαξε το διπλό πελέκι μασώντας τα δόντια του και χύθηκε καταπάνω της ξεφωνίζοντας, όπως στη μάχη. Η Βέρα ξύπνησε, τον κοίταξε, τα μάτια της χάθηκαν, έβγαλε μια τρομερή κραυγή κι όλα χάθηκαν κι ύστερα μονομιάς όλα έγιναν σταχτιά κι από παντού έπεσε ένα άρρωστο βρόμικο χιόνι βουβό και δεν ακουγόταν πια τίποτα.

*

ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ, ξαφνικά, από ψηλά, από τον στρογγυλό φεγγίτη, είδε να περνάει το άλογό του καλπάζοντας στο κενό, ανάμεσ’ απ’ τα πάτερα της στέγης, με τα γκέμια στον αέρα. Απ’ την άλλη γωνιά του ταβανιού, πέρασε σιωπηλός μεσ’ απ’ τις πέτρες του τοίχου ο σοφός Άραβας, σκυμμένος πάνω στη δουλειά του, χωρίς να τού δώσει καμιά σημασία. Είδε μετά να περνούν μέσ’ απ’ τη μανταλωμένη πόρτα οι άνθρωποι τού Μεγάλου Δούκα και να γελούν χοντρά με κίτρινα δόντια. Είδε να χτυπούν τύμπανα γεμάτα κόκκινες κορδέλες και να ηχούν σάλπιγγες με τα οικόσημα τού κάθε ελευθερωτή. Μέσ’ απ’ τις σανίδες τού πατώματος, είδε που φύτρωσαν μπροστά του νεύοντας κάτω απ’ τις κουκούλες τους καλογέροι, που δέρνονταν μετά και λέγανε τις προσευχές τους ψέλνοντας «Έτσι το θέλει ο Θεός» κι ύστερα μέθαγαν όλοι μαζί κουβάρι. Είδε τείχη και πύλες και φωτιές και πηγές με κρύο νερό δροσερό που δεν μπορείς να πιείς ώσπου να τελειώσει το αίμα. Και πάνω απ’ τις φλόγες τού τζακιού ξεπρόβαλε στα κάτασπρα, πάνω σε θρόνο πορφυρό, ο ίδιος ο Πάπας, που έψελνε κι αυτός «Έτσι το θέλει ο Θεός»  κι ευλογούσε τους πιστούς έναν έναν. Θα ’ρχόταν και τού Άνυ η σειρά. Είδε τον Πάπα και πιο κάτω, στη φωτιά, είδε τον Εσταυρωμένο να καίγεται, μέσα στα ξύλα.

Τότε είδε μπροστά του και τη Βέρα· η Βέρα ούρλιαξε, όπως ουρλιάζαν όλες τους πριν κατεβάσει το σπαθί του και τους πάρει μέσ’ απ’ τα μάτια τους το φως. Ο Άνυ σήκωσε το τσεκούρι, δάγκωσε τα δόντια του, έπνιξε την ανάσα του· φουσκώσαν στο λαιμό οι φλέβες, ασπρίσαν τα χείλια του, όρθωσε αργά αργά τα χέρια· τα πήγε όσο πηγαίναν πίσω σφίγγοντας με τα δάχτυλα παλαβά το ξύλο τής λαβής, να το λιώσει, ρούφηξε μονομιάς όλο τον αέρα τής κάμαρης και τα ρουθούνια του μαζί, σήκωσε το τσεκούρι και το κατέβασε μ’ όλη τη δύναμη, μουγκρίζοντας μ’ όλη τη δύναμή του και το σφεντόνισε λυσσασμένα σαν τρελός, ίσα μέσα στο στόμα τού τζακιού.

Και το τσεκούρι σφύριξε στο διάβα του και πήγε και καρφώθηκε στη φωτιά και τσίριξαν τα κούτσουρα και πετάχτηκαν έξω τρομαγμένες εκατομμύρια σπίθες που γέμισαν όλο το δωμάτιο και τούς έλουσαν, έτσι που έστεκαν οι δυο τους εκεί πετρωμένοι, γυμνοί ο ένας αντίκρυ στον άλλον, ενώ φρέσκες φλόγες φούντωναν ξανά μέσα στο τζάκι και τρώγανε τα ξύλα το τσεκούρι και τα φαντάσματα που είχαν ξεμείνει εκεί, πέφτοντας απ’ το κενό.

*

Ο ΑΝΥ ΕΚΛΑΙΓΕ ΒΟΥΒΑ. Η Βέρα βογκούσε σαν άνθρωπος. Κι όταν σιγά σιγά νύσταξαν τα υστερικά αναφιλητά κι αραίωσε λίγο ο τόπος, ξεμύτισε δειλά δειλά μια γλύκα και τα πασπάλισεν όλα με όμορφα αύριο-πάλι. Και κοιτάχτηκαν οι δυο τους χαμογελώντας κλαμένοι. Ο Άνυ γονάτισε. Έγειρε κι άλλο. Ξάπλωσε μπρούμυτα δίπλα της κι ακούμπησε το αυτί του στον αφαλό της και κοιμήθηκε τον πιο όμορφο ύπνο της ζωής του. Πιο γλυκό κι από πριν ακόμα. Γιατί δεν είδε τίποτα, δεν ονειρεύτηκε τίποτα· μονάχα κοιμήθηκε, με το μάγουλό του πάνω στην κοιλιά της.


*   *   *

 Διαβάστε και εδώ:



Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα όπου σπούδασε νομικά, σκηνοθεσία και κλασική κιθάρα. Συνέχισε με Sociologie Politique στη Γαλλία· Πανεπιστήμιο Paris II.       
                        
Υπήρξε ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος (1984-1995) της ‘Εταιρείας Φίλων Μουσικής Γιάννη Χρήστου’ (‘The Jani Christou Society’) με σκοπό τη διάσωση και διάδοση του έργου του συνθέτη. (Μέλη: Κ. Κούν, Μ. Χατζιδάκις, Γ. Τσαρούχης, Δ. Χόρν, K. Friar, Ι. Καμπανέλλης, Γ. Λεωτσάκος, Θ. Μικρούτσικος, Μ. Κακογιάννης, Γ. Μαυροΐδης, Α. Ξύδης, Π. Ζάννας, Μ. Κακριδή, Ντ. Τσάτσου, Δ. Πιερίδης, Τ. Παπαστράτος, Απ. Δοξιάδης, Θ. Αντωνίου,  Chloé Obolensky κ.α.)

Συνεργάστηκε με το Μουσείο Ελληνικών Μουσικών Λαϊκών Οργάνων από το 1991 μέχρι το 2009, ως Γεν. Γραμματέας και ως Πρόεδρος του σωματείου των ‘Φίλων του Μουσείου’.

Διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου (1992-’94)

Συνεργάστηκε με την Ε.Ρ.Τ, το Γ΄ πρόγραμμα του ραδιοφώνου, το Θέατρο Τέχνης, το Κ.Θ.Β.Ε, τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Βόλου και Β. Αιγαίου, το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, το χοροθέατρο ‘Ροές’, το Φεστιβάλ Αθηνών, το Υπουργείο Πολιτισμού, το Μέγαρο Μουσικής, καθώς και Künstlerhaus Bethanien Berlin, Warsaw International Festival’91, Norddeutscher Rundfunk Hamburg ’93, National Academy of Letters N.Delhi, και το Boğaziçi University Istanbul, όπου  δίδαξε ως visiting professor.

Έχει μεταφράσει: ‘Οι Δαιμονισμένοι’ του Αλμπέρ Καμύ (Κ.Θ.Β.Ε 1991), ‘Η πόλη που πρίγκιπάς της ήταν ένα παιδί’ του Ανρί ντε Μοντερλάν (Εθνικό Θέατρο 1993),‘Δεν παίζουνε με την αγάπη’ του Αλφρέ ντε Μυσσέ (εκδ. Εστίας 2003), ‘Η Δύναμις του σκότους’ του Λέβ Τολστόι (εκδ. Ροές 2007), ‘Ο θείος Όσβαλντ’ του Ρόαλντ Νταλ (εκδ. Άγρα 2004) και την ‘Πνευματική Διαθήκη’ του Αυγούστου Ροντέν (εκδ. Άγρα 2005).

Άλλα έργα:

‘Δώδεκα και ένα ψέματα’, διηγήματα  (εκδόσεις Ίκαρος 1991, 2η έκδοση· Άγρα 2009). Αγγλική μετάφραση· (‘Twelve and one lies’ National Academy of Letters N. Delhi 1998 και Samkaleen Prakashan editors N. Delhi 1999). Τουρκική· (‘On Iki arti Bir Yalan’, Imge kitabevi yayinlari, Anakara 2000). Γερμανική· (‘Zwölf und eine Lüge’, Elfenbein-Heidelberg, 2001). Γαλλική· (‘Douze et un mensonges’, Alteredit-Paris, 2005).
‘Ψέματα πάλι’, διηγήματα (εκδόσεις Άγρα 1999). Μεταφράστηκε στα Αγγλικά. Γερμανική έκδοση (Noch mehr Lügen Elfenbein Verlag, 2016). Το διήγημα ‘Άννα’ μεταφράστηκε στα Γαλλικά, από την Μαργαρίτα Καραπάνου. Το διήγημα ‘Οι καινούριοι Άγιοι’ μεταφράστηκε στα Τουρκικά (Yeni Azizler, Imge Őyukuler, Istanbul 2005)
‘Ο Σιμιγδαλένιος’, θέατρο - ποίηση  (Εστία 1994, 12η έκδοση). Εθνικό Θέατρο, 2015-2016. Αγγλική μετάφραση· (The Spiceman, Ithaka ed. Melbourne, 2004). Τουρκική· (IrmikoğlanAlbatros kitabevi Yayinlari, Istanbul 2005). Πρεμιέρα στο Κρατικό Θέατρο Τουρκίας, Şehir Tiyatro, Istanbul, 4/2012. Ετοιμάζεται η γερμανική έκδοση (Der Lebkuchenmann)
‘Αυτό’, διήγημα (στη συλλογή ‘Χάριν παιδιάς’, εκδόσεις Ίκαρος 2001). Αγγλική μετάφραση That
‘Οι Δαιμονισμένοι’, λιμπρέτο για όπερα, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι. Συμπαραγωγή του British Council και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Παγκόσμια πρεμιέρα από την Ε.Λ.Σ. στην Αθήνα, Απρίλιος του 2001.
‘The mask in the Classical Hellenic Theatre, (Συλλογική έκδοση, Aryan books international-N. Delhi 2000. 
‘Το τσιγάρο και η γιόγκα’ Ηθιστόρημα (εκδόσεις Άγρα 2008)
‘Ίναχος, ο γιος του Ωκεανού’, χοροθέατρο για παιδιά (Σητεία 2010)
‘Οχιναιλέγοντας’, θέατρο - ποίηση  (εκδόσεις Ίκαρος 2011). Αγγλική μετάφραση· Noyessaying ISBN 978-93-5016-7, 2013. Τουρκική μετάφραση· Hayirevet diyerek (Bencekitap, Ankara 2015)
‘Ο κύκλος που δεν κλείνει’, πολιτικό αφήγημα (στη συλλογή ‘Για μια επέτειο’ εκδόσεις Ίκαρος 2013)
‘Ο Μ. Χατζιδάκις για τον Γ. Χρήστου’, βιογραφική συμβολή (Metrogreece 1/7/2104, Bookpress 7/2014)
‘Το σεντούκι του παππού μου’, μικρό πολιτικό δοκίμιο (Stahtes 17/11/2014)
‘Ο επιτάφιος και ο επί πόλεως θρήνος’, μικρή πασχαλινή πολιτική ανάλυση (Metrogreece 8/4/2015)
‘Πολυβίου ιστορία ετών 2150’, ερανισμός απόδοση, Αρχαίων επικαίρων (Dimoi news 7/8/2015)

alexadam48@hotmail.com



Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2016

Ένας ευάλωτος κόσμος σε μια ευαίσθητη ισορροπία «Άντρας που πέφτει»

γράφει η Διώνη Δημητριάδου*


διηγήματα του Νικόλα Σεβαστάκη
εκδόσεις Πόλις


[…]
Στο γιατρό του που τον ρώτησε «πώς αισθάνθηκε κατά τη στιγμή της πτώσης», έδωσε την απάντηση ότι αποχωρίστηκε το σώμα του προσπαθώντας να ανοίξει μια τρύπα σε ένα πυκνά πλεγμένο σύρμα, σε ένα είδος διχτυού.
«Σαν να βρισκόμουν, γιατρέ, και στις δυο μεριές του φιλέ… Με καταλαβαίνετε;»

Στα όρια μιας πραγματικής (όπως αυτή παραπάνω)  και μιας συμβολικής πτώσης  βρίσκονται οι ήρωες των διηγημάτων του Νικόλα Σεβαστάκη. Ή μήπως ο κόσμος είναι που ανατρέπεται μαζί με όσα τον κρατούσαν όρθιο; Ελπίδες, αισιοδοξία, όνειρα. Μπορούν να επιβιώσουν μέσα σε ένα σκηνικό αργής σήψης; Οι ήρωες αυτοί είναι εικόνες που αποτυπώθηκαν στη μνήμη του συγγραφέα, που ανταποκρινόμενος στον ρόλο του (η γραφή απαιτεί πρωτίστως εναργή συνείδηση που παρατηρεί και καταγράφει) αποκόπτει πρόσωπα και σκηνές από το γύρω υπαρκτό σκηνικό, κατόπιν δημιουργεί ένα νέο, δικό του, και εντάσσει το υλικό του εκεί μέσα σε αγαστή συνύπαρξη. Κάπως έτσι οι ήρωες αυτοί είναι απολύτως αληθινοί, με τα λόγια τους να απηχούν τις προσωπικές μας σκέψεις:
[…]
«Εμείς δεν ήμασταν έτσι», ψιθυρίζει στο μαξιλάρι της, πριν ναρκωθεί για τα καλά στον ύπνο δίχως όνειρα, στον ύπνο της κουρασμένης ανθρωπότητας.

Αυτή η σύντομη γραφή, το διήγημα, πόσο πιστά μπορεί να αποδώσει την πραγματικότητα γύρω μας; Αν κάποιος είναι συνηθισμένος στην πρόσληψη της συνολικής εικόνας, έτσι όπως αποτυπώνεται στη μεγάλη αφήγηση (το μυθιστόρημα) με δεδομένη ωστόσο την προϋπόθεση μιας σοβαρής επεξεργασίας του μυθοπλαστικού υλικού που έχει στα χέρια του ο συγγραφέας, ίσως θεωρήσει ελλιπή την εικόνα που προλαβαίνει να αιχμαλωτίσει η μικρή φόρμα του διηγήματος. Από μια άλλη όμως οπτική γωνία, γίνεται φανερό ότι αυτή η αποσπασματική σε πρώτη ματιά σκηνή μπορεί να αποδώσει όλη τη συγκίνηση, όλη την έκφραση συναισθημάτων του ήρωα και μάλιστα μέσα στον λίγο χώρο αφήγησης και στον ελάχιστο χρόνο ανάγνωσης που διαθέτει. Το αν φυσικά κερδίζει τον αναγνώστη σχετίζεται κυρίως με την ικανότητα του συγγραφέα να απομονώνει τα άξια λόγου από όσα τον περιτριγυρίζουν και να τα αποδίδει με τη γνώση του σύντομου χαρακτήρα του εγχειρήματός του.
Στα συγκεκριμένα διηγήματα έχεις την αίσθηση ότι όσα έπρεπε να ειπωθούν είναι σοφά ακουμπισμένα στις σελίδες τους. Στο τέλος της ανάγνωσης νιώθεις ότι θα καταστρεφόταν η ισορροπία της ιστορίας, αν κάτι ακόμα γραφόταν. Για παράδειγμα, στο τέλος του εξαιρετικού διηγήματος που δανείζει τον τίτλο του σε όλη τη συλλογή, ο άντρας που πέφτει φθάνει στη διατύπωση της σκέψης (ήδη αναμενόμενη αυτή από τον αναγνώστη) ότι:
Η Αμαλία δεν είναι πια η πρώην γυναίκα του, αλλά η βασική ιδιότητα των πραγμάτων που τον περιστοιχίζουν, η ονομασία της πραγματικότητας. Καθώς τινάζει τη σκόνη απ’ το μπατζάκι του, νιώθει τη δύναμη της φωνής της: κομμάτια από το παρελθόν μπερδεύονται στα πόδια του, αλλά εκείνος πρέπει να προχωρήσει, πρέπει να προχωρήσει κόβοντας δρόμο.


Κάπως έτσι στέκεσαι, όσο το μπορείς, απέναντι στις αντιξοότητες της ζωής σου. Και κάπως έτσι σηκώνεσαι και περπατάς ίσια πάλι, χωρίς να σκοντάφτεις και να πέφτεις. Οι ήρωες των διηγημάτων ανησυχούν για
την τροπή που πήραν τα πράγματα στον κόσμο μας
έρχονται αντιμέτωποι με τις προσωπικές τους απώλειες αφήνοντας να σπάνε
τα νερά της μνήμης
και διατηρούν μια φιλοσοφημένη στάση απέναντι στα αναπάντητα γιατί που σταθερά επανέρχονται, μια που αποδεικνύονται ίσως πιο αδύναμοι από όσο πίστευαν. Αυτούς τους ανθρώπους που περιγράφει εδώ ο Νικόλας Σεβαστάκης νιώθεις να τους αγαπάς, να κατανοείς τις εμμονές τους και να συμμερίζεσαι τον πόνο τους όταν καταρρέουν. Ίσως γιατί είναι ο κόσμος που καταβυθίζεται συμπαρασύροντας και τους αβέβαιους βηματισμούς τους. Έτσι ο τίτλος του διηγήματος (αλλά και ολόκληρης της συλλογής) «Άντρας που πέφτει», έχει πια διπλή σημασία. Αυτός ο άντρας, ο άνθρωπος εν γένει, πέφτει κατά μια φυσική ακολουθία. Το ενδιαφέρον στη ματιά του συγγραφέα βρίσκεται στην προσπάθεια που κάνει για να σηκωθεί, να ανασυγκροτήσει τον μικρόκοσμό του πρώτα και κατόπιν να αναρωτηθεί αν μπορεί να αλλάξει και το περίβλημα. Δύσκολη υπόθεση, όπως εικαστικά υπογραμμίζεται και από την εύστοχη εικόνα του εξωφύλλου. Τα μεγέθη είναι άνισα, ο άνθρωπος μικρός. Η πτώση παραμονεύει ως ενδεχόμενο σε κάθε στραβοπάτημα. Κι όμως σε αυτά τα πρόσωπα που απομονώνει η ματιά του Νικόλα Σεβαστάκη βλέπεις μια διάθεση ζωής, έναν αντίλογο στη μίζερη και ζοφερή πραγματικότητα. Μάταιο όλο αυτό; Ίσως. Δεν μπορώ, ωστόσο, να μη μεταφέρω εδώ τρεις σειρές από το «Τέλος εποχής», το μεγαλύτερο διήγημα και το πλέον  δηλωτικό της ευάλωτης ατομικότητας, που δίνουν αυτό το ψήγμα ελπίδας:
Δεν του άρεσε του εννιάχρονου το γράψιμο και ο μπαμπάς της προσπαθούσε μάταια να της εξηγήσει την ομορφιά ενός μολυβιού που κινείται πάνω στο λευκό χαρτί όπως το πέδιλο του χορευτή στον πάγο.
Η απόλυτη ομορφιά, η γοητεία του χαμένου πια, να επανέρχεται εν είδει διδαχής, έστω και μάταιης. Ίσως αυτός ο κόσμος να μην έχει χάσει εντελώς την ελπίδα του.



Διώνη Δημητριάδου

Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»

Η Γενικότερη σημασία του χρώματος των Ματιών


γράφει ο Διονύσης Λιάρος*



Ως Φυσιογνωμιστής και γιατρός, γνωρίζω τις σχεδόν απίστευτες (μικρές, βέβαια) διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των ανθρώπων με βάση το χρώμα των Ματιών τους. Τις οποίες έχω επιβεβαιώσει επανειλημμένα από την άμεση παρατήρηση. Δεν είμαι όμως πρόθυμος εδώ να επεκταθώ όταν ο οιοσδήποτε φίλος μπορεί να βρει αυτά που λέω στο φατσοτεφτερο.
 Εδώ ξεκίνησα να γράψω μια σύντομη περίληψη του Μυθιστορήματος του Τόμας Χάρντι ΔΥΟ ΓΑΛΑΖΙΑ ΜΑΤΙΑ, διερωτώμενος πώς έβαλε αυτόν τον τίτλο που με ενδιαφέρει για κάποια πρόσωπα του στενού μου κύκλου. Έχω πει ότι ο Χάρντι είναι πολύ σημαντικός (ο Κωστής Παλαμάς τον αγαπούσε πάνω κι από τον Ντοστογιέφσκι ή τον Ουγκώ ή τον Μπαλζάκ). Όταν διάβασα τον ΤΖΟΥΝΤ ΤΟΝ ΑΦΑΝΗ (1896) κατάλαβα τον Στρατή Τσίρκα που αποδίδει μερικά σημαντικά Ποιήματα του Καβάφη στον Χάρντι. Περιέργως ΔΕΝ συσχετίζει το ΑΙΝΙΓΜΑΤΙΚΩΤΑΤΟ ποίημα "Τελειωμένα" (που ΚΑΝΕΙΣ δεν έχει καν θεωρία σε τι αναφέρεται) με τα 4 αδικοχαμένα παιδάκια του Τζουντ. -Το μεγάλο αυτοκτονεί με θηλιά αφού πρώτα πνιγεί από οίκτο τα 2 αδελφάκια του. Το έμβρυο της Σου φυσικά αποβάλλεται όταν αντικρίζει το αποτρόπαιο θέαμα, καθώς νοιώθει υπεύθυνη. Διότι κανείς δεν τους νοίκιαζε δωμάτιο ως ΑΣΤΕΦΑΝΩΤΟΥΣ, αλλά αυτή έλεγε στον μεγάλο "μάς βρίσκουν π ο λ λ ο ύ ς"...
Η Γαλαζομάτα Ελφρίντε Σουανσκωρτ(=αυλή Κύκνων) στα 17 της φλέρταρε πολύ αθώα μ' έναν Φέλιξ. Αυτός πέθανε από χτικιό, φυματίωση, που ήταν τότε συνήθης αιτία θανάτου. Η Χήρα μάνα του νεαρού την κατηγορεί ότι ΑΥΤΗ τον πέθανε εγκαταλείποντάς τον. Έτυχε νάχει ερωτευθεί τον Στέφεν Σμιθ, αγνό παλληκάρι, αλλά πολύ χαμηλότερα στην ΤΑΞΙΚΩΤΑΤΗ Αγγλία. Στην οποία ακόμα βασιλεύει το Ταξικό Μίσος (Class hatred) όπως στην Ινδία ή το Ισραήλ.
Κι ενώ το σκάνε για 24 ωρες για να παντρευτούν εν αγνοία των δικών της(όπως είχε κάνει η γιαγιά της!) γυρνάει πίσω αστεφάνωτη γιατί δεν είχε τα "κότσια" μέχρι τέλους. (Η Αμφιθυμία των Γυναικών παίζει μεγάλο ρόλο στον Χάρντι).
Ο Στέφεν φεύγει για να προκόψει στην Ινδία και να παντρευτούν όταν θάναι "κάποιος". Εν αγνοία όλων αυτή μπλέκει με τον Λογοτεχνικό Κριτικό Knight(=Iππότη) χωρίς να ξέρει ότι είναι, στα 32 του, ο "Δάσκαλος" των όσων Λατινικών και Αρχαίων Ελληνικών του 20χρονου Στέφανού της.
Καθώς σιγά-σιγά όλα βγαίνουν στο φως. Ο Νάιτ νοιώθει υποχρεωμένος να την αφήσει. Ο νεαρός γυρνάει θριαμβευτής. Θα την παντρευτεί. Τα πράγματα έρχονται έτσι που ο Νάιτ ξαναμπαίνει στη μέση ως υποψήφιος. Φτάνουν με το ίδιο τραίνο να την ζητήσουν. Αλλά παρευρίσκονται στην Κηδεία της. Είχε μαραζώσει και παντρεύτηκε τον Λόρδο Λουελλιαν(όπως είχε κάνει η Γιαγιά της) επειδή αρχικά, την αγάπησαν τα παιδιά του (ήταν Χήρος). Πέθανε από Εξωμήτριο Κύηση.
Οι δυο παρ' ολίγον Σύζυγοί  της, πιάνονται ανγκαζέ και περπατάνε αμίλητοι.

* Ο Διονύσης Λιάρος είναι ψυχίατρος

Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2016

Περί ορίων, συνόρων και μοίρας

γράφει ο Μιχάλης Μοδινός*
Αναδημοσίευση από: Τα ΝΕΑ / ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ

Ρίτσαρντ Φορντ, Καναδάς, σελ. 559, μετάφραση Θωμάς Σκάσσης,  ΠΑΤΑΚΗΣ 2014

Ο Ρίτσαρντ Φορντ περιγράφει την βίαια ενηλικίωση ενός δεκαπεντάχρονου και την φυγή του πέρα από τα καναδικά σύνορα, πραγματευόμενος ζητήματα ταυτότητας, απώλειας και αποδοχής της ζωής



Παράδοξος τίτλος για ένα βιβλίο που δεν είναι ταξιδιωτικός οδηγός. Υπάρχει βέβαια η αρχετυπική τριλογία Η.Π.Α. του Ντος Πάσσος, Ο Ήρεμος Ντον του Σολόχωφ και κάποια άλλα,  αλλά γενικά σπανίζουν τα μυθιστορήματα που έχουν τοπογραφικούς προσδιορισμούς στον τίτλο τους και  μάλιστα μονολεκτικούς. Ειδικά ο Καναδάς παραείναι μεγάλη χώρα για να συμπυκνώσει μια αφήγηση με περιγραφικές αξιώσεις. Είναι αχανής, διακρίνεται από ένα βόρειο εξωτισμό, έχει απέραντες παγωμένες εκτάσεις, εκατοντάδες αυτόχθονες φυλές, χιλιάδες λίμνες και σχεδόν ανέγγιχτες δασικές εκτάσεις. Η χώρα ακολουθεί ήπια εξωτερική πολιτική αν και συμπαρατάσσεται ιστορικά με τον δυτικό πολιτισμό, δέχεται λογής λογής κατατρεγμένους, ακολουθεί με συνέπεια μια φιλοτριτοκοσμική αναπτυξιακή  πολιτική. Ο Καναδάς είναι και δεν είναι Αμερική, κι αυτό είναι ίσως το σημείο εκκίνησης του μυθιστορήματος του Ρίτσαρντ Φορντ. Είναι το οικείο μέσα στο ανοίκειο.  

Ο μικρός ήρωας και αφηγητής του βιβλίου, ο δεκαπεντάχρονος τότε Ντελ Πάρσονς,  αποδρά ακούσια στον Καναδά όπου τον μεταφέρει μια συνάδελφος της μητέρας του για να τον παραδώσει στα χέρια του αδελφού της. Ο λόγος;   Οι γονείς του  βρίσκονται στη φυλακή μετά από μια ένοπλη ληστεία τραπέζης που επιχείρησαν σε μια μικρή πόλη της Βόρειας Ντακότα – μάλιστα η μητέρα του σύντομα θα αυτοκτονήσει. Δεν πρόκειται ωστόσο για ένα κοινό ζευγάρι εγκληματιών και τίποτα πάνω τους δεν προδιαθέτει για το βλακώδες έγκλημα που θα διαλύσει την οικογένειά τους. Βετεράνος πιλότος βομβαρδιστικού, ο αισιόδοξος, καλαμπουρτζής πατέρας του Ντελ και της δίδυμης αδελφής του, της Μπέρνερ, αγωνίζεται να προσαρμοστεί στη μεταπολεμική ζωή υπηρετώντας σε διάφορες αμερικανικές βάσεις ανά την επικράτεια. Η σύζυγος, Εβραία και δυσπροσάρμοστη διανοούμενη που ονειρεύεται να γράψει ποίηση, τον ακολουθεί αναγκαστικά σ’ αυτές τις μετακινήσεις, ελάχιστα προσπαθώντας να προσαρμοσθεί στα τοπικά κοινωνικά δεδομένα. Ως αποτέλεσμα, η τετραμελής οικογένεια διατηρεί μεν τις εσωτερικές της ισορροπίες αλλά δεν επικοινωνεί με τον περίγυρό της και δεν έχει κοινωνική ζωή, ειδικά στον τελευταίο τους σταθμό, το Γκρέητ Φολλς της Μοντάνα, που εμφανίζεται συχνά στα έργα του Φορντ.
    Ώσπου ο επιφανειακός, καλόκαρδος πατέρας αποστρατεύεται για σκοτεινούς λόγους  με μια μικρή σύνταξη, αποτυγχάνει σε ποικίλα επαγγέλματα και εμπλέκεται σε μια κομπίνα τροφοδοσίας του στρατού με κρέας από κλεμμένες αγελάδες – παραδοσιακή πρακτική των ινδιάνων Κρή της περιοχής. Βρίσκεται να χρωστά χρήματα, απειλείται, νοιώθει στριμωγμένος και πείθει την γυναίκα του να διαπράξουν τη ληστεία για να ρεφάρουν. Θα ακολουθήσουν όλα τα πιθανά σχεδόν φαρσικού τύπου σφάλματα, που αν δεν δίνονταν με την γεμάτη σοφία αργόσυρτη φωνή του υπό συνταξιοδότηση πλέον Ντελ θα προσιδίαζαν περισσότερο σε γκαγκστερική κωμωδία. Το αντίθετο όμως, εδώ έχουμε ένα πραγματικό δράμα: τα παιδιά στερούνται τους γονείς τους, βρίσκονται ολομόναχα σε ένα άδειο σπίτι εν αναμονή της Πρόνοιας, χωρίς εξήγηση γι αυτό που τα βρήκε, διερωτώμενα τι είναι αυτό που ανατρέπει τις ζωές των ανθρώπων από τη μια στιγμή στην άλλη, αιφνιδιασμένα από την μετατροπή των γονιών τους σε εγκληματίες.
    Το πρώτο αυτό μέρος του βιβλίου είναι ταυτόχρονα ένας ύμνος στην Άγρια Δύση της δεκαετίας του  ’60 σε χαμηλούς υπόκωφους τόνους, με μακρινούς απόηχους από τα μεγάλα γεγονότα που συμβαίνουν ανά τον πλανήτη. Οι μεγάλες επίπεδες πεδιάδες, ο ποταμός Μισσούρι που διασχίζει το Γκρέητ Φολλς, οι οριοθετημένες ζώνες  όπου ζουν οι απομένονντες Ινδιάνοι, η ζωή της μικρής πόλης, ξεδιπλώνονται στη μνήμη του εν είδει μεγάλου χάρτη όπου σταδιακά γεμίζουν τα κενά. Ο αφηγητής Ντελ ζει επί μισό  αιώνα παντρεμένος αν και άκληρος στο Γουίννιπεγκ του Καναδά. Η Μπέρνερ  έχει αποδράσει λίγο μετά τη φυλάκιση των γονιών αλλά  δεν θα ξεφύγει ποτέ από τη μοίρα της ξεριζωμένης. Και ο Ντελ θα ζήσει το δεύτερο, πρακτικά αυτόνομο μέρος του βιβλίου όταν διασχίζοντας απέραντα σταροχώραφα μια αυγουστιάτικη μέρα του 1960 θα βρεθεί άθελά του από την άλλη μεριά των συνόρων, στην γειτονική καναδική επαρχία του Σασκάτσιουαν.
    Καναδάς λοιπόν αλλά για την ακρίβεια ένα πολύ μικρό μέρος του Καναδά, χαμένο στο πουθενά, όπου ο ξεριζωμένος, χωρίς οικογένεια νεαρός θα βρεθεί να συμβιώνει με ένα παράξενο μιγάδα Ινδιάνο και το αφεντικό του, έναν άλλο φυγάδα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου καταζητείται για μια βομβιστική ενέργεια. Θα δουλέψει εντατικά για να κερδίσει τη ζωή του στο ξενοδοχείο του αφεντικού, θα  συνοδεύσει κυνηγούς στο καρτέρι της αγριόχηνας, θα ανακαλύψει τη ζωή στις απέραντες ανοιχτές εκτάσεις, θα νοσταλγήσει τη μαθητική του ζωή, το σκάκι και τη μελισσοκομία που ήταν οι αγαπημένες του ενασχολήσεις. Τα χτυπήματα της μοίρας θα πάρουν εδώ διαστάσεις εμπνευσμένες πιθανότατα από τον Κόρμακ ΜακΚάρθι όταν ο φυγάς ξενοδόχος θα δολοφονήσει δύο διώκτες του και θα χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες του μικρού Ντελ για την τέλεση του εγκλήματος και την εξαφάνιση των πτωμάτων. Σε αντάλλαγμα ο Ντελ θα διαφύγει από την κόλαση της ερημιάς αυτής για να παραδοθεί σε μια ανάδοχη οικογένεια και να ακολουθήσει την λίγο πολύ φυσιολογική ζωή του δασκάλου μέχρι να ξανασυναντήσει την ετοιμοθάνατη αδελφή του στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου.
    Και ο Καναδάς που βρίσκεται σε όλα αυτά; Ίσως στη συμβολοποίηση της φυγής υπό τη μορφή της σωτηρίας. Ίσως στη διαπίστωση ότι το κακό μπορεί να παραχθεί παντού και ότι αν σε βρήκε ήδη μια φορά οι κακοτυχίες σου μπορεί να μην έχουν τέλος.  Ίσως στην μυθολογία του πιονιέρου που ενδημεί ακόμη στο Νέο Κόσμο. Εντέλει μπορεί να πρόκειται απλώς για ένα συγγραφικό στοίχημα ανασύστασης ενός γεωγραφικού χώρου που δεν έχει προσφέρει πολλά στη συλλογική φαντασία και που ο Φορντ θέλει να του προσδώσει νόημα. Και ασφαλώς ο Καναδάς εντάσσεται στην κατηγορία αυτή των βιβλίων που ανασυνθέτουν μια ολόκληρη ζωή προσπαθώντας να βρουν μια ηθική πυξίδα και να παραδώσουν ένα πρότυπο αποδοχής της ζωής  στους νεότερους.
   Σε ελεγειακούς χαμηλόφωνους, στοχαστικούς  τόνους, το βιβλίο θα κέρδιζε πολύ αν ο Ρίτσαρντ Φορντ συνέδεε σφιχτότερα τις δύο σχεδόν αυτόνομες ιστορίες του ένθεν κακείθεν των συνόρων και αν δεν επέφερε τόσο πολλές ντικενσιανές ατυχίες στους ώμους του έφηβου ήρωά του. Θα κέρδιζε ακόμη περισσότερα αν έκοβε καμιά εκατοστή σελίδες σε σημεία όπου οι αναδρομές του αφηγητή πλατειάζουν και αντιγράφουν τον εαυτό τους. Και αν βεβαίως αιτιολογείτο καλύτερα η σύνδεση των δύο αυτόνομων ιστοριών του βιβλίου μέσω ίσως της ενοχής ή της μοίρας.


Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της. 
Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.
To τελευταίο του βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.

ΣΤΑΘΗ ΚΟΜΝΗΝΟΥ ΜΙΚΡΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ [ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ]


Επόμενος τοις αγίοις πατράσι, υικώς προσφέρω το κείμενο ως ανάθημα στην Πλατωνική και Αριστοτελική σκέψη, που πρώτη έθεσε την παρακαταθήκη του στοχάζεσθαι εν τω ποιείν…

Ό,τι ακολουθεί αποτελεί συνέχεια της δημοσίευσης στο CANTUS FIRMUS του Πρώτου και Δεύτερου Μέρους αυτού του ΜΙΚΡΟΥ ΧΡΟΝΙΚΟΥ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ, 
[ Βλ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
:http://cantfus.blogspot.gr /2016/09/blog-post_18.html?spref=fb 
και αντίστοιχα ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ 
:http://cantfus.blogspot.gr/2016/09/blog-post_30.html?spref=fb].

Η παρούσα δημοσίευση αποτελεί το τρίτο και τελευταίο μέρος αυτής της προδημοσίευσης μέρους από το εκτενές σύγγραμμά μου σχετικά με τη λογοτεχνική, λεγόμενη, θεωρία ή προσφυέστερα ορολογικά, κατ’ εμένα, με τη θεωρία της Γραφής και της Ανάγνωσης.

«…Άλλα από τα κείμενα για τα οποία ήδη έκανα λόγο είχαν κάποτε δημοσιευθεί σε περιοδικά κυρίως και τώρα πια θα είναι δυσεύρετα νομίζω. Άλλα είναι παντελώς αδημοσίευτα και κλεισμένα στα συρτάρια μου για χρόνια, τελώντας σε παντελή άπνοια. Σχεδόν, μάλιστα, μισολιωμένα. Αυτό το αδιάφορο θάψιμο είναι κάτι που με χαρακτηρίζει νομίζω. Με αφήνει έκθετο κι απροστάτευτο. Κυρίως δίχως μετοχές. Δίχως πονταρίσματα. Μού κόβει τους κάβους των προσδοκιών και με κάνει περισσότερο θάλασσα ή πλεούμενο παρά σάρκα. Με αφήνει να παραμένω παιδί. Να παίζω και να εγκαταλείπω στο τέλος τα παιχνίδια προς άγρα νέων αθυρμάτων για την πάντα διατακτική αύριο. Τόσο που κάποτε να νιώθω τύψεις σχεδόν για το άκομψο τής εγκατάλειψης. Ουσιαστικά, αν το καλοσκεφτώ, είμαι περισσότερο ερέθισμα παρά σχεδίασμα. Περισσότερο εκσπερμάτιση παρά προφύλαξη. Περισσότερο αυτάρκεια ή αυτοτέλεια παρά περιφορά και σουρτούκεμα. Περισσότερο ατερμάτιστος παρά κεφαλαιοποιημένος. Αν δεν λαθεύω, η ΓΡΑΦΗ πρέπει να αρέσκεται σε τέτοιες συμπεριφορές. Σε τέτοιες στάσεις. Αισθάνομαι πως αντιπαθεί τους τοκιστές. Όσο για τους τοκογλύφους που την περιτριγυρίζουν και δείχνουν να την αλώνουν, δεν το συζητώ…»
ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ


       Εν τούτοις, τα νοήματα εκπίπτουν, κενοποιούνται, αποσαθρώνονται. Εντούτοις, η Γλώσσα αστοχεί και αφήνεται, κείται, πάνω στο Κείμενο ανικανοποίητη, διψασμένη στην καλύτερη περίπτωση, αν όχι ριζικά άκυρη, αταύτιστη,
 ξώφαλτση. Μια από τις αιτίες που προκαλούν αυτή την απονοημάτιση του Νοήματος είναι αυτή τούτη η άφευκτη και a priori αποτυχία να παγιδευτεί το Απαγίδευτο. Αφού, αν παγιδευόταν θα έπαυε αυτομάτως να είναι Απαγίδευτο. Αυτή η αποτυχία έχει ως ρίζα και καταβολή της την ίδια την Πράξη του Γράφειν και ακολούθως του Αναγινώσκειν !!! Η λειτουργία της Γραφής και της Ανάγνωσης, ουσιωδώς, επιτελείται κοσμοποιητικά. Από την κοσμοποίηση προέρχεται και στην κοσμοποίηση απολήγει, βαίνει, κορυφώνεται. Και εκεί συναντά, ταυτοχρόνως, και την κενοποίησή της, τη βασιλεία του Κενού.1 Εν ταυτώ και εν τω άμα, όπως αποκαλύπτεται και παγιδεύεται το Απαγίδευτο δια της συγγραφικής μετατοπίσεως των εξωκειμενικών οντοτήτων, έτσι και στη στιγμή Αποκρύπτεται και παραμένει Ανάγρευτο, αφού η κίνηση μετατόπισης των οντοτήτων είναι ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ και κίνηση συστάσεως Νέου Κόσμου ! Το παραπέτασμα άνοιξε στιγμιαία για να κλείσει αυτομάτως στη στιγμή. Κόσμο επιζητεί το Απαγίδευτο για να κρυφτεί και να μην αγρευθεί, Κόσμο του παρέχουμε για της (νέας) συγγραφικής και αναγνωστικής Πράξεως ! Ο απομεμακρυσμένος Κόσμος του «σύννεφου» και των «μαλλιών» της κοπέλας, κατέστη και πάλι (νέος) Κόσμος, όπου τα απομακρυσμένα συνέγγισαν, συνεισήλθαν, συνουσιάστηκαν, συμπλέχτηκαν. Μα, ωστόσο, Κόσμος ! Αν το Απαγίδευτο κρυβόταν μη θηρευόμενο στο εξωκειμενικό «γλωσσικό» σχήμα «σύννεφο – μαλλιά κοπέλας», τώρα κρύβεται, εκ νέου μη θηρευόμενο οριστικά, στο ενδοκειμενικό σχήμα «μαλλιά κοπέλας σύννεφο», που αφαιρώντας απλώς μια διαχωριστική παύλα (…) συστήνει ένα νέο Κόσμο. Καθώς φαίνεται, η κίνηση κενοποιεί, το άνοιγμα αποκρύπτει, η διαύγαση επανασυσκοτίζει, το φως γνοφούται. Μολαταύτα, για να φανούμε δίκαιοι, οφείλουμε να παρατηρήσουμε πως αυτό το στιγμιαίο άνοιγμα, αυτό το στιγμιαίο, ακριβέστερα, ανοιγοκλείσιμο, ΑΡΚΕΙ. Είναι απολύτως επαρκές για να σπάσει ο πάγος του Μυστηρίου, χωρίς να
απομυστηριοποιείται, όμως, το Μυστήριο, και για να υπάρξει άφθονη τροφή προς βρώση των νοημάτων, της αναγνωστικής και ερμηνευτικής λειτουργίας, και της συγγραφικής λειτουργίας και προσπάθειας.
 Το (ευγενές) λάκτισμα στα οπίσθια του Απαγίδευτου, δια της Γραφής, έχει αρκετή δύναμη ώστε όχι μόνο να θρέψει πεινασμένες γενεές για Νόημα, Κάλλος, Αποκάλυψη, αλλά και για να αποσπάσει, αναποσπάστως, τμήματα του Απαγίδευτου και να τα εγκαταστήσει διαπαντός στον Κόσμο, να τα μεταποιήσει σε … ενδοκειμενικό εξωκείμενο !!! Και λέγοντας «ενδοκειμενικό εξωκείμενο» εννοώ ότι το νέο Σώμα που ξενίζει τα κρυπτογραφημένα κομμάτια του Απαγίδευτου και το οποίο συνηθίζουμε να αποκαλούμε «Βιβλίο», προστίθεται στον ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ Κόσμο, ως ένα ακόμη και καινούργιο ον, το οποίο θα λάβει, …πιθανώς, υπόψιν η αναμενόμενη νέα άγρα, που θα συμβεί κάποια στιγμή σε ένα ενδοκείμενο, το οποίο θα ακολουθήσει, φυσικά και μοιραία κι αυτό, την προδιαγεγραμμένη πορεία εξωτερικοποίησής του, αντικειμενοποίησης του.
         Θα επαναλάβω, για μιαν ακόμη φορά, επόμενος τοις αρχαίοις, ότι «πράξις θεωρίας επίβασις», και ακολούθως δεν μπορεί να στηριχθεί μια θεωρία με τρόπο αφηρημένο, παρά μόνο βάσει παραδειγμάτων. Αποσπώ, όχι με μεγάλο κόπο και πολύωρη αναζήτηση ομολογουμένως, ένα εμβληματικό έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που το διαφιλονικεί και ο θεολογικός χώρος. Πρόκειται για το «Άσμα Ασμάτων».
 Στο Κείμενο αυτό οι  οντότητες α) του «οίνου», β) των «αρωμάτων», γ) τα «σκηνώματα Κηδάρ», δ) οι «τρυγόνες», ε) αι «περιστεραί», στ) το «κρίνο» κλπ κλπ δίχως τελειωμό, συζευγνύονται με την οντότητα του Σώματος της Νύφης ή εκείνη του Σώματος του Νυμφίου. Η πρόσμιξη αυτή πλάθει ένα νέο Κόσμο, αναδεικνύει την εγγενή πλαστικότητα του «εξωκειμένου», της κοσμικής πραγματικότητας, και πλαστουργεί, μέσω της αναδιάταξης των οντοτήτων, Νέα Πραγματικότητα. Ωστόσο, ό,τι άνοιξε έκλεισε ταυτόχρονα και αυτοματικά !... Ό,τι Νόημα ξεχύθηκε, δια της αναδιατακτικής Γραφής, τόσο Νόημα, αντιστοίχως, αποκρύφθηκε, κλείστηκε, εχάθη εξαιτίας αυτής τούτης της αναδιάταξης !!! Κι αυτό είναι και ιστορικά πρόδηλο, ιδού : μεγάλη μερίδα αναγνωστών θεωρεί το Κείμενο ακραιφνώς λογοτεχνικό και «κοσμικό» και ως τέτοιο το προσλαμβάνει και πολύτροπα το αναπαράγει. Αντίστοιχα, μεγάλη μερίδα αναγνωστών το κατατάσσει στο θεολογικό πεδίο και σε συγκεκριμένο θρησκευτικό χώρο μάλιστα. Ημέτερος μάρτυρας αυτής της διχοστασίας, το προλόγισμα του Σεφέρη στη μεταγραφή του Κειμένου, που ο ίδιος εκπόνησε. Δεν έχει κανείς παρά να ρίξει μια ματιά εκεί για να διαπιστώσει την αδιαφορία του Σεφέρη για τις εσχατολογικές, εκκλησιολογικές και θεολογικές προεκτάσεις του Κειμένου. Με άλλα λόγια, από μόνη της αυτή η αναγνωστική
 (ερμηνευτική, προσληπτική) διαφοροποίηση μαρτυρεί για το νοηματικό ΚΛΕΙΣΙΜΟ του κοσμοποιητικά Νέου Κειμένου. Η άπλετα χυμένη μελάνη ερμηνειών και προσλήψεων του Κειμένου μαρτυρεί για το εγγενώς κρυπτικό και γριφώδες του. Όμως, αυτό που μας απασχολεί εδώ δεν είναι ουσιαστικά και κυρίως αυτό. Αυτό το θεωρούμε πολύ πιο επιφανειακό από το πρόβλημα που θέτει η ίδια η αναδιάταξη, η ίδια η νεοφανής κοσμοποίηση του Κόσμου. Η παγίδευση αυτή του Απαγίδευτου, που ως τέτοια (!) το καθιστά, εν τω άμα, και οριστικά Απαγίδευτο ! Και τι εννοώ ; Ομολογουμένως, εκλύθηκε φως με τη σύζευξη «αγαθοί μαστοί σου υπέρ οίνον» ή «οφθαλμοί σου περιστεραί» και παγιδεύτηκε το Απαγίδευτο, παραμερίστηκε το παραπέτασμα και αναδύθηκε νόημα, μέθη, διαύγαση. Ωστόσο, όσο φως ξεχύθηκε τόσο και απεκρύβη, καθότι ουδείς πια μπορεί να ισχυρισθεί πως ο νέος Κόσμος «περιστερομάτια» και «οινομαστοί» δεν συνιστά έναν νέο Κόσμο προς ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ, έναν σκοτεινό Κόσμο (…) που αποζητεί την (αναγνωστική ή συγγραφική) ερμηνεία για να περιλάμψει γύρω του (εκ νέου) φως. Ο νέος αυτός Κόσμος πρέπει να συνταχθεί γραμματικά, όπως θα συνέβαινε και στο πεδίο της πρωτογενούς (μη λογοτεχνικής) Γλώσσας. Πρέπει να αποκτήσει τις γραμματικές του δομές, τις συντακτικές του δομές, τις σημασιολογικές αποσαφηνίσεις του, ώστε να καταστεί προσιτός, ερμηνεύσιμος, προσληπτικός. Όμως, αυτό δεν μπορεί ποτέ να καταστεί δυνατόν ει μη μόνον καθ’ έκαστη αναγνωστική προσέγγιση, αφού όση η πληθυντικότητα των αναγνώσεων, τόση ανάλογα και η πληθυντικότητα των νοημάτων και τόση ανάλογα και η πληθυντικότητα των Κόσμων. Το Νόημα έχει αναδυθεί πρόχειρο και προ οφθαλμών μας και κυριολεκτεί : «οινομαστοί». Ωστόσο, το άπειρο βάθος του Λόγου των σημημάτων και της εκλύσεως του πυρηνικού φορτίου των στοιχειωδών λεκτικών σωματιδίων είναι τέτοιο, ώστε μόνον ο ίλιγγος υποδέχεται τις προσεγγίσεις και συνακόλουθα το σκότος περιλάμπει και ηγεμονεύει στο νέον αυτόν (κειμενικό) Κόσμο.             
7.
Ο χρόνος για τη ΓΡΑΦΗ αποτελεί κύριο πιάτο. Η ΓΡΑΦΗ σού υπενθυμίζει ολημερίς πως είσαι εκπρόθεσμος, σχεδόν ληγμένος ! Κι αυτό είναι κάτι που κατατρώει σπλάχνα. Η Γραφή ; 
Ίσως μέσα στη λέξη να κρύβονται οι ακριβέστερες άλλες λέξεις όπως : η ζωή, το πυρ, η επιθυμία, η λύσσα, ο καταιγισμός, η πλημμύρα, το ανεπαρκές, τα φτερά, ο καρδιακός παλμός… Όλα τους εν ησυχία διατελούντα, εν τέλει. Ησυχία βρασμού. Μόνον αυτά τα ολίγα ; Όχι. Η ΓΡΑΦΗ έχει το προσόν να σε τραβά όπου εκείνη θέλει. Όχι όπου θέλεις εσύ. Δήθεν κάτοχος κάποιας σαφούς πρόθεσης, ενός υπερφυούς οράματος, τής εντέλειας κάποιου υπέροχου σχεδίου. Η κλήση γίνεται για να προσπαθήσεις, και να καταφέρεις ίσως, να αφεθείς (σκέφτομαι πως ο Λακάν θα συμφωνούσε πλήρως μ’ αυτό). Να βγεις εκτός υπολογισμού. Να παίξεις, ας πούμε, … κβαντικά. Δηλαδή, υπάρχοντας διπλός και τρίδιπλος πάνω σε έναν άξονα και στον ίδιο χρόνο. Ισορροπώντας στην ανισορροπία. Μέσα στον ρειμάνειο γεωμετρικό κόσμο τής Γραφής. Εννοώ πως από τη μια ισορροπείς πάνω στη σύλληψή «σου» και από την άλλη εκτρέπεσαι, ανισορροπείς, στην απομάκρυνση απ’ αυτήν τη σύλληψη, στους χώρους εκείνους που η λειτουργία τής ΓΡΑΦΗΣ έχει αποφασίσει να ορίσει. Κάποτε, μάλιστα, όπως έγραφα παλαιότερα σε μια σημείωσή μου, είναι ακριβώς η αντίθετη κίνηση (παντός είδους και προπαντός πάντοτε σωματικώς…[να προσεχθεί, ιδιαιτέρως, αυτό το επίρρημα. Βοηθώ λίγο : ας ανατρέξει ο αναγνώστης αυτού του κειμένου στη βαλεριανή θεώρηση του Σώματος εν σχέσει με τη Γνώση…]) προς τη δηλωμένη συγγραφική επιθυμία, που σε κάνει να καταφέρνεις να χτυπάς διάνα το στόχο !... Μάλιστα, διάνα… ανύποπτα ουσιαστικά. Δηλαδή, μη μπορώντας καλά-καλά να τη δεις, να την προσδιορίσεις, να την ξέρεις αυτή την κίνηση. Μια «διάνα» που σε έσχατη ανάλυση δεν φαίνεται ! Ίσως είναι, τελικά, το ΓΕΓΟΝΟΣ ενός θέματος, που το νυστέρι τής ΓΡΑΦΗΣ ορίζει με τρόπους απροσδόκητους στον γράφοντα.
Καθώς δεν γίνεται να ξεφλουδίζουμε μόνοι μας τα γεγονότα, τα ξεφλουδίζει η γραφική εκτροπή για μας και από εμάς. Εν τέλει δεν ορίζεις. Ορίζεσαι. Υπακούς σε κάθε είδους… σφήνα τής ΓΡΑΦΗΣ. Ειδικά κατά τις διαρκείς κι ανυποχώρητες συνθήκες… ταχυπαλμίας. Ταχυπαλμίας ; Είναι αυτή η σωστή λέξη ; Πιθανόν. Ωστόσο, προσφυής και η λέξη… βροχή. Ναι, βρέχει. Και μάλιστα καταρρακτωδώς.
 Και για να ακριβολογήσω, έβρεχε  συνεχώς καταρρακτωδώς, απ’ ό,τι θυμάμαι, σ’ όλη μου τη ζωή. Ίσως το ίδιο να συμβεί και στο μέλλον. Πάντως το παρόν αντιγράφει πιστά την παρελθοντική καταρρακτώδη υδατόπτωση. «Βροχή, βροχή ταξιδεύει πάνω απ’ τα κεφάλια μας», έλεγε ο Tranströmer στο ποίημά του «Σχέδιο του 1844». Βροχή που επελαύνει πάνω στα κεφάλια μας, παραφράζω εγώ. Κι ο δικός μας ο Ελύτης «…και χορταίνεις χορταίνεις χορταίνεις βροχή». Και λόγω βροχής η πρόκληση τής ταχυπαλμίας να ανταποκριθείς στην (συγγραφική/αναγνωστική) πρόσκληση να γίνεις μουσκίδι. Και δεν αποφεύγω, έτσι, να σκεφτώ : μια ιδιότητα τής βροχής πρέπει να είναι ότι ανεβάζει την …πίεση, ότι προκαλεί ταχυπαλμία. Βροχή ;… Μα δεν εννοώ άλλο από όλα αυτά τα κύματα ιδεών, πόθων, ενασχολήσεων, πεδίων, ενδιαφερόντων, συναντήσεων, γνωριμιών, που, απ’ όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, με τραβούν διαμελίζοντάς με, ως πάντοτε οφείλει να πράττει η ΓΡΑΦΗ (αλλά και το Αναγινώσκειν για τους αναγνώστες…), στα τέσσερα σημεία  τού ορίζοντα. Εξ ου και η… ταχυπαλμία. Αφού, πόσον ορίζοντα να προφτάσει να γευθεί κανείς ; Πόσο να προλάβει ; Πόσο πιστός να φανεί σε κάθε σημείο του ; Πόσες κουρές να κάνει ομνύοντας στις μοναδικότητες που ορίζει το σταυρικό σχήμα του ; Βρέχει. Βρέχει πολύ. Τουλάχιστον για μένα. Και δεν συνηθίζω να κρατώ αλεξίβροχο. Αφήστε που φορώ, μονοφόρι, ένα κοντομάνικο κι αυτό φθαρμένο. Μουσκεμένος μέχρι το κόκκαλο. Παπί. Έτσι, όπως και σε άλλο σημείο είπαμε λοιπόν : η ΓΡΑΦΗ (ας μην ξεχνούμε τις προαναφερθείσες συνδηλώσεις…) τραβά, σύρει, διαμελίζει, ωθεί σε κύλισμα… Και ο Γραφιάς είναι Γραφιάς αν υπάρχει εθισμένος στις βαλίτσες, όπως ο Ακριθάκης. Σε αλυσίδες, μάλιστα, βαλιτσών και σ’ όλα τα δυνατά χρώματα και τις  αποχρώσεις τους. Με προτιμητέο περισσότερο, κατά συνθήκη (;), το ερυθρό.
 8.
Προφανώς, εκτός από μύστες είναι και πεισματάρικα τα χειρόγραφα, σκληραγωγημένοι αθλητές, παντός καιρού οντότητες και ευπροσάρμοστες στο περι-βάλλον υπάρξεις. Κι έτσι, είναι ολοφάνερο πως η ενέργεια τού ανθρωπίνου είναι αρνείται να υποταχθεί, να υποκύψει, να συνθηκολογήσει, συμπαρασύροντας σ’ αυτή της τη μοίρα και την ίδια την ύλη, που πάνω στο πανάγιο άρμα της κάποτε φιλοξενήθηκε. Και η ενέργεια αυτή μπορεί, υπό μία έννοια και θέαση, υπό μια προσανατολισμένη παρατήρηση, να λεχθεί, να ορισθεί, ως γραφική (ο αναγνώστης θα διευκολυνόταν εδώ στην κατανόηση αν έφερνε στο νου του τις ντερριντιανές θεωρίες). Ο άνθρωπος είναι γράφειν/γράφεσθαι (και αναγινώσκειν, βεβαίως, …γραφικώς. Ας θυμηθούμε εδώ τον Πλάτωνα και την, εν τέλει, Παν-(συν)-γραφική θεωρία του, ακόμη και για το Ομιλείν…). Γενικώς. Πολυτρόπως. Και αφού το γράφειν φανερώνεται ανυπότακτο, βούλεται την ανυποταξία στη φθορά, όπως οι μοίρες των (λογής…) χειρογράφων συμμαρτυρούν, θα πρέπει, συνεπώς, το ΓΡΑΦΕΙΝ να σημαίνει ένα πράγμα : απόλυτο αίτημα αθανασίας. Κι αν όντως έτσι έχουν τα πράγματα, τότε το συμπέρασμα είναι ένα : η ριζική ανθρώπινη επιθυμία, που δηλώνεται για μια ακόμη φορά τώρα με τον τρόπο τού γράφειν, είναι η αθανασία. Κι αν αυτό είναι το υπόρρητο αίτημα τής Γραφής, τότε κάθε υποστολή αυτού τού αιτήματος, μέσω μιας πλαστογραφημένης και ψευδεπίγραφης ταπεινοφροσύνης και… (εκσυγχρονιστικής…) φυσικότητας, που αρέσκεται στη μείωση των μεγεθών εξαιτίας τού πυγμαίου αναστήματός της, συνιστά μια μικροαστική και αστική παραχάραξη (ψυχοπνευματικά). Άλλωστε, είναι γενικά γνωστοί οι δύο αυτοί διαβόητοι  
παραχαράκτες. Κοντολογίς, αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε προκύπτει πως το δημιουργείν είναι το ανθρώπινο είναι. Ως φαίνεται, η διάθεση να είσαι διαθέσιμος (στην ελευθεροποιητική εκτροπή του γράφειν και αναγινώσκειν…), η διάθεση στη διαθεσιμότητα [2], που σε άλλα κείμενα έχουμε θίξει, σε ανταμείβει με άνοιγμα, διεύρυνση, σκέψεις, αισθήσεις και εγκυρότερες θεάσεις τής Πραγματικότητας, που σε άλλη περίπτωση θα διάβαινες δίπλα της ως γνωστός της ενδεχομένως, όμως όχι ως μέτοχος. Ή θα διάβαινες ως παράλληλη ευθεία, όχι όμως τεμνόμενη. 
9. Η Τάξη των συναντήσεων, διασταυρώσεων, αλληλεπιδράσεων, αλληλοεισχωρήσεων, αφού ο κόσμος είναι δομημένος στη ΣΧΕΣΗ και η σχέση συντελείεται, ενεργείται, μεταξύ προσωπικών υποκειμένων. Το Ευρίσκειν-Αποκαλύπτειν
 (αναγνωστικά/συγγραφικά) αδιαφορεί τόσο για την επίδρασή του πάνω στον δέκτη του - μια και οφείλει να δηλωθεί, να φανεί, να επιπέσει, να αλλοιώσει -, όσο και για την μέχρι τη στιγμή τής Αποκάλυψης κατάστασή του, την οποία αντιπαρέρχεται επιδεικτικά. Ο πολεμικός (ο οποίος μάλιστα παρουσιάζεται υπό τα κατηγορήματα τού πατρικού, γεννητορικού) ηρακλείτειος λόγος και ο, υπό μία συνάδουσα μ’ αυτά οπτική, εμπεδόκλειος λόγος τού Νείκους, μπορεί, στον ορίζοντα που θέτουν οι παραπάνω σκέψεις, να προσλάβει έναν πιο βαθύ, ίσως, χαρακτήρα, οπωσδήποτε όμως κάπως πιο συγκεκριμένο. Φυσικά, η οπτική που ενδιαφέρει εδώ είναι αυτή τού ενός σκέλους τής δυάδας τού Ακραγαντίνου, - τού Νείκους δηλαδή. Ο Εμπεδοκλής θεωρώ πως πλαντάζει περισσότερο από τον παρμενίδειο ενισμό παρά από τον ηρακλείτειο πλουραλισμό, αν τελικά μπορεί να προσγραφεί αυτός ο όρος στην ηρακλείτεια φιλοσοφία. Ο Ακραγαντίνος νιώθει να κόβονται ευκαιρίες πραγμάτωσης μες στη μονάδα, ευκαιρίες που ήδη έχει βιώσει και καλούν να τις ονοματίσει. Μολαταύτα, και για να είμαστε ακριβείς, όταν ο Εφέσιος ομιλεί περί τής πατρότητος πάντων και κατονομάζει φυσικό τους πατέρα τον πόλεμο, είναι σχεδόν τόσο μονιστής όσο και οποιοσδήποτε οπαδός τού πλέον αυστηρού μονοθεϊσμού. Ωστόσο, θεωρώ πως ακόμη και το αρμονικό και φιλόξενο μεταβολών και εύφορων καταστροφών
 εμπεδόκλειο ζεύγος δεν είναι ο έσχατος λόγος περί Πραγματικότητας. Κρίνω πως και τα δύο, η φιλότητα και το νείκος, δηλαδή στα καθ’ ημάς η συγγραφική (ή άλλη…) εξακολούθηση ενός δρόμου και η παρέκκλιση απ’ αυτόν, προβάλλονται πάνω σε ένα πιο βαθύ επίπεδο, σε μιαν άλλην αρχή. Εκείνη τής θεοείκελης ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, που αφορά στην τελείωση, ολοκλήρωση, σωτηρία τού όντος. Στο σώον αυτού. Κι εδώ εμπλέκεται το ζήτημα τής βουλήσεως. Εννοώ πως με φόντο την Ελευθερία, που άλλο δεν σημαίνει από ουσιαστική αναστολή, αποσάθρωση, αφλογιστία κάποιου σκέλους τής δυάδας ή ακόμη και των δύο (!), αναιρείται η απολυταρχική νομοτέλεια τού εμπεδόκλειου ζεύγους, η καταναγκαστικότητά του αν θέλετε, και προβάλλει η αίρεση, το αιρείσθαι, η δύναμη κάποιου που θέλει να μην ακολουθήσει την ευκαιρία των αποδομήσεων (Νείκους) ή να μη θελήσει την επίσης ευκαιρία των αναδομήσεων (Φιλότης) και να ενεργήσει αντίθετα από τη νομοτέλεια του ζεύγους, αποδεικνύοντάς το ανενεργό και εκμηδενισμένο.

Έλεγα σε άλλο κείμενό μου για τη λειτουργία τής Γραφής και Ανάγνωσης πως τα κείμενα κείνται. Είναι κάπου… ερριμένα. Κείνται-επί. Ουσιαστικά, είναι πτώματα. Έχουν κατεβεί. Έχουν πέσει. Η αρχική τους πτώση είναι η πρωτογενώς δημιουργική, δια τής δημιουργικής ενέργειας τού Γραφέα, επί τινος ύλης (…). Και μόνον. Εκεί το πίπτειν είναι ακόμη γλαφυρό, απαστράπτον, άρτιο. Όμως, η υπερφυής αυτή πρώτη γέννα κάτινος, που γεννώμενο κείται (!) και πίπτει, ουδόλως είναι επαρκής. Έστω κι αν πρόκειται για περικαλλή δαγκωνιά στα οπίσθια τού Αναφούς ! Οφείλεται στο ήδη πτώμα, στο ήδη επί ύλης πεσμένο, να …ξαναπέσει. Τώρα πια σε χέρια. Σε ζώντα οργανισμό και όχι σε άψυχη ύλη. 
Αν δεχτούμε, φυσικά, την τελευταία ως τέτοια. Για να διατηρηθεί κάτι πρέπει, ως φαίνεται, να περιέλθει, να περιπέσει, στο πεδίο των σφυγμών. Όμως, αυτοί είναι γενικά ασταθείς. Και η μοίρα τού κειμενικού πτώματος είναι ευθέως ανάλογη προς την ρέουσα ευστάθεια ή αστάθεια των σφυγμών τού χεριού στο οποίο θα πέσει.
Εν τέλει τα παντός είδους κείμενα, τα ευρισκόμενα πτώματα, που κείνται μονίμως επί κάτινος (ύλης και στη συνέχεια επί τινος αχθοφόρου αυτών…), είναι  αφορμές εκτροπών από τη λογής συγγραφική πρόθεση (ας θυμηθούμε πως οντολογικώς ο άνθρωπος είναι συγγραφή, είναι (συγ)γράφειν…) για χάρη και δόξα τής ίδιας τής ζωής, δηλαδή τής Ελευθερίας. Και αν αληθεύουν, συνταυτιζόμενα, συσσωματούμενα, με τη Ζωή-Ελευθερία, τότε αυτό μπορεί να αποδειχθεί από το πόσο δεξιωτές αντινομίας είναι (!). Από το πόσο είναι προδότες των τίτλων τους (!). Από το πόσο απροκαθόριστα ολισθαίνουν από τους αρχικούς σχεδιασμούς (!). Δηλαδή, από το πόσο ΑΝΟΙΚΤΑ είναι εν τέλει, καθώς ΑΝΟΙΧΤΟΣ και μόνον είναι ο ισοκράτης τους : η Ζωή-Ελευθερία. Εκεί, στην λελογισμένη εκτροπή - ιδού μια περικαλλής σχοινοβασία -, τα κείμενα/πτώματα αποβαίνουν αληθινά ζώντα ! Τα (αληθινά) κείμενα δεν γράφονται κυρίως κατά σχεδιασμό και πρόθεση. Αυτό δεν πρέπει να το λησμονούμε. Γράφονται, κυρίως, κατά εκτροπή και ολίσθημα. Αφού, άλλωστε, αυτές είναι οι πραγματικές τους αιτίες. Ακόμη περισσότερο που έχουν ως γενέθλια χώρα τους τη αφετηριακή εκτροπή που  
χαρίζει μιαν Εύρεση. Κοντολογίς, πιστεύω πως όποιος επιθυμεί να εισέλθει ειλικρινά στην πυριφλεγή διαδικασία τού γράφειν/γράφεσθαι (και αναγινώσκειν/αναγινώσκεσθαι), οφείλει όχι μόνο να γνωρίζει πως η ΓΡΑΦΗ επέρχεται μετά από συνειδητές απώλειες των συνειδητών μας προθέσεων, που συμβαίνουν άσχετα με τη βούλησή μας, αλλά και να επιδιώκει συνειδητά αυτές τις απώλειες αφήνοντας τες ελεύθερες να τον επισκεφθούν, αφού δηλώνει βουλητικά διαθέσιμος στην εκτροπή, ή αν θέλετε ακριβέστερα στη συνάντηση τής πλέον κατάδικής του μοίρας, τού πλέον προσωπικού του προσανατολισμού, που συμβαίνει πλειστάκις να μάς είναι άδηλος και άγνωστος κι ωστόσο να βαδίζουμε πάνω του χωρίς ακόμη, όμως, περιλαμπή φωτισμό, τον οποίο θα πρέπει να αναμένουμε έξωθεν. Ιδού η συνηγορία στα ανωτέρω τής ακόλουθης ευαγγελικής περικοπής : «…ιδόντες δε τον αστέρα εχάρησαν χαράν μεγάλην σφόδρα» (βλ. Ματθ. β΄10), όπου τονίζω, ολότελα εμφατικά, εκείνο το σφόδρα, που δικαιολογεί το άνευ ορίων, που αυτοδικαίως δηλώνεται με την αληθή εκστατικότητα. Οι Μάγοι είναι οδεύοντες-επί-σκοπού, ωστόσο εισέτι  πλανώμενοι. Μόνο με την έξωθεν Αποκάλυψη-Εύρεση συναντούν τον πόθο τους. Αρκεί, όμως, να είναι διαθέσιμοι να υπακούσουν, να σταθμίσουν, και κυρίως να ΠΕΙΣΘΟΥΝ. Φυσικά, για να μπει κανείς στη διαδικασία εκτροπής, να μπει στην περιπέτεια να βουληθεί να χαθεί, θα πρέπει, ως εχέφρων και με (αυτο)κριτική διάθεση κινούμενος, 
να  έχει κεφάλαιο (όπως οι Μάγοι) να διαθέσει, να χάσει, να εκτρέψει. Δεν γίνεται να διατεθείς προς απώλεια προσφέροντας έναν κενό εαυτό. Έναν εαυτό που δεν θα έχει ήδη χαράξει πορεία και δεν θα έχει αποκτήσει, από τις επισταθμίες αυτής τής πορείας, «καλές πραμάτειες» (σαφής η καβαφική αναφορά, νομίζω). Όχι πως αυτό δεν συμβαίνει και πως είναι κάτι ανήθικο ή και ανόητο να διαθέσεις το κενό προς απώλεια. Και συμβαίνει και γίνεται και τίποτε δεν αποκλείει να σε δεχθεί το …σύστημα Ευρεσαπώλειας και να βγεις, μάλιστα, στο τέλος και κεφαλαιούχος. Αφού, άλλωστε, πλείστες είναι στην  παγκόσμια λογοτεχνία και ιστορία οι περιπτώσεις ακαλλιέργητων Ευρέσεων με αρχετυπική για εμάς, γι ακόμη μια φορά, την ακόλουθη ευαγγελική, προς επίρρωση των ανωτέρω, στους «άσχετους» ποιμένες, οι οποίοι δεν όδευαν-προς, ώστε να δυνηθούν να εκτραπούν, αλλά «βρίσκονταν» ασχέτως και αμερίμνως : «…ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην…» (βλ. Λουκ. β΄10). Είναι προφανές πως οι Ποιμένες δεν είναι οδεύοντες-επί-σκοπού αλλά ευρισκόμενοι-εν-στάση. Όμως, αυτό που θέλω να τονίσω είναι πως με μια τέτοια «παραβατική» κίνηση δεν εκπληρώνονται οι όροι τού παιχνιδιού, με άκρως πιθανή, έτσι, την παντελή αφλογιστία τους. Οφείλεις να έχεις για να χάσεις, για να χαθείς. Και μ’ αυτό ήδη υποδηλώνω πως η απώλεια μπορεί, ουσιαστικά, να είναι ένας, κατά το μάλλον ή ήττον, ευφημισμός, ή ένα απλό έστω λέξημα, αφού είναι ήδη ενταγμένη, ως θεωρία και πράξη, στον τρόπο σου πρόσληψης τού κόσμου και συνεπώς, μη χάνοντας κάτι από τον τρόπο αυτόν, ακολουθείς με συνέπεια την κοσμοθεώρησή σου. Με άλλα λόγια, δεν νοιάζεσαι που χάνεις ή έχασες, ούτε ιδρώνει και τόσο τ’ αυτάκι σου και, συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει λόγος για το πιθανό …άλγος, που δήθεν αναπόδραστα επιφέρουν οι απώλειες. Που στο κάτω-κάτω μπορεί να είναι και ανακουφιστικές και επουλωτικές. Θέλω να πω πως κάτι, εν τέλει, μέσα σου κρατιέται ανώλεθρο, μη απολλύμενο, 
κάτι που σού δημιουργεί αίσθημα Ειρήνης, ανοικτής αυτάρκειας, απαρασάλευτης σταθερότητας, μονιμότητας ακόμη (!) τού γεγονότος τής Εύρεσης, όπως υπεμφαίνει, άλλωστε, η ευαγγελική εντολή.
Θεωρώ πως αυτή η παρ-εκτροπή, αυτή η παρέκκλιση από την πορεία, άλλο δεν υποδηλώνει από το πυρηνικό στοιχείο ΚΑΘΕ χαράς, που είναι η επιστροφή στο ΠΑΙΓΝΙΟΝ και στο ΠΑΙΔΙ. Η χαρά αρέσκεται στο παιδίζειν, που άλλο δεν είναι από εκκλίνειν τής χ πορείας λόγω … μέθης. Λόγω μεθυσιού χαράς. Έστω, ακόμη, και μέθης νηφάλιας. Που, μολαταύτα, φιλοσοφεί. Και έτσι, εν όψει δηλαδή τής μεθυστικής χαράς που παιδίζει, αρχίζει να βρίσκει ΛΟΓΙΚΟΤΑΤΟ έρεισμα το αποκαλυπτικό λοξό των κειμένων, τα οποία οφείλονται σε εκτροπές. Είναι ίδιον, βλέπετε, να χάνονται τα παιδιά. 
Να απολησμονιούνται. Να τελούν υπό ακατάσχετους περισπασμούς κάποτε, μια που είναι διαθέσιμα, φυσικώς, στα καλέσματα τού Όλου και των επιμέρους ευκαιριών, που αυτό το Όλον σκοπίμως και αφειδώς προσφέρει και εξαπολύει. Κι έτσι η λοξότητα αποκτά πλήρη δικαιολόγηση. Και στο σημείο αυτό, στο σημείο που η Χαρά παιδίζει, παίζει και μεθά, μπορεί κάλλιστα κανείς να κάνει λόγο για κατάργηση των αποστάσεων, της απομάκρυνσης των όντων από άλληλα, και τής ανάδυσης τού Αδιάστατου, έστω και για λίγες μόνο στιγμές, το οποίο χαρίζει η Σχέση. Ως φαίνεται, τελικά, ο κόσμος φανερούται στις αφιερωτικές και αφοσιωμένες δεξιώσεις ! Και οι δεξιώσεις έχουν χαρακτήρα παιδικό, αφού από τον Ηράκλειτο έως τα Ευαγγέλια η βασιλεία είναι τού παιδιού…, και μόνον ως τέτοιες οι δεξιώσεις, ως παιδικές, εχεφρόνως και εναρμονίως και ελλόγως, δύνανται να παράγουν κείμενα, δηλαδή Πολιτισμό και Τρόπο βίου, που ο πρώτος ακολούθως υποδηλώνει. Και κατά τούτο έχει απόλυτα δίκιο ο Έlie Faure όταν αποφαίνεται πως «Η αγάπη για το παιχνίδι και η αναζήτησή του, και η φλογερή περιέργεια που φέρνει η άσκησή του, δημιουργούν τον πολιτισμό. Τους πολιτισμούς, θα έπρεπε να πω…» (βλ. Ελι Φωρ, Ιστορία τής Τέχνης, τομ. 1, σελ. 40 εκδ. εξάντας, 1993).     
©  ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ


[1]. Αποσαφηνίζοντας κάπως, βοηθητικά για τον αναγνώστη αυτής της τριπλής προδημοσίευσης, την έννοια του Κενού, όπως την εποπτεύει το κείμενό μου για τη θεωρία της ΓΡΑΦΗΣ και της ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ, παραθέτω τα λόγια του J.D.Nasio, ο οποίος σχολιάζει τη λακανική θεωρία : «Φανταστείτε ότι το πραγματικό δεν είναι ένας έρημος πλανήτης, αλλά αντίθετα πολύ πλήρης, απείρως πλήρης, τόσο πλήρης από πράγματα και όντα που είναι ομοιογενή με το κενό. Το πραγματικό δεν είναι το κενό με την έννοια της κενής αβύσσου, αλλά με την έννοια του απείρως πλήρους, του τόπου όπου Όλα είναι δυνατά.» (η πλαγιογράφηση δική μου), βλ. J.D.Nasio, Πέντε παραδόσεις πάνω στη θεωρία του Jacques Lacan, σελ. 111, εκδ. Πατάκης, 22016.
[2]Ιδού η ίδια στάση, σε «άλλο», πεδίο.., με τα λόγια και πάλι του J.D.Nasio : «Τι προσμένω ; Περιμένω να συμβεί ένα πολύ απλό φαινόμενο. Δεν περιμένω ούτε την αλλαγή ούτε την ίαση του αναλυόμενού μου. Περιμένω να λάβει χώρα η εμπειρία, να επέλθει ένα απρόοπτο συμβάν μέσα στην ανάλυση. Διατίθεμαι στην έκπληξη. Το καλύτερο που μπορεί να ελπίζει ένας αναλυτής είναι να τον εκπλήξει ο ασθενής. Φυσικά, δεν εννοούμε να θέλει σκόπιμα να τον εκπλήξει. Γενικά, όταν είναι υπολογισμένο, αποτυγχάνει. Όχι, η έκπληξη πρέπει να πλήξει ταυτόχρονα τον ασθενή και τον αναλυτή. …παραμείνετε ανοιχτοί στην έκπληξη.», (η πλαγιογραφήσεις δικές μου), βλ. ενθ.αν. σελ. 117-118). Ο αναγνώστης μπορεί, βάσει της εδώ εκτιθέμενης θεωρίας ΓΡΑΦΗΣ και ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ, να αντικαταστήσει τους ψυχαναλυτικούς όρους με τους όρους του «λογοτεχνικού» πεδίου, ώστε έκτυπα να αντιληφθεί τη σύμπτωση της θέασης και εμπειρίας.