Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2016

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ, από τα "Ψέματα πάλι"


 Αλέξανδρος Αδαμόπουλος
          «Ψέματα πάλι»                
           Άγρα  ISBN 960-325-307-3



Οι Άγιοι Τόποι


ΟΥΤΕ ΚΙ Ο ΙΔΙΟΣ ΔΕΝ ΗΞΕΡΕ ΓΙΑΤΙ. Ήρθαν όμως οι απεσταλμένοι του Μεγάλου Δούκα, χρυσοντυμένοι και πορφυροκέντητοι πάνω στ’ άλογα. Βαστούσαν αστραφτερές καραμούζες και τύμπανα και τους σύναξαν όλους στο έβγα της πόλης και διαλαλούσε ο τελάλης τους με φουσκωμένες φλέβες και τούς φώναζε να πυκνώσουν τις στρατιές του Πάπα και να πάνε να λυτρώσουν τους Αγίους Τόπους που στέναζαν κάτω απ’ τα βρώμικα ποδάρια των απίστων που τούς μαγάριζαν πέρα εκεί.

 Και οι μαυροντυμένοι καλογέροι ένευαν μέσ’ απ’ τις κουκούλες τους κι αφήνανε σπαραχτικές κραυγές και βγάζαν απ’ ράσα τα σκοινιά με τούς κόμπους και δέρνονταν καταπώς έπρεπε κι ύστερα έπιανε κι έδερνε ο ένας τον άλλον και προσεύχονταν φωναχτά στο Θεό να μας λυπηθεί την ημέρα της κρίσης· (ρίγος μας είχε κυριέψει όλους). Και χλιμιντρούσαν τ’ άλογα και σκάβαν το χώμα νευρικά με το νύχι και σηκωνόταν αχός και χτυπούσαν τα τύμπανα και βούιζαν οι καραμούζες και υψώθηκε στα ουράνια μέσ’ απ’ τα πλεμόνια ολονών μας το ‘Παναγία Παρθένε’.

Ποτέ του δεν είχε ακούσει τόσο θόρυβο στη ζωή του. Ούτε είχε δει τόσα χρώματα. Κι αυτό δεν ήταν τίποτα· σκέψου τι θα ’ταν όλος μαζί  ο στρατός του Πάπα! Και πήγε.

*

ΗΤΑΝ Ο ΑΝΥ, ο ξακουστός. Ξανθός. Που το αίμα του έβραζε. Ψηλός, γεροδεμένος, δουλευταράς πολύ. Ήξερε και λαούτο και χόρευε καλά. Είχε μάθει και να τοξεύει με τη βαλλίστρα. Εύφορο περιβόλι, αδούλευτο ακόμα. Κι αρπάζεται για το τίποτα αν ο σκοπός καλός κι ύστερα μπορεί και να κλαίει σα μωρό πεσμένος στα γόνατα. Τον έχει κάνει καλά η Βέρα δυο χρόνια τώρα. Η Βέρα που ήτανε τ’ όνειρο όλων εδώ κι έγινε δική του. Η δική του Βέρα. Πώς αλλιώς· είναι κι αυτή όμορφη. Είναι γεμάτη ζωή. Είναι ήσυχη πιστή σύζυγος. Είναι όμως; Μαγειρεύει και συγυρίζει και ράβει και πλέκει... Είναι; Και τραγουδάει και χορεύει και ιδρώνει στο χορό και σού ρίχνει κάτι ματιές... Ναι, μα οι Άγιοι Τόποι στενάζουν μέσα στα βρομερά χνώτα χνότα των απίστων· και τόσες υποσχέσεις δίνει ο Πάπας, όχι μόνο γι’ αυτήν εδώ τη ζωή μα και για τη μελλούμενη...

Όχι αμφιβολίες! Γι’ αυτό υπάρχει και η ζώνη της αγνότητας. Για τα μακρινά ταξίδια· μαζί με τούς όρκους τούς παντοτινούς και τις φοβερές υποσχέσεις, αγκαλιά με τα κλάματα και την κομμένη τούφα των μαλλιών που τη φοράς στο στέρνο μαζί με το σταυρό σου· για τα μακρινά ταξίδια που βαστούν πολύ, μαζί με την ανάμνηση και τον απελπισμένο σπασμό της τελευταίας φοράς, γι’ αυτό υπάρχει και η ζώνη της αγνότητας.

Καλά φτιαγμένη, από μέταλλα εκλεκτά. Δεμένη μ’ ασημόκαρφα και μετρημένη με τέχνη περισσή από έναν Άραβα σοφό, που ήρθε, έκανε τις δουλειές του κι έφυγε κατόπι μακριά, χωρίς ποτέ ν’ ακούσει τίποτε γι’ αυτόν. Έφυγε, παρέα με τα μυστικά της τέχνης του, αφού τού έδωσε το κλειδί που -αυτό μονάχα- μπορούσε να ξεκλειδώσει τον πονηρό μηχανισμό σαν χρειαστεί. Ένα όμορφο κλειδί -ένα και μόνο- ψιλοδουλεμένο, περασμένο με χρυσήν αλυσιδίτσα στη ζώνη, δίπλα στη θήκη τού σπαθιού.

«Θέλω την ψυχή σου» της έλεγε πάντα. «Άμα έχω την ψυχή σου, είμαι καλά· δε φοβάμαι τίποτα». «Μη φοβάσαι, ψυχή μου» τού ψιθύριζε, «μη φοβάσαι· είμαι δικιά σου». Έκλαψαν ο ένας πάνω στον άλλο, την κλείδωσε, τη φίλησε ζεστά στο στόμα και ο Άνυ έφυγε.

*

ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ, τρεις, πέντε, δέκα. Ποτέ του δεν είχε πάει με το άλογό του ίσια, τόσες μέρες δρόμο. Ύστερα πια, έπαψε να μετράει. Στον πηγαιμό τούς έλεγαν πολλά. Για πλούτη, για τούς Αγίους Τόπους, για απίστους, για τούς Έλληνες, για χρυσάφια και διαμαντικά και για όμορφες γυναίκες. Τούς έλεγαν και για τη σωτηρία τής ψυχής.
    
Και τα είδε όλα αυτά, όσα δεν είχε δει ποτέ του. Και η ψυχή του ευφράνθηκε με τόσες μάχες και τόσους σκοτωμούς και γιουρούσια και πλιάτσικο. Ποτέ του δεν άρπαξε τόσα μαζί. Ποτέ του δεν έκανε δικές του τόσες γυναίκες· ό,τι ήθελε. Κι αγόρια. Ήμαρτον Θεέ μου, μα συνάντησε απίστους που είχαν κορμιά σα φλόγες. Που σε κολάζανε και μόνο που τούς κοίταζες και κάνανε τα πάντα για να μην τούς πάρεις το κεφάλι, έτσι που βγαίναν στάζοντας, μέσ’ απ’ τη θάλασσα, γυμνοί, βαστώντας ψάρια. Είχανε κάτι μάτια· ποιός να τ’ ακούσει και ποιός να καταλάβει; Και παίζαν κάτι μουσικές τα βράδια κι είχανε κάτι πιοτά εκεί πέρα...

Κι ήρθαν αρρώστιες και δυστυχίες και χασούρες· μα δεν τον άγγιξαν αυτόν. Ήρθαν πολλά, είδε πολλά· άξιζε τον κόπο. Ο Πάπας είχε δίκιο κι ας μην τούς είδανε ποτέ τούς Αγίους Τόπους.

Κι ο Άνυ τώρα, αντικρίζοντας τα τείχη της δικιάς του πόλης, πλημμύριζε χαρά καθώς θυμόταν και καθώς σκεφτόταν πως τώρα πια δε θα ’τανε ποτέ όπως πριν και σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του δε θα τού ’φτανε ο χρόνος για να λέει και να ξαναλέει τις ιστορίες του στους άλλους -όσες μπορούσε να πει- στους γέροντες και στους σοφούς που δεν ξέραν, κι ύστερα πάλι να τις λέει στη Βέρα, ζεστά τυλιγμένοι δυο τους στο παχύ αρκουδόδερμα δίπλα στο τζάκι παίζοντας με τη φωτιά...

*


ΜΑΣ ΕΣΠΡΩΞΕ ΟΛΟΥΣ η χαρά της είδησης πως έρχονταν και βγήκαμε τρέχοντας να τούς υποδεχτούμε. Όλα γίναν με τάξη. Και η υποδοχή κι η αναγνώριση. Σωστά κατά πώς πρέπει. Οι  ιππότες μας γύρισαν πίσω νικητές. Ακόμα και οι χήρες χάρηκαν και τα ορφανά εκείνων που δεν γύρισαν κι αφήσαν τα κόκαλά τους πέρα εκεί στις χώρες των αιρετικών και των απίστων. Είπαμε και γι’ αυτούς μια προσευχή κι ύστερα τα πρόσωπα όλων έλαμπαν πάλι· είχαμε τόσα πολλά ν’ ακούσουμε. Ετοιμάστηκε γιορτή στου Μεγάλου Δούκα. Ψήθηκαν κρέατα στα υπόστεγα, ανοίχτηκαν βαρέλια· (οι γεύσεις πέρα εκεί ήσαν πιο έντονες; πιο νόστιμες· το λέγανε με τις ματιές κρυφά οι σταυροφόροι μεταξύ τους). Παίξαν οι μουσικές μας κι όταν όλοι οι χοροί χορεύτηκαν και ξοδεύτηκε η φωτιά των δαυλών, πήγε καθένας σπίτι του και ξανάρθε σιγά σιγά ησυχία στην πόλη.

*

ΟΤΑΝ Ο ΑΝΥ ΣΤΡΩΘΗΚΕ στον κοιτώνα το τζάκι τραγούδαγε φουντωμένο κι ένα καινούργιο, πυρρό, παχύ αρκουδόδερμα ήτανε ξαπλωμένο με ανοιχτά τα σκέλια, λίγο πιο εκεί. Το άλλο είχε ξεφτίσει. «Μα πώς είναι δυνατό;» «Τόσα χρόνια πάνε από τότε» τού είπε η Βέρα κι απόμεινε συλλογισμένος προσπαθώντας να μετρήσει με τα δάχτυλα μέσα στις μνήμες, πόσα χρόνια, μα δεν τα κατάφερνε. «Πόσων χρόνων είσαι Βέρα;» τη ρώτησε κι εκείνη λύνοντας των κότσο των μαλλιών της -τα τίναξε κιόλας αριστερά δεξιά γελώντας πονηρά- «Γιατί, δεν είμ’ όμορφη πια;» τον ρώτησε και φάνηκαν λίγο τα δοντάκια της και τα χείλια της γίναν πιο κόκκινα· φωτίστηκε το πρόσωπό της. «Πόσο;» ρώτησε πάλι ο Άνυ, γέροντας πίσω στους αγκώνες. «Εικοσιδυό» είπε κι έλυσε την κορδέλα που έδενε την πόλκα στο στέρνο της. «Ωχ Παναγία μου!» άφησε ο Άνυ και πήρε μια βαθιάν ανάσα, γιατί κάτι τον κλώτσησε στο στομάχι βλέποντάς την. «Έρχεται κατά πάνω μου έτσι όμορφη...» (Άθελά του πέρασαν πίσω απ’ τα βλέφαρά του κάποιες άλλες όμορφες που δεν έπρεπε να ’ναι τώρα εκεί, με τη Βέρα μαζί, αλλά... Πέντε χρόνια ήσαν αυτά. Τόσα ήταν· τα μέτρησε.) «Ωχ» έκανε πάλι κι ένας σφάχτης τού μάγκωσε το λαιμό και το στομάχι και την ανάσα μαζί. Κι όπως μισόκλεινε τα μάτια, είδε τη Βέρα να τον κοιτάζει υγρά και να τον πλησιάζει και σε κάθε της βήμα το λυμένο της πολκάκι ν’ ανοίγει κι άλλο. (Κι εκείνη η άπιστη στην Αντιόχεια τον κοίταζε έτσι, μεθυσμένο, και φιδοσερνόταν καταπάνω του γλείφοντας με το κορμί της την άμμο· να τον φτάσει στο στόμα, να τού δώσει να πιεί απ’ το στόμα της.) Άπλωσε να πιάσει ένα κύπελλο με ζεστό κρασί δίπλα του, μα το σκούντησε άθελά του με την παλάμη και χύθηκε, κόκκινο, στο πάτωμα. Η Βέρα γέλασε γάργαρα και μ’ ένα πήδο βρέθηκε πάνω του, ξαπλώνοντάς τον ανάσκελα. Η Βέρα του, μισόγυμνη, ρόδινη, πάνω του. Ξανά! Η Βέρα... Ανάσανε το λαιμό της, τα στήθια της. Έκλεισε τα μάτια για να στήσει εκεί, πίσω απ’ τα βλέφαρα, για πάντα, αυτή την εικόνα κι έφερε το χέρι του πάνω στη μέση της. Γυμνή και λεία η μέση της. Τη χάιδεψε. Άπλωσε την παλάμη και ταξίδεψε το χέρι στη σάρκα της, στον όμορφο πισινό της (όχι δεν ήταν ο μικρός εκείνος σκλάβος· ήταν η Βέρα). Ήταν η Βέρα τώρα που ολόγυμνη, σιδερόφραχτη, χαϊδευόταν με τα μαλλιά της πάνω στο στήθος του και κουνιόταν το κατωκόρμι της και τα μάτια της μισόκλειναν και γυρίζαν μέσα απ’ το πολύ θέλω και τού τραβούσε τα ρούχα γουργουρίζοντας. Κι εκείνος λαχανιάζοντας έφερε το χέρι στο ζωνάρι του. Παραμέρισε το τεντωμένο του πράμα -μέχρις εκεί είχε φτάσει- για να ψάξει καλύτερα. Έφερε τα δάχτυλά του από ’δω, τα ’φερε από ’κει, πήγε πιο μέσα, ψαχούλευε συνέχεια. (Η Βέρα άλλα νοούσε και γελούσε ξεκαρδισμένη). Κι άξαφνα έβγαλε μια κραυγή φριχτή.  Η Βέρα τρόμαξε και κυλίστηκε στο πάτωμα, δίπλα στο χυμένο κρασί. Τινάχτηκε πάνω και πέταξε τα ρούχα ένα ένα, σα να τον είχε τσιμπήσει σκορπιός, ψάχνοντας αλαφιασμένος και ρίχνοντας τρελές ματιές εδώ κι εκεί.

Η Βέρα τον κοιτούσε απορημένη, γλείφοντας ένα δάχτυλό της βουτηγμένο στο χυμένο κρασί  -πώς φάνταζε μέσ’ στις ανταύγειες της φωτιάς υγρός ο διάβολός του!- ώσπου τον είδε που σταμάτησε· απόμεινε ακίνητος, γυμνός κι απελπισμένος, με το κοντάρι του να σαλπίζει πεινασμένο στο κενό και «δεν το βρίσκω» κλαψούριζε «το ’χασα, δεν το βρίσκω» μονολογούσε. Καμπούριασε και ξέσπασε σ’ αναφιλητά, να τον λυπάσαι.

Η Βέρα κατάλαβε. Δεν ήτανε δα και καμιά δέσποινα χαζή που σιγά σιγά σαπίζει και μνησικακεί μονάχα, κλειδωμένη στον πύργο της. Σύρθηκε στο πάτωμα κι έφτασε τον Άνυ μπουσουλώντας. Τον κοίταξε στα μάτια. Του αγκάλιασε τους μηρούς με τα στήθια της στα γόνατά του. Ανασηκώθηκε λίγο. Άνοιξε τα χείλη και τ’ ακούμπησε εκεί που λαμπύριζαν οι φλόγες τού τζακιού, εκεί που ξεπρόβαλε ένα κρυστάλλινο δάκρυ. Άνοιξε κι άλλο, άνοιξε το στόμα και πήρε όλο τον κόσμο του μέσα της και δεν την άφησε την ένωσή τους αυτή παρά μόνο αφού είχε πιεί και την τελευταία  στάλα απ’ το χυμό του κι όλα του τα βογκητά μαζί κι ο Άνυ λύθηκε κι έπεσε δίπλα της, ξέπνοος· γλάρος σαϊτεμένος, με την καρδιά του μόνο να χτυπά κάτω απ’ το δέρμα σαν υδράργυρος που βράζει.

Ο Άνυ τόσα χρόνια τα είχε αντέξει όλα, όλα εκτός από αυτό· το καλύτερο. Κι ύστερα, έτσι που σωριάστηκε, σα στρατιωτάκι με κομμένα πόδια, κοιμήθηκε τον πιο μολυβένιο ύπνο, τον πιο ευτυχισμένο ύπνο της ζωή του. Και είδε στον ύπνο του τη Βέρα, να τού κάνει αυτό που τού έκανε πριν, όταν απελπισμένος έψαχνε το καταραμένο κλειδί για να την ξεκλειδώσει. Κι όταν τέλειωσε το όνειρο, το ξαναείδε· τόσο πολύ του άρεσε. Είδε τον εαυτό του να στέκει όρθιος και την κλειδωμένη Βέρα γονατισμένη να τον πλησιάζει, να τον κοιτάζει, να τον δοκιμάζει και ν’ ακουμπάει το στόμα της εκεί και να γλιστράει πάνω του, και να κάνει την πιο γλιστερή τσουλήθρα με το στόμα της πάνω του και να τραβιέται και να γυαλίζει απ’ τα σάλια -όλα γυαλίζανε αχνίζοντας- και να τσουλάει ξανά και να τραβιέται πάλι και ξανά. 

Και τότε; Τότε τι είδε; Μια στιγμή η Βέρα τραβήχτηκε ελάχιστα κι έμεινε έτσι και φαινότανε λίγο τα δόντια της κι είχε βγάλει έξω τη γλώσσα και τη γυρόφερνε πάνω στην άκρη του και τού άρεσε, μα πάλι δεν τού άρεσε που έμεινε μόνος του έξω στον κρύο κόσμο και γύρεψε να φωλιάσει μέσα της ξανά κι έκανε ένα έτσι και γλίστρησε πάλι στο στόμα της. Μα το στόμα ήταν ανοιχτό! Ήταν ξεκλείδωτο! Πέντε χρόνια τώρα το στόμα της ήτανε λεύτερο... Ελεύθερο...

Κι αμέσως ο ύπνος κλώτσησε μέσα του. Τινάχτηκε. Τι εφιάλτης ήταν αυτός! Τι παγωμένο πράμα πέτρωσε την ανάσα του κι ήθελε να φωνάξει κι η φωνή δεν έβγαινε. Τι αγκούσα τού στέγνωσε μονομιάς τον υγρό λήθαργο της χαράς του. Και γύρισε και είδε τη Βέρα που κοιμόταν δίπλα του γυμνή και κλειδωμένη στο χάδι της φωτιάς, με το χέρι λυγισμένο κάτω απ’ το κεφάλι και το στόμα της μισάνοιχτο, σαν πορφυρό κοχύλι έτοιμο να το ρουφήξεις. (Έτσι ήταν ξαπλωμένη η Λυδία εκείνη και ο Σάμιος έφηβος που τον περιγελούσε κι αυτός αναρωτιόταν αν έπρεπε.)

Πετάχτηκε πάνω γεμάτος οργή. Όρμησε στον απέναντι τοίχο, άρπαξε το διπλό πελέκι μασώντας τα δόντια του και χύθηκε καταπάνω της ξεφωνίζοντας, όπως στη μάχη. Η Βέρα ξύπνησε, τον κοίταξε, τα μάτια της χάθηκαν, έβγαλε μια τρομερή κραυγή κι όλα χάθηκαν κι ύστερα μονομιάς όλα έγιναν σταχτιά κι από παντού έπεσε ένα άρρωστο βρόμικο χιόνι βουβό και δεν ακουγόταν πια τίποτα.

*

ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ, ξαφνικά, από ψηλά, από τον στρογγυλό φεγγίτη, είδε να περνάει το άλογό του καλπάζοντας στο κενό, ανάμεσ’ απ’ τα πάτερα της στέγης, με τα γκέμια στον αέρα. Απ’ την άλλη γωνιά του ταβανιού, πέρασε σιωπηλός μεσ’ απ’ τις πέτρες του τοίχου ο σοφός Άραβας, σκυμμένος πάνω στη δουλειά του, χωρίς να τού δώσει καμιά σημασία. Είδε μετά να περνούν μέσ’ απ’ τη μανταλωμένη πόρτα οι άνθρωποι τού Μεγάλου Δούκα και να γελούν χοντρά με κίτρινα δόντια. Είδε να χτυπούν τύμπανα γεμάτα κόκκινες κορδέλες και να ηχούν σάλπιγγες με τα οικόσημα τού κάθε ελευθερωτή. Μέσ’ απ’ τις σανίδες τού πατώματος, είδε που φύτρωσαν μπροστά του νεύοντας κάτω απ’ τις κουκούλες τους καλογέροι, που δέρνονταν μετά και λέγανε τις προσευχές τους ψέλνοντας «Έτσι το θέλει ο Θεός» κι ύστερα μέθαγαν όλοι μαζί κουβάρι. Είδε τείχη και πύλες και φωτιές και πηγές με κρύο νερό δροσερό που δεν μπορείς να πιείς ώσπου να τελειώσει το αίμα. Και πάνω απ’ τις φλόγες τού τζακιού ξεπρόβαλε στα κάτασπρα, πάνω σε θρόνο πορφυρό, ο ίδιος ο Πάπας, που έψελνε κι αυτός «Έτσι το θέλει ο Θεός»  κι ευλογούσε τους πιστούς έναν έναν. Θα ’ρχόταν και τού Άνυ η σειρά. Είδε τον Πάπα και πιο κάτω, στη φωτιά, είδε τον Εσταυρωμένο να καίγεται, μέσα στα ξύλα.

Τότε είδε μπροστά του και τη Βέρα· η Βέρα ούρλιαξε, όπως ουρλιάζαν όλες τους πριν κατεβάσει το σπαθί του και τους πάρει μέσ’ απ’ τα μάτια τους το φως. Ο Άνυ σήκωσε το τσεκούρι, δάγκωσε τα δόντια του, έπνιξε την ανάσα του· φουσκώσαν στο λαιμό οι φλέβες, ασπρίσαν τα χείλια του, όρθωσε αργά αργά τα χέρια· τα πήγε όσο πηγαίναν πίσω σφίγγοντας με τα δάχτυλα παλαβά το ξύλο τής λαβής, να το λιώσει, ρούφηξε μονομιάς όλο τον αέρα τής κάμαρης και τα ρουθούνια του μαζί, σήκωσε το τσεκούρι και το κατέβασε μ’ όλη τη δύναμη, μουγκρίζοντας μ’ όλη τη δύναμή του και το σφεντόνισε λυσσασμένα σαν τρελός, ίσα μέσα στο στόμα τού τζακιού.

Και το τσεκούρι σφύριξε στο διάβα του και πήγε και καρφώθηκε στη φωτιά και τσίριξαν τα κούτσουρα και πετάχτηκαν έξω τρομαγμένες εκατομμύρια σπίθες που γέμισαν όλο το δωμάτιο και τούς έλουσαν, έτσι που έστεκαν οι δυο τους εκεί πετρωμένοι, γυμνοί ο ένας αντίκρυ στον άλλον, ενώ φρέσκες φλόγες φούντωναν ξανά μέσα στο τζάκι και τρώγανε τα ξύλα το τσεκούρι και τα φαντάσματα που είχαν ξεμείνει εκεί, πέφτοντας απ’ το κενό.

*

Ο ΑΝΥ ΕΚΛΑΙΓΕ ΒΟΥΒΑ. Η Βέρα βογκούσε σαν άνθρωπος. Κι όταν σιγά σιγά νύσταξαν τα υστερικά αναφιλητά κι αραίωσε λίγο ο τόπος, ξεμύτισε δειλά δειλά μια γλύκα και τα πασπάλισεν όλα με όμορφα αύριο-πάλι. Και κοιτάχτηκαν οι δυο τους χαμογελώντας κλαμένοι. Ο Άνυ γονάτισε. Έγειρε κι άλλο. Ξάπλωσε μπρούμυτα δίπλα της κι ακούμπησε το αυτί του στον αφαλό της και κοιμήθηκε τον πιο όμορφο ύπνο της ζωής του. Πιο γλυκό κι από πριν ακόμα. Γιατί δεν είδε τίποτα, δεν ονειρεύτηκε τίποτα· μονάχα κοιμήθηκε, με το μάγουλό του πάνω στην κοιλιά της.


*   *   *

 Διαβάστε και εδώ:



Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα όπου σπούδασε νομικά, σκηνοθεσία και κλασική κιθάρα. Συνέχισε με Sociologie Politique στη Γαλλία· Πανεπιστήμιο Paris II.       
                        
Υπήρξε ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος (1984-1995) της ‘Εταιρείας Φίλων Μουσικής Γιάννη Χρήστου’ (‘The Jani Christou Society’) με σκοπό τη διάσωση και διάδοση του έργου του συνθέτη. (Μέλη: Κ. Κούν, Μ. Χατζιδάκις, Γ. Τσαρούχης, Δ. Χόρν, K. Friar, Ι. Καμπανέλλης, Γ. Λεωτσάκος, Θ. Μικρούτσικος, Μ. Κακογιάννης, Γ. Μαυροΐδης, Α. Ξύδης, Π. Ζάννας, Μ. Κακριδή, Ντ. Τσάτσου, Δ. Πιερίδης, Τ. Παπαστράτος, Απ. Δοξιάδης, Θ. Αντωνίου,  Chloé Obolensky κ.α.)

Συνεργάστηκε με το Μουσείο Ελληνικών Μουσικών Λαϊκών Οργάνων από το 1991 μέχρι το 2009, ως Γεν. Γραμματέας και ως Πρόεδρος του σωματείου των ‘Φίλων του Μουσείου’.

Διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου (1992-’94)

Συνεργάστηκε με την Ε.Ρ.Τ, το Γ΄ πρόγραμμα του ραδιοφώνου, το Θέατρο Τέχνης, το Κ.Θ.Β.Ε, τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Βόλου και Β. Αιγαίου, το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, το χοροθέατρο ‘Ροές’, το Φεστιβάλ Αθηνών, το Υπουργείο Πολιτισμού, το Μέγαρο Μουσικής, καθώς και Künstlerhaus Bethanien Berlin, Warsaw International Festival’91, Norddeutscher Rundfunk Hamburg ’93, National Academy of Letters N.Delhi, και το Boğaziçi University Istanbul, όπου  δίδαξε ως visiting professor.

Έχει μεταφράσει: ‘Οι Δαιμονισμένοι’ του Αλμπέρ Καμύ (Κ.Θ.Β.Ε 1991), ‘Η πόλη που πρίγκιπάς της ήταν ένα παιδί’ του Ανρί ντε Μοντερλάν (Εθνικό Θέατρο 1993),‘Δεν παίζουνε με την αγάπη’ του Αλφρέ ντε Μυσσέ (εκδ. Εστίας 2003), ‘Η Δύναμις του σκότους’ του Λέβ Τολστόι (εκδ. Ροές 2007), ‘Ο θείος Όσβαλντ’ του Ρόαλντ Νταλ (εκδ. Άγρα 2004) και την ‘Πνευματική Διαθήκη’ του Αυγούστου Ροντέν (εκδ. Άγρα 2005).

Άλλα έργα:

‘Δώδεκα και ένα ψέματα’, διηγήματα  (εκδόσεις Ίκαρος 1991, 2η έκδοση· Άγρα 2009). Αγγλική μετάφραση· (‘Twelve and one lies’ National Academy of Letters N. Delhi 1998 και Samkaleen Prakashan editors N. Delhi 1999). Τουρκική· (‘On Iki arti Bir Yalan’, Imge kitabevi yayinlari, Anakara 2000). Γερμανική· (‘Zwölf und eine Lüge’, Elfenbein-Heidelberg, 2001). Γαλλική· (‘Douze et un mensonges’, Alteredit-Paris, 2005).
‘Ψέματα πάλι’, διηγήματα (εκδόσεις Άγρα 1999). Μεταφράστηκε στα Αγγλικά. Γερμανική έκδοση (Noch mehr Lügen Elfenbein Verlag, 2016). Το διήγημα ‘Άννα’ μεταφράστηκε στα Γαλλικά, από την Μαργαρίτα Καραπάνου. Το διήγημα ‘Οι καινούριοι Άγιοι’ μεταφράστηκε στα Τουρκικά (Yeni Azizler, Imge Őyukuler, Istanbul 2005)
‘Ο Σιμιγδαλένιος’, θέατρο - ποίηση  (Εστία 1994, 12η έκδοση). Εθνικό Θέατρο, 2015-2016. Αγγλική μετάφραση· (The Spiceman, Ithaka ed. Melbourne, 2004). Τουρκική· (IrmikoğlanAlbatros kitabevi Yayinlari, Istanbul 2005). Πρεμιέρα στο Κρατικό Θέατρο Τουρκίας, Şehir Tiyatro, Istanbul, 4/2012. Ετοιμάζεται η γερμανική έκδοση (Der Lebkuchenmann)
‘Αυτό’, διήγημα (στη συλλογή ‘Χάριν παιδιάς’, εκδόσεις Ίκαρος 2001). Αγγλική μετάφραση That
‘Οι Δαιμονισμένοι’, λιμπρέτο για όπερα, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι. Συμπαραγωγή του British Council και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Παγκόσμια πρεμιέρα από την Ε.Λ.Σ. στην Αθήνα, Απρίλιος του 2001.
‘The mask in the Classical Hellenic Theatre, (Συλλογική έκδοση, Aryan books international-N. Delhi 2000. 
‘Το τσιγάρο και η γιόγκα’ Ηθιστόρημα (εκδόσεις Άγρα 2008)
‘Ίναχος, ο γιος του Ωκεανού’, χοροθέατρο για παιδιά (Σητεία 2010)
‘Οχιναιλέγοντας’, θέατρο - ποίηση  (εκδόσεις Ίκαρος 2011). Αγγλική μετάφραση· Noyessaying ISBN 978-93-5016-7, 2013. Τουρκική μετάφραση· Hayirevet diyerek (Bencekitap, Ankara 2015)
‘Ο κύκλος που δεν κλείνει’, πολιτικό αφήγημα (στη συλλογή ‘Για μια επέτειο’ εκδόσεις Ίκαρος 2013)
‘Ο Μ. Χατζιδάκις για τον Γ. Χρήστου’, βιογραφική συμβολή (Metrogreece 1/7/2104, Bookpress 7/2014)
‘Το σεντούκι του παππού μου’, μικρό πολιτικό δοκίμιο (Stahtes 17/11/2014)
‘Ο επιτάφιος και ο επί πόλεως θρήνος’, μικρή πασχαλινή πολιτική ανάλυση (Metrogreece 8/4/2015)
‘Πολυβίου ιστορία ετών 2150’, ερανισμός απόδοση, Αρχαίων επικαίρων (Dimoi news 7/8/2015)

alexadam48@hotmail.com



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου