Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

Δυό διηγήματα της Μαρίας Λιάκου


επιμέλεια στήλης Βιβή Γεωργαντοπούλου


«Ο Ορειβάτης Του Ολύμπου»


"Chalk It Up",Jay Alders 


Ο  Δημήτρης ήταν νέος ορειβάτης και πήγαινε συχνά στον Όλυμπο τα δυο τελευταία χρόνια. Ήταν μια ευχάριστη διαφυγή για κείνον από την καθημερινότητά  του.
Μια φορά στον Όλυμπο επιχειρούσε μια πολύ δύσκολη αναρρίχηση με έντονη χιονόπτωση. Πέρασε τη νύχτα  του στο καταφύγιο όπως και άλλες βραδιές περιμένοντας την αυριανή μέρα. Το  πρωί  ξυπνάει και βλέπει ότι το χιόνι έχει σκεπάσει για τα καλά το βουνό. Περισσότερο χιόνι από ό,τι περίμενε και οι μετεωρολόγοι είχαν προβλέψει.
Η αναρρίχηση βέβαια  δύσκολη με τέτοιες συνθήκες. Δεν θέλει,όμως, να γυρίσει πίσω. Με προσπάθεια και  μεγάλο  θάρρος, συνεχίζει να σκαρφαλώνει στο απόκρημνο βουνό. Μετά  από ώρα  ο  γάντζος του γλιστράει από τον πάσσαλο στήριξης. Αρχίζει  να κατρακυλάει στην πλαγιά και το κορμί του να χτυπάει στα βράχια. Το  χιόνι πέφτει πυκνό. Περνάει από μπροστά του όλη του η ζωή.Τα αγαπημένα του πρόσωπα. Παγώνει πιο πολύ όταν σκέφτεται ότι δεν έχει πει τα λόγια που θα ήθελε να έχει πει στους αγαπημένους του.
 Ο αέρας δυναμώνει. Ανεμοσούρι γερό έρχεται και νιώθει στο πρόσωπό του να τον χτυπάει δυνατά  ένα σχοινί  σταλμένο από το πουθενά.  Το πιάνει με δύναμη και κρατιέται γερά. Ο δυνατός αέρας μπορεί να τον εκσφενδονίσει στις πλαγιές του  Ολύμπου και εκεί να τον βρουν  την άνοιξη .Αν τον βρουν.
 Τα δευτερόλεπτα που ακολουθούν του φαίνονται αιώνες. Τι θα κάνει εκεί κρεμασμένος από τον γάντζο. Το κρύο όλο και πιο δυνατό. Πόσο θα αντέξει ακόμα. Τα χέρια του παγώνουν.
 Το μυαλό του αρχίζει και του κάνει παιχνίδια.. Αυτές είναι οι τελευταίες σου στιγμές. Μπρος σκέψου ποιες είναι οι επιλογές σου. Πεθαίνεις εδώ από το κρύο ή αφήνεις το σχοινί και κατρακυλάς στη χαράδρα και αντιμετωπίζεις εκ νέου την κατάσταση.
Η χιονοθύελλα δυναμώνει. Προσπαθεί να δει αν μέσα στο λευκό τοπίο ξεχωρίζει κάτι. Αρχίζει να φωνάζει δυνατά μπας και τον ακούσουν. Μάταια. Η πιθανότητα να  τον σώσουν ελάχιστη . Δεν ήταν μέλος γκρουπ . Συνεπώς ποιος να το ψάξει…
Σκέφτεται πως γρήγορα πρέπει να πάρει μια απόφαση αλλιώς….
Θα  μπορούσε ίσως να σκαρφαλώσει όσο έχει ακόμα δυνάμεις προς τα πάνω μπας και καταφέρει να βγει στο καταφύγιο και πάλι. Αδύνατον. Ξαφνικά ακούει μια φωνή μέσα του «άφησε τώρα αμέσως το σκοινί».
Παραίσθηση , ενστικτώδης σοφία , σκέψη επιβίωσης.
Αν αφήσει το σκοινί θα σκοτωθεί. Θα γλυτώσει το μαρτύριο ίσως. Η σύγκρουση αυτή των σκέψεων κρατάει ώρες. Νυχτώνει για τα καλά.
Όχι, δεν θα αφήσει το σκοινί. Κρατιέται καλά. Κοιτάζει πάντα προς τα πάνω.
 Ο υπεύθυνος του καταφυγίου θα τον αναζητήσει το βράδυ, δεν μπορεί… Θα καταλάβει. Εκεί έχει αφήσει το σακίδιό  του .
Την άλλη μέρα το πρωί η Ομάδα διάσωσης τον βρήκε κρεμασμένο και παγωμένο, σχεδόν μισοπεθαμένο. Ακόμα λίγα λεπτά να αργούσαν και θα πέθαινε.
Δεν καταλάβαιναν όμως γιατί πέρασε τη νύχτα κρεμασμένος εκεί όταν  βρισκόταν  σε απόσταση λιγότερη από το ένα μέτρο από το έδαφος….





 «Το μόνο παιχνίδι που ξέρω …είναι το κρυφτό»


" Eyes", Whimsical compositions /coffee art by Giulia Bernardelli

 Ακούω το κλειδί στην πόρτα και μια ταραχή νιώθω. Αυτήν την γνώριμη  που ξέρεις ότι έρχεται καταιγίδα.
Εκείνος προχωράει στην κουζίνα με βαριά βήματα  και σωριάζει στο πάτωμα  τις σακούλες με τα ψώνια λες και ήταν σκουπίδια.
Γκτούπ .
«Φτιάξε μου καφέ»  λέει  με βροντερή φωνή
«Αμέσως . Σε μικρό ή μεγάλο φλιτζάνι»  τον ρωτάω.
«Στο μεγάλο και με καλό καϊμάκι» λέει.
Κάθισε στην πολυθρόνα του και  άνοιξε την τηλεόραση . Η ένταση στην διαπασών
Πόσες φορές δεν του ζήτησα να μην την βάζει τόσο δυνατά. Με ενοχλεί ο θόρυβος.
 Μάταια  .
Αυτός είναι ο  κυρίαρχος εδώ μέσα. Εγώ το υπηρετικό προσωπικό .Και όμως υπήρξε γάμος.
Ένας μήνας το πολύ να κράτησαν τα προσχήματα της συντροφικής ζωής.
«Κάνε υπομονή κόρη μου, έλεγε η μητέρα του. Πάντα φωνακλάς ήταν από παιδί. Αλλά είναι καλός. Θα σε συνηθίσει. Του ήρθε απότομα η εγκυμοσύνη σου. Δεν ξέρει  πώς να τα βολέψει»
Ύστερα ήρθε η αποβολή. Νέος  πάγος ανάμεσα μας. Προσπάθειες και πάλι για νέο παιδί. Αποβολή και πάλι .Πέντε αποτυχημένες προσπάθειες
Η πεθερά μου πέθανε χωρίς να δει εγγόνι από το μοναχοπαίδι της.
Εκείνος έριχνε όλο το φταίξιμο σε μένα. «Έχεις πρόβλημα» έλεγε.
Μια δυο φορές που τόλμησα να του πω ότι οι γιατροί λένε ότι είναι ψυχολογικό το πρόβλημα μου και ότι η υγεία μου είναι καλή  έβαλε τις φωνές  και μου είπε ότι αυτή είναι η μοίρα μας. Να ζήσουμε άκληροι. Να το αποδεχτούμε. Δεν θα ζήσουμε το όνειρο του γονιού.
Γρήγορα βρεθήκαμε σε χωριστές κρεβατοκάμαρες 
Στις επτά το πρωί έφευγε για το καφενείο  που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του και γύριζε το βράδυ . Συχνά άλλαζε το προσωπικό στο καφενείο και ήταν σχεδόν πάντα νευριασμένος. Καμία ευχαρίστηση από την εργασία του. Μουρμούρα για το ΤΕΒΕ που ακριβαίνει , για τους μισθούς του προσωπικού.
Πόσες φορές του ζήτησα να πηγαίνω και εγώ να τον βοηθάω γιατί   με κυρίευε  η πλήξη. Όχι. Όχι. Ήταν η απάντησή του.
«Η θέση της γυναίκας είναι στο σπίτι. Το νοικοκυριό είναι η μόνη σου υποχρέωση»  έλεγε.
 Η κατάσταση βάραινε μέρα με τη μέρα όταν έκλεισε το καφενείο λόγω συνταξιοδότησης.
Ένας σύντομος περίπατος στη γειτονιά όλος και όλος. Μετά  για ώρες στην τηλεόραση.
Όταν ήταν κλειστή σιωπή σε όλο το σπίτι. Συζήτηση καμμία.

 Έφτιαχνα τον τρίτο καφέ σήμερα για κείνον. Μια μόνιμη γνώριμη ταχυπαλμία  ένιωθα. Να κάνω τον καφέ αθόρυβα μην τυχόν και τον εκνευρίσω.  Ο κόμπος στο λαιμό μόνιμος. Τα χείλια σφραγισμένα μην τυχόν ξεφύγει καμιά λέξη και τον εκνευρίσει.
Το μόνο παιχνίδι που ξέρω από παιδί- καλά -είναι το κρυφτό.
Του πάω τον δίσκο με τον καφέ. Στην πρώτη ρουφηξιά λέει. 
«Χάλια τον έκανες τον καφέ . Φτιάξε άλλον. Ούτε έναν καφέ δεν μπορώ να πιώ εδώ μέσα όπως τον θέλω»
Μαζεύω το φλιτζάνι και ένα δάκρυ κυλάει στο μάγουλό μου. Το βλέπει.
«Καφέ κηδείας πίνουμε εδώ μέσα. Γιατί κλαις .Σε ταλαιπωρούμε και από πάνω. Φεύγω πάω να πιώ έναν καφέ έξω» είπε και βρόντηξε την πόρτα πίσω του.
Πήγα στην κρεβατοκάμαρά του και άνοιξα την ντουλάπα του. Κοπάναγα τις πόρτες  και μέτραγα μέχρι το δέκα. Να έτσι θα φύγει ο θυμός. Αμέτρητες φορές το είχα κάνει.
Όμως σήμερα δεν έφευγε .
Είσαι θύμα .Είσαι θύμα άκουγα μια φωνή στο κεφάλι μου. Χαράμισες την ζωή σου.
 Πενήντα  χρόνια περίμενες να αλλάξει.  Δεν άλλαξε.
 Η ζωή τραβάει το δρόμο της το βλέπω αλλά…..
….εγώ λείπω…
  Νεκροί  είναι και αυτοί που ζουν χωρίς αγάπη , μονολόγησα.



Η Μαρία Λιάκου   γεννήθηκε το 1960.Σπούδασε Βρεφοκομία και  Κοινωνική Εργασία.Εργάστηκε ως Κοινωνική Λειτουργός στον Ελληνικό Ερυρθρό Σταυρό.
Έχει εκδόσει το 2014 μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο «ΜΙΚΡΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ»  εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ και τον Ιούνιο του 2015 εκδόθηκε το βιβλίο της «Οι Αφετηρίες»,  νουβέλα,εκδόσεις Vakxikon .gr
Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε Λογοτεχνικά περιοδικά και στον τύπο.                

Θρῆνοι τῆς Ἁλώσεως (29 Μαΐου 1453)

Πηγή:http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tradition/lamentations-constantinople.htm



Τῆς Ἁγιά-Σοφιᾶς

(Δημοτικό)
Τὸ δημοτικὸ αὐτὸ τραγούδι εἶναι ὁ παλαιότερος θρῆνος γιὰ τὴν κατάληψη τῆς Κωνσταντινούπολης. Πιθανὸν νὰ προέρχεται ἀπὸ τὴν Κρήτη. Βρέθηκε σὲ χειρόγραφό του 15ου αἰῶνα· ὁ τίτλος ἦταν: «Ἀνακάλημα τῆς Κωνσταντινούπολης». Ἀνήκει στὴ δεύτερη περίοδο (1453-1821) τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας καὶ στὸ ἱστορικὸ εἶδος. Στὴν παρακάτω μορφὴ τοῦ δημοσιεύτηκε τὸ 1914 ἀπὸ τὸ Ν. Πολίτη στὴν συλλογή του «Ἐκλογαὶ ἀπὸ τὰ τραγούδια τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ». Γιὰ τὴν σύνθεσή του ὁ Ν. Πολίτης χρησιμοποίησε τὴν παραλλαγὴ ποὺ δημοσίευσε ὁ Φωρὲλ καὶ ἄλλοι εἴκοσι τέσσερις. Ὅμως, μόνο ὁ 4ος καὶ 18ος στίχος ἔχουν παρθεῖ αὐτούσιοι ἀπὸ τὴν ἐργασία τοῦ Φωριέλ
Σημαίνει ὁ Θεός, σημαίνει ἡ γῆς, σημαίνουν τὰ ἐπουράνια, 
σημαίνει κι ἡ Ἁγιά-Σοφιά, τὸ μέγα μοναστήρι, 
μὲ τετρακόσια σήμαντρα κι ἑξήντα δυὸ καμπάνες, 
κάθε καμπάνα καὶ παπᾶς, κάθε παπᾶς καὶ διάκος.

Ψάλλει ζερβὰ ὁ βασιλιάς, δεξιὰ ὁ πατριάρχης, 
κι ἀπ᾿ τὴν πολλὴ τὴν ψαλμουδιὰ ἐσειόντανε οἱ κολόνες. 
Νὰ μποῦνε στὸ χερουβικὸ καὶ νά ῾βγει ὁ βασιλέας, 
φωνὴ τοὺς ἦρθε ἐξ οὐρανοῦ κι ἀπ᾿ ἀρχαγγέλου στόμα: 
«Πάψετε τὸ χερουβικὸ κι ἂς χαμηλώσουν τ᾿ Ἅγια, 
παπάδες πᾶρτε τὰ ἱερὰ καὶ σεῖς κεριὰ σβηστῆτε, 
γιατί ῾ναι θέλημα Θεοῦ ἡ Πόλη νὰ τουρκέψει.

Μόν᾿ στεῖλτε λόγο στὴ Φραγκιά, νὰ ῾ρθοῦν τρία καράβια, 
τό ῾να νὰ πάρει τὸ σταυρὸ καὶ τ᾿ ἄλλο τὸ βαγγέλιο, 
τὸ τρίτο τὸ καλύτερο, τὴν ἅγια Τράπεζά μας, 
μὴ μᾶς τὴν πάρουν τὰ σκυλιὰ καὶ μᾶς τὴ μαγαρίσουν».

Ἡ Δέσποινα ταράχτηκε καὶ δάκρυσαν οἱ εἰκόνες. 
«Σώπασε κυρὰ Δέσποινα, καὶ μὴ πολυδακρύζῃς, 
πάλι μὲ χρόνους, μὲ καιρούς, πάλι δικά μας θά ῾ναι».




Ἅλωσις Κωνσταντινουπόλεως

Ἔνι τοῦ κόσμου χαλασμὸς καὶ συντελειὰ μεγάλη,
συντελεσμὸς τῶν Χριστιανῶν, τῶν ταπεινῶν Ρωμαίων·
ὅμως ἂς τὸ θλίβουν πολλὰ καὶ τὰ γένη Λατίνων
διὰ τοῦτο ποὺ συνέβηκε βασιλείαν Ρωμαίων,
διότ᾿ ἦτον σπίτιν ὀλωνῶν, Ρωμαίων καὶ Λατίνων
ἡ πόλις ἡ κακότυχος καὶ ὁ βασιλεὺς ὁμάδιν.
Ποὖναι λοιπὸν τὰ λείψανα, ποῦ οἱ ἁγίαι εἰκόνες,
ἡ ὁδηγήτρια ἡ κυρά, ἡ δέσποινα τοῦ κόσμου;
Λέγουσιν ἀναλήφθησαν στὸν οὐρανὸ ἀπάνω
τὰ λείψανα τὰ ἅγια καὶ τοῦ Χριστοῦ τὰ πάθη,
οἱ ἄγγελοι τὰ πήρασιν ἐμπρὸς εἰς τὸν δεσπότην...
Ποῦ εἶν᾿ τὰ μοναστήρια, ποῦ ἡ ὀρθοδοξία;
ἀφῆκες, ἐξαπόλυκες, πανύμνητε, τὸν κόσμον;

Τίς εἶδεν ἢ τίς ἤκουσεν ποτέ του τέτοιον πρᾶμα,
οἱ ἀσεβεῖς νὰ πάρουσι τὸ σπίτι τῶν ἁγίων,
νὰ σὲ δοξάζουν, Κύριε, οἱ Τοῦρκοι σοδομῖτες;
Θεέ μου, πῶς ἀπόμεινες τὴν τόσην ἀνομίαν
καὶ πῶς τὸ καταδέχθηκες, δύναμις τῶν ἀγγέλων;
Ἐχάθησαν οἱ χριστιανοί· Θεὲ πῶς τὸ ἀπομένεις;
Μηδὲ κατηγορήσετε τὸν βασιλέαν, αὐθέντες,
οὐδὲ τοὺς ἄρχοντας αὐτοῦ, οὐδὲ τοὺς στρατιώτας,
μικροὺς μεγάλους ἢ πτωχούς, πλουσίους, ἀνδρειωμένους.
Τὸ θάρρος ὁποῦ ἤλπιζαν οἱ χριστιανοὶ στὴν πόλιν
ἦτον στὸν ἁγιώτατον πάπαν τε τῆς Ρώμης
καὶ εἰς τοὺς ῥηγάδες τῆς φραγκιᾶς τῶν αὐθεντῶν τῶν ὅλων,
δουκᾶδες, κούντους, πρίγκιπες καὶ τὰ κουμούνια ὅλα
μετὰ τοῦ βασιλέως τε τοῦ τῆς Ἀλαμανίας...

Ἐκείν᾿ ἡ μέρα σκοτεινή, ἀστραποκαϊμένη,
τῆς Τρίτης της ἀσβολερῆς, τῆς μαυρογελασμένης,
τῆς θεοκαρβουνόκαυτης, πουμπαρδοχαλασμένης,
ἔχασε ἡ μάννα τὸ παιδὶν καὶ τὸ παιδὶν τὴν μάνναν,
καὶ τῶν κυρούδων τὰ παιδιὰ ὑπᾶν ἀσβολωμένα,
δεμέν᾿ ἀπὸ τὸν τράχηλον καὶ τὸ οὐαὶ φωνάζουν
μὲ τὴν τρομάραν τὴν πολλήν, μὲ θρήνισμον καρδίας.
Τρέμουν ὡς φυλλοκάλαμον ἐξετραχηλισμένα,
γυμνά, χωρὶς πουκάμισον, ἐξάγκωνα δεμένα,
βλέπουν ἐπρὸς καὶ πίσω των, μὴ νὰ δοῦν τοὺς γονεῖς των,
καὶ βλέπουν τοὺς πατέρες των ἐξάγκωνα δεμένους.
Ὁ κύρης βλέπει τὸ παιδὶν καὶ τὸ παιδὶν τὸν κύρην,
ἄφωνοι, δίχως ὁμιλίαν, διαβαίνουν τὸ μαγκούριν.
Οἱ μάνες οἱ ταλαίπωρες ὑπᾶν ξεγυμνωμένες,
τῆς πόλης οἱ πολίτισσες ἐξανασκεπασμένες,
πλούσιες πτωχὲς ἀνάκατα, μὲ τὸ σκοινὶ δεμένες,
τῆς πόλης οἱ εὐγενικές, οἱ ἀστραποκαϊμένες.
Ὁ ἀδελφὸς τὸν ἀδελφὸν βλέπει σιδηρωμένον,
θωροῦν καὶ τὸν πατέρα των μὲ ἅλυσον δεμένον,
καὶ δυ᾿ ἀδερφάδες εὔμορφες, πολλὰ ὡραιωμένες,
ἐντροπιασμένα ἐπήγαιναν μὲ τὸ σχοινὶν δεμένες.

Προέλευση: ΓΙΟΒΑΝΗ, Μεγάλη ἐγκυκλοπαίδεια, ἔκδ. 1982, τόμ. 13ος,  σελ. 67


Πάρθεν ἡ Ρωμανία

(Δημοτικὸ τοῦ Πόντου)
Ἕναν πουλίν, καλὸν πουλὶν ἐβγαίν᾿ ἀπὸ τὴν Πόλιν, 
οὐδὲ στ᾿ ἀμπέλια κόνεψεν οὐδὲ στὰ περιβόλιαν, 
ἐπῆγεν καί-ν ἐκόνεψεν ἅ σου Ἠλί᾿ τὸν κάστρον. 
Ἐσεῖξεν τ᾿ ἕναν τὸ φτερὸν σὸ αἷμα βουτεμένον, 
ἐσεῖξεν τ᾿ ἄλλο τὸ φτερόν, χαρτὶν ἔχει γραμμένον, 
Ἀτὸ κανεὶς κι ἀνέγνωσεν, οὐδ᾿ ὁ μητροπολίτης 
ἕναν παιδίν, καλὸν παιδίν, ἔρχεται κι ἀναγνώθει. 
Σίτ᾿ ἀναγνῶθ᾿ σίτε κλαίγει, σίτε κρούει τὴν καρδίαν. 
«Ἀλὶ ἐμᾶς καὶ βάι ἐμᾶς, πάρθεν ἡ Ρωμανία!»
Μοιρολογοῦν τὰ ἐκκλησιάς, κλαῖγνε τὰ μοναστήρια 
κι ὁ Γιάννες ὁ Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται, 
-Μὴ κλαῖς, μὴ κλαῖς Ἅϊ-Γιάννε μου, καὶ δερνοκοπισκᾶσαι 
-Ἡ Ρωμανία πέρασε, ἡ Ρωμανία ῾πάρθεν. 
-Ἡ Ρωμανία κι ἂν πέρασεν, ἀνθεῖ καὶ φέρει κι ἄλλον.


Τὸ ἀνακάλημα τῆς Κωνσταντινουπόλεως

(Δημοτικό, ἀπόσπασμα)
Θρῆνος κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς καὶ στεναγμὸς καὶ λύπη, 
Θλῖψις ἀπαραμύθητος ἔπεσεν τοῖς Ρωμαίοις. 
Ἐχάσασιν τὸ σπίτιν τους, τὴν Πόλιν τὴν ἁγία, 
τὸ θάρρος καὶ τὸ καύχημα καὶ τὴν ἀπαντοχήν τους. 
Τὶς τό ῾πεν; Τὶς τὸ μήνυσε; Πότε ῾λθεν τὸ μαντάτο; 
Καράβιν ἐκατέβαινε στὰ μέρη τῆς Τενέδου 
καὶ κάτεργον τὸ ὑπάντησε, στέκει καὶ ἀναρωτᾶ το: 
- Καράβιν, πόθεν ἔρκεσαι καὶ πόθεν κατεβαίνεις; 
- Ἔρκομαι ἂκ τὰ᾿ ἀνάθεμα κι ἐκ τὸ βαρὺν τὸ σκότος, 
ἂκ τὴν ἀστραποχάλαζην, ἂκ τὴν ἀνεμοζάλην· 
ἀπὲ τὴν Πόλην ἔρχομαι τὴν ἀστραποκαμένην. 
Ἐγὼ γομάριν δὲ βαστῶ, ἀμὲ μαντάτα φέρνω 
κακὰ διὰ τοὺς χριστιανούς, πικρὰ καὶ δολωμένα.

[καὶ σὲ ἔκδοση: Ἐμμ. Κριαρᾶς, Θεσσαλονίκη 1965, σ. 31]
...
- Καράβιν πόθεν ἔρκεσαι καὶ πόθεν κατεβαίνεις;
- Ἔρκομαι ἂκ τ᾿ ἀνάθεμα κ᾿ ἐκ τὸ βαρὺν τὸ σκότος,
ἂκ τὴν ἀστραποχάλαζην, ἂκ τὴν ἀνεμοζάλην·
ἀπὸ τὴν Πόλην ἔρχομαι τὴν ἀστραποκαμένην.
Ἐγὼ γομάρι δὲ βαστῶ, ἀμὲ μαντάτα φέρνω
κακὰ διὰ τοὺς χριστιανούς, πικρὰ καὶ δολωμένα:
Οἱ Τοῦρκοι ὅτε ἤρθασιν, ἐπήρασιν τὴν Πόλην
ἀπώλεσαν τοὺς χριστιανοὺς ἐκεῖ καὶ πανταχόθεν.


Γεώργιος Βιζυηνός - Ὁ τελευταῖος Παλαιολόγος (1882)

Στοὺς συμβολισμοὺς τῆς παραδόσεως, γιαγιὰ εἶναι οἱ παλαιὲς γενεὲς
καὶ ἐγγονὸς ἡ νέα γενιά, ἡ ὁποία πρέπει νὰ κάνει τὸ καθῆκον της.
- Τὸν εἶδες μὲ τὰ μάτια σου, γιαγιὰ τὸν Βασιλέα
ἢ μήπως καὶ σοῦ φάνηκε, σὰν ὄνειρο νὰ ποῦμε,
σὰν παραμύθι τάχα;
- Τὸν εἶδα μὲ τὰ μάτια μου, ὡσὰν καὶ σένα νέα,
Πὰ νὰ γενῶ ἑκατὸ χρονῶν, κι ἀκόμα τὸ θυμοῦμαι
σὰν νἄταν χθὲς μονάχα.
- Ἀπέθανε, γιαγιά;
- Ποτέ, παιδάκι μου, κοιμᾶται.
- Καὶ τώρα πιὰ δὲν ἠμπορεῖ
γιαγιάκα νὰ ξυπνήση;
- Ὤ, βέβαια! Καιροὺς καιρούς,
σηκώνει τὸ κεφάλι,
καὶ βλεπ᾿ ἂν ἦρθεν ἡ στιγμή,
πὄχει ὁ Θεὸς ὁρίσει.
- Πότε, γιαγιά μου, πότε;
- Ὅταν τρανέψῃς, γιόκα μου,
νὰ ἀρματωθῇς, καὶ κάμῃς,
τὸν ὅρκο στὴν Ἐλευθεριά,
σὺ κι ὅλη ἡ νεολαία,
θὰ σώσετε τὴν χώρα.
Κι ὁ βασιλιὰς θὰ σηκωθεῖ
τὸν Τοῦρκο νὰ χτυπήσῃ.
Καὶ χτύπα-χτύπα, θὰ τὸν πά
πίσω στὴν κόκκινη μηλιά,
καὶ πίσω ἀπὸ τὸν ἥλιο,
ποὺ πιὰ νὰ μὴ γυρίσῃ!


Κωνσταντῖνος Π. Καβάφης - Θεόφιλος Παλαιολόγος

Ὁ τελευταῖος χρόνος εἶν᾿ αὐτός. Ὁ τελευταῖος τῶν Γραικῶν
αὐτοκρατόρων εἶν᾿ αὐτός. Κι᾿ ἀλλοίμονον
τί θλιβερὰ ποὺ ὁμιλοῦν πλησίον του.
Ἐν τῇ ἀπογνώσει του, ἐν τῇ ὀδύνῃ
ὁ Κὺρ Θεόφιλος Παλαιολόγος
λέγει «Θέλω θανεῖν μᾶλλον ἢ ζῆν».
Ἂ Κὺρ Θεόφιλε Παλαιολόγο
πόσον καϋμὸ τοῦ γένους μας, καὶ πόση ἐξάντλησι
(πόσην ἀπηύδησιν ἀπὸ ἀδικίες καὶ κατατρεγμό)
ἡ τραγικές σου πέντε λέξεις περιεῖχαν.
Πάρθεν
Αὐτὲς τὲς μέρες διάβαζα δημοτικὰ τραγούδια,
γιὰ τ᾿ ἄθλα τῶν κλεφτῶν καὶ τοὺς πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, Γραικικά.
Διάβαζα καὶ τὰ πένθιμα γιὰ τὸν χαμὸ τῆς Πόλης
«Πῆραν τὴν Πόλη, πῆραν την· πῆραν τὴν Σαλονίκη».
Καὶ τὴν Φωνὴ ποὺ ἐκεῖ ποὺ οἱ δυὸ ἐψέλναν,
«ζερβὰ ὁ βασιληᾶς, δεξιὰ ὁ πατριάρχης»,
ἀκούσθηκε κ᾿ εἶπε νὰ πάψουν πιὰ
«πάψτε παπάδες τὰ χαρτιὰ καὶ κλεῖστε τὰ βαγγέλια»
πῆραν τὴν Πόλη, πῆραν την· πῆραν τὴν Σαλονίκη.
Ὅμως ἀπ᾿ τ᾿ ἄλλα πιὸ πολὺ μὲ ἄγγιξε τὸ ᾄσμα
τὸ Τραπεζούντιον μὲ τὴν παράξενή του γλώσσα
καὶ μὲ τὴν λύπη τῶν Γραικῶν τῶν μακρυνῶν ἐκείνων
ποὺ ἴσως ὅλο πίστευαν ποὺ θὰ σωθοῦμε ἀκόμη.
Μὰ ἀλοίμονον μοιραῖον πουλὶ «ἀπαὶ τὴν Πόλην ἔρται»
μὲ στὸ «φτερούλιν ἀθε χαρτὶν περιγραμμένον
κι οὐδὲ στὴν ἄμπελον κονεύ᾿ μηδὲ στὸ περιβόλι
ἐπῆγεν καὶ ἐκόνεψεν στοῦ κυπαρίσ᾿ τὴν ρίζαν».
Οἱ ἀρχιερεῖς δὲν δύνανται (ἢ δὲν θέλουν) νὰ διαβάσουν
«Χέρας υἱὸς Γιανίκας ἕν» αὐτὸς τὸ παίρνει τὸ χαρτί,
καὶ τὸ διαβάζει κι ὀλοφύρεται.
«Σίτ᾿ ἀναγνῶθ᾿ σίτ᾿ ἀνακλαῖγ᾿ σίτ᾿ ἀνακροῦγ᾿ τὴν κάρδιαν.
Ν᾿ ἀοιλλὴ ἐμᾶς νὰ βάϊ ἐμᾶς ἡ Ρωμανία πάρθεν».


Κωνσταντῖνος Καρυωτάκης - Μαρμαρωμένε Βασιλιᾶ

Καὶ ρίχτηκε μὲ τ᾿ ἄτι του μὲς στῶν ἐχθρῶν τὰ πλήθια,
τὸ πύρινο τὸ βλέμμα του σκορποῦσε τὴν τρομάρα,
καὶ τὸ σπαθί του τὴ θανή. Στὰ χάλκινά του στήθια,
ἐξέσπασε ἡ ὄργητα σὲ βροντερὴ κατάρα.
Ἐθόλωσαν τὰ μάτια του. Τ᾿ ἁγνὸ τὸ μέτωπό του,
θαρρεῖς ὁ φωτοστέφανος τῆς Δόξας τ᾿ ἀγκαλιάζει.
Κι ἔπεσε χάμου ὁ Τρανός! Θρηνῆστε τὸ χαμό του.
Μά, μή! Σὲ τέτοιο θάνατο ὁ θρῆνος δὲν ταιριάζει.
Κι ἔπεσε χάμου ὁ Τρανός! Κυλίστηκε στὸ χῶμα,
ἕνας Τιτᾶν π᾿ ἀκόμα χτὲς ἐστόλιζ᾿ ἕνα θρόνο,
κι ἐσφάλισε - ὀϊμένανε! - γιὰ πάντ᾿ αὐτὸ τὸ στόμα,
ποὺ κάθε πίκρα ρούφαγε κι ἔχυν᾿ ἐλπίδες μόνο,
Μαρμαρωμένε Βασιλιά, πολὺ δὲ θὰ προσμένεις.
Ἕνα πρωὶ ἀπ᾿ τὰ νερὰ τοῦ Βόσπορου κεῖ πέρα
θὲ νὰ προβάλει λαμπερός, μιᾶς Λευτεριᾶς χαμένης,
ὁ ἀσημένιος ἥλιος. Ὤ, δοξασμένη μέρα!


Ὀδυσσέας Ἐλύτης - Θάνατος καὶ Ἀνάστασις τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου (1969)

Ι
Ἔτσι καθὼς ἐστέκονταν  ὀρθὸς μπροστὰ στὴν Πύλη κι ἄπαρτος μὲς
στὴ λύπη του
Μακριὰ τοῦ κόσμου ποὺ ἡ ψυχή του γύρευε νὰ λογαριάσει στὸ φάρ-
δος Παραδείσου   Καὶ σκληρὸς πιὸ κι ἀπ᾿ τὴν πέτρα ποὺ δὲν τὸν
εἴχανε κοιτάξει τρυφερὰ ποτὲ - κάποτε τὰ στραβὰ δόντια του ἄσπρι-
ζαν παράξενα
Κι ὅπως περνοῦσε μὲ τὸ βλέμμα του λίγο πιὸ πάνω ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώ-
πους    κι ἔβγανε ἀπ᾿ ὅλους    Ἔναν     ποὺ τοῦ χαμογελούσε    τὸν
Ἀληθινόν    ποὺ ὁ χάρος δὲν τὸν ἔπιανε
Πρόσεχε νὰ προφέρει καθαρὰ τὴ λέξη θάλασσα ἔτσι ποὺ νὰ γυαλί-
σοῦν μέσα της ὅλα τὰ δελφίνια    Κι ἡ ἐρημιὰ πολλὴ ποὺ νὰ χωρᾶ ὁ
Θεός    κι ἡ κάθε μιὰ σταγόνα σταθερὴ στὸν ἥλιο ν᾿ ἀνεβαίνει
Νέος ἀκόμα εἶχε δεῖ στοὺς ὤμους τῶν μεγάλων τὰ χρυσὰ νὰ λάμπουν
καὶ νὰ φεύγουν    Καὶ μιὰ νύχτα    θυμᾶται    σ᾿ ὥρα μεγάλης τρικυ-
μῖας βόγκηξε ὁ λαιμός του πόντου τόσο ποὺ θολώθη    μὰ δὲν ἔστερ-
ξὲ νὰ τοῦ σταθεῖ
Βαρὺς ὁ κόσμος νὰ τὸν ζήσεις ὅμως γιὰ λίγη περηφάνια τὸ ἄξιζε.
II
Θεέ μου καὶ τώρα τι    Πού ῾χε μὲ χίλιους νὰ παλέψει    χώρια μὲ τὴ
μοναξιά του    ποιός    αὐτὸς πού ῾ξερε μ᾿ ἕνα λόγο του νὰ δώσει ὁλά-
κερης τῆς γῆς νὰ ξεδιψάσει    τί
Ποὺ ὅλα του τά ῾χαν πάρει    Καὶ τὰ πέδιλά του τὰ σταυροδετὰ καὶ τὸ
τρικράνι του τὸ μυτερὸ καὶ τὸ τοιχίο ποὺ καβαλοῦσε κάθε ἀπομεσή-
μερο νὰ κρατάει τὰ γκέμια ἐνάντια στὸν καιρὸ σὰν ζόρικο καὶ πηδη-
χτὸ βαρκάκι
Καὶ μία φούχτα λουίζα    ποὺ τὴν εἶχε τρίψει στὰ μάγουλα ἑνὸς κορι-
τσιοῦ    μεσάνυχτα    νὰ τὸ φιλήσει (πῶς κουρναλίζαν τὰ νερά τοῦ
φεγγαριοῦ στὰ πέτρινα τὰ σκαλοπάτια τρεῖς γκρεμοὺς πάνω ἀπ᾿ τὴ
θάλασσα...)
Μεσημέρι ἀπὸ νύχτα    Καὶ μήτ᾿ ἕνας πλάι του    Μονάχα οἱ λέξεις
του οἱ πιστὲς πού ῾σμιγαν ὅλα τους τὰ χρώματα ν᾿ ἀφήσουν μὲς στὸ
χέρι του μιὰ λόγχη ἀπὸ ἄσπρο φῶς
Καὶ ἀντίκρυ    σ᾿ ὅλο τῶν τειχῶν τὸ μάκρος    μυρμηκιὰ οἱ χυμένες
μὲς στὸ γύψο κεφαλὲς ὅσο ἔπαιρνε τὸ μάτι του
«Μεσημέρι ἀπὸ νύχτα - ὅλ᾿ ἡ ζωὴ μία λάμψη!»    φώναξε κι ὅρμησε
μὲς στὸ σωρό    σύρνοντας πίσω του χρυσὴ γραμμὴ ἀτελεύτητη
Καὶ ἀμέσως ἔνιωσε    ξεκινημένη ἀπὸ μακριά    ἡ στερνὴ χλωμάδα
νὰ τὸν κυριεύει.
III
Τώρα    καθὼς τοῦ ἥλιου ἡ φτερωτὴ ὁλοένα γυρνοῦσε καὶ πιὸ γρήγο-
ρα    οἱ αὐλὲς βουτοῦσαν μέσα στὸ χειμώνα κι ἔβγαιναν πάλι κατά-
κόκκινες ἀπ᾿ τὰ γεράνια
Κι οἱ μικροὶ δροσεροὶ τροῦλοι ὅμοια μέδουσες γαλάζιες ἔφταναν κά-
θε φορὰ καὶ πιὸ ψηλὰ στ᾿ ἀσήμια ποὺ τὰ ψιλοδούλευε ὁ ἀγέρας
γι᾿ ἄλλων καιρών    πιὸ μακρινῶν    τὸ εἰκόνισμα
Κόρες παρθένες    φέγγοντας ἡ ἀγκαλιὰ τοὺς ἕνα θερινὸ ξημέρωμα
φρέσκα βαγιόφυλλα καὶ τῆς μυρσίνης τῆς ξεριζωμένης τῶν βυθῶν
σταλάζοντας ἰώδιο    τὰ κλωνάρια
Τοῦ ῾φερναν    Ἐνῶ κάτω ἀπ᾿ τὰ πόδια του ἄκουγε    στὴ μεγάλη κά-
ταβόθρα νὰ καταποντίζονται    πλῶρες μαύρων καραβιών    τ᾿ ἀρχαῖα
καὶ καπνισμένα ξύλα    ὄθε    μὲ στυλωμένο μάτι ὀρθὲς ἀκόμη Θεό-
μήτορες ἐπιτιμούσανε
Ἀναποδογυρισμένα στὶς χωματερὲς ἀλόγατα    σωρὸς τὰ χτίσματα
μικρὰ μεγάλα    θρουβαλιασμὸς καὶ σκόνης ἄναμμα μὲς στὸν ἀέρα
Πάντοτε μὲ μιὰ λέξη μὲς στὰ δόντια του    ἄσπαστη    κειτάμενος
                                                                      Αὐτὸς
                                                        ὁ τελευταῖος Ἕλληνας!

H «ξενιτεμένη» Παναγιά του Χάνδακα !


«Πλιό παρακάλια δε γροικώ κʼ εσφάγηκʼ η καρδιά μου
κʼ εμίσεψες, Παρθένα μου, Μεσοπαντίτισσά  μου»
                                                          Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής

13 Ιανουαρίου, μια μεγάλη γιορτή για τους Ορθόδοξους Χριστιανούς , αυτή της Παναγιάς της Μεσοπαντίτισσας, που λατρεύτηκε στην Candia ή στον Χάνδακα για πολλούς αιώνες μέχρι και την περίοδο της Τουρκοκρατίας και ας είχε ξενιτευτεί η εικόνα της μακριά από την πόλη που τιμήθηκε όσο πουθενά μέχρι τότε… Λένε πως πήρε τ΄όνομα της επειδή τη γιόρταζαν στο μεσοδιάστημα από τις γιορτές των Χριστουγέννων ως την Υπαπαντή.
Μια παράδοση θέλει τούτη την εικόνα την «ξενιτεμένη»  της Παναγιάς της Μεσοπαντίτισσας να ήρθε στην Κρήτη τον καιρό της εικονομαχίας  από τους πιστούς για να την σώσουν από το μένος των εικονομάχων. Την έφτιαξαν λένε αγιογράφοι, ίσως ο ίδιος ο Ευαγγελιστής Λουκάς ,  και στη συνέχεια βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όμως κάνεις δεν είναι σίγουρος για τούτη δω την καταγωγή της. Μια άλλη ιστορία λέει πως ήταν κειμήλιο του Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Τίτου της Γόρτυνας και πως την έσωσαν οι κάτοικοι μαζί με την κάρα του Αγίου Τίτου πάνω στις κορυφές της Ίδης όταν ήρθαν στο νησί οι Σαρακηνοί στα 825μ.Χ. Η πιο τεκμηριωμένη απόδειξη είναι πως ήταν στην Κρήτη στο β΄ μισό του 14ου αιώνα που οι Κρήτες ορκίστηκαν πίστη και αφοσίωση στη Γαληνότατη Δημοκρατία της Βενετίας  μπροστά στην εικόνα της. Από τότε κοσμούσε τον ιερό Ναό του Αγίου Τίτου του Χάνδακα κι εκεί έμεινε ως τον Αύγουστο  περίπου του 1669 που φυγαδεύτηκε μαζί με την κάρα και άλλα κειμήλια της πόλης από τους Ενετούς στην Βενετία για να σωθούν από τα χέρια των Τούρκων.  Ο Francisco Morossini  την φόρτωσε μαζί με χίλιους δυο « θησαυρούς» στα πέντε πλοία που ξεκίνησαν ένα πρωί από το λιμάνι του Χάνδακα  για να καταφέρουν να φτάσουν μόνο τα τρία στον προορισμό τους έχοντας μέσα την πολύτιμη εικόνα της Παναγιάς , της αιώνιας Μάνας που κρατά αγκαλιά τον Γιό της. Από τότε αν και τοποθετήθηκε αρχικά στον Ναό του Αγίου Μάρκου  με ειδικό διάταγμα της Γερουσίας μεταφέρθηκε και βρίσκεται  οριστικά στο Ναό της Santa Maria Della Salute στο Μεγάλο Κανάλι της Βενετιάς.
Για το χτίσιμο της εκκλησίας που είναι αφιερωμένη στην Παναγία της Υγείας  λένε πως ευθύνεται η μεγάλη επιδημία της πανούκλας ,  το καλοκαίρι του 1630, που κράτησε  μέχρι το 1631 και που σκότωσε σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού. Στην πόλη 46.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους , ενώ στην λιμνοθάλασσα ο αριθμός ήταν πολύ μεγαλύτερος περίπου 94.000. Άρχισαν οι προσευχές και οι λατανίες  και πίστεψαν πως μόνο η Παναγία κατάφερε να ανακόψει το θανατικό. Η  Ενετική Γερουσία στις 22 Οκτωβρίου 1630, αποφάσισε ότι μια νέα εκκλησία θα κατασκευαστεί  στην Παναγία που θεωρήθηκε  προστάτης της Βενετίας .Αποφασίστηκε, επίσης, ότι η Γερουσία θα επισκέπτεται  την εκκλησία κάθε χρόνο στις 21 Νοεμβρίου αφού θα ήταν αφιερωμένη στη γιορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου  και η ονομασία της θα ήταν  Festa della Madonna della Salute . Αυτό περιελάμβανε διέλευση από το Μεγάλο Κανάλι σε μια ειδικά κατασκευασμένη πλωτή γέφυρα και εξακολουθεί να είναι ένα σημαντικό γεγονός στη Βενετία  ακόμα και ως τις μέρες μας. Σ αυτόν τον ναό σε περίοπτη θέση τοποθετήθηκε η εικόνα της Παναγίας της Μεσοπαντίτισσας ανάμεσα σε εικόνες μεγάλων ζωγράφων.
Η ιστορία της εικόνας στα χρόνια των Ενετών στην Candia είναι λίγο πολύ γνωστή. Μια άλλη παράδοση θέλει την Παναγία  να μεσολαβεί σε σύναψη ειρήνης ανάμεσα στους δύο λαούς και εξαιτίας αυτού του γεγονότος να παίρνει την προσωνυμία Μεσοπαντίτισσα. Λατρευόταν από τους Χριστιανούς σχεδόν καθημερινά από το 1379 και κάθε Τρίτη σύμφωνα με μια παλιά συνήθεια γινόταν λιτανεία  στις γειτονιές και τα σοκάκια της πόλης για να ευλογήσει τα σπίτια και τις εργασίες των ανθρώπων . Ήταν επικαλυμμένη με χρυσά και ασημένια φύλλα και στολισμένη με πολύτιμα πετράδια και κατά την  περιφορά της την ακολουθούσαν πάρα πολλές γυναίκες ξυπόλητες εκπληρώνοντας έτσι τάματα. Οι πιστοί προσέφεραν ελεημοσύνες.
Ο Γερμανός περιηγητής Wolfgand Stockman, όταν είχε επισκεφτεί την Κρήτη στα 1606, γράφει στα ταξιδιωτικά του κείμενα του πως χάρη στις θαυματουργικές ιδιότητες της εικόνας όταν στο νησί υπήρχε μεγάλο πρόβλημα λειψυδρίας με δεήσεις και προσευχές σ αυτήν πάντα ερχόταν η πολυπόθητη βροχή. Οι καθολικοί πάλι, γράφει, πίστευαν και λάτρευαν την εικόνα όπως φαίνεται και από  μια επιστολή του Δούκα της Κρήτης στα τέλη του 16ου αιώνα, που  ο ανώτατος διοικητικός αξιωματούχος της Κρήτης ενημέρωνε τον Δόγη της Βενετίας πως η Παναγιά είχε κάνει το θαύμα της και είχε θεραπεύσει έναν ανάπηρο στρατιώτη από το Μιλάνο.
Ο περίφημος κρητικός ποιητής Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής γράφει στον έμμετρο κρητικό του πόλεμο :
«Και τη Μεσοπαντίτισσαν όλοι παρακαλούσα,
την Τρίτη που τη βγάνασι μʼ ευλάβεια ʼκλουθούσα,
κʼ ελέγασι: “Παρθένα μου, τώρα βοήθησέ μας,
κι άγωμε ομπρός εις το Χριστό, συχώρεση έπαρέ μας”.»

Λιτανεία γινόταν επίσης κατά την ημέρα κάποιας μεγάλης γιορτής. Η Εικόνα ήταν ένα σύμβολο ομόνοιας και συμφιλίωσηw ανάμεσα  σε Λατίνους και Κρητικούς για αυτό και  σ΄αυτές τις λιτανείες ήταν  ακολουθούμενη και από Ορθόδοξους αλλά και από Καθολικούς. Η περιφορά της συνεχίστηκε και στη διάρκεια της πολιορκίας. Σʼ αυτήν προσεύχονταν οι κάτοικοι του Χάνδακα για να τους βοηθήσει νʼ αντέξουν, όπως περιγράφει χαρακτηριστικά ο Μπουνιαλής.
 «Δέομαι με τα δάκρυα, Θεέ, απάκουσέ με,
κι από τα τόσα βάσανα οπού ʼχω λύτρωσέ με
εις τʼ άδικο που μʼ εύρηκε τόσους καιρούς και χρόνους
 κʼ έχω πληγές εις την καρδιά αμέτρητες και πόνους.
Κʼ εσύ, ω υπερθαύμαστη κυρία Μαριάμ μου,
 ξελύτρωσέ με τη φτωχή, Μεσοπαντίτισσά μου∙

 Η Χρύσα Μαλτέζου σε έρευνα και κείμενό της, γράφει πως την περίοδο του Κρητικού Πολέμου η περιφορά της εικόνας γινόταν δύο φορές την εβδομάδα κάθε Τρίτη και Σάββατο. Επίσης με απόφαση της Τοπικής Διοίκησης του νησιού στα 1539 είχε παραχωρηθεί, χωρίς να διευκρινίζονται οι λόγοι στους κατοίκους του χωριού Αμπρούσα που βρισκόταν στα περίχωρα του Χάνδακα να έχουν μόνο αυτοί το προνόμιο και δικαίωμα να σηκώνουν την εικόνα της για την περιφορά της. Στο διάστημα της θητείας τους οι οκτώ χωρικοί που επιλέγονταν είχαν απαλλαχθεί από κάθε είδους αγγαρεία.                   Μάλιστα , αναφέρει, πως υπάρχουν ακόμα και ονόματα στα αρχεία που διασώθηκαν αυτών που μετέφεραν την θαυματουργή εικόνα  και πως πολλοί από αυτούς παραμονές της Τούρκικης ολοκληρωτικής κατάκτησης του Χάνδακα λόγω τρομερού πανικού αλλαξοπίστησαν, πέρασαν στο άλλο στρατόπεδο κι ας ήταν εκλεγμένοι χωρικοί που υποβάσταζαν την εικόνα.
Από τις ελεημοσύνες κατά τη διάρκεια της λιτανείας μαζεύονταν αρκετά μεγάλα χρηματικά ποσά και χαρακτηριστική είναι  η αναφορά σε ένα γεγονός του 1659 που ο θησαυροφύλακας του ναού του Αγίου Τίτου που διαχειριζόταν όλα τα χρήματα , έδωσε κατόπιν εντολή του αρχιεπισκόπου Giovanni Querini , 100 ρεάλια  σαν δάνειο στον  Γενικό προνοητή  Barbaro.
Η σύνδεση του Αγίου Τίτου με την εικόνα της Παναγίας της Μεσοπαντίτισσας  φαίνεται από το λάβαρο του Francisco Morossini  με τις παραστάσεις που εικονίζονται πάνω του και που σήμερα φυλάσσεται στο Μουσείο Correr της Βενετίας.
Τις παραμονές του μισεμού της εικόνας και λίγο πριν την οριστική παραδοση του Χάνδακα στους Τούρκους  ο Μπουνιαλής γράφει:
«Άδειασαν την Τριμάρτυρο και τʼ άλλα όλα εκείνα
και το Χριστό του Κεφαλά, κι Αγιάν Αικατερίνα.
Το Άγιον Αίμα πιάνουσι τότες και κασελιάζου,
και τη Μεσοπαντίτισσα και λείψανα φυλάσσου∙
τους Άγιους Δέκα να χαλούν, κι όσες εικόνες ήτο
τρίγυρα εκεί στην εκκλησά που λέγαν Άγιο Τίτο».

Σήμερα πια στην πόλη μας το Ηράκλειο η εικόνα της Παναγίας της Μεσοπαντίτισσας υπάρχει μόνο σε αντίγραφα. Δύο βρίσκονται στην εκκλησίατου Αγίου Τίτου και ένα στο μικρό του  παρεκκλήσι που είναι αφιερωμένο στη μνήμη της. Βρίσκεται στην οδό Κόσμων και Θησέως και κτίστηκε το 2006 με δαπάνη των Χαρίτωνος και Μαλβίνας Παπαδάκη.
Γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 13 Ιανουαρίου… !

ΠΗΓΕΣ :
 “Περί την χρονολόγησιν της εικόνος Παναγίας της Μεσοπαντιτίσσης”,Μαρία Θεοχάρη, Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών
 Ιστορία της Κρήτης, Θεοχάρη Δετοράκη, 1990
Η τελευταία περίοδος της πολιορκίας του Μ. Κάστρου, Ν.Στυαρινίδη,1979
Ο Κρητικός Πόλεμος 1645-1669, Χρυσούλα Τζομπανάκη, 2008
Ενοριακό Δελτίο Ιερά Αρχιεπισκοπής Κρήτης – Ενορία Αγίου Τίτου, 2007
«Κι εμίσεψες Παρθένα μου», Χρύσα Μαλτέζου, εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή του Ρεθυμναίου, “Ο Κρητικός Πόλεμος 1645-1669”, επιμέλεια Στυλιανός Αλεξίου – Μάρθα Αποσκίτη, εκδόσεις Στιγμή, 1995,
Εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ 
Χάνδακας, η πόλη και τα τείχη, Χρυσούλα Τζομπανάκη, ΕΚΙΜ 1996

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2016

Η Έρη Σταυροπούλου για το βιβλίο του Γιάννη Μπεράτη "Ο μαύρος Φάκελος"


Μια προσέγγιση στη νουβέλα του Miguel de Unamuno


γράφει και επιμελείται η Διώνη Δημητριάδου



«Το μυθιστόρημα του δον Σανδάλιο, σκακιστή»,
σε μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη,
από τις εκδόσεις Άγρα



«Το αντίτιμο της γέννησης του αναγνώστη είναι ο θάνατος του συγγραφέα», κατά την αντίληψη του Ρολάν Μπαρτ. Και μπορούμε να ξεκινήσουμε από αυτή τη ρήση θέλοντας να επιχειρήσουμε μια ανάγνωση στη νουβέλα αυτή, που ωστόσο τιτλοφορείται «μυθιστόρημα». Αλλά θα έρθουμε και σ’ αυτό.
Ποια είναι η σχέση του έργου με τον φυσικό του αποδέκτη, δηλαδή τον αναγνώστη; Σαν να μην του αναγνωρίζεται το δικαίωμα να θεωρεί το βιβλίο που διαβάζει δικό του, όχι βέβαια με την έννοια της ιδιοκτησίας αλλά με αυτήν της ιδιαίτερης σχέσης που αναπτύσσει με το περιεχόμενό του. Σχέση δύσκολη στην απόκτησή της, περίεργη στις απαιτήσεις της και εύκολα αμφισβητούμενη από τους άλλους, κυρίως από τον ίδιο τον δημιουργό. Είναι πρωτίστως αυτός που δεν δέχεται τον παρείσακτο, όπως τον θεωρεί, στα δικά του μονοπάτια, είναι αυτός που δεν αντιλαμβάνεται την εξάρτηση που έχει απ’ αυτόν, του οποίου την παρουσία αρνείται, την ώρα που δημιουργεί. Τουλάχιστον αυτή την εντύπωση έχουν οι περισσότεροι.
Ο Miguel de Unamuno θα θέσει σε άλλη βάση τη σχέση αυτή. Θα γράψει μια νουβέλα που αποτελείται από 23 επιστολές, μέσα από τις οποίες διαγράφεται η προσωπικότητα του δον Σανδάλιο, ενός αποσυνάγωγου ανθρώπου που μοιάζει να δομεί όλη τη ζωή του γύρω από μια παρτίδα σκάκι, από εκεί και η προσωνυμία σκακιστής. Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτές οι επιστολές φτάσαν στα χέρια του συγγραφέα μας, με σκοπό να γράψει ένα μυθιστόρημα. Και το γράφει αυτό το μυθιστόρημα ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, γράφει γι’ αυτό. Όπως ο ίδιος μας κατατοπίζει στον Επίλογο:
«προτίμησα να γράψω το μυθιστόρημα ενός μυθιστορήματος, -που είναι κάτι σαν τη σκιά μιας σκιάς- όχι το μυθιστόρημα ενός μυθιστοριογράφου, όχι, αλλά το μυθιστόρημα ενός μυθιστορήματος, και να το γράψω για τους αναγνώστες μου, τους αναγνώστες που έπλασα για μένα ενώ την ίδια ώρα μ’ έπλαθαν κι εκείνοι».

Έτσι παραθέτει το υλικό (πολύτιμο για έναν συγγραφέα) ατόφιο και ανεπεξέργαστο στην ευχέρεια του αναγνώστη να το διαχειριστεί όπως γνωρίζει και μπορεί. Και έτσι γίνεται. Η ανάγνωση αυτής της σύντομης νουβέλας γεννά στο μυαλό του νοήμονος αναγνώστη μια σειρά από σκέψεις, που αλυσιδωτά οδηγούν, όπως διαβάζει τη μια επιστολή μετά την άλλη,  από τον προβληματισμό για τη προσωπικότητα του παράξενου αυτού σκακιστή στη φιγούρα του συμπαίκτη (το κλειδί για την ερμηνεία της σχέσης τους) και από εκεί στη συνολική θεώρηση πια όχι μόνον της νουβέλας αλλά της λογοτεχνικής γραφής στο σύνολό της. Θα μπορούσε, κατά μια έννοια, να θεωρηθεί όλο αυτό ένα δοκίμιο για τη συγγραφή; Ας μην λησμονούμε πως ο Miguel de Unamuno κατ’ εξοχήν φιλοσοφεί στα έργα του.

Τα δύο κύρια πρόσωπα, ο δον Σανδάλιο και ο συμπαίκτης του. Εμείς ακούμε τη σκέψη του συμπαίκτη, αυτού του ανθρώπου που πλησιάζει πολύ τη μισανθρωπία, που προσπαθεί να ξεφύγει από τη χειρότερη ιδιότητα των συνανθρώπων του, τη βλακεία. Γι’ αυτό και ιδιωτεύει, επιλέγοντας την ιδιόμορφη παρέα του αινιγματικού σκακιστή που έχει ενσωματωθεί στη σκακιέρα και τα πιόνια που κινεί είναι όχι μόνο προέκταση του χεριού του αλλά και απεικόνιση της σκέψης του, ένα ομοίωμα του εαυτού του.
«…σαν να εκτελεί κάποιο ιερό λειτούργημα ή, μάλλον, σαν να συνθέτει μια σιωπηλή θρησκευτική μουσική».
 Θα μπορούσε να θεωρηθεί όλο αυτό μια μελέτη γύρω από το ευφυές αυτό παιχνίδι; Δεν θα είναι οπωσδήποτε ο πρώτος συγγραφέας που θα έχει αναδείξει το σκάκι σε πρωταγωνιστή.

Ο ίδιος πάντως, πάλι στον Επίλογο (αξιοσημείωτο ότι δεν μας προδιαθέτει στον Πρόλογό του αλλά προτιμά την αποτίμηση επιλογικά) θα μας δείξει τον δικό του προβληματισμό για τον πραγματικό συντάκτη των επιστολών, οδηγώντας μας έτσι στο θέμα των ειδώλων: «Ο επιστολογράφος! Ο Φελίπε! Ο δον Σανδάλιο, ο σκακιστής! Όλοι τους, μορφές μιας αίθουσας με θαμπούς καθρέφτες». Θα μπορούσε, κάτω από αυτό το πρίσμα των πολλαπλών ειδώλων, να θεωρηθεί όλο αυτό μια σκέψη γύρω από τον άνθρωπο και τον διάλογο με τον εαυτό του, μια μελέτη γύρω από τη γνώση του εαυτού μας; Θαμπή προσπάθεια, όπως και οι καθρέφτες, που συνιστούν «κάτι τι τρομαχτικό σ’ αυτόν τον οπτικό διπλασιασμό της πραγματικότητας», κατά τον Μπόρχες. Πόσο περισσότερο τρόμο προκαλεί μια αίθουσα με καθρέφτες γύρω γύρω, με το είδωλο να πολλαπλασιάζει τη μορφή του και να μην μπορείς να ξεφύγεις από το δικό σου πρόσωπο που σε περικυκλώνει.

«…βρες στην πόλη σου ένα απόμερο καφενείο –καλύτερα στις φτωχογειτονιές-, αλλά να ‘ναι καφενείο με καθρέφτες, θαμπούς κι αντικριστούς, στάσου ανάμεσά τους κι άσε το νου σου να ταξιδέψει. Και κουβέντιασε με τον εαυτό σου. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι, στο τέλος, θα βρεις και τον δον Σανδάλιο σου. Κι αν δεν είναι ο δικός μου, τι πειράζει; Κι αν δεν είναι σκακιστής; Ε, θα ‘ναι μπιλιαδόρος ή ποδοσφαιριστής ή οτιδήποτε. Μπορεί και μυθιστοριογράφος. Κι ενόσω θα τον ονειρεύεσαι και θα διαλογίζεσαι μαζί του, θα γίνεις κι εσύ μυθιστοριογράφος».


Δεν πρόκειται, λοιπόν, για μια μονοσήμαντη ανάγνωση. Ανοίγονται για τον αναγνώστη πολύ ενδιαφέρουσες ερμηνείες αυτής της σύντομης επιστολικής νουβέλας. Γράφοντας ο Unamuno το μυθιστόρημα του μυθιστορήματος, τη σκιά μιας σκιάς, επιτρέπει στον αναγνώστη του την επινόηση της υπόθεσης, μια που κατ’ εξοχήν το μυθιστόρημα στηρίζεται στο ανεδαφικό του επινοημένου μύθου, και μοιάζει να παίζει μια παρτίδα σκάκι με τον αποδέκτη της ιστορίας του, αυτόν τον ευφυή που αναλίσκεται στην ανάγνωση μύθων. Ας σκεφτούμε πως η ερμηνεία που δίνει ο κάθε αναγνώστης συνιστά και τη δική του κίνηση στη σκακιέρα με ικανό στόχο τον εγκλωβισμό της κυρίαρχης φιγούρας στο αδιέξοδο του ρουά ματ. Όπως εδώ, ο πρώτος αναγνώστης του μυθιστορήματος του δον Σανδάλιο είναι αυτός ο συμπαίκτης που καταγράφει την προσωπικότητα του σκακιστή -που καθορίζει τη ζωή του στο εξής- πλάθοντας στην ουσία αυτός την εικόνα του όπως την επινοεί, εν είδει συγγραφέα-μυθιστοριογράφου. Γι’ αυτό και το κλειδί για μια νοηματική προσπέλαση του κειμένου είναι στην ουσία αυτός και όχι ο δον Σανδάλιο.
Ο Miguel de Unamuno θέλησε με τη νουβέλα αυτή (nivola) να διαχωρίσει τη θέση του από τους συγγραφείς ρεαλιστικών μυθιστορημάτων (novelas). Πράγματι, είναι περισσότερο μια μελέτη της επινόησης μιας πραγματικότητας παρά μια απεικόνιση της πραγματικότητας. Γι’ αυτό και το κείμενο προσφέρεται σε ερμηνείες και πάλι παραμένει ανοιχτό, σε κάθε νέα ανάγνωση-επινόηση.
Και μια επισήμανση πολύ θετική για τον χώρο των εκδόσεων: ο μεταφραστής του βιβλίου Αχιλλέας Κυριακίδης, εκτός από την προσεκτική μετάφραση (όπως φαίνεται από τις σημειώσεις που παραθέτει) μας εφοδιάζει και με μια πολύπλευρη εκτίμηση του κειμένου στο Επίμετρο. Σκέφτομαι πόσο εποικοδομητική θα ήταν μια ανάλογη προσφορά και από άλλους εκδοτικούς οίκους. Κυρίως για έργα, όπως αυτό, που αποδεικνύονται πολύ απαιτητικά.
Νιώθεις διαβάζοντάς το ότι δεν έχεις τελειώσει μαζί του. Μάλλον αυτό είναι και το σημαντικότερο στην υπόθεση της λογοτεχνίας: να αφήνει ανοιχτούς λογαριασμούς με τον αναγνώστη της.



Διώνη Δημητριάδου

Γεώργιος Χούμνος, Κοσμογέννησις (15ος αι.) /

Πηγή:http://e-homoreligiosus.blogspot.gr/2012/04/15-georgios-chumnos-kosmogennesis-15th.html

Georgios Chumnos, 
Kosmogennesis (15th cent.)