Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2016

Μια προσέγγιση στη νουβέλα του Miguel de Unamuno


γράφει και επιμελείται η Διώνη Δημητριάδου



«Το μυθιστόρημα του δον Σανδάλιο, σκακιστή»,
σε μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη,
από τις εκδόσεις Άγρα



«Το αντίτιμο της γέννησης του αναγνώστη είναι ο θάνατος του συγγραφέα», κατά την αντίληψη του Ρολάν Μπαρτ. Και μπορούμε να ξεκινήσουμε από αυτή τη ρήση θέλοντας να επιχειρήσουμε μια ανάγνωση στη νουβέλα αυτή, που ωστόσο τιτλοφορείται «μυθιστόρημα». Αλλά θα έρθουμε και σ’ αυτό.
Ποια είναι η σχέση του έργου με τον φυσικό του αποδέκτη, δηλαδή τον αναγνώστη; Σαν να μην του αναγνωρίζεται το δικαίωμα να θεωρεί το βιβλίο που διαβάζει δικό του, όχι βέβαια με την έννοια της ιδιοκτησίας αλλά με αυτήν της ιδιαίτερης σχέσης που αναπτύσσει με το περιεχόμενό του. Σχέση δύσκολη στην απόκτησή της, περίεργη στις απαιτήσεις της και εύκολα αμφισβητούμενη από τους άλλους, κυρίως από τον ίδιο τον δημιουργό. Είναι πρωτίστως αυτός που δεν δέχεται τον παρείσακτο, όπως τον θεωρεί, στα δικά του μονοπάτια, είναι αυτός που δεν αντιλαμβάνεται την εξάρτηση που έχει απ’ αυτόν, του οποίου την παρουσία αρνείται, την ώρα που δημιουργεί. Τουλάχιστον αυτή την εντύπωση έχουν οι περισσότεροι.
Ο Miguel de Unamuno θα θέσει σε άλλη βάση τη σχέση αυτή. Θα γράψει μια νουβέλα που αποτελείται από 23 επιστολές, μέσα από τις οποίες διαγράφεται η προσωπικότητα του δον Σανδάλιο, ενός αποσυνάγωγου ανθρώπου που μοιάζει να δομεί όλη τη ζωή του γύρω από μια παρτίδα σκάκι, από εκεί και η προσωνυμία σκακιστής. Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτές οι επιστολές φτάσαν στα χέρια του συγγραφέα μας, με σκοπό να γράψει ένα μυθιστόρημα. Και το γράφει αυτό το μυθιστόρημα ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, γράφει γι’ αυτό. Όπως ο ίδιος μας κατατοπίζει στον Επίλογο:
«προτίμησα να γράψω το μυθιστόρημα ενός μυθιστορήματος, -που είναι κάτι σαν τη σκιά μιας σκιάς- όχι το μυθιστόρημα ενός μυθιστοριογράφου, όχι, αλλά το μυθιστόρημα ενός μυθιστορήματος, και να το γράψω για τους αναγνώστες μου, τους αναγνώστες που έπλασα για μένα ενώ την ίδια ώρα μ’ έπλαθαν κι εκείνοι».

Έτσι παραθέτει το υλικό (πολύτιμο για έναν συγγραφέα) ατόφιο και ανεπεξέργαστο στην ευχέρεια του αναγνώστη να το διαχειριστεί όπως γνωρίζει και μπορεί. Και έτσι γίνεται. Η ανάγνωση αυτής της σύντομης νουβέλας γεννά στο μυαλό του νοήμονος αναγνώστη μια σειρά από σκέψεις, που αλυσιδωτά οδηγούν, όπως διαβάζει τη μια επιστολή μετά την άλλη,  από τον προβληματισμό για τη προσωπικότητα του παράξενου αυτού σκακιστή στη φιγούρα του συμπαίκτη (το κλειδί για την ερμηνεία της σχέσης τους) και από εκεί στη συνολική θεώρηση πια όχι μόνον της νουβέλας αλλά της λογοτεχνικής γραφής στο σύνολό της. Θα μπορούσε, κατά μια έννοια, να θεωρηθεί όλο αυτό ένα δοκίμιο για τη συγγραφή; Ας μην λησμονούμε πως ο Miguel de Unamuno κατ’ εξοχήν φιλοσοφεί στα έργα του.

Τα δύο κύρια πρόσωπα, ο δον Σανδάλιο και ο συμπαίκτης του. Εμείς ακούμε τη σκέψη του συμπαίκτη, αυτού του ανθρώπου που πλησιάζει πολύ τη μισανθρωπία, που προσπαθεί να ξεφύγει από τη χειρότερη ιδιότητα των συνανθρώπων του, τη βλακεία. Γι’ αυτό και ιδιωτεύει, επιλέγοντας την ιδιόμορφη παρέα του αινιγματικού σκακιστή που έχει ενσωματωθεί στη σκακιέρα και τα πιόνια που κινεί είναι όχι μόνο προέκταση του χεριού του αλλά και απεικόνιση της σκέψης του, ένα ομοίωμα του εαυτού του.
«…σαν να εκτελεί κάποιο ιερό λειτούργημα ή, μάλλον, σαν να συνθέτει μια σιωπηλή θρησκευτική μουσική».
 Θα μπορούσε να θεωρηθεί όλο αυτό μια μελέτη γύρω από το ευφυές αυτό παιχνίδι; Δεν θα είναι οπωσδήποτε ο πρώτος συγγραφέας που θα έχει αναδείξει το σκάκι σε πρωταγωνιστή.

Ο ίδιος πάντως, πάλι στον Επίλογο (αξιοσημείωτο ότι δεν μας προδιαθέτει στον Πρόλογό του αλλά προτιμά την αποτίμηση επιλογικά) θα μας δείξει τον δικό του προβληματισμό για τον πραγματικό συντάκτη των επιστολών, οδηγώντας μας έτσι στο θέμα των ειδώλων: «Ο επιστολογράφος! Ο Φελίπε! Ο δον Σανδάλιο, ο σκακιστής! Όλοι τους, μορφές μιας αίθουσας με θαμπούς καθρέφτες». Θα μπορούσε, κάτω από αυτό το πρίσμα των πολλαπλών ειδώλων, να θεωρηθεί όλο αυτό μια σκέψη γύρω από τον άνθρωπο και τον διάλογο με τον εαυτό του, μια μελέτη γύρω από τη γνώση του εαυτού μας; Θαμπή προσπάθεια, όπως και οι καθρέφτες, που συνιστούν «κάτι τι τρομαχτικό σ’ αυτόν τον οπτικό διπλασιασμό της πραγματικότητας», κατά τον Μπόρχες. Πόσο περισσότερο τρόμο προκαλεί μια αίθουσα με καθρέφτες γύρω γύρω, με το είδωλο να πολλαπλασιάζει τη μορφή του και να μην μπορείς να ξεφύγεις από το δικό σου πρόσωπο που σε περικυκλώνει.

«…βρες στην πόλη σου ένα απόμερο καφενείο –καλύτερα στις φτωχογειτονιές-, αλλά να ‘ναι καφενείο με καθρέφτες, θαμπούς κι αντικριστούς, στάσου ανάμεσά τους κι άσε το νου σου να ταξιδέψει. Και κουβέντιασε με τον εαυτό σου. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι, στο τέλος, θα βρεις και τον δον Σανδάλιο σου. Κι αν δεν είναι ο δικός μου, τι πειράζει; Κι αν δεν είναι σκακιστής; Ε, θα ‘ναι μπιλιαδόρος ή ποδοσφαιριστής ή οτιδήποτε. Μπορεί και μυθιστοριογράφος. Κι ενόσω θα τον ονειρεύεσαι και θα διαλογίζεσαι μαζί του, θα γίνεις κι εσύ μυθιστοριογράφος».


Δεν πρόκειται, λοιπόν, για μια μονοσήμαντη ανάγνωση. Ανοίγονται για τον αναγνώστη πολύ ενδιαφέρουσες ερμηνείες αυτής της σύντομης επιστολικής νουβέλας. Γράφοντας ο Unamuno το μυθιστόρημα του μυθιστορήματος, τη σκιά μιας σκιάς, επιτρέπει στον αναγνώστη του την επινόηση της υπόθεσης, μια που κατ’ εξοχήν το μυθιστόρημα στηρίζεται στο ανεδαφικό του επινοημένου μύθου, και μοιάζει να παίζει μια παρτίδα σκάκι με τον αποδέκτη της ιστορίας του, αυτόν τον ευφυή που αναλίσκεται στην ανάγνωση μύθων. Ας σκεφτούμε πως η ερμηνεία που δίνει ο κάθε αναγνώστης συνιστά και τη δική του κίνηση στη σκακιέρα με ικανό στόχο τον εγκλωβισμό της κυρίαρχης φιγούρας στο αδιέξοδο του ρουά ματ. Όπως εδώ, ο πρώτος αναγνώστης του μυθιστορήματος του δον Σανδάλιο είναι αυτός ο συμπαίκτης που καταγράφει την προσωπικότητα του σκακιστή -που καθορίζει τη ζωή του στο εξής- πλάθοντας στην ουσία αυτός την εικόνα του όπως την επινοεί, εν είδει συγγραφέα-μυθιστοριογράφου. Γι’ αυτό και το κλειδί για μια νοηματική προσπέλαση του κειμένου είναι στην ουσία αυτός και όχι ο δον Σανδάλιο.
Ο Miguel de Unamuno θέλησε με τη νουβέλα αυτή (nivola) να διαχωρίσει τη θέση του από τους συγγραφείς ρεαλιστικών μυθιστορημάτων (novelas). Πράγματι, είναι περισσότερο μια μελέτη της επινόησης μιας πραγματικότητας παρά μια απεικόνιση της πραγματικότητας. Γι’ αυτό και το κείμενο προσφέρεται σε ερμηνείες και πάλι παραμένει ανοιχτό, σε κάθε νέα ανάγνωση-επινόηση.
Και μια επισήμανση πολύ θετική για τον χώρο των εκδόσεων: ο μεταφραστής του βιβλίου Αχιλλέας Κυριακίδης, εκτός από την προσεκτική μετάφραση (όπως φαίνεται από τις σημειώσεις που παραθέτει) μας εφοδιάζει και με μια πολύπλευρη εκτίμηση του κειμένου στο Επίμετρο. Σκέφτομαι πόσο εποικοδομητική θα ήταν μια ανάλογη προσφορά και από άλλους εκδοτικούς οίκους. Κυρίως για έργα, όπως αυτό, που αποδεικνύονται πολύ απαιτητικά.
Νιώθεις διαβάζοντάς το ότι δεν έχεις τελειώσει μαζί του. Μάλλον αυτό είναι και το σημαντικότερο στην υπόθεση της λογοτεχνίας: να αφήνει ανοιχτούς λογαριασμούς με τον αναγνώστη της.



Διώνη Δημητριάδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου