Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

Ρίμες της αγάπης: Ερωτικά κυπριακά ποιήματα







Ερωτικά κυπριακά ποιήματα

Λίγες δεκαετίες προτού πέσει στα χέρια των Τούρκων η Κύπρος (1570), δημιουργεί ή αναπλάθει μέσα στο δικό της αισθητικό χώρο (γλώσσα και αίσθημα) μια σειρά Ερωτικά τραγούδια (ρίμες της αγάπης), που θα μείνουν ακέρια μέσα στους αιώνες, γιατί μουσικά τραγουδούν τις χαρές και προπαντός τους πόνους και τα πάθη του έρωτα.
Κι ο έρωτας, πηγή ζωής πάνω στον πλανήτη μας και μέσα στους αντιποιητικούς καιρούς μας, ίσως είναι η πιο σημαντική, η πιο ανθρώπινη λειτουργία.
Δεν είναι ανεξήγητο το ότι τα τραγούδια αυτά γεννήθηκαν στην Κύπρο, με δυτική έστω (Πετραρχική) επίδραση, γιατί όπως είναι γνωστό και χιλιοειπωμένο, το νησί αυτό είναι η μήτρα της Αφροδίτης, που γέννησε την ομορφιά και τον έρωτα.
Για τα τραγούδια αυτά γίνεται πολλές φορές ένα ιστορικό λάθος. Τα ονομάζουν μερικοί " Μεσαιωνικά ερωτικά τραγούδια ". Το σωστό είναι πως τα ερωτικά αυτά τραγούδια γράφτηκαν ή πέρασαν στον κυπριακό χώρο και την κυπριακή γλώσσα μέσα στο 16 ο αιώνα, όταν δηλαδή στη Δύση λειτουργούσε το θαύμα της Αναγέννησης ( 15 0ς -16 0ς αιώνας ) .
Επομένως τα ερωτικά αυτά τραγούδια της Κύπρου, που βρέθηκαν στη Μαρκιανή βιβλιοθήκη της Βενετίας, δεν είναι μεσαιωνικά, αλλά δημιουργήματα καθαρά του αισθήματος και τους πνεύματος της Αναγέννησης της Δύσης που επηρέασε την Κύπρο. Έτσι άλλωστε σημειώνουν για την ιστορική τους προέλευση όλοι οι μελετητές τους.
Ο σοφός μελετητής Κ. Σάθας έκανε γνωστή για πρώτη φορά την ύπαρξη του χειρόγραφου που περιείχε τα ερωτικά αυτά ποιήματα το 1873 και μετά από αυτή τη χρονολογία άρχισε η συστηματική τους μελέτη.
Ο ποιητής τους δεν αναφέρεται στο χειρόγραφο και απλά εικάζεται πως θα ήταν κάποιος άρχοντας, γιατί " ανήκε στην τάξη των ευγενών ". Το συμπέρασμα αυτό βγαίνει από το πρώτο ποίημα του, που μας μιλά για το οικόσημο του ποιητή :

Δια σημάδιν έχω λιόντα
στην οχράν όπου' ν γιον άστρον,
πράσινον δεντρόν σαν κάστρον
πάντα στέκεται θωρώντα.


(Και σε μετάφραση Θεμ. Σιαπκαρά - Πιτσιλλίδου)

Για έμβλημα έχω ένα λιοντάρι
που στο χρώμα είναι ίδιο αστέρι,
πάντα όρθιο κοιτάζει
ένα δέντρο πράσινο που υψώνεται σαν κάστρο.


Η κ. Θέμις Σιαπκαρά - Πιτσιλλίδου, που με μια εμπεριστατωμένη μελέτη της (1976) , παρουσίασε τα ερωτικά ποιήματα της Κύπρου στο πρωτότυπο και σε νεοελληνικές μεταφράσεις της, (Ο Πετραρχισμός στην Κύπρο: Ρίμες αγάπης , από χειρόγραφο του 16 ου αιώνα , με μεταφορά στην κοινή μας γλώσσα ) προσπαθεί να εντοπίσει το όνομα του ποιητή τους, εισχωρώντας στο βάθος και τη μελέτη κι ορισμένων στίχων τους, που κάτι ψελλίζουν για τον ποιητή (στο παραπάνω βιβλίο της και στο Κεφάλαιο "Ο ποιητής και το περιβάλλον του ", σελ 23). Ωστόσο τελικά, και μετά από πολλές προσπάθειες και αναφορές, σε κανένα συμπέρασμα θετικό δεν καταλήγει για το όνομα του ποιητή αυτού που παραμένει άγνωστος. Εκείνο που είναι αναμφισβήτητο, κατά την παραπάνω μελετήτρια (βλ. βιβλίο της, σελ. 35) είναι το ότι "Η επίδραση του Πετράρχη και του ιταλικού πετραρχισμού είναι διάχυτη σ΄όλη τη συλλογή αυτή". Και η μελετήτρια θα συνεχίσει : "εξιδανικευμένος έρωτας, παράπονα γιατί η αγαπημένη είναι σκληρή απέναντι του, χαρακτηρίζουν τα ποιήματα αυτά, και όμως ο ποιητής φλέγεται από την επιθυμία να της είναι αρεστός, αντιθέσεις που ανάμεσά τους παλεύει ο ποιητής, επιστροφή στο Θεό, που απ' αυτόν ζητά βοήθεια και συγνώμη". Γενικά η περίφημη αυτή συλλογή περιέχει 156 τραγούδια διάφορων ρυθμών και μέτρων κι εκείνο που προέχει βέβαια είναι η δυτική επίδραση (όπως και στη γνωστή Βοσκοπούλα της κρητικής ποίησης) κι η προσπάθεια του ποιητή να δώσει, με την κυπριακή ντοπιολαλιά, τον πόνο και τα πάθη του ερωτευμένου και του έρωτα γενικά. Πρώτη ολοκληρωμένη έκδοση του χειρόγραφου στον τόπο μας έγινε από το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών. Ο Α. Ιντιάνος δημοσιεύει το 1955, στο "Δελτίο της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών", το κείμενο των κυπριακών ερωτικών τραγουδιών, " κατά την υπό του κ. Αν. Ιντιάνου γενόμενην μεταγραφήν και επεξεργασίαν αυτού". Δεύτερη έκδοση γίνεται από τις εκδόσεις '' Βelles Lettres '' της Γαλλίας με πρόλογο του μακαρίτη φωτισμένου ελληνιστή και διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου της Αθήνας Ok. Merlie. Μετά ακολουθούν πολλές εκδόσεις και μελέτες πάνω στα ενδιαφέροντα αυτά τραγούδια.

Ρίμες αγάπης



Τα ερωτικά αυτά τραγούδια της Κύπρου έχουν ιδιαίτερη αξία και εκφραστικότητα και χαίρεται κανείς σαν διαβάζει το πάθος του ποιητή τους, τη σωστή μορφολογική κι αρχιτεκτονική τους επεξεργασία, την ωραία τους μουσική υποβολή. Ο έρωτας είναι βέβαια το κυριαρχικό τους στοιχείο. Ο ερωτευμένος ποιητής βασανίζεται, υποφέρει, πονά κι εκφράζει αυτά του τα συναισθήματα. Η αναγέννηση, γενικά, συνεχίζει το ερωτικό πάθος του Μεσαίωνα, μέσα στο γνωστό μας κλίμα του ρομαντισμού. Είτε αυτά τα τραγούδια είναι γνήσια ποιητικά ερωτικά ποιήματα της Κύπρου, με πετραρχική επίδραση, είτε διασκευές και μεταφορές ιταλικών ποιημάτων της Αναγέννησης στη Κύπρο, είναι αξιόλογα ποιητικά κείμενα, που χαρακτηρίζουν το πάθος και την ερωτική διάθεση της κυπριώτικης καρδιάς και ψυχής.Ως παράδειγμα, μπορούμε να αναφερθούμε στο υπ' αριθμ. 3 τραγούδι αυτής της συλλογής, που εκφράζει όλο τον πόνο του ερωτευμένου τραγουδιστή.


3
Ότις του πόθου δεν είν' πειρασμένος
τα δολερά του πάθη δεν γνωρίζει
ότις ΄πο κείνον δεν είναι καμένος
κι ακόμη στην καρδιάν να τον φλογίζη
ότις γι αγάπης δεν εν πληγωμένος
εις την καρδιάν κι ακόμη μαρτυρίζει,
τούτα τα λλίγα φύλλα μην τανύση
γιατί ξεύρω δεν θέλει τ΄αγνωρίσει.


(Και σε μετάφραση στη νεοελληνική από την κ. Θ. Σιαπκαρά) :

Όποιος δεν έχει πείρα του έρωτα
δεν ξεύρει τα γεμάτα δόλο βάσανα του
όποιος δεν ένιωσε την κάψα του έρωτα
και την καρδιά δεν πλήγωσε η αγάπη
και δεν νιώθει ακόμα το μαρτύριο της,
ας μην απλώσει το χέρι του σ΄αυτά τα λίγα φύλλα
γιατί το ξεύρω δε θα καταλάβει.



Ο χωρισμός στον έρωτα δίνει το έναυσμα για στίχους δυνατούς και πεισιθάνατους, στίχους γεμάτους μελαγχολία και θλίψη, όπως στο ποίημα υπ' αριθμ. 94 :
94
Τι με βουλεύγεις, Πόθε, στην πικριάμ μου;
Το τέλος θεν να πιάσω
γιατί τόσον δεν ήθελα να ζήσω
με την κυράν μου ' χάσα την καρδιάμ μου
κι αθ θέν να την εφτάσω,
τα χρόνια τούτα χρειά ' ναι να τ ' άφήσω
γιατί να την βιγλίσω
πιον δεν θαρ ' ώδε και να πομεινίσκω
ανάπαψην δεν βρίσκω
γιατί στο μίσεμάν της εσηκώθην
πάσα χαρά κ' η πλήξη μου πιντώθη.


(Και σε μεταφορά στη νεοελληνική από τη Θέμ. Σιαπκαρά - Πιτσιλλίδου)
'Ερωτα, σαν τι με συμβουλεύεις μέσα στην τόση πίκρα μου;
Επιθυμώ το τέρμα να αγγίξω,
γιατί τόσο πολύ να ζήσω δεν το ήθελα
και την καρδιά μου έχασα μαζί με την κυρά μου
κι αν θέλω να βρεθώ εκεί όπου είναι η καρδιά μου,
θα πρέπει να αφήσω γεια σε τούτην τη ζωή,
αφού την κυρά μου δεν έχω πια ελπίδα
εδώ να ξαναδώ
και στην αναμονή ανάσασμα δεν βρίσκω
η κάθε μου χαρά μαζί της έχει φύγει
και μεγαλώνει ολοένα η θλίψη.


Οχτάβες, σονέτα, τερτσίνες κλπ. είναι οι κύριες μορφές των ερωτικών αυτών τραγουδιών.
Στα ολιγόστιχα ποιήματα ο ποιητής γίνεται πιο λαγαρός, ο στίχος πιο καθάριος και κυλά αβίαστος. Από το ποίημα με τον αριθμό 99 μεταφέρουμε τα τρία πρώτα τρίστιχα ποιήματα και τις μεταφορές τους στην νεοελληνική :
99
Τόσον γλυκά και σιγανά το δείσ σου
με καταλυεί και δεν νιώθω κανέναν
βαρος ανίσως κ΄ερκεται αξ αυτήσ σου.

Πόσην χαράν που σήκωσες ' που μέναν
με τόσην τέχνην, με τόσην γλυκάδαν
και δεν νιώθω πως κινδυνώ δια σέναν.

Πάσα καιρόν στην βράστην κ΄εις την κρυάδαν
για σέναν μαρτυρίζομαι ο θλιμμένος
κι έχω γλύκαν την πάσα μου πικράδαν.


(Και σε μετάφραση στη νεοελληνική από την κ. Θ. Σιαπκαρά) :
Τόσο γλυκά και σιγανά με λιώνει
η ματιά σου, ώστε δε νιώθω κανένα πόνο
αφού μου έρχεται από σένα.

Πόση χαρά μου πήρες με τόση τέχνη,
με τόση γλύκα, ώστε δε νιώθω
πως από σένα κινδυνεύω.

Σ΄όλους τους καιρούς, στη ζέστη και στο κρύο,
από σένα ο θλιμμένος μαρτυρώ,
μα λογαριάζω γλυκά την κάθε μου πίκρα.


Γενικά τα τραγούδια αυτά δίνουν, όπως είπαμε, τον τόνο και την ομορφιά της κυπριακής ποίησης του 16 ου αιώνα (η σύνθεσή τους τοποθετείται ανάμεσα στα 1546 - 1570) κι είναι πράγματι ευτύχημα ότι τα τραγούδια αυτά έφτασαν μέχρι τις μέρες μας.








Ακούστε και την εκπομπή του  Γιώργου Κοροπούλη

Στοιχεία για την αγορά χαλκού 


Στο Χριστό, στο Κάστρο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη



Ο πιο σοβαρός άνθρωπος που έζησε σε αυτόν τον τόπο, είχε όλα τα χαρακτηριστικά του κομπλεξικού

Πηγή: www.lifo.gr

Από τον Κωστή Παπαγιώργη

Kωστής Παπαγιώργης 

Πολλοί είναι οι τρόποι για να οξύνει κανείς την ανθρωπογνωσία του μέσα στον νεοελληνικό βίο, αλλά η μελέτη της λέξης «κομπλεξικός» κρατάει τα σκήπτρα. Από τη μαθητική ηλικία κιόλας, η χρήση του όρου ισοδυναμεί με επίδειξη ταυτότητας. «Ρε μαλάκα, μιλάμε για κομπλεξάρα, ούτε νερό δεν μπορεί να πιει!»   Η κατηγοριοποίηση είναι προφανής. Από τη μια οι ξεσκολισμένοι, αυτοί που δεν κωλώνουν, δε μασάνε, δεν τους τη βγαίνει κανένας, και από την άλλη οι αδικογεννημένοι, οι σκουντούφληδες και μουντζωμένοι. Ο ασυμπλεγμάτιστος είναι «μορφή, όλα τα σφάζει / όλα τα μαχαιρώνει· σε αγοράζει στο πιτς φιτίλι, γεννήθηκε τετραπέρατος· αντίθετα, ο έρμος ο κομπλεξικός πάει τοίχο τοίχο, αν κερδίσει ποτέ κερδίζει μόνο στο λήγοντα, στην πρόσθεση ξεχνάει το μηδέν, τέλος πάντων μαζεύει τα καρφοπέταλα των άλλων.   Διόλου περίεργο ότι η λέξη στα καθ' ημάς απέβη σταθερό νόμισμα τις τελευταίες δεκαετίες, που ο τόπος γνώρισε μια προφανή αλλαγή ταχύτητας. Η κοινωνία άνοιξε, κατά το κοινώς λεγόμενο, νέα κίνητρα και νέες ελευθερίες κυκλοφόρησαν, οπότε ο παραδοσιακός ανοιχτομάτης οπλίστηκε με μοντέρνο ρητορικό οπλισμό. Αν δεν δηλώσω μόνος μου την υπεροχή και τη διαφορά, ποιος θα τη δηλώσει; Το χάλι του άλλου με μεταμορφώνει αυτομάτως σε προνομιούχο - καιρός λοιπόν να ξαναμοιράσουμε τις θέσεις στην κοινωνική κλίμακα. 
 Ο Παπαδιαμάντης -ο πιο σοβαρός άνδρας που έζησε σε αυτό τον τόπο- παρουσίαζε όλα τα συμπτώματα του κομπλεξικού (ντροπαλός, δειλός μέχρι παρεξηγήσεως, άγευστος γυναικών, πένης και με εμφάνιση ζητιάνου - ούτε στην εφημερίδα που εργαζόταν δεν είχε το θάρρος να εισέλθει). Πώς να τον συγκρίνουμε με τα φοβερά ξεφτέρια της εποχής; Εντούτοις αυτός ο σκιαγμένος νησιώτης βρήκε μέσα του λίθους για να χτίσει κάποιο θεμέλιο για το ανερμάτιστο νεοελληνικό αίσθημα.  
Ο Παπαδιαμάντης με τον Βλαχογιάννη στη Δεξαμενή, το 1908. Πηγή: www.lifo.gr

  
      Είναι γεγονός ότι το σύμπλεγμα προκαλεί κοινωνικό τρόμο. Δείρε με μπορεί να γιάνω -έλεγαν παλιά- αν με βρίσεις θα πεθάνω. Πράγματι, ο συμπλεγματικός εν ακαρεί -με το άκουσμα της λέξης- υποβιβάζεται στην περιφρονητέα συνομοταξία των κατώτερων. Άρα οι κοινωνικές ανάγκες, εκτός από την παθητική φωνή (κομπλεξάρομαι), δικαιολογημένα πλούτισαν το ρήμα και με ενεργητική εκφορά: κομπλεξάρω.   Η ετυμολογία της λέξης πάντως φθέγγεται διαφορετικά. Αγγλιστί το κόμπλεξ δηλώνει «εναγκαλισμό», complector (λατ.) σημαίνει «περιβάλλω, αγκαλιάζω», ενώ λατινιστί επίσης το -plico υποσημαίνει «πλέκω» και «διπλώνω». Ουσιαστικά αυτό νομίζει ότι ψυχανεμίζεται και η ψυχολογία του δρόμου. Κάτι άσχημο έχει τυλίξει τον κομπλεξικό, εκ γενετής υποφέρει από ένα πλέγμα ανεπάρκειας και αναξιότητας. Αλλά αν ο ψυχισμός δομείται από ένα σύνολο παραστάσεων και αναμνήσεων που δεν του επιτρέπουν να έχει «φυσιολογική» συμπεριφορά, αυτή η εσωτερική παγίδα ενδέχεται να οδηγήσει σε εκρήξεις τρομερής ισχύος.   

Κόμπο κόμπο, όλη του η χαμένη ζωή μεταβλήθηκε σε έναν ιδρυτικό ψίθυρο· από μόνος του, πεινώντας και διψώντας μέσα στη βαβυλωνιακή Αθήνα, συνέλαβε μια συνταγματική τάξη παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος....

   Ως γνωστόν ο Παπαδιαμάντης -ο πιο σοβαρός άνδρας που έζησε σε αυτό τον τόπο- παρουσίαζε όλα τα συμπτώματα του κομπλεξικού (ντροπαλός, δειλός μέχρι παρεξηγήσεως, άγευστος γυναικών, πένης και με εμφάνιση ζητιάνου - ούτε στην εφημερίδα που εργαζόταν δεν είχε το θάρρος να εισέλθει). Πώς να τον συγκρίνουμε με τα φοβερά ξεφτέρια της εποχής; Εντούτοις αυτός ο σκιαγμένος νησιώτης βρήκε μέσα του λίθους για να χτίσει κάποιο θεμέλιο για το ανερμάτιστο νεοελληνικό αίσθημα. Κόμπο κόμπο, όλη του η χαμένη ζωή μεταβλήθηκε σε έναν ιδρυτικό ψίθυρο· από μόνος του, πεινώντας και διψώντας μέσα στη βαβυλωνιακή Αθήνα, συνέλαβε μια συνταγματική τάξη παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος. 
  Το αντίθετο παράδειγμα το βρίσκουμε στη ζωή του Αντρέ Μαλρώ. Συγγραφέας μεγάλου αναστήματος, λατρεμένος των γυναικών (από τις οποίες... ζούσε κιόλας), παράτολμος, οιηματίας που δεν δεχόταν μύγα στο σπαθί του, του έλαχε να ζήσει στα ώριμα μια πρωτοφανή μεταστροφή. Όταν γνώρισε τον στρατηγό ντε Γκώλ -αυτός, ο ανθρωπογνώστης- κυριολεκτικά υποτάχθηκε σαν γυναικούλα. Λένε ότι κάθε περηφάνια ασυνειδήτως γυρεύει ένα ξένο κύρος για να υποταχθεί. Και ο Μαλρώ υποτάχθηκε. 
  Ασφαλώς τα αντίθετα παραδείγματα δε λείπουν. Ο Σικελιανός για παράδειγμα, ο Ίων Δραγούμης, ο Ρένος Αποστολίδης. Πλην όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στα πνευματικά ζητήματα -όπως είναι τα έργα αλλά και η καθημερινή ζωή- η βαθύτητα ανήκει κατά κανόνα σε παγιδευμένους ψυχισμούς, όχι στην αναπεπταμένη σημαία κάθε αυτοσχέδιου τολμητία. Τα συμπλέγματα μοιάζουν με τις χορδές στο όργανο ή με τις τρύπες του ζουρνά. Όποιος είναι καθαρός αυλός, ίσιο καλάμι, μουσική δεν αποδίδει. Μόνο ό,τι κομπιάζει ευεργετείται.  
 Όσο για τη βιασύνη που δεν ανέχεται ατολμία και συγκρατημό, αυτή που επεβλήθη πλέον ως ιδεολογία τού «περνάμε καλά», του «δεν κωλώνουμε» και «δεν ψαρώνουμε», τού «είμαστε και οι πρώτοι», έχει κάθε λόγο να απολαμβάνει την υπεροχή της. Μετά από χρόνια, όταν ξαναβλέπουμε τον ασυμπλεγμάτιστο και τον επιτυχημενάκια, με κατάπληξη διαπιστώνουμε ότι στο πλάι του -αόρατες- κάθονται οι θεές της θλίψης και της μεταμέλειας. Τι απέγιναν τα λάβαρα και οι νίκες; Απλώς ήταν αέρας φρέσκος. Μάλιστα, αν του έχει μείνει δράμι μυαλό, αρχίζει να υποψιάζεται ότι την παρτίδα με τη ζωή κανείς δεν την κερδίζει. Το αναπόφευκτο σύμπλεγμα του χαμένου, πέρα από τις ψυχολογίες του ποδαριού, αν γίνει συνείδηση προικίζει τον ψυχισμό του με τις πτυχές που κάποτε περιφρονούσε.  
 Όταν ακούς επιτυχημενάκια να κρύβεσαι, όταν ακούς διστακτικό άνθρωπο να βγαίνεις.
 Πηγή: www.lifo.gr

Σπύρος Γιανναράς – "Ζωή Χαρισάμενη"



Οι λογικότατοι τρελοί
Όσο πιο πολύ μοιάζουν οι μέρες μεταξύ τους τόσο πιο αμυδρές και οι εντυπώσεις που αφήνουν στην φωτοευαίσθητη επιφάνεια της ψυχής μας  (σ. 25)
Οι χαρακτήρες της Χαρισάμενης Ζωής προσπαθούν να ζήσουν εν μέσω κωμικοτραγικών δράσεων, υπαρξιστικών παρωδιών και φιλοσοφημένων ακροτήτων, πάντα σε απόλυτα ρεαλιστικά πλαίσια. Κάθε ιστορία εδώ είναι και μια τραγωδία ενός γελοίου ανθρώπου (για να θυμηθούμε την φερώνυμη κινηματογραφική οπτική) αρκεί να παραδεχτούμε πως ετούτοι εδώ δεν είναι γελοιωδέστεροι από εμάς τους ίδιους. Σ’ ετούτον τον σύγχρονο ρεαλισμό το παράλογο και το γκροτέσκο δεν αποτελούν διεσπαρμένες ειδολογικές εξαιρέσεις αλλά αναπόσπαστα στοιχεία του: οι «αληθινά» σύγχρονοι ρεαλιστικοί χαρακτήρες δεν μπορούν παρά να παραλογίζονται και να παραφρονούν. Κι όλα αυτά επειδή επιθυμούν την απόδοση δικαιοσύνης, την επιβολή στους άλλους αν όχι ως επίθεση σίγουρα ως άμυνα, την εκδίκηση για μύριες ταπεινώσεις, την ψυχική απολύτρωση.

Η ακριβοδίκαιη τιμωρία τυπικών απεχθών νεοελληνικών χαρακτήρων αποτελεί την κινητήρια δύναμη δυο αφηγητών. Ο ένας τούς μετατρέπει σε άλογα ζώα χωρίς συνείδηση, καθώς διαπιστώνει πως τα πεπερασμένα ανθρώπινα καλούπια αντιστοιχούν σε μια πολυποίκιλη πανίδα με πληθώρα επιλογών («Άνθρωποι και κτήνη»). Η πλήρης μεταμορφωτική του μανία φαίνεται να τον διασκεδάζει, από την αυθόρμητη επιλογή του θύματος ως την αναζήτηση της κατάλληλης αντιστοιχίας. Η λίστα των υποψηφίων προς απανθρωποποίηση είναι ατέλειωτη κι είναι ζήτημα χρόνου να φτάσει στους πολιτικούς. Αλλά εκεί χωλαίνει η ζωοπλαστική του παιδιά: οι πολιτικοί, ενίοτε «ολωσδιόλου ζωντόβολα και πραγματικά ανδράποδα», είναι εκ φύσεως αδύνατο να επαναμεταμορφωθούν σε ζώα. Αλλά και το τελολογικό αντίκρισμα μοιάζει μετέωρο: ποιος αποφάσισε πως η αποκτήνωση αποτελεί εξ ορισμού ευτελισμό και απαξίωση; Αν τα ζώα έχουν κερδίσει την ευτυχία με μοναδικό τίμημα ότι δεν το συνειδητοποιούν;


Ο έτερος τιμωρός, ο υπό αποκλειστική προθεσμία αυτόχειραςΑνδρέας Τιτθόν («Βίος και πολιτεία του …») βιώνει ως εφιάλτη κάθε ανθρώπινο συγχρωτισμό στην καθημερινή Αθήνα. Η ανθρωπότητα είναι μια ανεπιθύμητη αποικία σκαθαριών και κάθε αδιάκριτος, επιδειξιομανής, αγενής ή φασαριόζος ένοικός της τίθεται αυτόματα υποψήφιος στην λίστα των σειριακών του φόνων. Σε ποιο σημείο καταλήγει μια τέτοια δραστηριότητα; «Πιο δύσκολο πράγμα από το να στοιχίσεις σε μια γραμμή βάζοντας επικεφαλής τον πιο απεχθή και κατόπιν βαθμηδόν να παρατάξεις όσους μισείς, βδελύσσεσαι ή απλώς αντιπαθείς τα μούτρα τους, δεν υπάρχει. Ιδίως όταν γνωρίζεις πως έχεις τη δύναμη να εκτελέσεις την όποια επιθυμία σου, όταν ο φόνος φαντάζει τόσο εύκολος και θελκτικός όσο το άναμμα του τσιγάρου. Γιατί όταν νιώθεις πως έχεις δυνητικά εξουσία ζωής και θανάτου επί των πάντων, δυσκολεύεσαι να εξαιρέσεις οποιονδήποτε». (σ. 78)

Συχνά στον ίδιο χαρακτήρα ενυπάρχει ο μηδενιστής κι ο ηδονιστής  – μπαίνω εδώ στον πειρασμό να συμμετάσχω στο απολαυστικό λεξιπλαστικό παιχνίδι του συγγραφέα και να τον χαρακτηρίσω μηδονιστή – όπως ο  «οιηματίας» που σαν ευσυνείδητος λογιστής εγγράφει σε διαδικτυακό ημερολόγιο τις παντοειδείς ερωτικές κατακτήσεις του απολαμβάνοντας μέχρι κορεσμού την ανερυθρίαστη ελευθεριότητα του λαμπρού μέσου όπου εκτίθεται σε κοινή θέα κάθε ερωτική επιδεξιοσύνη, ενός σύμπαντος όπου «σύνευνοι κι όμευνοι, σύζυγοι κι εραστές αφήνουν την κοινή κλίνη για την μπλογκόσφαιρα» («To τεφτέρι και το μαχαίρι»). Ο «επισκέπτης» που αναγνωρίζει το συσπασμένο πρόσωπο της γυναίκας του δίπλα στον σαρκοχαρή εραστή αποκρούει την ιδέα της εκδίκησης ως στερητική της ελευθερίας και δοκιμάζει με τα ίδια όπλα. Αλλά η αναζήτηση του ποθεινού σώματος αποβαίνει μάταιη: άλλοτε η τριβή των ανέραστων κορμιών του προκαλεί αναλίγωμα, άλλοτε οι διανυκτερεύουσες παρτενέρ κρίνονται ανάξιες. Σε κάθε περίπτωση κάτω από την κοινή άβυσσο χαίνει μια νέα. Ποιες επιλογές τους απομένουν; Η μεταστροφή στην αναπόληση της μιας και αυθεντικής αγάπης; Η εξαφάνιση και ενσωμάτωση στο ανθρώπινο και διαδικτυακό πλήθος; Τι μένει στον ιερέα που φαντασιώνεται την πανηγυρική του αγιοποίηση αλλά βιώνει την υπ’ ευθύνη του φωτοστεφή ματαίωσή της («Ζωή χαρισάμενη»);
«Ο Δημητράκης» έχει ριχτεί σε μια διαρκή αναζήτηση του κερδισμένου χρόνου. Ολόκληρη η ζωή του υπήρξε κατευθυνόμενη από έναν μητρικό προγραμματισμό που επένδυσε κάθε δευτερόλεπτο στο σχεδιασμό ενός επιτυχημένου μέλλοντος. Άσκοπο διάβασμα, χαμένος χρόνος, πολύωρες αθλοπαιδιές ο Δημητράκης δεν χάρηκε ούτε στον ύπνο του, παραφορτωμένος με πάσης φύσεως εκλεκτά εδέσματα και λούσα, αμέτοχος στην ίδια του τη ζωή. Μόνο που με τέτοιες κεκτημένες ταχύτητες είναι αδύνατο να μην αποκτηθεί η αίσθηση μιας σιδηροτροχιάς που επιταχύνει προς ένα τέρμα. Και μια παρατιμονιά στη διαδρομή θα τον στρέψει στην παλίνδρομη, κυριολεκτική επιστροφή στην παιδική ηλικία, στον μοναδικό τόπο όπου όλα είναι άγραφα κι ανέφελα.
Ύστερα από τόσα άλγη και μανίες η αναγνωστική λύτρωση έρχεται «Γύρω από το τραπέζι» που κυκλώνεται «όπως τα δέντρα ευήλιο μικρό αλσύλλιο» από την οικογένεια και αποτελεί για τον αναθυμώμενο αφηγητή πεδίο ιχνογραφίας, μνημόνιο σχολικών εργασιών, τράπεζα μελετών, δοκιμαστήριο μαγειρικών – ζαχαροπλαστικών πειραματισμών. Παρά το βίαιο σπάσιμο του κύκλου (που σαν καθισμένος χορός έκλεινε την παυσίλυπη οικογενειακή θαλπωρή) από την αναπόφευκτη απομάκρυνση των μελών αλλά και τον «φρεναπάτη» θεΐσκο που ενοικεί στο πλαστικά τηλεοπτικά και ψηφιακά κουτιά, παραμένει η ενθύμηση πως μια αρχετυπική συναισθηματική κοινότητα κάποτε όντως υπήρξε.
Σε παλαιότερη διαδικτυακή μας συζήτηση ο συγγραφέας (επι)κοινώνησε τις ποικιλότροπες, ενίοτε δύσβατες αναγνώσεις του (από Καμύ, Αιμέ, Σίνγκερ, Μάλαμουντ και Αρανίτση μέχρι σειρά ελασσόνων πλην σημαντικών κειμένων της λογοτεχνίας). Ο διαχωρισμός ανάγνωσης και συγγραφής είναι βέβαια δεδομένος, όμως είναι αδύνατο να μην σκεφτεί κανείς πως η πληθωρική αυτή σκευή τον προμηθεύει, αν και όποτε παραστεί ανάγκη, με ποικίλες ενδεχόμενες εναλλακτικές φαρέτρες ιδεών περί γραφής. Σε κάθε περίπτωση ετούτοι οι λελογισμένοι παράφρονες αποτελούν καφκικές, ντοστογεφσκικές και καμυ-ικές αλλά απόλυτα νεοελληνικές εκδοχές μιας εγχώριας πινακοθήκης όχι ηλιθίων αλλά πανέξυπνων ανθρώπων που κάποια στιγμή, αναπόφευκτα, «γλίστρησαν».
Εκδ. Πόλις, 2011, σ. 158.
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 27, φθινόπωρο 2011. Εικονιζόμενο έργο: John Reilly – The healing of the lunatic boy.

Ο ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ




Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

"Ζωή σε δυο πράξεις" από τις ανέκδοτες "Κυριακές του Μπαμπά" της Ελένης Γκίκα





                   επιμέλεια στήλης Βιβή Γεωργαντοπούλου


Toller Cranston "The Wishing Bouquet"



Ζωή σε δυο πράξεις


Νόρα με λένε…

Θυμάμαι όταν φτιάξαμε τη τζαμαρία ήτανε σα να μπήκε όλη η γειτονιά στο σπίτι. Ο μπάρμπα-Χρήστος ο μπακάλης πρώτα-πρώτα, για τον οποίο δεν μπορώ να πω και ότι μου έλειψε, ειδικά τις απόκριες. Κάθε πρωί τον έβλεπα μ’ άλλο καπέλο στη μόστρα. Στην αρχή, εκείνο της μάγισσας. Δεν με θυμάμαι παρ’ εκτός όπως η μάνα με περιγράφει: «θέλω μάγισσα!» Την άλλη μέρα ήθελα καουμπόης ή πιερότος. Την παράλληλα εκείνο που το φυσούσες και πεταγόταν σαν την κεραία του Μπίλυ της Μάγιας Μέλισσας. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν με έβλεπε κανείς όσο κι αν τα φορούσα.
Στηνόμουνα με τις ώρες τα πρώτα χρόνια στο μοναδικό παράθυρο ανεβασμένη στη μηχανή της μαμάς περιμένοντας. Φορώντας άλλοτε σάλι, φακιόλι, καπέλο, μάσκα, ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς περιμένοντας όλο και κάποιος να περάσει. Το στοίχημα ήταν για πόσο θα τον κέρδιζα. Ένα λεπτό; Δυο; Πέντε; κι αν του έπιανα την κουβέντα μπορεί και δέκα. Του μίλαγα ή μάλλον του έγνεφα, έκανα σχέδια, παντομίμες, έπαιζα ρόλους που κατά βάση αγνοούσε. Προσπαθούσε να μου μιλήσει, χειροκροτούσε ή χαμογέλαγε.
Με το που κάναμε την τζαμαρία τα πράγματα άλλαξαν. Αντί να βγω εγώ έξω μπήκαν εκείνοι μέσα: η μουγκή που τον πρώτο καιρό με τρόμαζε, αλλά μετά την συνήθισα, έμαθα ως και να ακούω και να την περιμένω κάθε πρωί στις δέκα για να ψωνίσει. Η θεία Κούλα που έτσι ή αλλιώς την λάτρευα. Μου έβαφε με μανό τα νύχια, ή τέλος πάντων αυτά τα υπόλοιπα «κοίτα πως τα ‘κανες!» Μεγάλωσα αρκετά μέχρι να μάθω ότι ακρωτηριασμός τελικά είναι το να τρως τα νύχια. Τον θείο τον Μίμη πρώτα τον άκουγα. Με τη σφυρίχτρα του και με τα γέλια του, με τα τραγούδια στον Νότη που θα τον κάνει αεροπόρο, χρυσοχόος έγινε, κανένας στη γειτονιά μας δεν έγινε εκείνο που προσδοκούσε. Ακόμα κι ο Στάμος ο κουτάλας που προς στιγμή φάνηκε ότι τα κατάφερε- ακολούθησε ένα τσίρκο της Αναλήψεως, «πήρα το πανηγύρι από πίσω» όπως μου είπε- κι αυτός γύρισε, τώρα έχει ένα μικρό ψιλικατζίδικο κι είναι αυλή- σπίτι.
Από τη γειτονιά, κατά συνέπεια κι από τη τζαμαρία μας, ελάχιστοι χάθηκαν. Λες κι είχε μέλι ή κατάρα άντε να άλλαξαν δρόμο, η Τασία, ο Κώτσος, η Ρούλα, η Αγγελικούλα ακόμα κι ο Λάκης της Σίτσας, έφυγε κι αυτός αλλά ξαναγύρισε. Το παιδί στη γωνία που θα τον έκοβε ένα φορτηγό κι ούτε κανείς θα τον έβλεπε έτσι όπως είχε κλειστεί στο χαρτόκουτο, κι αυτός επέστρεψε. Τον βλέπω στη μάντρα απέναντι από τότε που πέθανε η μάνα του. Η μάνα μου χαίρεται. «Ζούμε στην πιο όμορφη γειτονιά, στο κέντρο του κόσμου» μου λέει και διαβάζει πατερικά κείμενα τώρα που τα χέρια κουράστηκαν και δεν πλέκει πια. Θυμάμαι το βιβλίο εκείνης της Οζακίν της Τουρκάλας «Θα πρέπει να γεράσω εδώ;» για χρόνια το στόλιζα. Πίστευα ότι είχε όμορφο εξώφυλλο, ούτε που το θυμάμαι, αλλά τώρα που το ‘χασα το κατάλαβα.
Εδώ θα γεράσω.
Απ’ την καρέκλα μου άλλωστε βλέπω την πιο όμορφη άνοιξη. Την βουκαμβίλια που έχει απλώσει στην πόρτα, την εύθραυστη αγγελική που ξεκλάρωσε και το αναρριχώμενο, «σατανικό φυτό, θα μας ρίξει τους τοίχους», βλέπω ακόμα και τις αναρριχώμενες τριανταφυλλιές, ροζ, μοβ, κίτρινες, κόκκινες, κι ό,τι ξεράθηκε, τον πατέρα μου να έρχεται Σαββατόβραδο φορτωμένος σοκολάτες και λουκουμάκια κι εκείνον τον τύπο, ντι-τι-τι τον φωνάζαμε. Κι ήταν σα να προανήγγειλε καλοκαίρι αφού υποσχόταν ότι θα σκότωνε τα κουνούπια.
Οι πιο όμορφες ώρες της τζαμαρίας ήταν όταν σκοτείνιαζε. Σπάνια ανάβανε φώτα. Ο δρόμος και το μπακάλικο απέναντι ήταν το θέατρο. Έβγαιναν τα παιδιά στο δρόμο αλλά συνήθως δεν μ’ άφηνες. Καθόμουν τότε για να μη με βλέπουν κατάχαμα. Να διαβάζω έτσι σκοτάδι δεν υπήρχε περίπτωση. Έκλεινα τότε τα μάτια και μόνο τους άκουγα. Τότε θαρρώ και με το νου μου πρωτάρχισα να γράφω. Έμενα όσο με άφηνες. Το υπέροχο, όμως, ήταν ότι η ιστορία που είχα αρχίσει, νύχτα και μέρα συνεχιζόταν…
Με λένε Νόρα, έλεγα, το «Κουκλόσπιτο» ακόμα το αγνοούσα. Νόρα από το θέατρο Νο, το Νόρα, πάντως σαν όνομα δεν ήταν της μόδας, το σίγουρο ήταν ότι το δικό μου, όμως, τόσο πολύ το μισούσα. Όπως κι αυτή τη μυγούλα στο τζάμι. Μυγούλα αισθανόμουνα. Είμαι μια σιωπηλή μύγα, της έλεγα και την παρακολουθούσα. Ώσπου κάποια στιγμή όταν άνοιξα την πόρτα βγήκε και χάθηκε. Ούτε τόλμησα.
Σκέφτηκα, τουλάχιστον μπορώ από δω να τα βλέπω και ν’ ανοιγοκλείνω άμα θέλω την πόρτα.

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015    



Κι έτσι ξαφνικά, όταν θα μπαίνει η άνοιξη….

Κοντομάνικα φορούσε κάθε Πρωταπριλιά. Βρέχει- χιονίσει και την κορόϊδευαν. Μόλις άρχιζαν τα σχολεία φορούσε μποτάκια μαζί με την καινούργια ποδιά. Θ’ ανάψουν τα πόδια σου ντάλα τρύγο της φώναζε αλλά εκείνη βιαζόταν. Λαχταρούσε κι ας ήταν και καλοκαίρι σαν εποχή την επόμενη.
Η αγαπημένη της ήταν η άνοιξη. Για τις φρέζες, τα αναρριχώμενα τριαντάφυλλα, τ’ ασπρισμένα πεζούλια και για τις πασχαλιές. Για το χώμα που μύριζε αλλιώς, και φυσικά για τα κοντομάνικα.
«Για τις βόλτες το κάνεις», το ήξερε. Κυκλοφορούσε άλλωστε κι αυτό το ανέκδοτο πώς κοίταζε με λαχτάρα μέσ’ στο κατακαλόκαιρο το λευκό γούνινο βαφτιστικό της παλτό. «Και τώα; Το πατόν;» ρωτούσε με κάτι μάτια σαν πιάτα πριν απ’ τη βόλτα κρεμασμένα από την κρεμάστρα κι αυτά κι όλοι τους γέλαγαν.
Η άνοιξη πηδούσε πάντα απ’ τον κήπο κι ήταν κόκκινα βελουδένια τριαντάφυλλα εκατόφυλλα. Ποτέ της δεν το καλοκατάλαβε αν πρώτα χάθηκαν τα χρώματα ή πρώτα τ’ αρώματα. Η διαπίστωση έφτασε αργά όταν ο κήπος πρασίνισε, χρώμα ούτε για δείγμα, μοναδική παρηγοριά το ότι χάθηκαν απ’ όλες τις μάντρες οι αναρριχώμενες. Τώρα κάτι τριανταφυλλίτσες καχεκτικές ούτε που μύριζαν. Κι όσο για τα γαρίφαλα, ισχνά με πέντε όλο κι όλο φυλλαράκια και σκισμένο τον κάλυκα. Πού και πού όταν συναντούσε αυλές χωμάτινες έκανε ανάσταση. Μύριζε γιασεμί και νυχτολούλουδο κι άνοιγε αυτόματα μια ζωή καλειδοσκόπιο. Πατώ και κρυφτό και φωνές, τα κεράκια στα δέντρα. Φιόγκος και κόκκινο βελούδο «όμως, ζεσταίνομαι».
Ξαπλωμένη κοιτάζει τον ήλιο πια μέσα απ’ το τζάμι. Στην απέναντι μάντρα ένα λαθραίο μισό, να της θυμίζει του μπαμπά της τη σύγχυση: «ποιοι είστε εσείς ε; και ξεράνατε τη λεμονιά και γκρεμίσατε τη μάντρα;» ούτε το λαθραίο τελείωσε, ούτε τη μάντρα τη χτίσανε. Κι ο μπαμπάς πέθανε. Πες το «πέθανε!»
Όμως και πάλι θα βάλει το κοντομάνικο και θα αναζητήσει φρέζες κι αναρριχώμενες τριανταφυλλιές στο καινούργιο του σπίτι. Κι ύστερα, να, έτσι να κλείσει τα μάτια και χάθηκε η συννεφιά και το παράνομο. Όλα ανθίζουν σαν πρώτα αφού κάποτε άνθισαν.
Όσο θα βλέπει τον ήλιο όλα θα είναι εκεί και γράφοντας θα ζεσταίνετε. Σήμερα ξαφνικά όπως θα μπαίνει η άνοιξη ό,τι υπήρξε θα το κάνει να ξαναϋπάρξει. Μέχρι να βρει τον τρόπο για να υπάρξει στα σίγουρα.

Σάββατο 21 Μαρτίου 2015


[από τις ανέκδοτες «Κυριακές του μπαμπά»]


Η Ελένη Γκίκα γεννήθηκε το 1959 στο Κορωπί. Δημοσιογράφος και βιβλιοκριτικός στο Αντί, στις Εικόνες και στο Έθνος της Κυριακής από το 1983, έχει ασχοληθεί με το μυθιστόρημα, το διήγημα, την ποίηση, το παραμύθι, έχει συμμετάσχει σε συλλογικές εκδόσεις και έχει επιμεληθεί βιβλία και σειρές. Κυκλοφορούν 31 βιβλία της. Ανάμεσά τους Δι” εσόπτρου εν αινίγματι, Να τα μετράω ή να μη τα μετράω τα χρόνια, Το αίνιγμα του άλλου, Μετεβλήθη εντός μου, ο ρυθμός του κόσμου, Υγρός χρόνος, Εν αταξίαις εύτακτοι όντες, Πλήθος είμαι, Οι κούκλες δεν κλαίνε και Η αιώνια επιστροφή. Με το μυθιστόρημα Η γυναίκα της βορινής κουζίνας,  Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ, τα παραμύθια Το μυστικό της μαγικής τσαγιέρας και Η ζωγραφιά που ταξιδεύει ξεκινά τη συνεργασία της με τις εκδόσεις «Καλέντη». Από τις εκδόσεις «Καλέντη» θα κυκλοφορήσουν, επίσης, το μυθιστόρημα «Λίλιθ», η ποιητική συλλογή «Άδεια Δωμάτια» και το παραμύθι «Η κοιλάδα με τα μυστικά».




Η Ναυμαχία της Ναυπάκτου



Από τις μεγαλύτερες ναυμαχίες όλων εποχών, τόσο για τον αριθμό των σκαφών που ενεπλάκησαν, όσο και για την τακτική που εφαρμόστηκε. Έλαβε χώρα στις 7 Οκτωβρίου 1571 στην ευρύτερη περιοχή της Ναυπάκτου (τότε Λέπαντο), με αντιπάλους τα χριστιανικά κράτη της Δύσης και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έληξε την ίδια μέρα, με θριαμβευτική επικράτηση των Δυτικών.
Η κυριαρχία των Οθωμανών στη Μεσόγειο μετά και την κατάκτηση της Κύπρου (1571) τροφοδότησε τις επεκτατικές τους διαθέσεις προς δυσμάς. Τα χριστιανικά κράτη αφυπνίστηκαν, παραμέρισαν για λίγο τις διαφορές τους και με πρωτοβουλία του Πάπα Πίου Ε' συγκρότησαν στις 25 Μαΐου 1571 τον «Ιερό Αντιτουρκικό Συνασπισμό (Sacra Liga Antiturca). Τον αποτελούσαν η Ισπανία, η Βενετία, η Γένουα, το Παπικό Κράτος, η Σαβοΐα, η Μάλτα και άλλες μικρότερες πόλεις της ιταλικής χερσονήσου. Αποφασίστηκε η συγκρότηση στόλου και η αποστολή του στην ανατολική Μεσόγειο.
H ναυτική δύναμη, με επικεφαλής τον νεαρό ισπανό πρίγκηπα Δον Χουάν της Αυστρίας, συγκεντρώθηκε στη Μεσίνα της Σικελίας και με τις ευλογίες του Πάπα απέπλευσε στις 16 Σεπτεμβρίου 1571. Δέκα μέρες αργότερα, ο στόλος έφθασαν στην Κεφαλλονιά, όπου πραγματοποίησε τις τελευταίες του προετοιμασίες, ενόψει της αναμέτρησής του με τον Οθωμανικό, που ναυλοχούσε στη Ναύπακτο.
Ο συμμαχικός στόλος αριθμούσε 210 γαλέρες, 30 φρεγάτες, 24 μεταφορικά πλοία και άλλα μικρότερα πλοία συνοδείας. Τα πληρώματα των πλοίων έφθαναν τους 38.000 άνδρες, από τους οποίους οι 15.000 ήταν Έλληνες από τα νησιά του Ιονίου και την Κρήτη. Πλούσιοι Έλληνες είχαν εξοπλίσει πλοία και βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή της επιχείρησης, όπως ο κερκυραίος Στυλιανός Χαλικιόπουλος, ο ζακυνθινός Μαρίνος Σιγούρος και ο κρητικός Μανούσος Θεοτοκόπουλος (αδελφός του ζωγράφου Δομήνικου Θεοτοκόπουλου).
Ο Οθωμανικός στόλος με επικεφαλής τον Μουεζίν Ζαντέ Αλή Πασά είχε 210 γαλέρες και 50 άλλα πλοία συνοδείας. Τα πληρώματα έφθαναν τους 47.000 άνδρες, από τους οποίους 15.000 ήταν Έλληνες βίαια στρατολογημένοι. Υπολειπόταν σε δύναμη πυρός και ηθικό, καθώς τα πληρώματα μάχονταν για πολύ καιρό και ήταν εξουθενωμένα. Η τουρκική αρμάδα ήταν αποκλειστικά κωπήλατη, ενώ ο συμμαχικός στόλος διέθετε και ιστιοφόρα πλοία, που ήταν το νέο στοιχείο της ναυτικής μάχης.

Η αποφασιστική αναμέτρηση δόθηκε στις εκβολές του Αχελώου ποταμού, κοντά στα νησάκια Εχινάδες, στις 7 Οκτωβρίου 1571, αλλά έμεινε στην ιστορία ως Ναυμαχία της Ναυπάκτου. Από το πρωί έως αργά το απόγευμα η σύγκρουση διεξαγόταν με τρομερή ένταση. Ο αγώνας σε ορισμένες φάσεις μεταφέρθηκε από κατάστρωμα σε κατάστρωμα και γινόταν σώμα με σώμα.
Ο χριστιανικός στόλος με αρτιότερο οπλισμό και καλύτερη τακτική νίκησε κατά κράτος τον αντίπαλό του, που ήταν σχεδόν αήττητος μέχρι τότε. Με τα λόγια του συγγραφέα του «Δον Κιχώτη» Μιγκέλ ντε Θερβάντες, που πήρε μέρος στη ναυμαχία κι έχασε το αριστερό του χέρι: «Ήταν η πιο μεγαλόπρεπη στιγμή που γνώρισαν οι περασμένοι ή τούτοι οι σημερινοί καιροί, ή που θα δούνε οι μελλούμενοι».
Η Οθωμανική πλευρά κατόρθωσε να διασώσει μόλις 50 πλοία, ενώ οι απώλειες σε έμψυχο δυναμικό ανήλθαν σε 20.000 νεκρούς, ανάμεσά τους ο Μουεζίν Ζαντέ Αλή Πασάς, ο αιγύπτιος αρχηγός Μεχμέτ Σιρόκο και 160 μπέηδες. Οι σύμμαχοι έχασαν 8.000 άνδρες, μεταξύ αυτών και ο βενετός ναύαρχος Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο, και μόλις 20 γαλέρες. Βαρύς ήταν και ο φόρος που πλήρωσε το ελληνικό στοιχείο. Οι ιστορικοί υπολογίζουν ότι το 30-40% των νεκρών πρέπει να ήταν Έλληνες, αν υπολογίσουμε τη σύνθεση των πληρωμάτων και των δύο πλευρών. Πάντως, αρκετοί Έλληνες που είχαν στρατολογηθεί δια της βίας από τους Οθωμανούς, απέκτησαν την ελευθερία τους.
Η νίκη των συμμάχων χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό στη Δύση. Μεγάλοι ζωγράφοι της εποχής, όπως ο Τιντορέτο, ο Τιτσιάνο και ο Βερονέζε, απαθανάτισαν με έργα τους σκηνές της ναυμαχίας, ενώ ο Ελ Γκρέκο φιλοτέχνησε το πορτρέτο του μεγάλου νικητή, Δον Χουάν της Αυστρίας.
Η συντριβή των Οθωμανών μπορεί να ανέκοψε την επεκτατική πολιτική της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς την Ευρώπη, δεν έφερε όμως τα επιθυμητά αποτελέσματα για τα χριστιανικά κράτη της Δύσης. Ο διακαής τους πόθος για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης δεν πραγματοποιήθηκε, εξαιτίας των μεταξύ τους ανταγωνισμών, που επέτρεψε στον σουλτάνο να διατηρήσει την κυριαρχία του στη Μεσόγειο για πολύ καιρό ακόμη.
Για τους υπόδουλους Έλληνες η νίκη των συμμάχων ήταν μια χαραμάδα ελπίδας για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Επαναστάτησαν πολλές περιοχές (Μάνη, Πάτρα, Αίγιο, Γαλαξίδι, Πάργα, Ηγουμενίτσα, Βόνιτσα, Άνδρος, Πάρος, Νάξος), αλλά χωρίς αποτέλεσμα.



ΑΝΩΝΥΜΟΣ "O Ρωσσαγγλογάλλος"



Το κείμενο του Ρωσσαγγλογάλλου είναι ανώνυμη σάτιρα με κοινωνικές και ηθικές προεκτάσεις, η οποία χρονολογείται γύρω στα 1812. Έχει διαλογική μορφή και απεικονίζει τη θλιβερή κατάσταση που επικρατεί στη σκλαβωμένη Ελλάδα. Το απόσπασμα που ακολουθεί περιλαμβάνει τους 37 πρώτους στίχους. Σε αυτό ο πλασματικός Ρωσσαγγλογάλλος, ένα μείγμα δηλαδή τριών ξένων περιηγητών, συνομιλεί υποκριτικά με ένα πρόσωπο που ονομάζεται Φιλέλληνας, από τον οποίο ζητά να μάθει την αιτία για την άθλια κατάσταση της πατρίδας του.






5




10




15




20




25



30



35
ΟΛΟΙ
Ειπέ μας, ω φιλέλληνα, πώς φέρτε* την σκλαβίαν
και την απαρηγόρητον των Τούρκων τυραννίαν;
Πώς τες ξυλιές και υβρισμούς και σιδηροδεσμίαν*,
παίδων, παρθένων, γυναικών ανήκουστον φθορίαν*;
Πώς δε τον καθημερινόν των συγγενών σας φόνον,
τον άδικον, αναίτιον και χωρίς τινα πόνον;
Δεν είσθ' εσείς απόγονοι εκείνων των Ελλήνων,
των ελευθέρων, των σοφών και των φιλοπατρίδων;
Και πώς εκείνοι απέθνησκον διά την ελευθερίαν,
και τώρα εσείς υπόκεισθε εις τέτοιαν τυραννίαν;
Και ποίον γένος, ως εσείς, εστάθη φωτισμένον
εις την σοφίαν, δύναμιν, κι εις όλα ξακουσμένον;
Πώς νυν εκαταστήσατε την λάμπουσαν Ελλάδα!
Βαβαί! ως ένα σκέλεθρον*, ως σκοτεινήν παστάδα*!
Oμίλει, φίλτατε Γραικέ, ειπέ μας την αιτίαν·
μη κρύψης τίποτες ημών, λύε την απορίαν.
O ΦΙΛΕΛΛΗΝ
Ρωσσαγγλογάλλοι,
Ελλάς, και όχι άλλη,
ήτον, ως λέτε, τόσον μεγάλη.
Νυν δε αθλία
και αναξία,
επειδή άρχει η αμαθία.
Όσ' ημπορούσι
να την ξυπνούσι,
τούτ' εις το χείρον* την οδηγούσι.
Αυτή στενάζει,
τα τέκνα κράζει,
στο να προκόπτουν όλα προστάζει.
Και τότ' ελπίζει
ότι κερδίζει·
εκείν' οπού 'χει νυν την φλογίζει.
Μα τις τολμήσει
μ' αληθή κλίσι*
σ' ελευθερίαν να την κινήση;
Όστις τολμήση
να την ξυπνήση
πάγει στον Άδη* χωρίς τινα κρίσιν*.
Ανώνυμος, Ο Ρωσσαγγλογάλλος, Πορεία

*φέρτε: υποφέρετε *σιδηροδεσμία: αιχμαλωσία, σκλαβιά *ανήκουστος φθορία: μεγάλη σκληρότητα και πολλές καταστροφές, που δύσκολα μπορεί ακόμα και να τις ακούσει κανείς *σκέλεθρον: σκελετός *παστάδα: νυφικό κρεβάτι (αλληγορικά) *το χείρον: το χειρότερο *κλίσις: πρόθεση *πάγει στον Άδη: θανατώνεται *κρίσις: δίκη

Και εδώ 

Η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή και το «ανατολικό ζήτημα»


Με δυο λέξεις, «ανατολικό ζήτημα» σημαίνει το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων για την τύχη των χριστιανών υπηκόων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας αλλά και το μέλημά τους να φύγουν οι Τούρκοι από την Ευρώπη. Με αυτή την έννοια, το «ανατολικό ζήτημα» είναι στην ουσία του «βαλκανικό ζήτημα». Και αντικατοπτρίζει την προαιώνια υποκρισία των Ευρωπαίων, καθώς ο κοινός πόθος να φύγουν οι Τούρκοι από τα Βαλκάνια απλά συνόδευε την κρυφή επιθυμία του καθένα, να αρπάξει τα εδάφη αυτά για λογαριασμό του. Κι αυτή η ανειλικρινής πολιτική είναι που επέτρεψε στην Τουρκία να κατέχει ακόμα και σήμερα ευρωπαϊκά εδάφη και να έχει μετατραπεί στον χαϊδεμένο ταραχοποιό της περιοχής. Επειδή, κάθε φορά που κάποιοι πλησίαζαν να επιτύχουν την έξωση των Τούρκων από τα Βαλκάνια, έβρισκαν απέναντί τους απειλητικούς τους άλλους της παρέας.
Το πρώτο βήμα για την οικοδόμηση του προβλήματος ήταν η συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699), όχι μόνον επειδή έδωσε στους Ευρωπαίους το δικαίωμα της «διαμεσολάβησης» σε καιρό πολέμου, αλλά και διότι περιελάμβανε και τον όρο της απαλλαγής των χριστιανών υπηκόων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας από κάθε φορολογία που βάραινε μόνον αυτούς.
Ήταν η πρώτη συνθήκη που μεριμνούσε για υπόδουλους των Οθωμανών. Η δεύτερη και κυριότερη ήταν η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), που κατέστησε τη Ρωσία προστάτη των χριστιανών υπηκόων της Τουρκίας. Γι’ αυτό, η τυπική αρχή του «ανατολικού ζητήματος» τοποθετείται στη χρονιά αυτή. Βέβαια, στα επόμενα 150 χρόνια, οι υπόδουλοι λαοί ανέλαβαν να λύσουν μόνοι τους το πρόβλημα και να διώξουν τους Τούρκους από σχεδόν ολόκληρη τη Βαλκανική χερσόνησο. Και μάλιστα, το κατόρθωσαν πετυχαίνοντας ταυτόχρονα να μην έχουν άλλους διαδόχους δυνάστες πάνω από το κεφάλι τους. Κι αυτό δεν τους το συγχώρησαν ούτε οι Ρώσοι ούτε οι Γερμανοί ούτε οι Αγγλογάλλοι. Και, φυσικά, ούτε οι Τούρκοι.
Έτσι κι αλλιώς, στις αρχές του ΙΗ’ αιώνα, οι πληθυσμοί των βαλκανικών περιοχών, όσοι τουλάχιστον ασχολούνταν, παρέμεναν αγρότες, δε διέφεραν μεταξύ τους, εκτός από το ότι πολλοί Έλληνες γεωργοί και κτηνοτρόφοι γνώριζαν γραφή και ανάγνωση. Όμως, ένας σημαντικός τομέας οικονομικής δραστηριότητας είχε περάσει σε ελληνικά χέρια: Το εμπόριο. Ολόκληρη η εμπορική κίνηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας βρισκόταν σε χέρια είτε αλλοδαπών είτε Ελλήνων, ενώ, από τον ΙΗ’ αιώνα, άρχισε να αναπτύσσεται και το ελληνικό εμπορικό ναυτικό, εξοπλισμένο να αντιμετωπίζει τους πειρατές και με την άνεση κινήσεων, που του έδινε η κάθε φορά σημαία ελεύθερης ναυσιπλοΐας.
Έτσι, πλάι στα στρατιωτικά σώματα των αρματολών και κλεφτών, οι Έλληνες έχτιζαν χωρίς να το ξέρουν και το πολεμικό τους ναυτικό. Στα τέλη του αιώνα, η γαλλική επανάσταση και ο ναυτικός αποκλεισμός της Γαλλίας έδωσαν στους Έλληνες ναυτικούς τη δυνατότητα καθημερινής άσκησης στους ελιγμούς σε συνθήκες ναυμαχίας, καθώς η διάσπαση των γραμμών του αγγλικού στόλου τους προσπόριζε πλούτη και τον σεβασμό των Γάλλων. Ο κατοπινός ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης στα ανοιχτά της Μασσαλίας πήρε τα μαθήματα, που θα του επέτρεπαν να διασπά τις τουρκοαιγυπτιακές γραμμές και να τροφοδοτεί το πολιορκημένο Μεσολόγγι. Η ταυτόχρονη άνοδος της Ρωσίας πρόσφερε στους Έλληνες έναν ακόμα χώρο ανάπτυξης των δραστηριοτήτων τους.
Ο Γεώργιος Παπάζογλης ή Παπαζώλης γεννήθηκε στη Σιάτιστα το 1725. Στα 1766 ήταν λοχαγός του ρωσικού στρατού. Η Μεγάλη Αικατερίνη γεννήθηκε το 1729. Στα 1763 είχε απαλλαγεί από σύζυγο κι αναστολές και είχε γίνει τσαρίνα της Ρωσίας. Στα 1766, έστειλε τον λοχαγό της Γεώργιο Παπάζογλη να προετοιμάσει το έδαφος στην Ελλάδα.
Ο σουλτάνος Μουσταφά Γ’ (1757 - 1773) είχε συμπληρώσει έντεκα ειρηνικά χρόνια διακυβέρνησης, όταν το 1768 κάποιοι Πολωνοί κυνηγημένοι από τον ρωσικό στρατό πέρασαν τα σύνορά του. Οι Ρώσοι τους ακολούθησαν μέσα στο τουρκικό έδαφος, τους έφτασαν και τους έσφαξαν αλλά ξέχασαν να επιστρέψουν. Ο Μουσταφά δεν είχε λόγο να ενοχληθεί ιδιαίτερα από το συμβάν. Πολύ ευγενικά, ζήτησε από τον πρεσβευτή της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη να αποχωρήσει ο ρωσικός στρατός. Μόνον όταν δεν πήρε απάντηση κατάλαβε πως κάτι συνέβαινε.
Ο πόλεμος κηρύχτηκε τον Οκτώβριο του 1768 στα χαρτιά. Οι εχθροπραξίες άρχισαν την επόμενη άνοιξη, ενώ ο ρωσικός στόλος με επικεφαλής τους Ορλόφ ξεκίνησε από τη Βαλτική, βγήκε στον Ατλαντικό, πέρασε στη Μεσόγειο κι έφτασε, το 1770, στο Αιγαίο. Οι επαναστατημένοι Έλληνες είδαν να βγαίνουν από τα πλοία τετρακόσιοι όλοι κι όλοι Ρώσοι, κάμποσοι Μαυροβούνιοι και λίγοι Κροάτες. Ο στόλος κινήθηκε να βρει τους Τούρκους που τους καταναυμάχησε στο Τσεσμέ, ενώ στη στεριά το τουρκικό λεπίδι θέριζε. Ο ρωσικός στρατός ήταν μακριά. Το 1772 πέρασε τον Δούναβη. Το 1773 απωθήθηκε πίσω αλλ’ η Ρωσία είχε ήδη κερδίσει τις παραδουνάβιες ηγεμονίες.
Την ίδια χρονιά, σουλτάνος έγινε ο Αμπντούλ Χαμίτ Α’ (1773 - 1789). Ήταν 48 χρόνων και μόλις είχε βγει από τη φυλακή, όπου τον είχαν στείλει όταν έκλεισε τα πέντε. Στις 9 Ιουλίου του 1774, υπέγραφε τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, ένα χωριό που σήμερα ανήκει στη Βουλγαρία.
Η συνθήκη αυτή έβαλε τη σφραγίδα στην τυπική έναρξη της διαδικασίας για την επίλυση του «ανατολικού ζητήματος», καθώς όριζε πως οι παραδουνάβιες ηγεμονίες γίνονταν αυτόνομες κάτω από τη ρωσική προστασία, η χριστιανική θρησκεία ανακηρυσσόταν προστατευόμενη στα εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και η Ρωσία αναδεικνυόταν προστάτισσα των υπόδουλων χριστιανών. Πέντε χρόνια αργότερα (1779), μια συμπληρωματική παράγραφος προέβλεπε ελευθερία ναυσιπλοΐας για τα πλοία που έφεραν ρωσική σημαία.

(Έθνος, 8.7.1999) (τελευταία επεξεργασία, 15.3.2009)