Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

Σπύρος Γιανναράς – "Ζωή Χαρισάμενη"



Οι λογικότατοι τρελοί
Όσο πιο πολύ μοιάζουν οι μέρες μεταξύ τους τόσο πιο αμυδρές και οι εντυπώσεις που αφήνουν στην φωτοευαίσθητη επιφάνεια της ψυχής μας  (σ. 25)
Οι χαρακτήρες της Χαρισάμενης Ζωής προσπαθούν να ζήσουν εν μέσω κωμικοτραγικών δράσεων, υπαρξιστικών παρωδιών και φιλοσοφημένων ακροτήτων, πάντα σε απόλυτα ρεαλιστικά πλαίσια. Κάθε ιστορία εδώ είναι και μια τραγωδία ενός γελοίου ανθρώπου (για να θυμηθούμε την φερώνυμη κινηματογραφική οπτική) αρκεί να παραδεχτούμε πως ετούτοι εδώ δεν είναι γελοιωδέστεροι από εμάς τους ίδιους. Σ’ ετούτον τον σύγχρονο ρεαλισμό το παράλογο και το γκροτέσκο δεν αποτελούν διεσπαρμένες ειδολογικές εξαιρέσεις αλλά αναπόσπαστα στοιχεία του: οι «αληθινά» σύγχρονοι ρεαλιστικοί χαρακτήρες δεν μπορούν παρά να παραλογίζονται και να παραφρονούν. Κι όλα αυτά επειδή επιθυμούν την απόδοση δικαιοσύνης, την επιβολή στους άλλους αν όχι ως επίθεση σίγουρα ως άμυνα, την εκδίκηση για μύριες ταπεινώσεις, την ψυχική απολύτρωση.

Η ακριβοδίκαιη τιμωρία τυπικών απεχθών νεοελληνικών χαρακτήρων αποτελεί την κινητήρια δύναμη δυο αφηγητών. Ο ένας τούς μετατρέπει σε άλογα ζώα χωρίς συνείδηση, καθώς διαπιστώνει πως τα πεπερασμένα ανθρώπινα καλούπια αντιστοιχούν σε μια πολυποίκιλη πανίδα με πληθώρα επιλογών («Άνθρωποι και κτήνη»). Η πλήρης μεταμορφωτική του μανία φαίνεται να τον διασκεδάζει, από την αυθόρμητη επιλογή του θύματος ως την αναζήτηση της κατάλληλης αντιστοιχίας. Η λίστα των υποψηφίων προς απανθρωποποίηση είναι ατέλειωτη κι είναι ζήτημα χρόνου να φτάσει στους πολιτικούς. Αλλά εκεί χωλαίνει η ζωοπλαστική του παιδιά: οι πολιτικοί, ενίοτε «ολωσδιόλου ζωντόβολα και πραγματικά ανδράποδα», είναι εκ φύσεως αδύνατο να επαναμεταμορφωθούν σε ζώα. Αλλά και το τελολογικό αντίκρισμα μοιάζει μετέωρο: ποιος αποφάσισε πως η αποκτήνωση αποτελεί εξ ορισμού ευτελισμό και απαξίωση; Αν τα ζώα έχουν κερδίσει την ευτυχία με μοναδικό τίμημα ότι δεν το συνειδητοποιούν;


Ο έτερος τιμωρός, ο υπό αποκλειστική προθεσμία αυτόχειραςΑνδρέας Τιτθόν («Βίος και πολιτεία του …») βιώνει ως εφιάλτη κάθε ανθρώπινο συγχρωτισμό στην καθημερινή Αθήνα. Η ανθρωπότητα είναι μια ανεπιθύμητη αποικία σκαθαριών και κάθε αδιάκριτος, επιδειξιομανής, αγενής ή φασαριόζος ένοικός της τίθεται αυτόματα υποψήφιος στην λίστα των σειριακών του φόνων. Σε ποιο σημείο καταλήγει μια τέτοια δραστηριότητα; «Πιο δύσκολο πράγμα από το να στοιχίσεις σε μια γραμμή βάζοντας επικεφαλής τον πιο απεχθή και κατόπιν βαθμηδόν να παρατάξεις όσους μισείς, βδελύσσεσαι ή απλώς αντιπαθείς τα μούτρα τους, δεν υπάρχει. Ιδίως όταν γνωρίζεις πως έχεις τη δύναμη να εκτελέσεις την όποια επιθυμία σου, όταν ο φόνος φαντάζει τόσο εύκολος και θελκτικός όσο το άναμμα του τσιγάρου. Γιατί όταν νιώθεις πως έχεις δυνητικά εξουσία ζωής και θανάτου επί των πάντων, δυσκολεύεσαι να εξαιρέσεις οποιονδήποτε». (σ. 78)

Συχνά στον ίδιο χαρακτήρα ενυπάρχει ο μηδενιστής κι ο ηδονιστής  – μπαίνω εδώ στον πειρασμό να συμμετάσχω στο απολαυστικό λεξιπλαστικό παιχνίδι του συγγραφέα και να τον χαρακτηρίσω μηδονιστή – όπως ο  «οιηματίας» που σαν ευσυνείδητος λογιστής εγγράφει σε διαδικτυακό ημερολόγιο τις παντοειδείς ερωτικές κατακτήσεις του απολαμβάνοντας μέχρι κορεσμού την ανερυθρίαστη ελευθεριότητα του λαμπρού μέσου όπου εκτίθεται σε κοινή θέα κάθε ερωτική επιδεξιοσύνη, ενός σύμπαντος όπου «σύνευνοι κι όμευνοι, σύζυγοι κι εραστές αφήνουν την κοινή κλίνη για την μπλογκόσφαιρα» («To τεφτέρι και το μαχαίρι»). Ο «επισκέπτης» που αναγνωρίζει το συσπασμένο πρόσωπο της γυναίκας του δίπλα στον σαρκοχαρή εραστή αποκρούει την ιδέα της εκδίκησης ως στερητική της ελευθερίας και δοκιμάζει με τα ίδια όπλα. Αλλά η αναζήτηση του ποθεινού σώματος αποβαίνει μάταιη: άλλοτε η τριβή των ανέραστων κορμιών του προκαλεί αναλίγωμα, άλλοτε οι διανυκτερεύουσες παρτενέρ κρίνονται ανάξιες. Σε κάθε περίπτωση κάτω από την κοινή άβυσσο χαίνει μια νέα. Ποιες επιλογές τους απομένουν; Η μεταστροφή στην αναπόληση της μιας και αυθεντικής αγάπης; Η εξαφάνιση και ενσωμάτωση στο ανθρώπινο και διαδικτυακό πλήθος; Τι μένει στον ιερέα που φαντασιώνεται την πανηγυρική του αγιοποίηση αλλά βιώνει την υπ’ ευθύνη του φωτοστεφή ματαίωσή της («Ζωή χαρισάμενη»);
«Ο Δημητράκης» έχει ριχτεί σε μια διαρκή αναζήτηση του κερδισμένου χρόνου. Ολόκληρη η ζωή του υπήρξε κατευθυνόμενη από έναν μητρικό προγραμματισμό που επένδυσε κάθε δευτερόλεπτο στο σχεδιασμό ενός επιτυχημένου μέλλοντος. Άσκοπο διάβασμα, χαμένος χρόνος, πολύωρες αθλοπαιδιές ο Δημητράκης δεν χάρηκε ούτε στον ύπνο του, παραφορτωμένος με πάσης φύσεως εκλεκτά εδέσματα και λούσα, αμέτοχος στην ίδια του τη ζωή. Μόνο που με τέτοιες κεκτημένες ταχύτητες είναι αδύνατο να μην αποκτηθεί η αίσθηση μιας σιδηροτροχιάς που επιταχύνει προς ένα τέρμα. Και μια παρατιμονιά στη διαδρομή θα τον στρέψει στην παλίνδρομη, κυριολεκτική επιστροφή στην παιδική ηλικία, στον μοναδικό τόπο όπου όλα είναι άγραφα κι ανέφελα.
Ύστερα από τόσα άλγη και μανίες η αναγνωστική λύτρωση έρχεται «Γύρω από το τραπέζι» που κυκλώνεται «όπως τα δέντρα ευήλιο μικρό αλσύλλιο» από την οικογένεια και αποτελεί για τον αναθυμώμενο αφηγητή πεδίο ιχνογραφίας, μνημόνιο σχολικών εργασιών, τράπεζα μελετών, δοκιμαστήριο μαγειρικών – ζαχαροπλαστικών πειραματισμών. Παρά το βίαιο σπάσιμο του κύκλου (που σαν καθισμένος χορός έκλεινε την παυσίλυπη οικογενειακή θαλπωρή) από την αναπόφευκτη απομάκρυνση των μελών αλλά και τον «φρεναπάτη» θεΐσκο που ενοικεί στο πλαστικά τηλεοπτικά και ψηφιακά κουτιά, παραμένει η ενθύμηση πως μια αρχετυπική συναισθηματική κοινότητα κάποτε όντως υπήρξε.
Σε παλαιότερη διαδικτυακή μας συζήτηση ο συγγραφέας (επι)κοινώνησε τις ποικιλότροπες, ενίοτε δύσβατες αναγνώσεις του (από Καμύ, Αιμέ, Σίνγκερ, Μάλαμουντ και Αρανίτση μέχρι σειρά ελασσόνων πλην σημαντικών κειμένων της λογοτεχνίας). Ο διαχωρισμός ανάγνωσης και συγγραφής είναι βέβαια δεδομένος, όμως είναι αδύνατο να μην σκεφτεί κανείς πως η πληθωρική αυτή σκευή τον προμηθεύει, αν και όποτε παραστεί ανάγκη, με ποικίλες ενδεχόμενες εναλλακτικές φαρέτρες ιδεών περί γραφής. Σε κάθε περίπτωση ετούτοι οι λελογισμένοι παράφρονες αποτελούν καφκικές, ντοστογεφσκικές και καμυ-ικές αλλά απόλυτα νεοελληνικές εκδοχές μιας εγχώριας πινακοθήκης όχι ηλιθίων αλλά πανέξυπνων ανθρώπων που κάποια στιγμή, αναπόφευκτα, «γλίστρησαν».
Εκδ. Πόλις, 2011, σ. 158.
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 27, φθινόπωρο 2011. Εικονιζόμενο έργο: John Reilly – The healing of the lunatic boy.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου