Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

Στρατής Μυριβήλης

Myrivilis_portrait_item_no_152



Στις 19 Ιουλίου του 1969, πεθαίνει από βρογχοπνευμονία στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», ο Στρατής Μυριβήλης. Φιλολογικό ψευδώνυμο του Ευστράτιου Σταματόπουλου, ενός από τους κυριότερους εκπροσώπους της γενιάς του ’30, και κορυφαίου αντιμιλιταριστή πεζογράφου. Ο Μυριβήλης πολέμησε σε τρεις πολέμους, τιμήθηκε με το Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο και συνδέθηκε με το κίνημα του αντικομμουνισμού.
Από αριστερά, ο Θράσος Κωστανάκης, ο Στρατής Μυριβήλης, ο Άγγελος Τερζάκης κι ο Ηλίας Βενέζης
 Από αριστερά, ο Θράσος Κωστανάκης, ο Στρατής Μυριβήλης, ο Άγγελος Τερζάκης κι ο Ηλίας Βενέζης 

Πρώτα χρόνια

 Ο Ευστράτιος Σταματόπουλος γεννήθηκε στις 30 Ιουνίου του 1892 στη Συκαμιά της Μυτιλήνης, που ήταν τότε υπό τουρκική κατοχή. Ήταν ο πρώτος από τα πέντε αδέρφια της οικογένειας του. Παρόλο που σαν μαθητής δεν ήταν πολύ καλός και δεν συμφωνούσε με τον, τότε, πιεστικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης, ήρθε από μικρή ηλικία σε επαφή με τους λόγιους της Λέσβου και με τον κόσμο της λογοτεχνίας. 
Στο Γυμνάσιο διάβασε αρκετούς δημοτικιστές συγγραφείς, μεταξύ των οποίων ο Παλαμάς κι ο Ψυχάρης. Παράλληλα με τη φοίτηση του, ξεκίνησε να εργάζεται και σαν δημοσιογράφος σε εφημερίδες του νησιού, αλλά και σαν δάσκαλος. Σε ηλικία 20 χρόνων μετακόμισε στην Αθήνα κι γράφτηκε στη Νομική και τη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών. Συνέχισε βέβαια να εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Πατρίς». Την ίδια χρονιά, το 1912, κατατάχθηκε εθελοντικά στον στρατό και πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους. Τραυματίστηκε όμως στη μάχη του Κιλκίς το 1913 κι επέστρεψε στην Αθήνα. Γύρισε αμέσως στην Μυτιλήνη, που είχε πια απελευθερωθεί, χωρίς να τελειώσει τις σπουδές του....

Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος 

Σε όλη την διάρκεια της παραμονής του, τόσο στην Λέσβο, όσο και στην Αθήνα, ο Στρατής Μυριβήλης ασχολείται ασταμάτητα με την αρθρογραφία και τη λογοτεχνία. Το 1917 κι ενώ μαινόταν ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο πεζογράφος κατατάχθηκε ξανά στον στρατό και πήρε μέρος στο Μέτωπο της Μακεδονίας. Εκεί αρχίζει και γράφει το γνωστότερο μυθιστόρημά του, «Η Ζωή εν Τάφω».... 

Η οικογένεια του Στρατή Μυριβήλη
Η οικογένεια του Στρατή Μυριβήλη 


Με το τέλος του πολέμου, επιστρέφει στην πατρίδα του. Στη Λέσβο, έχει εγκατασταθεί και η Ελένη Δημητρίου, πρόσφυγας από το Δικελί, μικρασιατική πόλη απέναντι από την Μυτιλήνη. Γνωρίζεται με τον Μυριβήλη και το 1920, παντρεύονται. Ο Στρατής Μυριβήλης πήρε μέρος και στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Μετά την καταστροφή, κατατρεγμένος φτάνει στο νησί του μέσω της Θράκης, το 1922. Παρέμεινε στη Λέσβο, εργαζόμενος ως αρχισυντάκτης στην εφημερίδα «Σάλπιγξ» για 10 χρόνια, όπου και μετακόμισε οριστικά στην Αθήνα, μαζί με τη γυναίκα του και τα τρία τους παιδιά.... 
Η δράση του και το λογοτεχνικό του έργο Ο Ευστράτιος Σταματόπουλος έκανε την παρθενική του εμφάνιση στη λογοτεχνία το 1915, με τα διηγήματα Κόκκινες Ιστορίες. Πήρε το ψευδώνυμό του από το βουνό Μιριβίλι, κοντά στο οποίο βρισκόταν η Συκαμιά. Το χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το 1911. Στην Αθήνα, το 1938, διορίστηκε υπάλληλος στη Βιβλιοθήκη της Βουλής και για 4 χρόνια, από το 1946 έως και το 1950, διεύθυνε το πρόγραμμα στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας. Το 1940 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας για το «Γαλάζιο Βιβλίο», ενώ προτάθηκε και τρεις φορές για το Βραβείο Νόμπελ. Το 1958, έγινε ακαδημαϊκός. Η «Καθημερινή», η «Εθνική», η «Ακρόπολις», ήταν μερικές από τις εφημερίδες που συνεργαζόταν. Αν και υπήρξε μεγαλύτερος, ο Στρατής Μυριβήλης ανήκει στην γενιά του ’30. Η γενιά που στρέφει την πλάτη της στον Καρυωτάκη και τον παρνασσισμό, παρόλο που βίωσε την αρχή και την καταστροφή της Μεγάλης Ιδέας. Με αισιοδοξία αναζητά το φως το ελληνικό. Κορμός εκείνης της γενιάς ήταν ο ρεαλισμός και η  και η αγάπη για τη ζωή και τη φύση. Με αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια και εμπειρίες του παρόντος και του παρελθόντος, ο Μυριβήλης εμπλουτίζει τα διηγήματα και τις νουβέλες του. Βέβαια, η πίστη στην ελληνική παράδοση και ο ηθογραφικός χαρακτήρας που διατρέχουν τα περισσότερα μυθιστορήματα του Μυριβήλη, τον ξεχωρίζουν λίγο από τη γενιά αυτή. Όπως και να έχει το έργο του «η Ζωή εν Τάφω», παραμένει να είναι ένα από τα κορυφαία αντιπολεμικά βιβλία, που μέσα από τον λοχία Αντώνη Κωστούλα, αποτυπώνεται λυρικά η πραγματική φρικτή διάσταση του πολέμου. 
Χειρόγραφο του πεζογράφου

Χειρόγραφο του πεζογράφου... 


Οι ιδεολογικές μεταπτώσεις του συγγραφέα Ο Μυριβήλης στα νεανικά του χρόνια, ξεκίνησε σαν δημοτικιστής και υπέρμαχος του Βενιζέλου. Έπειτα από τη στενή του σχέση με τον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Παπαναστασίου, το 1920, συνδέθηκε με τον σοσιαλισμό. Κατά την διάρκεια της Δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936, στράφηκε προς τη δεξιά, άσχετα με το γεγονός ότι η «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια» και η «Η Ζωή εν Τάφω» ήταν απαγορευμένα επί της Δικτατορίας του Μεταξά. Μάλιστα, στις 19 Ιουλίου 1938, σε επιστολή του προς τον Μεταξά λέει: «Σας παρακαλώ θερμά να μου συχωρέσετε την τόλμη που πήρα, να σας γράψω για να ζητήσω τη βοήθειά σας σ” ένα ζήτημά μου προσωπικό…». Ίσως γι’ αυτό και το 1938 διορίστηκε στη Βιβλιοθήκη της Βουλής. Ο «Ο ύμνος της εργασίας» που δημοσιεύτηκε το 1939, αποτελεί ποίημα υπέρ του καθεστώτος. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου τάχθηκε εναντίον του κομμουνισμού και εξύμνησε τα γεγονότα της Μακρόνησου. Το 1948, στην διάλεξή του, «Ο Κομμουνισμός και το Παιδομάζωμα», μεταξύ άλλων, αν αναφέρει: «Εκείνο που δεν κατάλαβαν ακόμα ούτε οι Άγγλοι φίλοι μας, ούτε οι Αμερικάνοι, εκείνο που το μαθαίνουν σιγά-σιγά και απελπιστικά αργά με σπατάλη του ελληνικού άσματος, είναι τούτο: Πως ο σλαυϊκός κομμουνισμός δεν είναι μια κοινωνική θεωρία απλώς, ούτε ένα πολιτικοοικονομικό σύστημα. Είναι κάτι περισσότερο, κάτι φοβερότερο απ” αυτά. Είναι μια μέθοδος σατανική για την κατασκευή μιας νέας φυλής. [...]», «[...] Δεν υπάρχουν Έλληνες κομμουνιστές. Όταν κανείς γίνει συνειδητός κομμουνιστής, παύει να είναι Έλληνας» Παρόλα αυτά, ο Στρατής Μυριβήλης έμεινε στο λογοτεχνικό πάνθεον, ως ένας αντιπολεμικός συγγραφέας με έντονο ποιητικό και λυρικό ύφος και ως ένας σχολαστικός τεχνίτης του λόγου. Πριν από τον θάνατο του, η Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, τον ανακήρυξε επίτιμο πρόεδρό της.

Τρίτη 22 Ιουλίου 2014

Καρυωτάκης, ο ποιητής στο χείλος της αβύσσου

Η εποχή και η επικαιρότητά του μέσα από τα αποσπάσματα του βιβλίου "Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης"
Magnify Image
 «Κανένας ποιητής», διαπιστώνει ο Βύρων Λεοντάρης, «δεν ένιωσε τόσο βαθιά και τόσο άμεσα την τραγική αδυναμία και ευτέλεια του ποιητή σαν κοινωνική ύπαρξη» 

  Από την ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ

Το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού για το έργο του Καρυωτάκη ανανεώνεται συνεχώς, όπως δείχνουν οι πολλές και ποικίλες εκδόσεις των έργων του, ο εντυπωσιακός αριθμός μελοποιήσεων των ποιημάτων του και οι χιλιάδες διαδικτυακές αναφορές στην ποίησή του.   Στη δεκαετία του 1920 γεγονότα όπως η Μικρασιατική καταστροφή, το προσφυγικό πρόβλημα, η δικτατορία του Πάγκαλου  και οι διαδοχικές κυβερνητικές κρίσεις δημιουργούν μια ατμόσφαιρα έντασης και ανασφάλειας. Μετά το κενό που δημιουργείται με την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας, οι νέοι λογοτέχνες, αντιμετωπίζουν ποικίλα αδιέξοδα, ιδεολογικά υπαρξιακά και κοινωνικά.  Η ειλικρίνεια, η κατάθεση μιας ποίησης που γράφεται με αίμα, είναι τα κρίσιμα αιτήματα για την καλλιτεχνική δημιουργία και αυτά τα αιτήματα στο ακέραιο ο Καρυωτάκης.   Η αυτοκτονία του στη μακρινή επαρχία όπου τον είχε εξορίσει ένας μνησίκακος και αυταρχικός κρατικός μηχανισμός, θεωρήθηκε ως μια κατεξοχήν ποιητική πράξη και έγινε η αφορμή να αναδειχθεί από τους νέους της εποχής του ως σύμβολο. Ωστόσο αυτό το τελευταίο και συγκλονιστικότερο κεφάλαιο της ζωής του δεν μπορεί να εξηγήσει την διαρκή ανανέωση του ενδιαφέροντος για την ποίησή του  που συνεχίζεται αμείωτο ως τις μέρες μας.  
  Ακολουθούν τα αποσπάσματα της μελέτης της Χριστίνας Ντουνιά από το δοκίμιο  Κ.Γ.Καρυωτάκης " Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης", εκδόσεις Καστανιώτη (2000) και από δημοσιευμένες μελέτες της.

   Το βιογραφικό   
Αυτοπροσωπογραφία του Κώστα Καρυωτάκη

 «Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1896 στην Τρίπολη της Αρκαδίας, πατρίδα της μητέρας του Κατίγκως Σκάγιαννη. Ο πατέρας του Γεώργιος ήταν νομομηχανικός και καταγόταν από τη Συκιά της Κορινθίας. Εκεί βρισκόταν και το σπίτι της οικογένειας, όπου συχνά περνούσε τα καλοκαίρια του ο ποιητής. Είχε μία αδελφή ένα χρόνο μεγαλύτερή του, τη Νίτσα, και έναν αδελφό τρία χρόνια μικρότερό του, το Θάνο. Λόγω της εργασίας τού πατέρα του, η οικογένειά του αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά τόπο διαμονής. Έτσι ο Κώστας Καρυωτάκης πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια σε πολλές πόλεις: Λευκάδα, Πάτρα, Λάρισα, Καλαμάτα, Αργοστόλι, Αθήνα και  Χανιά, όπου φοίτησε στις δύο τελευταίες τάξεις του Λυκείου. (1911-1913). Στη συνέχεια βρέθηκε μόνος πλέον στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομικά στην ηλικία των 17 χρόνων. Πήρε το πτυχίο του το 1917 και δοκίμασε να σταδιοδρομήσει ως δικηγόρος. Όμως, ζώντας μια ζωή μποέμικη, χωρίς γνωριμίες και στήριξη, δεν κατάφερε να αποκτήσει πελατεία. Έτσι αναγκάστηκε, μάλλον με την προτροπή του πατέρα του, να στραφεί το 1919 προς τη δημοσιοϋπαλληλία. Ήταν μια επιλογή που δεν ταίριαζε με την καλλιτεχνική του φύση και τη δίψα του για ελευθερία, μολονότι η ευφυΐα του και οι σπουδές του, σε συνδυασμό με τη γνώση της γαλλικής και της γερμανικής γλώσσας τον καθιστούσαν υπάλληλο ιδιαίτερα ικανό. Διορίστηκε υπουργικός γραμματέας Α΄ στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, ενώ τοποθετήθηκε σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων οι νομαρχίες Σύρου, Άρτας (όπου εκτελούσε χρέη Νομάρχη) και Αθήνας. Διάβαζε συστηματικά ξένη λογοτεχνία και παρακολουθούσε τα ρεύματα που αναπτύσσονταν, συνεργαζόταν με όλα τα σοβαρά λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής του και σύχναζε στα στέκια των διανοουμένων και καλλιτεχνών. Είχε από νωρίς ξεχωρίσει ανάμεσα στους ποιητές της γενιάς του, πήρε μέρος σε νεανικές λογοτεχνικές κινήσεις και στο τέλος του 1927 ασχολήθηκε ενεργά με το συνδικαλιστικό κίνημα των Δημοσίων Υπαλλήλων. Αυτή η τελευταία δραστηριότητα σε μια εποχή ιδιαίτερα ταραγμένη του στοίχισε μια δυσμενή μετάθεση και μια μάλλον αθέμιτη καταδίωξη. Αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα στις 21 Ιουλίου του 1928, αφήνοντας μια αποχαιρετιστήρια επιστολή που έγινε γνωστή στο σύνολό της μόλις το 1980, όταν δυστυχώς όλοι οι μάρτυρες είχαν πεθάνει και όλα τα στοιχεία αυτής της πολύκροτης υπόθεσης είχαν χαθεί.»   

  Το αδέσποτο τραγούδι. Ο ποιητής στο χείλος της αβύσσου  
 Αισιοδοξία, χειρόγραφο Ο Καρυωτάκης αντιπροσωπεύει την εποχή του, είναι συντονισμένος με τον καιρό του και τον κόσμο του και γι' αυτό μοντέρνος. Ζει σε έναν κόσμο απομαγευμένο, σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Max Weber, χωρίς θεούς και συστατικούς μύθους, χωρίς κάτι να φωτίζει, να δείχνει την κατεύθυνση. «Σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή», έτσι περιγράφει τον κόσμο ο Καρυωτάκης: άδειο και σκοτεινό, χωρίς καν την παλμική λάμψη των άστρων. Η εικόνα και η υπαρξιακή εμπειρία που δηλώνει αυτός ο στίχος από τα «Ανδρείκελα» είναι ίδιες με εκείνες της εναρκτήριας σκηνής με την οποία ο Κάφκα εισάγει τον ήρωα του Πύργου, αλλά και τον αναγνώστη, στον ανοίκειο κόσμο του μυθιστορήματος: «Για ώρα στάθηκε ο Κ. στο ξύλινο γεφύρι που οδηγούσε από τον επαρχιακό δρόμο στο χωριό και κοίταζε πάνω το απατηλό κενό».   Ο Καρυωτάκης βλέπει τη «σκοτεινή άβυσσο», «το αγριωπό βάραθρο», έναν κόσμο χωρίς θεμέλιο, χωρίς ενότητα και νόημα, μετέωρο και ασυνάρτητο. Γεωμέτρης ενός κόσμου χωρίς συντεταγμένες, πρώτος αυτός στην ελληνική ποίηση συλλαμβάνει και εκφράζει την τρομερή σημασία αυτής της ριζικής αλλαγής. Βιώνει τη μοίρα του ανθρώπου σαν μια πορεία από τη ζωή προς τον θάνατο, οδυνηρή και ακατανόητη, και μεταμορφώνει αυτή την ακραία εμπειρία σε νικηφόρα ποιητική σαφήνεια και επίμονη άρνηση κάθε κίβδηλης παρηγοριάς.    Ο ποιητής στέκεται «στο χείλος του κόσμου, δώθε απ' τ' όνειρο και κείθε από τη γη», σε έναν τόπο οριακό, και περιγράφει την εποχή του, την περιπέτεια της ύπαρξης, και τους ανθρώπους γύρω του που ζουν βυθισμένοι στις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις μιας ευτελισμένης καθημερινότητας. Αναγνωρίζει την προβληματική σχέση ανάμεσα στον ποιητή και τη σύγχρονη κοινωνία και την αναδεικνύει σε κεντρικό θέμα της ποίησής του. «Κανένας ποιητής», διαπιστώνει ο Βύρων Λεοντάρης, «δεν ένιωσε τόσο βαθιά και τόσο άμεσα την τραγική αδυναμία και ευτέλεια του ποιητή σαν κοινωνική ύπαρξη»                                         Στην ποίηση του Καρυωτάκη προβάλλει ο ενικός της ενδοσκόπησης, της αυτογνωσίας, της ανάδυσης ενός μοναχικού εγώ που δημιουργεί τον εαυτό του και συγκροτεί την πραγματικότητα, που δεν χρειάζεται τον παραμυθητικό λόγο της ποιητικής μυθοπλασίας, αλλά αντέχει τη θέα της αβύσσου και αφήνει το τραγούδι αδέσποτο να βουίζει και ελεύθερο να ταξιδεύει αναζητώντας τη συνάντηση με τον άλλον, με εκείνον που θα πάρει το μήνυμα «όταν δεν είναι πια καιρός».      
  

  Τότε λοιπόν αδέσποτο θ' αφήσω                                   
  να βουίζει το Τραγούδι απάνωθέ μου.                                       
  «Δικαίωσις»                                   
   
 Απ' όλα θέλω ελεύτερος  
 να πλέω στα χάη του κόσμου.                                                                       
  «Στροφές» 

  Σύστοιχη της αυτογνωσίας είναι η αμείλικτη κοινωνική κριτική, η ειρωνεία και η σάτιρα θεσμών, συμβάσεων και νοοτροπιών οι οποίοι επιβάλλουν ρόλους και συμπεριφορές και ευτελίζουν τους ανθρώπους. Με τις «Σάτιρες» ο Καρυωτάκης επανασυνδέεται με τον παρόντα χρόνο και την  πραγματικότητα -σχέση που υποστυλώνει τη ρεαλιστική διάσταση της ποιητικής του- και δίνει στην ποίηση ένα νέο κοινωνικό ρόλο, ένα πεδίο παρέμβασης και κριτικής προσαρμοσμένο στο σύγχρονο κόσμο, και μια λειτουργία που αποβλέπει στη χειραφέτηση από κυρίαρχες αξίες και καταπιεστικούς μηχανισμούς που δεσμεύουν ή ακυρώνουν την ελευθερία και τη δημιουργικότητα των ανθρώπων. 
Magnify Image
  Το σπίτι του Καρυωτάκη στην Πρέβεζα 
Magnify Image
Εκδρομή με την οικογένειά του στη Συκιά 

  Στο κενό που αφήνει η εξάντληση της δυναμικής της ποίησης της παρακμής, κενό που απειλεί την ποίηση με καταδίκη στην απόλυτη σιωπή, στα χρόνια που ακολουθούν τη Μικρασιατική Καταστροφή και την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας, το ζήτημα που τίθεται με ένταση είναι πώς μπορεί να γίνει ποίηση στις συνθήκες της απομάγευσης του κόσμου και της ακύρωσης των ιδεολογημάτων περί εθνεγερτηρίου, προφητικής ή μεσσιανικής ποίησης. Η ενδιάμεση σιωπή, μετά την έκδοση της συλλογής που ορίζει την ποίηση ως νηπενθές φάρμακο, αλλά κυρίως η απάντηση που φέρνουν τα Ελεγεία και Σάτιρες  λειτουργεί ως «ηλεκτρική εκκένωση» στο σώμα της ποίησης. Τα δυο καθοριστικά θέματα -η ποιητική και υπαρξιακή αυτογνωσία και η επιθετική κοινωνική κριτική- σε συνδυασμό με τη νέα ποιητική γλώσσα του Καρυωτάκη, είναι τα στοιχεία που διαβλέπει ο Τ. Άγρας και που τον οδηγούν στο συμπέρασμα ότι «έξαφνα [...] μας εξεπέρασεν όλους, αμέσως και εξακολουθητικά!».  
 Πράγματι, με τα Ελεγεία και Σάτιρες η συνέχεια διακόπτεται, η ποίηση αλλάζει πρότυπο: η μόνη ποίηση που μπορεί να γίνει είναι εκείνη που οδηγεί στην ελευθερία και την αυτογνωσία. . Ποίηση ενική, διαλογική, χωρίς και εγγυήσεις και ανταμοιβή, «ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος», φωνή ενός προσώπου, ενός εγώ που «μιλάει μέσα από τη γωνία που ορίζει την κλίση της ύπαρξής του» (P. Celan, Απάντηση στις ερωτήσεις του βιβλιοπωλείου Flinker, Παρίσι 1958) και συγχρόνως εκφράζει τον καιρό και τον κόσμο του, που .με τους στίχους -«από το αίμα μου παιδιά», λέει ο Καρυωτάκης- τους δίνει σάρκα και σχήμα.   Ο Καρυωτάκης ανατέμνοντας την εσωτερική του περιπέτεια με μια φωνή συγκλονιστικής ειλικρίνειας, δείχνοντας «την ανοιχτή, μάταιη πληγή στον ήλιο», όπως οι «Δόν Κιχώτες» του ομώνυμου ποιήματός του, γίνεται καθολικός, κατορθώνει να εκφράσει τον άλλο. Η διάρκειά του βρίσκεται στο ειδικό βάρος της ποίησής του, μιας ποίησης που υπερβαίνει τη βιογραφία του ποιητή και τα πλαίσια της εποχής του. Βέβαια, τα γεγονότα της ζωής του ακριβώς επειδή συνδυάζονται με μια καλλιτεχνική συνείδηση υψηλής ποιότητας και μια προσωπική στάση ασυμβίβαστη και ακέραια, συνέβαλαν στη δημιουργία ενός μύθου που παραπέμπει στην αρχαία τραγωδία: ο ήρωας συντρίβεται από την αντίδικη μοίρα του, αλλά κερδίζει την ηθική δικαίωση και την αθανασία.         Πηγή: www.lifo.gr

Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

Νικόλας Κάλας



Τώρα που τη σιωπή των ρητόρων , των σοφιστών , καταπατούν
τέκνα άλλων αστών ,
τεύτονες-πατρίκιοι εκπεσμένοι , ήρωες πολλώ θανάτων στη
Βενετιά -
΄Αγγλοι ποιητές μα ουαλδική μορφή και σκάνδαλα βυρωνικά ,
και μεταφέρονται στους στίβους και στα γήπεδά της νίκες αιγυ-
πτιακές και ξένες ,
και τακτικοί θαμώνες της ζωής της γενήκανε εκείνα τα παιδιά
της Ρωμιοσύνης
που , από χώρες όπου θαυματουργούσεν ο Εφέσσιος Μάξιμος ,
από τόπους άλλων πίστεων
καθημερινά , πάνου σε καράβια πτωχευμένων εταιρειών , κατα-
φτάνουν στην  Αθήνα...
καιρός είναι εμείς να εγκαταλείψουμε τον περίβολο των γκρεμι-
σμένων τειχών της .
Μόνη πια τα βράδια των θερινών μηνών ας παρακολουθεί
τον ήλιο να κρύβεται πίσω από σκουριασμένες στήλες
ενώ για τελευταία φορά παίζει με τις υδάτινες εικόνες του Ι-
λισσού .
΄Εχουν κατασκευασθεί για να ποτισθούν τα πέρατα της γης
με τη δόξα πόλης που πλένεται σε άνυδρο ποτάμι
με ό,τι απομένει από τη δόξα αυτή .
Και δεν υπάρχει ελπίδα να αλλάξει η σύνθεσή των
η κοίτη να σκεπασθεί με πιο πολύ νερό .
Για να πνιγούνε τώρα οι Αθηναίοι πρέπει αλλού να αναζητή-


σουνε για το λουτρό τους τάφο.


Ο Νικόλας Κάλας ή Νικήτας Ράντος (Ελβετία 27 Μαΐου 1907-Η.Π.Α. 31 Δεκεμβρίου 1988, πραγματικό όνομα Νικόλαος Καλαμάρης) ήταν Έλληνας ποιητής. Χρησιμοποιούσε επίσης τα ψευδώνυμα Μ. Σπιέρος και N.Calas στα θεωρητικά και κριτικά του κείμενα. Είναι ένας από τους πρώτους ποιητές που χρησιμοποίησαν ελεύθερο στίχο στην δεκαετία του ’30.
Γεννήθηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας το 1907 αλλά σύντομα η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στην Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών τα χρόνια 1924-1927 και κατά την διάρκεια των σπουδών του ήταν μέλος της Φοιτητικής Συντροφιάς. Το 1933 εξέδωσε ως Νικήτας Ράντος την πρώτη του συλλογή, Ποιήματα, και το 1934 αναχώρησε για το Παρίσι, όπου εντάχθηκε στην υπερρεαλιστική ομάδα. Στα προλεγόμενα ενός τρίτου μανιφέστου του υπερρεαλισμού, ο Αντρέ Μπρετόν τον κατέταξε στα «πιο φωτεινά και τα πιο τολμηρά» μυαλά της εποχής[1]. Μέχρι το 1937 ζούσε ταξιδεύοντας ανάμεσα στην Αθήνα και το Παρίσι, όπου τελικά εγκαταστάθηκε μέχρι το 1939, όταν έφυγε για την Λισαβόνα, όπου έμεινε για έναν χρόνο, και μετά μετέβη στην Νέα Υόρκη. Στην δεκαετία του ’60 και του ’70 ταξίδεψε στην Ελλάδα και παρέμεινε για μικρό χρονικό διάστημα, αλλά τελικά επέστρεψε στις Η.Π.Α., όπου και έμεινε μέχρι τον θάνατό του το 1988.
Εκτός από το ποιητικό του έργο μετέφρασε Τ. Σ. Έλιοτ και Λουί Αραγκόν και συνεργάστηκε με ελληνικά και διεθνή περιοδικά όπου δημοσίευε θεωρητικά κείμενα και δοκίμια. Το 1977 τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο ποίησης για την συλλογή του Οδός Νικήτα Ράντου, που είχε δημοσιεύσει με το ψευδώνυμο Νικόλας Κάλας.

ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ» παρουσιάζεται ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΛΑΣ (ΚΑΛΑΜΑΡΗΣ) (1907-1988), ποιητής, δοκιμιογράφος αλλά και θεωρητικός τέχνης. Αναδεικνύεται η επαναστατική του φύση και σκέψη, ενώ χαρακτηρίζεται ως ασυμβίβαστος και ίσως ο πιο πολιτικοποιημένος από τους υπερρεαλιστές της εποχής του. Πιστεύοντας πως «ό,τι ξεφεύγει από τον κανόνα αρχίζει κι έχει ενδιαφέρον» κινήθηκε σε δρόμους που συχνά οδήγησαν σε συγκρούσεις, δημιουργώντας ένα κλίμα εχθρικό που πιθανότατα τον οδήγησε τελικά στην αυτοεξορία, πρώτα στο Παρίσι και μετά στη Νέα Υόρκη. Την πρώτη του παρουσία στην ποίηση το 1933 τη συνδέει ο ίδιος με τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922. Στο περιοδικό «ΧΝΑΡΙ» του ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΓΟΥΛΑΤΟΥ και της ΚΟΡΑΛΙΑΣ ΣΩΤΗΡΙΑΔΟΥ πρωτοδημοσιεύει ποιήματά του. Μια ολόκληρη ενότητα αυτών θα εντάξει αργότερα στη συλλογή του «ΟΔΟΣ ΝΙΚΗΤΑ ΡΑΝΤΟΥ». Στο Παρίσι θα έρθει πιο κοντά με τους άλλους υπερρεαλιστές, όπως ο ΑΝΤΡΕ ΜΠΡΕΤΟΝ και η περίοδος διαμονής του εκεί θα αποδειχθεί ιδιαίτερα δημιουργική. Εκεί θα γράψει το δοκίμιο «ΕΣΤΙΕΣ ΠΥΡΚΑΓΙΑΣ» στο οποίο, εμβαθύνοντας στην ψυχανάλυση, θα αναφερθεί στην πολιτική και στην ποίηση αναζητώντας τη σχέση της ποίησης με τη βία μέσα στην ιστορία. Από το 1940 έως και το θάνατό του έμεινε στην Αμερική. Στην εκπομπή παρουσιάζονται αποσπάσματα συνεντεύξεών του και φωτογραφικό υλικό. Για τη ζωή και το έργο του μιλούν ο ποιητής ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ, ο ποιητής και δοκιμιογράφος ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΓΟΥΛΑΤΟΣ, ο συγγραφέας ΣΑΒΒΑΣ ΜΙΧΑΗΛ, η διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας LENA HOFF, ο συγγραφέας ΜΙΧΑΛΗΣ ΡΑΠΤΗΣ, η ιστορικός τέχνης και τεχνοκριτικός ΒΑΣΙΑ ΚΑΡΚΑΓΙΑΝΝΗ-ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ.
http://www.hprt-archives.gr/V3/public/main/page-assetview.aspx?tid=0000024546&tsz=0&autostart=0

Ο Ελύτης στα Αγγλικά – το προοίμιο μιας κριτικής


Σε προηγούμενο ποστ  του http://gravityandthewind.blogspot.com είχε ξεκινήσει μια συζήτηση σχετικά με τη μετάφραση της ποίησης. Η θέση μου είναι ότι η ποίηση είναι γενικότερα μη-μεταφράσιμη, και ότι αυτό που κάνει στην ουσία ο μεταφραστής είναι να γράφει ένα νέο ποίημα, βασισμένος στο πρωτότυπο.

Εδώ προκύπτουν πολλά θέματα, μεταξύ των οποίων η σχέση μορφής - νοήματος, ο ρόλος της υφής, η γλωσσική ροή, τα κριτήρια επιλογής μεμονωμένων λέξεων, η μουσικότητα, και άλλα πολλά.

Μου αρέσει να μεταφράζω ποίηση, και το κάνω πού και πού σαν χόμπι. Είναι μια πρόκληση που σε οδηγεί να ανακαλύπτεις διαρκώς καινούργια πράγματα – μεταξύ άλλων την ανεπάρκειά σου να αποδώσεις κάτι με τρόπο που θα θεωρούσες ικανοποιητικό (επομένως είναι και μάθημα ταπεινότητας).

Επαναφέρω τον σχετικό προβληματισμό σαν προοίμιο για μια μελέτη (κι αυτή από χόμπι – και επαγγελματική διαστροφή) που σκοπεύω να κάνω το καλοκαίρι.

Αφορμή στάθηκε το δώρο που έλαβα από μια φίλη: μια όμορφη, δίγλωσση έκδοση της συλλογής του Ελύτη «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου» (Ύψιλον), με το πρωτότυπο του Οδυσσέα Ελύτη και τη μετάφραση του David Connolly αντικριστά, σε διαρκή διάλογο.

Η μετάφραση με προβλημάτισε – γιατί την περίμενα αλλιώς, με δεδομένο ότι ο μεταφραστής είναι πολυβραβευμένος, θεωρείται ειδικός στη μετάφραση της ποίησης, και μάλιστα είναι και καθηγητής μεταφρασεολογίας.

Η γραφή του Ελύτη έχει, κατά τη γνώμη μου, ένα βασικό χαρακτηριστικό: είναι μουσικότατη. Είτε γράφει ποίημα είτε πεζό, οι συλλαβές ρέουν αβίαστα, με σχεδόν ονειρικό τρόπο, ακόμη κι όταν περιγράφει φρικτά πράγματα (όπως στο «Άξιον Εστί», π.χ.), κάτι που φαίνεται αμέσως μόλις διαβάσεις το κείμενο φωναχτά. Η μετάφραση του Κόνολι, αντίθετα, φτάνει στα αυτιά μου πολύ πεζή και δυσκίνητη. Το νόημα των λέξεων είναι εκεί, αλλά η μορφή τους μου φαίνεται αλλόκοτη, και μου λείπει εντελώς η μουσικότητα του πρωτοτύπου. Δεν ξέρω αν πρόκειται για αδυναμία ή για επιλογή του μεταφραστή, και παρακαλώ να μην θεωρηθεί με κανέναν τρόπο αυτό το ποστ «επίθεση» κατά του Κόνολι. Το καλοκαίρι σκοπεύω να προμηθευτώ κι άλλες μεταφράσεις του, μήπως και καταλάβω τη λογική του -- γι’ αυτό μιλώ για προοίμιο, άλλωστε.

Ιδού ένα παράδειγμα από το «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου»:



Βάρος της τρυφεράδας τ’ ουρανού
μετά που εβρόντησε και ξεκινά ο σαλίγκαρος.
Κομμάτια σπίτια που επιπλέουν, μπαλκόνια με μπροστά το κοντάρι τους, ο αέρας.

Γεγονός είναι ο θάνατος που επίκειται
φορτωμένος κάτι ευτυχίες παλιές
και κείνη την πολύ γνωστή (που λευκάνθηκε στις άγριες ερημιές) απελπισία.

Weight of the sky’s tenderness
after thundering and the snail sets forth.
Parts of houses floating, balconies with their poles in front, the wind.

What’s definite is the death now imminent
laden with past happinesses
and (whitened in the wild wastes) that so familiar despair.



Κι άλλο ένα:

Από μακριά την είδα να ‘ρχεται καταπάνω μου. Φορούσε παπούτσια πάνινα και προχωρούσε αλαφρή κι ασπρόμαυρη. Ως κι ο σκύλος πίσω της, βουτούσε ως τα μισά μέσα στο μαύρο.

Γέρασα να περιμένω, αλήθεια.

Κι είναι τώρα πολύ αργά για να καταλάβω πως όσο εκείνη προχωρούσε, τόσο το κενό μεγάλωνε, κι ότι δεν επρόκειτο να συναντηθούμε ποτέ.

From afar I saw her coming straight towards me. She wore canvas shoes and proceeded lightly and in black and white. Even the dog behind her plunged halfway into the black.

I’ve grown old waiting, in all truth.

And now it’s too late for me to see that the more she proceeded, the more the gap widened, and that we were never going to meet.



Στα δυο παραδείγματα που παραθέτω, βλέπω μια κατά λέξη μετάφραση, αλλά χωρίς ποιητικότητα. Δεν εννοώ κατ’ ανάγκη την ποιητικότητα του Ελύτη (που είναι δύσκολο, ίσως, να μεταφερθεί) – εννοώ οποιαδήποτε ποιητικότητα. Το αγγλικό κείμενο φαντάζει στα μάτια μου (και στα αυτιά μου) αφόρητα πεζό.

Τζουζέπε Ουνγκαρέττι - Δύο ποιήματα



Ο Οδυσσέας Ελύτης γνώρισε τον Ιταλό ποιητή Ουγκαρέττι από τον Σαραντάρη ο οποίος ήταν αναθρεμμένος με ιταλική παιδεία. Ο Σαραντάρης ήταν μυημένος στον υπαρξισμό και στον ιταλικό ερμητισμό. Ο Ελύτης λέει για την γνωριμία του με τον Ουγκαρέττι μέσα από τον Σαραντάρη: " Διαβάζαμε μαζί Γάλλους και Ιταλούς ποιητές, ιδιαίτερα τον Ungaretti, που το περίφημο ποίημα του "Memoria d' Ofelia d'Alba", θυμάμαι το είχα μάθει απ'έξω στο πρωτότυπο. Η κρθφή αγάπη του Ελύτη για τον Ουγκαρέττι γίνεται φανερή και με τα ποιήματα που μετέφρασε σε συνεργασία με τον Ιταλό και δημοσίεψε στη Δεύτερη Γραφή, 1976.

Το θαμμένο λιμάνι 

Φτάνει μόλις εκεί
μια στιγμούλα ν' αγγίξει
ο ποιητής
Ύστερα μες στο φως ξαναγυρνάει
με τα τραγούδια του
που τα σκορπάει

Από μια τέτοια ποίηση δεν
μου απομένει πάρεξ
ένα κάτι ελάχιστο
θησαυρού κρυφού ανεξάντλητου .΄

Μνήμη της Οφηλίας της αυγής

Από σας , πριν απ' την ώρα τους ρεμβαστικά ,
μεμιάς το μάταιο φως
ως τη στερνή σταγόνα του εστραγγίστη
μάτια ωραία , στα σφαλιστά τους βλέφαρα χορτάτα .

Εντός σας αθάνατα
πια και χωρίς κανένα βάρος
τα πράγματα που εζούσατε μ ' άωρους δισταγμούς
καίγοντας μες στην αλλαγή τους
μια γαλήνη προσμένουν
και σε λίγο , στα βάθη της σιωπής της δικής σας
ν' αρμοστούν οριστικά θα πάνε ,
ασωτεμένα πράγματα :

Καθάρια αναθυμήματα
ονόματα , αιώνια εμβλήματα...

Μετάφραση : Οδυσσέας Ελύτης 


Τζιουζέπε Ουνγκαρέτι-Giouseppe Ungaretti (1888-1970)


 Τον γνώρισα από τη "Δεύτερη Γραφή" του Ελύτη αυτόν τον μεγάλο Ιταλό ποιητή.
Ακολούθησε μετά η μελοποίηση μερικών ποιημάτων του από το Νότη Μαυρουδή στο δίσκο "Στην όχθη της καρδιάς μου".

Πρόσφατα βρήκα ένα μικρό βιβλίο με τίτλο "Κείμενα γα την Ποίηση" που περιέχει κάποιες συνεντεύξεις του και πεζά με απόψεις για την ποίηση.

Μερικά λόγια του απ' αυτό το βιβλίο:
  • ...κι έμαθα πως μόνο στο πνεύμα υπάρχει αθανασία,ότι η αίσθηση του μέτρου είναι ο αδιάψευστος μάρτυρας του βάθους της σκέψης μας....

  • ..Η ποίηση επιβεβαιώνει πάντα-τούτη ακριβώς είναι η αποστολή της-την ακεραιότητα, την αυτονομία, την αξιοπρέπεια του ανθρώπου...

  • Αν όντως επιθυμούμε μια ειλικρινή και ακριβή μαρτυρία του δράματος και της τραγωδίας του καιρού μας, πρέπει να αφουγκραστούμε τους ποιητές.Διότι αυτοί έχουν νιώσει σκληρότερα την απόσταση που χωρίζει τον πρακτικό από το θεωρητικό βίο.

  • Σε ακραίες καταστάσεις,απαιτούνται και ακραίες λύσεις...

  • ...Ο νους δεν θα το εξιχνιάσει ποτέ,και μόνο με το αίσθημα μπορούμε να το γνωρίσουμε...εδώ

Ζωγραφική - Μοντέρνος και οραματικός ο Κωνσταντίνος Παρθένης

Η έκθεση «Τέχνη και Πνεύμα» φιλοδοξεί να φωτίσει την προσωπικότητά του και να αναδείξει τη σχέση του με τα κινήματα της αρ-νουβό, του κυβισμού, του μοντερνισμού και του συμβολισμού. Χωρίς να αγνοείται το ελληνικό στοιχείο του έργου του. 

 



Της Παρης Σπίνου 

Ο Κωνσταντίνος Παρθένης πίστευε ότι ο καλλιτέχνης πρέπει «να έχη ξεχωριστήν ατομικότητα και να κατορθώνη να την εκφράζη, χωρίς καμμίαν φροντίδα διά τους κανόνας και την παράδοσιν». Ετσι και ο ίδιος δημιούργησε ένα έργο οραματικό και αλληγορικό, έντονα προσωπικό, μοντέρνο και ελληνικό ταυτόχρονα. Το αναδεικνύει η έκθεση «Κωνσταντίνος Παρθένης: Τέχνη και Πνεύμα», που εγκαινιάζεται την ερχόμενη Τετάρτη στο Ιδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη.
Με περισσότερα από 60 έργα, πορτρέτα, θρησκευτικά, ηθογραφικά, αλληγορικά θέματα, νεκρές φύσεις και τοπία, αποτυπώνονται οι πολλαπλές αναζητήσεις του κορυφαίου ζωγράφου, ο οποίος τάραξε τα νερά της νεοελληνικής τέχνης στις αρχές του 20ού αιώνα. Ταυτόχρονα, όμως, φωτίζεται η προσωπικότητα ενός ανήσυχου, κοσμοπολίτη, καλλιεργημένου, αυστηρού, αλλά και εσωστρεφή καλλιτέχνη.

Οι πρώτες φωτογραφίες του Παρθένη (1878-1967) δείχνουν έναν κομψό, εξεζητημένο νεαρό, ο οποίος φτάνει στην Ελλάδα το 1903 «κομίζοντας έναν άλλο αέρα στην φτωχή καλλιτεχνικά χώρα μας», όπως επισημαίνει η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, στον κατάλογο της έκθεσης.





Γεννημένος στην Αλεξάνδρεια από μητέρα Ιταλίδα και πατέρα Ελληνα, πολύγλωσσος, με μουσικές γνώσεις, σπούδασε στη Ρώμη και στη Βιέννη, όπου επηρεάστηκε από τα κινήματα της αρ-νουβό, του μοντερνισμού, του συμβολισμού. Μάλιστα στη Βιέννη μαθήτευσε δίπλα στον ζωγράφο Ντίφεμπαχ, ο οποίος είχε δημιουργήσει ένα είδος καλλιτεχνικού «χίπικου» κοινοβίου.





Δεν ενσωματώνεται αμέσως στην ελληνική καλλιτεχνική πραγματικότητα. Ταξιδεύει στη βόρεια Ελλάδα και την Κωνσταντινούπολη, όπου «ζωγραφίζει μερικά τοπία με δυνατά χρώματα στο πνεύμα του Νεοϊμπρεσιονισμού», εκτελεί αγιογραφικές διακοσμήσεις ναών στον Πόρο και το Κάιρο «όπου επιχειρεί να συνθέσει τη βυζαντινή παράδοση με τη δυτική τέχνη». Ζει δύο χρονια (1909-11) στο Παρίσι, όπου εκθέτει και βραβεύεται, ενώ γνωρίζει το κυβιστικό έργο του Πικάσο αλλά και τις αέρινες φιγούρες του Ματίς, που θα επιδράσουν αργότερα στη ζωγραφική του.






Μόλις το 1917 παίρνει την ελληνική υπηκοότητα και η καθιέρωσή του επισφραγίζεται από μεγάλη αναδρομική στο Ζάππειο και τη βράβευσή του με το Εθνικό Αριστείο Ζωγραφικής. Παράλληλα, η φιλία του με παράγοντες της πολιτικής και καλλιτεχνικής ζωής, όπως ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου και ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, θα του εξασφαλίσουν τον διορισμό του, χωρίς να εκλεγεί, στη Σχολή Καλών Τεχνών. Αυστηρός αλλά και καινοτόμος δάσκαλος, ο Παρθένης έρχεται σε ρήξη με την ακαδημαϊκή παράδοση. «Οι καλλιτέχναι θα πεισθούν ότι πρέπει να εργάζονται με τον νουν και την ψυχήν και όχι μόνον με τον χρωστήρα και την σμίλην», τονίζει.






«Αποσύρεται βαθμιαία από τα εγκόσμια και βυθίζεται στον οραματικό κόσμο της ώριμης ζωγραφικής του, που ενοικείται από αλληγορικές και συμβολικές παραστάσεις», επισημαίνει η Μ. Λαμπράκη-Πλάκα. «Οι μορφές του, καμπυλόγραμμες, κυματοειδείς, χορευτικές, εντάσσονται αρμονικά στον χώρο δημιουργώντας μελωδικές ρίμες με τα περιβάλλοντα συνθετικά στοιχεία, δέντρα, βουνά, λόφους». Η γραφή του γίνεται όλο και πιο γεωμετρική, το λευκό φως αντανακλάται στον καμβά του, «η χρωστική ουσία χάνει την υλική της υπόσταση, γίνεται καθαρή πνευματική προβολή».






Αυτή η συγκομιδή θα παρουσιαστεί το 1938 στην Μπιενάλε της Βενετίας μαζί με τα έργα των Μ. Τόμπρου και Α. Θεοδωρόπουλου. «Ας μη βιαστούμε να συναγάγουμε συμπεράσματα για τα φρονήματα του καλλιτέχνη από αυτή τη συμμετοχή», διευκρινίζει η ίδια. «Αλλωστε η εθνικιστική ιδεολογία της στροφής προς την παράδοση, που πριμοδοτούσαν όλα τα απολυταρχικά καθεστώτα της Ευρώπης την περίοδο του Μεσοπολέμου, ταυτιζόταν συμπτωματικά με την ιδεολογία των καλλιτεχνών της Γενιάς του Τριάντα, που φιλοδόξησαν να δημιουργήσουν έναν ελληνικό μοντερνισμό αξιοποιώντας το δίδαγμα της παράδοσης».






Λέγεται ότι κατά την Κατοχή οι Γερμανοί ήθελαν να επιτάξουν το σπίτι του, στην Ακρόπολη, ωστόσο δεν το έκαναν σεβόμενοι το σπουδαίο έργο του. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 πάλι, η κατοικία του θα απαλλοτριωνόταν βάσει σχεδίου ανάπλασης της περιοχής. Τότε ο ίδιος απείλησε ότι θα αυτοπυρποληθεί μαζί με τους πίνακές του. Ευτυχώς δεν το έκανε.
p.spinou@efsyn.gr