Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

Ζωγραφική - Μοντέρνος και οραματικός ο Κωνσταντίνος Παρθένης

Η έκθεση «Τέχνη και Πνεύμα» φιλοδοξεί να φωτίσει την προσωπικότητά του και να αναδείξει τη σχέση του με τα κινήματα της αρ-νουβό, του κυβισμού, του μοντερνισμού και του συμβολισμού. Χωρίς να αγνοείται το ελληνικό στοιχείο του έργου του. 

 



Της Παρης Σπίνου 

Ο Κωνσταντίνος Παρθένης πίστευε ότι ο καλλιτέχνης πρέπει «να έχη ξεχωριστήν ατομικότητα και να κατορθώνη να την εκφράζη, χωρίς καμμίαν φροντίδα διά τους κανόνας και την παράδοσιν». Ετσι και ο ίδιος δημιούργησε ένα έργο οραματικό και αλληγορικό, έντονα προσωπικό, μοντέρνο και ελληνικό ταυτόχρονα. Το αναδεικνύει η έκθεση «Κωνσταντίνος Παρθένης: Τέχνη και Πνεύμα», που εγκαινιάζεται την ερχόμενη Τετάρτη στο Ιδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη.
Με περισσότερα από 60 έργα, πορτρέτα, θρησκευτικά, ηθογραφικά, αλληγορικά θέματα, νεκρές φύσεις και τοπία, αποτυπώνονται οι πολλαπλές αναζητήσεις του κορυφαίου ζωγράφου, ο οποίος τάραξε τα νερά της νεοελληνικής τέχνης στις αρχές του 20ού αιώνα. Ταυτόχρονα, όμως, φωτίζεται η προσωπικότητα ενός ανήσυχου, κοσμοπολίτη, καλλιεργημένου, αυστηρού, αλλά και εσωστρεφή καλλιτέχνη.

Οι πρώτες φωτογραφίες του Παρθένη (1878-1967) δείχνουν έναν κομψό, εξεζητημένο νεαρό, ο οποίος φτάνει στην Ελλάδα το 1903 «κομίζοντας έναν άλλο αέρα στην φτωχή καλλιτεχνικά χώρα μας», όπως επισημαίνει η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, στον κατάλογο της έκθεσης.





Γεννημένος στην Αλεξάνδρεια από μητέρα Ιταλίδα και πατέρα Ελληνα, πολύγλωσσος, με μουσικές γνώσεις, σπούδασε στη Ρώμη και στη Βιέννη, όπου επηρεάστηκε από τα κινήματα της αρ-νουβό, του μοντερνισμού, του συμβολισμού. Μάλιστα στη Βιέννη μαθήτευσε δίπλα στον ζωγράφο Ντίφεμπαχ, ο οποίος είχε δημιουργήσει ένα είδος καλλιτεχνικού «χίπικου» κοινοβίου.





Δεν ενσωματώνεται αμέσως στην ελληνική καλλιτεχνική πραγματικότητα. Ταξιδεύει στη βόρεια Ελλάδα και την Κωνσταντινούπολη, όπου «ζωγραφίζει μερικά τοπία με δυνατά χρώματα στο πνεύμα του Νεοϊμπρεσιονισμού», εκτελεί αγιογραφικές διακοσμήσεις ναών στον Πόρο και το Κάιρο «όπου επιχειρεί να συνθέσει τη βυζαντινή παράδοση με τη δυτική τέχνη». Ζει δύο χρονια (1909-11) στο Παρίσι, όπου εκθέτει και βραβεύεται, ενώ γνωρίζει το κυβιστικό έργο του Πικάσο αλλά και τις αέρινες φιγούρες του Ματίς, που θα επιδράσουν αργότερα στη ζωγραφική του.






Μόλις το 1917 παίρνει την ελληνική υπηκοότητα και η καθιέρωσή του επισφραγίζεται από μεγάλη αναδρομική στο Ζάππειο και τη βράβευσή του με το Εθνικό Αριστείο Ζωγραφικής. Παράλληλα, η φιλία του με παράγοντες της πολιτικής και καλλιτεχνικής ζωής, όπως ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου και ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, θα του εξασφαλίσουν τον διορισμό του, χωρίς να εκλεγεί, στη Σχολή Καλών Τεχνών. Αυστηρός αλλά και καινοτόμος δάσκαλος, ο Παρθένης έρχεται σε ρήξη με την ακαδημαϊκή παράδοση. «Οι καλλιτέχναι θα πεισθούν ότι πρέπει να εργάζονται με τον νουν και την ψυχήν και όχι μόνον με τον χρωστήρα και την σμίλην», τονίζει.






«Αποσύρεται βαθμιαία από τα εγκόσμια και βυθίζεται στον οραματικό κόσμο της ώριμης ζωγραφικής του, που ενοικείται από αλληγορικές και συμβολικές παραστάσεις», επισημαίνει η Μ. Λαμπράκη-Πλάκα. «Οι μορφές του, καμπυλόγραμμες, κυματοειδείς, χορευτικές, εντάσσονται αρμονικά στον χώρο δημιουργώντας μελωδικές ρίμες με τα περιβάλλοντα συνθετικά στοιχεία, δέντρα, βουνά, λόφους». Η γραφή του γίνεται όλο και πιο γεωμετρική, το λευκό φως αντανακλάται στον καμβά του, «η χρωστική ουσία χάνει την υλική της υπόσταση, γίνεται καθαρή πνευματική προβολή».






Αυτή η συγκομιδή θα παρουσιαστεί το 1938 στην Μπιενάλε της Βενετίας μαζί με τα έργα των Μ. Τόμπρου και Α. Θεοδωρόπουλου. «Ας μη βιαστούμε να συναγάγουμε συμπεράσματα για τα φρονήματα του καλλιτέχνη από αυτή τη συμμετοχή», διευκρινίζει η ίδια. «Αλλωστε η εθνικιστική ιδεολογία της στροφής προς την παράδοση, που πριμοδοτούσαν όλα τα απολυταρχικά καθεστώτα της Ευρώπης την περίοδο του Μεσοπολέμου, ταυτιζόταν συμπτωματικά με την ιδεολογία των καλλιτεχνών της Γενιάς του Τριάντα, που φιλοδόξησαν να δημιουργήσουν έναν ελληνικό μοντερνισμό αξιοποιώντας το δίδαγμα της παράδοσης».






Λέγεται ότι κατά την Κατοχή οι Γερμανοί ήθελαν να επιτάξουν το σπίτι του, στην Ακρόπολη, ωστόσο δεν το έκαναν σεβόμενοι το σπουδαίο έργο του. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 πάλι, η κατοικία του θα απαλλοτριωνόταν βάσει σχεδίου ανάπλασης της περιοχής. Τότε ο ίδιος απείλησε ότι θα αυτοπυρποληθεί μαζί με τους πίνακές του. Ευτυχώς δεν το έκανε.
p.spinou@efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου