Η εποχή και η επικαιρότητά του μέσα από τα αποσπάσματα του βιβλίου "Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης"
«Κανένας ποιητής», διαπιστώνει ο Βύρων Λεοντάρης, «δεν ένιωσε τόσο βαθιά και τόσο άμεσα την τραγική αδυναμία και ευτέλεια του ποιητή σαν κοινωνική ύπαρξη»
Από την ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού για το έργο του Καρυωτάκη ανανεώνεται συνεχώς, όπως δείχνουν οι πολλές και ποικίλες εκδόσεις των έργων του, ο εντυπωσιακός αριθμός μελοποιήσεων των ποιημάτων του και οι χιλιάδες διαδικτυακές αναφορές στην ποίησή του. Στη δεκαετία του 1920 γεγονότα όπως η Μικρασιατική καταστροφή, το προσφυγικό πρόβλημα, η δικτατορία του Πάγκαλου και οι διαδοχικές κυβερνητικές κρίσεις δημιουργούν μια ατμόσφαιρα έντασης και ανασφάλειας. Μετά το κενό που δημιουργείται με την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας, οι νέοι λογοτέχνες, αντιμετωπίζουν ποικίλα αδιέξοδα, ιδεολογικά υπαρξιακά και κοινωνικά. Η ειλικρίνεια, η κατάθεση μιας ποίησης που γράφεται με αίμα, είναι τα κρίσιμα αιτήματα για την καλλιτεχνική δημιουργία και αυτά τα αιτήματα στο ακέραιο ο Καρυωτάκης. Η αυτοκτονία του στη μακρινή επαρχία όπου τον είχε εξορίσει ένας μνησίκακος και αυταρχικός κρατικός μηχανισμός, θεωρήθηκε ως μια κατεξοχήν ποιητική πράξη και έγινε η αφορμή να αναδειχθεί από τους νέους της εποχής του ως σύμβολο. Ωστόσο αυτό το τελευταίο και συγκλονιστικότερο κεφάλαιο της ζωής του δεν μπορεί να εξηγήσει την διαρκή ανανέωση του ενδιαφέροντος για την ποίησή του που συνεχίζεται αμείωτο ως τις μέρες μας.
Ακολουθούν τα αποσπάσματα της μελέτης της Χριστίνας Ντουνιά από το δοκίμιο Κ.Γ.Καρυωτάκης " Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης", εκδόσεις Καστανιώτη (2000) και από δημοσιευμένες μελέτες της.
Το βιογραφικό
Αυτοπροσωπογραφία του Κώστα Καρυωτάκη
«Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1896 στην Τρίπολη της Αρκαδίας, πατρίδα της μητέρας του Κατίγκως Σκάγιαννη. Ο πατέρας του Γεώργιος ήταν νομομηχανικός και καταγόταν από τη Συκιά της Κορινθίας. Εκεί βρισκόταν και το σπίτι της οικογένειας, όπου συχνά περνούσε τα καλοκαίρια του ο ποιητής. Είχε μία αδελφή ένα χρόνο μεγαλύτερή του, τη Νίτσα, και έναν αδελφό τρία χρόνια μικρότερό του, το Θάνο. Λόγω της εργασίας τού πατέρα του, η οικογένειά του αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά τόπο διαμονής. Έτσι ο Κώστας Καρυωτάκης πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια σε πολλές πόλεις: Λευκάδα, Πάτρα, Λάρισα, Καλαμάτα, Αργοστόλι, Αθήνα και Χανιά, όπου φοίτησε στις δύο τελευταίες τάξεις του Λυκείου. (1911-1913). Στη συνέχεια βρέθηκε μόνος πλέον στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομικά στην ηλικία των 17 χρόνων. Πήρε το πτυχίο του το 1917 και δοκίμασε να σταδιοδρομήσει ως δικηγόρος. Όμως, ζώντας μια ζωή μποέμικη, χωρίς γνωριμίες και στήριξη, δεν κατάφερε να αποκτήσει πελατεία. Έτσι αναγκάστηκε, μάλλον με την προτροπή του πατέρα του, να στραφεί το 1919 προς τη δημοσιοϋπαλληλία. Ήταν μια επιλογή που δεν ταίριαζε με την καλλιτεχνική του φύση και τη δίψα του για ελευθερία, μολονότι η ευφυΐα του και οι σπουδές του, σε συνδυασμό με τη γνώση της γαλλικής και της γερμανικής γλώσσας τον καθιστούσαν υπάλληλο ιδιαίτερα ικανό. Διορίστηκε υπουργικός γραμματέας Α΄ στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, ενώ τοποθετήθηκε σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων οι νομαρχίες Σύρου, Άρτας (όπου εκτελούσε χρέη Νομάρχη) και Αθήνας. Διάβαζε συστηματικά ξένη λογοτεχνία και παρακολουθούσε τα ρεύματα που αναπτύσσονταν, συνεργαζόταν με όλα τα σοβαρά λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής του και σύχναζε στα στέκια των διανοουμένων και καλλιτεχνών. Είχε από νωρίς ξεχωρίσει ανάμεσα στους ποιητές της γενιάς του, πήρε μέρος σε νεανικές λογοτεχνικές κινήσεις και στο τέλος του 1927 ασχολήθηκε ενεργά με το συνδικαλιστικό κίνημα των Δημοσίων Υπαλλήλων. Αυτή η τελευταία δραστηριότητα σε μια εποχή ιδιαίτερα ταραγμένη του στοίχισε μια δυσμενή μετάθεση και μια μάλλον αθέμιτη καταδίωξη. Αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα στις 21 Ιουλίου του 1928, αφήνοντας μια αποχαιρετιστήρια επιστολή που έγινε γνωστή στο σύνολό της μόλις το 1980, όταν δυστυχώς όλοι οι μάρτυρες είχαν πεθάνει και όλα τα στοιχεία αυτής της πολύκροτης υπόθεσης είχαν χαθεί.»
Το αδέσποτο τραγούδι. Ο ποιητής στο χείλος της αβύσσου
Αισιοδοξία, χειρόγραφο Ο Καρυωτάκης αντιπροσωπεύει την εποχή του, είναι συντονισμένος με τον καιρό του και τον κόσμο του και γι' αυτό μοντέρνος. Ζει σε έναν κόσμο απομαγευμένο, σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Max Weber, χωρίς θεούς και συστατικούς μύθους, χωρίς κάτι να φωτίζει, να δείχνει την κατεύθυνση. «Σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή», έτσι περιγράφει τον κόσμο ο Καρυωτάκης: άδειο και σκοτεινό, χωρίς καν την παλμική λάμψη των άστρων. Η εικόνα και η υπαρξιακή εμπειρία που δηλώνει αυτός ο στίχος από τα «Ανδρείκελα» είναι ίδιες με εκείνες της εναρκτήριας σκηνής με την οποία ο Κάφκα εισάγει τον ήρωα του Πύργου, αλλά και τον αναγνώστη, στον ανοίκειο κόσμο του μυθιστορήματος: «Για ώρα στάθηκε ο Κ. στο ξύλινο γεφύρι που οδηγούσε από τον επαρχιακό δρόμο στο χωριό και κοίταζε πάνω το απατηλό κενό». Ο Καρυωτάκης βλέπει τη «σκοτεινή άβυσσο», «το αγριωπό βάραθρο», έναν κόσμο χωρίς θεμέλιο, χωρίς ενότητα και νόημα, μετέωρο και ασυνάρτητο. Γεωμέτρης ενός κόσμου χωρίς συντεταγμένες, πρώτος αυτός στην ελληνική ποίηση συλλαμβάνει και εκφράζει την τρομερή σημασία αυτής της ριζικής αλλαγής. Βιώνει τη μοίρα του ανθρώπου σαν μια πορεία από τη ζωή προς τον θάνατο, οδυνηρή και ακατανόητη, και μεταμορφώνει αυτή την ακραία εμπειρία σε νικηφόρα ποιητική σαφήνεια και επίμονη άρνηση κάθε κίβδηλης παρηγοριάς. Ο ποιητής στέκεται «στο χείλος του κόσμου, δώθε απ' τ' όνειρο και κείθε από τη γη», σε έναν τόπο οριακό, και περιγράφει την εποχή του, την περιπέτεια της ύπαρξης, και τους ανθρώπους γύρω του που ζουν βυθισμένοι στις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις μιας ευτελισμένης καθημερινότητας. Αναγνωρίζει την προβληματική σχέση ανάμεσα στον ποιητή και τη σύγχρονη κοινωνία και την αναδεικνύει σε κεντρικό θέμα της ποίησής του. «Κανένας ποιητής», διαπιστώνει ο Βύρων Λεοντάρης, «δεν ένιωσε τόσο βαθιά και τόσο άμεσα την τραγική αδυναμία και ευτέλεια του ποιητή σαν κοινωνική ύπαρξη» Στην ποίηση του Καρυωτάκη προβάλλει ο ενικός της ενδοσκόπησης, της αυτογνωσίας, της ανάδυσης ενός μοναχικού εγώ που δημιουργεί τον εαυτό του και συγκροτεί την πραγματικότητα, που δεν χρειάζεται τον παραμυθητικό λόγο της ποιητικής μυθοπλασίας, αλλά αντέχει τη θέα της αβύσσου και αφήνει το τραγούδι αδέσποτο να βουίζει και ελεύθερο να ταξιδεύει αναζητώντας τη συνάντηση με τον άλλον, με εκείνον που θα πάρει το μήνυμα «όταν δεν είναι πια καιρός».
Τότε λοιπόν αδέσποτο θ' αφήσω
να βουίζει το Τραγούδι απάνωθέ μου.
«Δικαίωσις»
Απ' όλα θέλω ελεύτερος
να πλέω στα χάη του κόσμου.
«Στροφές»
Σύστοιχη της αυτογνωσίας είναι η αμείλικτη κοινωνική κριτική, η ειρωνεία και η σάτιρα θεσμών, συμβάσεων και νοοτροπιών οι οποίοι επιβάλλουν ρόλους και συμπεριφορές και ευτελίζουν τους ανθρώπους. Με τις «Σάτιρες» ο Καρυωτάκης επανασυνδέεται με τον παρόντα χρόνο και την πραγματικότητα -σχέση που υποστυλώνει τη ρεαλιστική διάσταση της ποιητικής του- και δίνει στην ποίηση ένα νέο κοινωνικό ρόλο, ένα πεδίο παρέμβασης και κριτικής προσαρμοσμένο στο σύγχρονο κόσμο, και μια λειτουργία που αποβλέπει στη χειραφέτηση από κυρίαρχες αξίες και καταπιεστικούς μηχανισμούς που δεσμεύουν ή ακυρώνουν την ελευθερία και τη δημιουργικότητα των ανθρώπων.
Το σπίτι του Καρυωτάκη στην Πρέβεζα
Εκδρομή με την οικογένειά του στη Συκιά
Στο κενό που αφήνει η εξάντληση της δυναμικής της ποίησης της παρακμής, κενό που απειλεί την ποίηση με καταδίκη στην απόλυτη σιωπή, στα χρόνια που ακολουθούν τη Μικρασιατική Καταστροφή και την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας, το ζήτημα που τίθεται με ένταση είναι πώς μπορεί να γίνει ποίηση στις συνθήκες της απομάγευσης του κόσμου και της ακύρωσης των ιδεολογημάτων περί εθνεγερτηρίου, προφητικής ή μεσσιανικής ποίησης. Η ενδιάμεση σιωπή, μετά την έκδοση της συλλογής που ορίζει την ποίηση ως νηπενθές φάρμακο, αλλά κυρίως η απάντηση που φέρνουν τα Ελεγεία και Σάτιρες λειτουργεί ως «ηλεκτρική εκκένωση» στο σώμα της ποίησης. Τα δυο καθοριστικά θέματα -η ποιητική και υπαρξιακή αυτογνωσία και η επιθετική κοινωνική κριτική- σε συνδυασμό με τη νέα ποιητική γλώσσα του Καρυωτάκη, είναι τα στοιχεία που διαβλέπει ο Τ. Άγρας και που τον οδηγούν στο συμπέρασμα ότι «έξαφνα [...] μας εξεπέρασεν όλους, αμέσως και εξακολουθητικά!».
Πράγματι, με τα Ελεγεία και Σάτιρες η συνέχεια διακόπτεται, η ποίηση αλλάζει πρότυπο: η μόνη ποίηση που μπορεί να γίνει είναι εκείνη που οδηγεί στην ελευθερία και την αυτογνωσία. . Ποίηση ενική, διαλογική, χωρίς και εγγυήσεις και ανταμοιβή, «ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος», φωνή ενός προσώπου, ενός εγώ που «μιλάει μέσα από τη γωνία που ορίζει την κλίση της ύπαρξής του» (P. Celan, Απάντηση στις ερωτήσεις του βιβλιοπωλείου Flinker, Παρίσι 1958) και συγχρόνως εκφράζει τον καιρό και τον κόσμο του, που .με τους στίχους -«από το αίμα μου παιδιά», λέει ο Καρυωτάκης- τους δίνει σάρκα και σχήμα. Ο Καρυωτάκης ανατέμνοντας την εσωτερική του περιπέτεια με μια φωνή συγκλονιστικής ειλικρίνειας, δείχνοντας «την ανοιχτή, μάταιη πληγή στον ήλιο», όπως οι «Δόν Κιχώτες» του ομώνυμου ποιήματός του, γίνεται καθολικός, κατορθώνει να εκφράσει τον άλλο. Η διάρκειά του βρίσκεται στο ειδικό βάρος της ποίησής του, μιας ποίησης που υπερβαίνει τη βιογραφία του ποιητή και τα πλαίσια της εποχής του. Βέβαια, τα γεγονότα της ζωής του ακριβώς επειδή συνδυάζονται με μια καλλιτεχνική συνείδηση υψηλής ποιότητας και μια προσωπική στάση ασυμβίβαστη και ακέραια, συνέβαλαν στη δημιουργία ενός μύθου που παραπέμπει στην αρχαία τραγωδία: ο ήρωας συντρίβεται από την αντίδικη μοίρα του, αλλά κερδίζει την ηθική δικαίωση και την αθανασία. Πηγή: www.lifo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου