αναδημοσίευση:http://www.katiousa.gr/logotechnia/poiisi/kleitos-kyrou-apenanti-ochthi-kai-akoma-eksi-poiimata/
Υπήρξε μια από τις σημαντικότερες και σεμνότερες «φωνές» της ελληνικής ποίησης. Ο Κλείτος Κύρου γεννήθηκε στις 13 του Αυγούστου 1921 στη Θεσσαλονίκη και έφυγε από τη ζωή στις 10 του Απρίλη 2006.
Υπήρξε μια από τις σημαντικότερες και σεμνότερες «φωνές» της ελληνικής ποίησης. Ο Κλείτος Κύρου γεννήθηκε στις 13 του Αυγούστου 1921 στη Θεσσαλονίκη και έφυγε από τη ζωή στις 10 του Απρίλη 2006.
Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εργάστηκε σε τράπεζα, αλλά αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία. Στα φοιτητικά του χρόνια, στην κατοχή, ανέπτυξε δράση στο ΕΑΜ και ήταν μέλος της συντακτικής ομάδας του ΕΑΜίτικου περιοδικού των φοιτητών του ΑΠΘ «Ξεκίνημα». Και μετά τον πόλεμο μετείχε ενεργά στους κοινωνικοπολιτικούς αγώνες.
Για τις μεταφράσεις του στο θεατρικό έργο του Μάρλοου «Δόκτωρ Φάουστους» (1992) και στο δράμα του Σέλεϊ «Οι Τσέντσοι» (1994), ο Κλείτος Κύρου τιμήθηκε με το βραβείο της Ελληνικής Εταιρίας Μεταφραστών. Το 1988 του απονεμήθηκε το Β΄ Κρατικό Βραβείο για τη συλλογή του «Τα πουλιά και η αφύπνιση», αλλά δεν το δέχτηκε, και το 2005 με το Μεγάλο Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του.Στα Γράμματα εμφανίστηκε αρχικά με μεταφράσεις Άγγλων (κυρίως) ποιητών και δημοσιεύοντας δικά του ποιήματα σε περιοδικά της Θεσσαλονίκης. Η πρώτη του ποιητική συλλογή «Αναζήτηση, Αναμνήσεις μιας αμφίβολης εποχής» (1949) είναι εμπνευσμένη από μνήμες, αγώνες και πρόσωπα της κατοχής. Η συλλογή που τον καταξίωσε ήταν οι «Κραυγές της νύχτας». Εκτός από την ποίηση, ασχολήθηκε με τη μετάφραση, το θέατρο (διετέλεσε και Γενικός Γραμματέας του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος), την κριτική κινηματογράφου και την καλλιτεχνική φωτογραφία. Η ποιητική δουλειά του αριθμεί 13 συλλογές και αρκετές μεταφράσεις θεατρικών και ποιητικών έργων.
Από το βιβλίο «εν όλω ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ 1943-1997» (εκδ. Άγρα 2006 – α’ ανατύπωση), που συγκεντρώνει όλη την ποιητική παραγωγή του Κλείτου Κύρου από το 1943 ως το 1997, αντιγράφουμε τα ποιήματα που ακολουθούν.
***
ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ
Απόψε βασανίστηκαν και πάλι οι αρχαίες μνήμεςΑπόψε εξαντλήθηκαν οι τελευταίες αναμονέςΗ νύχτα καταθλιπτικά γέρνει επάνω στις ψυχές μαςΚι εμείς του κάκου ψάχνουμε μιαν ήλιου αναλαμπήΜονάχοι ολομόναχοι στα ρίγη του χειμώναΖητούμε λίγη ζεστασιά σε σκορπισμένες στάχτεςΧάσαμε καθρεφτίσματα σε λαμπερά φευγάτα μάτιαΨάχνουμε είδωλα νεκρά σε λίμνες που έχουν στερέψειΌλα μάς άφησαν γοργά – τα πεύκα οι αμμουδιέςΤου ανέμου τα σφυρίγματα τα χάδια οι επάλξεις
Κι όμως το ξέρουμε καλά προτού ξημερώσειΘα ξαναγεννηθούν οι αναμονές οι ελπίδες θα πληθαίνουν
ΕΙΣΒΟΛΗ
Οι στρατιώτες φεύγαν σκυφτοί με σπασμένες τριάδεςΑπό τα δυτικά προάστια της πολιτείαςΓυναίκες με μπόγους στους ώμουςΑστοί φορτωμένοι χρυσάφι και τρόμοΤα βαπόρια σφυρίζαν με απόγνωσηΟι επιβάτες συνωθούνταν χλομοί και αμφίβολοιΤο λιμάνι καίγονταν σαν δέντρο ΧριστουγέννωνΑλλόφρονες δρόμοιΑνοχύρωτη πόλη ψιθύριζαν κηρύχτηκε ανοχύρωτηΤο βράδυ φύσηξε μια ορφανή πειθαρχίαΣυναχτήκαμε σε σπίτια συγγενικάΚι ακούγαμε τις ανατινάξεις να κλυδωνίζουνΤα ξάρτια της νύχταςΠλαγιάσαμε κατόπι σ’ ένα πέτρινο μεταίχμιοΠληγώσαμε τη σκέψηΚάναμε υποθέσειςΜπροστά σ’ ένα γρίφο με αυστηρή θωριάΑλήθεια πώς θα ξημερωνόμαστανΚανένας δε φαντάστηκεΚανένας δε μάντεψεΚανένας
Η μέρα πουλήθηκε το άλλο πρωί στις οχτώμα δε φρόντισε κανείς να παραχώσει λίγον ήλιο στο χώμαΤο γέλιο στέγνωσεΤ’ αστέρια σκούριασανΤα δάχτυλα λιγόστεψανΣτην καρδιά μας απλώθηκε ένας κάκτοςΝιώθαμε μόνοι τόσο μόνοιΛες και μας αρνήθηκε μια γυναίκαΜια γυναίκα πικρήΜια γυναίκα ακατάληπτηΜια γυναίκα που χαμογελούσεΚι όμως ψιθύριζε ανελέηταΤο όχι
ΟΤΑΝ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ
Όταν στους δρόμους βροντούσαν τα τύμπαναΟι επιστροφές σκοτώναν τις ελπίδες
Κρατώ το χέρι σου μες στο σκοτάδιΚαι προχωρώΕσύ και δυό άστρα που επιζήσανΟι μόνοι μου συνοδοίΤα σχέδια που δεν πρόφτασα να χαράξωΚι οι φαντασίες του σύννεφου στο ηλιοβασίλεμαΣημαδεύουν την αρνητική πορείαΔεν μένει παρά να πλαγιάσουμε στον κάμποΚαι ν’ αγαπήσουμε το πρώτο μαρτολούλουδο που δεν έκοψεςΑυτοί που μάς αγάπησαν πεθάναν πριν μάς μισήσουνΑυτούς που θ’ αγαπούσαμε τους υπόταξε η λογική
Παιδιά σαν ήμασταν δεν παίξαμε ποτέΈφηβοι δεν κλάψαμεΣαν γίναμε άντρες λησμονήσαμε το γέλιοΠώς θέλετε να πάψουμε να νοσταλγούμε
Καθισμένη στα βράχια δαγκώνεις πικρόριζεςΚι ένας αγέρας επιβίωσης φυσάει απ’ τις σχισμές των ματιών σουΈχω το φέρσιμο των σκοτωμένων Άγγλων ποιητών που τους διάβασα στα βιβλία
Συλλογίζομαι αυτούς που έφυγαν από κοντά μας σιωπηλά και με διάκριση τόσηΆλλοι χάθηκαν σε πλοία ναυαγισμένα άλλοι αφανίστηκαν από σιβυλλικές ασθένειες άλλοι δολοφονήθηκανΖούμε στη βασιλεία της διασποράςΗ κάθε μέρα και μια εφήμερη προέκτασηΚάθε βράδυ οι εραστές ζητούν απόμερες γωνιέςΚάθε άνθρωπος ανακαλύπτει κάποτε το αδύνατο ενός γυρισμούΚι όμως δεν αντιστέκεται αποκτά συνήθειεςΔιασταυρώνει το σπέρμα του με καινούργιες γυναίκεςΥποβάλλει τη μνήμη του σε συνεχή αφαίρεσηΚαι τέλος φεύγει από κοντά μας
Συλλογίζομαι αυτούς που έφυγαν από κοντά μας σιωπηλά και με διάκριση τόσηΆλλοι χάθηκαν σε πλοία ναυαγισμένα άλλοι αφανίστηκαν από σιβυλλικές ασθένειες άλλοι δολοφονήθηκανΖούμε στη βασιλεία της διασποράςΗ κάθε μέρα και μια εφήμερη προέκτασηΚάθε βράδυ οι εραστές ζητούν απόμερες γωνιέςΚάθε άνθρωπος ανακαλύπτει κάποτε το αδύνατο ενός γυρισμούΚι όμως δεν αντιστέκεται αποκτά συνήθειεςΔιασταυρώνει το σπέρμα του με καινούργιες γυναίκεςΥποβάλλει τη μνήμη του σε συνεχή αφαίρεσηΚαι τέλος φεύγει από κοντά μας
Όταν στους δρόμους ξαναβροντήσουν τα τύμπαναΘα ξεριζώσω τη φωνή μουΚαι θ’ αγαπήσω δυό φορές το σχήμα της σιωπής σου
∞
ΚΡΑΥΓΗ ΔΕΚΑΤΗ ΕΝΑΤΗ
Απευθύνομαι πάλι σε σας ζητώ να μ’ ακούσετεΓια τελευταία φορά το ζητώ δε χωρεί αναβολήΤώρα που είναι ακόμη καιρός τώρα που η μέραΑρχίζει πάλι και ξαναμικραίνει τώρα που κι αυτόΤο καλοκαίρι λιγοθυμάει μέσα στις χούφτες σαςΚι η λέξη γίνεται βαριά κι ασήκωτη
*
Σας προσφωνώ και πάλι με τα ίδια όπως τότε ψευδώνυμαΤα’ χετε ως και αυτά λησμονήσει πάνε τόσα χρόνιαΠού να θυμάστε τώρα τις βραδινές συγκεντρώσειςΤις ασκητικές σας μορφές κάτω από το σπασμένο φωςΠιστεύατε με φανατισμό θέσει και πράξει επιδοκιμάζατεΥστερικά τον κάθε ομιλητή διεκδικούσατε την αποκατάστασηΤης φωτιάς της δικής σας φωτιάς που ζητούσε μια διέξοδοΑναποδογυρίζοντας ουρανούς καταβροχθίζοντας κόκαλα
*
Δε θέλω να κουράσω τη μνήμη σας μικρό θα’ ναι το όφελοςΜεγάλος ο κόπος ποιος τόλμησε ποτέ να ταράξειΤον ύπνο της λάβας τώρα έχετε απομακρυνθεί απ’ το πεδίο βολήςΕπαναπαύεσθε μακάρια πάνω στα τρόπαια των αστικών μαχώνΓυμνάζοντας αρνητικά τις αισθήσεις σας αποταμιεύοντας όνειραΚάθε μέρα γίνεσθε και πιο εκλεκτικοί αλλάζετεΤις μάρκες των τσιγάρων αλλάζετε τα ρούχα σας αλλάζετεΣυνήθειες διασκεδάσεις κλίμα σπίτια και γυναίκες αλλάζετεΤα δόντια σας και την καρδιά σας και τους λυγμούςΑκόμη της καρδιάς σας τους αλλάζετε που δεν μπορώΝα τους ξεχάσω γιατί με κυνηγούν κυκλοφορούν στο αίμα μουΣαν ψάρια σκοτεινά που χάσαν τα νερά τους.
*
Σας υπενθυμίζω πως για να φτάσετε στην αποθέωσηΘα πρέπει να ταπεινωθείτε πρώτα ν’ αρχίσετε από την τριβή
Που σιγοκαίει τα δάχτυλα σεις από φυσικού σαςΔεν ήσασταν αγέρωχοι όπως οι Άλλοι που ρουφήχτηκαν στη γηΠροτιμήσατε τη συναλλαγή απλώνοντας το χέρι στον ήλιοΜείνατε στατικοί μέσα στο χρόνο αγάλματα του δισταγμού σαςΣυνωστισμένοι μπρος στις εξόδους κινδύνου στην καμπή του δρόμουΕκεί που χωρίσαμε οριστικά παρασυρμένοι από έξαλλα πλήθη
Που σιγοκαίει τα δάχτυλα σεις από φυσικού σαςΔεν ήσασταν αγέρωχοι όπως οι Άλλοι που ρουφήχτηκαν στη γηΠροτιμήσατε τη συναλλαγή απλώνοντας το χέρι στον ήλιοΜείνατε στατικοί μέσα στο χρόνο αγάλματα του δισταγμού σαςΣυνωστισμένοι μπρος στις εξόδους κινδύνου στην καμπή του δρόμουΕκεί που χωρίσαμε οριστικά παρασυρμένοι από έξαλλα πλήθη
*
Μην απορείτε λοιπόν για τη σημερινή σας προκάλυψηΜη διαστέλλετε τα έκθαμβα μάτια σας μπροστάΣτο άνοιγμα που μας χωρίζει το ξέρετε πως δεν μπορείΝα κλείσει με σχήματα νεκρών πια περπτύξεωνΣας κατηγορώ δίχως τύψη καμιά σεις οι ίδιοιΕπισπεύσατε τη μελλούμενη αναπόφευκτη πτώση σας
∞
Η ΦΩΝΗ ΚΑΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Μια φωνή σβήνει στη γωνιά του δρόμου μια φωνήΑνάβει στα ψηλά πατώματα θα κατεβεί σιγάΣιγά τα σκαλοπάτια θα ψαύσει τη γη θα τρυπώσειΜέσα στη γη θα βυθίζεται ολοένα και πιο βαθιάΘα την καταπατούν άγρια θηρία λοστοί ρόδεςΑυτοκινήτων σίδερα και τσιμέντα ο ήχος τηςΘα’ χει κραδασμούς φωτιάς θα μοιάζει με παράπονο
Ερωτικό θα ρυτιδώνει τη σιωπή απλωμένο λάδι
Ερωτικό θα ρυτιδώνει τη σιωπή απλωμένο λάδι
Ο ποιητής θα γονατίσει τρυφερόςΘα σκαλίσει το χώμαΘα την πάρει στην παλάμη τουΝα τη φυτέψει στη γλάστρα
Την άνοιξη θ’ ανθίσουν πολλές μικρές φωνές
∞
ΣΠΟΥΔΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
Πάντα υπάρχει μια τελευταία φορά στο καθετί φίλοι και γνωστοί σου κάθε τόσο κατεβαίνουνε στον κάτω κόσμο απόγειοι άνεμοι τούς σπρώχνουν ολοένα και βαθύτερα πολλές φορές αναρωτιέμαι αν εκεί θ’ αναγνωρίζει ο ένας τον άλλον μέσα στους στίχους μου ελλοχεύουνε γυναίκες με άγρια οράματα διάβασα το γράμμα σου θα γράψεις ύστερα από χρόνια κι έκλαιγα όλο το πρωί
∞
Η ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΟΧΘΗ
Ο πατέρας μου έζησε 56 χρόνια στη γηΗ μητέρα μου 86 και δεν κουράστηκεΑθροίζω τα χρόνια που έζησανΚαι τα διαιρώ δια του 2Έτσι λοιπόν βγάζω τη σημερινή μου ηλικία
έχουμε ζήσει τόσο πιο πολύ απ’ όσομας μένει να ζήσουμε και παρ’ όλααυτά ακόμα δεν ξέρουμε ακόμα δενμάθαμε τα όρια των πραγμάτων πουμπορούμε να κάνουμε ή να ζήσουμε
Οι άνθρωποι συνήθως αργούν να καταλάβουνΠροσφεύγουν σ’ επιχειρήματα κάποιων άλλων εποχώνΑγωνίζονται για κοινωνικές ή όποιες άλλες απελευθερώσειςΔεν υποπτεύονται πως η ελευθερία είναι κατά βάθος μιαδουλεία δίχως αντιπαροχήΤώρα βρίσκομαι στην απέναντι όχθη μάς χωρίζουνεΜίση αβυσσαλέα που κάποτε θα ξεχαστούνΗ φωνή μου περνώντας μέσ’ από τους φωταγωγούςΚαι τα θυροτηλέφωνα φτάνει βραχνή κι απρόσωπηΣτ’ αυτιά σας μέσα σ’ αυτά τ’ αποφόρια που βλέπετεΑναπηδούσαν κάποτε θηρία ανήμεραΤο δυναμικό της ζωής κάθε στιγμή αφανίζειΔεν τελειώνει ποτέ
Στην έξοδο συνωστισμός
(Η φωτογραφία είναι του Κλείτου Κύρου)