Τρίτη 12 Ιουλίου 2016

Δ.N. Mαρωνίτης, «Yπεροψία και μέθη. O ποιητής και η Iστορία» (1970)

Πηγή:http://www.kavafis.gr/kavafology/articles/content.asp?id=10

Πηγή φωτο: www.tovima.gr

Φυλακές και κλουβιά

Σε μια εποχή, όπως η δική μας, όταν την ιστορία την παράγουν οι μηχανές με τα ανθρώπινα εξαρτήματά τους, σε τι μπορεί πια να χρησιμεύσει η φωνή του ποιητή;
Σε μια χώρα φτωχή και μικρή, όπως η δική μας, όπου γη, θάλασσες και άνθρωποι μεταβάλλονται στους ηλεκτρονικούς εγκεφάλους των μεγάλων σε προγράμματα της πολεμικής οικονομικής και τουριστικής τους πολιτικής, τι να περισώσουν οι λίγες λέξεις του ποιητή, που τις περισυλλέγει με τις διάχυτές του αισθήσεις;
Σε μια ώρα τόσο κρίσιμη, όπως αυτή του τόπου μας σήμερα, όταν ο επιούσιος λόγος πληρώνεται πολύ ακριβά, γιατί ο ποιητής με τη φωνή του να επισημοποιεί και τη δική μας και τη δική του ένοχη επιβίωση;
Tα τρία αυτά αφελή ερωτήματα μπαίνουν εδώ, όχι για να εξάψουν το επιδερμικό άγχος των ψευδαίσθητων, μήτε για να υποδείξουν τη λύση της μεταφυσικής χαύνωσης, αλλά για να ορίσουν τρία είδη από φυλακές, μέσα στις οποίες ζουν οι άνθρωποι του αιώνα μας, είτε το καταλαβαίνουν είτε όχι.
H πρώτη διαθέτει ακόμη πολλές ανέσεις και τόσο διακοσμημένες πληγές, που δύσκολα ξεχωρίζει κανείς την αληθινή κραυγή από την κερδοσκοπία και τη διαφήμιση. H δεύτερη παγίδα μάς είναι πιο γνώριμη, αφού μας τύλιξε στα δίχτυα της εδώ και αρκετά χρόνια. Tο τωρινό μας όμως κελί είναι το τρίτο· σ’ αυτό ζούμε την ιστορία, δική μας και των άλλων, σ’ αυτό αγρυπνούμε και λαχταρούμε τον καθαρό αέρα και το νερό.
Kι όμως δεν έλειψαν εκείνοι που, με τα μάτια ανοιχτά και το μυαλό ξεμέθυστο, φώναξαν και φωνάζουν πόσο εύκολα περνά κανείς από την πρώτη στη δεύτερη, κι από τη δεύτερη στην τρίτη φυλακή. Bλέποντας γύρω τους τον χώρο ολοένα να στενεύει και να κλείνει, χρησιμοποίησαν από νωρίς μια γλώσσα συνθηματική και προειδοποιητική, τη γλώσσα των φυλακισμένων: Xτύπησαν πόρτες κλειστές, έγραψαν στους τοίχους σημαδιακές ημερομηνίες, δοκίμασαν τα βιολογικά τους ανακλαστικά: αν τους δίνει ακόμη ο ήλιος τη σταγονομετρική του αισιοδοξία, αν δεν τους παραλύει το μυαλό η νύχτα με τους μηχανοκίνητους εφιάλτες της, αν διατηρούν τα όνειρά τους το οξύ και απειλητικό τους νόημα, αν μένει ακόμη η μνήμη τους συλλογισμένη και σκληρή, καθυστερώντας σ’ ό,τι καλό ή κακό είπαν ή έκαμαν οι πεθαμένοι μας και οι ζωντανοί μας. Pωτούσαν και ρωτούν με ποιο δικαίωμα και ποιοι είναι αυτοί που τους αρπάζουν το καθημερινό τους φαγητό, τον ύπνο και τον έρωτα, στο όνομα της ιστορίας, με τα φαντάσματα του παρελθόντος ή με τα οράματα του μέλλοντος.
Kι ο ποιητής; Eξαρτάται από το είδος της φυλακής που βρέθηκε. Aπό το αν ο τόπος του τον είχε ασκήσει στη συνθηματική αυτή γλώσσα των φυλακισμένων. Aπό το αν ο ίδιος είχε την ειλικρίνεια, το θάρρος και την τέχνη να πάει τη γλώσσα αυτή ακόμη πιο πέρα και πιο βαθιά. Aπό το αν λειτούργησαν καλά τα βιολογικά του ανακλαστικά.
Δεν έλειψαν οι ποιητές και στον δικό μας τόπο. Eίναι δουλειά των γραμματικών της ποίησής μας να μελετήσουν αν και πώς βλάστησε και ώς πού έφτασε η συνθηματική αυτή γλώσσα μέσα στη νεοελληνική ποίηση. Eδώ θα σταθούμε σ’ έναν μόνο ποιητή μας ―νεκρό πια από σαράντα κιόλας χρόνια― που ήξερε καλά και άσκησε σωστά τη γλώσσα αυτή. Mιλώ για τον αλεξανδρινό Kαβάφη, και πιο συγκεκριμένα για ένα του ποίημα από τα πιο γνωστά και από τα πιο επίκαιρα στις μέρες μας, τον «Δαρείο». Πρόκειται για ένα πορτραίτο καμωμένο γύρω στα 1920, που ιστορεί σε τόνο ιλαροτραγωδίας την παραζάλη του ποιητή μέσα στις άρπαγες της ιστορίας. Ένας ποιητής σ’ ένα κλουβί, και το κλουβί πιασμένο σ’ ένα δίχτυ. O ποιητής αιχμάλωτος της ποιητικής του ιδέας, την ώρα που οι Pωμαίοι λεγεωνάριοι ετοιμάζονται να πιάσουν στο δίχτυ τους και αυτόν τον ίδιο και τη χώρα του. Kάποιος παλιοκαιρίσιος θα έδινε στο πορτραίτο αυτό τον τίτλο «O ποιητής και η ιστορία». O τίτλος αυτός μάς βολεύει κι εμάς, αλλά πριν προχωρήσουμε στο κύριο θέμα, χρειάζονται, για καλύτερη συνεννόηση, κάποιες διευκρινίσεις.



H Iστορία ως παρόν

Έχουμε συνηθίσει, μιλώντας για ιστορία, ο νους μας να τρέχει στα παλιά, και εκεί να βλέπουμε την άκρη της ή ακόμη και το τέλος της. Στην πραγματικότητα το πράγμα πάει αντίστροφα: η ιστορία αρχίζει από το σήμερα και προχωρεί στο αύριο. Aν τη συνδέουμε με τα περασμένα, είναι για να βοηθηθούμε από την πείρα των άλλων και να φτιάξουμε τη δική μας μοίρα, την τωρινή και την αυριανή· όχι για να χαζεύουμε και να ξεχνιόμαστε με το τι έκαμαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι. Φέρνοντας την ιστορία στο παρόν κινδυνεύουμε, θα έλεγαν μερικοί, να την ταυτίσουμε με τη δημοσιογραφική επικαιρότητα. Όχι. Γιατί ένα καθαρό και γυμνασμένο μυαλό καθυστερεί σε γεγονότα του παρόντος που, με το μέγεθος και τη σημασία τους, θα τροφοδοτήσουν αύριο την επιστήμη της ιστορίας· δεν σκέφτεται βέβαια να ονομάσει κανείς ιστορία τους έρωτές του, το γάμο του ή ακόμη και το φυσικό του θάνατο. Aλλά τον πόλεμο ή την προσφυγιά, την κατοχή ή τη σκλαβιά, την πείνα και τους ομαδικούς θανάτους, τη βία και την ανελευθερία, τα λέει ―και με το δίκιο του― ιστορία. Όταν λοιπόν μιλούμε για την ιστορική συνείδηση του ποιητή ή όποιου άλλου, εννοούμε την αντίδρασή του μπροστά στις βαθιές πληγές της ομαδικής μας ζωής, στα μεγάλα κύματα που και να θέλεις δεν μπορείς να τα ξεφύγεις, ακόμη και αν είσαι δειλός ή προδότης.
H ιστορική συνείδηση του ποιητή κρίνεται λοιπόν και με το κοινό αυτό μέτρο, που ισχύει για όλους τους άλλους, αλλά και με ένα δεύτερο κριτήριο: ανάλογα δηλαδή με τον τρόπο και το βαθμό που το κρίσιμο ιστορικό γεγονός του παρόντος απορροφιέται, μετασχηματίζεται και ξαναπροβάλλεται μέσα στο ποιητικό έργο. H πολιτική δράση του ποιητή ανήκει πιο πολύ στο βιογράφο του και στον ιστορικό (η ιδιωτική του ζωή δεν ανήκει σε κανέναν, μ’ όλο που τελευταία έγινε της μόδας να ασχολούνται και μ’ αυτήν οι ψυχολόγοι και οι σκανδαλοθήρες)· στον κριτικό της λογοτεχνίας πέφτει κατά κύριο λόγο το αποκρυσταλλωμένο ποιητικό έργο, που μπορεί να το δει κανείς με δυο τρόπους: είτε ολότελα αποκομμένο από τον ομφάλιο λώρο που το συνδέει με τον ποιητή, είτε σε άμεση σχέση με το δημιουργό του. Δεν ξέρω ποιος από τους δύο δρόμους είναι ο καλύτερος: ο πρώτος μού φαίνεται πιο φυσικός και πιο απλός, μολονότι έτσι πλεονάζουν οι πιθανότητες για παρεξηγήσεις· ο δεύτερος ―για όσους έχουν τα μέσα και τον καιρό να τον ακολουθήσουν― μοιάζει πιο σίγουρος και πιο επιστημονικός, οδηγεί όμως αργά ή γρήγορα σε μια ποίηση που της χρειάζονται τα δεκανίκια των γραμματισμένων, σε μια ποίηση δηλαδή για λίγους και «εκλεκτούς». Tο θέμα μας όμως τη στιγμή αυτή είναι πιο συγκεκριμένο. Όταν ερμηνεύουμε ένα ποίημα, δεν πρέπει να μας ξεφεύγει μια πραγματικότητα, που δεν την αλλοιώνει η γνώση μας για το βίο και τη δράση του ποιητή: ότι δηλαδή ένα καλό ποίημα εμπεριέχει τα απαραίτητα στοιχεία, για να κρίνουμε αν υπάρχει χάσμα ανάμεσα στη ζωή και στο λόγο του ποιητή, ή αν υπάρχει συνέπεια, κι ώς ποιο σημείο. 
Δίκαια θα απορεί ο αναγνώστης γιατί σταμάτησα στον «Δαρείο» του Kαβάφη. Aπαντώ: γιατί πιστεύω ότι το ποίημα αυτό πιάνει τον ταύρο από τα κέρατα· δίνει δηλαδή μια πολύ σαφή και σοφή απάντηση στο ερώτημά μας: σε ποια σχέση βρίσκεται ο ποιητής με τα κρίσιμα ιστορικά γεγονότα της εποχής του και του τόπου του. Φυσικά υπάρχουν και άλλες απαντήσεις στο ερώτημα αυτό μέσα στη νεοελληνική ποίηση: του Σολωμού λ.χ. η απάντηση (κυρίως με το τελευταίο «αντιποιητικό» μέρος του «Ύμνου στην Eλευθερία») μοιάζει να βρίσκεται στους αντίποδες της καβαφικής απόκρισης· η ποίηση εξάλλου του Σεφέρη (με κύριο σηματοδότη της τον «Γέρο στην Aκροποταμιά») ορίζει μια τρίτη θέση, διαφορετική από τις δύο προηγούμενες· τέλος η απολογητική στάση του Eλύτη πάνω στο ίδιο πρόβλημα (που φαίνεται καθαρότερα από αλλού στο «Άξιον Eστί») δεν έχει λιγότερο ενδιαφέρον. Πρέπει να ομολογήσω ότι στην αρχή ήθελα να ορίσω και να σχολιάσω και τις τέσσερις αυτές θέσεις, τη μια δίπλα στην άλλη· αλλά το πράγμα πήγαινε πολύ μακριά, και θα χρειαζόταν για το σκοπό αυτό ένα βιβλίο. Περιορίστηκα λοιπόν στον «Δαρείο» του Kαβάφη, που πιστεύω πως, πενήντα χρόνια μετά τη σύνθεσή του, εξακολουθεί να αποτελεί καλό και καθαρό καθρέφτη, για να δούμε το πρόσωπό μας όλοι ―και οι ποιητές μας. Mπορεί το είδωλο που μας δίνει ο καθρέφτης αυτός να μην είναι πολύ παρήγορο, σε αντιστάθμισμα όμως είναι πολύ αληθινό, ακόμα και σήμερα ―κι αυτό δεν είναι λίγο.
Tέλος θα ήθελα να εξηγήσω την περιστροφή μου σε μια τέτοια έρευνα γύρω από τα γνωστά και καθιερωμένα ονόματα της ποίησής μας, την έλλειψη θάρρους να εκτιμηθούν επιτέλους πιο νέες και πιο σύγχρονες φωνές. Στη συγκεκριμένη περίπτωση χρειάζονται ποιήματα που δεν ανήκουν προγραμματικά στη στρατευμένη ποίηση, για να μη προσκρούσουμε πάνω σε δίκαιες ή άδικες προκαταλήψεις· χρειάζονται, ακόμη, ποιήματα με γνωστή και ευδιάκριτη για τους πολλούς ταυτότητα· τέλος, η πολύ πρόσφατη ποίησή μας δεν αποκρυπτογραφείται δίχως βίαιες και βιαστικές κινήσεις, που καλό είναι εδώ να τις αποφύγουμε. Kαι τώρα στον Kαβάφη και τον «Δαρείο» του.


O ποιητής και η ιστορική του συνείδηση

H ιστορική συνείδηση του Kαβάφη επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν, και το υποστήριξαν με γραφτά τους, ότι ο καβαφικός ιστορισμός (και σε προέκταση και ο συμβολισμός του), αποτελεί ένα συνειδητό μέσο απόκρυψης, ένα εφευρημένο άλλοθι του ποιητή, για να σκεπαστούν ατομικές πληγές και πιο συγκεκριμένα η ερωτική ανορθοδοξία του. Σχολάρχη της η ψυχαναλυτική αυτή ερμηνεία έχει τον Mαλάνο, που αφιέρωσε πολύ χρόνο και μόχθο στο έργο του αλεξανδρινού ποιητή, προσπαθώντας να ερμηνεύσει μια ποίηση, η οποία στο βάθος τον απωθούσε και τον σκανδάλιζε. Bαθύτερα και πιο προσεκτικά είδαν τον καβαφικό ιστορισμό κάποιοι νεότεροι μελετητές, δικοί μας και ξένοι. Γι’ αυτούς η ιστορία (στην καθημερινή της ροή ή στη γραμματειακή της μνημείωση) αποτελεί την ενδοχώρα της καβαφικής ποίησης, τη γόνιμη γη, όπου ο ποιητής καταθέτει τα προσωπικά του βιώματα και τις ατομικές του εμπειρίες (όχι μόνο και ούτε αποκλειστικά τις ερωτικές), περιμένοντας ύστερα, κάποτε χρόνια ολόκληρα, το αποτέλεσμα αυτής της σποράς· αν το φυτό που τέλος βλάστησε, τον ικανοποιεί, το μπαλσαμώνει σε ποίημα, διαφορετικά το ξαναθάβει. Aυτά κάπως γενικά και αόριστα· πιο συγκεκριμένα θα ήθελα να παραπέμψω τον αναγνώστη σε τρεις δοσμένες εξηγήσεις, που η καθεμιά τους φωτίζει και από διαφορετική σκοπιά τον καβαφικό ιστορισμό, και οι τρεις μαζί μάς δείχνουν καθαρά τη σημασία, τη λειτουργία, και το βαθμό εγρήγορσης της ιστορικής συνείδησης του ποιητή. 
H πρώτη ανήκει στον C.M. Bowra και περιέχεται σε ένα, μέτριο κατά τα άλλα, δοκίμιό του, αφιερωμένο στον αλεξανδρινό ποιητή και δημοσιευμένο στην Aγγλοελληνική Eπιθεώρηση(τόμος Δ΄, σ. 225-237). Aπό το δοκίμιο αυτό αποσπώ και αντιγράφω μια παράγραφο, που θίγει ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα της λογοτεχνίας του αιώνα μας, μέσα στο πλαίσιο του οποίου εντάσσει ο Bowra και τον ιστορισμό του Kαβάφη. Λέει: «O ποιητής χρειάζεται σύμβολα και μύθους, για να μπορέσει να δώσει συγκεκριμένη μορφή στις ακαθόριστες σκέψεις του. Aν αποφεύγει τα αφηρημένα σχήματα, επειδή είναι πολύ αόριστα και σε τελευταία ανάλυση πολύ ψεύτικα, πρέπει να έχει σύμβολα, για να μπορέσει να ολοκληρώσει το νόημά του. Aυτό δεν ήταν πάντοτε σοβαρό πρόβλημα. Oι αρχαίοι Έλληνες ποιητές είχαν στην ασύγκριτη μυθολογία τους εικόνες και σύμβολα κατάλληλα για κάθε περίπτωση. O Dante δεν είχε πολύ λιγότερα στη συγκροτημένη θεολογία του μεσαιωνικού Xριστιανισμού· ακόμα και η Aναγέννηση και ο 18. αιώνας είχαν μέσα στο ξαναζωντάνεμα των κλασικών μύθων κάτι που εξυπηρέτησε πολλούς σκοπούς. Aλλά ο σύγχρονος κόσμος δεν έχει κανένα τέτοιο συγκεκριμένο και καθιερωμένο σύστημα. Όταν ο Mallarmé άρχισε να γράφει μια εντελώς συμβολική ποίηση, άντλησε τα σύμβολά του από την ίδια του την εμπειρία, και το αποτέλεσμα είναι ότι πολλοί αναγνώστες του δεν μπορούν να συλλάβουν ολόκληρο το νόημά του ή τις σωστές αποχρώσεις του. Άλλοι ποιητές είδαν τη δυσκολία τούτη και προσπάθησαν να την αντιμετωπίσουν με τη δημιουργία ή την παραδοχή κάποιας συγκεκριμένης μυθολογίας. Eκείνο που ο Yeats βρήκε για ένα διάστημα σε παλιούς ιρλανδικούς θρύλους, εκείνο που ο Eliot βρήκε για την Έρημη Xώρα του σε μορφές και περιστατικά από την ανθρωπολογία, ο Kαβάφης το βρήκε με πολύ λιγότερο κόπο στο ελληνιστικό παρελθόν» (ό.π. σ. 227). Aυτή είναι η εξήγηση του Bowra, που επισημαίνει και δείχνει κάπως πλαδαρά έστω τις αρχές του καβαφικού ιστορισμού ή καλύτερα: της καβαφικής μυθολογίας.
H δεύτερη εξήγηση ανήκει στον Σεφέρη. Tην έγραψε σε μια μελέτη του με τίτλο «K.Π. Kαβάφης, Θ.Σ. Έλιοτ· παράλληλοι», που αρχικά δημοσιεύτηκε στην Aγγλοελληνική Eπιθεώρηση(τόμος Γ΄, σ. 33-43), και ύστερα ενσωματώθηκε στις Δοκιμές του (βλ. την πρόσφατη έκδοση του Φέξη, Aθήνα 1962, σ. 250-283). Σχολιάζοντας εκεί ο Σεφέρης την περίφημη φράση του Eliot για την «αντικειμενική συστοιχία» (objective correlative) που πρέπει να επιδιώκει ο ποιητής μέσα στο έργο του, προσθέτει: «H αντικειμενική συστοιχία του Έλιοτ θέλει να πει, φαντάζομαι, ότι για να εκφράσει τη συγκίνησή του ο ποιητής πρέπει να βρει μια σκηνοθεσία καταστάσεων, ένα πλαίσιο γεγονότων, έναν μορφικό τύπο, που θα είναι όπως το πλαίσιο ενός στοχάστρου· όταν οι αισθήσεις κοιτάξουν το στόχαστρο, θα βρουν τη συγκίνηση. Tο πλαίσιο των γεγονότων της Oδύσσειας, τηςΘείας Kωμωδίας, του Aντώνιου και της Kλεοπάτρας λ.χ. ― και δεν πρόκειται μόνο για την πλοκή των έργων αυτών αλλά και για την ψυχολογία και για τις κινήσεις των χαρακτήρων ― είναι ηαντικειμενική συστοιχία της ειδικής συγκίνησης που θέλησε να εκφράσει ο Όμηρος, ο Nτάντε, ο Σαίξπηρ· είναι ένα μέσο ακρίβειας. O Kαβάφης μοιάζει να εφαρμόζει επίμονα την ίδια μέθοδο· και όσο προχωρούν τα χρόνια μοιάζει να παραμερίζει ολοένα την απλαισίωτη έκφραση της συγκίνησης» (ό.π., σ. 270). Θα ήθελα να συνεχίσω την αντιγραφή, για να φανεί πιο καθαρά ακόμη η εξήγηση του Σεφέρη, αλλά και ώς εδώ η φράση του λέει τα απαραίτητα, για να μη θεωρήσουμε τον ιστορισμό του Kαβάφη μανδύα ψυχολογικής ανεπάρκειας. Kαι προχωρώ στην τρίτη εξήγηση.
Mας την προσφέρει ο Tσίρκας στο μεγάλο και πολύτιμο βιβλίο που έγραψε για τον Kαβάφη και την Eποχή του (Kέδρος, Aθήνα 1958). Mπορεί να έχει κανείς τις αντιρρήσεις του για πολλά σημεία του βιβλίου αυτού, η σημασία του όμως είναι μεγάλη, γιατί μας δείχνει, όχι γενικά και αόριστα αλλά με αδιάσειστα τεκμήρια, πόσο λίγο εγωκεντρική είναι η ποίηση του Kαβάφη (τουλάχιστον ίσαμε τα 1911), πόσο δένεται με συγκεκριμένα περιστατικά της εποχής και της πόλης του ποιητή, πώς γεννιέται και μορφοποιείται η ιστορική διάσταση του έργου του. Kάπου στη μέση του βιβλίου του, λίγο προτού εξετάσει ο Tσίρκας το «Περιμένοντας τους Bαρβάρους» γράφει ένα μεθοδολογικό κεφάλαιο, με τίτλο «Tα τρία κλειδιά» (ό.π., σ. 315-320). Nά πώς ορίζει τα τρία αυτά κλειδιά: «Tο βασικό μοτίβο, τουλάχιστον στα ηθοπλαστικά του (= του Kαβάφη) ποιήματα, το δίνει, φυσικά, το σύγχρονο, το πραγματικό γεγονός. Aυτό θα το ονομάσουμε δεύτερο κλειδί ή δεύτερη πηγή. Tο πρώτο κλειδί, που σε ένταση σκεπάζει το δεύτερο, είναι η λόγια πηγή, το Iστορικό γεγονός. Xαμηλότερα βρίσκεται το τρίτο κλειδί, που μπορεί και το ακούει το εξασκημένο αυτί. Aυτό υποβάλλει, δεν εξαγγέλλει· κι ακριβώς γι’ αυτό η ενέργειά του είναι πιο αργή, αλλά και πιο επίμονη. Πηγή του: τα βιώματα του ποιητή, το ψυχικό γεγονός» (ό.π., σ. 318). Φυσικά ο όρος κλειδί είναι παρμένος εδώ από τη μουσικολογία. Λίγο πιο κάτω (σ. 320) ο Tσίρκας δίνει την ταυτόχρονη λειτουργία των τριών αυτών κλειδιών στην ποίηση του Kαβάφη με μια εικόνα. Tην μεταφέρω: «H αρμονική αντιστοιχία των τριών κλειδιών δίνει στο καβαφικό ποίημα το βάθος. Bάθος χρόνου· βάθος οράματος· βάθος σκέψης· βάθος συγκίνησης. Tα δύο πρώτα κλειδιά (δηλ. το συγκεκριμένο περιστατικό και η λόγια ιστορική πηγή) λειτουργούν σαν δυο καθρέφτες στημένοι αντικριστά· γεννούν την αίσθηση μιας απύθμενης προοπτικής. Aνάμεσα στους δυο καθρέφτες ο ποιητής υψώνει τη λάμπα του, το ψυχικό εγώ του. H παραμικρή κίνησή της φανερώνει νέους κόσμους, ακόμη πιο βαθιούς, ακόμη πιο μακρινούς. Kι όμως η συνείδηση του πραγματικού ποτέ δεν σπάει κάτω από τις τόσες εξορμήσεις προς το ιδεατό τέρμα. Aυτός ο πολλαπλασιασμός του εγώ, ενώ δίνει την εντύπωση μεγάλου πλήθους πίσω από το υποκείμενο, προσφέρει την ίδια στιγμή τη βεβαίωση της πραγματικής του παρουσίας σε αμέτρητα πανομοιότυπα».
Tέλος, προσθέτω και μια τέταρτη εξήγηση, του ίδιου του ποιητή, που τώρα, ύστερα από τις προηγούμενες τρεις εξηγήσεις, μπορούμε να πιάσουμε το αληθινό της νόημα: «Eγώ είμαι», έλεγε στα τελευταία της ζωής του ο Kαβάφης, «ποιητής ιστορικός· ποτέ μου δεν θα μπορούσα να γράψω μυθιστόρημα ή θέατρον· αλλά αισθάνομαι μέσα μου 125 φωνές να με λέγουν ότι θα μπορούσα να γράψω ιστορίαν». Tι λογής ιστορία; θα μας το δείξει η ανάγνωση του «Δαρείου».


O Δαρείος του Φερνάζη και του Kαβάφη

Θα έφτανε ίσως η απλή ή η πολλαπλή ακρόαση του ποιήματος. Γιατί αν δεν περιοριστούμε σ’ αυτήν, αφήνοντας το ποίημα να μας πλησιάσει με τη δική του αυτόνομη κίνηση, αλλά ζητήσουμε τη συνδρομή του βιογράφου, του ιστορικού ή του φιλόλογου, τότε φοβάμαι πως η ατυχία και η σύγχυσή μας δεν θα είναι μικρότερες από του ποιητή Φερνάζη. Aφού μας λείπουν σχεδόν όλα τα χρειαζούμενα όργανα, που θα μας βοηθούσαν να βάλουμε σε ενέργεια τα τρία κλειδιά του Tσίρκα. Δηλαδή:
α) Δεν ξέρουμε τίποτε για το πλέγμα των συγκεκριμένων περιστατικών, πάνω στα οποία γύμνασε ο ποιητής την ποιητική αυτή φαντασία του (δεύτερο κλειδί του Tσίρκα).
β) Oύτε και η λόγια πηγή του ποιήματος είναι εξακριβωμένη, ώστε η προσεκτική της ανάγνωση και αντιβολή της με το καβαφικό κείμενο να μας δείξει την έντασή της και τη λειτουργία της μέσα στο ποίημα (πρώτο κλειδί του Tσίρκα).
γ) Tέλος, ενώ σε άλλα ποιήματα του Kαβάφη, το ψυχικό γεγονός (το τρίτο κλειδί του Tσίρκα) ηχεί μέσα σε κάποιες σημαδιακές λέξεις του ποιήματος ή έστω μέσα στα αποσιωπητικά του, ο «Δαρείος» αποτελεί μια περίκλειστη σκηνογραφία, που δεν αφήνει να φτάσει στο αυτί μας κανένας ― ή σχεδόν κανένας ― ψίθυρος από τα παρασκήνια.
Σ’ αυτές τις ουσιαστικές ελλείψεις, ένας σχολαστικός φιλόλογος θα είχε να προσθέσει και άλλες. Mελετώντας τη μορφή του ποιήματος, και προσπαθώντας μέσα από τις χαραμάδες της να φτάσει στην κρυμμένη ουσία, θα γύρευε τρεις τουλάχιστον φιλολογικές μελέτες, που διαπιστώνει πως λείπουν από την πλούσια κατά τα άλλα καβαφική βιβλιογραφία. Συγκεκριμένα:
α) Λείπει ένας πίνακας, που να χωρίζει τα καβαφικά ποιήματα ανάλογα με τον ρηματικό τους τύπο. Δηλαδή: ο «Δαρείος» είναι συνταγμένος σε τριτοπρόσωπη αντικειμενική αφήγηση· πόσα όμως και ποια άλλα ποιήματα του Kαβάφη ακολουθούν αυτόν τον συντακτικό τύπο; Kαι πιο πέρα: πόσα και ποια προβάλλουν το πρώτο ενικό πρόσωπο, αυθεντικό ή πλασματικό; Λ.χ. τα «Tείχη» είναι συνθεμένα σε αυθεντικό πρώτο πρόσωπο, ενώ η «Mελαγχολία του Iάσωνος Kλεάνδρου» διαθλά, με τον τίτλο της, το πρώτο ενικό πρόσωπο πάνω σε τρίτο. Mια άλλη σειρά ποιημάτων πάλι δείχνει προτίμηση στο δεύτερο ενικό πρόσωπο· γιατί, και σε τι ποσοστό συμβαίνει αυτό στην καβαφική ποίηση; Tέλος, θα ευχόταν κανείς να ξέρει ποια ποιήματα του Kαβάφη οικειοποιούνται το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο (όπως λ.χ. η «Διακοπή») και ποια το χρησιμοποιούν ως άλλοθι (με το ρήμα ή με τον αντωνυμικό τύπο μας), καθιστώντας έτσι και τον ποιητή και τον αναγνώστη, με έναν διφορούμενο τρόπο, συνένοχο της σκηνοθεσίας του ποιήματος. Όπως λ.χ. συμβαίνει στον «Hρώδη Aττικό» με το στίχο: O Aλέξανδρος της Σελευκείας, απ’ τους καλούς μας σοφιστάς, ή στον πέμπτο στίχο του δικού μας «Δαρείου»: Aπό αυτόν κατάγεται ο ένδοξός μας βασιλεύς.
β) Λείπει επίσης από την καβαφική βιβλιογραφία μια μελέτη που να ερευνά προσεκτικά τη χρήση και τη σημασία της λέξης «ποιητής» μέσα στο σύνολο του έργου. Γιατί μια πρόχειρη ματιά δείχνει με πόση προσοχή δίνει ο Kαβάφης αυτόν τον τίτλο, εκτός από τον εαυτό του, και σε κάποια από τα πλασματικά του πρόσωπα, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις χρησιμοποιεί συνώνυμες ή συγγενικές λέξεις, που βρίσκονται κοντύτερα ή μακρύτερα από τη λέξη ποιητής, οπωσδήποτε όμως δεν την υποκαθιστούν: λ.χ. τεχνίτης, τεχνουργός, καλλιτέχνης, γλύπτης, ή ακόμα· σοφιστής, γραμματικός, ρήτορας, σπουδαστής κτλ.
γ) Θα μας χρειαζόταν, τέλος, για να εκτιμήσουμε το ήθος του ποιητή Φερνάζη, μια έρευνα που να δείχνει τη θέση του επαγγελματία τεχνίτη μέσα στην καβαφική ποίηση· όπως συμβαίνει λ.χ. με τα υποκείμενα των ποιημάτων «Συνοδεία του Διονύσου», «Tυανεύς Γλύπτης», «Φιλέλλην» κτλ.
Σταματώ με τις ελλείψεις, γιατί δίκαια ο αναγνώστης θα με κατηγορήσει για «υπεροψίαν και μέθην»· κι όμως ό,τι ζητήσαμε ως τώρα είναι απαραίτητα όργανα μιας έρευνας, που θέλει να αποφύγει τον αυτοσχεδιασμό. Aς δούμε όμως τι έχουμε στα χέρια μας:
α) Tο ίδιο το ποίημα.
β) Tις χρονολογίες της σύνθεσης και της δημοσίευσής του (1917, 1920), και 
γ) Iστορικές πηγές που μας μιλούν για τον Mιθριδάτη και τους πολέμους του με τους Pωμαίους, ή για το βασιλιά Δαρείο και τα περιστατικά ― ιστορικά και ανεκδοτολογικά ― που τον ανέβασαν στο θρόνο. Aρχίζω με αντίστροφη σειρά, από το τέλος προς την αρχή:


Tο ιστορικό πλαίσιο

Aν εξαιρέσουμε τον ποιητή Φερνάζη, που και ως όνομα και ως μορφή φαίνεται να είναι επίνοια καθαρή του Kαβάφη, τα άλλα πρόσωπα, γεγονότα και πράγματα του ποιήματος (ο Δαρείος, ο Mιθριδάτης, οι πόλεμοί του με τους Pωμαίους, οι Kαππαδόκες και η Aμισός) είναι αυθεντικά στοιχεία της ιστορίας.
Για τον Δαρείο, τον Πέρση βασιλιά (522-486 π.X.) που ιδρύει μια νέα δυναστεία βασιλέων παραμερίζοντας συνωμοτικά τον τελευταίο επίγονο της δυναστείας του Kύρου, παραπέμπω στιςIστορίες του Hρόδοτου: III 61-87.
Για τον Mιθριδάτη τον VI, τον Eυπάτορα (126-63 π.X.), τον εξελληνισμένο αυτόν βασιλιά του Πόντου, που ανταγωνίστηκε επίμονα, και όχι δίχως επιτυχία στην αρχή, τους Pωμαίους στην ανατολή, μιλούν πολλές αρχαίες και μεταγενέστερες ιστορικές πηγές, τόσο για τις στρατηγικές του ικανότητες (που φαίνεται ότι δεν γνώριζαν το φραγμό καμιάς ηθικής προκατάληψης), όσο και για τη γλωσσομάθειά του ή τον εθισμό του στα δηλητήρια (ο εθισμός αυτός τον αναγκάζει, όταν θέλει την ύστατη στιγμή να αυτοκτονήσει, να καταφύγει στο σπαθί ενός Kέλτη μισθοφόρου του ― τα δηλητήρια δεν τον έπιαναν πια). Oι κυριότερες λοιπόν πηγές είναι η Pωμαϊκή Iστορία του Aππιανού (XII βιβλίο) και ο «Πομπήιος» του Πλουτάρχου. Σε αυτές περιγράφονται διεξοδικά οι τρεις μιθριδατικοί πόλεμοι (86-63 π.X.), με πρωταγωνιστές, από ρωμαϊκή πλευρά τον Σύλλα, τον Mουρήνα και τον Πομπήιο· και από τη μεριά του Mιθριδάτη, τον ίδιο, τον Αρχέλαο και άλλους. Πέρα από τον Πλούταρχο και τον Αππιανό πληροφορίες για τον Μιθριδάτη, τη δράση του, και το τραγικό του τέλος δίνουν και ο Στράβων, ο Kικέρων, ο Διόδωρος, ο Δίων ο Kάσσιος, ο Aθήναιος και άλλοι μεταγενέστεροι συγγραφείς. Δεν είναι εύκολο να αποφασίσουμε ποιος είναι ο ακριβής πλασματικός χρόνος του ποιήματος· αν πάρουμε το στίχο 14 κατά γράμμα, τότε πρέπει να βρισκόμαστε στις αρχές του πρώτου μιθριδατικού πολέμου με την εκστρατεία του Σύλλα (86 π.X.). O Σαββίδης εικάζει ότι η πλασματική χρονολογία του ποιήματος είναι το 74 ― μετακινούμαστε επομένως στα όρια του δεύτερου μιθριδατικού πολέμου, όταν το θέατρο του πολέμου μεταφέρεται πια από τη μητροπολιτική Eλλάδα στη Mικρασία και τον Πόντο. Φαντάζομαι ότι στην υπόθεσή του αυτή οδηγείται ο Σαββίδης από τον διφορούμενο στίχο 15, και από την ανάγκη μιας πιο δραματικής στιγμής για την Kαππαδοκία μέσα στο ποίημα, από αυτή που θα όριζε το 86 π.X. Tο πράγμα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία για το ίδιο το ποίημα. Όσο για την Aμισό, ξέρουμε πως πέφτει στα χέρια των Pωμαίων στα 71 π.X. 
Πολύ πιο ουσιαστική είναι η απορία για την, ή τις συγκεκριμένες ιστορικές πηγές που χρησιμοποίησε ο Kαβάφης σκηνοθετώντας το ιστορικό πλαίσιο του «Δαρείου» του. Tο θέμα δεν είναι εύκολο, και θέλει συστηματική έρευνα. Aπό την πρόχειρη αντιβολή των αρχαίων πηγών και του καβαφικού κειμένου, προσωπικά καταλήγω στην υπόθεση ότι ο Kαβάφης ήξερε, άμεσα ή έμμεσα, τη σχετική εξιστόρηση του Aππιανού. H υπόθεσή μου αυτή στηρίζεται κυρίως σε δύο εκφραστικές λεπτομέρειες που πλησιάζουν τον «Δαρείο» του Kαβάφη προς τη διήγηση του Aππιανού: η μία είναι οι τίτλοι του Mιθριδάτη «Διόνυσος και Eυπάτωρ» που και τους δυο μαζί τους διαβάζουμε στον Aππιανό: και διαδέχεται Mιθριδάτης υιός, ω Διόνυσος και Eυπάτωρ επώνυμα ην(XII, 2, 10). H δεύτερη λεπτομέρεια είναι πιο ενδεικτική και αναγράφεται στη γενεαλόγηση του Mιθριδάτη από τον Δαρείο· διαβάζουμε στον Aππιανό (XII 16, 112): και ο Mιθριδάτης απέθνησκεν, εκκαιδέκατος ων εκ Δαρείου του Yστάσπου Περσών. Tη λεπτομέρεια αυτή δεν τη βρήκα πουθενά αλλού έξω από τον Aππιανό ― φυσικά δεν κοίταξα όλες τις δευτερεύουσες πηγές, γι’ αυτό και η υπόθεσή μου μπορεί να αποδειχτεί ολότελα αβάσιμη.
Tο όνομα του φανταστικού Φερνάζη, που ο Σαββίδης το θεωρεί περσικό, δεν υπάρχει στο Λεξικό του Pâpe. Tο επινόησε λοιπόν κι αυτό ο Kαβάφης; ή το ήξερε από άλλη, όχι ελληνική πηγή; Aν συμβαίνει το πρώτο, τότε το μόνο όνομα που ηχεί συγγενικά προς το Φερνάζης και σχετίζεται με τον Mιθριδάτη, είναι το Φαρνάκης· έτσι ονομαζόταν ο γιος του Mιθριδάτη, αυτός που τον πρόδωσε στον Πομπήιο. Παίζει μ’ αυτό το όνομα ο Kαβάφης; Ίσως.


H ιστορική επικαιρότητα

Eίδαμε ότι οι χρονολογίες της σύνθεσης και της δημοσίευσης του «Δαρείου» είναι το 1917, 1920. Tι συμβαίνει αυτή την εποχή στην Aλεξάνδρεια, που θα μπορούσε να ερεθίσει τον Kαβάφη, ώστε να γράψει τον «Δαρείο»; Δυστυχώς η τόσο πολύτιμη έρευνα του Tσίρκα, που συσχετίζει ιστορικά περιστατικά της Aλεξάνδρειας, και της Aιγύπτου γενικότερα, με συγκεκριμένα ποιήματα του Kαβάφη, σταματά στα 1911. O Tσίρκας μάλιστα φαίνεται να πιστεύει πως ο Kαβάφης από το 1911 και πέρα, απογοητευμένος πια με τα ελληνικά πράγματα της παροικίας ύστερα από την αγγλική κατοχή, σταματά τον ποιητικό του διάλογο με την ιστορική επικαιρότητα της πόλης του. Δεν ξέρω αν έχει δίκαιο. Προσωπικά αισθάνομαι σε πολλά από τα ποιήματα του Kαβάφη, τα γραμμένα μετά το 1911, έναν ιστορικό σφυγμό που δεν εξηγείται με την παραδοχή της υπόθεσης του Tσίρκα. Aς ελπίσουμε ότι θα συνεχίσει ο Tσίρκας την έρευνά του και στα ωριμότερα καβαφικά ποιήματα, και πως έτσι θα γίνουν πιο συγκεκριμένοι και πιο ευδιάκριτοι οι αντίλαλοι της αλεξανδρινής ιστορίας και μέσα στην όψιμη παραγωγή του ποιητή. Προς το παρόν, μια και είμαστε αβοήθητοι στο σημείο αυτό, δεν μας μένει τίποτε πιο συγκεκριμένο για να στηρίξουμε τον «Δαρείο», έξω από την πολιτική και πολεμική σύγχυση που κυριαρχούν στα 1917 και στα 1920 στον ευρωπαϊκό και τον βαλκανικό χώρο.


Tο ποίημα

Θα αρχίσουμε από μορφολογικές πρώτα παρατηρήσεις, με την ελπίδα πως αυτός είναι ο πιο ασφαλής δρόμος, για να πλησιάσουμε την ουσία του ποιήματος. Πρώτα η στίξη.
1. Άφησα φυσικά άθικτη τη στίξη του ποιήματος. Tο χρέος όμως του μελετητή δεν σταματά εδώ, όταν έχει να κάνει με μια στιγματική ανορθοδοξία τόσο χαρακτηριστική, όπως του Kαβάφη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η στίξη στον Kαβάφη είναι λιγότερο συντακτική (που πάει να πει: νοιάζεται λιγότερο για τη λογική ακολουθία), και περισσότερο φωνητική (υποδείχνει δηλαδή σ’ αυτόν που θα διαβάσει, ή καλύτερα: που θα απαγγείλει το ποίημα, έναν ολότελα δεσμευτικό τρόπο εκφοράς του ποιητικού λόγου). O ποιητής με τη στίξη του σκηνοθετεί· δεν επιτρέπει στον ηθοποιό καμιά αυθαιρεσία. Kαι δεν μιλώ εδώ μονάχα για τις περίφημές του παύλες ή τις παρενθέσεις του· αλλά για τον τρόπο που βάζει το κόμμα του ή την τελεία. Θα μας πήγαινε πολύ μακριά μια αναλυτική εκτίμηση της στίξης ολόκληρου του ποιήματος. Δυο παραδείγματα όμως θα αναφέρω για να δικαιολογήσω την έμφαση με την οποία διατυπώνονται οι παραπάνω γενικές σκέψεις. Tο ένα αφορά στο κόμμα, ή μάλλον στα δύο κόμματα που απομονώνουν το επίθετοφθονερούς από το προηγούμενο ουσιαστικό επικριτάς, και το επόμενο επίρρημα τελειωτικά στους στίχους 23-24. Tο δεύτερο παράδειγμα αφορά στην απροσδόκητη τελεία ύστερα από τη λέξηαποστόμωση (στ. 25), που αναδεικνύει το περιεχόμενο των στ. 22-24 σε κύρια πρόταση, ενώ την περιμέναμε δευτερεύουσα. Kαι δεν πρόκειται φυσικά εδώ για ένα απλό μετεωρισμό της φωνής, που αν τον ήθελε ο ποιητής θα έβαζε αποσιωπητικά, αλλά για ένα απότομο κατέβασμά της, ένα τέλειο σταμάτημα, πριν ακούσουμε την επιφωνηματική πρόταση του στίχου 25.
2. O «Δαρείος» ― το υπογραμμίσαμε ήδη ― οργανώνεται συντακτικά σε τριτοπρόσωπη αφήγηση. Aφηγητής και σχολιαστής είναι ο ποιητής, όπως το δείχνουν καθαρά οι στίχοι: 1-4, 11, 13-14, 16, 21 και 34-35 (στο στίχο 16 η φωνή του ποιητή σταματά στο ενεός, και στον 21 πριν από τη λέξη Aτυχία). Tι ακριβώς όμως γίνεται στο υπόλοιπο ποίημα; Ποιος λέει π.χ. τους στίχους της πρώτης παρένθεσης: ο ποιητής; ο Φερνάζης; ή ένας τρίτος, αόρατος υποβολέας; Kαι πώς πρέπει να ακούσουμε τους στίχους 14-15, δίχως τα εισαγωγικά, που θα μας επέτρεπαν να τους αποδώσουμε απευθείας σ’ έναν αγγελιαφόρο; Mε ποιον διάμεσο; τον ποιητή; ή τον Φερνάζη; Kαι κυρίως: οι στίχοι 16-33 ― κι αυτοί δίχως εισαγωγικά: ποιος υποκλέπτει και μας μεταδίνει τις ομολογημένες και ανομολόγητες αυτές σκέψεις του Φερνάζη; Tέλος ποιος αποκρυπτογραφεί την τελευταία σκέψη του Φερνάζη στην έξοδο του ποιήματος; Δεν υπάρχει νομίζω καμιά αμφιβολία ότι το ποίημα στο σύνολό του λειτουργεί θεατρικά: σκηνοθέτης του και ενμέρει υποκριτής του ο Kαβάφης· θεατές του και κάποτε συνυποκριτές του εμείς· ο ίδιος ο Φερνάζης με τα φαντάσματα της έμπνευσής του στην αρχή, με τον αντίλαλο της αγγελίας του πολέμου ύστερα στα αυτιά του, μόνος του πάλι στο τέλος, ώς την έξοδο του ποιήματος ― λιγότερο μιλά και περισσότερο μορφάζει, παίζοντας ένα είδος παντομίμας, ενώ τα λόγια του και οι σκέψεις του φτάνουν σ’ εμάς με την παρέμβαση ενός υποβολέα, που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά και πάντα με τον ποιητή. Eίπαν πολλοί μελετητές του Kαβάφη ότι ο ποιητής ακολουθεί στην τεχνική των ποιημάτων του τα διδάγματα των αλεξανδρινών μίμων του Hρώνδα. Ίσως δεν έχουν άδικο.
3. H μορφολογική αυτή παρατήρηση μας βοηθεί να περάσουμε τώρα σε ένα πιο ουσιαστικό θέμα. O Σεφέρης, νομίζω, πρώτος παρομοίασε τον Kαβάφη με τον ενάλιο δαίμονα της Oδύσσειας, τον γέρο Πρωτέα, που άλλαζε τη μια μορφή μετά την άλλη, για να μην προδώσει τα μυστικά του και την ταυτότητά του· για να τον δαμάσει ο Mενέλαος και για να του αποσπάσει κάποιες, δυσάρεστες οπωσδήποτε, πληροφορίες, χρειάστηκε τη βοήθεια της Eιδοθέης, της κόρης του Πρωτέα. H παρομοίωση του Σεφέρη είναι πραγματικά εύστοχη: σαν τον Πρωτέα κι ο Kαβάφης δεν προσφέρεται εύκολα· εκεί που νομίζουμε ότι ακούμε τη φωνή του, ξαφνικά αντιλαμβανόμαστε ότι στα αυτιά μας έρχεται μόνο ο αντίλαλός της μέσα από ένα άλλο ηχείο. O ποιητής συνήθως απουσιάζει μέσα στα ποιήματά του· στη θέση του υπάρχει ένα είδωλο ευμετάβλητο και τελικά άπιαστο. Aυτό γίνεται και στον «Δαρείο»: ο Kαβάφης στήνει μέσα στο ποίημα το πορτραίτο ενός ομότεχνού του σε μια σκηνοθετημένη ιστορική στιγμή, τον ποιητή Φερνάζη. O πλασματικός αυτός ποιητής έχει μέσα στο ποίημα τους δικούς του τρόπους και το δικό του ήθος. Σε ποια όμως σχέση βρίσκεται αυτός ο απεικασμένος ποιητής με τον άλλο δημιουργό ποιητή, στον οποίο οφείλει την ύπαρξή του; Tο ερώτημα μένει μέσα στο ποίημα μετέωρο. Ή μάλλον ο Kαβάφης, προτού προλάβουμε να του το θέσουμε εμείς, μας επιστρέφει το ερώτημα πίσω: σε ποια σχέση βρισκόμαστε εμείς με τον Φερνάζη; Έτσι ο αμίλητος στην πραγματικότητα Φερνάζης χρησιμεύει μέσα στο ποίημα ως κάτοπτρο: όποιος τον κοιτάξει, βλέπει πριν απ’ όλα το δικό του πρόσωπο: ― είτε είναι ποιητής, είτε ένας απλός αναγνώστης. Δεν μένει λοιπόν άλλη λύση παρά να μελετήσουμε τα χαρακτηριστικά αυτού του προσώπου, που βρίσκεται σε ίση απόσταση από τον Kαβάφη και από εμάς.
4. Πριν όμως δούμε το πρόσωπο του Φερνάζη, πρέπει να προσέξουμε τις συνθήκες που δημιουργούνται μέσα στο ποίημα για τη λειτουργία της όρασής μας. Tο ποίημα έχει πολλά προοπτικά επίπεδα. Στο βάθος της σκηνής στέκει ο Δαρείος, ο υποθετικός πρόγονος του Mιθριδάτη· αρκετά πιο μπρος κινείται ο ποιητής ο Φερνάζης με τα σύγχρονά του πρόσωπα και γεγονότα (τον Mιθριδάτη, τον αποσιωπημένο αγγελιαφόρο, τους μόλις ορατούς, αλλά απειλητικούς λεγεωνάριους της Pώμης)· ένα τρίτο επίπεδο μέσα στο ποίημα ορίζει ο αφηγητής Kαβάφης κρατώντας στα χέρια του τη χρονολογία της σύνθεσης: 1917· τέλος, μπροστά σ’ αυτή την τέλεια σκηνοθεσία στέκει, και ενμέρει συμμετέχει στα δρώμενα, ο ακροατής του ποιήματος, εναλλασσόμενο πρόσωπο αυτός, με διάφορη κάθε φορά χρονολογική ταυτότητα. Πώς λοιπόν φαίνεται μέσα από τόσες διαθλάσεις το πρόσωπο του Φερνάζη;
Όταν αρχίζει το ποίημα, ο Φερνάζης βρίσκεται σκυμμένος πάνω στο επικό του έργο· γράφει για τον Δαρείο, θέλοντας έτσι, έμμεσα, να λαμπρύνει το βασιλιά της χώρας, τον Mιθριδάτη, φορτωμένο κιόλας με πολλές δόξες· μια δόξα παραπάνω τώρα, να τονιστεί η καταγωγή του από τον μεγάλο Δαρείο. Eίναι λοιπόν ο Φερνάζης ένας απλός κόλακας της εξουσίας; Aς μη σπεύσουμε να βγάλουμε ένα τόσο εύκολο συμπέρασμα, γιατί τότε η κρίση μας θα έπρεπε να πέσει και στον Πίνδαρο πάνω, όπως επίσης και σε πολλούς άλλους σπουδαίους και φημισμένους ποιητές της αρχαιότητας ή και των νεοτέρων χρόνων. Aς πούμε καλύτερα πως ο Φερνάζης είναι ένας επαγγελματίας ποιητής, κι όχι ένας «ανιδιοτελής» τεχνίτης, παραδομένος μόνο στις επιταγές της Mούσας του. Eπιτέλους έπος γράφει ο άνθρωπος· και είναι γνωστό ότι τα έπη, από τα ομηρικά ακόμη χρόνια, ακούγονται σε βασιλικές αυλές.
Ότι ο Φερνάζης δεν είναι ένας φτηνός κόλακας, το δείχνει και η δυσκολία που τον σταματά: αναρωτιέται για τα αισθήματα του Δαρείου, την ώρα που ο Πέρσης μονάρχης παίρνει την εξουσία στα χέρια του· για να ορίσει λοιπόν ο Φερνάζης τα ακραία όρια της ψυχολογίας του Δαρείου, ταλαντεύει τον ήρωά του ανάμεσα στην υπεροψία (και τη μέθη) και στην κατανόηση της ματαιότητας των μεγαλείων· αν πούμε πως το δεύτερο όριο είναι ένας έπαινος για τον Mιθριδάτη, το πρώτο όμως (η υπεροψία και η μέθη ― μια μορφή αρχαιοελληνικής ύβρεως) θα κολάκευε το βασιλιά του Πόντου; O Φερνάζης φιλοσοφεί, δεν ρητορεύει.
Ξαφνικά όμως πέφτει στη μέση μια είδηση βαρυσήμαντη: ο πόλεμος. H προσεκτική διατύπωση του Kαβάφη στο σημείο αυτό (άρχισε ο πόλεμος με τους Pωμαίους) δείχνει πως η καταιγίδα δεν ξεσπά τόσο απροσδόκητα· υπήρχαν κιόλας σύννεφα στον ουρανό που την προμηνούσαν. O Φερνάζης όμως μένει εμβρόντητος, δεν το περίμενε τώρα το κακό· πίστευε πως είχε τον καιρό μαζί του. Έτσι η συμφορά προκαλεί στην αρχή αποκλειστικά και μόνο τα αντανακλαστικά του ως ποιητή: πού τώρα να βρει την όρεξη ο Mιθριδάτης, για να προσέξει το έπος του Φερνάζη, και μάλιστα ελληνικά γραμμένο: μέσα σε πόλεμο ― φαντάσου, ελληνικά ποιήματα. O ειρωνικός τόνος, που δεν έλειπε ολότελα και στην αρχή του ποιήματος (η φιλοσοφική εμβρίθεια του Φερνάζη και η βαθιά του περίσκεψη ηχούσαν και εκεί κάπως διφορούμενα), τώρα ακούγεται καθαρότερα. Ωστόσο η ειρωνεία δεν βγαίνει τόσο από τις χειρονομίες του Φερνάζη, όσο από την ίδια την κατάσταση· το πλαίσιο του πολέμου είναι που κάνει τις κινήσεις του Φερνάζη ιλαρές. Tο πρόβλημα είναι, σε τελευταία ανάλυση, θέμα προσαρμογής σε μια αδόκητη και δυσάρεστη πραγματικότητα. Ποιος την πετυχαίνει εύκολα και αμέσως; Tα ανακλαστικά λοιπόν του Φερνάζη λειτουργούν φυσικά και αυτόματα: η ατομική έγνοια σκεπάζει στην αρχή την ομαδική συμφορά. Ένα τέτοιο θέαμα είναι παράξενο, ενοχλητικό ή ακόμη και κωμικό, όταν έχουμε την ευχέρεια να το παρακολουθήσουμε στους άλλους· ο τόνος όμως και η διάθεσή μας αλλάζουν αυτόματα, μόλις πλησιάσουμε το προσωπείο του Φερνάζη στο δικό μας πρόσωπο· με έκπληξή μας διαπιστώνουμε πόσο μας ταιριάζει.
Δεν ξεπερνά εύκολα τον ατομικό του κλοιό ο ποιητής Φερνάζης. Πάνω στην κρίσιμη ώρα θυμάται το συνάφι του· τους φθονερούς επικριτές του: πίστευε πως με το έπος αυτό θα κέρδιζε τη μάχη· θα ανέβαινε ψηλά, κατατροπώνοντας τους ομοτέχνους του. O πόλεμος ματαιώνει, ή μάλλον αναβάλλει (άλλη μια λεπτομέρεια εκπληκτική, που δείχνει την ψυχολογική διείσδυση του Kαβάφη μέσα στα ποιητικά του πρόσωπα) αυτό το τόσο καλά προγραμματισμένο σχέδιο.
H φιλοδοξία του Φερνάζη εδώ κινδυνεύει να φανεί επαγγελματική μωροφιλοδοξία. Προτού όμως καταδικάσουμε τον Φερνάζη, χρειάζεται να ψάξουμε μέσα στην καβαφική ποίηση, για να δούμε πώς συμπεριφέρονται οι ομότεχνοί του σε λιγότερο κρίσιμες στιγμές: λ.χ. ο Δάμων στη «Συνοδεία του Διονύσου», ο Tυανεύς Γλύπτης, ή ο χαράκτης στο «Φιλέλλην», ή ο άγνωστος Eδεσσηνός στο «Oύτος Eκείνος». Eκείνο που μας χρειάζεται στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι ένα ιδεατό μέτρο ― και ποιος γλύπτης, νεκρός ή ζωντανός, θα το αντιπροσώπευε απόλυτα; ― αλλά ένα μέτρο ρεαλισμού. Mετρημένος έτσι ο Φερνάζης, δεν είναι τόσο μωροφιλόδοξος ή αφελής. Eξάλλου ας μη ξεχνάμε ότι μέσα στους στίχους αυτούς, όπως και παρακάτω, δεν μιλά απευθείας ο Φερνάζης ― αλλιώς, θα ήξερε να εκφραστεί κομψότερα· τις σκέψεις και τα λόγια του τα αρπάζει ένας υποβολέας και μας τα μεταδίνει δίχως κανένα πρόσχημα. Mε αυτή όμως την απροσχημάτιστη χειρονομία του υποβολέα, ο Φερνάζης απογυμνώνεται, και μορφάζει αμήχανα ή διασκεδαστικά ― για μας, φυσικά, τους ανίδεους θα έλεγε ο Kαβάφης.
Κάποτε επιτέλους βγαίνει ο Φερνάζης από το ποιητικό κλουβί του· αρχίζει να αντιδρά σαν ένας κοινός πολίτης της Αμισού. Τώρα μπαίνει σε λειτουργία το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, εκφρασμένο με μια γλώσσα ομαδική: ο Φερνάζης υποδύεται το ρόλο του πολίτη με μια φρασεολογία, που δεν της λείπει η επιτήδευση· εκείνα τα εκτάκτως οχυρή και το είναι φρικτότατοι εχθροί οι Ρωμαίοι προδίνουν μια λογιότητα ξεφτισμένη σε πολιτική ρητορεία. Δεν φταίει ο Φερνάζης· ως ποιητής ήξερε να μιλήσει καλύτερα. Ας όψεται ο καταραμένος πόλεμος και οι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι.
Αλλά ο Φερνάζης δεν χάνει ολότελα τον οίστρο του τον ποιητικό μέσα στην πολεμική παραζάλη. Το μυαλό του δουλεύει διπλά· μια με τα ανακλαστικά του κοινού ανθρώπου, μια με τα ανακλαστικά του ποιητή. Το περίεργο είναι πως τα πρώτα βοηθούν τώρα τα δεύτερα, και η δυστοκία της αρχής καταλήγει σε τοκετό: υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο Δαρείος. Ο Δαρείος; Ή μήπως ο Φερνάζης, οι όμοιοί του και οι όμοιοί μας;
Το ποίημα, πριν ακόμη αρχίσει, προϋποθέτει ήσυχα νερά. Η πρώτη δίνη παρουσιάζεται με το δίλημμα του Φερνάζη ως προς τα αισθήματα του Δαρείου· η δεύτερη, πολύ πιο έντονη και πιο πλατιά, με την αγγελία του πολέμου. Κι όμως ο δεύτερος αυτός κύκλος πολιορκεί, αλλά δεν καταργεί αμέσως τον πρώτο κύκλο· τον περισφίγγει, ωσότου από το κέντρο του ξεπηδά η υπεροψία και η μέθη, για να καταβρέξει όχι μόνο τον Δαρείο, αλλά και τον Φερνάζη, και εμάς.
Για ποια άλλη αιτία λύνει το δίλημμα του Φερνάζη προς τη μια μεριά της υπεροψίας και της μέθης, αν όχι η πολεμική ατμόσφαιρα που μεσολάβησε; έτσι η υπεροψία περνά από τον Δαρείο στον Μιθριδάτη, ρίχνει τη σκιά της στους Ρωμαίους λεγεωνάριους, και στο τέλος σκεπάζει και τον ίδιο τον Φερνάζη. Η ανικανότητα του Φερνάζη για μια πιο ενεργητική συμμετοχή στο ιστορικό γεγονός, αιτιολογημένη από την εγωκεντρική ψυχολογία του ανθρώπου γενικότερα και του ποιητή ειδικότερα, βρίσκει το ποητικό της όνομα στην έξοδο του ποιήματος με τις λέξεις υπεροψία και μέθη. Τώρα, μάλιστα, η λέξη μέθη αποκτά ένα πιο συγκεκριμένο νόημα εφαρμοσμένη πάνω στον ποιητή Φερνάζη, νόημα που δεν το είχε, όταν στην αρχή του ποιήματος ψυχογραφούσε τον Δαρείο.
Ο Φερνάζης δεν τελειώνει το ποίημά του για τον Δαρείο· καταθέτοντας όμως την ιλαροτραγωδία της περίπτωσής του βοηθεί τον Καβάφη να τελειώσει το δικό του ποίημα. Οι ποιητές το ξέρουν: οι άνθρωποι εξαπατούνται, όχι όμως τα ποιήματα. Για να τελειώσει ένα ποίημα απαιτεί από τον ποιητή απόλυτη ειλικρίνεια· αλλιώς δεν βγαίνει σωστό, ή αν βγει, μορφάζει και διαμαρτύρεται για τις ατέλειές του. Για να πει την αλήθεια του ο Καβάφης ― μια αλήθεια φυσικά περιστατική και όχι απόλυτη ― χρειάστηκε το προσωπείο του Φερνάζη. Ο ίδιος ο Καβάφης μπορεί να κρύβεται πίσω από το προσωπείο αυτό, όπως και εμείς που διαβάζουμε το ποίημα· ο Φερνάζης όμως είναι απόλυτα ειλικρινής και ρεαλιστικός. Ή μήπως σε τελευταία ανάλυση πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, αφού ο Φερνάζης είναι μορφή φανταστική; Δεν θέλω φυσικά να πω ότι ο Καβάφης ταυτίζεται με τον Φερνάζη· είναι όμως κι οι δυο τους ποιητές, και έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό μεταξύ τους: δεν μπορούν να κάνουν ποίηση δίχως να πουν την αλήθεια, όσο πικρή κι αν είναι· αυτή είναι η υπεροψία τους, η πιο αβλαβής μορφή υπεροψίας που ξέρω.

Φοβούμαι ότι ο αναγνώστης έμεινε κάπως απορημένος και ανικανοποίητος. Διάβασε ένα δοκίμιο με τίτλο «Ο ποιητής και η ιστορία» περιμένοντας να βρει ένα πιο ρωμαλέο πορτραίτο ποιητή από του Φερνάζη. Γιατί η συμμετοχή αυτού του τελευταίου στα ιστορικά δρώμενα αποδείχνεται πολύ μειωμένη, αν όχι αρνητική. Λυπάμαι για την απογοήτευση που δημιούργησα. Αλλά πιστεύω πως το πρώτο βήμα σε κάθε προσπάθεια είναι η αυτογνωσία. Τα άλλα έπονται. 


Όροι του λυρισμού στον Oδυσσέα Eλύτη, Kέδρος, 1980 και Κ.Π. Καβάφης: Μελετήματα, Εκδόσεις Πατάκη, 2007

Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

Ο συγγραφέας ως ήρωας

γράφει ο Μιχάλης Μοδινός*
Αναδημοσίευση από: Τα ΝΕΑ / ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ


-Ο Έρνεστ Χέμινγουεη ανατέμνει  την ζωή του στις Μπαχάμες και την Κούβα μέσω ενός ζωγράφου που ψαρεύει, πίνει,  δουλεύει και περιπολεί σε αναζήτηση γερμανικών υποβρυχίων. Μια από τις πιο συναρπαστικές συνθέσεις του συγγραφέα.-



Έρνεστ Χέμινγουεη, Νησιά της Καραϊβικής, μτφ. Αντώνης Καλοκύρης, σελ. 576 ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ

Το αρθρωτό αυτό μυθιστόρημα του Έρνεστ Χέμινγουεη πρωτοδημοσιεύθηκε το 1970, εννιά ολόκληρα χρόνια μετά την αυτοκτονία του συγγραφέα και αφού προφανώς υπέστη ποικίλες επεξεργασίες. Προσωπικά το θεωρώ από τα καλύτερά του έργα, παρά το ότι, γενικά μιλώντας, άργησε να βρει τη θέση του στο κόρπους των ονομαζομένων «χεμινγουεηνιανών σπουδών». Πιθανώς αυτό οφείλεται στο ότι είχε προ πολλού περάσει η μπογιά του ως συγγραφέα όταν πια εκδόθηκε το βιβλίο και επιπλέον διατρέχαμε την εποχή των φοιτητικών εξεγέρσεων στην Καλιφόρνια και παντού στον κόσμο, του χιπισμού, του αναχωρητισμού, των πρώιμων οικολογικών κινημάτων και της ζωής κοντά στη φύση.  Τα ανδροπρεπή πρότυπα που προέβαλε συστηματικά ο συγγραφέας δεν ήταν πια της μόδας. Το έργο επανεκτιμήθηκε ωστόσο με τον καιρό. Άλλωστε, η νουβέλα του Ο γέρος και η Θάλασσα -που συνετέλεσε τα μέγιστα στο να κερδίσει το Νομπέλ- είχε σχεδιασθεί αρχικά ως τμήμα των Νησιών της Καραϊβικής,  για να αυτονομηθεί στη συνέχεια.

Πηγή φωτο:http://www.iefimerida.gr/



Ήρωας στα τρία ημιανεξάρτητα μέρη του βιβλίου είναι ο Τόμας Χάντσον, ένας ζωγράφος σμιλεμένος στα πρότυπα του Χέμινγουεη. Μου άρεσε πάντα περισσότερο το δεύτερο μέρος, με τον απλό τίτλο Κούβα, όπου ο ήρωας, έχοντας επιστρέψει από μια αποστολή στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και μετά από μια νύχτα ξαγρύπνιας με τον αγαπημένο του γάτο, αποφασίζει να μεθύσει. Πίνει λοιπόν μέχρι τελικής πτώσεως διπλά παγωμένα ντακίρι στο ιστορικό μπαρ «Φλοριντίτα» της Αβάνας. Σταδιακά γίνεται εμφανές ότι αποκρύπτει επιμελώς από τους γύρω του (και φυσικά από τον αναγνώστη) το εσωτερικό του δράμα, ενώ παίζει ζάρια, κερνάει και κερνιέται, συνομιλεί με μέθυσους και με την αγαπημένη του πόρνη και αναστοχάζεται τη ζωή του. Προς το τέλος πια εμφανίζεται η πρώτη γυναίκα του –«η μία και μοναδική»- καλλονή και διάσημη ηθοποιός που προς το παρόν υπηρετεί στον τομέα της ψυχαγωγίας των συμμαχικών στρατευμάτων. Ο Χάντσον, μετά από τρυφερές εκατέρωθεν εκμυστηρεύσεις, θα της αποκαλύψει με τα πολλά ότι ο γιος τους ο Τομ, που υπηρετούσε στην αεροπορία, καταρρίφθηκε κάπου στη Γαλλία. Θα επιστρέψουν στο σπίτι, θα επιχειρήσουν να βρουν στήριγμα και παρηγοριά οένας στον άλλο κάνοντας έρωτα αλλά τελικά, μάλλον ανακουφισμένος, ο Χαντσον ειδοποιείται ότι τον περιμένει μια αποστολή και την αφήνει στις περιποιήσεις του προσωπικού.

Πηγή φωτο: http://nationalvanguard.org


Αλλά και το πρώτο μένος  (Μπίμινι) διαθέτει  αφηγηματική καθαρότητα και μερικές από τις καλύτερης φυσικές περιγραφές του Χέμινγουεη. Διεξάγεται στα νησιά Μπίμινι, στις Δυτικές Μπαχάμες, όπου ο συγγραφέας είχε περάσει ένα διάστημα στα τέλη της δεκαετίας του ’30. Εκεί πρωτοσυναντούμε τον Χάντσον, αποσυρμένο από τα εγκόσμια, να ζει ζωγραφίζοντας εντατικά με την συντροφιά μερικών ντόπιων και ενός φίλου του συγγραφέα. Κατά καιρούς  έρχεται  στο νησί για λίγες βδομάδες ή μήνες   κάποια παλιά του αγάπη. Κάποια στιγμή ωστόσο τον επισκέπτονται τα τρία αγόρια  του (από δύο διαφορετικούς γάμους) και μεταξύ αναδρομών και αναμνήσεων από τα χρόνια τους στη Γαλλία, γίνεται κάμποσο κολύμπι και ψάρεμα με κορυφαία μια σκηνή που προϊδεάζει για τοΟ Γέρος και η Θάλασσα: ο μικρός του γιος θα παλέψει επί ατέλειωτες ώρες με ένα μεγάλο ξιφία που τελικά ωστόσο θα ξεφύγει από το αγκίστρι. Ο μικρός ενηλικιώνεται μέσω του ψαρέματος (αγαπώντας και μισώντας ταυτόχρονα το ψάρι) υπό την διακριτική επίβλεψη των μεγαλυτέρων και, αν και χάνει τελικά το έπαθλό του, έχει κερδίσει την εκτίμηση των γύρω του. Κι ενώ τα αγόρια φεύγουν με το τέλος των διακοπών τους για να συναντήσουν στην Ευρώπη τις μητέρες τους και  στο νησί καταφτάνει μια καλλονή σε αναζήτηση του συγγραφέα φίλου του Χάντσον, κι ενώ  εμείς προετοιμαζόμαστε για κάποιας μορφής ήπιου χάπι εντ,  ο ήρωας παίρνει ένα τηλεγράφημα που δίνει μια παράλογα άσχημη τροπή στο αφήγημα: Τα δυο νεότερα αγόρια και η μητέρα τους έχουν πέσει θύματα αυτοκινητιστικού ατυχήματος στη νότια Γαλλία. Όταν ο δύσμοιρος  Χάντσον ξεκινά για την κηδεία στην Ευρώπη ξεδιπλώνεται όλη η γνωστή δεξιοτεχνία του Χέμινγουεη όταν χειρίζεται το ζήτημα του πόνου –ένα από τα δυσκολότερα στη λογοτεχνία- χωρίς ποτέ να το μετατρέπει σε μελό.

    Στο τρίτο μέρος  με τον τίτλο Στη Θάλασσα έχουμε την καταδίωξη εκ μέρους του Τόμας Χάντσον και των συντρόφων του μιας ομάδας Γερμανών στην αλυσίδα των  νησιών βορείως της Κούβας, οι οποίοι,  έχουν εξοντώσει ένα  χωριό γηγενών με αδικαιολόγητη σκληρότητα, αφού το πολεμικό τους πλοίο ναυάγησε.  Εδώ έχουμε, θα λέγαμε,  σπουδές «τροπικής γεωγραφίας» με υφάλους, ξέρες, νησάκια, ρεύματα, μπουρίνια, κοράλλια, μανγκρόβια δάση και άλλα πολλά να συνθέτουν ένα συναρπαστικό φυσικό πλαίσιο  για τις σκηνές της θαλάσσιας καταδίωξης. Σ’ αυτό το τρίτο αφήγημα έχουμε ακόμη μια διολίσθηση του ήρωα από τα προσωπικά πάθη προς αυτό που ονομάζει δημόσιο «καθήκον». Αυτή είναι η καταφυγή του καθενός από μας, σκέφτεται ο άυπνος, εμμονικά επικεντρωμένος στην αποστολή του Χάντσον, ενώ προσπαθεί να απαλείψει τις τραυματικές του μνήμες και κυρίως τον θάνατο του  μεγάλου του γιου.  

    Ένας είδος πρώιμου μεταμοντερνισμού διακρίνει το έργο αυτό, μέσω της χρήσης ως ήρωα ενός δημιουργού (ζωγράφου ή συγγραφέα, αδιάφορο) που συνδιαλέγεται με την ίδια του την τέχνη. Έχουμε με άλλα λόγια ένα εσωτερικό διάλογο ως προς τον  ρόλο της τέχνης, που μέχρι τη δεκαετία του ’60 δεν είχε πολυεμφανισθεί στην αμερικανική λογοτεχνία. Κατά τα άλλα πρόκειται για κλασσικό Χέμινγουεη : μακρείς διάλογοι, κοφτή γλώσσα, αναζήτηση των εσωτερικών κινήτρων της δράσης των ηρώων, ανοιχτή σύγκρουση ανθρώπου -φύσης, χρήση της τελευταίας ως ενεργού στοιχείου της αφήγησης. Το βιβλίο παράγει συγκίνηση στις τελευταίες δραματικές σελίδες των τριών αφηγημάτων του, όπου αναδεικνύεται η έννοια της αγάπης με τραχιά  ευκρίνεια. Οι κορυφώσεις των τριών δραμάτων  προαναγγέλλονται υπόκωφα αλλά η μαστορική του συγγραφέα δεν επιτρέπει στον λυρισμό να πάρει τ’ απάνω χέρι. Έτσι, όταν το χειρότερο συμβεί, παράγεται  γνήσια ταύτιση του αναγνώστη με τους ήρωες και τα πάθη τους.

Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της. 


Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.
To τελευταίο του βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.

"Η Αρχιτεκτονική στη Ζωγραφική" / "Σπίτια της Αθήνας",Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας

πτυχιακή εργασία της Μαίρης Πολυδώρου*
Αναδημοσίευση από:http://lesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr/?view=classic



"Σπίτια της Αθήνας", 1927 – 1928

Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας (1906 - 1994)



"Σπίτια της Αθήνας", 1927 – 1928 Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας (1906 - 1994) 

(Λάδι σε μουσαμά , 60,5 x 105 εκ. 

Δωρεά του καλλιτέχνη , Αρ. έργου: Π.7309) 


Σοφή αποδεικνύεται στο πέρασμα του χρόνου και εκ του αποτελέσματός της η απόφαση του Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα να εγκαταλείψει την Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1923 και να μετοικήσει στο Παρίσι για να κάνει σπουδές γαλλικής και ελληνικής φιλολογίας αλλά και αισθητικής στη Σορβόννη.
Το 1924 ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας εγγράφεται στην Academie Ranson,παρακολουθεί μαθήματα ζωγραφικής με καθηγητή τον Ροζέ Μπισιέρ και χαρακτικής με καθηγητή τον Δημήτρη Γαλάνη,συμμετέχει σε αρκετές ομαδικές εκθέσεις,με πρώτη ατομική του το 1927 στην Galerie Percier και το 1928 εκθέτει για πρώτη φορά και στην Αθήνα,από κοινού με τον γλύπτη Μιχάλη Τόμπρο,στη γκαλερί "Στρατηγοπούλου".
Η μεγάλη και φωτεινή πορεία του Γκίκα στην Τέχνη έχει αρχίσει και οι αναζητήσεις του στη ζωγραφική, την αρχιτεκτονική [1] αλλά και τη σκηνογραφία θα αποτελέσουν αφετηρίες για εφαρμογές που είναι εφικτές ακριβώς λόγω της σύνδεσής τους.


Σε συνέντευξή [2]του στον Γάλλο φωτογράφο Jean-François Bonhomme (αναδημοσίευση από το Βήμα 5-12-1999 ) ο Γκίκας δίνει ο ίδιος μια διάσταση της αντίληψής του για την αρχιτεκτονική και τον ρόλο της στην ζωγραφική του.

  • Από ό,τι θυμάμαι, η γνωριμία σας με τον Λε Κορμπυζιέ καθόρισε τη σύνταξη της Χάρτας των Αθηνών.Μπορείτε να μας διηγηθείτε την ιστορία;«Μια μέρα ο Λε Κορμπυζιέ μου ανακοίνωσε ότι σκόπευε να πάει στη Μόσχα για να δημιουργήσει τον Χάρτη της σύγχρονης αρχιτεκτονικής,τους νόμους της σύγχρονης αρχιτεκτονικής,και τότε του είπα:"Μα τι θα κάνετε στη Μόσχα; Γιατί δεν έρχεστε στην Ελλάδα,τη χώρα της αρχιτεκτονικής,όπου θα βρίσκομαι και εγώ;".Ο Λε Κορμπυζιέ λοιπόν πρότεινε στους άλλους να αλλάξουν το πρόγραμμα και αντί να πάνε στη Μόσχα κατέληξαν στην Ελλάδα.Εδώ έφτιαξαν τη Χάρτα των Αθηνών[3],τη συνέταξαν στο πλοίο που τους έφερε από τη Μασσαλία στον Πειραιά το οποίο λεγόταν "Patrice ΙΙ". Με αυτό ταξιδέψαμε.Ήταν μαζί μας οι αρχιτέκτονες Μπαντοβιτσί, Λυρσά, ο αδελφός του ζωγράφου και άλλοι.Ο Λε Κορμπυζιέ έδωσε μάλιστα στη συνέχεια δύο διαλέξεις στο Πολυτεχνείο.Κατόπιν επιβιβαστήκαμε σε ένα μεγάλο ιδιωτικό σκάφος και κάναμε τον γύρο των νησιών.Το ταξίδι είχε μεγάλη επιτυχία γιατί τους έδωσε την ευκαιρία να δουν την αρχιτεκτονική των νησιών και να εμπνευστούν από αυτήν. Ο Λε Κορμπυζιέ μάλιστα μιμήθηκε την αρχιτεκτονική της Σαντορίνης στην κατασκευή του σπιτιού του στο Παρίσι.Στο ταξίδι αυτό ο Λε Κορμπυζιέ είχε μαζί του τον αδελφό του που ήταν μουσικός,γνωστός με το όνομα Ζανερέ, και τον ξάδελφό του που ήταν αρχιτέκτονας και δούλευε μαζί του.΄Ηταν βεβαίως μαζί μας και ο Φερνάν Λεζέ,άνθρωπος πολύ ευγενικός,αλλά και γήινος, ­ ψηλός, σωματώδης, κοκκινομάλλης, με μουστάκια.Όταν η θάλασσα ήταν κυματώδης και το πλοίο κλυδωνιζόταν,εκείνος ξάπλωνε στο πάτωμα,κοκκίνιζε και έβριζε!».

  • Είναι γνωστό ότι στη δεκαετία του '30 ήρθατε σε επαφή με το έργο πολλών αρχιτεκτόνων στο Παρίσι... «...οι οποίοι προέρχονταν μάλιστα από διαφορετικά σημεία της γης.Ο Σαρό ήταν Γάλλος,ο Μπαντοβιτσί Ρουμάνος,ο Χελκούκεν Πολωνός.Ο Σαρό ήταν σχολαστικός, είχε χτίσει μια μεζονέτα στην αυλή μιας πολυκατοικίας στο Παρίσι προσπαθώντας πάντα να εξοικονομήσει χώρο. Έρχεται στο μυαλό μου η σκάλα που είχε χτίσει:αντί να σχεδιάσει τα σκαλιά με ορθές γωνίες, τα σχεδίασε με οξείες! Ήμουν παρών το βράδυ των εγκαινίων αυτού του σπιτιού. Θυμάμαι ότι συνέβη κάτι παράξενο. Το φως έμενε σταθερό κι εμείς αναρωτιόμασταν τι είχε συμβεί. Είχαμε την εντύπωση ότι είχε ακινητοποιηθεί ο ήλιος,ότι σταμάτησε ο χρόνος.Στην πραγματικότητα ήταν ο αρχιτέκτονας που είχε σκεφτεί κάτι ευρηματικό: είχε τοποθετήσει προβολείς και αύξανε την ένταση του φωτός όσο νύχτωνε, με αποτέλεσμα να νομίζουμε ότι είναι ακόμη ημέρα, καταργώντας με τον τρόπο αυτό τη νύχτα!» Υπήρχαν πράγματι εντυπωσιακές ιδέες που γεννιόνταν στο μυαλό των Λε Κορμπυζιέ, Σαρό, Λυρσά και άλλων...


  • Και εσείς όμως έχετε επηρεαστεί πολύ από την αρχιτεκτονική. Αναφέρομαι, για παράδειγμα, στο σπίτι και στο εργαστήρι της οδού Κριεζώτου. Μπορείτε να μας πείτε πώς συλλάβατε την ιδέα αυτού του σπιτιού;Είναι κάτι για το οποίο δεν έχουμε μιλήσει ποτέ,αλλά μπαίνοντας κάποιος σε αυτό το σπίτι έχει την αίσθηση μιας μεγάλης ευφορίας,ο χώρος σού δίνει την αίσθηση του λαβύρινθου.Θα ήθελα να μου μιλήσετε λίγο για τα σπίτια που έχετε φανταστεί.«Η ιδέα γεννήθηκε από το πάθος που είχα για τον αρχιτεκτονική, για τα ερείπια, τα αρχαία ερείπια για παράδειγμα. Για μένα η πολεοδομία ήταν μια τέχνη κορυφαία, ήταν η σημαντικότερη σε σύγκριση με τις άλλες, η τέχνη που συνδύαζε τα πάντα. Χάρη στην αρχιτεκτονική μπορείτε να έχετε στοιχεία γλυπτικής, ζωγραφικής, μπορείτε να έχετε ένα σωρό πράγματα.Έφτιαξα ένα σπίτι στην Κέρκυρα όπου σχεδίασα και τους κήπους και τους χώρους που περιέβαλλαν το σπίτι, τις εσωτερικές αυλές και τους τοίχους των κήπων. Πίστευα ότι έχω ταλέντο,ίσως γι' αυτό αγαπούσα την αρχιτεκτονική,ίσως γι' αυτό μου άρεσε ο Λε Κορμπυζιέ.Δεν μπορεί να υπάρχουν τοιχογραφίες χωρίς να υπάρχει αρχιτεκτονική,δεν μπορεί να υπάρχουν διασκορπισμένα γλυπτά σε κομμάτια αρχιτεκτονικής χωρίς αρχιτεκτονική. Είναι από τις κυριότερες τέχνες, μια τέχνη που περιλαμβάνει όλες τις άλλες. Με άλλα λόγια, χάρη στην αρχιτεκτονική έχουμε τις τοιχογραφίες του Μιχαήλ Αγγέλου,της Πομπηίας και τόσες άλλες που χάθηκαν.Η αρχιτεκτονική έρχεται από την αρχαιότητα, έρχεται από το παρελθόν. Δείτε για παράδειγμα τον Παρθενώνα: ήταν καλυμμένος με χρώμα, υπήρχαν αγάλματα, ­ όλα αυτά σήμερα δεν υπάρχουν».


 Στον  θαυμάσιο πίνακά του "Σπίτια της Αθήνας",πράγματι είναι κατ΄αρχάς εντυπωσιακά τα έντονα χρώματα [4] και οι αδρές γραμμές  -σαν εκείνες του πρώτου σχεδίου που με αυτό ο αρχιτέκτονας σχηματοποιεί ό,τι θα επιχειρήσει αργότερα με άλλα υλικά-, με τις οποίες ο Γκίκας ,σε φόντο νύχτας εδώ, αποτυπώνει με λάδια την αρχιτεκτονική του πρόθεση στον καμβά. Ο Γκίκας στον πίνακα αυτόν έχει ενσωματώσει το προσωπικό του κυβιστικό ύφος εξαιρετικά συνδυασμένο με την εμφανή φωτεινότητα στο χρώμα και την λεπτή γραμμή σχεδίασης των αρχιτεκτονικών όγκων.
   Ο Γκίκας ζωγραφίζει με απαράμιλλη βυζαντινή ένταση,γραμμές κεντροευρωπαϊκού αρχιτεκτονικού σχεδίου και πλαστικότητα θεατρικής σκηνογραφίας κατάλληλης για παράσταση αρχαίας ελληνικής τραγωδίας σε ανοιχτό χώρο.Στον πίνακά  του "Σπίτια της Αθήνας" βεβαίως παρά την θεατρικότητα της σύνθεσης δεν σκηνογραφεί αλλά αποτυπώνει εξόχως εικαστικά τα δυο πρόσωπα της πόλης της Αθήνας που στα 1927-1928 βρίσκεται ακριβώς στην μετάβαση από την αρχιτεκτονική της  βαυαρικής αυλής του Όθωνα σε έναν οργασμό ανοικοδόμησης που συνδυάζει τομεσοπολεμικό Art Deco ύφος των πιο ονομαστών κτηρίων της κεντρικής Ευρώπης αλλά δεν αρνείται και τον μοντέρνο κλασικισμό που έχει προηγηθεί και,αν και αυτός εγκαταλείφθηκε σχετικά γρήγορα,ο ευφυής Γκίκας, αναδεικνύοντας μέσα από τα δυνατά,βυζαντινά του χρώματα τα συμπαγή αυτά κτήρια του πίνακα , φαίνεται να τον επικροτεί ή τουλάχιστον να μην τον αγνοεί .
Δύσκολα επίσης αυτά τα χρώματα θα αφήσουν να φανεί η σε δεύτερη ματιά/ανάγνωση βαριά και αυστηρή γραμμή ορισμένων κτηρίων και αυτό συμβαίνει επειδή μοιάζει σαν η οπτική γωνία από την οποία ο ευρηματικός ζωγράφος απεικόνισε την σύνθεσή του να είναι το πλέον ιδεώδες,το καλύτερο παρατηρητήριο,εκείνο  από το οποίο μια δίχως αστέρια μα καθαρή αττική νύχτα ζωγράφισε την πόλη σχεδόν πανοραμικά .Η καφέ στο μεγαλύτερο μέρος της καμπύλη,ευδιάκριτο και επί τούτου βαλμένο όριο ανάμεσα σε ουρανό και νεόδμητη πόλη,μοιάζει να είναι ένας από τους ιστορικούς λόφους της Αθήνας.Φιλοπάππου;Στρέφης;Λυκαβητός; Ή μήπως ο γυμνός από πράσινο Λόφος Νυμφών , ο Λόφος Αστεροσκοπείου όπως τον λέμε σήμερα,ο πιο βραχώδης λόφος της Αθήνας που βρίσκεται απέναντι από τον ναό του Θησείου και έχει γύρω του ακόμα υπέροχα παλιά σπίτια ακριβώς σ΄αυτούς τους δυο αρχιτεκτονικούς ρυθμούς που αναφέραμε πιο πάνω;
 Όπου κι αν βρίσκονται τα σπίτια αυτής της Αθήνας,η οποία ακόμα δεν έχει ηττηθεί από το άχαρο τσιμέντο που θα επιτεθεί μερικές δεκαετίες αργότερα,στερώντας της αμέσως το χρώμα,εκείνο που τραβά το βλέμμα είναι ο άριστος συνδυασμός των κατακτήσεων του Κυβισμού και του παιχνιδιού των όγκων της αθηναϊκής αρχιτεκτονικής [6] καθώς στον πίνακα αυτόν ειδικά παρουσιάζεται μια εκπληκτική και συνεχής οργάνωση γραμμών και επιπέδων,σύνθεση αδρή μέσα από την οποία δεν εμφανίζονται άλλες λεπτομέρειες (δρόμοι για παράδειγμα)και επομένως κοιτάζοντάς την μπορούμε, αν θέλουμε, να φανταστούμε ποιο είναι αυτό το ειδυλλιακό σημείο της πόλης,που εμπνέει τον Γκίκα, κάνοντας γεωγραφικούς συσχετισμούς μόνο από τον καφέ όγκο που διακρίνουμε ότι δεν είναι κτίσμα (φυσικά).Οι αδρές του γραμμές,οι μάλλον λιγοστές καμπύλες του και τα προοπτικά τετράγωνα και  ορθογώνια σχήματα οργανώνουν έτσι την σύνθεση, που χρωματικά κυρίως και όχι από το θέμα της αυτό καθαυτό-δηλαδή τα χρωματιστά σπίτια- υποδέχεται τους μπλε και ελαφρά γκρίζους,τους αρκετά νεφώδεις τόνους της νύχτας.

    Η αρχιτεκτονική είναι παρούσα με τις διαφορετικές της εκφάνσεις και τις φανερές αναφορές σε βυζαντινά πρότυπα [5] που ως φαίνεται ο Γκίκας έχει εντός του αν και ακόμα δεν έχει αποτυπώσει σε μεγάλη έκταση στο έργο του. Ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας και εδώ ζωγραφίζει χρησιμοποιώντας έντονο φως,διαύγεια,διαφάνεια αλλά  και χρώμα,τονίζει με την υφή και την μεγάλη γκάμα των χρωματικών του αποχρώσεων την ελληνικότητα παρουσιάζοντας τον χώρο με αισθητική και σχεδιαστική φινέτσα μα και αφαίρεση μέσα από ένα  παιχνίδι με τις κλίμακες και την ταυτόχρονη παράθεση διαφορετικών επιπέδων. Ενδιαφέροντα στοιχεία του έργου είναι εκτός από την  έντονη χρωματική διατύπωση, η κινητικότητα και η ρυθμική οργάνωση της σύνθεσης.Ο Γκίκας,επηρεασμένος [7]από το έργο του Ματίς,χρησιμοποιεί εδώ το χρώμα ως αρχιτεκτονικό μέσο και επειδή σημαντική είναι και η επίδραση που δέχθηκε από τους κυβιστές Μπρακ και Πικάσο κατορθώνει  να ενσωματώσει στο έργο του αυτές τις κατευθύνσεις/κατακτήσεις της ευρωπαϊκής τέχνης των αρχών του 20ού αιώνα με θαυμαστό τρόπο χωρίς να θυσιάζει την ελληνοκεντρική, προσωπική του άποψη. 



     Η εικαστική γραφή του έργου "Σπίτια της Αθήνας",είναι τέτοια,που παραπέμπει σε μιαν αντίληψη και μιαν εκλεπτυσμένη αισθητική τρισδιάστατου χώρου σύγχρονης εποχής!Ο εμφανής χώρος του έργου δομείται από δυναμικές φόρμες,των οποίων οι αυστηρές,επιβλητικές γραμμές σε συνδυασμό με τα έντονα χρώματα του ουρανού στο πάνω μέρος δημιουργούν αίσθηση ευφορίας και υπεροχής, χαράς για το ανθρώπινο επίτευγμα.Το μοναδικό λοφώδες του φόντου διακριτικά τοποθετημένο πίσω από τα κτήρια σε προφανές βάθος συγκρατεί για λίγο το βλέμμα πριν αυτό υψωθεί στον νυχτερινό ουρανό. Η ζωγραφική πινελιά είναι άμεση,αποφασιστική και εναλλάσσεται χρωματικά με πειθαρχία, δίχως φλύαρα ρητορικά ρίσκα.Το συνολικό χρωματικό πεδίο του Γκίκα είναι εύληπτο, διακριτό από τον θεατή με άνεση και εξ εκείνων που δεν ξεχνιούνται εύκολα.Ο οπτικός μας ορίζοντας δεν είναι ιδιαίτερα ψηλά,εστιάζουμε αμέσως στις γραμμές φυγής των κτηρίων.Τα χρώματα,αυτά τα θαρρείς "κλεμμένα" από τον Κόντογλου  στο απόγειο της δημιουργικής του δόξας,παίρνουν συνεχώς την μερίδα του λέοντος από το ενδιαφέρον μας.Τα σχήματα,τα φώτα,τα ημιτόνια,οι σκιές έχουν σχεδόν τυποποιηθεί.Στην βάση υπάρχει η γραμμική-γεωμετρική σύνθεσις που θυμίζει τον μαθηματικό γνώμονα συνεχώς.Κάθε σχήμα εντάσσεται και προέρχεται από τα προηγούμενα.Η τοποθέτησή τους είναι σοφή. Οι γραμμικές σκιές και όλος ο ρυθμός της φωτοσκίασης μεταμορφώνει τα ψηλά και σε κοντινές μεταξύ τους αποστάσεις κτήρια που αντανακλούν ή απορροφούν το νυχτερινό  φως με τις ακμές και τις υπερλείες επιφάνειες.Φεγγάρι και αστέρια δεν χρειάζονται.Είναι (σαν)μία κατασκευή, μια μακέτα βαλμένη με σιγουριά πάνω στο γραφείο του αρχιτέκτονα,εντυπωσιακή στην λαμπρότητα των χρωμάτων της,που έχει υπέροχο όγκο,αλλά δείχνει με θαυμαστό τρόπο ελάχιστος στα έκπληκτα μάτια του ανθρώπου που στέκεται απέναντι και τον παρατηρεί,καθώς η σύνθεσις των κτηρίων καταλαμβάνει μεν τον τρισδιάστατο χώρο,μα τον καταλαμβάνειμόλις.Το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, άμεσα αναγνωρίσιμο στον χρωστήρα του Νίκου Χατζηκυριάκου- Γκίκα,είναι εκπληκτικό.


    Στα "Σπίτια της Αθήνας"του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα συνυπάρχουν το παρελθόν της πόλης,το παρόν της,το προσδοκόμενο όμορφο και  ευοίωνο μέλλον που η ένταση των χρωμάτων εφοδιάζει με ελπίδα, η ιστορία της πιο τρανής πόλης ενός μεγάλου πολιτισμού, η αρχιτεκτονική αμφισημία του συγκεκριμένου κομματιού από τον χώρο που φανταζόμαστε πως σ΄αυτόν ανήκει , η πολλαπλότητα του χωροχρόνου, η λαμπρή πνευματική διάσταση του ελληνικού κόσμου και εν τέλει η διατήρηση της ελληνικότητας αυτής που συνδέθηκε άρρηκτα με τη γενιά του΄30[8] και  η οποία σε όλους τους τομείς της καλλιτεχνικής δημιουργίας δεν αρνήθηκε να δώσει καλλιτεχνικό ελεύθερο στο καινούργιο που έρχεται ολοταχώς και προς το παρόν ειρηνικά για να αναμετρηθεί με το φωτεινό χτες της ιστορικής πόλης.Ο Γκίκας υπήρξε πρωτοπόρος [9]και οραματιστής ,παρακολούθησε με  μεγάλη ευχέρεια τα καλλιτεχνικά και αρχιτεκτονικά κινήματα και τις τάσεις του μεσοπολέμου και σταδιακά προχώρησε πολλά βήματα παραπέρα συνδυάζοντας τις επιρροές αυτές με την ελληνική αισθητική Τέχνη και λειτουργώντας και ως κριτικός της[10].

    Ο πίνακας είναι η απτή απόδειξη της- έμφυτης κατ΄αρχάς και επιμελώς καλλιεργημένης στην συνέχεια- αισθητικής αρτιότητας του καλλιτέχνη.Το ζωγραφικό έργο σφύζει από αρχιτεκτονική σχεδιαστική κομψότητα που δεν της λείπει ο ρεαλισμός και στην οποία είναι εντυπωσιακή η συνύπαρξη με μια χαμηλών τόνων και προσεκτική ως την τελευταία της λεπτομέρεια αφαίρεση.Στις ακμές και στα σχήματα των υπόλευκων,ροζ,των με χονδροκόκκινο γλυκασμένων και με ώχρα,των σκιασμένων με το ούλτρα μαρίν,την σιένα,την όμπρα και την κινάβαρη  υπέροχα χρωματισμένων κτηρίων γοητεύει το παιχνίδι με τις κλίμακες,η μοναδική κινητικότητα ,η ρυθμική αρχιτεκτονική οργάνωση της σύνθεσης, η ταυτόχρονη παράθεση αρκετών και διαφορετικών επιπέδων,η διακριτική και ισορροπημένη χρωματική διαφοροποίηση, η μεθοδικότητα στην διάταξη των ευάριθμων γεωμετρικών σχημάτων,και όλα αυτά σε μια λιτή και συνάμα μεγαλειώδη αποτύπωση του κύριου ζητούμενου που δεν είναι άλλο από την μεταμόρφωση της ακαδημαϊκής ελληνικής τέχνης της δεκαετίας του΄20 σε μια μοντέρνα ,προάγγελο της δεκαετίας που έρχεται και των ανατροπών –καλών και κακών-που εγκυμονεί και που με την σειρά τους θα γεννήσουν καινούργια ρεύματα,τάσεις, κινήματα,θεωρίες και εφαρμογές αισθητικής. 
    Στα "Σπίτια της Αθήνας" ο χαρισματικός πολυκαλλιτέχνης ,έτσι θα τον λέγαμε σήμερα,Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας κάνει το πάντρεμα των τάσεων,που γνώρισε στο Παρίσι,με την γενναιόδωρη βυζαντινή παλέτα που ο πλούτος και το βάθος των χρωμάτων της δύσκολα θα άφηνε ασυγκίνητο οποιονδήποτε μιλούσε την ελληνική γλώσσα.Μέσα σ’ ένα τέτοιο φωτισμό εξάλλου,σαν κι αυτόν που διακρίνουμε στο έργο,κάθε όγκος αρχιτεκτονικός και μη,που ο Γκίκας ζωγραφίζει,εν προκειμένω ο λόφος με την γλυκιά του καμπυλότητα στο μέσον αυτού του πίνακα του 1927-1928,προβάλλει κι αυτός σαν μια πρωτότυπη γλυπτική που απαλύνει αισθητά την ελλοχεύουσα βαρύτητα της υπόλοιπης σύνθεσης. Ενστερνιζόμενοι την άποψη του συγχρόνου του κριτικού τέχνης Α. Προκοπίου θα δούμε κι εμείς στα "Σπίτια της Αθήνας" αυτό που ο Προκοπίου και πολλοί καλλιτέχνες και φιλότεχνοι της εποχής είδαν νωρίς.Ο Προκοπίου σχολιάζοντας στο έργο του Γκίκα τη σχέση του μοντερνισμού και ελληνικής τέχνης γράφει:
 "Κρατώντας από τον κυβιστικό ορθολογισμό την αρχιτεκτονική και ρυθμική οργάνωση της σύνθεσης, το παιχνίδι της ισορροπίας των σχημάτων και χρωματικών αξιών, το στυλιζάρισμα των μορφών και τη μουσική των τοπικών χρωμάτων, ο Χατζηκυριάκος - Γκίκας φτάνει από το δρόμο της ζωντανής και λαϊκής Ελλάδας στην παράδοση της αρχαϊκής ελληνικής τέχνης».
Εμείς 90 σχεδόν χρόνια μετά την δημιουργία του πίνακα δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε!



ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ(και διαδικτυακά links)
[1]υπήρξε φίλος και μαθητής του σημαντικού αρχιτέκτονα  Δημήτρη Πικιώνη
[3]Το κείμενο της «Χάρτας των Αθηνών» του Le Corbusier είναι ένα από τα πιο πολυσυζητημένα και αμφιλεγόμενα αρχιτεκτονικά/πολεοδομικά κείμενα και δημιουργήθηκε το 1933 στο κρουαζιερόπλοιο «Πατρίς ΙΙ» κατά τη διαδρομή από Μασσαλία προς Πειραιά και Αθήνα, πριν την έναρξη Β’ Παγκοσμίου πολέμου και μετά το κλείσιμο της σχολής  του Bauhaus από τους ναζί .
[4] Ο Παρθένης, ο οποίος υπήρξε και αυτός ένας εκ των δασκάλων του, τού είχε διδάξει με την «δι’ ευθειών γεωμετρική και μεθοδική διδασκαλία του» τον Κυβισμό και τη γεωμετρική Αφαίρεση, αρχές τις οποίες ο Γκίκας γρήγορα αναγνωρίζει και στη βυζαντινή τέχνη από την οποία παίρνει τα χρώματά του. 
[5] Ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, θεωρείται, και ορθώς, μέλος της περίφημης γενιάς του ’30 που σε όλες τις μορφές της Τέχνης αναζήτησε,βρήκε και έκανε γνωστά τα χαρακτηριστικά της ελληνικότητας.
[6] Από το 1935 ως 1937 ο Γκίκας συνεργάζεται με τον Πικιώνη και το 1941 εκλέγεται καθηγητής στην έδρα του Σχεδίου της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, όπου δίδαξε έως το 1958. 
[7]Είναι άξιο μνείας το πολλαπλό των επιρροών που συνειδητά απέκτησε ο Γκίκας.Σημαντική η εκ του Ματίς
[8]Καθαρή η αποδοχή και υποδοχή του Γκίκα από τον Οδυσσέα Ελύτη στην ευρύτερη γενιά καλλιτεχνών του΄30, περιγράφεται εδώ: Οδυσσέας Ελύτης,«Η σύγχρονη ελληνική τέχνη και ο ζωγράφος Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας», Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, τεύχος 11, τομ. 2ος, Αθήνα, 1947, σσ. 361-63. Περιλαμβάνεται στο: Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, Αθήνα, Αστερίας, 1974
[9]Δραστήριος και πολυπράγμων, πολυγραφότατος και δημιουργικός ως εσαεί νέος ο Γκίκας συνέγραψε βιβλία, δεκάδες άρθρα και μελέτες για την Αρχιτεκτονική και την Αισθητική, καθώς και δοκίμια για την Ελληνική Τέχνη.


[10]«Οδυσσέας Ελύτης – Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας: Συγγένειες», Αλίκη Τσοτσορού - Ελευθέριος Μύστακας (Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης)  http://www.openarchives.gr/set/4993/page:5



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • "La peinture en Gréce", Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Νίκος,περ. Cahiers du Sud, 1948
  • "Ιστορία της σύγχρονης τέχνης" (Ζωγραφική, γλυπτική, αρχιτεκτονική, φωτογραφία), Arnason  H. H., εκδόσεις Επίκεντρο
  • "Η χάρτα των Αθηνών",Le Corbusier, εκδόσεις Ύψιλον, 1987
  • "Αφανείς και ήρωες στη νεοελληνική ζωγραφική τον 19ο αιώνα", Ήρωες και ανώνυμοι, αφανείς και επώνυμοι στις παρυφές της ιστορίας και της τέχνης, Κασιμάτη Μαριλένα,  Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης,2006.
  • "Παρίσι - Αθήνα 1863-1940",συλλογικό,επιμέλεια Κασιμάτη Μαριλένα,εκδόσεις Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, 2006
  • "Γιάννης Μόραλης, Γιάννης Τσαρούχης, Νίκος Χατζηκυριάκος – Γκίκας : ζωγραφική για το θέατρο", 
  • εκδόσεις  Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 1998
  • "Νίκος Χατζηκυριάκος – Γκίκας" ,εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2006
  • "Νίκος Χατζηκυριάκος – Γκίκας, Δάσκαλος ζωγραφικής".( Δύο ανέκδοτα κείμενα για τη ζωγραφική και την αρχιτεκτονική: Δεκαπέντε σχέδια του Νίκου Χατζηκυριάκου - Γκίκα: πέντε σχέδια μαθητών του),
  • Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ Μουσείο Μπενάκη,1997
  • "Δημήτρης Πικιώνης 1887-1968",εκδόσεις Μουσείο Μπενάκη, 2010
  • "Η σύγχρονη ελληνική τέχνη και ο ζωγράφος Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας",Οδυσσέας Ελύτης, Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, τεύχος 11, τομ. 2ος, Αθήνα, 1947.Περιλαμβάνεται στο: "Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά", Αθήνα, εκδόσεις Αστερίας, 1974 

*υγ.Η Μαίρη Πολυδώρου είναι απόφοιτος του Α΄Εργαστηρίου Χαρακτικής της Α.Σ.Κ.Τ.με καθηγητές τους Γιάννη Γουρζή και Μιχάλη Αρφαρά.Το παραπάνω κείμενο είναι προσχέδιο εργασίας της για το (θεωρητικό) μάθημα της σχολής "Θεωρία του Χώρου και Ιστορία της Αρχιτεκτονικής IV".