Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

Τιμητικό Βραβείο του "Αναγνώστη" στον Γιώργη Γιατρομανωλάκη

Πηγή φωτο:http://www.oanagnostis.gr

Το ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό "ο Αναγνώστης" συνεχίζοντας την παράδοση του λογοτεχνικού περιοδικού "Διαβάζω" απένειμε την Δευτέρα 13/6/2016 τα λογοτεχνικά βραβεία συσπειρώνοντας εκδότες, λογοτέχνες και γενικότερα ανθρώπους των γραμμάτων και του πολιτισμού.
Τιμητικό βραβείο δόθηκε στον καθηγητή κλασικής φιλολογίας Γιώργη Γιατρομανωλάκη για το συνολικό έργο του.
Ο Γιατρομανωλάκης, όπως μας πληροφορεί η Biblionet, έχει γράψει πλήθος μελετών, δοκιμίων μεταφράσεων καθώς επίσης μυθιστορήματα και ποιήματα. Το 1962 τιμήθηκε με το Β΄ Βραβείο Πανσπουδαστικής Ποίησης με κριτές τον Ο. Ελύτη, τον Γ. Ρίτσο, και τον Ν. Βρεττάκο. Το  2005 τιμήθηκε με το Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών για το μυθιστόρημα "Ο παππούς μου και το κακό". Επομένως, η αποδοχή του βραβείου ήταν εξίσου τιμητική για το περιοδικό "ο Αναγνώστης" .
Ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης στην λιτή αλλά ουσιαστική ομιλία του  αφού ευχαρίστησε "από καρδίας" την κριτική επιτροπή έκανε λόγο για το "βάρος" των βραβείων. Είπε χαρακτηριστικά "τα βραβεία βαρύνουν τους βραβευμένους" παίζοντας με την παρήχηση του β με έναν αριστοφανικό, όπως μου φάνηκε, τρόπο.
Θυμήθηκα τους "Βατράχους" του Αριστοφάνη και την γιορτή των Διονυσίων όπου ο αρχαίος κωμωδιογράφος έλαβε τα "Πρωτεία".
Ο Γιατρομανωλάκης αναφέρθηκε επίσης στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη και έκλεισε με μια εύηχη ευχή: "Καλές αναγνώσεις.Συνεχές, ηχηρό, μελωδικό πληκτρολόγιο για όσους πληκτρολογούν τα κείμενά τους" αλλά δεν ξέχασε και όσους εξακολουθούν να γράφουν με το χέρι: "Και για όσους εξακολουθούν και γράφουν ακόμη με το χέρι, αφηνιασμένος, πλην μελωδικός, ας τρέχει ο κάλαμος επάνω στο άσπρο χαρτί τους".
Ας ελπίσουμε ότι ο κάλαμος θα τρέχει πάνω στο χαρτί και πως οι συγγραφείς και ποιητές του τόπου μας, που πληθαίνουν κάθε μέρα σαν τα μανιτάρια σε καιρό βροχής, θα συγκρατηθούν και θα γράψουν με αυτό το βάρος που βαραίνει τους βραβευμένους και μη βραβευμένους αυτού του τόπου.

Νότα Χρυσίνα


Πηγή φωτο:https://dimartblog.com


Η ομιλία του Γιώργη Γιατρομανωλάκη στα βραβεία "ο Αναγνώστης"

Αγαπητοί κυρίες και κύριοι, φίλοι και φίλες, ευχαριστώ πολύ που είστε απόψε εδώ σε αυτή την εορτή των βιβλίων και των συγγραφέων.
Αγαπητά μέλη της κριτικής επιτροπής του ηλεκτρονικού περιοδικού Αναγνώστης, Ελισάβετ Κοτζιά, Μαρια Τοπάλη, Γιώργο Περαντωνάκη, Αριστοτελη Σαϊνη, Χρίστο Κυθρεώτη, Βαγγελη Χατζηβασιλείου, Έλενα Χοζουρη και τελευταίο αλλά όχι έσχατο τον Γιάννη Μπασκόζο.
Ευχαριστώ από καρδίας για την  απόφασή σας να με τιμήσετε με το ειδικό βραβείο τουΑναγνώστη.
Όλοι χαίρονται με τα βραβεία και τις τιμές. Ανθρώπινο. Ειδικά όταν τα βραβεία προέρχονται από την κρίση ανθρώπων που έχουν περάσει δεκαετίες μαχόμενοι και υπερασπιζόμενοι τα Γράμματά μας και τη νεοελληνική λογοτεχνία ειδικότερα.
Από την άλλη, όπως πιστεύω, τα βραβεία βαρύνουν τους βραβευμένους. Τους προσθέτουν μιαν επιπλέον ευθύνη, αν μπορώ να το πω έτσι. Να παραμένουν, όσο τους είναι δυνατόν, ενεργοί, δημιουργικοί και πάνω από όλα να ξανασκέφτονται το οξύμωρο της ύπαρξής τους: να είναι ταπεινοί μέσα στη συγγραφική τους οίηση, να είναι  ευάλωτοι και τρωτοί και ταυτόχρονα άτρωτοι μέσα στην επηρμένη αυτοτέλεια και αυτοδυναμία τους. Να χαίρονται, όσο μπορούν όταν βραβεύονται, να γκρινιάζουν όταν δεν βραβεύονται και τελικά να παραμένουν πιστοί μόνο στον εαυτό τους. Οι ποιητές, οι συγγραφείς, από ανέκαθεν, που θα έλεγε και ο Ελύτης, είναι περίεργα όντα. Κατά τον Πλάτωνα: αλλοπρόσαλλα και έκφρονα όντα και εν ταυτώ, όπως πιστεύει ο Αριστοτέλης  απόλυτα λογικά όντα νοήμονα και άκρως πολιτικά.
Πλάτων: Κούφον γαρ χρήμα  ποιητής εστίν και πτηνόν και ιερόν, και ου πρότερον οίος τε ποιείν  πριν αν ένθεός τε γένηται και έκφρων και ο νους μηκέτι εν αυτώι ενήι.
Αριστοτέλης: φιλοσοφώτερον και σπουδαιότερον ποίησις ιστορίας εστίν· η μεν γαρ ποίησις  μάλλον τα καθόλου, η δ’ ιστορία  τα καθ’ έκαστον λέγει.
Οι σημερινές συνθήκες γραφής και συγγραφικής δημιουργίας ειδικότερα είναι σε πρώτη εκτίμηση δύσκολες. Τα νεύρα, η αντοχή και η διάθεση των συγγραφέων δοκιμάζονται. Όπως και όλων των πολιτών. Από την άλλη όμως η εποχή που ζούμε  είναι περίοδος μιας κυοφορίας της οποίας τους τόκους, τα γεννήματα δεν έχουμε ακόμη δει. Η σημερινή εποχή, είτε το αντιλαμβανόμαστε είτε όχι, είτε μας αρέσει είτε όχι, είναι ιδανική για τους συγγραφείς. Δεν αναφέρομαι στις πωλήσεις και στα συγγραφικά τους δικαιώματα. Αναφέρομαι στην πρόκληση της τρέχουσας ζωής. Τυχεροί όσοι μπορέσουν να εκμεταλλευτούν, κατά τις δυνάμεις και το ταλέντo τους, αυτό που μας συμβαίνει. Και να μπορέσουν να προβαλουν αυτό το μέγα  Συμβάν των ημερών ιδιοτύπως, με τον δικό τους προσωπικό τρόπο. Το μέλλον των συγγραφέων  καθορίζεται από το έργο τους. Οι επιβραβεύσεις τους δεν προκαθορίζονται.
Συγχαίρω λοιπόν όλους τους βραβευμένους της αποψινής βραδιάς αλλά  ομοίως και όλους τους μη βραβευμένους.
Ευχαριστώ πάλι εσάς, κυρίες και κύριοι, και όλα τα μέλη της επιτροπής του Αναγνώστη.
Καλό, ηδονικό, δημιουργικό καλοκαίρι.
Καλές αναγνώσεις.
Συνεχές, ηχηρό, μελωδικό πληκτρολόγιο για όσους πληκτρολογούν τα κείμενά τους.
Και για όσους εξακολουθούν και γράφουν ακόμη με το χέρι, αφηνιασμένος, πλην μελωδικός, ας τρέχει ο κάλαμος επάνω στο άσπρο χαρτί τους.





Γεννήθηκε στον Ζαρό Ηρακλείου Κρήτης το 1940. Σπούδασε κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο King's College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου (Ph.D.). Είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει γράψει βιβλία και άρθρα για τον Όμηρο, τη λυρική ποίηση, την τραγωδία, τον Αριστοτέλη, το αρχαίο ελληνικό μυθιστόρημα, την αρχαία ελληνική λογοτεχνική κριτική και ασχολείται με τη μετάφραση κλασικών κειμένων. Τα ενδιαφέροντα του στρέφονται επίσης στη μελέτη της σύγχρονης νεοελληνικής λογοτεχνίας και έχει γράψει βιβλία και άρθρα για τον Σολωμό, τον Σεφέρη, τον Σικελιανό, τον Ελύτη, τον Σινόπουλο, τον Εμπειρίκο, τον Ρίτσο, τον Εγγονόπουλο κ.ά.
Βραβεία:
-1962: Β΄ Βραβείο Πανσπουδαστικής Ποίησης με κριτές τον Ο. Ελύτη, τον Γ. Ρίτσο, και τον Ν. Βρεττάκο
-1982: Βραβείο Νίκος Καζαντζάκης
-1983: Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το μυθιστόρημα "Ιστορία"
- 2005: Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών για το μυθιστόρημα "Ο παππούς μου και το κακό"
Εργογραφία
Α. Πεζογραφία:
- "Λειμωνάριο", μυθιστόρημα, Αθήνα, Κάλβος, 1974· Κέδρος, 1994 
- "Η αρραβωνιαστικιά", μυθιστορία, Αθήνα, Κέδρος, 1979
- "Ιστορία", μυθιστόρημα, Αθήνα, Κέδρος, 1982· Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 1983
- "Ανωφελές διήγημα", μυθιστόρημα, Αθήνα, Κέδρος 1993
- "Ερωτικόν", πεζογραφήματα, Αθήνα, Κέδρος, 1995 
- "Στην Κοιλάδα των Αθηνών", μυθιστόρημα, Αθήνα, Κέδρος, 2000
- "Ο παππούς μου και το κακό", μυθιστόρημα, Αθήνα, Κέδρος, 2005· Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών
- "Το χρονικό του Δαρείου", μυθιστόρημα, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2008
- "Τρία απρόσεκτα διηγήματα", διηγήματα, Άγρα, 2012
Β. Ποίηση:
- "Ο ζαχαρένιος εραστής: 11 και ένα ποιήματα", Αθήνα, Στιγμή, 1984 
- "Απόλογος: σχεδίασμα μετάφρασης", ποιήματα, Αθήνα, Στιγμή, 1997
- "Ελίνας κλέος: ένα πατριωτικό ποίημα", Αθήνα, Άγρα, 2002
Γ. Αυτοτελείς νεοελληνικές μελέτες:
- Γιώργος Σεφέρης, "Μεταγραφές" (φιλολογική επιμέλεια, σχόλια και επίμετρο), 1η έκδοση, Αθήνα, Λέσχη, 1980· 2η έκδοση, Αθήνα, Ίκαρος, 2000
- "Ανδρέας Εμπειρίκος: ο ποιητής του Έρωτα και του Νόστου", Αθήνα, Κέδρος 1983 
- Ανδρέας Εμπειρίκος, "Η σήμερον ως αύριον και ως χθες" (φιλολογική επιμέλεια, σχόλια και επίμετρο), Αθήνα, Άγρα, 1984
- "Ο βασιλιάς της Ασίνης: η ανασκαφή ενός ποιήματος", Αθήνα, Στιγμή, 1986 
- Ανδρέας Εμπειρίκος, "Ο Μέγας Ανατολικός", τόμοι 8 (φιλολογική επιμέλεια, σχόλια και επίμετρα), Αθήνα, Άγρα, 1990-1992. 
- Ανδρέας Εμπειρίκος, "Εσ-Εσ-Εσ-Ερ Ρωσία" (φιλολογική επιμέλεια, σχόλια και επίμετρο) Αθήνα, Άγρα, 1995. 
- Ανδρέας Εμπειρίκος, "Ζεμφύρα ή Το μυστικόν της Πασιφάης" (φιλολογική επιμέλεια, σχόλια και επίμετρο), Αθήνα, Άγρα, 1984 
Μεταφράσεις:
Στα Αγγλικά:
- "The Spiritual Meadow" [tr.by]: Mary Argyraki. Dedalus Ltd, 2000 
- "The History of a Vendetta" [tr.by]: Helen Cavanagh. Dedalus Ltd, 1991
- "A Report of a Murder" [tr.by]: Helen Cavanagh. Dedalus Ltd, 1995 
- "Eroticon", [tr.by]: David Connolly. Dedalus Ltd, 1999 
Στα Γερμανικά:
- "Der Schlaf der Rinder" [tr.by]: Norbert Hauser. bruckner & Thunker, 1996. 2η έκδοση, Piper, 1998.
- "Bericht von einem vorbestimmten Mord" [tr.by]: Norbert Hauser. Roman DuMont, 1998. 
Στα Εβραϊκά:
- "Ιστορία" [Tr.by]: Amir Zucerman, 1998

(φωτογραφία: Πέπη Λουλακάκη)




Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2013) Ο παππούς μου και το κακό, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη
(2008) Το χρονικό του Δαρείου, Ελληνικά Γράμματα
(2002) Ελίνας κλέος, Άγρα
(1996) Η αρραβωνιαστικιά, Κέδρος
(1994) Λειμωνάριο, Κέδρος
(1993) Ανωφελές διήγημα, Κέδρος
(1991) Πόλεως σώμα, Καρδαμίτσα
(1987) Ιστορία, Κέδρος

Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2013) Συνταγές μέσα από τη λογοτεχνία, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη
(2011) Για τον Έντμουντ Κήλυ, Μουσείο Μπενάκη
(2011) Ο Ελύτης στην Ευρώπη, Ίκαρος [εισήγηση]
(2010) Γιάννης Ρίτσος 1909-1990, Εθνικό Κέντρο Βιβλίου
(2009) Εισαγωγή στην ποίηση του Ελύτη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
(2009) Εισαγωγή στην ποίηση του Ρίτσου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
(2008) Εισαγωγή στην ποίηση του Εγγονόπουλου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
(2008) Τα ποιήματα του 2007, Κοινωνία των (δε)κάτων
(2002) Η αρχαία ελληνική και βυζαντινή γραμματεία στον σύγχρονο κόσμο, Διεθνές Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου [εισήγηση]
(2002) Οι χρήσεις της αρχαιότητας από το νέο ελληνισμό, Σχολή Μωραΐτη. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας [εισήγηση]
(2002) Ορώμενα, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2001) Greece Books and Writers, Εθνικό Κέντρο Βιβλίου [κείμενα, επιμέλεια]
(2001) Για τον Βαγενά, Αιγαίον
(2000) Άρωμα βιβλίου, Εκδόσεις Πατάκη
(2000) Γιώργος Σεφέρης, Ερμής
(2000) Γιώργος Σεφέρης ποιητής και πολίτης, Εθνικό Κέντρο Βιβλίου
(2000) Την ταυτότητά σας, παρακαλώ, Ελληνικά Γράμματα
(1999) Νάνος Βαλαωρίτης, Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών
(1998) Κύμινο και κανέλα, Εκδόσεις Πατάκη
(1997) The Aegean, Μέλισσα
(1989) ΙΙ Διεθνής συνάντηση αρχαίου ελληνικού δράματος, Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών
(1987) Διεθνής συνάντηση αρχαίου ελληνικού δράματος, Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών

Μεταφράσεις
(2013) Γιαννακούλας, Ανδρέας, Μεταξύ βιβλικής παραβολής και τραγικής εμπειρίας, Επέκεινα
(2013) Ευριπίδης, 480-406 π.Χ., Μήδεια, Καρδαμίτσα
(2012) Αίλιος Αριστείδης, Ιεροί λόγοι, Άγρα
(2008) Πίνδαρος, Ολυμπιόνικοι, Εφημερίδα "Ελεύθερος Τύπος"
(1999) Ovidius, Poplius Nasonis, Ερωτικά αντιφάρμακα, Άγρα
(1996) Δίκτυς ο Κρης, Εφημερίδα του τρωικού πολέμου, Άγρα
(1996) Dodds, E. R., Οι Έλληνες και το παράλογο, Καρδαμίτσα
(1993) Μόσχος, Ευρώπη, Καρδαμίτσα
(1992) Hägg, Tomas, Το αρχαίο μυθιστόρημα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
(1991) Horatius, Quintus Flaccus, Ποιητική τέχνη, Καρδαμίτσα
(1990) Τάτιος, Αχιλλεύς Α., Λευκίππη και Κλειτοφών, Ίδρυμα Γουλανδρή - Χορν [επιμέλεια, μετάφραση]
(1984) Όμηρος, Καρδαμίτσα

Λοιποί τίτλοι
(2014) Εμπειρίκος, Ανδρέας, 1901-1975, 1934. Προϊστορία ή καταγωγή, Άγρα [επιμέλεια]
(2012) Εμπειρίκος, Ανδρέας, 1901-1975, Τα χαϊμαλιά του έρωτα και των αρμάτων, Άγρα [επιμέλεια]
(2011) Εμπειρίκος, Ανδρέας, 1901-1975, Ο Μέγας Ανατολικός, Άγρα [ανθολόγηση, επιμέλεια]
(2009) Εμπειρίκος, Ανδρέας, 1901-1975, Γράμματα στον πατέρα, τον αδελφό του Μαράκη και την μητέρα, Άγρα [επιμέλεια]
(2009) Εμπειρίκος, Ανδρέας, 1901-1975, Ζεμφύρα ή Το μυστικόν της Πασιφάης, Άγρα [επιμέλεια]
(2009) Εμπειρίκος, Ανδρέας, 1901-1975, Περί σουρρεαλισμού, Άγρα [επιμέλεια]
(2009) Εμπειρίκος, Ανδρέας, 1901-1975, Το θέαμα του Μπογιατιού ως κινούμενου τοπίου, Άγρα [επιμέλεια]
(2001) Εμπειρίκος, Ανδρέας, 1901-1975, Ταξίδι στη Ρωσσία, Άγρα [επιμέλεια]
(2000) Συλλογικό έργο, Μεταγραφές, Ίκαρος [επιμέλεια]
(2000) Συλλογικό έργο, Νίκος Εγγονόπουλος, Ίδρυμα Γουλανδρή - Χορν [επιμέλεια]
(1999) Κουμπής, Αδαμάντιος, Πίνακας λέξεων των ποιημάτων του Νίκου Εγγονόπουλου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης [επιμέλεια]
(1998) Εμπειρίκος, Ανδρέας, 1901-1975, Ζεμφύρα ή Το μυστικόν της Πασιφάης, Άγρα [επιμέλεια]
(1992) Εμπειρίκος, Ανδρέας, 1901-1975, Ο Μέγας Ανατολικός, Άγρα [επιμέλεια]
(1992) Εμπειρίκος, Ανδρέας, 1901-1975, Ο Μέγας Ανατολικός, Άγρα [επιμέλεια]
(1991) Εμπειρίκος, Ανδρέας, 1901-1975, Ο Μέγας Ανατολικός, Άγρα [επιμέλεια]
(1991) Εμπειρίκος, Ανδρέας, 1901-1975, Ο Μέγας Ανατολικός, Άγρα [επιμέλεια]
(1991) Εμπειρίκος, Ανδρέας, 1901-1975, Ο Μέγας Ανατολικός, Άγρα [επιμέλεια]
(1991) Εμπειρίκος, Ανδρέας, 1901-1975, Ο Μέγας Ανατολικός, Άγρα [επιμέλεια]
(1990) Εμπειρίκος, Ανδρέας, 1901-1975, Αι γενεαί πάσαι ή Η σήμερον ως αύριον και ως χθες, Άγρα [επιμέλεια]
(1990) Εμπειρίκος, Ανδρέας, 1901-1975, Ο Μέγας Ανατολικός, Άγρα [επιμέλεια]
(1990) Εμπειρίκος, Ανδρέας, 1901-1975, Ο Μέγας Ανατολικός, Άγρα [επιμέλεια]
(1980) Συλλογικό έργο, Γιώργος Σεφέρης: Μεταγραφές, Λέσχη [επιμέλεια]



Θυμάμαι τον Μάνο Χατζιδάκι

γράφει η Διώνη Δημητριάδου *



Μας λείπει για τη μουσική του, αυτός ο μέγιστος όλων. Εγώ, όμως, τον θυμάμαι και για τα όσα πολύτιμα έλεγε, γιατί σκεφτόταν πιο πάνω από τα απατηλά φαινόμενα. Και έβλεπε πιο πέρα από την πρόσκαιρη καθημερινότητα. Ωστόσο, αυτήν ακριβώς την ελαφρότητα της κάθε μέρας ήξερε να την ξεσκεπάζει με τη θρασύτητα που η ζωή επιτρέπει στους αληθινούς δημιουργούς. Και για όλα αυτά ενοχλούσε. Αυτόν τον ενοχλητικό Μάνο νοσταλγώ. Και πολύ θα ήθελα το σχόλιό του για όλη αυτή την αφροσύνη του καιρού μας. Αυτόν, τον αιωνίως ερωτευμένο έφηβο, να δώσει το παθιασμένο στίγμα του στην ανέραστη εποχή μας, τον ευγενή πέρα από τίτλους κοσμικότητας, να προσδιορίσει κανόνες συμπεριφοράς. Να μας πάρει από τα χέρι για άλλη μια φορά να ερωτευθούμε με τον "Μεγάλο Ερωτικό" του, να διαβάσουμε ιστορία στην "Εποχή της Μελισσάνθης" του, να ταξιδέψουμε στον κόσμο με το "Χαμόγελο της Τζοκόντας" του. Και να συλλαβίσουμε τον πολιτικό λόγο με τα σχόλια του "Τρίτου", με το περιοδικό "Τέταρτο". Αλλά η "μοίρα δεν ξεγίνεται", όπως λέει ο άλλος εκλιπών Ελύτης, οπότε μας μένουν, ακριβή κληρονομιά, οι μουσικές που έγραψε και η σκέψη του.

"Περιφρονώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία την πάσα λογής χυδαιότητα καθώς και κάθε ηλίθιο του καιρού μου."



Βιογραφικό σημείωμα σε πρώτο πρόσωπο

 «Γεννήθηκα στις 23 του Οκτώβρη του 1925 στην Ξάνθη τη διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους εσωτερικούς της ενδοχώρας μετανάστες. Η συνύπαρξη εκείνο τον καιρό ενός αντιτύπου της μπελ-επόκ, με αυθεντικούς τούρκικους μιναρέδες, έδιναν χρώμα και περιεχόμενο σε μια κοινωνία-πανσπερμία απ' όλες τις γωνιές της Ελλαδικής γης, που συμπτωματικά βρέθηκε να ζει σε ακριτική περιοχή και να χορεύει τσάρλεστον στις δημόσιες πλατείες. Σαν άνοιξα τα μάτια μου είδα με απορία πολύ κόσμο να περιμένει την εμφάνισή μου (το ίδιο συνέχισα κι αργότερα να απορώ σαν με περίμεναν κάπου καθυστερημένα να φανώ). Η μητέρα μου ήταν από την Αδριανούπολη, κόρη του Κωνσταντίνου Αρβανιτίδη, και ο πατέρας μου απ' την Μύρθιο της Ρεθύμνου, απ' την Κρήτη. Είμαι ένα γέννημα δύο ανθρώπων που καθώς γνωρίζω δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ΄ την στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι' αυτό και περιέχω μέσα μου χιλιάδες αντιθέσεις κι όλες τις δυσκολίες του Θεού. Όμως η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου την λεγόμενη «ευρωπαϊκή», φέραν ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα.
          Προσπάθησα όλον το καιρό που μέναμε στην Ξάνθη να γνωρίσω σε βάθος τους γονείς μου και να εξαφανίσω την αδελφή μου. Δεν τα κατάφερα και τα δύο. Έτσι μετακομίσαμε το '32 στην Αθήνα όπου δεν στάθηκε δυνατόν να λησμονήσω την αποτυχία μου.         
Άρχιζα να ζω και να εκπαιδεύομαι στην πρωτεύουσα ενώ παράλληλα σπούδαζα τον έρωτα και την ποιητική λειτουργία του καιρού μου. Έλαβα όμως την αττική παιδεία όταν στον τόπο μας υπήρχε και Αττική και Παιδεία. Μ' επηρεάσανε βαθιά ο Ερωτόκριτος, ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, το Εργοστάσιο του Φιξ, ο Χαράλαμπος του «Βυζαντίου», το υγρό κλίμα της Θεσσαλονίκης και τα άγνωστα πρόσωπα που γνώριζα τυχαία και παρέμειναν άγνωστα σ' όλα τα χρόνια τα κατοπινά. Στην κατοχική περίοδο συνειδητοποίησα πόσο άχρηστα ήτανε τα μαθήματα της Μουσικής, μια και μ' απομάκρυναν ύπουλα απ' τους αρχικούς μου στόχους που ήταν να επικοινωνήσω, να διοχετευθώ και να εξαφανιστώ, γι' αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την Κατοχή. Έτσι δεν σπούδασα σε Ωδείο και συνεπώς εγλύτωσα απ' το να μοιάζω με τα μέλη του Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου. Έγραψα ποιήματα και πολλά τραγούδια, και ασκήθηκα ιδιαίτερα στο να επιβάλλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες, πράγμα που άλλωστε με ωφέλησε τα μέγιστα σαν έγινα υπάλληλος τα τελευταία χρόνια. Απέφυγα μετά περίσσιας βδελυγμίας ότι τραυμάτιζε το ερωτικό μου αίσθημα και την προσωπική μου ευαισθησία.
          Ταξίδεψα πολύ και αυτό με βοήθησε ν' αντιληφθώ πώς η βλακεία δεν ήταν αποκλειστικόν του τόπου μας προϊόν, όπως περήφανα ισχυρίζονται κι αποδεικνύουν συνεχώς οι έλληνες σωβινιστές και της εθνικοφροσύνης οι εραστές. Παράλληλα ανακάλυψα ότι τα πρόσωπα που μ' ενδιαφέρανε έπρεπε να ομιλούν απαραιτήτως ελληνικά, γιατί σε ξένη γλώσσα η επικοινωνία γινότανε οδυνηρή και εξαφάνιζε το μισό μου πρόσωπο.         
Το '66 βρέθηκα στην Αμερική. Έμεινα κι έζησα εκεί κάπου έξι χρόνια, τα χρόνια της δικτατορίας, για λόγους καθαρά εφοριακούς - ανεκαλύφθη πως χρωστούσα τρεισήμισι περίπου εκατομμύρια στο δημόσιο. Όταν εξόφλησα το χρέος μου επέστρεψα περίπου το '72 και ίδρυσα ένα καφενείο που το ονομάσαμε Πολύτροπον, ίσαμε τη μεταπολίτευση του '74, όπου και τόκλεισα γιατί άρχιζε η εποχή των γηπέδων και των μεγάλων λαϊκών εκτονώσεων. Κράτησα την ψυχραιμία μου και δεν εχόρεψα εθνικούς και αντιστασιακούς χορούς στα γυμναστήρια και στα γεμάτα από νέους γήπεδα. Κλείνοντας το Πολύτροπο είχα ένα παθητικό πάλι της τάξεως περίπου των τρεισήμισι εκατομμυρίων - μοιραίος αριθμός, φαίνεται, για την προσωπική μου ζωή.
          Από το '75 αρχίζει μια διάσημη εποχή μου που θα την λέγαμε, για να την ξεχωρίσουμε, υπαλληλική, που μ' έκανε ιδιαίτερα γνωστό σ' ένα μεγάλο και απληροφόρητο κοινό, βεβαίως ελληνικό, σαν άσπονδο εχθρό της ελληνικής μουσικής, των ελλήνων μουσικών και της εξίσου ελληνικής κουλτούρας. Μέσα σ' αυτή την περίοδο και ύστερα από ένα ανεπιτυχές έμφραγμα στην καρδιά, προσπάθησα πάλι, ανεπιτυχώς είναι αλήθεια, να πραγματοποιήσω τις ακριβές καφενειακές μου ιδέες πότε στην ΕΡΤ και πότε στο Υπουργείο Πολιτισμού , εννοώντας να επιβάλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες. Και οι δύο όμως τούτοι οργανισμοί σαθροί και διαβρωμένοι από τη γέννησή τους κατάφεραν να αντισταθούν επιτυχώς και, καθώς λεν, να με νικήσουν «κατά κράτος». Παρ΄ όλα αυτά, μέσα σε τούτον τον καιρό γεννήθηκε το Τρίτο κι επιβλήθηκε στη χώρα. 





Και τώρα καταστάλαγμα του βίου μου μέχρι στιγμής είναι :

Α δ ι α φ ο ρ ώ για την δόξα. Με φυλακίζει μες στα πλαίσια που καθορίζει εκείνη κι όχι εγώ.

Π ι σ τ ε ύ ω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων, κι όχι σ' αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθείσες συνήθειές μας.

Π ε ρ ι φ ρ ο ν ώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία καθώς και την κάθε λογής χυδαιότητα.              
                     
Έτσι κατάφερα να ολοκληρώσω την τραυματισμένη από την παιδική μου ηλικία προσωπικότητα, καταλήγοντας να πουλώ «λαχεία στον ουρανό» και προκαλώντας τον σεβασμό των νεωτέρων μου μια και παρέμεινα ένας γνήσιος Έλληνας και Μεγάλος Ερωτικός.»



Από το ημερολόγιό του:

19χρονος μόλις, καταγράφει με αγωνία στο ημερολόγιό του:
«Ήταν Δεκέμβρης του 1944: Αδερφοσύνη, αισθήματα, συνθήματα, αντιδράσεις: πάμφθηνα εμπορεύματα χυμένα στα πεζοδρόμια, μαζί μ' αληθινό αίμα αληθινά κορμιά νεανικά, αληθινά στόματα ανθρώπων που κραυγάζουν […] Οι Ιερείς κι από τις δυο μεριές, μονοπωλούσαν τον Χριστό κι εξασφάλιζαν την συνδρομή του, οι μεν για το έθνος και οι άλλοι για τον Λαό […] Με ποιους αλήθεια είν' ο Χριστός; - Με σένα, ακούω μια φωνή πλάι να με χαϊδεύει. Είμαι πάντα μ' αυτούς που ερωτούν».



Το περιοδικό «το Τέταρτο»




Το κείμενο που δημοσίευσε ο Μάνος Χατζιδάκις στο 3ο τεύχος του περιοδικού «Το Τέταρτο», τον Ιούλιο του 1985. Πολλά χρόνια πριν, θα μου πείτε, για να έχει την ελάχιστη επικαιρότητα. Εξαρτάται, φυσικά, ποιο περιεχόμενο δίνει ο καθένας στην έννοια του «επίκαιρου». Η Ελλάδα, ωστόσο, πορεύεται χωρίς πυξίδα και κάποιο κομμάτι της κακοδαιμονίας της ίσως έχει τις ρίζες του σ’ αυτά τα μακρινά που μνημονεύει εδώ ο εύστοχος (για μια ακόμη φορά) Μάνος.

«Τα παιδιά της γαλαρίας είναι μια φημισμένη ταινία του Καρνέ. Τα δικά μας παιδιά της γαλαρίας είναι κάπως διαφορετικά. Εκείνα της ταινίας υπήρξαν θεατές από ψηλά, από την πιο φτηνή θέση, «εγκλημάτων» που διαδραματιζόταν στη σκηνή του θεάτρου. Τα δικά μας υπήρξαν και αυτά θεατές από ψηλά κι από την πιο ασήμαντη και φτηνή θέση, εγκλημάτων που διαδραματίζονταν στην ελληνική γη, ανίκανα να ορίζουν και ν’ αλλάζουν τη μοίρα των όσων έγιναν και γίνονται στον τόπο.
Τα όνειρα σε τούτα τα παιδιά υπήρξαν κυρίαρχα, σημαντικά και διαψευσμένα. Στον καιρό της Κατοχής τα μετέπειτα παιδιά της γαλαρίας ζούσαν απάνω στη σκηνή και παίζανε το ρόλο τους, τον όποιο ρόλο τους, έστω και τον πιο μικρό, με αυταπάρνηση, με το αίμα τους, με τη ζωή τους, χωρίς καιροσκοπισμό και ιδιοτέλεια, χωρίς προοπτική ανταλλάγματος. Μ’ ένα μονάχα στόχο, την επαλήθευση ενός επίμονου ονείρου. Και ήταν το όνειρο για μια ελεύθερη ζωή σχηματισμένη μακριά από απάνθρωπους νόμους, από ανάλγητους κρατικούς μηχανισμούς, από εξορίες και φυλακές και εκτελέσεις. Τίποτα δεν έγινε αλήθεια. Μετά τον πόλεμο κυβέρνησαν τον τόπο ξανά φθαρμένοι άνθρωποι, ανίκανοι να συλλάβουν έστω και στο ελάχιστο απ’ ό,τι γεννιόνταν κείνο τον καιρό κι αναρριγούσε ολόκληρο τον κόσμο. Εάν μας λέγαν τότε μερικά από τα ονόματα που κυβερνήσανε κατόπιν ότι θα ξανάβγαιναν στην πολιτική σκηνή να διαφεντέψουνε τη χώρα μας, θα γελούσαμε δίχως τελειωμό με την καρδιά μας. Γιατί πιστέψαμε βαθιά μέσα μας πως όλα αυτά τα ονόματα ήσαν φαντάσματα του παρελθόντος, απόντα στα δύσκολα χρόνια που περνούσαμε, για πάντα απόντα από τον τόπο.
Κι όμως συνέβη αυτό. Ξανάρθανε τα φαντάσματα κι αρχίσαν να πλαστογραφούν γι’ άλλη μια φορά την ελληνική ιστορία. Και τα παιδιά που πολεμήσανε κι ονειρευτήκανε, γίναν παιδιά της γαλαρίας, όσα δεν διώχτηκαν και δεν εξαφανίστηκαν στις φυλακές και στα ξερά νησιά του Αιγαίου.
»Τα παιδιά της γαλαρίας δεν ήσαν φαύλα, δεν ήσαν χίτες, δεν ήσαν ανώμαλοι με τον φασισμό στο ‘να πλευρό τους. Δεν συμβιβάστηκαν με τους νικητές Γερμανούς, δεν υπήρξαν «πατριώτες» με το περιεχόμενο του χωροφύλακα και του μπράβου.
Είχαν τη σκέψη όργανο, τα μάτια υγρά κι ακούραστα να βλέπουνε τον κόσμο και την ψυχή παρθενική και απροσάρμοστη στη μεταπολεμική ελληνική αθλιότητα.
Τα Δεκεμβριανά δεν ήταν αντίδραση κομμουνιστών – όπως το πλαστογράφησαν οι ίδιοι κι όπως το απέδωσε η επίσημη ιστορία των φαντασμάτων. Ήταν η αγανάκτηση των παιδιών της γαλαρίας που βλέπαν τους συντρόφους τους και τα όνειρά τους στα φέρετρα, από σφαίρες που ρίξαν δωσίλογοι και φασίστες, φορώντας γαλάζιους μανδύες εθνικοφροσύνης. Και όλα αυτά τα ελληνικά αποβράσματα με την επίσημη υποστήριξη του νεαρού τότε κράτους, είχανε ένα εχθρό: την ψυχή των παιδιών της γαλαρίας. Εκατομμύρια ελληνικά παιδιά που πιστέψαν στην απελευθέρωση, αλλά βρέθηκαν ευθύς αμέσως απέναντι στον ίδιο χωροφύλακα, στο ίδιο δικαστή, στα ίδια ανάλγητα αρμόδια πρόσωπα που αντιμετώπιζαν πριν λίγα κιόλας χρόνο, όταν ακόμη υπήρχαν Γερμανοί. Και θέλησαν, πριν αποκλειστούν στη γαλαρία τους, να διαμαρτυρηθούν κραυγάζοντας για τελευταία φορά. Κι ύστερα να σωπάσουν – σαράντα χρόνια τώρα (σαράντα χρόνια τα περιέχω μέσα μου και τα δουλεύω για να τα πω κάποια φορά).
Όχι, η εθνική αντίσταση δεν ήταν έργο των κομουνιστών ούτε των εξ Αιγύπτου εθνικοφρόνων. Ανάμεσα στους δυο αυτούς μοιραίους πόλους βρίσκεται μια Ελλάδα που ονειρεύεται και άπειρες φορές προδομένη τραυματίζεται θανάσιμα. Και τότες ξεσπά – δεν έχει σημασία κάτω από ποια σημαία. Και είτε νικά είτε νικιέται εκφράζει απελπισία κι αγανάκτηση.
Τα παιδιά της γαλαρίας σήμερα έχουνε άσπρα μαλλιά. Όσα απόμειναν ξέχασαν τα όνειρά τους, έχουν συμβιβαστεί οριστικά με ό,τι ορίζει τη μοίρα τους, έξω απ’ αυτούς. Μονάχα μερικοί, μέσα σ’ αυτούς κι εγώ, με πείσμα κι επιμονή θυμούνται και εννοούν να θυμίζουν. Κι όσο βαστάξει αυτό το παιχνίδι.
…».

Ο μεγάλος ερωτικός




Θυμάμαι ότι ο σπουδαιότερος δίσκος της ελληνικής δισκογραφίας, Ο «Μεγάλος ερωτικός» του Μάνου Χατζιδάκι, γράφτηκε μέσα στη χούντα. Δεν τραγουδήθηκε στις μυστικές συνάξεις  ούτε παράνομα αντιγράφηκε σε κασέτες που κυκλοφορούσαμε χέρι με χέρι. Κι όταν η μνήμη λειτουργεί σήμερα για όλα αυτά τα γεγονότα μάλλον θυμόμαστε κάτι πιο επαναστατικό. Κι όμως το νιώθαμε από τότε ότι ακούγαμε κάτι πιο πάνω από ευκαιριακά συνθήματα και πιο πέρα πολύ από στενόχωρα φορεμένες κομματικές μπροσούρες. Ο έρωτας, όπως τραγουδήθηκε από τον μεγάλο της μουσικής μας, είναι εδώ διαχρονικός και πάντα νέος, να μας καλεί σε αυθεντικούς ξεσηκωμούς. Θέλω να πω, με όλο αυτό, πως σε καιρούς φορτισμένους αν είναι να δημιουργηθεί αυθεντική τέχνη, αυτό θα γίνει ίσως και χωρίς να πούμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Η εποχή η ίδια μιλάει με γνήσιο λόγο σε όποιο αληθινό σκίρτημα του ανθρώπου που εκφράζεται μέσω της τέχνης. Μπορεί έτσι να χειρίζεται, για παράδειγμα,  ερωτικά τον λόγο και να προκύψει πιστό αποτύπωμα της πιο επαναστατικής εποχής. Αντιθέτως μπορεί να οδηγεί «στα πιο βαθιά χασμουρητά» αποτρέποντας από την όποια δράση, την ίδια στιγμή που προσπαθεί να συνεγείρει τα πλήθη με λεξιλόγιο φτηνό πολιτικά.

Διώνη Δημητριάδου




Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία» (http://meanoihtavivlia.blogspot.gr/2015/10/blog-post_24.html)


Κριτική του Μιχάλη Μοδινού για το βιβλίο της Κάθρην Μάνσφηλντ "Σε μια γερμανική πανσιόν"

Αναδημοσίευση από: Τα ΝΕΑ / ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ






Κάθρην Μάνσφηλντ, Σε μια γερμανική πανσιόν, μτφ. Γιώργος Μπαρουξής, σελ. 191, ΠΟΙΚΙΛΗ ΣΤΟΑ 2016

v  Μιχάλης Μοδινός

 Έζησε μόλις 34 χρόνια αλλά πρόφτασε να βάλει την σφραγίδα της στη λογοτεχνική στροφή του 20ου αιώνα. Εδώ έχουμε την άνιση πλην απολαυστική πρώτη συλλογή διηγημάτων της


Σε μια άλλη χώρα

Γεννημένη στη Νέα Ζηλανδία το 1888 από πλούσιους γονείς, η Κάθρην Μάνσφηλντ θα στελνόταν άρον άρον στην Αγγλία στα δεκαπέντε της χρόνια όταν ξέσπασε  ένα ερωτικό σκάνδαλο με συμμαθήτριά της, που μάλιστα ήταν πριγκίπισσα από την τοπική φυλή των Μαορί. Η μέριμνά της για όσα υφίσταντο οι Μαορί στη διάρκεια  της αγγλικής αποικιοκρατίας διατηρήθηκε ως το τέλος της ζωής της και απεικονίζεται σε ορισμένα διηγήματά της. Στο Κουήνς Κόλλετζ της εποχής βίωσε τους περιορισμούς στην εκπαίδευση των κοριτσιών, εξεγέρθηκε, συνδέθηκε με πρωτοποριακά τότε καλλιτεχνικά κινήματα (γαλλικός συμβολισμός, φωβισμός) και επέστρεψε στα 18 της στη Νέα Ζηλανδία όπου και θα δημοσίευε τα πρώτα της διηγήματα. Πίσω στο Λονδίνο μετά από άλλη μία έκκεντρη ερωτική περιπέτεια, παντρεύτηκε εικονικά στα είκοσί της χρόνια έναν δάσκαλο μουσικής τον οποίο και χώρισε μέσα σε λίγες ώρες. Ο λόγος; Μα ήταν ήδη έγκυος με κάποιον άλλο. Η πανικόβλητη μητέρα θα την έστελνε σε μια λουτρόπολη της Βαυαρίας, μακριά από αδιάκριτα μάτια, όπου η Μάνσφηλντ θα απέβαλλε από απροσεξία. Εκεί ωστόσο  θα αντλούσε το υλικό για την πρώτη ολοκληρωμένη συλλογή διηγημάτων της,  Σε μια γερμανική πανσιόν, που εκδόθηκε στα 1911.

    Αν και η ίδια η Μάνσφηλντ έχει χαρακτηρίσει τη συλλογή πρώιμη και ανώριμη, τα δείγματα της συγγραφικής της ιδιοφυίας είναι σαφή: Εκλεπτυσμένο, φλεγματικό  και συχνά σαρδόνιο χιούμορ, οξεία ματιά στην πραγματικότητα, αποκάλυψη των ετερόχθονων ιδιοτήτων, γεωγραφική και ανθρωπολογική συγκριτολογική ματιά στον γύρω κόσμο, είναι μερικά χαρακτηριστικά  της που δικαίως την κατατάσσουν στις ιέρειες του μοντερνισμού. Έχουμε εδώ δεκατρείς ιστορίες που η πλειοψηφία τους είναι πρωτοπρόσωπες και εμπλέκουν την ίδια την αφηγήτρια. Στις υπόλοιπες έχουμε φευγαλέες ματιές στην επαρχιακή Γερμανία της εποχής.

   Το πρώτο στοιχείο που ίσως επισημάνει ο αναγνώστης είναι τα στερεότυπα με βάση τα οποία οι άνθρωποι της εποχής κρίνουν τις άλλες κοινωνίες. Οι Γερμανοί συγκάτοικοι στην πανσιόν έχουν προκατασκευασμένες απόψεις για την Αγγλία της εποχής (γκριζωπή, «μια μάζα μοσχαρίσιου κρέατος που πλέει σε μια σάλτσα από θάλασσα», καλά υφάσματα αλλά πληκτική ζωή, κοκ.) ενώ η ίδια η Μάνσφηλντ σατιρίζει την προσκόλληση των Γερμανών στους τύπους, την εμμονή τους με το φαγητό και τις σωματικές λειτουργίες, το δόσιμό τους στην φύση, τις εθνικιστικές τους τάσεις.

   Η ατμόσφαιρα της λουτρόπολης δίνεται με ακρίβεια και με εύστοχες πινελιές, η φύση είναι παρούσα, αλλά είναι κυρίως οι εσωτερικοί χώροι που σκιαγραφούνται ανάλαφρα με  τολμηρές μεταφορές,  υποβάλλοντας το ανοιχτό ενδεχόμενο μιας επεικείμενης τραγωδίας. Δεν είναι ωστόσο αυτή η πρόθεση της Μάνσφηλντ. Περισσότερο επικεντρώνεται στην ανάδειξη του σημαντικού μέσα από το τετριμμένο, προβάλλοντας δηλαδή  απλά γεγονότα της καθημερινότητας, με τις εντάσεις να υποβόσκουν. Χαρακτηριστικός είναι ακόμη ο διάχυτος πλην καλά συγκεκαλυμμένος ερωτισμός, με τις υποψίες της αφηγήτριας για την κρυφή ζωή των ενοίκων να παίρνουν ενίοτε σάρκα και οστά.
   Ως καλύτερα διηγήματα της καλομεταφρασμένης αυτής συλλογής, σημαδιακά για την μετέπειτα πορεία της, επιλέγω το «Η μοντέρνα ψυχή» και το «Γέννηση».  Στο πρώτο, παρελαύνουν κάμποσοι ένοικοι της πανσιόν, που μετά από μια έξοχη καταγραφή συγκαλυμμένων αψιμαχιών στον κήπο θα μαζευτούν για μια μουσική βραδιά όπου ο καθένας θα επιδείξει το ταλέντο του. Μια μάλλον παραγνωρισμένη ηθοποιός που θυσιάζει κατά δήλωσή της την καριέρα της για να περιποιείται τη μητέρα της, θα αποτελέσει το κεντρικό αντικείμενο  της σάτιρας της Μάνσφηλντ καθώς αποδεικνύεται ότι η θυσία είναι απλώς ένα πρόσχημα και συνάμα ένα αιτιολογικό για την μη εκτόξευση της  στις σφαίρες της δόξας. Η ευαίσθητη ηθοποιός θα «σωθεί» στο τέλος ερωτικά από  κάποιο Κύριο Καθηγητή ο οποίος μάλλον για την μητέρα της προοριζόταν.
    Στη «Γέννηση» πάλι έχουμε μια εξ αρχής κατεδάφιση  της προσωπικότητας ενός υποχονδριακού συζύγου που τα πάντα του φταίνε ενώ η καημένη η γυναίκα του προσπαθεί να γεννήσει (για τρίτη φορά) στον πάνω όροφο. Τα βάζει με τον καιρό, με την υπηρέτρια, με τον γιατρό, με την ίδια την γυναίκα του που αργεί να φέρει στον κόσμο τον διάδοχο. Κι εκεί που πιστεύουμε πως η Μάνσφηλντ θα περιπέσει σε ένα χοντροκομμένο φεμινιστικό κήρυγμα για την φύση των αντρών, δίνεται μια ανεπάντεχη στροφή στην αφήγηση. Ο σύζυγος αρχίζει να ονειροπολεί, ακούει τον άνεμο και τις κυριακάτικες καμπάνες να ηχούν σαν να έχουν όλες μετακομίσει στον δρόμο τους, σχεδιάζει το μέλλον για χάρη του αγέννητου γιου, και εντέλει ανασύρει ευτυχείς αναμνήσεις χαϊδεύοντας με τρυφερότητα μια φωτογραφία με την αγαπημένη του σύζυγο. Σε κατάσταση ακραίου συναισθηματισμού πλέον αρχίζει να φοβάται ότι η γυναίκα του θα πεθάνει στη γέννα και μαζί του το φοβόμαστε κι εμείς. Ώσπου ο σοβαρός γιατρός θα του αναγγείλει ότι όλα καλά, ότι ο διάδοχος γεννήθηκε και τότε ανακουφισμένος ο ήρωάς μας, σε μια τελική αφηγηματική στροφή, θα οικτίρει τον εαυτό του για τις ταλαιπωρίες του.

    Είναι εντυπωσιακή η ωριμότητα και η κοινωνική γνώση που επιδεικνύει η τότε 23χρονη μόλις Κάθρην Μάνσφηλντ. Μέσα σε λίγες αράδες σκιαγραφούνται καταστάσεις, δίνονται απρόσμενες μεταφορές, υπονοούνται πολλά και ποικίλα ανείπωτα, ενώ η οπτική γωνία μετατοπίζεται απρόσμενα. Η εσωτερικότητα κυριαρχεί αλλά βασίζεται στα αφηγηματικά επιφαινόμενα και αφήνει στον αναγνώστη την επιλογή να δώσει τις δικές του ερμηνείες. Οι άντρες αποτελούν συχνά τον στόχο της αλλά και οι συμβατικές ηρωίδες της βάλλονται ανελέητα. Ανήσυχη, ευφυής και κατεδαφιστική ως προς τις κυρίαρχες παραδοχές του βίου, δεν εμπίπτει ωστόσο σε ηθικοπλαστικά κηρύγματα. Κατανοεί και σχετικοποιεί με άλλα λόγια την κοινωνική ζωή, ειδικά υπό το φως του Μεγάλου Πολέμου που θα την οδηγήσει στην αναζήτηση νέων εκφραστικών μορφών. Δεν είναι τυχαίο ότι η Βιρτζίνια Γουλφ είχε δηλώσει ότι ήταν η μόνη συγγραφέας που την γραφή της είχε ζηλέψει. Το δράμα πάντως είναι ότι υποφέροντας από φυματίωση και παρά τις διαρκείς μετακινήσεις με τον δεύτερο σύζυγό της σε φιλικότερες κλιματικές ζώνες, η Κάθρην Μάνσφηλντ θα πέθαινε στις αρχές του 1923. Πρόφτασε να μας παραδώσει πολλά  ακόμη εξαίρετα  διηγήματα ορισμένα από τα οποία συγκεντρώθηκαν σε συλλογές μετά θάνατον.


Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της. 

Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.
To τελευταίο του βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.