Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

Κριτική του Μιχάλη Μοδινού για το βιβλίο της Κάθρην Μάνσφηλντ "Σε μια γερμανική πανσιόν"

Αναδημοσίευση από: Τα ΝΕΑ / ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ






Κάθρην Μάνσφηλντ, Σε μια γερμανική πανσιόν, μτφ. Γιώργος Μπαρουξής, σελ. 191, ΠΟΙΚΙΛΗ ΣΤΟΑ 2016

v  Μιχάλης Μοδινός

 Έζησε μόλις 34 χρόνια αλλά πρόφτασε να βάλει την σφραγίδα της στη λογοτεχνική στροφή του 20ου αιώνα. Εδώ έχουμε την άνιση πλην απολαυστική πρώτη συλλογή διηγημάτων της


Σε μια άλλη χώρα

Γεννημένη στη Νέα Ζηλανδία το 1888 από πλούσιους γονείς, η Κάθρην Μάνσφηλντ θα στελνόταν άρον άρον στην Αγγλία στα δεκαπέντε της χρόνια όταν ξέσπασε  ένα ερωτικό σκάνδαλο με συμμαθήτριά της, που μάλιστα ήταν πριγκίπισσα από την τοπική φυλή των Μαορί. Η μέριμνά της για όσα υφίσταντο οι Μαορί στη διάρκεια  της αγγλικής αποικιοκρατίας διατηρήθηκε ως το τέλος της ζωής της και απεικονίζεται σε ορισμένα διηγήματά της. Στο Κουήνς Κόλλετζ της εποχής βίωσε τους περιορισμούς στην εκπαίδευση των κοριτσιών, εξεγέρθηκε, συνδέθηκε με πρωτοποριακά τότε καλλιτεχνικά κινήματα (γαλλικός συμβολισμός, φωβισμός) και επέστρεψε στα 18 της στη Νέα Ζηλανδία όπου και θα δημοσίευε τα πρώτα της διηγήματα. Πίσω στο Λονδίνο μετά από άλλη μία έκκεντρη ερωτική περιπέτεια, παντρεύτηκε εικονικά στα είκοσί της χρόνια έναν δάσκαλο μουσικής τον οποίο και χώρισε μέσα σε λίγες ώρες. Ο λόγος; Μα ήταν ήδη έγκυος με κάποιον άλλο. Η πανικόβλητη μητέρα θα την έστελνε σε μια λουτρόπολη της Βαυαρίας, μακριά από αδιάκριτα μάτια, όπου η Μάνσφηλντ θα απέβαλλε από απροσεξία. Εκεί ωστόσο  θα αντλούσε το υλικό για την πρώτη ολοκληρωμένη συλλογή διηγημάτων της,  Σε μια γερμανική πανσιόν, που εκδόθηκε στα 1911.

    Αν και η ίδια η Μάνσφηλντ έχει χαρακτηρίσει τη συλλογή πρώιμη και ανώριμη, τα δείγματα της συγγραφικής της ιδιοφυίας είναι σαφή: Εκλεπτυσμένο, φλεγματικό  και συχνά σαρδόνιο χιούμορ, οξεία ματιά στην πραγματικότητα, αποκάλυψη των ετερόχθονων ιδιοτήτων, γεωγραφική και ανθρωπολογική συγκριτολογική ματιά στον γύρω κόσμο, είναι μερικά χαρακτηριστικά  της που δικαίως την κατατάσσουν στις ιέρειες του μοντερνισμού. Έχουμε εδώ δεκατρείς ιστορίες που η πλειοψηφία τους είναι πρωτοπρόσωπες και εμπλέκουν την ίδια την αφηγήτρια. Στις υπόλοιπες έχουμε φευγαλέες ματιές στην επαρχιακή Γερμανία της εποχής.

   Το πρώτο στοιχείο που ίσως επισημάνει ο αναγνώστης είναι τα στερεότυπα με βάση τα οποία οι άνθρωποι της εποχής κρίνουν τις άλλες κοινωνίες. Οι Γερμανοί συγκάτοικοι στην πανσιόν έχουν προκατασκευασμένες απόψεις για την Αγγλία της εποχής (γκριζωπή, «μια μάζα μοσχαρίσιου κρέατος που πλέει σε μια σάλτσα από θάλασσα», καλά υφάσματα αλλά πληκτική ζωή, κοκ.) ενώ η ίδια η Μάνσφηλντ σατιρίζει την προσκόλληση των Γερμανών στους τύπους, την εμμονή τους με το φαγητό και τις σωματικές λειτουργίες, το δόσιμό τους στην φύση, τις εθνικιστικές τους τάσεις.

   Η ατμόσφαιρα της λουτρόπολης δίνεται με ακρίβεια και με εύστοχες πινελιές, η φύση είναι παρούσα, αλλά είναι κυρίως οι εσωτερικοί χώροι που σκιαγραφούνται ανάλαφρα με  τολμηρές μεταφορές,  υποβάλλοντας το ανοιχτό ενδεχόμενο μιας επεικείμενης τραγωδίας. Δεν είναι ωστόσο αυτή η πρόθεση της Μάνσφηλντ. Περισσότερο επικεντρώνεται στην ανάδειξη του σημαντικού μέσα από το τετριμμένο, προβάλλοντας δηλαδή  απλά γεγονότα της καθημερινότητας, με τις εντάσεις να υποβόσκουν. Χαρακτηριστικός είναι ακόμη ο διάχυτος πλην καλά συγκεκαλυμμένος ερωτισμός, με τις υποψίες της αφηγήτριας για την κρυφή ζωή των ενοίκων να παίρνουν ενίοτε σάρκα και οστά.
   Ως καλύτερα διηγήματα της καλομεταφρασμένης αυτής συλλογής, σημαδιακά για την μετέπειτα πορεία της, επιλέγω το «Η μοντέρνα ψυχή» και το «Γέννηση».  Στο πρώτο, παρελαύνουν κάμποσοι ένοικοι της πανσιόν, που μετά από μια έξοχη καταγραφή συγκαλυμμένων αψιμαχιών στον κήπο θα μαζευτούν για μια μουσική βραδιά όπου ο καθένας θα επιδείξει το ταλέντο του. Μια μάλλον παραγνωρισμένη ηθοποιός που θυσιάζει κατά δήλωσή της την καριέρα της για να περιποιείται τη μητέρα της, θα αποτελέσει το κεντρικό αντικείμενο  της σάτιρας της Μάνσφηλντ καθώς αποδεικνύεται ότι η θυσία είναι απλώς ένα πρόσχημα και συνάμα ένα αιτιολογικό για την μη εκτόξευση της  στις σφαίρες της δόξας. Η ευαίσθητη ηθοποιός θα «σωθεί» στο τέλος ερωτικά από  κάποιο Κύριο Καθηγητή ο οποίος μάλλον για την μητέρα της προοριζόταν.
    Στη «Γέννηση» πάλι έχουμε μια εξ αρχής κατεδάφιση  της προσωπικότητας ενός υποχονδριακού συζύγου που τα πάντα του φταίνε ενώ η καημένη η γυναίκα του προσπαθεί να γεννήσει (για τρίτη φορά) στον πάνω όροφο. Τα βάζει με τον καιρό, με την υπηρέτρια, με τον γιατρό, με την ίδια την γυναίκα του που αργεί να φέρει στον κόσμο τον διάδοχο. Κι εκεί που πιστεύουμε πως η Μάνσφηλντ θα περιπέσει σε ένα χοντροκομμένο φεμινιστικό κήρυγμα για την φύση των αντρών, δίνεται μια ανεπάντεχη στροφή στην αφήγηση. Ο σύζυγος αρχίζει να ονειροπολεί, ακούει τον άνεμο και τις κυριακάτικες καμπάνες να ηχούν σαν να έχουν όλες μετακομίσει στον δρόμο τους, σχεδιάζει το μέλλον για χάρη του αγέννητου γιου, και εντέλει ανασύρει ευτυχείς αναμνήσεις χαϊδεύοντας με τρυφερότητα μια φωτογραφία με την αγαπημένη του σύζυγο. Σε κατάσταση ακραίου συναισθηματισμού πλέον αρχίζει να φοβάται ότι η γυναίκα του θα πεθάνει στη γέννα και μαζί του το φοβόμαστε κι εμείς. Ώσπου ο σοβαρός γιατρός θα του αναγγείλει ότι όλα καλά, ότι ο διάδοχος γεννήθηκε και τότε ανακουφισμένος ο ήρωάς μας, σε μια τελική αφηγηματική στροφή, θα οικτίρει τον εαυτό του για τις ταλαιπωρίες του.

    Είναι εντυπωσιακή η ωριμότητα και η κοινωνική γνώση που επιδεικνύει η τότε 23χρονη μόλις Κάθρην Μάνσφηλντ. Μέσα σε λίγες αράδες σκιαγραφούνται καταστάσεις, δίνονται απρόσμενες μεταφορές, υπονοούνται πολλά και ποικίλα ανείπωτα, ενώ η οπτική γωνία μετατοπίζεται απρόσμενα. Η εσωτερικότητα κυριαρχεί αλλά βασίζεται στα αφηγηματικά επιφαινόμενα και αφήνει στον αναγνώστη την επιλογή να δώσει τις δικές του ερμηνείες. Οι άντρες αποτελούν συχνά τον στόχο της αλλά και οι συμβατικές ηρωίδες της βάλλονται ανελέητα. Ανήσυχη, ευφυής και κατεδαφιστική ως προς τις κυρίαρχες παραδοχές του βίου, δεν εμπίπτει ωστόσο σε ηθικοπλαστικά κηρύγματα. Κατανοεί και σχετικοποιεί με άλλα λόγια την κοινωνική ζωή, ειδικά υπό το φως του Μεγάλου Πολέμου που θα την οδηγήσει στην αναζήτηση νέων εκφραστικών μορφών. Δεν είναι τυχαίο ότι η Βιρτζίνια Γουλφ είχε δηλώσει ότι ήταν η μόνη συγγραφέας που την γραφή της είχε ζηλέψει. Το δράμα πάντως είναι ότι υποφέροντας από φυματίωση και παρά τις διαρκείς μετακινήσεις με τον δεύτερο σύζυγό της σε φιλικότερες κλιματικές ζώνες, η Κάθρην Μάνσφηλντ θα πέθαινε στις αρχές του 1923. Πρόφτασε να μας παραδώσει πολλά  ακόμη εξαίρετα  διηγήματα ορισμένα από τα οποία συγκεντρώθηκαν σε συλλογές μετά θάνατον.


Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της. 

Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.
To τελευταίο του βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου