Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016

Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη



Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη«ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΥΛΗΣ Από τα 1770 έως τα 1836»
Το καλοκαίρι του 1836 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αφηγείται στον Γεώργιο Τερτσέτη επί δύο μήνες γεγονότα από τη ζωή και την δράση του στην επανάσταση. Τα απομνημονεύματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, είναι μια ανεκτίμητη πηγή της Εθνικής μας Ιστορίας, που φωτίζει γεγονότα της επαναστάσεως του 1821. Οι μάχες που έλαβε μέρος περιγράφονται με ακρίβεια, απλότητα και μετριοφροσύνη. Ο Κολοκοτρώνης δεν γνώριζε γράμματα και έτσι υπαγορεύει τα απομνημονεύματά του στον Γεώργιο Τερτσέτη ο οποίος συνήθιζε χαρακτηριστικά να του λέει: «Λες δεν ηξεύρεις γράμματα και πολλά ηξεύρεις. Τα λόγια είναι γράμματα! Μίλειε κι εγώ γράφω!». Οι δυο άνδρες είχαν συνδεθεί κατά τη διάρκεια της γνωστής δίκης το 1834, όταν η Βαυαρική αντιβασιλεία θέλησε για πολιτικούς λόγους να καταδικάσει σε θάνατο τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και ο Τερτσέτης που ήταν ένας από τους δικαστές, αρνήθηκε να υπογράψει τη θανατική του καταδίκη. Το βιβλίο εκδόθηκε με τίτλο «ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΥΛΗΣ Από τα 1770 έως τα 1836″ αλλά πλέον το αναφέρουμε ως «Τα απομνημονεύματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη».

Η προκήρυξη του Αλ. Υψηλάντη, 24/02/1821



ΜΑΧΟΥ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ

Η ώρα ήλθεν, ω Άνδρες Έλληνες! Πρό πολλού οι λαοί της Ευρώπης, πολεμούντες υπέρ των ιδίων Δικαιωμάτων και ελευθερίας αυτών, μας επροσκάλουν εις μίμησιν, αυτοί, καίτοι οπωσούν ελεύθεροι, επροσπάθησαν όλαις δυνάμεσι να αυξήσωσι την ελευθερίαν, και δι’ αυτής πάσαν αυτών την Ευδαιμονίαν.
 Οι αδελφοί μας και φίλοι είναι πανταχού έτοιμοι, οι Σέρβοι, οι Σουλιώται, και όλη η Ηπειρος, οπλοφορούντες μας περιμένωσιν· ας ενωθώμεν λοιπόν με Ενθουσιασμόν! η Πατρίς μάς προσκαλεί!
 Η Ευρώπη, προσηλώνουσα τους οφθαλμούς της εις ημάς, απορεί διά την ακινησίαν μας, ας αντηχήσωσι λοιπόν όλα τα Όρη τής Ελλάδος από τον Ήχον τής πολεμικής μας Σάλπιγγος, και αι κοιλάδες από την τρομεράν κλαγγήν των Αρμάτων μας. Η Ευρώπη θέλει θαυμάση τας ανδραγαθίας μας, οι δε τύραννοι ημών τρέμοντες και ωχροί θέλουσι φύγει απ’ έμπροσθέν μας.
 Οι φωτισμένοι λαοί της Ευρώπης ενασχολούνται εις την αποκατάστασιν της ιδίας ευδαιμονίας· και πλήρεις ευγνωμοσύνης διά τας προς αυτούς των Προπατόρων μας ευεργεσίας, επιθυμούσι την ελευθερίαν της Ελλάδος.
 Ημείς, φαινόμενοι άξιοι της προπατορικής αρετής και του παρόντος αιώνος, είμεθα Εύελπεις, να επιτύχωμεν την υπεράσπισιν αυτών και βοήθειαν· πολλοί εκ τούτων φιλελεύθεροι θέλουσιν έλθη, διά να συναγωνισθώσι με ημάς. Κινηθήτε, ω φίλοι, και θέλετε ιδή μίαν Κραταιάν δύναμιν να υπερασπισθή τα δίκαιά μας! Θέλετε ιδή και εξ αυτών των εχθρών μας πολλούς, οίτινες, παρακινούμενοι από την δικαίαν μας αιτίαν, να στρέψωσι τα Νώτα προς τον εχθρόν και να ενωθώσι με ημάς· ας παρρησιασθώσι με ειλικρινές φρόνημα, η Πατρίς θέλει τους εγκολπωθή! Ποίος λοιπόν εμποδίζει τους ανδρικούς σας Βραχίονας; ο άνανδρος εχθρός μας είναι ασθενής και αδύνατος. Οι στρατηγοί μας έμπειροι και όλοι οι ομογενείς γέμουσιν ενθουσιασμού! ενωθήτε λοιπόν, ω ανδρείοι και μεγαλόψυχοι Έλληνες! ας σχηματισθώσι φάλαγκες εθνικαί, ας εμφανισθώσι Πατριωτικαί λεγεώνες, και θέλετε ιδή τους παλαιούς εκείνους Κολοσσούς του δεσποτισμού να πέσωσιν εξ ιδίων, απέναντι των θριαμβευτικών μας Σημαίων! Εις την φωνήν της Σάλπιγκός μας όλα τα παράλια του Ιωνίου και Αιγέου πελάγους θέλουσιν αντηχήση· τα Ελληνικά πλοία, τα οποία εν καιρώ ειρήνης ήξεραν να εμπορεύωνται, και να πολεμώσι, θέλουσι σπείρη εις όλους τους λιμένας του τυράννου με το πυρ και την μάχαιραν, την φρίκην και τον θάνατον...
 Ποία ελληνική ψυχή θέλει αδιαφορήση εις την πρόσκλησιν της Πατρίδος; Εις την Ρώμην ένας του Καίσαρος φίλος σείων την αιματομένην χλαμύδα του τυράννου εγείρει τον λαόν. Tι θέλετε κάμη Σεις ω Έλληνες, προς τους οποίους η Πατρίς γυμνή δεικνύει μεν τας πληγάς της και με διακεκομμένην φωνήν επικαλείται την βοήθειαν των τέκνων της; Η θεία πρόνοια, ω φίλοι Συμπατριώται, ευσπλαγχνισθείσα πλέον τας δυστυχίας μας ηυδόκησεν ούτω τα πράγματα, ώστε με μικρόν κόπον θέλομεν απολαύση με την ελευθερίαν πάσαν ευδαιμονίαν. Αν λοιπόν από αξιόμεμπον αβελτηρίαν αδιαφορήσωμεν, ο τύραννος γενόμενος αγριώτερος θέλει πολλαπλασιάση τα δεινά μας, και θέλομεν καταντήση διά παντός το δυστυχέστερον πάντων των εθνών.
 Στρέψατε τους οφθαλμούς σας, ω Συμπατριώται, και ίδετε την ελεεινήν μας κατάστασιν! ίδετε εδώ τους Ναούς καταπατημένους! εκεί τα τέκνα μας αρπαζόμενα διά χρήσιν αναιδεστάτην της αναιδούς φιληδονίας των βαρβάρων τυράννων μας! τους οίκους μας γεγυμνωμένους, τον αγρούς μας λεηλατισμένους και ημάς αυτούς ελεεινά ανδράποδα!
 Είναι καιρός να αποτινάξωμεν τον αφόρητον τούτον Ζυγόν, να ελευθερώσωμεν την Πατρίδα, να κρημνίσωμεν από τα νέφη την ημισέληνον να υψώσωμεν το σημείον, δι’ ου πάντοτε νικώμεν! λέγω τον Σταυρόν, και ούτω να εκδικήσωμεν την Πατρίδα, και την Ορθόδοξον ημών Πίστιν από την ασεβή των ασεβών Καταφρόνησιν.
 Μεταξύ ημών ευγενέστερος είναι, όστις ανδρειοτέρως υπερασπισθή τα δίκαια της Πατρίδος, και ωφελιμοτέρως την δουλεύση. Το έθνος συναθροιζόμενον θέλει εκλέξη τους Δημογέροντάς του, και εις την ύψιστον ταύτην Βουλήν θέλουσιν υπείκει όλαι μας αι πράξεις...
 Ας κινηθώμεν λοιπόν μέ εν κοινόν φρόνιμα, oι πλούσιοι ας καταβάλωσιν μέρος της ιδίας περιουσίας, oι ιερoί ποιμένες ας εμψυχώσωσι τον λαόν με το ίδιόν των παράδειγμα, και oι πεπαιδευμένοι ας συμβουλεύσωσιν τα ωφέλιμα. Oι δε εν ξέναις αυλαίς υπουργούντες στρατιωτικοί και πολιτικοί ομογενείς, αποδίδοντες τας ευχαριστίας εις ην έκαστος υπουργεί δύναμιν, ας ορμήσωσιν όλοι εις το ανοιγόμενον ήδη μέγα και λαμπρόν στάδιον, και ας συνεισφέρωσιν εις την πατρίδα τον χρεωστούμενον φόρον, και ως γενναίoι ας ενοπλισθώμεν όλοι άνευ αναβολής καιρού με το ακαταμάχητον όπλον της ανδρείας και υπόσχομαι εντός ολίγου την νίκην και μετ' αυτήν παν αγαθόν. Πoίoι μισθωτοί και χαύνοι δούλοι τολμούν να αντιπαραταχθώσιν απέναντι λαού, πολεμούντος υπέρ της ιδίας ανεξαρτησίας; Μάρτυρες oι Ηρωικοί αγώνες των προπατόρων μας· Μάρτυς η lσπανία, ήτις πρώτη και μόνη κατετρόπωσε τας αηττήτους φάλαγκας ενός τυράννου.
 Με την Ένωσιν, ω Συμπολίται, με το προς την ιεράν Θρησκείαν Σέβας, με την προς τους Νόμους και τους Στρατηγούς υποταγήν, με την ευτολμίαν και σταθηρότητα, η νίκη μας είναι βεβαία και αναπόφευκτος, αυτή θέλει στεφανώση μέ δάφνας αειθαλείς τους Ηρωικούς αγώνας μας, αυτή με χαρακτήρας ανεξαλείπτους θέλει χαράξη τα ονόματα ημών εις τον ναόν της αθανασίας, διά το παράδειγμα των επερχομένων γενεών. Η Πατρίς θέλει ανταμείψη τα ευπειθή και γνήσιά της τέκνα με τα βραβεία της δόξης και τιμής· τα δε απειθή και κωφεύοντα εις την τωρινήν της πρόσκλησιν, θέλει αποκηρύξη ως νόθα και Ασιανά σπέρματα, και θέλει παραδώση τα ονόματά των, ως άλλων προδότων, εις τον αναθεματισμόν και κατάραν των μεταγενεστέρων.
Ας καλέσωμεν λοιπόν εκ νέου, ω Ανδρείοι και μεγαλόψυχοι Έλληνες, την ελευθερίαν εις την κλασικήν γην της Ελλάδος! Ας συγκροτήσωμεν μάχην μεταξύ του Μαραθώνος και των Θερμοπυλών! Ας πολεμήσωμεν εις τους τάφους των Πατέρων μας, οι οποίοι, διά να μάς αφήσωσιν ελευθέρους, επολέμησαν και απέθανον εκεί! Το αίμα των τυράννων είναι δεκτόν εις την σκιάν τον Επαμεινώνδου Θηβαίου, και του Αθηναίου Θρασυβούλου, οίτινες κατετρόπωσαν τους τριάκοντα τυράννους, εις εκείνας του Αρμοδίου και Αριστογείτωνος, οι οποίοι συνέτριψαν τον Πεισιστρατικόν ζυγόν, εις εκείνην του Τιμολέοντος, όστις απεκατέστησε την ελευθερίαν εις την Κόρινθον και τας Συρακούσας, μάλιστα εις εκείνας τον Μιλτιάδου και Θεμιστοκλέους, του Λεωνίδου και των τριακοσίων, οίτινες κατέκοψαν τοσάκις τους αναριθμήτους στρατούς των βαρβάρων Περσών, των οποίων τους βαρβαροτέρους και ανανδροτέρους απογόνους πρόκειται εις ημάς σήμερον, με πολλά μικρόν κόπον, να εξαφανίσωμεν εξ ολοκλήρου.
 Εις τα όπλα λοιπόν φίλοι η Πατρίς Μάς Προσκαλεί!
Αλέξανδρος Υψηλάντης
Την 24ην Φεβρεαρίου 1821 Εις το γενικόν στρατόπεδον του Ιασίου


"ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ"


Μετάφραση: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Φιλολογική επιμέλεια: Λαμπρινή Τριανταφυλλοπούλου
Συνεπιμελητές: 'Αγγελος Μαντάς, Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος
Εισαγωγή: Αγλαΐα Κάσδαγλη, Πρόλογος: Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος
Αθήνα 2015, σσ. Τόμος Α΄: 499 με 8 α/μ εικόνες και 1 αναδιπλούμενο χάρτη, Τόμος Β΄: 541 με 5 α/μ εικόνες, Τόμος Γ΄: 577 με 2 εικόνες

Η "ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ" του Βρετανού φιλέλληνα Τόμας Γκόρντον (1788-1841) συγκαταλέγεται στα πρωιμότερα έργα που γράφτηκαν για την Ελληνική Επανάσταση και από την αρχή θεωρήθηκε ένα από τα σοβαρότερα και εγκυρότερα. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης τον Νοέμβριο του 1903 γράφει στον Γιάννη Βλαχογιάννη για το βιβλίο του Γόρδωνα «Το έργον είνε σπουδαίον και το επόνεσα». Και η μετάφραση του έργου είναι επίσης σπουδαία. Όπως σημειώνει στον πρόλογό του ο Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος: «Παρά τα βάσανά του, ο Παπαδιαμάντης μεταφράζει στοργικά τον Γόρδωνα. Και μολονότι η καθαρεύουσά του είναι εδώ επισημότερη, δεν βρισκόμαστε μακριά από το θαυμαστό γλωσσικό αμάλγαμα των διηγημάτων του».

Περιγραφή:
Το βιβλίο αυτό του Βρετανού φιλέλληνα Τόμας Γκόρντον (1788-1841) συγκαταλέγεται στα πρωιμότερα έργα που γράφτηκαν για την Ελληνική Επανάσταση και από την αρχή θεωρήθηκε ένα από τα σοβαρότερα και εγκυρότερα. Σημαντική είναι άλλωστε η επίδραση που άσκησε στις πολύ γνωστές σήμερα ιστορίες του Τζορτζ Φίνλεϋ και του Σπυρίδωνος Τρικούπη. Γόνος πλούσιας σκοτσέζικης οικογένειας, ο Τόμας Γκόρντον (Θωμάς Γόρδων επί το ελληνικότερον) σπούδασε στο Ήτον και στην Οξφόρδη. Η κλασική παιδεία του εξηγεί ως ένα βαθμό τον ενθουσιασμό του για την Ελλάδα και την ανάμειξή του στις ελληνικές υποθέσεις. Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου για την ανεξαρτησία της Ελλάδας ο Γκόρντον πρόσφερε την αμέριστη υλική και ηθική συμπαράστασή του στον αγώνα των Ελλήνων, κυρίως από τη Σκοτία. Και για δύο μάλλον σύντομα χρονικά διαστήματα συμμετείχε ενεργά σε αυτόν τον αγώνα: πρώτα στις αρχές της Επανάστασης, οπότε πολέμησε υπό τον Δημήτριο Υψηλάντη και έλαβε μέρος στην πολιορκία της Τριπολιτσάς, και κατόπιν το 1826-1827. Αυτή η δεύτερη και πιο μακρόχρονη περίοδος της άμεσης συμμετοχής του συνέπεσε με τους καταστροφικούς εμφυλίους πολέμους και την εισβολή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Στην περίπτωση αυτή, ειδική αποστολή του Γκόρντον ήταν να φέρει στους Έλληνες το τελευταίο ποσόν του δευτέρου αγγλικού δανείου, διατηρώντας απόλυτο έλεγχο της διαχείρισής του. Μεταξύ άλλων, επιχείρησε να αναδιοργανώσει μαζί με τον Φαβιέρο τον τακτικό στρατό και ηγήθηκε (ως την παραίτησή του) της αποτυχημένης εκστρατείας του Φαλήρου. Μετά τη λήξη των πολεμικών επιχειρήσεων και ως τον θάνατό του, η ζωή του Γκόρντον μοιράστηκε μεταξύ των δύο τόσο διαφορετικών τόπων που είχε αγαπήσει: της Σκοτίας και της Ελλάδας. «Το έργον είνε σπουδαίον και το επόνεσα», έγραφε τον Νοέμβριο του 1903 ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στον Γιάννη Βλαχογιάννη για το βιβλίο του Γόρδωνα. Και η μετάφραση του έργου είναι επίσης σπουδαία. Όπως σημειώνει στον πρόλογό του ο Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος: «Παρά τα βάσανά του, ο Παπαδιαμάντης μεταφράζει στοργικά τον Γόρδωνα. Και μολονότι η καθαρεύουσά του είναι εδώ επισημότερη, δεν βρισκόμαστε μακριά από το θαυμαστό γλωσσικό αμάλγαμα των διηγημάτων του».

Η ελληνική γλώσσα ως σημαία


Εάν δεν είχε γίνει η επανάσταση του '21 θα έπρεπε να την εφεύρουμε καθώς ο σύγχρονος "μύθος" της ελληνικής επανάστασης ένωσε τον κατακερματισμένο ελληνισμό με τις πολλές διαλέκτους και παραδόσεις κάτω από την λέξη έθνος και του έδωσε ένα σύγχρονο κράτος. Εάν όσοι κλήθηκαν να το κυβερνήσουν το ναυάγησαν αυτό είναι θέμα άλλης συζήτησης.

 Ο Έλληνας αποκτάει ένα χωρικό προσδιορισμό, σημείο αναφοράς. Η συρρίκνωση του ελληνισμού στον χώρο δεν επετεύχθη παρά με την εσωστρέφεια όλων των κυβερνώντων. 

Ωστόσο, υπήρχαν και υπάρχουν ελληνικές κοινότητες που αγωνίζονται να διατηρήσουν την ελληνικότητά τους βιώνοντάς την ως ταυτότητα και συνείδηση. Τα έθιμα είναι ένας τρόπος διατήρησης της συνέχειας ακόμη κι αν αυτά δεν ταυτοποιούνται απόλυτα με την αρχική σύλληψη και αποστολή τους.

 Η γλώσσα κιβωτός μνήμης συνεχίζει το ταξίδι της στον χρόνο. Οι παραδόσεις είναι σπαρμένες μέσα στην ελληνική φύση όπως και η Ιστορία. Εάν η Ιστορία είναι γεγονότα αυτά χαράκτηκαν στους βράχους και τα ποτάμια στα στενά περάσματα και ακρογιάλια της ελληνικής γης, της τωρινής και της αλλοτινής. 

Εάν ξεχάσαμε να μιλήσουμε γα ήρωες κι αν οι ήρωες έγιναν φαντάσματα που στοιχειώνουν ποιήματα ξεχασμένων ποιητών ή γεφύρια που γκρεμίζονται, υπήρξαν. 

Το μέλλον αξιώνει χώρο κι ο χώρος μας λιγοστός σε μια ακρούλα δίπλα στο Αιγαίο αλλά ο Έλληνας είναι πια μια ιδέα. Μια ιδέα που σαρκώθηκε και ανάστησε πολλούς πολιτισμούς και θα αναστήσει κι άλλους. 

Η Ελλάδα θα μείνει όπως ο Παρθενώνας. Ίσως αυτό να είναι η συμβολή της. Να βάζει το υλικό για να πλάθονται νέες αξίες. Η βάση κάθε νέου πολιτισμού θα είναι πάντοτε η Ελλάδα και οι μύθοι της παλαιοί και νέοι θα δείχνουν τον δρόμο σε όσους ονειρεύονται το άπιαστο, όσους κοιτάζουν τον κόσμο από ψηλά και όχι γονατισμένοι. 

Η γλώσσα θα κυματίζει ακόμη κι όταν θα υποσταλεί η σημαία.

Νότα Χρυσίνα

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

"Ο άντρας μου είναι ένας ήσυχος άνθρωπος" του ΔΙΟΝΥΣΗ ΜΑΡΙΝΟΥ



επιμέλεια Νότα Χρυσίνα*


Vincent Willem van Gogh

Ο άντρας μου είναι ένας ήσυχος άνθρωπος.
Δεν ακούς την ανάσα του. Το σούρσιμο που κάνουν οι παντόφλες του στο παρκέ είναι πάντα ανεπαίσθητο, το τσάκισμα της εφημερίδας καθώς διαβάζει, άηχο και δίχως παλμό. Ποτέ δεν ξέρεις αν έχει φύγει ή μόλις ήρθε. Κάτι πάνω του είναι από καιρό σε ανακαίνιση που δεν τέλειωσε. Του βάζω να φάει και δεν ρωτάει τι είναι. Κι όμως, δεν αφήνει ούτε μπουκιά στο πιάτο. Έχει πάντα ένα τσιγάρο αναμμένο, αλλά ποτέ δεν τον έχω δει να καπνίζει. Οι στάχτες στο τασάκι τον κοιτάζουν. Με τα παιδιά δεν έχει πρόβλημα: τα διαβάζει ανελλιπώς τα σαββατοκύριακα, αλλά αν τον ρωτήσω τι τάξη πάνε δεν θα ξέρει να μου πει. Τα βγάζει και βόλτα. Από μνήμης έχει κρατήσει αυτό που του είπα κάποτε: έχουν μεγαλώσει πια, μην τα πας άλλο στις κούνιες γιατί βαριούνται. Φίλους δεν έχει, ούτε χόμπι. Κάθεται στον καναπέ και βλέπει τηλεόραση με τις ώρες. Όμως ούτε κι εκεί είναι παρών. Θα βρέξει αύριο, τι λέει; Δεν ξέρει. Θα έχουν απεργία τα λεωφορεία; Ανασηκώνεται έντρομος λες και του είπα τη χειρότερη είδηση του κόσμου. Τα μάτια του γεμίζουν με κάτι μεταλλικό, το άσπρο χάνεται. Λες; Πώς θα πάω στη δουλειά; Είναι ένας δικός του παραλογισμός χωρίς έρεισμα. Δεν έχει λείψει ποτέ από τη δουλειά του. Είναι άνθρωπος του καθήκοντος. Την επόμενη του γάμου μας με παράτησε σύξυλη στο κρεβάτι να τον περιμένω να γυρίσει από το γραφείο το βράδυ. Ταξίδι του μέλιτος δεν πήγαμε. Αγοράσαμε καρτ ποστάλ με τον Πύργο του Άιφελ. Ήταν καλά. Είχε ήλιο και τα δέντρα ήταν ανθισμένα και είχε φώτα, πολλά φώτα.
Ναι, ο άντρας μου είναι τόσο ήσυχος σαν τα λουλούδια που έχουμε στο μπαλκόνι. Τα πότιζα κάθε μέρα, στο τέλος σάπισαν, τα άφησα έτσι. Με τον καιρό προσαρμόστηκα. Φτιάχνω πατάτες στο φούρνο κι όταν τα παιδιά γυρνούν από το σχολείο με ρωτούν τι φαγητό έχουμε. Μακαρόνια τους λέω. Νομίζουν πως τα κοροϊδεύω. Στο κρεβάτι δεν φωνάζω. Πνίγομαι στα σάλια μου. Δεν ακούγεται τίποτα. Ούτε το σώμα του όταν πέφτει στο δικό του. Ίσως γιατί δεν πέφτει. Υπάρχει ένα ξέψυχο μένος, κάτι που δεν λέει να βγει και σκαλώνει.
Έχουμε μια κανονική οικογένεια. Όταν με ρωτούν αυτό λέω, αλλά δεν ξέρω τι σημαίνει. Το άκουσα που το έλεγε μια ηθοποιός στην τηλεόραση και αποφάσισα να λέω το ίδιο. Σε γλυτώνει από παραπάνω ερωτήσεις. Τι να άλλο να πεις σε έναν κανονικό άνθρωπο; 
Εκείνη την ημέρα, όμως, φοβήθηκα πολύ.
Πηγαίναμε όλοι μαζί βόλτα με το αυτοκίνητο. Δεν το κάνουμε συχνά, δεν ξέρω τι μας έπιασε και ποιος μας ανάγκασε να το κάνουμε. Ο άνδρας μου άρχισε να τρέχει – ποτέ δεν έτρεχε με το αυτοκίνητο. Μια απόσταση δέκα χιλιομέτρων μπορεί να την κάνει και σε τέταρτο. Ποιος ο λόγος να βιάζεται κανείς, λέει. Ποιος ο λόγος να φτάσει, λέω εγώ. Εκείνη την ημέρα όμως το πόδι του ήταν καρφωμένο στο γκάζι. Δύο φορές περάσαμε με κόκκινο, προσπερνούσε το ένα αυτοκίνητο μετά το άλλο, έκανε ελιγμούς,  έστριψε σε λάθος δρόμο, πήγε να πατήσει μια γάτα, έβρισε έναν παππού που οδηγούσε με το πάσο του, άνοιξε το ραδιόφωνο και το έκλεισε και το άνοιξε ξανά. Σε έναν σταθμό που δεν έπιανε και έκανε ένα εκνευριστικό ήχο με παράσιτα.
Τα παιδιά τρόμαξαν, εγώ άρχισα να πνίγομαι κι εκείνος έτρεχε, έτρεχε. Όταν φτάσαμε ήταν σε ένα παραλιακό κέντρο. Η θάλασσα σκοτεινή, ο ήλιος κρυμμένος. Είχαμε βγει για φαγητό. Μας το θύμισε η μικρή μας κόρη. Τα χείλια της ήταν άσπρα από τον τρόμο. Παραγγείλαμε, αλλά δεν φάγαμε τίποτα. Πληρώσαμε μετά από μισή ώρα και φύγαμε. Στην επιστροφή δεν μίλησε κανείς. Οδηγούσε όπως πάντα. Είχαμε μια κανονική ταχύτητα και μια κανονική σιωπή και ήταν δικά μας όλα.
Από εκείνη την ημέρα κάτι άλλαξε. Δεν ξέρω τι ακριβώς, δεν μπορώ να καταλάβω. Το πάτωμα στο σπίτι ηχεί κούφιο, οι τοίχοι είναι μαλακοί, τους πιάνω και μου μένουν σοβάδες στα χέρια. Τα έπιπλα μαζεύουν περισσότερη σκόνη. Τα περνάω με πανί και σε μια ώρα είναι σαν να μην τα καθάρισα ποτέ. Τους αλλάζω θέση πού και πού για να μην βαριούνται σαν κι εμάς. Εκείνος δεν μιλάει στα παιδιά, ούτε τα διαβάζει τα σαββατοκύριακα. Δεν κάνουμε έρωτα, πολλές φορές τον βρίσκω να κοιμάται στον καναπέ και τον αφήνω εκεί. Του βάζω στο πλάι ένα ποτήρι νερό, μην πνιγεί τη νύχτα, και του κλείνω τα φώτα. Το πρωί τα βρίσκω ανοιχτά. Δεν τα κλείνω. Υπάρχουν φορές που βυθίζεται με τις ώρες στον καναπέ, αλλά η τηλεόραση είναι κλειστή. Έχει μπροστά του την εφημερίδα• είναι ανοιγμένη στις αθλητικές σελίδες. Ο άνδρας μου δεν έχει κανένα ενδιαφέρον για το ποδόσφαιρο. Δεν έχει καν αγαπημένη ομάδα. Του κλέβω λέξεις, φράσεις, νοήματα με τα μάτια. Σήμερα έδιωξαν άλλους δύο στη δουλειά, ο ένας είχε προχωρημένο καρκίνο, ήρθαν τα κοινόχρηστα, αυτό το κρέας που αγόρασες ήταν σκληρό δεν τρώγεται, αλλά βάλε μου λίγο ακόμη.
Μετά πέφτει να κοιμηθεί και είναι σαν να παλεύει με κάτι αόριστο, σαν να τρέχει, αλλά μόνος του. Το πόδι του παίζει κάτω από τα σκεπάσματα. Κάτι πατάει, κάτι θέλει να σπρώξει να πάει πιο γρήγορα. Είναι κάτι που του έχει μείνει και στον ξύπνιο του. Εκεί που κάθεται ήσυχα βλέπεις το ένα πόδι του να τινάζεται δίχως ρυθμό. Πάνω, κάτω, πάνω, κάτω, πάνω, κάτω, πάνω, κάτω, πάνω, κάτω. Θεέ μου, είναι τρελό. Είναι ολότελα τρελό όλο αυτό το πράγμα και δεν σταματάω να το κοιτάζω κι εκείνο δεν σταματάει να πηγαίνει πάνω κάτω. Τον έπεισα να πάει σε νευρολόγο. Έκανε όλες τις εξετάσεις. Δεν του βρήκαν τίποτα. Καρδιά μικρού παιδιού, επίπεδα σακχάρου κανονικά, τα νεύρα του είναι βούτυρο. Κι όμως, το πόδι δεν σταματάει με τίποτα. Πάνω, κάτω, πάνω, κάτω, πάνω, κάτω. Πώς κάνει ο μπαμπάς; Να έτσι, λένε τα παιδιά πίσω από την πλάτη του. Τον κοροϊδεύουν, αλλά κανένα δεν γελάει με το αστείο. Συνεχίζουν να το κάνουν.
Το κάνει και τώρα. Ακούω τα σκεπάσματα στο κρεβάτι μας που τρίζουν. Κάτι υπάρχει σε αυτό το πόδι, κάτι υπάρχει.

Μαζεύω τα πιάτα από το τραπέζι, μοιάζουν με άδεια μάτια• λερωμένα. Τα πλένω και πάλι το ίδιο: με κοιτάζουν με εκείνες τις παγωμένες κόρες τους• καθαρά αυτή τη φορά. Βγαίνω στο σαλόνι να τον ακούσω,  να βεβαιωθώ ότι είναι καλά, ότι είναι κανονικά. Στο υπνοδωμάτιο δεν θέλω να μπω ακόμη, φοβάμαι. Επιστρέφω στην κουζίνα. Βάζω τα πιάτα στη θέση τους και φοβάμαι περισσότερο. Κάτι θα πέσει, θα διαλυθεί, θα γίνει θρύψαλα και μετά κάτι άλλο και κάτι άλλο. Και θα συνεχίσει να πέφτει. Όταν ξάπλωσα δίπλα του, περασμένες δώδεκα, ήταν πλέον πολύ αργά για τα πάντα. Το άλλο πρωί μου είπε πως αποφάσισε να πουλήσει το αμάξι. Δεν μας χρειάζεται, είναι επιπλέον έξοδο, μου εξήγησε, και το μετρό είναι μια χαρά. Να, το πόδι του πάλι έπαιξε. Την ώρα που έπινε καφέ και μου έλεγε για το αυτοκίνητο. Είσαι σίγουρος, αυτό το αυτοκίνητο ήταν το όνειρό σου γιατί να το σκοτώσεις τώρα που κανένας δεν αγοράζει τίποτα; Το πόδι, εκεί, να δίνει το ρυθμό. Το έκρυψε κάτω από το τραπέζι να μην το βλέπω. Ούτε κι εκείνος. Κάτι συμβαίνει εκεί που δεν βλέπουμε. Ντύθηκε γρήγορα γρήγορα, να προλάβω το λεωφορείο, μου είπε, να συνηθίσω τις διαδρομές. Δηλαδή το έχεις αποφασίσει; Ναι. Χωρίς να μας ρωτήσεις; Καλύτερα έτσι. Και τα παιδιά; Θα μάθουν να πηγαίνουν με τη συγκοινωνία όπως όλοι. Κι εμείς; Το ίδιο. Τον περίμενα να φύγει με το ασανσέρ. Κοιτούσε τα παπούτσια του, κοιτούσα τα χέρια μου. Του είπα ότι το μεσημέρι θα έφτιαχνα μακαρόνια. Έφτιαξα πατάτες στο φούρνο. 


Ο Διονύσης Μαρίνος γεννήθηκε στις 15 Αυγούστου 1971 στην Αθήνα, πόλη στην οποία συνεχίζει και διαμένει. Είναι παντρεμένος, έχει ένα παιδί και τα τελευταία 15 χρόνια εργάζεται ως δημοσιογράφος. Εδώ και έξι χρόνια εργάζεται ως αρχισυντάκτης στην καθημερινή αθλητική εφημερίδα "Goalnews" και είναι παραγωγός του αθλητικού ραδιοφώνου "Sentra 103,3". Κατά περιόδους έχει εργαστεί σε τηλεοπτικούς σταθμούς, περιοδικά και γραφεία Τύπου.

Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2014)Αναμνέζα, Γαβριηλίδης
(2014)Ουρανός κάτω, Πάπυρος Εκδοτικός Οργανισμός
(2012)Τελευταία πόλη, Γαβριηλίδης
(2011)Χαμένα κορμιά, Τετράγωνο
 
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2015)Μονόλογοι συγγραφέων, Vakxikon.gr
(2015)Μονόλογοι συγγραφέων, Vakxikon.gr
(2014)Via dolorosa, Vakxikon.gr
(2013)Via dolorosa, Vakxikon.gr
(2013)Έγκλημα στο χωριό, OpenBook.gr
(2013)Ιστορίες διαδικτύου, Τα πρώτα 20 διηγήματα του 2011, Artspot
(2011)Διαγωνισμός "Λόγω Τέχνης", Artspot
(2011)Θεσσαλονίκη 2012: Διαγωνισμός διηγήματος, Ιανός
(2009)19 νέα βήματα, Ελευθερουδάκης
(2009)Αποκάλυψη, Ανατολικός
-----------------------------

* Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια, πολιτισμολόγος.

Παναγιώτης Κονδύλης, «Οι αιτίες της παρακμής τής σύγχρονης Ελλάδας»




Παναγιώτης Κονδύλης, «Οι αιτίες της παρακμής τής σύγχρονης Ελλάδας»
Εκδότης: Θεμέλιο, 2011. 72 σελίδες.
Η περίληψη που ακολουθεί έγινε απο την Αγγελική Παρίση.
Οι αριθμοί αφορούν τη σχετική σελίδα τού βιβλίου.

11. Ο νόθος αστισμός
Στην Ελλάδα δεν υπήρξε αστική τάξη ανάλογη με εκείνη της Δυτικής Ευρώπης. Ούτε δημιουργήθηκε γηγενής και αυτοτελής αστικός πολιτισμός.
12-13. Αστική τάξη σημαίνει «εύποροι πολίτες», «πλουτοκράτες», «νοικοκυραίοι», άρα υπέρ της καπιταλιστικής οικονομίας και κατά του σοσιαλισμού.
13. Όμως στην Ελλάδα οι πλούσιοι μπορούν κάλλιστα να προέρχονται από κοινωνικές ομάδες που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν αστικές, ούτε χρησιμοποιούν για να πλουτίσουν «αμιγώς» καπιταλιστικές μεθόδους. 
14. Στην Ελλάδα ο όρος «αστική τάξη» έχει συνήθως αρνητική έννοια ως μεγάλος αντίπαλος της ανερχόμενης εργατικής τάξης, ενώ στην δυτική και κεντρική Ευρώπη ο αστός προτού συγκρουστεί με τον εργάτη, ήταν ο κύριος αντίπαλος της αριστοκρατίας και της κληρικοκρατίας.
16. Η εισαγωγή στοιχείων της νεοελληνικής ιδεολογίας από την Ευρώπη έγινε όπως η εισαγωγή αγαθών, παραγωγικών μεθόδων, νομικών και πολιτικών θεσμών. Για αστική τάξη έκαναν λόγο οι αριστεροί ή οι φιλελεύθεροι εκσυγχρονιστές και όχι οι ελληνοκεντρικοί, οι οποίοι προτιμούσαν να υποβιβάζουν τις ταξικές διακρίσεις προκειμένου να διατηρείται ενιαίο και ακέραιο το όραμα του Ελληνισμού.
18-19. Στην Ελλάδα δεν διαμορφώθηκε ούτε αστική τάξη με τα χαρακτηριστικά εκείνα που έσπασαν τις πατριαρχικές σχέσεις και την πατριαρχική παρουσία, και οδήγησαν στην κυριαρχία της απρόσωπης διαμόρφωσης των εργασιακών σχέσεων στη βάση της προσφοράς και της ζήτησης, στην συσσωρευτική πρόθεση με την καπιταλιστική έννοια, αλλά ούτε και αστικός πολιτισμός.
19. Οι πατριαρχικές σχέσεις είναι πολύ ισχυρές και δεν διασπάστηκαν (παροχή υπακοής με αντιπαροχή ορισμένη προστασία).
21. Αυτό ερμηνεύεται από την ανυπαρξία στις τουρκοκρατούμενες περιοχές φεουδαλισμού δυτικοευρωπαϊκού τύπου, η οποία συνετέλεσε στην απουσία αστικής τάξης, διότι εφόσον αυτός έλειπε, δεν μπορούσε φυσικά να ανακύψει ούτε και η άρνησή του (δεν δημιουργήθηκε αστική τάξη σαν αντίπαλο δέος στην φεουδαρχία).
22. Ο αναπτυσσόμενος καπιταλισμός σε διεθνές επίπεδο εξώθησε μικρές ομάδες της πατριαρχικής τουρκοκρατούμενης κοινωνίας να ενταχθούν στο διεθνές καπιταλιστικό κύκλωμα με εμπορικές και εφοπλιστικές δραστηριότητες. Μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους αρκετοί φορείς οικονομικής ανόδου στο εσωτερικό της χώρας παρέμειναν ουσιαστικά στο πατριαρχικό πλαίσιο εργασιακής οργάνωσης και νοοτροπίας. Το γεγονός αυτό έκανε δυνατή την πολιτική και κοινωνική τους συνύπαρξη με άλλες ομάδες που έπαιζαν ακόμη πιο παραδοσιακούς ρόλους (τοπικούς προύχοντες, πρώην ηγέτες των άτακτων στρατευμάτων του Αγώνα κλπ.).
23. Η συνύπαρξη αυτή είχε και συγκρούσεις που αφορούσαν την ανακατανομή της πολιτικής ισχύος και του εθνικού πλούτου. Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα η Ελλάδα βρέθηκε στο επίκεντρο διεθνών ανακατατάξεων και ζυμώσεων λόγω του μεγάλου πολιτικού και οικονομικού ενδιαφέροντος των δυτικοευρωπαίων για την ευρύτερη περιοχή. Άτομα και ομάδες στις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού απέκτησαν αξιόλογη οικονομική ισχύ χάρη στην ταύτιση των συμφερόντων τους με τα συμφέροντα μεγάλων αγγλικών εταιρειών. Ευημερούσαν αλλά δεν μπορούσαν να παίξουν σημαντικούς ρόλους καινοτόμους ιστορικά και επιδόθηκαν κυρίως σε μεσιτικές και διαμετακομιστικές εργασίες.
24. Αντίστοιχα και στο έδαφος του ελληνικού κράτους η βιομηχανία και η παραγωγή αγαθών γενικότερα αναπτύχθηκε πολύ λιγότερο απ’ότι η ναυτιλία, το εμπόριο και το τραπεζικό σύστημα.

25. Το Κράτος και τα κόμματα
Η εισαγωγή της βασιλευομένης δημοκρατίας και της καθολικής ψηφοφορίας δεν προήλθε από εσωτερικές διεργασίες αλλά επιβλήθηκε από Δυτικές δυνάμεις σαν απάντηση στην ανυπακοή της κυβέρνησης του Όθωνα σε θέματα εξωτερικής πολιτικής.
26. Ο κοινοβουλευτισμός και η καθολική ψηφοφορία επιβλήθηκαν σε μια κοινωνία όπου κυριαρχούσαν οι πατριαρχικές σχέσεις και νοοτροπίες και προξένησαν μια κοινωνική κινητικότητα ίσως πιο έντονη απ’αυτήν που προξένησε το καπιταλιστικό σύστημα γιατί δημιουργήθηκαν ευκαιρίες πολιτικής και κοινωνικής σταδιοδρομίας και άνοιξε ο δρόμος από την ύπαιθρο προς την πόλη.
27. Τα κόμματα προσέφεραν κρατικές θέσεις για να προσελκύσουν ψηφοφόρους κι έτσι διογκώθηκε και γιγαντώθηκε το κράτος, πράγμα στο οποίο συνέβαλε και η καχεκτική κρατική οικονομία.
29. Στην Ελλάδα το κράτος εκποιήθηκε στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού από τα «πολιτικά τζάκια» με μεθόδους δεσμευτικές για όλες τις πολιτικές παρατάξεις ανεξαρτήτως ιδεολογίας. Οι πελατειακές σχέσεις που κυριαρχούν κάνουν προσχηματικές τις ιδεολογίες και εξηγούν την εύκολη αλλαγή κομματικής στέγης των πολιτικών και τη διόγκωση του κρατικού μηχανισμού για κομματικά οφέλη από όλα ανεξαρτήτως των κόμματα.
31. Η λεγόμενη ελληνική αστική τάξη διασπειρόταν σε διάφορα κόμματα, κυρίως στα δύο μεγαλύτερα και δεν ταυτίστηκε με την πολιτική διακυβέρνηση της χώρας, αν και η επιρροή της ήταν μεγαλύτερη από άλλων κοινωνικών στρωμάτων.
32. Στις αρχές του 20ου αιώνα στην πολιτική σκηνή δεν πρωταγωνιστούσαν οι αστοί, αλλά πολιτικοί με μικροαστική ή αγροτική προέλευση.
34. Το κράτος στην Ελλάδα αν και διογκώθηκε αριθμητικά δεν διαχωρίστηκε από την κοινωνία ώστε να της επιβληθεί ως φορέας οικονομικής ανάπτυξης και θεσμικού εκσυγχρονισμού. Έτσι, μια κοινωνία μάλλον αδρανής απομυζούσε τον κρατικό μηχανισμό.
35. Την απουσία αστικής τάξης θα μπορούσε να υποκαταστήσει ένα ισχυρό κράτος που θα είχε όμως και χαρακτηριστικά μιας ισχυρής πεφωτισμένης δεσποτείας, σαν αυτή που επιχείρησε να δημιουργήσει ο Καποδίστριας. Ο γηγενής κοινοβουλευτισμός ήταν όργανο ιμπεριαλιστικής επιρροής και αγωγός παραδοσιακών πατριαρχικών δυνάμεων που ήταν αντίθετες στον εκσυγχρονισμό της χώρας. Οι υπέρμαχοι του Συντάγματος στη μετεπαναστατική Ελλάδα ήταν από τους κύκλους των τοπικών προυχόντων που δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να εκχωρήσουν τα πατριαρχικά τους δικαιώματα στο σύγχρονο κράτος. Η απουσία ευδιάκριτων κοινωνικών τάξεων ανέστειλε τις ισχυρές κοινωνικές συγκρούσεις. Οι πελατειακές σχέσεις θα δώσουν τον τόνο στο πολιτικό σύστημα και θα ενισχύσουν τη γιγάντωση του κράτους και την τοποθέτηση των μερικών συμφερόντων υπεράνω του γενικού συμφέροντος.
35, 36. Τα τζάκια συμφιλιώθηκαν με το κράτος όταν μπόρεσαν να το ελέγξουν. Το υπερτροφικό κράτος έγινε πεδίο σύγκρουσης διαφόρων «κλάδων», καθένας από τους οποίους αγωνιζόταν να αποσπάσει όσο το δυνατόν περισσότερα από το δημόσιο κορβανά. Προοδευτικά η ταξική σύγκρουση αμβλυνόταν γιατί όλοι οι «κλάδοι» στρέφονταν ταυτόχρονα προς το κράτος ικετεύοντας ή απειλώντας το για περισσότερα οφέλη.

37. Το Έθνος
Η διάσταση έθνους και κράτους στη νεοελληνική ιστορία αποτελεί αποτυχία της εθνικής ολοκλήρωσης, αλλά και απόδειξη της ελλιπούς ανάπτυξης του αστικού στοιχείου που υποκαταστάθηκε από τα πατριαρχικά δίκτυα αυτά να τα υποκαταστήσει. Αν είχε δημιουργηθεί ένα σύγχρονο κράτος, το οποίο ακόμα κι αν δεν αγκάλιαζε το σύνολο του έθνους, θα αποτελούσε όμως πόλο έλξης, όντας πιο προχωρημένο από πολιτική και κοινωνική άποψη. Κάποια τμήματα του έθνους δεν θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν το κράτος κι έτσι το έθνος θα εκσυγχρονιζόταν, δηλαδή θα αστικοποιόταν, μόνο στα όρια του κράτους. Αυτό δεν συνέβη, διότι το κράτος συγκροτήθηκε σε πατριαρχική βάση και στηρίχθηκε σε πατριαρχικές έννοιες όπως οι πραγματικοί ή φανταστικοί φυλετικοί και πολιτισμικοί παράγοντες (γλώσσα, θρησκεία), ενώ η οικονομική βάση, η κοινωνική υφή και η θεσμική οργάνωση του έθνους περνά στο περιθώριο.
39. Στην περίπτωση των προυχόντων και των οπλαρχηγών ο πολιτικός ορίζοντας ήταν τοπικός παρά εθνικός. Ανάλογη ήταν και η περίπτωση της Εκκλησίας, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, που δεν είδε τον εαυτό της ως ηγέτη ενός υπόδουλου έθνους, παρά σαν ποιμένα χριστιανικών πληθυσμών που ζουν αναγκαστικά κάτω από αλλόθρησκο ηγεμόνα. Σύμφωνα με τη βυζαντινή της παράδοση, η Εκκλησία ήταν ξένος θεσμός προς το έθνος, ήταν θεσμός πολυεθνικός και η ομολογία πίστεως μετρούσε περισσότερο από τη φυλή ή τη γλώσσα, π.χ. ο Ορθόδοξος Ρώσος ήταν αδελφός, ο Έλληνας που φράγκεψε όχι.
40. Όταν τα ιστορικά γεγονότα (επανάσταση – δημιουργία νεοελληνικού κράτους) φέρνουν στο προσκήνιο το έθνος, η Εκκλησία έχοντας χάσει τον κεντρικό κοινωνικό ρόλο που είχε την εποχή της Τουρκοκρατίας και αναζητώντας καινούργιο, σηκώνει το λάβαρο, προσπαθεί να ελέγξει την εθνική ιδεολογία και τους αγώνες των αλυτρώτων, ώστε να μην αφήσει κενά που θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν άλλες κοινωνικές δυνάμεις. Αυτό το πέτυχε σε μεγάλο βαθμό, εμποδίζοντας τελικά το χωρισμό κοινωνίας και κράτους. Ακόμη και σήμερα κανένα κόμμα δεν τολμά να ζητήσει το χωρισμό Εκκλησίας και κράτους, κάτι που δείχνει την έκταση της επιβολής του προαστιακού πατριαρχισμού στη νεοελληνική κοινωνία και νοοτροπία.

41. Εθνικισμός και Ελληνοκεντρισμοί
Το έθνος καθώς δεν μπήκε ποτέ εξ ολοκλήρου στα όρια του κράτους για να υποστεί την εκλογίκευση των σύγχρονων θεσμών, αποτέλεσε το μύθο που ήταν ο άξονας της νεοελληνικής ιδεολογίας. Ο νεοελληνικός μύθος αναφέρεται στο έθνος και όχι στο κράτος, είναι προϊόν της ιστορικής και ιδεολογικής επικράτησης ενός ασαφούς έθνους απέναντι στο αστικό εθνικό κράτος και ονομάζεται «Ελληνοκεντρισμός». Ο Ελληνοκεντρισμός θα μπορούσε να είχε υποταχθεί στο σύγχρονο αστικό εθνικισμό, για να χρησιμεύσει ως μέσο συσπείρωσης ολόκληρου του έθνους για αστικούς σκοπούς. Όμως έγινε το αντίθετο. Ο αστικός εθνικισμός απορροφήθηκε από τον ελληνοκεντρισμό και συμβιβάστηκε με προαστικές αντιλήψεις περί έθνους, φυλής κλπ. Έτσι ο ελληνοκεντρισμός κατέστη η κατ’εξοχήν νεοελληνική ιδεολογία.
42. Η αριστερά που επί δεκαετίες είχε το σθένος να λέει ότι το νεοελληνικό έθνος είναι φυλετικό και πολιτισμικό προϊόν των τελευταίων αιώνων και ότι η ιστορία του είναι συνυφασμένη με την ιστορία των υπόλοιπων βαλκανικών εθνικοτήτων, έχει ενστερνιστεί ρητά ή σιωπηρά τα ελληνοκεντρικές θέσεις (περιούσιος λαός, τρισχιλιετής ιστορία κλπ.). Η ιδεολογική επιβολή του ελληνοκεντρισμού ήταν αναπόφευκτη μέσα στις συγκεκριμένες νεοελληνικές συνθήκες. Έτσι γεφύρωσε τις διαφορετικές αντιλήψεις για το έθνος και συνένωσε προς τα έξω δυνάμεις που ήταν ετερογενείς στο εσωτερικό. Το αδύναμο έθνος αντιστάθμισε έτσι τους εξευτελισμούς που υπέστη και επηρέασε τη διεθνή κοινή γνώμη ως προς τις ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις.
43. Πρώτη μορφή ελληνοκεντρισμού και συνάμα πρώτη μορφή σύγχρονης εθνικής συνείδησης υπήρξε ο κλασικισμός. Η αρχαιολατρεία και δη η ελληνολατρεία αποτέλεσε από την Αναγέννηση και μετά όπλο ενάντια στον χριστιανισμό και ενάντια στην εποχή της κυριαρχίας του τον Μεσαίωνα.
45. Η νεοελληνική επιστημονική συνεισφορά στη διερεύνηση του αρχαίου πολιτισμού υπήρξε μηδαμινή.
46. Ο αρχαιολατρικός ελληνοκεντρισμός διευρύνθηκε και συνδέθηκε με χριστιανικές αξίες και χριστιανικά ιδεώδη ώστε να ικανοποιεί σε μεγάλο βαθμό την Εκκλησία και τα προαστικά πατριαρχικά στρώματα.
47. Η αδιάσπαστη τρισχιλιετής ιστορία των Ελλήνων, αφενός με τη φυλετική συνέχεια και αφετέρου με την ενότητα ελληνικού και χριστιανικού πνεύματος υπήρξε ένα ιστορικό κατασκεύασμα.
48. Έτσι δεν τονίζονται τα παγανιστικά και υλιστικά (εγκοσμιολατρικά) στοιχεία της αρχαίας ελληνικής κοσμοθεωρίας, αλλά ο κόσμος του πνεύματος και των ιδεών που ερμηνεύονται ως προπομποί της χριστιανικής αλήθειας.
49. Οι Έλληνες ιδεολόγοι του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, βρήκαν στήριγμα σε αντίστοιχες ευρωπαϊκές τάσεις, που μπροστά στο σοσιαλιστικό κίνδυνο, αντιπαράθεσαν «το ελληνοχριστιανικό πνεύμα της Δύσης» στον «ασιατικό μπολσεβικισμό».
51. Ενώ άλλοι κύκλοι υιοθέτησαν τα σλαβόφιλα μοτίβα της «πνευματικής Ανατολής» απέναντι στην «υλιστική Δύση».

51. Το γλωσσικό και η Γραμματεία
Κατηγοριοποιήθηκαν τάσεις και πρόσωπα, σύμφωνα με εσφαλμένη κοινωνιολογική αποτίμηση, με βάση την τοποθέτησή τους απέναντι στο γλωσσικό ζήτημα. Η διαμάχη ανάμεσα σε καθαρεύουσα και δημοτική πήρε τη μορφή σύγκρουσης ανάμεσα στην πρόοδο και τη συντήρηση.
52. Καθαρεύουσα: δεν ήταν πάντα «αντιδραστική» στάση, αλλά πρακτική ανάγκη, πίστη στα κλασικά πρότυπα. Δημοτική: για τους σοσιαλιστές στοιχείο της ταξικής συνείδησης των καταπιεσμένων στρωμάτων, για τους μετριοπαθείς στοιχείο των φιλόπονων και φιλήσυχων γεωργών, εργατών και τεχνιτών.
53. Ο μόνος πνευματικός τομέας, όπου ο νεότερος ελληνισμός είχε πραγματική ανάπτυξη κι έδωσε αξιόλογα έργα ήταν η ποίηση.
54. Το μυθιστόρημα ως κατ’εξοχήν αστικό λογοτεχνικό είδος δεν είχε αξιόλογη ανάπτυξη και δεν μπορούμε να μιλάμε για αστικό μυθιστόρημα στην Ελλάδα.

57. Η νόθα μαζική δημοκρατία
Τα γεγονότα του Β΄ παγκοσμίου πολέμου και του ελληνικού εμφυλίου προκάλεσαν κοινωνικές ανακατατάξεις και συνέβαλαν στον «εκσυγχρονισμό» του κράτους και στη μετάβαση από τον πατριαρχισμό και το νόθο αστισμό σε μια εξίσου νόθα μαζική δημοκρατία όπου η πελατειακή συναλλαγή κομμάτων και ψηφοφόρων συνεχίστηκε έντονα.
58. Η σύνθεση της αστικής τάξης άλλαξε σημαντικά και αποτελείται πλέον από νεόπλουτους κυρίως με εργολαβικές και μεταπρατικές δραστηριότητες, τις οποίες εξέθρεψαν μετά τη μαύρη αγορά, η ανοικοδόμηση, τα δημόσια έργα και ο μεγάλος όγκος εισαγωγών. Οι επιχειρηματίες και οι νεόπλουτοι έχουν χαμηλό πολιτισμικό επίπεδο και πνευματικό ορίζοντα και δεν είναι τυχαία όσα συμβαίνουν στα γήπεδα ή στα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης. Έτσι εξέλειψε και αυτός ο νόθος αστισμός. Η ανάπτυξη του τουρισμού στις δεκαετίες 1950 και 1960 και η μετανάστευση συνέβαλαν στην ένταξη της χώρας στο διεθνές κύκλωμα της καπιταλιστικής οικονομίας, κατέλυσαν οριστικά την πατριαρχική κοινωνική διάρθρωση και δημιούργησαν ένα πολυπληθές μεσαίο στρώμα που χαρακτηριζόταν από μιμητικό καταναλωτισμό, έπαρση για τη νεοαποκτηθείσα ευημερία και ημιμάθεια (εξάπλωση του κιτς).
59. Επίσης το λαϊκό τραγούδι στις διάφορες μορφές του κατέλυσε τις διακρίσεις ανάμεσα στην λόγια και λαϊκή παράδοση, και δημιουργήθηκε ένα νέο μείγμα σύμφωνα με τις απαιτήσεις των καιρών, και το ζεϊμπέκικο έγινε συρτάκι και ο τεκές μπαρ.
60. Οι κοινωνικές ανακατατάξεις των τελευταίων δεκαετιών ενίσχυσαν το χαρακτήρα της χώρας ως χώρας μικροϊδιοκτητών και μικροαστών, με καταναλωτικές συνήθειες που δεν καλύπτονταν από το υφιστάμενο παραγωγικό δυναμικό. Το πελατειακό σύστημα αντί να συρρικνωθεί, έγινε πιο ισχυρό γιατί ο ψηφοφόρος έδινε την ψήφο του προσδοκώντας από μια κομματική παράταξη τη διασφάλιση ή και την άνοδο του καταναλωτικού του επιπέδου, αδιάφορα με ποια οικονομικά μέσα. Οι «αναξιοπαθούντες» έγιναν απαιτητικοί και υπερφίαλοι κι έτσι η πατριαρχική σχέση αντιστράφηκε εν μέρει, και μεγάλωσε η εξάρτηση των κομμάτων από τους ψηφοφόρους τους. Υποχρεώθηκαν τα κόμματα να συναγωνίζονται στην υιοθέτηση και προάσπιση των οποιωνδήποτε αιτημάτων απ’οποιονδήποτε κι αν προέρχονταν.

61. Οι λαϊκισμοί
Στις συνθήκες αυτές, δεν αρκούσε πια ο διορισμός, ούτε η δανειοδότηση, ούτε η μεσολάβηση, αλλά έπρεπε το πελατειακό παιχνίδι να παιχθεί σε επίπεδο όχι μόνο κλάδων αλλά και μαζών με την αρωγή των ΜΜΕ. Έτσι έφτασε η χώρα στο λαϊκισμό και τη δημαγωγία.
62. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα έγινε ο αγωγός εκποίησης της χώρας με μόνο αντάλλαγμα τη δική του διαιώνιση μέσα από τη δυνατότητα να προβαίνει σε υλικές παροχές παίρνοντας παροχές ψήφου. ‘Ομως εθνική ανάπτυξη συμβαίνει μόνο με αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων, με αντίστοιχο περιορισμό της κατανάλωσης, ειδικά όταν τα καταναλωτικά προϊόντα δεν παράγονται, αλλά εισάγονται και δανείζεται η χώρα για να πληρώσει τις εισαγωγές. Ανάπτυξη σημαίνει συσσώρευση, εντατική εργασία και προσωρινή τουλάχιστον μερική στέρηση, ενώ βραχυπρόθεσμη ευημερία σημαίνει παρασιτισμός και εκποίηση της χώρας.
62. Αυτή η άτεγκτη οικονομική αλήθεια ισχύει ανεξάρτητα από τη διανομή των βαρών και την ιεράρχηση των στερήσεων. Αρνούνται βεβαίως να τη δεχτούν οι καταναλωτές, αλλά και τα κόμματα που έχουν και θα έχουν πρώτη έγνοια τη νομή της εξουσίας.
63. Η αριστερά έχει τη δική της ευθύνη στην εκποίηση της χώρας γιατί υπερασπίζει και υιοθετεί κάθε αίτημα αρκεί αυτός που το προβάλλει να αυτοαποκαλείται «λαός».
65. Αυτή η κρίση βέβαια αγγίζει και τα θεμελιώδη ιδεολογήματα πάνω στα οποία στηρίχθηκε το έθνος και ιδιαίτερα στο ιδεολόγημα του ελληνοκεντρισμού. Η ελληνοχριστιανική εκδοχή του ελληνοκεντρισμού έγινε ιδεολογικό όπλο του αντικομμουνιστικού στρατοπέδου στον εμφύλιο και αργότερα, κι όταν αποδυναμώθηκε περί το 1960 και 1970 το κενό καλύφθηκε από τα αντιαλλοτριωτικά κηρύγματα της πολιτισμικής επανάστασης. Τέθηκε έτσι, ιδιαίτερα από τους νέους, θέμα εθνικής ταυτότητας. Ο ελληνοκεντρισμός επέζησε και θα επιζήσει ως υπεραναπληρωτικός μηχανισμός ενός έθνους που έχει ελάχιστη πνευματική και υλική παραγωγή, για να αντισταθμίσει όσα εισβάλλουν απ’έξω και κατακτούν το δικό του χώρο. Όμως δίχως συνεκτική κοσμοθεωρία, θα εκφράζεται ως στάση εθνικής λεβεντιάς και περηφάνιας ή σαν φολκλοριστικό καρύκευμα της τουριστικής εκποίησης του τόπου.

66. Ο εντόπιος μεταμοντερνισμός
Η πολιτισμική επανάσταση και η εγχώρια μαζική δημοκρατία επηρέασαν σημαντικά τα καθημερινά ήθη. Η διάλυση των ντόπιων ιδεολογημάτων, όπως και των διεθνών, προκάλεσαν μια χαοτική ανάμειξη πνευματικών προϊόντων που έρχονταν μαζικά απ’έξω όπως τα καταναλωτικά προϊόντα.
67. Οι ηδονιστικές αξίες του αυθορμητισμού και της αυτοπραγμάτωσης όπως τις διακήρυξε η πολιτισμική επανάσταση, αναμείχθηκαν με τις εγχώριες έξεις της πνευματικής νωθρότητας, του εξυπνακισμού και της ημιμάθειας. Κάπως έτσι εισέβαλε ο μεταμοντερνισμός στη χώρα και κορυφώθηκε η κρίση όλων των θεμελιωδών δεδομένων της ελληνικής εθνικής ζωής.
68. Η υλική εκποίηση του έθνους θα συνοδευτεί και από την πλήρη πνευματική του στειρότητα, αν η μεταμοντέρνα ανάμειξη των πάντων με τα πάντα συμβεί ως ανάμειξη μεταξύ κακοχωνεμένων δάνειων στοιχείων ή αν η φθορά των ελληνικών ιδεολογημάτων καταλήξει σε τέτοια συρρίκνωση της γλώσσας, ώστε ούτε η ποίηση, το μόνο προϊόν που χάρη στη μοναδικότητα της ελληνικής γλώσσας έχει παραχθεί ως τώρα σε υψηλή ποιότητα, δεν θα μπορεί πια να παραχθεί. Απέναντι σ’όλα αυτά μπορεί κανείς να νιώθει μετέωρος, χωρίς εθνικές ρίζες, με οδύνη ή μπορεί να τα θεωρεί ασήμαντα νιώθοντας πατρίδα του τον κόσμο.

Τρίτη 22 Μαρτίου 2016

Άρης Αλεξάνδρου ο μεταφραστής του Ντοστογιέφσκι




«Ο Ντοστογιέφσκι δεν έγραψε τίποτα άλλο παρά μόνο Θεατρικά Εργα. Και τι έργα! Πραγματικές τραγωδίες που ακολουθούν όλους τους κανόνες του Αριστοτέλη». Αυτό πίστευε ο μέχρι σήμερα ανυπέρβλητος μεταφραστής των μεγάλων αριστουργημάτων του κολοσσιαίου Ρώσου συγγραφέα, Αρης Αλεξάνδρου (Αριστοτέλης Βασιλειάδης). Με αυτήν την πεποίθηση και έχοντας μελετήσει λεπτομερέστατα το ντοστογιεφσκικό «σύμπαν», ο Αλεξάνδρου έγραψε τα εξής μικρά μελετήματα: «Ο δραματουργός Ντοστογιέφσκι», «Μεταφράζοντας Ντοστογιέφσκι», «Ο Ντοστογιέφσκι και το έργο του», «Η εν χρόνω ποιοτική μεταβολή παρά Ντοστογιέφσκι». Στο «Μεταφράζοντας Ντοστογιέφσκι», ο Αλεξάνδρου λέει: «Είχα την αίσθηση πως έπρεπε να αποδώσω θεατρικό έργο και όχι μυθιστόρημα». Επισημαίνει την «απουσία αυτού που λέμε "ύφος", απουσία ροής στην αφήγηση και κάθε έγνοιας εκ μέρους του συγγραφέα να δημιουργήσει "καλή λογοτεχνία"» (σ.σ. ο Ντοστογιέφσκι από βιοποριστική ανάγκη έγραφε στα γρήγορα) και ότι οι ήρωές του, «υπό το κράτος (...) έντονης συναισθηματικής φόρτισης προβαίνουν σε εξομολογήσεις "αναποδογυρίζοντας την ψυχή τους τα μέσα έξω"». Παραμονές του ελληνοαλβανικού πολέμου, ο Αλεξάνδρου διάβασε ένα βιβλιαράκι με τίτλο «Ο μεγάλος Ιεροεξεταστής», που αυθαίρετα και χωρίς σημειώσεις κυκλοφόρησε ένας Ελληνας εκδότης. Τότε, ο κατοπινός κορυφαίος μεταφραστής της Ρωσικής Λογοτεχνίας, αγνοούσε ότι ήταν ένα κεφάλαιο από τους «Αδελφούς Καραμάζωφ». Οπως γράφει στο μελέτημά του, τότε νόμισε ότι επρόκειτο «για είδος μονόπρακτου θεατρικού, ένα είδος μονολόγου ή διαλόγου, καθώς ο Ιεροεξεταστής απευθύνεται στο Χριστό, ο οποίος δεν του απαντά, παρά μόνο με την εύγλωττη σιωπή του. Τελικά, ο Χριστός φεύγει, κατά τα φαινόμενα, πεπεισμένος από τα επιχειρήματα του Ιεροεξεταστή». Η αναφορά μας στα μελετήματα του Αλεξάνδρου γίνεται όχι μόνο γιατί στην έξοχη μετάφρασή του παίζεται «Ο μέγας Ιεροεξεταστής», αλλά κυρίως για να υπογραμμιστεί η εκπληκτική θεατρικότητα της γλώσσας, των καταστάσεων, των χαρακτήρων που έπλασε ο Ντοστογιέφσκι, «απεικονίζοντας τη ζωή (...)». Και «όταν λέμε ζωή, εννοούμε μια βαθμιαία, συνεχή μεταβολή εν χρόνω (...). Μόνον τα έργα που απεικονίζουν την εν χρόνω ποιοτική μεταβολή ανήκουν στη μεγάλη τέχνη», υπογραμμίζει ο Αλεξάνδρου. Γιος παπά, ανυπόφορα δεσποτικού και αήθη, καταναγκαστικά θρησκευόμενος στα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, ο Ντοστογιέφσκι όχι μόνο μετενσάρκωσε τη διαβολικότητα του πατέρα του στον «Μεγάλο αμαρτωλό» και στο πρόσωπο του Φιόντορ Καραμάζωφ, αλλά και από μικρός, αντιδρώντας στην εκκλησιαστική θεωρία περί θεού - ενός θεού «που παίζει με το διάβολο» και κάνει τους ανθρώπους δυστυχείς - αποζητούσε για το δύστυχο ρωσικό λαό και όλη την ανθρωπότητα και με τα έργα του (λ.χ. με τον Σάτοφ στους «Δαιμονισμένους»), «διακονούσε» έναν ολότελα αντιμεταφυσικό, έναν γήινο άνθρωπο -Χριστό της κοινωνικής ισότητας και δικαιοσύνης, της καλοσύνης, της συγχώρεσης και βοήθειας προς κάθε εκουσίως ή ακουσίως πάσχοντα. Το σκοταδισμό, τον απανθρωπισμό, τη λυσσώδη πολεμική της Εκκλησίας ενάντια σε έναν τέτοιο άνθρωπο - Χριστό εκφράζει «Ο μέγας Ιεροεξεταστής», θυμίζοντας τις μεσαιωνικές μεθόδους της Ιεράς Εξέτασης, που φίμωνε κάθε διαφορετική φωνή και την εξόντωνε, αν δε δήλωνε τη μετάνοια και υποταγή της. Ο μέγας ιεροεξεταστής Ιβάν -ένας πραγματικός γήινος δαίμονας- εμφανιζόμενος στο κελί του παραβάτη της επίσημης θρησκείας ανθρώπου - Χριστού, έχοντας μόνον αυτός το δικαίωμα του λόγου και ως ο μοναδικός εκπρόσωπος του «Θεού», μονολογώντας δεσποτικά, κυνικά, επηρμένα και απειλητικά, αποκηρύσσει και απαγορεύει όσα -οικουμενικά, διαχρονικά, αλλά και τόσο επίκαιρα- για το καλό του ανθρώπου και της ανθρώπινης κοινωνίας ποθεί και ευαγγελίζεται ο άνθρωπος - Χριστός του Ντοστογιέφσκι.