Το cantus firmus ξεκίνησε την Παρασκευή 4/03/2016 ένα αφιέρωμα στον Ανταίο Χρυσοστομίδη, τον άριστο, το φίλο, τον πνευματικό άνθρωπο, τον καταδεκτικό συνομιλητή, τον ονειροπόλο και το ρεαλιστή. Ο Ανταίος Χρυσοστομίδης έβαλε τον πήχυ ψηλά για όλους μας και για εμένα προσωπικά. Κάθε τι ψεύτικο και μικρό μάς αφήνει αδιάφορους. Εκείνος φωτίζει το δρόμο μας κι εμείς τον αισθανόμαστε εδώ γιατί το επέκεινα με το φευγιό του ήρθε εδώ κοντά μας και μάς συμφιλίωσε με το θάνατο, γιατί για εμάς όλους ο Ανταίος Χρυσοστομίδης είναι εδώ.
Το αφιέρωμα θα ολοκληρωθεί στο τέλος Μαρτίου. 29 Μαρτίου θα παρουσιαστεί το βιβλίο-αφιέρωμα στον Ανταίο Χρυσοστομίδη με κείμενα δικά του και ξένων συγγραφέων, με τίτλο "Ανταίος Χρυσοστομίδης: Να κοιτάζεις κάτι ωραίο" To βιβλίο αποτελεί συνέκδοση των εκδοτικών οίκων Άγρα, Ίκαρος και Καστανιώτη.
Την επόμενη Δευτέρα 28/03/2016 το αφιέρωμα θα συνεχιστεί και θα ολοκληρωθεί με νέα κείμενα φίλων και συνεργατών του.
Ευχαριστώ όλους όσοι έγραψαν για τον Ανταίο Χρυσοστομίδη.
Νότα Χρυσίνα
Μιχάλης Βιρβιδάκης- ηθοποιός, θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης
Κατρίν Βελισσάρη- T. Διευθύντρια Εθνικού Κέντρου Βιβλίου
Βιβή Γεωργαντοπούλου - συντονίστρια λεσχών ανάγνωσης, βιβλιοκριτικός
Στάθης Γκότσης - Κλινικός Φυσικός Ιατρικής, συνθέτης
Στάθης Γκότσης - Κλινικός Φυσικός Ιατρικής, συνθέτης
Τιτίνα Δανέλλη - συγγραφέας, δημοσιογράφος
Λένα Διβάνη - συγγραφέας, πανεπιστημιακός
Δήμητρα Δότση - μεταφράστρια
Ελένη Καπετανάκη- μεταφράστρια
Σοφία Κατρή- εκπαιδευτικός
Εύα Καραϊτίδη – εκδότρια
Νέλλη Κουρέτα - πολιτισμολόγος
Παρασκευάς Καρασούλος – στιχουργός
Κώστας Κυριακόπουλος -δημοσιογράφος
Γιώτα Λαγουδάκου - μεταφράστρια
Άρης Μαραγκόπουλος-συγγραφέας, μεταφραστής, εκδότης
Γιάννης Μαρκαντωνάκης- εικαστικός καλλιτέχνης, αρθρογράφος
Μαργαρίτα Μπονάτσου - μεταφράστρια
Γιώργος Μπράμος- δημοσιογράφος, κριτικός κινηματογράφου, συγγραφέας
Σταύρος Πετσόπουλος -εκδότης
Maurizio de Rosa - μεταφραστής
Όλγα Σελλά - δημοσιογράφος
Μαρία Φακίνου- συγγραφέας, μεταφράστρια
Φίλιππος Φιλίππου -συγγραφέας, αρθρογράφος
Νότα Χρυσίνα- μεταφράστρια, πολιτισμολόγος
Τηλέμαχος Χυτήρης- πολιτικός, ποιητής
Τηλέμαχος Χυτήρης- πολιτικός, ποιητής
© Ilias Agiostratitis Photography |
Γ ΜΕΡΟΣ
Ο ΑΝΤΑΙΟΣ
γράφει ο Τηλέμαχος Χυτήρης*
Με τον Ανταίο συναντήθηκα στα πρώιμα
χρόνια, νέοι φοιτητές, αυτός στη Ρώμη, εγώ στη Φλωρεντία, και οι δυο μας κατά της δικτατορίας και οι δυο μας με τις απόψεις
του Μπερλιγκουέρ κι επομένως με το ΚΚΕ εσ. Γραμματέας τότε ήταν ο Μπάμπης Δρακόπουλος,
ένας εξαίρετος, ανοιχτόμυαλος πολιτικός χαμηλών τόνων. Αυτό που περισσότερο όμως μας συνέδεε
με τον Ανταίο ήταν η αγάπη μας για τη λογοτεχνία, κι επειδή είμαστε
στην Ιταλία εντρυφούσαμε στα κείμενα των σύγχρονων ιταλών συγγραφέων.
Μετά την πτώση της δικτατορίας χαθήκαμε. Συνάντησα
τα ίχνη του στη Ρουμανία, όταν δούλευα στην ελληνική πρεσβεία, στο Βουκουρέστι επί Τσαουσέσκου. Εκεί έμαθα ότι ο Ανταίος, δυό
χρόνια πριν, σε ένα πολιτικό ταξίδι του στους Έλληνες φοιτητές στο Ίασι κι αλλού,
θεωρήθηκε ανεπιθύμητος από τις αρχές, γιατί
εξέφραζε την αντίθεση του απέναντι στις πρακτικές
του τότε καθεστώτος. Δεν θα μπορούσε να
είναι και αλλιώς, για όποιον γνώριζε τον Ανταίο, τις απόψεις του και το θάρρος
με το οποίο τις υπερασπίζονταν. Μετά τις περιπλανήσεις μου στο εξωτερικό, τον βρήκα
στην Αθήνα να δουλεύει στις εκδόσεις Καστανιώτη.
Εννοείται ότι ήμουν ενήμερος και είχα διαβάσει
τις μεταφράσεις του σε έργα του Ντίνο Μπουζάτι, του Ίταλο Καλβίνο, του Αντόνιο Ταμπούκι.
Ο Ανταίος ήταν ουσιαστικά αυτός που γνώρισε στους έλληνες αναγνώστες τους
πιο σπουδαίους σύγχρονους ιταλούς συγγραφείς.
Μετά δε την εξαίρετη τηλεοπτική σειρά, με την Μικέλα Χαρτουλάρη και τη μεταφορά των συνεντεύξεων σε δυο τόμους με τον τίτλο "Οι κεραίες της εποχής μας", το
ελληνικό τηλεοπτικό και αναγνωστικό κοινό γνώρισε, με μια κουβεντιαστή αμεσότητα, μια πλειάδα συγγραφέων απ’ όλο τον κόσμο, τις απόψεις τους και την καθημερινότητα
τους. Μια σπουδαία δουλειά που πλουτίζει σήμερα το αρχείο
της ΕΡΤ.
Τα τελευταία χρόνια βρισκόμασταν
συχνά με τον Ανταίο, από σπίτι σε σπίτι. Από παλιά τον συνδέανε αμοιβαία αισθήματα φιλίας και αναγνώρισης με την Μαρία Φαραντούρη. Ήταν πάντα παρών στις συναυλίες και εξέφραζε, με κριτική και αναλύσεις, τις απόψεις του στη στήλη
που κρατούσε στην "Αυγή της Κυριακής".
Ο Ανταίος ήταν ουσιαστικά πνευματικό
τέκνο της δεκαετίας του ’60. Όταν
ερχόταν στο σπίτι μαγειρεύαμε ιταλικά πιάτα και οι συζητήσεις ήταν εξαιρετικά ευχάριστες
και χρήσιμες, αφορούσαν την πνευματική παραγωγή και τους πολλούς δρόμους της μουσικής έκφρασης. Ο Ανταίος μάς περιέγραφε τα πιπεράτα παραλειπόμενα των γνωριμιών του με τους συγγραφείς,
που δεν μπορούσαν να μεταφερθούν στην οθόνη. Ήταν σε βάθος γνώστης λογοτεχνικών σχολών και ρευμάτων σε παγκόσμια
κλίμακα, αλλά και όλης της καλλιτεχνικής
δημιουργίας, στη μουσική, στο θέατρο,
στα εικαστικά. Πάνω απ’ όλα ήταν επίμονος
υπερασπιστής της ελευθερίας του ανθρώπου, δε σήκωνε μύγα στο σπαθί του.
Την τελευταία φορά στο σπίτι, τον
ρώτησα για την υγεία του Ταμπούκι,
κάτι είχα διαβάσει για μια εγχείρηση. Σταμάτησε το φαγητό, έβγαλε το κινητό
του και πήρε τη γυναίκα του Ιταλού συγγραφέα. "Δυστυχώς δεν είναι καθόλου καλά", μάς είπε. "Φοβάμαι ότι τον χάνουμε".
Σχολιάσαμε πως από τη μια στιγμή στην άλλη, χάνεται ο άνθρωπος. "Και σχεδίαζε πολλά να γράψει ακόμα" είπε. Ποιος να το’ λεγε
ότι ο επόμενος κλήρος, μετά από ένα - δυο χρόνια, θα έπεφτε στον ίδιο!
Μια ωραία καλοκαιρινή βραδιά στο Ηρώδειο, τον είδαμε να περπατά αργά κρατώντας μπαστούνι. Μας καθησύχασε μιλώντας με χιούμορ για την ΄΄γεροντική΄΄ αναπηρία
του. Συμπλήρωσε όμως ότι ο γιατρός του ανησυχούσε, γιατί η ασθένεια του μπορούσε και να έχει ραγδαία εξέλιξη. Ο Ανταίος αντιμετώπιζε
το θέμα μάλλον σκωπτικά. Μας έλεγε ότι μετά
τόσα χρόνια, ανακάλυψε τη χρησιμότητα των ταξί στην Αθήνα! Δυστυχώς ο γιατρός επιβεβαιώθηκε πολύ γρήγορα. Κάθε φορά που τον βλέπαμε ήταν χειρότερα,
ώσπου κλείστηκε σπίτι του αδύναμος ακόμα και να σταθεί όρθιος χωρίς βοήθεια. Το
εκπληκτικό ήταν ότι ακόμα και τότε δεν
το έβαζε κάτω, ενώ είχε πλήρη γνώση
της σπάνιας πάθησης του, συμπεριφέρονταν
όπως πριν. Δεν ήθελε δε να ακούσει για ταξίδι στο εξωτερικό και επίσκεψη σε εξειδικευμένη κλινική
στη Γερμανία, με τον διευθυντή της οποίας είχε μιλήσει η φίλη του Μυρσίνη. Γνώριζε το μάταιο της όποιας
προσπάθειας. Είχε μελετήσει την ασθένειά του με κάθε λεπτομέρεια στο διαδίκτυο.
Η τελευταία επίσκεψη μας στο σπίτι του ήταν οδυνηρή. Πώς
είναι δυνατόν ξαφνικά να παραλύει πλήρως ενας άνθρωπος,
να χάνει την άρθρωση του, να μη κουμαντάρει ούτε ένα εκατοστό του σώματος του,
να ζει σε απόλυτο βαθμό την καθολική ακινησία του, ενώ ταυτόχρονα να λειτουργούν άριστα
οι αισθήσεις του και να βρίσκεται σε πλήρη
διαύγεια το μυαλό και η σκέψη
του; Ζούσε τον επικείμενο θάνατό του! Τι βασανιστικό παιχνίδι έπαιξε η μοίρα στον
καλό μας φίλο! Η αδυναμία του να εκφραστεί, ακόμα και να γνεύσει, ή να καταπιεί
το ίδιο του το σάλιο ή ένα κουταλάκι νερό, ήταν ολοκληρωτική. Μπροστά του η ψυχραιμία
κι ο καλός ο λόγος αισθανόσουν ότι ήταν κοροϊδία.
Ήμασταν μάρτυρες μιας φρικτής διαδικασίας
αδύνατης επικοινωνίας. Η ζωή εξαντλούσε την τραγική
της ειρωνεία, πάνω σε έναν άνθρωπο που την τίμησε με τη σκέψη και την ενέργεια του. Κι ο Ανταίος το καταλάβαινε, όπως καταλάβαινε
και το βασανιστικό τέλος που αναπόδραστα
πλησίαζε. Ήταν στιγμές που ήθελες
να βάλεις τις φωνές, φωνές απόγνωσης, εναντίον ενός αόρατου αμείλικτου εχθρού. Ένιωθες αδύναμος για ο,τιδήποτε
άλλο. Ένα λαμπρό μυαλό, ένας πνευματικός άνθρωπος έφευγε από κοντά μας, με τον πιο επώδυνο, τον πιο παράλογο τρόπο.
Ο Ανταίος Χρυσοστομίδης αγαπούσε παθιασμένα τη ζωή, ήθελε να τη ζήσει ακόμα πιο πολύ, ακόμα πιο δημιουργικά. Ό,τι έλεγε για τον Ταμπούκι ίσχυε γι’ αυτόν τώρα, "σχεδίαζε
να γράψει πολλά ακόμα"!
Πολλές φορές στην Ιστορία της Τέχνης,
στην Ιστορία των ιδεών, υπάρχει ο εμψυχωτής, ο στυλοβάτης, είναι αυτός που ωθεί τα πράγματα πέρα του συνηθισμένου, αυτός
που μεταδίδει με τον καλό του λόγο, τη φλόγα
της δημιουργίας, αυτός που δίνει σχήμα στη
φαντασία, που γονιμοποιεί την έμπνευση.
Ένας τέτοιος συμπαραστάτης, πάντα ελεύθερος και δημιουργικός ήταν ο Ανταίος. Ο ακριβός φίλος, που χάσαμε.
Τηλέμαχος Χυτήρης
* Ο Τηλέμαχος Χυτήρης είναι πολιτικός και ποιητής
Η
καλοσύνη του ή πώς έβλεπα τον Ανταίο
γράφει η Εύα Καραϊτίδη*
Πολλά γράφτηκαν, γράφονται και θα γραφτούν για
τον Ανταίο. Τα διαβάζουμε με ένα είδος δίψας, της ίδιας δίψας που νιώθουμε κάθε
φορά που αρνούμαστε να αποδεχθούμε έναν αποχωρισμό.
Η δική μου σχέση με τον Ανταίο ξεκινάει πριν
από πάμπολλα χρόνια, μπορεί και δεκαπέντε ή είκοσι, σε κάποια ετήσια έκθεση
βιβλίου της Φρανκφούρτης. Τον θυμάμαι σε διαρκή αγώνα δρόμου για τα ραντεβού
του, αεικίνητος και υπέρκομψος πάντα με το τουίντ σακάκι του και την
καμπαρντίνα του, γελαστός και βαθιά
ευγενής. Διέθετε αυτή την κινητήρια δύναμη των ανθρώπινων σχέσεων, την ευγένεια
που συνδέεται με την παιδική αγνότητα και με την ανιδιοτέλεια. Και αυτό
αντανακλούσε στους συγγραφείς που επέλεγε, στους συγγραφείς που εκτιμούσε, στις
παρέες του, στον τρόπο ζωής του. Έτρεχε, έγραφε, μετέφραζε, εξέδιδε, οργάνωνε
εκπομπές, ταξίδια, προσκλήσεις συγγραφέων. Μια δραστήρια, πολυεπίπεδη σβούρα
ήταν ο Ανταίος. Στο κέντρο της το ενδιαφέρον του για κάθε ανθρώπινη δράση,
χωρίς μιζέριες, χωρίς αποκλεισμούς.
Κάποια στιγμή λοιπόν στη Φρανκφούρτη πιάσαμε
την κουβέντα και μιλήσαμε με άνεση, σαν να γνωριζόμασταν από αιώνες. Και μετά
άρχισε να οργανώνει μια ετήσια τακτική έξοδο εκεί με μουσείο και φαγητό –πάντα
με τον Σταύρο Πετσόπουλο, τον καλό του φίλο–, ύστερα στην Αθήνα, μεσημεριανά,
συνήθως, γεύματα στα δικά μας λημέρια, στου Ψυρρή. Είχε την ικανότητα να φέρνει
κοντά τούς ανθρώπους, ήταν ταλαντούχος γεφυροποιός. Μιλούσαμε με ειλικρίνεια
για όλα, με πάθος για βιβλία και συγγραφείς, για τους λαμπρούς και για τους
σκοτεινούς ανθρώπους του βιβλιόκοσμου, για την πολιτική ζωή, για τα δικά μας.
Μας συνέδεσαν έκτοτε οι κοινές μας εκδοτικές
διαδρομές σε άλλες πόλεις, σε άλλες χώρες. Μας θυμάμαι τους τρεις μας, με την
Μάγδα Κοτζιά, στο Παρίσι, αρχές της δεκαετίας του 2000, τότε που οι Γάλλοι
εκδότες προσκάλεσαν Ευρωπαίους εκδότες με κριτήριο τις επιδόσεις τους σε
μεταφράσεις Γάλλων συγγραφέων, και η Ελλάδα είχε την τιμητική της. Επτά ή οκτώ Έλληνες
εκδότες, γύρω στο 10% επί του συνόλου των παρόντων Ευρωπαίων εκδοτών… Και πάλι
στο Παρίσι, καλοκαίρι του 2012, σε μια διμερή συνάντηση του Εθνικού Κέντρου
Βιβλίου με το γαλλικό πρότυπό του, είχαμε μια ολόκληρη μέρα στη διάθεσή μας και
αποφασίσαμε να την περάσουμε οι δυο μας. Έκανε ενοχλητική ζέστη και
περπατούσαμε ασταμάτητα σε αυτό το ιδανικό παρισινό ίσιωμα, και φωτογραφηθήκαμε
σαν παιδιά με τους δεινόσαυρους στο Jardin des
Plantes, κάναμε στάσεις για φαγητό και μιλούσαμε,
μιλούσαμε. Ο Ανταίος ήταν καλός άνθρωπος (για πόσους μπορεί να το πει κανείς
αυτό;) και είχε επαφή με τον εαυτό του – πράγμα διόλου συχνό. Ήταν επίσης
θησαυρός εμπειριών, κι όλα αυτά τα χαρίσματα
τον καθιστούσαν πόλο έλξης και χαράς. Στην ετήσια διεθνή έκθεση της
Θεσσαλονίκης έλαμπε συγκεντρώνοντας γύρω του τους συγγραφείς. Ηχεί κοινότοπο,
αλλά είναι αληθές: για μένα οι εκθέσεις είναι πιο θαμπές από τότε που
απουσιάζει ο Ανταίος.
Οι γονείς του και η μητέρα μου είχαν γνωριστεί
και αλληλοσυμπαθηθεί, και αυτό έγινε αφορμή να βγάλουμε ένα βιβλίο του αλησμόνητου,
Αιγυπτιώτη πατέρα του, του Σοφιανού Χρυσοστομίδη. Οι συναντήσεις μας οι
οικογενειακές, που τις ανακαλώ τώρα, ήταν ηλιόλουστες, με φοίνικες και
θάλασσες, καταπώς ταιριάζει σε μεσογειακούς ανθρώπους.
Αυτή η τόσο ανθρώπινη και χαρούμενη σβούρα
έπρεπε –για κάποιον άγνωστο και ανεξήγητο λόγο– να σταματήσει να κινείται. Και
να μιλάει. Και να γράφει. Σταδιακά. Αλλά πάντα σε επαφή με τους φίλους του. Και
με τον εαυτό του.
Δεν μπορώ παρά να ανακαλώ. Και χάρη σε αυτή την
μικρή καταγραφή, ανακαλώ ξαφνικά μια υπέροχη, διάφανη νύχτα με πανσέληνο στις
θάλασσες της Αστυπάλαιας, στα νησάκια της, παίζοντας και γελώντας με μια
τεράστια παρέα. Γελαστό τον θυμάμαι στο φως του φεγγαριού. Και γελαστό θα τον
θυμάμαι πάντα.
* Η Εύα Καραϊτίδη είναι εκδότρια
Ανταίος Χρυσοστομίδης- Κώστας Κυριακόπουλος |
Το
μυστηριώδες χαμόγελο…
γράφει ο Κώστας Κυριακόπουλος*
Τρώγαμε συχνά μαζί. Σπίτι του, σπίτι
μας, σπίτια μας. Σαν τις συζητήσεις μας. Δικές του, δικές μου, δικές μας. Μια
μικρή συλλογικότητα, σχεδόν κοινοβιακή, σχεδόν οικογενειακή. Μια παρέα, χωρίς ιδιαίτερους μοντερνισμούς και με γερά, τότε, πατήματα,
άλλος στον εκδοτικό χώρο, άλλος στον δημοσιογραφικό, άλλος στον συγγραφικό,
άλλος στον μεταφραστικό.
Το παιχνίδι που παίζαμε χωρούσε τους
πάντες, εκτός από αυτούς που ανήκαν στην συνομοταξία των φανατικών. Αυτών
που δεν ήξεραν να συζητούν ή να απολαμβάνουν
τις διαφωνίες τους. Σαν να τα λέμε τώρα όλα αυτά και από κάπου να κρυφακούει ο
Ανταίος, παριστάνοντας ότι κάνει κάτι άλλο.
Όταν είχε σκεφτεί
να φτιάξει την ελληνική εκδοχή από τα “Ιταλικά εγκλήματα”, αυτόνομες
αστυνομικές ιστορίες από διάφορους παλιούς συγγραφείς αλλά και κάποιους νέους,
μου έκανε την πρόταση. “Θέλω να γράψεις κι εσύ, κάνεις τόσα χρόνια αστυνομικό
ρεπορτάζ με τον δικό σου τρόπο, ήρθε η ώρα να δοκιμαστείς και στη λογοτεχνία”,
είχε πει. “Όχι, δεν νομίζω ότι μπορώ”, είπα. “Εγώ νομίζω ότι μπορείς”, απάντησε.
“Ναι, αλλά αν αυτό που θα γράψω βγει πατάτα, σ’ εσένα θα τα ρίξουν, ότι
προώθησες τον φίλο του και τέτοια”, αντέταξα. “Αν δω ότι είναι πατάτα, θα
αντιδράσω πρώτος”, είπε. Του χρωστάω γι’ αυτό. Τι σημαίνει, όμως, χρωστάω σε
έναν άνθρωπο; Ιδίως όταν αυτός δεν ζει πια;
Σημαίνει ότι η
μνήμη σου λαχανιάζει να φέρει διάφορα από αυτόν τον άνθρωπο. Το πρόσωπό του που
άλλαζε ύφος κάθε φορά που ξεκινούσε μια συζήτηση και σταματούσε όταν σκόνταφτε
στα προσωπικά του οχυρά, όποια και αν ήταν αυτά, με εκείνο το μυστηριώδες
χαμόγελο. Σημαίνει ότι μπορείς να θεωρείς φίλους σου ανθρώπους που νοιάζονται
για σένα και σε αφήνουν, εντός ορίων, να νοιάζεσαι κι εσύ για αυτούς γιατί
απλώς έχετε και οι δυο αποδεχτεί την πολιτισμένη συνύπαρξη, τα όρια σας.
Σημαίνει ότι οι πολιτικές σας συζητήσεις είχαν καταντήσει σχεδόν ανιαρές, γιατί
είχατε φτάσει να συμφωνείτε σε όλα. Για τον ανέξοδο λαϊκισμό και την ευρωπαϊκή
διάσταση της Αριστεράς. Σημαίνει ότι θα ήθελες, σαν τρελός, να ξαναζήσεις
εκείνο το κυνηγητό στο ταξίδι σας στην Σικελία, τον παρακαλούσες να περπατά πιο
σιγά για να μπορείς ν’ ακολουθήσεις. Έτρεχε ο άτιμος ο Ανταίος, συνεχώς. Και
δεν τον προλάβαινες, παντού και πάντα. “Ρε άνθρωπε, περπάτα πιο σιγά”, του
λέγαμε. Και γελούσε. Δεν είχε αφήσει αρχαιότητα για αρχαιότητα χωρίς να την
κοιτάξει με ύφος Έλγιν.
Και, τελευταία,
εκείνη η μαύρη αναπηρική καρέκλα. Να περιμένουμε το τέλος αλλά να κάνουμε σαν
να μην τρέχει τίποτα. Να του μιλώ για τα τρέχοντα, να του εξηγώ τα πάντα για
τις εξελίξεις και τη σημερινή κυβέρνηση. Και να κουνά μόνο τα μάτια, αυτό του
είχε επιτρέψει αυτή η ύπουλη, η ανέντιμη κι αυταρχική αρρώστια, να τον
εξουσιάζει χωρίς να μπορεί ν’ αντισταθεί. Χαρακτηριστικά που έχουν και πολλοί
άνθρωποι. Αυτούς που είχαμε απαγορεύσει να περνούν τα σύνορα της δικής μας παρέας.
Και ήταν δυσβάσταχτο να του λέω τα ίδια αστεία φέρνοντας στο μυαλό μου το
κελαρυστό, τρανταχτό γέλιο του, με τα ίδια αστεία και με μόνη διαφορά τον
χρόνο, τον λίγο χρόνο πριν, τότε που τρέχαμε και δεν προλαβαίναμε το βήμα του.
Και να μην μπορώ να διαβάσω τι γινόταν μέσα σε εκείνο το λαμπερό μυαλό. Μάλλον
θα συνέβαινε αυτό που του είχε πει ο Πορτογάλος συγγραφέας ο Αντόνιο Λόμπο
Αντούνες: “Οι άρρωστοι είναι άνθρωποι που κλαίνε από μέσα τους σαν σε κρύπτες”.
Κάπου εκεί, μέσα στις δικές του κρύπτες, του προσωπικού θρήνου που η άτιμη
αρρώστια δεν τον άφησε να μοιραστεί, βρίσκονταν όλες εκείνες οι ωραίες μνήμες
των ωραίων ανθρώπων. Με αυτούς που είχε επιλέξει να ντύνει και να ξεντύνει την
ψυχή του.
Οι αναμνήσεις,
κάποιες φορές, κατρακυλούν και καίγονται.
Κάποιες άλλες, ποτέ. Εσύ διαλέγεις. Το συζητούσαμε συχνά αυτό...
*Ο Κώστας Κυριακόπουλος είναι δημοσιογράφος
Με τον Μαουρίτσιο Ντε Ρόζα και τον Ιταλό συγγραφέα και αγαπημένο του φίλο, Νικολό Αμανίτι. |
Ο ευρωπαίος διανοούμενος
γράφει ο Maurizio de Rosa*
Μεταφραστής
Ιταλικής λογοτεχνίας στα Ελληνικά και υπεύθυνος της σειράς ξένης λογοτεχνίας
του Καστανιώτη ο Ανταίος Χρυσοστομίδης, νέος (τότε) μεταφραστής Ελληνικής
λογοτεχνίας στα Ιταλικά εγώ. Κάπως έτσι διασταυρώθηκαν οι δρόμοι μας με τον
Ανταίο πριν 15 και βάλε χρόνια. Δεν υπήρχε, θαρρώ, κανένας που να μην
αναγνώριζε στο πρόσωπό του κάτι που δυστυχώς σπανίζει τις μέρες μας: έναν
Ευρωπαίο διανοούμενο. Στον βαθμό που ήταν Ευρωπαίοι διανοούμενοι ο Βησσαρίων, ο
Χαλκοκονδύλης, ο Έρασμος, ο Γαλιλαίος και τόσοι άλλοι, πολύ πριν από
οποιαδήποτε Ευρωπαϊκή «Ένωση». Ήταν μια εποχή όπου οι διανοούμενοι
κυκλοφορούσαν ελεύθερα σε όλη την ήπειρο και επικοινωνούσαν μεταξύ τους χωρίς
να χάνουν την ταυτότητά τους και ταυτόχρονα εμπλουτίζοντας την ταυτότητα των
άλλων. Η άνεσή τους με τους άλλους συναδέλφους από άλλες χώρες κάθε άλλο παρά
ήταν ο ναρκισσιστικός κοσμοπολιτισμός των πεντάστερων ξενοδοχείων και των
αεροδρομίων όπου συχνάζει η σημερινή παγκόσμια ελίτ. Ήταν η περιέργεια και η
ανησυχία, η συνείδηση ότι οι θησαυροί του πολιτισμού και της παράδοσής μας
περιμένουν μόνο αυτούς που θα τους ανακαλύψουν και θα τους κάνουν γνωστούς στους
υπόλοιπους ανθρώπους. Ο Ανταίος Χρυσοστομίδης ήταν ένας τέτοιος διανοούμενος.
Γεννημένος στην Αίγυπτο, μεγαλωμένος στην Ελλάδα, με σπουδές στην Ιταλία, με
αγάπη για τους συγγραφείς ασχέτως καταγωγής,
το πεδίο της δράσης του απλωνόταν από τους αστικούς λαβύρινθους της
Ανατολικής Μεσογείου μέχρι τις μεγαλουπόλεις της Δυτικής Ευρώπης. Παντού με την
ίδια άνεση, παντού με την ίδια περιέργεια για τους ανθρώπους και τα έργα τους. Όπως
αρμόζει άλλωστε στον Έλληνα, στην καλύτερη εκδοχή του. Σε τέτοιο βαθμό που ο
Αντόνιο Ταμπούκι (δύσκολος και δύστροπος άνθρωπος, Ευρωπαίος διανοούμενος και
αυτός) δέχτηκε να γράψει μαζί του ένα βιβλίο. Κάτι που δεν έγινε με κανένα άλλο
μεταφραστή του (άλλωστε η «Ελληνική στροφή» του Ταμπούκι οφείλεται σε μεγάλο
βαθμό στον ίδιο τον Ανταίο). Κάτι άλλο όμως είχε τραβήξει την προσοχή του νέου
(τότε) μεταφραστή. Η τρέλα του. Ο Ανταίος ήταν ένας τρελός Έλληνας. Με βάση το
αλάνθαστο κριτήριό του έφερε στην Ελλάδα τους καλύτερους ξένους συγγραφείς, οι
οποίοι ουκ ολίγες φορές πήραν το Βραβείο Νόμπελ. Και από την αγάπη του για την
Ιταλική λογοτεχνία έκανε γνωστούς στους Έλληνες μερικούς σημαντικούς Ιταλούς
συγγραφείς, που διαφορετικά ίσως δεν θα είχαν γνωρίσει οι Έλληνες αναγνώστες
ποτέ. Προώθησε επίσης (αυτό δε είναι ευρύτερα γνωστό) μερικούς Έλληνες
συγγραφείς στο εξωτερικό, χάρη στις προσωπικές γνωριμίες με ξένους εκδότες και
χάρη στις σχέσεις εμπιστοσύνης που ανέπτυσσε με ξένους μεταφραστές. Αργότερα
αποφάσισε (είπαμε, ήταν τρελός ο Ανταίος) να κάνει κάτι που (εξ όσων γνωρίζω)
όχι μόνο δεν έκανε, αλλά μάλλον ούτε καν σκέφτηκε ποτέ κανένας. Να ταξιδέψει σε
όλον τον κόσμο, να πηγαίνει στα σπίτια των συγγραφέων για να τους γνωρίσει από
κοντά για να τους γνωρίσουμε κι εμείς. Γιατί πίσω από κάθε βιβλίο υπάρχουν
άνθρωποι, τα σπίτια τους, οι συνήθειές τους, τα χούγια τους. Προέκυψαν οι Κεραίες της εποχής μας. Αυτή τη στιγμή
μπαίνω στον πειρασμό να το παρακάνω: αν υπήρχε κάποιο Νόμπελ, κάποιο Όσκαρ για
τέτοιες παραγωγές, δικαιωματικά θα το έπαιρναν ο Ανταίος και οι συνεργάτες του.
Και όχι μόνο. Σε μια Ευρώπη διαφορετική, ουτοπική ίσως, λιγότερο φοβισμένη από
τη σημερινή, με περισσότερη επίγνωση του ιστορικού της ρόλου (για καλό και για
κακό), με περισσότερο φιλότιμο και αυτοεκτίμηση, οι Κεραίες και τα εξαιρετικά βιβλία που προέκυψαν από τις εκπομπές, θα
ήταν σχολική ύλη σε όλη τη Γηραιά Ήπειρο. Ζητάω πολλά, το ξέρω. Ας φροντίσουμε
λοιπόν να σταθούμε άξιοι, εμείς που γνωρίσαμε τον Ανταίο και είχαμε τη μεγάλη
τύχη να μοιραστούμε μαζί του σκέψεις, απόψεις και πνευματικές ανησυχίες, να
διαφυλάξουμε το έργο του, την παρακαταθήκη του και την ηθική του. Προπάντων
αυτή.
Maurizio
De Rosa
*O Maurizio de Rosa είναι μεταφραστής
Ο Ιταλός συγγραφέας Πάολο ντι Πάολο συνομιλεί με τον Ανταίο Χρυσοστομίδη
στο πλαίσιο της σειράς "Οι συγγραφείς του κόσμου στον Ιανό".
Δίπλα στον συγγραφέα, ο μεταφραστής Μαουρίτσιο Ντε Ρόζα
Ανταίος Χρυσοστομίδης
γράφει η Βιβή Γεωργαντοπούλου*
Ανταίος Χρυσοστομίδης
Το εργατικό μυρμήγκι των
ελληνικών γραμμάτων στο οποίο,από το 1998 χρωστάμε και τυπικά, όλοι μας, την
πλατιά γνωριμία με την αφρόκρεμα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Δυο λόγια για τον Ανταίο των αναγνωστών
Τετάρτη βράδυ,18 Δεκεμβρίου του 2013 σ΄ένα
κατάμεστο από κόσμο βιβλιοπωλείο της Αθήνας ο Ανταίος Χρυσοστομίδης υποδέχεται
τον Άμος Οζ και οι δυο τους (με την αρωγή στην διερμηνεία του Ίωνα
Βασιλειάδη), μπροστά σε μας που είμαστε αυτό το βράδυ ένα κοινό που κρέμεται από
τα χείλη τους κάνουν μια από τις πιο μεστές, έντιμες, ωραίες, σεμνές και μαζί
ευφυείς και εφ΄ όλης της ύλης κουβέντες που έχω παρακολουθήσει ποτέ.
Η ευγένεια και οξυδέρκεια του Ανταίου, το
ταμπεραμέντο του Άμος και η ορμή και ζεστασιά του κόσμου ενώνονται καταλυτικά. Η
βραδιά μετατρέπεται γρήγορα σε γλυκιά γιορτή. Εμείς, ένα κοινό ζωντανό
σαν πολύβουο μελίσσι, συμμετέχουμε, ρωτάμε και τους δυο διάφορα, συζητάμε μεταξύ
μας μα και μ΄εκείνους, συμφωνούμε ή και
διαφωνούμε, αστειευόμαστε, γελάμε, απορούμε, ανησυχούμε, κριτικάρουμε, χαιρόμαστε,
περνάμε καλά και γινόμαστε ένα στην τεράστια αίθουσα, εκφραστές και δέκτες του
κοινού μας πάθους για την Λογοτεχνία.
Το ίδιο εκείνο βράδυ γυρίζοντας σπίτι μου
πάω κατ΄ευθείαν στην βιβλιοθήκη, παίρνω στην τύχη ένα μεταφρασμένο βιβλίο των
εκδόσεων Καστανιώτη και ανοίγοντάς το βλέπω αυτό που ήδη από
χρόνια γνωρίζω πολύ καλά: επιμέλεια Χρυσοστομίδης Ανταίος.
Ανοίγω δεύτερο βιβλίο, το
ίδιο. Τρίτο, τέταρτο, πέμπτο. Εικοστό. Το όνομα του Ανταίου Χρυσοστομίδη βρίσκεται
σε δεκάδες βιβλία, κυρίως του Καστανιώτη, το γνωρίζω αυτό, γνωρίζω το έργο του μα
ως τότε, όνομα και έργο, τα θεωρώ δεδομένα. Αναλογίζομαι κάπως ενοχικά, από πού κι
ως πού δεδομένα;
Aκριβώς αυτό το βράδυ του Δεκεμβρίου του
2013 νιώθω τον
μόχθο που υπάρχει σε κάθε έκδοση που δεν θεωρεί τον αναγνώστη
πελάτη, καταναλωτή. Aκριβώς αυτό το βράδυ του Δεκεμβρίου του 2013 καταλαβαίνω αλλιώς το
ειδικό βάρος του συγκεκριμένου ονόματος.
Το όνομα Ανταίος
Χρυσοστομίδης είναι η πάγια εγγύηση στο μυαλό
μου, η μηχανική αποτύπωση της πλήρους εμπιστοσύνης μου ως απλής
αναγνώστριας, προς τον ακάματο άνθρωπο των γραμμάτων, η ανιδιοτελής και ατόφια
εμπιστοσύνη που χτίστηκε δίχως προσωπική επαφή (δεν τον έχω γνωρίσει ποτέ) και
η οποία ανανεωνόταν συνεχώς χωρίς φανφάρες και μεγάλα λόγια και με τον
καιρό, που δεν έχω καλοκαταλάβει πώς περνάει γιατί αναγνωστικώς καλπάζει, έχει
γίνει η ευκρινής σφραγίδα στο διαβατήριο που φέρνει εν λευκώ την παγκόσμια
λογοτεχνία στο σπίτι μου, στα σπίτια όλων μας.
Δεν χρειάστηκε ποτέ, σκέφτομαι ξαφνικά, να
ψάξω πολύ για τον συγγραφέα που μου πρότεινε. Ήξερα επί χρόνια πως το έχει
κάνει ήδη ο Ανταίος και το έχει κάνει με αγάπη για την Λογοτεχνία και για
τον κάθε άγνωστό του αναγνώστη, φίλο εν τέλει και εν βιβλίοις πιστό του
συνοδοιπόρο.
Τον ευγνωμονώ για την πολύτιμη σειρά του
Καστανιώτη "Ξένη λογοτεχνία /συγγραφείς απ΄ όλο τον κόσμο", και όχι
μόνο γι αυτή. Τον ευγνωμονώ για τις μεταφράσεις, τις παρουσιάσεις βιβλίων και
συγγραφέων, τις εκπομπές, για όλα. Μού σύστησε συγγραφείς που η ανάγνωση
των βιβλίων τους με επηρέασε σαν άνθρωπο. Τον ευγνωμονώ για τον Οζ, τον
Σαραμάγκου, τον Άντριτς, τον Γεοσούα, τον Γκρόσμαν, τον Καμύ, τον Έκο, τον Καλβίνο, τον
Μπέλοου, τον Κέρτες, τον Χεμινγουέι, την Γκράτσια, την Γκόρντιμερ, τον Λιόσα, τον Ισιγκούρο, τον
Φο, τον Μπολάνιο, τον Παδούρα, τον Μπάνβιλ, τον Μαλαπάρτε, τον Μοράβια, τον Πρίμο
Λέβι και τόσους ακόμα και το σπουδαιότερο; Τον ευγνωμονώ επειδή ήταν τελειομανής
και «ανακατευόταν» παντού κατά την έκδοση του κάθε βιβλίου κι έτσι όλοι αυτοί
οι τεράστιοι συγγραφείς έμειναν σώοι και αβλαβείς και μετά την μετάφρασή τους
στην ωραία μας μα δύσκολη γλώσσα.
Θα θυμάμαι όσο ζω τις έξοχες στην πλειοψηφία
τους δικές του μεταφράσεις από τα ιταλικά. Θα συνειδητοποιώ ξανά και
ξανά ότι ο Χρυσοστομίδης είναι εκείνος που εκτός από Ταμπούκι, Σάσα,
Καλβίνο, Αμανίτι, Πάολο Ντι Πάολο κά έχει μεταφράσει (για τις εκδόσεις
Αστάρτη)-με άψογο, τίποτα λιγότερο, τρόπο - την "Έρημο των Ταρτάρων", το αριστούργημα του Ντίνο Μπουτζάτι, ένα από τα λίγα
βιβλία που για κάποιο δικό μου λόγο αγαπώ ιδιαίτερα και σταθερά, επί
χρόνια.
Θα σκέφτομαι με συγκίνηση τις πάμπολλες
παρουσιάσεις εκτός από αυτήν την κομβική για μένα-τις φροντισμένες με
ουσιαστικούς τρόπους, μακριά από κριτήρια του συρμού (του διασυρμού δεν θα
διστάσω τώρα πια να πω βλέποντας το ολοένα και πιο μπακάλικου τύπου αλισβερίσι
που γίνεται).
Θα αναζητώ στο διαδίκτυο τις πράγματι πρωτότυπες, μη στατικές εκπομπές του, τα
περιεκτικά και εύστοχα κείμενά του σε έντυπα και εφημερίδες από την εποχή ακόμα
του "Θούριου" και των τελευταίων χρόνων τις χαμηλών τόνων
μα τόσο ποιοτικές συζητήσεις του με δεκάδες ανθρώπους της Τέχνης σε
βιβλιοπωλεία, καφέ, στέκια και συναφείς χώρους.
Θα τον μνημονεύω με σεβασμό όταν παίρνω
στα χέρια ένα βιβλίο που έχει βάλει την σφραγίδα του, ψιθυρίζοντας πάντα ένα
ανυπόκριτο και μεγάλο ευχαριστώ.
* Η Βιβή Γεωργαντοπούλου είναι συντονίστρια λεσχών ανάγνωσης, βιβλιοκριτικός
Ανταίος Χρυσοστομίδης- Αντόνιο Ταμπούκι.
Η φωτογραφία με τον Ταμπούκι είναι από το αρχείο της εφημερίδας Αυγής.
|
γράφει ο Στάθης Γκότσης*
Τον
Ανταίο τον γνώρισα δυο φορές. Την πρώτη στα μέσα της δεκαετίας του 80 στο
Σικάγο, σε μια Ελληνική Πιτσαρία λίγα μέτρα μακριά από το Playboy
Tower. Μόλις είχε αναλάβει την διεύθυνση του Ελληνικού Playboy
και επισκέφτηκε
την "Μητρική" Εταιρία. Συστηθήκαμε, κι έκατσα στην παρέα του - δύο
ακόμη συνεργάτες του στο Ελληνικό Playboy. Ήμασταν συνομήλικοι
και γρήγορα δημιουργήθηκε μια οικειότητα. Ζήτησα αμέσως να γίνω συνδρομητής του
Ελληνικού Playboy και πλήρωσα επί τόπου την συνδρομή μου σε μια
συνεργάτιδά του. Έγραψαν την διεύθυνσή μου και πράγματι λίγες εβδομάδες
αργότερα άρχισα να λαμβάνω το Ελληνικό Playboy, που όπως συνηθίζουν
να λένε όλοι οι αναγνώστες του περιοδικού "εμείς το παίρνουμε για τις
...συνεντεύξεις και τα ανέκδοτα"!
Τα
μάτια του Ανταίου έλαμπαν, σαφέστατα ένας πολύ ευφυής και μορφωμένος άνθρωπος.
Μιλήσαμε αρκετή ώρα για το Σικάγο, για τους Έλληνες του Σικάγου, για πολλά
θέματα. Χαμογελαστός, ευγενής, ευφυής. Χαιρετηθήκαμε και αυτή ήταν η πρώτη
φορά.
Η
δεύτερη φορά ήταν πριν περίπου δύο χρόνια σχεδόν 30 χρόνια αργότερα, εγώ ως Κλινικός Φυσικός Ιατρικής
εξειδικευμένος στην Μαγνητική Φασματοσκοπία In Vivo, κι εκείνος ως
ασθενής. Δεν με γνώρισε με τα άσπρα πια γένια μου, όταν όμως του θύμισα που είχαμε
πρωτογνωριστεί θυμήθηκε αμέσως, και μάλιστα πολλές λεπτομέρειες. Πήγαμε στο
γραφείο μου και μιλήσαμε εκτενώς για το ιατρικό ιστορικό του. Γρήγορα όμως
ξεφύγαμε και μιλήσαμε για πολλά άλλα θέματα, για την κρίση, για τις
συνεντεύξεις που έπαιρνε σε όλο τον κόσμο από σπουδαίους συγγραφείς, μου είπε
πόσο απόλαυσε την συνέντευξη του Έκο και διάφορα άλλα ενδιαφέροντα πράγματα.
Του έκανα την εξέταση και του εξήγησα τα αποτελέσματα. Τα οποία ήσαν οριακά
παθολογικά και δεν προέβλεπαν την εξαιρετικά ραγδαία κατάληξή του. Ξαφνιάστηκα
και λυπήθηκα πολύ όταν έμαθα πως έφυγε τόσο αναπάντεχα. Σίγουρα είχε πολλά
ακόμη να προσφέρει. Η εικόνα ενός ευφυούς, ευγενούς και εξαιρετικά μορφωμένου
ανθρώπου παραμένει έντονη στην μνήμη μου...
* Ο Στάθης Γκότσης είναι Κλινικός Φυσικός
Ιατρικής και συνθέτης
Με τον Ιταλό συγγραφέα Νικολό Αμανίτι στον Ιανό.
Άλλη μια κεραία ως πόλη
Ημερολογιακά
γράφει ο Γιάννης Μαρκαντωνάκης*
Ο Ανταίος Χρυσοστομίδης
γεννήθηκε το 1952 (όπως κι εγώ και αυτό το λαμβάνω ως χρονοπροσδιορισμό της
γενιάς μας) . Επίσης, σιγά σιγά διαπίστωσα πως είναι μεταφραστής καλλιτεχνών
που αγαπώ το έργο τους, όπως Λουκίνο Βισκόντι, Χρύσα Ρωμανού, Νίκος Κεσσανλής. Το
1999 διάβασα το «ένα πουκάμισο γεμάτο λεκέδες» συζητήσεις του Αντόνιο Ταμπούκι
με τον μεταφραστή του Ανταίο Χρυσοστομίδη εφ όλης της ύλης, εκδ. Άγρα. Όταν
όμως ήρθε για μια φορά ακόμα στα Χανιά, τον Οκτώβριο του 2004 παρουσιάζοντας στο Κέντρο Αρχιτεκτονικής της
Μεσογείου το βιβλίο του Α. Ταμπούκι «ο
Τριστάνος πεθαίνει μια ζωή» σε μετάφραση του Ανταίου, κρατούσα το «ένα
πουκάμισο…» και πλησιάζοντας τον Ανταίο που μέχρι τότε τον ήξερα μονάχα από την
επαγγελματική του δραστηριότητα, τού ζήτησα να μου το υπογράψει, και μου έγραψε
«στον Γιάννη Μαρκαντωνάκη, εις ανάμνησίν μιας ωραίας βραδιάς» Χανιά 22/10/04.
Αυτή ήταν η αρχή της γνωριμίας μας, και λίγο μετά άρχισα να επικοινωνώ
τηλεφωνικά μαζί του, όπου φυσικά τού είπα ότι είχα συγκλονιστεί με τη μετάφραση
του εμβληματικού βιβλίου τού Ίταλο Καλβίνο, «οι αόρατες πόλεις» εκδ. Καστανιώτη
την ίδια χρονιά όπου ο Ανταίος είχε κάνει τη μετάφραση. Μάλιστα, τού
εξομολογήθηκα ότι στο εικαστικό έργο ζωής που είχα ξεκινήσει το 1994, «Χανιά 99
κλιμακωτά βιωσημεία», είχα επιλέξει τις 55 φανταστικές «αόρατες πόλεις» του
Καλβίνο για ένα είδος συμβολικής αδελφοποίησης στο σπειροειδές γράφημα της
πόλης των Χανίων, μου έμεναν ακόμη 44 πόλεις…
Όταν διάβασα το 2007 το βιβλίο
του ΑντόνιοΤαμπούκι «η νοσταλγία του πιθανού, γραπτά για τον Φερνάντο Πεσσόα»,
η διανοητική ταύτιση με το έργο του
μουσείο αλλά και η σταδιακή αποκάλυψη
του άγνωστου για μένα μέχρι τότε σπουδαίου πορτογάλου συγγραφέα, των 73+
ετερώνυμων, λειτουργούσε πολλαπλασιαστικά μέσα από την μετάφραση του Ανταίου «που τον
αναγκάζει συνεχώς να χαράζει διαδρομές να φαντάζεται δρομολόγια, να σημειώνει ένα
πυκνό τοπογραφικό δίχτυ φτιαγμένο από δρόμους, πλατείες, στενοσόκακα, αποβάθρες του
λιμανιού, στάσεις του…» Ο Ταμπούκι
μιλάει για τη Λισαβόνα, μα εγώ σκέφτομαι τα Χανιά και τη δουλειά μου στα
«κλιμακωτά βιωσημεία». Τότε συνειδητοποίησα ότι οι 44
πόλεις-πραγματικές πλέον- για την χρησιμοποίηση
στο έργο μου θα τις έπαιρνα από την εκπομπή που ήδη είχε ξεκινήσει ο
Ανταίος στην ΕΡΤ, τις «κεραίες της εποχής μας». Τον πήρα τηλέφωνο για να του το
πω ότι περιμένω πως και πως την εκπομπή κάθε βδομάδα, τους συγγραφείς και τις
πόλεις τους αλλά ήθελα να έχω την αγωνία για τον κύκλο παρουσιάσεων, δεν ήθελα
να μου πει ούτε ποιος συγγραφέας είναι προγραμματισμένος , ούτε ποιες πόλεις θα
επισκεφθούν με ούζο και πλούτο ερωτήσεων. ..
Ευγενικός και καλοσυνάτος, ο
Ανταίος όπως πάντα μου είπε απλά «να
είσαι σίγουρος ότι θα σε καλύψω, σίγουρα θα έχεις τις 44 πόλεις σου». Η
καταγραφή σε βιντεοταινίες ήταν μέρος της ενασχόλησης μου όπως και στο
χειρόγραφο ημερολόγιο που κρατούσα. Το
2010 τον Ιούνιο που είχαν για μια φορά ακόμα φιλοξενηθεί στο «Δώμα» από τις αδελφές Κουτσουδάκη, μαζί με το
ζεύγος Ταμπούκι-βρεθήκαμε, κουβεντιάσαμε για διάφορα (με
επισκέφτηκε στη δουλειά μου,
το δραστήριο τότε εικαστικό εργαστήριο του Δήμου Χανίων, στη Βίλα Κούνδουρου. Η σύζυγος
μου Ζωή, το ζεύγος Ταμπούκι κι ο Ανταίος συνφάγαμε παραδοσιακά πιάτα όπως,
μπουμπουριστούς χοχλιούς με ροζμαρί και άγρια χόρτα, στην όμορφη ταβέρνα «Ευγωνία».
Ένα χρόνο σχεδόν μετά, στις 28
Μαΐου 2011 σε μια τελετή ανάλογη της
αξίας του Ταμπούκι, ο Δήμος Χανίων , τιμούσε τον μεγάλο συγγραφέα στο ΚΑΜ,
κάνοντας τον επίτιμο δημότη Χανίων. Στο λόγο του ο σπουδαίος συγγραφέας εκτός
των άλλων ευχαριστιών, αναφέρθηκε και
στο ολοσέλιδο άρθρο που είχα δημοσιεύσει
την ίδια μέρα στην εφημερίδα Χανιώτικα Νέα και που φυσικά του μετέφρασε ο
Ανταίος. Στο συγκεκριμένο άρθρο με αφορμή την τελετή αλλά και το τελευταίο ως
τότε μεταφρασμένο βιβλίο, «ταξίδια κι άλλα ταξίδια» όπου μεταξύ άλλων έγραφα.
(ένα απόσπασμα που ισχύει και για τους δύο πλέον αείμνηστους, τον Αντόνιο και
τον Ανταίο, αφού ανέλυσα το βιβλίο, κατέληγα : “…είναι ένα αμάλγαμα απλής
περιηγητικής γραφής, συνδυασμένης αρμονικά με δοκιμιακά στοιχεία ενός
προσωπικού και ταυτόχρονα οικουμενικού φανταστικού Μουσείου αλλά Μαλρώ,
φόρος τιμής στις διάνοιες του πνεύματος,
της τέχνης , των ουμανιστικών επιτευγμάτων… Το βιβλίο αυτό χρειάζεται για το
ταξίδι της λογοτεχνίας μια μορφή
επιπλέον γνώσης, πολλών εν τέλει μορφών επιπλέον γνώσης… Χρειάζεται
ΠΑΙΔΕΙΑ για να απολαύσεις την εγκωμιαστική λογοτεχνία στο χρόνο της και αυτό το γνωρίζει ο
ευαισθητοποιημένος και αντίστοιχα καταρτισμένος φίλος μεταφραστής Ανταίος
Χρυσοστομίδης, ο άνθρωπος που γνωρίζει όσο κανείς άλλος Έλληνας τον διάσημο
συγγραφέα…»
25 Μαρτίου 2012 Θάνατος –αναμενόμενος-Α. Ταμπούκι
27 Σεπτεμβρίου’ 12 αφιέρωμα
μνήμης από το δήμο Χανίων στον Α. Ταμπούκι σε συνεργασία με το Ιταλικό
ινστιτούτο. Παρόντες, οι φίλοι του και φυσικά ο Ανταίος.
30 Σεπτεμβρίου επίσκεψη του
Σταύρου Πετσόπουλου στο «Χώρο»
του εργαστηρίου μου μαζί με τον αείμνηστο
Ανταίο, του πήρα (ίσως την τελευταία του) συνέντευξη μιας ώρας, είναι
μαγνητοφωνημένη, αδημοσίευτη, προγραμματισμένη για τις 25 Αυγούστου 2016
επετειακά, μιλάει κυρίων για τις «κεραίες της εποχής μου»
1 Οκτωβρίου , δημοσιεύω στα
Χανιώτικα Νέα ολοσέλιδο άρθρο για τις «κεραίες της εποχής μας». Την ίδια μέρα, παρουσιάζεται στο θέατρο
Κυδωνία, ο πρώτος τόμος «οι κεραίες της εποχής μας» ο Ανταίος συζητά με τον
Μιχάλη Βιρβιδάκη , στο βιβλίο του μας αφιερώνει «στο Γιάννη και στη Ζωή, καλούς
φίλους και συνοδοιπόρους στα περί τέχνης, φιλικά , Ανταίος». Ακολουθεί το
«δράμα της σταγόνας» για τους φίλους του που
παρακολουθούμε την ασθένεια του, από μακριά.
Πεθαίνει –αναπάντεχα για μας- στις 25 Αυγούστου 2015.
Πεθαίνει –αναπάντεχα για μας- στις 25 Αυγούστου 2015.
Στις 4 Σεπτεμβρίου 2015, στην
πλατεία της Σπλάντζιας στα Χανιά, ξετυλίγω περφόρμανς 5.500 μέτρων στη μνήμη
του Ανταίου, με τίτλο «τα κίτρινα παπούτσια η… κεραία Μαύρη» (Αυγή 18/9).
Πρόθεση μου όσο ζω, να τιμώ με
διάφορους τρόπους τον αξέχαστο φίλο, σπουδαίο άνθρωπο και μεγάλο, στη συμβολή
του βιβλίου.
Γιάννης Μαρκαντωνάκης
* Ο Γιάννης Μαρκαντωνάκης είναι εικαστικός καλλιτέχνης, αρθρογράφος