Τετάρτη 16 Μαρτίου 2016

Έντιτ Σέντεργκραν (Edith Södergran (1892-1923) μετάφραση Βίκυ Αλυσσανδράκη

επιμέλεια Νότα Χρυσίνα*



"Jag gör icke dikter utan jag skapar mig själv, mina dikter äro mig vägen till mig själv."
Edith Södergran

(«Δεν γράφω ποιήματα, πλάθω απλά τον εαυτό μου, τα ποιήματά μου είναι για μένα ο δρόμος προς τον εαυτό μου.»)
Έντιτ Σέντεργκραν


Όταν διάβασα για πρώτη φορά ποιήματα της Έντιτ Σέντεργκραν, είπα: «Μα αυτή η ποίηση δεν μεταφράζεται!». Ταυτόχρονα όμως όσο περισσότερο την ανακάλυπτα, τόσο αποκτούσα ολοένα και περισσότερο την αίσθηση ότι δεν χρειαζόταν να μεταφραστεί. Τόσο σίγουρη ήμουν ότι οι λέξεις αυτές και το νόημά τους ήταν τόσο ανθρώπινα, που αποτελούσαν από μόνα τους μια κοινή πανανθρώπινη γλώσσα, κατανοητή από την Ιρλανδία ως τη Σιβηρία και από τα Σβάλμπαρντ ως την Ελλάδα. Αυτός ήταν κι ο λόγος που αποφάσισα να προσπαθήσω να την αποκρυπτογραφήσω στα ελληνικά.
Όταν μιλά κανείς για τη Σέντεργκραν, το πρώτο πράγμα που σκέφτεται είναι σταυροδρόμια. Σταυροδρόμια τόπων κυρίως, αλλά και εποχών. Η ποιήτρια, που γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη το 1892, μεγάλωσε αντικρίζοντας τη Βαλτική. Τη λίμνη εκείνη των γλωσσών, των πολιτισμών και των ανθρώπων, που γέννησε τον Καντ και τη Λου Σαλομέ, τη θάλασσα που από τα μέσα του 19ου αιώνα επώαζε νεωτερικότητα και αλλαγή. Οι γονείς της ήταν σουηδόφωνοι φινλανδοί. Η ίδια έλαβε γερμανική παιδεία και δοκίμασε να γράψει στα γερμανικά, τα ρωσικά και τα φινλανδικά, μέχρι να καταλήξει ότι τα σουηδικά ήταν η γλώσσα στην οποία μπορούσαν για εκείνη να εκφραστούν καλύτερα οι κραυγές, τα συναισθήματα και τα χρώματα μιας εποχής ξεριζωμού κι αναγέννησης για τον Άνθρωπο. Χτυπημένη από τη φυματίωση από πολύ νωρίς, κατάφερε μέσα στην εξαιρετικά σύντομη ζωή της (πέθανε το 1923, στη Ράιβολα της Καρελίας) να αφήσει ένα έργο που την έκανε να συγκαταλέγεται ανάμεσα στις λίγες κι αναμφισβήτητα γνήσια ευρωπαικές φωνές της Νεωτερικότητας. Μαζί με λίγους ακόμα σύγχρονούς της, ανήκει στους «ανένταχτους» των αρχών του 20ού αιώνα. Ανήκει στις φωνές που εξέφρασαν τόσο γνήσια το ανθρώπινο συναίσθημα της εποχής, ώστε να μην μπορούν να χωρέσουν σε κανέναν «-ισμό», σε κανένα έθνος, σε καμία γλώσσα, σε καμία εποχή. 
Η ποίηση της Σέντεργκραν μοιάζει γι αυτούς τους λόγους πανανθρώπινη και σύγχρονη όσο ποτέ. Μέσα από αυτήν βλέπουμε διάχυτη την αγωνία ενός ανθρώπου σε βαθιά κρίση ταυτότητας, που βιώνει τον πρώτο «μεγάλο πόλεμο», αισθάνεται μετέωρος βλέποντας τις σταθερές του να καταρρίπτονται κι αναζητά καταφύγιο στη Φύση, την οποία ανακαλύπτει ξανά, ως αναπόσπαστο τμήμα της. Ταυτιζόμαστε μοιραία με αυτό το Όλο. Εισχωρούμε σε κάθε λέξη. Γινόμαστε μαζί της νεράιδες του δάσους, φύλλα και δέντρα, ηρωίδες επών που πολεμούν, ιέρειες απόκρυφων μυστηρίων, γυναίκες εξ-ουδετερωμένες και άνδρες με παράλληλα βλέμματα, κραυγές και κόσμους που δεν συναντιούνται ποτέ.
Στα ποιήματα της Σέντεγκραν βλέπουμε τη νέα, αυθύπαρκτη γυναίκα που έσπασε τα δεσμά, απαλλάχθηκε από την αιώνια παιδικότητα του παρελθόντος και ξεπήδησε μέσα από τη Νεωτερικότητα διεκδικώντας το δικαίωμα, για το οποίο παρέλειψαν να παλέψουν οι Σουφραζέτες: το δικαίωμα στην αγάπη και τον έρωτα, που πηγάζει από ελεύθερη επιλογή και βαθιά συνειδητοποίηση της σεξουαλικότητας. Αυτός ο έρωτας, όπως μας τον θύμισαν μερικές δεκαετίες νωρίτερα η (επίσης γεννημένη στη Βαλτική) Λάουρα Μάρχολμ και η σουηδή Έλλεν Κέυ, ξαναβρίσκει μέσα από τα ποιήματα της Σέντεργκραν την αρχαιοελληνική του σημασία, την πνευματική και σαρκική του διάσταση, την διττή του φύση, το νεῖκος και τη φιλότητα. 
Η νιτσεϊκά αναγεννημένη γυναίκα είναι παρούσα και έτοιμη να διεκδικήσει και να γευτεί τον έρωτα. Ο άνδρας όμως μας μοιάζει να βρίσκεται ακόμα μερικά μέτρα πίσω στα σκαλοπάτια της αναγέννησης. Γι αυτό και οι δρόμοι είναι ακόμα παράλληλοι. Οι κραυγές δεν ακούγονται και οι κόσμοι μοιάζουν να μη συναντιούνται πουθενά.
Με νόρμες φερμένες από τη ρομαντική κληρονομιά, αλλά δωσμένες με χρώματα συμβολισμού, εξπρεσσιονισμού κι αναφορές στο μυστικισμό, η Σέντεργκραν καταφέρνει, μέσα στο βαμπιρικό περιβάλλον που δημιουργεί, να μας ενώσει με το παρελθόν και το μέλλον μας, στη ρητή επιθυμία της να βοηθήσει στην «εξέλιξη» του Ανθρώπου. Κινείται με απίστευτη ευκολία στα σταυροδρόμια των τόπων και των εποχών που έμαθε να περπατά κι ενώνει σαν γέφυρα τα αγεφύρωτα: γλώσσες, έθνη, φύλα, γενιές, ανθρώπους. Κι αν έχουμε ανάγκη από γέφυρες στην Ευρώπη! Ειδικά σε καιρούς που αντί γι αυτές υψώνουμε συρματοπλέγματα..

(Μεγάλο ευχαριστώ στους δασκάλους μου, Annika Helander, Steinunn Sigurðardóttir και Thomas Mohnike, που μου σύστησαν την Έντιτ και που πάνω από όλα με έμαθαν να βλέπω -και να χτίζω-γέφυρες.)


Vi kvinnor
Vi kvinnor, vi äro så nära den bruna jorden.
Vi fråga göken, vad han väntar av våren,
vi slå våra armar kring den kala furan,
vi forska i solnedgången efter tecken och råd.
Jag älskade en gång en man, han trodde på ingenting...
Han kom en kall dag med tomma ögon,
han gick en tunga dag med glömska över pannan.
Om mitt barn icke lever, är det hans...

Γυναίκες εμείς
Γυναίκες εμείς, ένα είμαστε με τη γη τη μαύρη.
Τον κούκο ρωτάμε απ’ την Άνοιξη τι να προσμένει
Τα χέρια τυλίγουμε γύρω απ’ το πεύκο το κρύο,
στο ηλιοβασίλεμα ψάχνουμε ορμήνειες και σήματα.
Μια φορά αγαπούσα έναν άνδρα, σε τίποτα δεν πίστευε...
Ήρθε μια κρύα μέρα μ΄ άδεια μάτια,
έφυγε μια μέρα βαριά με λήθη πάνω απ’ το μέτωπο.
Αν το παιδί μου δεν ζει, δικό του είναι...

Rosenaltaren
Jag skiljer mig från eder,
ty jag är mer än ni.
Jag är i skymning
tempelprästinna
invigd bevakande
framtidens eld.
- - - - - -
Jag träder ut till eder
med ett glatt budskap:
Guds rike börjar.
Icke Kristi
tynande välde,
nej högre, ljusare
mänskogestalter
träda till altaret,
bärande fram sin tacksamhet
överjordiskt doftande,
sinnesbetagande.
Där står altaret -
som en suck ur Guds bröst -
krönen det med rosor
att man endast ser ett berg av skönhet.
Lätt därpå
skall stundens ande sitta
drickande
ur bräckligt gyllne glas
stundens skål.




Ο Βωμός των Ρόδων
Από σας ξε-χωρίζω
γιατί είμαι από σας παραπάνω.
Στο λυκόφως είμαι
ιέρεια ναού

χρισμένη να φυλάττω
τη φλόγα του μέλλοντος.
- - - - - - 
Σας αποκαλύπτομαι

μ’ ένα χαρμόσυνο μήνυμα:
Το βασίλειο του Θεού αρχίζει.
Όχι του Χριστού
η ξέθωρη αυτοκρατορία,
όχι, υψηλότερες, πιο φωτεινές
ανθρώπων μορφές
στο βωμό προσέρχονται
να προσφέρουν ευχαριστίες
μ’ άρωμα από Ουρανούς
κι ηλιθιότητα.

Εδώ στέκεται ο βωμός
σαν αναστεναγμός απ’ το στήθος του Θεού
στεφανώστε τον με ρόδα
άλλο να μη βλέπετε από ένα βουνό ομορφιάς.
Ομαλά εδώ πάνω
θα καθίσει της στιγμής το πνεύμα
και θα πιει
στην υγειά της στιγμής
μέσα από εύθραυστα χρυσά ποτήρια.

Ηelvetet
O vad helvetet är härligt!
I helvetet talar ingen om döden.
Helvetet är murat i jordens innandöme
och smyckat med glödande blommor...
I helvetet säger ingen ett tomt ord...
I helvetet har ingendruckit och ingen har sovit
och ingen vilar och ingen sitter stilla.
I helvetet talar ingen, men alla skrika,
där äro tårar icke tårar och alla sorger äro utan kraft.
I helvetet blir ingen sjuk och ingen tröttnar.
Helvetet är oföränderligt och evigt. 



Η Κόλαση

Ω, τι όμορφη είναι η κόλαση!
Στην κόλαση δεν μιλούν  για το θάνατο.
Η κόλαση είναι χτισμένη στα σπλάχνα της γης
και στολισμένη μ’ αστραφτερά λουλούδια...
Στην κόλαση κανείς δεν λέει μια κενή λέξη
Στην κόλαση κανείς δεν έχει πιει, δεν έχει κοιμηθεί
δεν ξαποσταίνει, ούτε κάθεται ακίνητος.
Στην κόλαση  κανένας δεν μιλά, μα όλοι φωνάζουν.
Εκεί τα δάκρυα δάκρυα δεν είναι κι όλες οι λύπες είναι αδύναμες.
Στην κόλαση δεν αρρωσταίνουν, δεν κουράζονται.
Η κόλαση είναι απαράλλαχτη κι αιώνια.




IV
Du sökte en blomma
och fann en frukt.
Du sökte en källa
och fann ett hav.
Du sökte en kvinna
och fann en själ -
du är besviken.
(Ur Dagen svalnar)


IV
Έψαχνες άνθος
βρήκες καρπό
Έψαχνες πηγή
και βρήκες θάλασσα
Έψαχνες γυναίκα
βρήκες ψυχή-
κι απογοητεύτηκες.
(Από το «Η μέρα δροσίζει»)





Η Βίκυ Αλυσσανδράκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1981. Σπούδασε νομικά, έκανε τη δικηγόρο, βαριόταν και περίμενε τη ζωή της να αρχίσει. Στο Παρίσι γνώρισε το Βορρά και ύστερα από τριάμισι χρόνια στη Σουηδία, αποφάσισε να ρίξει πίσω μαύρη πέτρα και να χωθεί στον κόσμο των Βίκινγκς, της Έντιτ Σέντεργκραν, του Γκέοργκ Μπράντες, του Περ Λάγκερκβιστ, του Τούμας Τράνστρεμμερ, της Ίνγκερ Κρίστενσεν, του Μίκα Βάλταρι και του Χάλλντορ Λάξνες. Σπουδάζει σκανδιναβική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, γιατί υποσχέθηκε σε όλους αυτούς να τους κάνει σιγά-σιγά να μιλήσουν ελληνικά. Και δεν της αρέσει να αθετεί υποσχέσεις!

* Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια, πολιτισμολόγος.

1 σχόλιο: