Τετάρτη 2 Μαρτίου 2016

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΣΥΜΕΩΝ "ΝΗΦΑΛΙΟΣ ΜΕΘΗ"



ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΣΥΜΕΩΝ

ΝΗΦΑΛΙΟΣ ΜΕΘΗ 


Εκδόσεις ΑΓΡΑ, Φεβρουάριος 2016 (ανατύπωση)


Ξανακυκλοφορεί το σπουδαίο βιβλίο του Ιερομόναχου Συμεών, που είχε πρωτοεκδοθεί το 1985 και προκάλεσε μεγάλη αίσθηση.

Ήρθε η στιγμή να σας μιλήσω για τον έρωτα και τη Νηφάλιο Μέθη. Όντας μια κατ’ εξοχήν ερωτική φύση, ομολογώ πως πιο δύσκολο πράγμα για μένα δεν υπάρχει. Αλλά είμαι στα μαύρα ντυμένος, νεκρός για τα παρόντα. Επειδή έβαλα φραγμό στον άμεσο έρωτα, μόνο δια της τελείας μετατροπής του αναζητώ την ευτυχία. 

Ο παρών τόμος αποτελεί το επεξεργασμένο κείμενο μιας ομιλίας που δόθηκε στο Βόλο, τα Γιάννενα, την Αθήνα και τη Λιβαδειά, κυρίως σε φοιτητές, το 1984.
Ο Ιερομόναχος Συμεών, αναφέρεται καταρχήν στις διαφορές που χαρακτηρίζουν τη Δυτική ουμανιστική σκέψη και την ανατολικής επίδρασης ελληνική ορθοδοξία και αναπτύσσει το θέμα της Νηφαλίου Μέθης, που προκαλεί η ερωτική ένωση με το Θεό.

«Ο Πατήρ Συμεών μάς εξηγεί ότι γι’ αυτόν η συγγραφή είναι ένας τρόπος να βιώνει πιο βαθιά τη φύση που τον περιβάλλει στο Όρος, ένας άλλος τρόπος να προσεύχεται και να βρίσκει άμεση λύτρωση και παρηγοριά... Μοιάζει με εκείνες τις σπάνιες εξαιρέσεις του ανθρώπινου είδους που μπορούν να αλλάζουν τη ζωή κάθε φορά που υπάρχει ανάγκη, ακόμη και τώρα. Γιατί να το κάνει; Μα για να μη σκοροφαγωθεί από τη ρουτίνα, να μην πετρώσει σαν άγαλμα. Για να συνεχίσει να εξερευνά τις ατελείωτες πιθανότητες του κόσμου και τη ζωής μέχρι την τελευταία αναπνοή, με την ίδια πρόσχαρη περιέργεια με την οποία με ρωτάει για όσα ξέρω και δεν ξέρω. Γιατί τόσο πολύ συγκλονίστηκα που τον γνώρισα, ώστε όταν αποχαιρετιστήκαμε αισθάνθηκα ότι αποχωρίστηκα ένα παλιό και αγαπημένο φίλο... Ήταν, χωρίς αμφιβολία, η γενναιόδωρη ανθρώπινη ζεστασιά του...»
– MARIO VARGAS LLOSA, El País, 29.9.2002

«Αισθάνονται ακόμα στον Άθω αυτό το αίσθημα πληρότητας που προσφέρουν η περισυλλογή ή η ευχή της καρδιάς; Σίγουρα δεν θα μπορούσα εγώ ο ίδιος να κρίνω για το σύνολο της αγιορείτικης κοινότητας, αλλά μερικές σύγχρονες μαρτυρίες το πιστοποιούν ξεκάθαρα. Σκέπτομαι τα δημοσιευμένα το 1994 στην Ελλάδα ποιήματα ενός Αγιορείτη μοναχού με το όνομα Συμεών, που μας δείχνουν θαυμάσια τί μπορούν να είναι ακόμα σήμερα η ενόραση και η εσωτερική ζωή ενός σύγχρονου μοναχού. Καθένα από τα ποιήματά του, τριακόσια εξήντα στον αριθμό, είναι ένα σύντομο σημείωμα για στιγμές ουσιαστικά φευγαλέες, ενώ σε κάποια, αντίθετα, αφήνεται να φανεί ένα βαθύ αίσθημα πληρότητας». – 
– JACQUES LACARRIÈRE
Le Mont Athos, Éd. de l’Imprimerie Nationale, 2002 

Βιογραφικά στοιχεία

Ο ιερομόναχος Συμεών γεννήθηκε το 1950 στο Περού. Ασπάστηκε την Ορθοδοξία και επέλεξε να ζήσει στην Ελλάδα, στο Άγιον Όρος, στη Μονή του Οσίου Γρηγορίου και αργότερα στο κελί του Τίμιου Σταυρού της Μονής Σταυρονικήτα. Γράφει θεολογικά δοκίμια και ποίηση.
Στις Εκδόσεις Άγρα κυκλοφορούν επίσης τα ποιητικά βιβλία του Συμεών μνήμα (1994) και Με ιμάτιον μέλαν καθώς ο άνεμος απλώς φυσά (1999) και η συλλογή στα ισπανικά Pequeňa seleccion de poemas (2010).
Υπήρξε στενός φίλος του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη.

ΜΙΚΡΕΣ ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΕΔΙΑ του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΠΑΣΑΪΚΑ



«Από την παιδική μου ηλικία σχεδίαζα με μεγάλη ευχέρεια, ποτέ όμως δεν αγάπησα το σχέδιο.. Πάντοτε έβρισκα βαρετό το μέρος εκείνο της ζωγραφικής ή του σχεδίου, που αφορούσε την τρίτη διάσταση, εις την απεικόνιση δηλαδή του βάθους…Αντελήφθην ότι η απεικόνιση του βάθους εις τη ζωγραφική είναι τρόπον τινά σκηνοθετημένη».


Βασίλης Παπασάικας



Η προοπτική δεν ελκύει τον Βασίλη Παπασάϊκα καθώς εξηγεί πως "Το πρόβλημα από την μία έχει να κάνει με την ψυχοσύνθεσή μου και από την άλλη με την διαδικασία της προοπτικής πάνω στο χαρτί. Η προοπτική στο χαρτί γίνεται πλασματικά, δεν είναι αληθινή.
Με ενοχλούσε ότι έπρεπε να σκηνοθετήσω το βάθος.
 Από τα αρχαία χρόνια αυτό που ονομάζουμε κάτοψη το ονόμαζαν ιχνογραφία. Το ίχνος που αφήνεται πάνω στο έδαφος.
Είμαι στατικός άνθρωπος. Αγαπώ την στάση περισσότερο από την κίνηση".

Ο Βασίλης Παπασάϊκας στο βιβλίο που παρουσιάζεται ιχνογραφεί την Τέχνη του μέσα από μικρές "Συντάξεις και Σχέδια". Μεταφέρει στο χαρτί συμπυκνωμένους συλλογισμούς και νοήματα που τον απασχόλησαν ταυτόχρονα με την δημιουργική πράξη. Γράφει χαρακτηριστικά "η πραγμάτωση ενός έργου τέχνης απαιτεί υπερπροσπάθεια και Η εικαστική τέχνη ασκείται ατομικά, όπως εξάλλου και η ζωή. Μόνοι μας ερχόμαστε εις τον κόσμο, εις την ουσία μόνοι μας ζούμε και μόνοι μας φεύγουμε".




Ολόκληρη η συνέντευξη του Βασίλη Παπασάϊκα την Πέμπτη στο cantus firmus.

Μνήμη Λευτέρη Βογιατζή




 γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη*

Μνήμη Βογιατζή
Θέατρο που σαν καλή
ποίηση μοιάζει! 
[ένα χαικού,Α.Ξηρογιάννη]





 Ποτέ δεν μετανοιώσαμε όλοι εμείς που κάναμε ομαδικές κοπάνες από τις δικές μας πρόβες όταν φοιτούσαμε στην δραματική σχολή για να πάμε να παρακολουθήσουμε τις παραστάσεις του Λευτέρη Βογιατζή.Ο άνθρωπος αυτός άφησε το στίγμα του στο ελληνικό θέατρο και σφράγισε μια εποχή.Και τώρα είναι εύλογο να αναρωτηθεί κανείς τί θα μας φέρει η μετά Βογιατζή εποχή.Μπορεί πολλά.Μπορεί και τίποτα καινούριο.Το μέλλον είναι μπροστά.'Ιδωμεν!Βογιατζής ίσον ορόσημο,λοιπόν.Βογιατζής ίσον τομή.Γνωστός και λατρεμένος για αυτό που ήταν.Για την τελειομανία του,για την αγάπη του να φωτίζει την λεπτομέρεια,για τον υπέρμετρο ζήλο,το ήθος και την απόλυτη αφοσίωσή του στην τέχνη που επέλεξε να υπηρετήσει.Γνωστός και λατρεμένος για την αυθεντικότητά του.Έπαιζε και σκηνοθετούσε ανελλιπώς.Ακούραστος εργάτης του θεάτρου,απέραντα δημιουργικός,γοητευτικά ασυμβίβαστος.Σημαντικές συνεργασίες με άλλους θεατρανθρώπους, ίδρυση ξεχωριστών θιάσων για να καταλήξει στο θέατρο της οδού Κυκλάδων ,το οποίο θα γίνει στέκι ομορφιάς,έμπνευσης και δημιουργικότητας και θα αποκτήσει φανατικό κοινό!Ένας από τους παράγοντες που έκανε τη διαφορά ήταν θα έλεγε κανείς η εκ πεποιθήσεως έλλειψη λαικίστικης τακτικής.Το κοινό ''ανέβαινε'' προς την τέχνη του,από άποψη δεν ''κατέβαινε'' εκείνος και οι συνεργάτες του.Μακριά από κάθε είδους στράτευση και πουριτανισμό πορεύτηκε τον δικό του δρόμο,που όμως είχε μιαν μοναχικότητα και αλήθεια. Kι όμως όταν ρωτήθηκε σχετικά με την ''τελειομανία'' του σε συνέντευξη της εφημερίδας LIFO στον Χρήστο Παρίδη,απάντησε τα εξής:'' ''Καθόλου δεν είμαι τελειομανής! Είναι τελειομανία η κάποια μου επιμονή να βοηθήσω τους ηθοποιούς ώστε να ανοίξει μια μεγαλύτερη περιοχή μέσα τους και να μπορέσουμε να συμπορευτούμε για να υπηρετήσουμε αυτό που θέλουμε να κάνουμε; Είναι μια φυσιολογική αναζήτηση ενός τρόπου που καλύπτει μια βασική εκφραστική ανάγκη. Είναι κάποια επιμονή. Από 'κει και πέρα δεν έχω την πολυτέλεια αυτή την ανάγκη να την μεταθέσω σε άλλα επίπεδα, να την σπάσω, να την καταστρέψω αν θέλω, να την οδηγήσω σε κάτι πιο πολύπλοκο, ας πούμε παράφωνο--- έτσι όμως που να δίνει ευφωνία. Τελειομανία θα ήταν αν είχα στη διάθεση μου τον τρόπο και τα όργανα και το ηθικό να κάνω αυτά τα πράγματα. Θά 'πρεπε να έχω πολύ μεγαλύτερη ευχέρεια χρόνου και χρήματος για να πω ότι εξυπηρετώ την τελειομανία.'' Πηγή: www.lifo.gr «Σπασμένη στάμνα» του Κλάιστ,«Σάρα»,'Eλλη Λαμπέτη,«Αγροίκοι» του Γκολντόνι,«Κατζούρμπος» του Χορτάτζη,«Σε φιλώ στη μούρη» και το «Bella Venezia» του Διαλεγμένου,«Με δύναμη από την Κηφισιά» των Δημήτρη Κεχαΐδη - Λένας Χαβιαρά ,«Σε σας που με ακούτε» της Λούλας Αναγνωστάκη, «Θείο Βάνια» του Τσέχοφ,Μολιέρος,Σάρα Κέην,Χάρολντ Πίντερ,«Ημερη» του Ντοστογιέφσκι,''Τόκος'' του Δημητριάδη,είναι μερικές λέξεις κλειδιά που σχετίζονται με το θεατρικό σύμπαν του Λευτέρη Βογιατζή που υπήρξε κατά την ταπεινή μου γνώμη ένας ''εν ζωή μύθος'' για πολλά χρόνια .Και τώρα που έφυγε και αναστοχαζόμαστε ,καταλήγουμε πάλι στο ίδιο,δηλαδή σε αυτό που ήδη ξέρουμε,ότι ο Λευτέρης Βογιατζής ήταν από μόνος του και ρεύμα και σχολή.Δεν είχε θεατρικούς και σκηνοθετικούς προγόνους,αλλά ούτε και απογόνους.Στο ελληνικό θεατρικό γίγνεσθαι,οι υπάρχοντες κλασικοί,μοντέρνοι ή μεταμοντέρνοι σκηνοθέτες,όσο αξιόλογοι και ευρηματικοί κι αν είναι,έχουν τελείως διαφορετικές κατευθύνσεις,θέσεις και μεθόδους εργασίας,αλλά και τελείως διαφορετική φιλοσοφία στον τρόπο θέασης των πραγμάτων,αλλά και αναφορικά με τη θεατρική πράξη.Ο Λευτέρης Βογιατζής έφυγε νωρίς.Είχε πολλά ακόμα να δώσει στο θέατρο Σε όλους εμάς είναι ήδη αισθητή απουσία του.






*Η Ασημίνα Ξηρογιάννη γεννήθηκε το 1975 και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Kλασσική Φιλολογία και Θεατρολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Υποκριτική στο Θέατρο-Εργαστήριο. Διδάσκει Θεατρική Αγωγή στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση και εργάζεται ως εμψυχώτρια θεατρικού παιχνιδιού. Παράλληλα παραδίδει μαθήματα Γλώσσας και Λογοτεχνίας καθώς και Θεωρίας και Ιστορίας Θεάτρου. Έχει παρακολουθήσει διάφορα θεατρικά σεμινάρια, υποκριτικής, σκηνοθεσίας και θεατρικού παιχνιδιού. Έχει σκηνοθετήσει και ανεβάσει με τους μαθητές της αρκετά έργα, δικά της και ξένα. Το 2009 δημιούργησε το ιστολόγιο Varelaki - Σελίδες Τέχνης και Πολιτισμού. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές: "Η προφητεία του ανέμου" (εκδόσεις Δωδώνη 2009), "Πληγές" (εκδόσεις Γαβριηλίδης 2011), "Εποχή μου είναι η ποίηση" (εκδόσεις Γαβριηλίδης 2013), ενώ κυκλοφορεί δωρεάν στο διαδίκτυο το e-book "Ποιήματα" από τις εκδόσεις Ενδυμίων (2014). Το 2010 κυκλοφόρησε η νουβέλα της "Το σώμα του έγινε σκιά" από τις εκδόσεις Ανατολικός (έπαινος από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών και Α' Βραβείο Βιβλίου στα Σικελιανά 2011). Το 2015 κυκλοφόρησαν το βιβλίο της "23 μέρες" από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης και το θεατρικό μονόπρακτο Οντισιόν από τις εκδόσεις Vakxikon.gr (έπαινος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών - 2013). Με ποιήματά της έχει συμμετάσχει σε πέντε συλλογικές εκδόσεις. Ποιήματά, διηγήματά, κριτικές και άρθρα της δημοσιεύονται σε διάφορα έντυπα, ηλεκτρονικά περιοδικά και ιστολόγια. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, τα Γαλλικά και τα Ισπανικά.

Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ "ΑΛΛΑ ΡΟΥΧΑ" ΤΟΥ ΖΑΧΑΡΙΑ ΣΩΚΟΥ




Πρώτη δημοσίευση :Περιοδικό "Τα Ποιητικά" τεύχος 20ό Δεκέμβριος 2015

γράφει ο Γιώργος Λίλλης*



ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ

Ο Ζαχαρίας Σώκος άργησε να εκδώσει τα ποιήματά του κι ας έγραφε από την δεκαετία του 70. Αυτό φανερώνει πως ο ίδιος, έχει συνείδηση ότι η ποίηση έχει πάντα το δικό της χρονοδιάγραμμα που δεν μετριέται με τα μέτρα και τα σταθμά του δικού μας χρόνου. Βρίσκω σε αυτή την στάση μια ωριμότητα που λίγοι έχουν βάζοντας και τον εαυτό μου ανάμεσα στους δεύτερους που λόγω του αυθορμητισμού βιάστηκα να εκδώσω τα πρώτα μου ποιήματα χωρίς να περιμένω στωικά τον χρόνο να δικαιώσει την ύπαρξή τους. Ο Σώκος, σέβεται την ποιητική τέχνη και γι΄ αυτό εξέδωσε ένα βιβλίο όταν τελικά είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή για να γίνει αυτό. Διαβάζοντας την συλλογή Άλλα ρούχα, διαπιστώνω πως τα ίδια τα ποιήματα εκπέμπουν την ωριμότητα ενός δημιουργού που ξέρει να χειρίζεται την ποιητική γλώσσα με σθένος. Τα ποιήματα του Σώκου είναι μνήμες που ζωντανεύουν. Ανασταίνουν στιγμές στο παρόν, αντιδρώντας στην αδράνεια και την φθορά. Έχουν ένα ελπιδοφόρο πυρήνα, στοχαστικό, φιλοσοφικό, παρ΄ όλα αυτά δοσμένα με έναν λυρικό τρόπο πατώντας γερά στην παράδοση:

Γιατί στον ιερό -όλα από πάνω έρχονται - τον γάμο,
κι όλα από κάτω αναβλύζουν,
όπως αυτή η πληθυντική σταγόνα,
ίδια με κέρμα που διέλαθε δαχτύλων,
το αλευρωμένο χώμα του καλοκαιριού αναταράζει
καθώς την κοιτάς σε πλάνο κοντινό
αστέρα μακρινού το έδαφος που κοχλάζει,
σαν το χυλό σε δυνατή φωτιά.

Αχ αυτή η αέναη θερμότητα
από τα μέσα προς τα έξω πώς εκβάλλει
και τρέχουν τα παιδιά στο ξάγναντο
τον άλλο εαυτό τους ν΄ ανταμώσουν
μην ξέροντας πως ο έρωτας σελώνει το άλογό του.

Από τους παραπάνω στίχους είναι εύκολο να καταλάβει κάποιος πως ο ποιητής είναι ένας μυστικιστής των αισθήσεων, που μετέχει στην ζωή με την δύναμη ενός οραματιστή, χωρίς όμως να χάνεται στην ονειροπόληση. Τα υλικά του, άκρως υπερβατικά, μας χαρίζουν στίχους ανεπανάληπτης ομορφιάς. Ο Σώκος κέρδισε το στοίχημα με το χρόνο.  Το ποιητικό οδοιπορικό του Σώκου ανιχνεύει τις διαστάσεις της ύπαρξης, της δίνει ώθηση να μεγαλουργήσει ακόμα και στις πιο αντίξοες συνθήκες. Διανύει πόλεις και χωρία, εισβάλει στην καθημερινότητα των ανθρώπων.  

Κι όμως η γη θα φοράει ανθούς
ώς του θερμοκηπίου την εξαΰλωση
κι άλλο τόσο μετά, ωχ θεέ μου,
μέχρι στην μακαριότητα του κόκκινου γίγαντα να αναληφθεί.

Ως τότε πολιτικοί, ιερείς, γραμματιζούμενοι και μάγοι
θα συνωθούνται παίζοντας πόκερ τις ψυχές μας.


 Η ποιητική καταγωγή του ανήκει από την μια στην λυρική δύναμη ενός Αρχίλοχου και από την άλλη στην φιλοσοφική σκέψη των Προσωκρατικών. Αυτός ο συνδυασμός ανυψώνει την τέχνη του σε μια φαινομενικά απλή ενατένιση της ζωής η οποία όμως κρύβει πολυδιάστατες έννοιες και εικόνες, πράγμα που καθιστούν την ποίησή του ένα φιλοσοφικό μανιφέστο υπέρ της ποιητικής τέχνης. Αν προσθέσουμε τον σταθερό τόνο της φωνής που κατακτά έναν προσωπικό ρυθμό, την σπουδή του στο μινιμαλισμό και στο απόλυτα ουσιώδες, ο Σώκος με την ποιητική αυτή συλλογή έχει κατακτήσει στο απόλυτο την ποιητική του ιδέα. Κλείνω αυτό το μικρό σημείωμα με το ποίημα Το δέμα, που έγραψε ο ποιητής το 1974 κερδίζοντας το πρώτο βραβείο σε μαθητικό διαγωνισμό:

Πουλήσαμε και την τελευταία σταγόνα,
δώσαμε και το περιτύλιγμα στην πιο εξευτελιστική τιμή.
Ορφανεμένοι περιπλανιόμαστε,
αναπολούμε κοιτώντας τ΄ άστρα,
ονειρευόμαστε στης νύχτας τις ώρες.
Ξάφνου, στην στροφή συναντηθήκαμε,
είμαστε κι οι δύο αφηρημένοι,
χωρίς να μιλήσουμε βρεθήκαμε στον παλιατζή,
βρήκαμε το μήνυμα τ΄ αγοράσαμε,
ψάξαμε και για το περιτύλιγμα
και κάναμε ξανά τ΄ όμορφο δέμα.



*Ο Γιώργος Λίλλης γεννήθηκε στη Γερμανία το 1974. Ένα χρόνο αργότερα με την οικογένειά του εγκαθίσταται στην Ελλάδα. Στην αρχή στην Αθήνα και μετά στο Αγρίνιο, τόπο καταγωγής του, μέχρι την επιστροφή στη Γερμανία το 1996 όπου ζει και εργάζεται από τότε. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα Γερμανικά κι έχουν παρουσιαστεί σε περιοδικά και ανθολογίες του εξωτερικού. Μεταφράσεις, ποιήματα και δοκίμιά του έχουν δημοσιευτεί και σε διάφορα ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά ("Ποίηση", "Μανδραγόρας", "Δέντρο", "Ακτή", "Γραφή"). Επιμελείται ραδιοφωνικές εκπομπές στη Γερμανία στις οποίες παρουσιάζει Έλληνες ποιητές και μουσικούς (μεταξύ άλλων τους Νίκο Καββαδία, Νικόλα Άσιμο και Μίκη Θεοδωράκη). Έχει μεταφράσει στα ελληνικά Βισλάβα Σιμπόρσκα, Έριχ Φριντ, Λι Τάι Πε καθώς και Ινδιάνους ποιητές. "Η χώρα των κοιμωμένων υδάτων" (εκδ. "Μανδραγόρας", 2001) πρόκειται σύντομα να εκδοθεί και στη Γερμανία.

"Πειραιώτες" Χαριτόπουλος Διονύσης


Πειραιώτες

Ήρθαν πρόσφυγες από παντού. Γύρω από το έρημο αρχαίο Λιμάνι μαζεύτηκαν πρώτα Υδραίοι, Χιώτες, Μανιάτες, Κρητικοί, μετά Θρακιώτες, Πόντιοι, Νησιώτες, Μακεδόνες, Ρουμελιώτες, Πελοποννήσιοι, Θεσσαλοί, Ηπειρώτες και έφτιαξαν μια νέα ράτσα, λιμανίσια· τους Πειραιώτες.

Μικρές ιστορίες από τη ζωή των Πειραιωτών στις δεκαετίες ’50 και ’60. Η σκληρή ζωή του λιμανιού, οι κάθε λογής χαρακτήρες, η ζωή με το ένα πόδι στη στεριά και το άλλο στη θάλασσα, η ανοιχτή ματιά των λιμανίσιων, η μετανάστευση, οι ιδιότυποι και περιθωριακοί τύποι, το ρεμπέτικο, οι συμμορίες και η κρατική βία, περνούν από τις σελίδες του βιβλίου και καταγράφονται με σκληρό χιούμορ.

Χαριτόπουλος Διονύσης


Ο Διονύσης Χαριτόπουλος γεννήθηκε το 1947 στον Πειραιά όπου έζησε τα πρώτα είκοσι χρόνια της ζωής του κάνοντας από μικρή ηλικία διάφορες χειρωνακτικές δουλειές στο λιμάνι και τα γύρω μηχανουργεία και εργοστάσια, άφησε ημιτελείς δύο ενάρξεις σπουδών στην Αθήνα και το Λονδίνο, παντρεύτηκε δυο φορές και έχει δυο γιούς από τον πρώτο του γάμο, δούλεψε αρκετά χρόνια στη διαφήμιση, ενώ από το 1990 εγκατέλειψε οριστικά κάθε βιοποριστική δραστηριότητα.
Μεταξύ των ετών 1976-1996 εξέδωσε τα πεζά: Δανεικιά γραβάτα (διηγήματα),525 τάγμα πεζικού (μυθιστόρημα), Τα παιδιά της Χελιδόνας (μυθιστόρημα),Δέσποινα (νουβέλα), Τη νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι (διηγήματα), Εναντίον του Marlboro (μυθιστόρημα), Από εδώ πέρασε ο Κιλρόι(νουβέλα). Στη συνέχεια εξέδωσε το ιστορικό έργο Άρης, ο αρχηγός των ατάκτων, μια ολοκληρωμένη και τεκμηριωμένη βιογραφία του Άρη Βελουχιώτη, τα θεατρικά έργα Λίστα γάμου και Αυγά μαύρα, το δοκιμιακό Ημών των ιδίων και το 2005 το πολυδιαβασμένο μυθιστόρημα Ο άνεμος κουβάρι.
Tο δοκιμιακό του εγχειρίδιο με τους αφορισμούς (Εγχειρίδιο βλακείας, εκδ. Τόπος) παρέμεινε για οκτώ μήνες στις πρώτες θέσεις σε όλες τις λίστες ευπώλητων βιβλίων. Η νέα, οριστική έκδοση του βιβλίου Ημών των ιδίων, ξανακοιταγμένη από τον συγγραφέα, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τόπος το φθινόπωρο του 2008. Η ιστορική βιογραφία του Άρης, ο αρχηγός των ατάκτων κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2009 σε πανηγυρική επανέκδοση. Το μυθιστόρημα με τίτλο Εκ Πειραιώς, μια ανθρωπογεωγραφία του Πειραιά της περιόδου 1947-1967, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τόπος τον Οκτώβριο 2012, ενώ το 2013 κυκλοφόρησε η Συλλεκτική έκδοση, που περιλαμβάνει όλες τις νουβέλες και όλα τα διηγήματά του. Το 2014 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Τόπος το θεατρικό Αυγά Μαύρα, ενώ το νέο του βιβλίο με τίτλο Πρόβες Πολέμου, κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο 2014. To 2015 επανακυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Τόπος και τα σύγχρονα κλασικά μυθιστορήματά του: 525 τάγμα πεζικού και Τα παιδιά της Χελιδόνας


Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

"Μαρία" της Δήμητρας Κουλούρη



επιμέλεια Νότα Χρυσίνα*


               Αφροδίτη της Μήλου (ελληνιστική εποχή)





«Στην αρχή ήταν η νύχτα…
Μαύρη, σιωπηλή και ήρεμη, την βίασε ο άνεμος κι ούτε φωνή δεν έβγαλε. Κι η βία καρποφόρησε  ένα αυγό. Κι από το αυγό γεννήθηκαν ο Ουρανός και η Γη.
Ο Ουρανός απλώθηκε από επάνω με όλα του τ’ αστέρια εξουσιαστικός και άνετος. Κι η Γη, χωρίς δεύτερη κουβέντα, ξεμύτισε από κάτω του. Άνοιξε τα πόδια της και από τη μήτρα της ξεχύθηκαν κόλποι, κοιλάδες και βουνά, ωκεανοί και ποτάμια. Τρεχούμενα νερά έζωσαν τη σάρκα της χωρίς αρχή και τέλος. Και μετέτρεψαν τη Γη σε πηγή. Πηγή ζωής.
Σάστισε τότε ο Ουρανός από την τόση ομορφιά. Ομορφιά που φυλάκιζε όλες τις αισθήσεις του. Χρώματα ξεφύτρωναν από παντού. Μεθυστικές μυρωδιές αναδύονταν από τα σωθικά της. Και υγρές νότες έπλεκαν τη μελωδία του έρωτα, το Ρω του Έρωτα. Το Ρω του Έρωτα από το ρω του νερού που σε ξεδιψάει και σε μεθάει. Και το άγγιγμα εθιστικό· απαλή σαν βελούδο σάρκα, εύπλαστη σαν πηλός.
Κι έγινε μπλε ο Ουρανός από φόβο κι έρωτα. Θέλησε κι αυτός να γεννάει. Κι έχυνε σπέρμα στους κόλπους της και γεννούσε τέρατα. Και τα έθαβε μέσα της για να μην τα βλέπει ξανά και ξανά. Μέχρι που ξεχείλισε πόνο η ψυχή της και μάτωσε.
Τέλος σε αυτό το μαρτύριο έδωσε ο Κρόνος, ο μικρότερος γιος της Γης και του Ουρανού. Έκοψε ένα μέρος από το στεφάνι του και κατασκεύασε ένα δρεπάνι. Και μ΄ αυτό, ένα βράδυ που κοιμόταν ο πατέρας του, τού ακρωτηρίασε τα γεννητικά του όργανα και τα πέταξε στη θάλασσα.
Και η θάλασσα άφρισε από τον φόβο και τον φόνο, από το αίμα και την αλμύρα. Και από τους αφρούς αναδύθηκε ένα γυμνό άγαλμα όμορφο σα να 'ταν σμιλεμένο από τον καλύτερο γλύπτη. Λείο, λευκό, με καλλίγραμμες καμπύλες, στητά στήθη και γόνιμους γοφούς, έτοιμο να σε εξαπατήσει με την ομορφιά του σαν το θωρούσες από μακριά. Μα σαν σιμά του πλησίαζες, έβλεπες τα χέρια του πισθάγκωνα  δεμένα.
Αιχμάλωτη αναδύθηκε για να πορευτεί στον κόσμο των αγαλμάτων.
Εκεί την έλεγαν Αφροδίτη, εδώ Μαρία...»
Με τέτοια παραμύθια μεγάλωνα. Παραμύθια που εμφύτευαν στο υποσυνείδητό μου ρόλους και κόντρα ρόλους που με καλούσαν να υποδυθώ στη ζωή μου.
Ελεύθερη και πολιορκημένη από αρχές, πρέπει και μη.
Αγνή με ήθελαν, πιο αγνή και από το λευκό. Μια Μαρία παρθένα. Ούτε στάλα πονηριάς να μη στάξει στο μυαλό μου. Και προκομμένη. Γι’ αυτό μου αγόραζαν εργόχειρα, κουβαρίστρες και βελόνες. Να μάθω να κεντάω και να πλέκω, να ράβω και να μαντάρω. Βετέξ και σφουγγαρίστρα για να γίνω καλή νοικοκυρά. Παρακολούθηση εκπομπών μαγειρικής. Έτσι θέλει τη Μαρία η ελληνική παράδοση, δούλα και κυρά.
Στον ρόλο της μάνας με έβαζε το παιχνίδι με τις κούκλες. Ολημερίς  έντυνα κι έγδυνα, τάιζα και ξεσκάτιζα κούκλες. Τις έπλενα, τις χτένιζα, τις κοίμιζα με παραμύθια. Με τα ίδια παραμύθια που κοίμιζαν κι εμένα. Και οι κούκλες αποκτούσαν υποσυνείδητο.
Και με απόψεις αντικρουόμενες μεγάλωνα. «Να διαβάζεις για να μάθεις γράμματα», μου έλεγε ο πατέρας μου κάθε μέρα στο μεσημεριανό τραπέζι χτυπώντας τα χείλη του πάνω κάτω και αλέθοντας κομμάτια τροφής, «Να μη γίνεις μοδίστρα ή μανταρίστρα. Να σπουδάσεις, να βρεις μια καλή δουλειά, να κερδίζεις λεφτά για να μην έχεις ανάγκη κανένα μαλάκα». Και όταν πήγαινα να βγάλω κουβέντα, πεταγόταν η μάνα μου για να με προσγειώσει και να με συνετίσει, «Σώπα, μη μιλάς όταν μιλάει ο μπαμπάς.»
Και πιάνο και γαλλικά και χορό, για να ανοίξουν τους ορίζοντές μου. Ορίζοντες που οι ίδιοι τους κρατούσαν ερμητικά κλειστούς.
Μόνο καθήκοντα ήταν τα παιδικά μου χρόνια και λίγο παιχνίδι με επιλεγμένες φίλες· τη Μαρία του πλούσιου, τη Μαρία του γιατρού, τη Μαρία του δασκάλου...
Έτσι περνούσαν οι νύχτες μου. Και γέμιζαν με εφιάλτες. Πρόσωπα γνωστά και άγνωστα να κυλιούνται σε λάσπες. Σε κόπρανα και τρωκτικά να περπατούν ανάμεσα. Χάθηκαν τα χρώματα, τα πρόβατα και τα ουράνια τόξα.
Και πονούσαν τα στήθια μου και μεγάλωναν τα οπίσθιά μου. Και οι αλλαγές στο σώμα μου ήταν τόσο απότομες που κάποιες φορές ένοιωθα ξένη μέσα σε αυτό. Και τα καθήκοντα καθήκοντα και οι περιορισμοί έπαιρναν τον ανήφορο.
Μια νύχτα ξύπνησα από πόνους πρωτόγνωρους. Ανάβοντας το φως αντίκρισα κηλίδες ζεστού πορφυρού αίματος στα λευκά σεντόνια. Ήρθα για πρώτη φορά αντιμέτωπη με τον θάνατο και άρχισα να ουρλιάζω. Και ξύπνησε η μάνα μου, μου έκλεισε το στόμα και μου ψιθύρισε, «Σώπα, μη μιλάς, δεν είναι τίποτα». Με πήγε στο μπάνιο, μου πέταξε ένα καθαρό βρακί και κάτι τυλιγμένα χαρτιά – χαρτοβάμβακα, θαρρώ, τα αποκάλεσε- και με έστειλε για ύπνο με μια εντολή, «Και κοίτα μην πεις τίποτα πουθενά!».
Αυξήθηκαν οι εφιάλτες και απέκτησαν χρώμα... κόκκινο, πορφυρό. Το χρώμα του αίματος.
Και μπήκα στον χορό των ορμονών. Περνούσαν και προσπερνούσαν βρόμικες σκέψεις το μυαλό μου και το σώμα μου δυσφορούσε. Μια γλυκιά δυσφορία που ερχόταν κι έφευγε χωρίς να μπορώ να δώσω ερμηνεία. Και αναζήτησα την ερμηνεία στο είδωλό μου, το είδωλο λέει πάντα την αλήθεια. Κλείστηκα στο μπάνιο και σήκωσα αργά το πρόσωπό μου στον καθρέφτη. Το κοίταξα κατάματα και αυτό μου είπε, «Έχεις καύλες». Ήταν η στιγμή που ξύπνησε η Μαρία η Μαγδαληνή...
Σάπιζε το σώμα μου και άνθιζε λουλούδια. Μεταμορφωνόταν συνέχεια. Οι κούκλες αποκτούσαν υποσυνείδητο κι εγώ μορφή κούκλας. Έτσι άρχισε το κυνήγι του αρσενικού.
Βαμμένες μάσκες, φουρκέτες στα μαλλιά και η φούστα σηκωμένη από τη μέση κάθε μέρα και περισσότερο.
Επανάσταση, φυγή. Έτσι αντιδρούσα στις ηθικές επιταγές που δεχόμουν από τον περίγυρο. Πηδούσα το βράδυ από τα μπαλκόνια και αναζητούσα την ελευθερία σε κακόφημα μπαρ. Αλκοόλ, μπάφοι, φτωχά λεξιλόγια με πλούσια υβρεολόγια.
Μαζί με μένα ωρίμασαν και οι τιμωρίες: χαστούκια, κλείδωμα στο δωμάτιο, φωνές, ψυχική κακοποίηση. Κι όταν φώναζα, η μάνα μου μού βούλωνε το στόμα λέγοντας, «Σώπα, μη μιλάς!».
Και όταν ξεχνιόταν το περιστατικό και χαλάρωναν λίγο τα δεσμά, έκανα χειρότερα. Ερωτοτροπούσα με ανταλλαγές στοματικών υγρών και ερεθιστικών αγγιγμάτων.
Πουτάνα με αποκάλεσε η μάνα μου όταν έφτασαν τέτοια νέα στα αυτιά της από τις κουτσομπόλες της γειτονιάς.
Ναι, ήμουν μια ιλουστρασιόν παρθένα-πουτάνα. Παρθένα στο σώμα, πουτάνα στη συμπεριφορά. Και όλα αυτά γιατί ακολουθούσα το ένστικτό μου, τη φύση μου. Ήμουν γυναίκα...
Και οι εφιάλτες ζωντάνευαν τα βράδια που έβγαζα τη βαμμένη μάσκα και τις φουρκέτες από τα μαλλιά. Το κουρασμένο είδωλό μου στον καθρέφτη στεκόταν στην αρχή μιας διχάλας… κορίτσι ή γυναίκα;
Ζούσα μια πρόωρα γερασμένη εφηβεία... Χαμογέλασα μπροστά στη λίστα των επιτυχόντων στις ανώτατες σχολές. Άλμα στην ανεξαρτησία το θεώρησα. Θα γλίτωνα από τη γκρίνια της μάνας μου, από τα χαστούκια του πατέρα μου. Θα ήμουν ελεύθερη...
Δαίμονες και φαντάσματα με κυνηγούσαν όμως παντού. Και η φωνή της μάνας μου ανασκάλευε συνεχώς τα περασμένα. Εφήμεροι έρωτες τσίριζαν πάνω σε φθηνά κρεβάτια, ιδρωμένα παράθυρα, γενετήσια υγρά, ορφανά προφυλακτικά χαμένα μέσα σε κόλλες Α4, μελάνια, συρραπτικά. Στοίβες από ρούχα, μουχλιασμένοι καφέδες με φυτεμένα αποτσίγαρα, έτοιμα φαγητά σε σήψη, βρώμικοι καμπινέδες, δυσοσμία. Πρώτη επίσημη κατάθλιψη. Χημεία. Χάπια που κολυμπούσαν σαν βότσαλα στον ουρανίσκο για να ακολουθήσουν την ορμή της γουλιάς με προορισμό την αποσύνθεσή τους στο στομάχι. Έξοχος τρόπος για να μη θυμάμαι τους εφιάλτες...
Αυτή ήταν η ελευθερία που ονειρευόμουν. Σχολή, σπίτι και δουλειά. Ό,τι δουλειά έβρισκα. Γκαρσόνα, διανομέας, υπάλληλος σούπερ-μάρκετ, παραμάνα… Και ανέχθηκα προσβλητικά σχόλια, παρενοχλήσεις, βρόμικες ματιές, πύρινες γλώσσες. Ελπίδα καμία. Μόνη διαφυγή ξενύχτια, αλκοόλ, πήδημα, εκτρώσεις. Ζωή μέσα από τον θάνατο...
Και μετά ήρθε ο έρωτας ο αληθινός. Και όλα έγιναν μπλε. Και δε με ενοχλούσαν τα καθήκοντα. Δε με ενοχλούσαν οι ρόλοι. Ένιωθα πως μπορούσα τα πάντα και ζούσα. Ξέχασα την κατάθλιψη, πέταξα τα χάπια. Ξέχασα τα ξενύχτια, τις καταχρήσεις, τη μάνα μου, τον πατέρα μου. Με ξέχασαν και οι εφιάλτες. Τα ξέχασα όλα μέσα σε μια αγκαλιά σκεπασμένη με πούπουλα χήνας.
Και σοβάρεψα. Τελείωσα τη σχολή και έγινα «επαγγελματίας ερωτευμένη».
Επόμενο βήμα η συμβίωση. Σπίτι, δουλειά, κοινωνικές υποχρεώσεις. Σε όλα ήμουν άψογη. Παστίτσιο, βετέξ, αρχιτεκτονικό σχέδιο, γεύμα με φίλους, κινηματογράφο, θέατρο, εκθέσεις ζωγραφικής. Όλα τα κατάφερνα. Μόνο τις ρυτίδες δεν κατάφερνα να νικήσω.
Και μετά ήρθε η εγκυμοσύνη και ο γάμος. Πρώτα η εγκυμοσύνη και μετά ο γάμος. Έτσι συνηθίζεται στα μέρη μας.
Και ο γάμος έφερε απαγορεύσεις. Κομμένα τα μεταξωτά και οι δαντέλες, τα ψηλά τακούνια, τα βαμμένα νύχια, τα φτιασίδια και τα αρώματα. Κομμένες οι φίλες, οι παρέες, η διασκέδαση. Ο γάμος έχει υποχρεώσεις. Και ο γάμος ήμουν εγώ.
Κομμένες και οι αγκαλιές κάτω από τα φτερά χήνας και κάθε είδους επικοινωνία. Δεν χρειάζεται πια. Τα σίγουρα δεν χρειάζεται να τα διεκδικούμε.
Γερνούσα και φούσκωνα. Ένιωθα ξένη μέσα στο σώμα μου και παλινδρομούσα στην εφηβεία. Μα σιωπούσα.
Με θυμήθηκαν οι εφιάλτες, οι αϋπνίες, οι ατέλειωτες νύχτες, οι παιδικοί φόβοι. Μα δεν αντιδρούσα.
Τα βράδια συνήθιζα να καπνίζω ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι. Φυλακισμένη στον γάμο μου και με ένα παιδί στην κοιλιά έψαχνα τρόπους διαφυγής. Και θυμόμουν τις γόβες, όχι τις δικές μου, της μάνας μου. Και τα φανταχτερά πανωφόρια. Τα έκλεβα από την ντουλάπα της, τα φορούσα και στηνόμουν μπροστά στον καθρέφτη με ένα μολύβι για τσιγάρο. Βιαζόμουν να μεγαλώσω. «Τρομάρα μου», σιγοψιθύριζα, έσβηνα βιαστικά το τσιγάρο κι έμπαινα πάλι στη φυλακή μου.
Κάθε Μαρία και μια φυλακή. Κάθε Μαρία μόνη. Τίποτα δεν μοιράζομαι με τις άλλες.
Και έφτασε η στιγμή του τοκετού. Πόνοι και ουρλιαχτά. Κάποιος να βοηθήσει. Όλοι γύρω μου με κοιτούσαν, χαμογελούσαν και μιλούσαν για φαγητά, ποδόσφαιρα, ταξίδια, πίστες, θέατρα. Κι εγώ πονούσα, σκιζόμουν από τους πόνους, μάτωνα.
Ώρες ολόκληρες, μπορεί και μέρες, πέρασαν μέχρι να ακούσω το πρώτο κλάμα, τη νέα σκλαβιά.
Ήμουν πλέον επαγγελματίας, σύζυγος, νοικοκυρά και μαμά. Και γυναίκα; Ποιος τη γαμάει τη γυναίκα… δεν περισσεύει χρόνος για φιλοσοφίες. Η ζωή τρέχει κι εγώ είχα υποχρεώσεις να καλύψω.
Ακολούθησαν σκατά, κατσαρόλες, παιδικά ουρλιαχτά. Πάνες, πανάκια, παιχνιδάκια, τραγουδάκια, παραμυθάκια, φορμάκια, σεντονάκια, κρεβατάκια. Ζούσα μέσα στον κόσμο των υποκοριστικών. Και ήμουν τόσο μόνη...
Γράμματα, αριθμοί, σχολεία, θρανία, εφηβεία, ενηλικίωση, αποχαιρετισμοί. Όλα τα άντεξα.
Και την απώλεια του άντρα μου την άντεξα. Έζησα για να τον πω μακαρίτη. Δεν μοιράστηκα πολλά μαζί του, δε με άκουγε, δε μου έδινε σημασία. Μου αρκούσε όμως η παρουσία του. Τώρα διπλοκλείδωνα το σπίτι και φοβόμουν τη νύχτα. Αυτόν τον ρόλο αρσενικού είχα υιοθετήσει.
Μόνη πια μέσα σε ένα σώμα που άφηνε σκόνη όπου περνούσα. Σκόνη από νεκρά κύτταρα. Κοιτούσα το είδωλό μου στον καθρέφτη και περνούσα την ώρα μου μετρώντας χαραγές πάνω στο γερασμένο μου πρόσωπο. Και τις μέρες κεντούσα και μετρούσα βελονιές πάνω στον κενό καμβά. Στα διαλείμματα μετρούσα τους κόμπους στα δάχτυλα των χεριών μου. Βέρα δεν φορούσα. Μου την είχε κόψει ένας γέρος χρυσοχόος γιατί το δάχτυλό μου ισχαιμούσε. Μα το σημάδι στον παράμεσο μού θύμιζε τα δεσμά μου. Και σαν έπεφτε το δείλι έβγαινα και περπατούσα στη γειτονιά. Και μετρούσα τα φώτα για να μη νιώθω μόνη.
Μετρούσα κόμπους, δάχτυλα, βελονιές, χαραγές, βήματα, χάπια, ημέρες, ώρες. Μετρούσα ξορκίζοντας  τη σκέψη. Μετρούσα αναβάλλοντας τον θάνατο.
Κι έφυγα όταν το σώμα μου μύρισε χώμα και χώματα έβγαζα από τις τσέπες. Έφυγα με προορισμό έναν τόπο χλοερό… «τούτη τη γης που την πατούμε όλοι μέσα θε να μπούμε». Έφυγα· δεν πρόλαβα να ζήσω.
Μα δεν κράτησα γινάτι.
                                                                                                                                                       στην Άρια





 Η Δήμητρα Κουλούρη γεννήθηκε στην Αμαλιάδα. Σπούδασε Ιατρική. Ζει στην Αθήνα. Αγαπά τη μουσική, τη ζωγραφική και το θέατρο. Αγαπά τον γιο της και... «τους άλλους» που την διδάσκουν ψυχιατρική.

---------------------------



 * Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια, πολιτισμολόγος.