επιμέλεια Νότα Χρυσίνα*
|
Αφροδίτη της Μήλου (ελληνιστική εποχή) |
|
|
|
|
«Στην αρχή ήταν η νύχτα…
Μαύρη, σιωπηλή και ήρεμη, την βίασε ο άνεμος κι ούτε φωνή δεν έβγαλε. Κι η
βία καρποφόρησε ένα αυγό. Κι από το αυγό
γεννήθηκαν ο Ουρανός και η Γη.
Ο Ουρανός απλώθηκε από επάνω με όλα του τ’ αστέρια εξουσιαστικός και
άνετος. Κι η Γη, χωρίς δεύτερη κουβέντα, ξεμύτισε από κάτω του. Άνοιξε τα πόδια
της και από τη μήτρα της ξεχύθηκαν κόλποι, κοιλάδες και βουνά, ωκεανοί και
ποτάμια. Τρεχούμενα νερά έζωσαν τη σάρκα της χωρίς αρχή και τέλος. Και
μετέτρεψαν τη Γη σε πηγή. Πηγή ζωής.
Σάστισε τότε ο Ουρανός από την τόση ομορφιά. Ομορφιά που φυλάκιζε όλες τις
αισθήσεις του. Χρώματα ξεφύτρωναν από παντού. Μεθυστικές μυρωδιές αναδύονταν
από τα σωθικά της. Και υγρές νότες έπλεκαν τη μελωδία του έρωτα, το Ρω του
Έρωτα. Το Ρω του Έρωτα από το ρω του νερού που σε ξεδιψάει και σε μεθάει. Και
το άγγιγμα εθιστικό· απαλή σαν βελούδο σάρκα,
εύπλαστη σαν πηλός.
Κι έγινε μπλε ο Ουρανός από φόβο κι έρωτα. Θέλησε κι αυτός να γεννάει. Κι
έχυνε σπέρμα στους κόλπους της και γεννούσε τέρατα. Και τα έθαβε μέσα της για
να μην τα βλέπει ξανά και ξανά. Μέχρι που ξεχείλισε πόνο η ψυχή της και μάτωσε.
Τέλος σε αυτό το μαρτύριο έδωσε ο Κρόνος, ο μικρότερος γιος της Γης και του
Ουρανού. Έκοψε ένα μέρος από το στεφάνι του και κατασκεύασε ένα δρεπάνι. Και μ΄
αυτό, ένα βράδυ που κοιμόταν ο πατέρας του, τού ακρωτηρίασε τα γεννητικά του
όργανα και τα πέταξε στη θάλασσα.
Και η θάλασσα άφρισε από τον φόβο και τον φόνο, από το αίμα και την αλμύρα.
Και από τους αφρούς αναδύθηκε ένα γυμνό άγαλμα όμορφο σα να 'ταν σμιλεμένο από
τον καλύτερο γλύπτη. Λείο, λευκό, με καλλίγραμμες καμπύλες, στητά στήθη και
γόνιμους γοφούς, έτοιμο να σε εξαπατήσει με την ομορφιά
του σαν το θωρούσες από μακριά. Μα σαν σιμά του πλησίαζες, έβλεπες τα χέρια του
πισθάγκωνα δεμένα.
Αιχμάλωτη αναδύθηκε για να πορευτεί στον κόσμο των αγαλμάτων.
Εκεί την έλεγαν Αφροδίτη, εδώ Μαρία...»
Με τέτοια παραμύθια μεγάλωνα. Παραμύθια που εμφύτευαν στο υποσυνείδητό μου
ρόλους και κόντρα ρόλους που με καλούσαν να υποδυθώ στη ζωή μου.
Ελεύθερη και πολιορκημένη από αρχές, πρέπει και μη.
Αγνή με ήθελαν, πιο αγνή και από το λευκό. Μια Μαρία παρθένα. Ούτε στάλα
πονηριάς να μη στάξει στο μυαλό μου. Και προκομμένη. Γι’ αυτό μου αγόραζαν
εργόχειρα, κουβαρίστρες και βελόνες. Να μάθω να κεντάω και να πλέκω, να ράβω
και να μαντάρω. Βετέξ και σφουγγαρίστρα για να γίνω καλή νοικοκυρά. Παρακολούθηση
εκπομπών μαγειρικής. Έτσι θέλει τη Μαρία η ελληνική παράδοση, δούλα και κυρά.
Στον ρόλο της μάνας με έβαζε το παιχνίδι με τις κούκλες. Ολημερίς έντυνα κι έγδυνα, τάιζα και ξεσκάτιζα
κούκλες. Τις έπλενα, τις χτένιζα, τις κοίμιζα με παραμύθια. Με τα ίδια
παραμύθια που κοίμιζαν κι εμένα. Και οι κούκλες αποκτούσαν υποσυνείδητο.
Και με απόψεις αντικρουόμενες μεγάλωνα. «Να διαβάζεις για να μάθεις
γράμματα», μου έλεγε ο πατέρας μου κάθε μέρα στο μεσημεριανό τραπέζι χτυπώντας
τα χείλη του πάνω κάτω και αλέθοντας κομμάτια τροφής, «Να μη γίνεις μοδίστρα ή
μανταρίστρα. Να σπουδάσεις, να βρεις μια καλή δουλειά, να κερδίζεις λεφτά για
να μην έχεις ανάγκη κανένα μαλάκα». Και όταν πήγαινα να βγάλω κουβέντα, πεταγόταν
η μάνα μου για να με προσγειώσει και να με συνετίσει, «Σώπα, μη μιλάς όταν
μιλάει ο μπαμπάς.»
Και πιάνο και γαλλικά και χορό, για να ανοίξουν τους ορίζοντές μου. Ορίζοντες
που οι ίδιοι τους κρατούσαν ερμητικά κλειστούς.
Μόνο καθήκοντα ήταν τα παιδικά μου χρόνια και λίγο παιχνίδι με επιλεγμένες
φίλες· τη Μαρία του πλούσιου, τη Μαρία του γιατρού, τη
Μαρία του δασκάλου...
Έτσι περνούσαν οι νύχτες μου. Και γέμιζαν με εφιάλτες. Πρόσωπα γνωστά και
άγνωστα να κυλιούνται σε λάσπες. Σε κόπρανα και τρωκτικά να περπατούν ανάμεσα.
Χάθηκαν τα χρώματα, τα πρόβατα και τα ουράνια τόξα.
Και πονούσαν τα στήθια μου και μεγάλωναν τα οπίσθιά μου. Και οι αλλαγές στο
σώμα μου ήταν τόσο απότομες που κάποιες φορές ένοιωθα ξένη μέσα σε αυτό. Και τα
καθήκοντα καθήκοντα και οι περιορισμοί έπαιρναν τον ανήφορο.
Μια νύχτα ξύπνησα από πόνους πρωτόγνωρους. Ανάβοντας το φως αντίκρισα
κηλίδες ζεστού πορφυρού αίματος στα λευκά σεντόνια. Ήρθα για πρώτη φορά
αντιμέτωπη με τον θάνατο και άρχισα να ουρλιάζω. Και ξύπνησε η μάνα μου, μου
έκλεισε το στόμα και μου ψιθύρισε, «Σώπα, μη μιλάς, δεν είναι τίποτα». Με πήγε
στο μπάνιο, μου πέταξε ένα καθαρό βρακί και κάτι τυλιγμένα χαρτιά –
χαρτοβάμβακα, θαρρώ, τα αποκάλεσε- και με έστειλε για ύπνο με μια εντολή, «Και
κοίτα μην πεις τίποτα πουθενά!».
Αυξήθηκαν οι εφιάλτες και απέκτησαν χρώμα... κόκκινο, πορφυρό. Το χρώμα του
αίματος.
Και μπήκα στον χορό των ορμονών. Περνούσαν και προσπερνούσαν βρόμικες
σκέψεις το μυαλό μου και το σώμα μου δυσφορούσε. Μια γλυκιά δυσφορία που
ερχόταν κι έφευγε χωρίς να μπορώ να δώσω ερμηνεία. Και αναζήτησα την ερμηνεία
στο είδωλό μου, το είδωλο λέει πάντα την αλήθεια. Κλείστηκα στο μπάνιο και
σήκωσα αργά το πρόσωπό μου στον καθρέφτη. Το κοίταξα κατάματα και αυτό μου
είπε, «Έχεις καύλες». Ήταν η στιγμή που ξύπνησε η Μαρία η Μαγδαληνή...
Σάπιζε το σώμα μου και άνθιζε λουλούδια. Μεταμορφωνόταν συνέχεια. Οι
κούκλες αποκτούσαν υποσυνείδητο κι εγώ μορφή κούκλας. Έτσι άρχισε το κυνήγι του
αρσενικού.
Βαμμένες μάσκες, φουρκέτες στα μαλλιά και η φούστα σηκωμένη από τη μέση
κάθε μέρα και περισσότερο.
Επανάσταση, φυγή. Έτσι αντιδρούσα στις ηθικές
επιταγές που δεχόμουν από τον
περίγυρο. Πηδούσα το βράδυ από τα μπαλκόνια και αναζητούσα την ελευθερία σε
κακόφημα μπαρ. Αλκοόλ, μπάφοι, φτωχά
λεξιλόγια με πλούσια υβρεολόγια.
Μαζί με μένα ωρίμασαν και οι τιμωρίες: χαστούκια, κλείδωμα στο δωμάτιο,
φωνές, ψυχική κακοποίηση. Κι όταν φώναζα, η μάνα μου μού βούλωνε το στόμα
λέγοντας, «Σώπα, μη μιλάς!».
Και όταν ξεχνιόταν το περιστατικό και χαλάρωναν λίγο τα δεσμά, έκανα
χειρότερα. Ερωτοτροπούσα με ανταλλαγές στοματικών υγρών και ερεθιστικών
αγγιγμάτων.
Πουτάνα με αποκάλεσε η μάνα μου όταν έφτασαν τέτοια νέα στα αυτιά της από
τις κουτσομπόλες της γειτονιάς.
Ναι, ήμουν μια ιλουστρασιόν παρθένα-πουτάνα. Παρθένα στο σώμα, πουτάνα στη
συμπεριφορά. Και όλα αυτά γιατί ακολουθούσα το ένστικτό μου, τη φύση μου. Ήμουν
γυναίκα...
Και οι εφιάλτες ζωντάνευαν τα βράδια που έβγαζα τη βαμμένη μάσκα και τις
φουρκέτες από τα μαλλιά. Το κουρασμένο είδωλό μου στον καθρέφτη στεκόταν στην
αρχή μιας διχάλας… κορίτσι ή γυναίκα;
Ζούσα μια πρόωρα γερασμένη εφηβεία... Χαμογέλασα μπροστά στη λίστα των
επιτυχόντων στις ανώτατες σχολές. Άλμα στην ανεξαρτησία το θεώρησα. Θα γλίτωνα
από τη γκρίνια της μάνας μου, από τα χαστούκια του πατέρα μου. Θα ήμουν
ελεύθερη...
Δαίμονες και φαντάσματα με κυνηγούσαν όμως παντού. Και η φωνή της μάνας μου
ανασκάλευε συνεχώς τα περασμένα. Εφήμεροι έρωτες τσίριζαν πάνω σε φθηνά
κρεβάτια, ιδρωμένα παράθυρα, γενετήσια υγρά, ορφανά προφυλακτικά χαμένα μέσα σε
κόλλες Α4, μελάνια, συρραπτικά. Στοίβες από ρούχα, μουχλιασμένοι καφέδες με
φυτεμένα αποτσίγαρα, έτοιμα φαγητά σε σήψη, βρώμικοι καμπινέδες, δυσοσμία.
Πρώτη επίσημη κατάθλιψη. Χημεία. Χάπια που κολυμπούσαν σαν βότσαλα στον
ουρανίσκο για να ακολουθήσουν την ορμή της γουλιάς με προορισμό την αποσύνθεσή
τους στο στομάχι. Έξοχος τρόπος για να μη θυμάμαι τους εφιάλτες...
Αυτή ήταν η ελευθερία που ονειρευόμουν. Σχολή, σπίτι και δουλειά. Ό,τι
δουλειά έβρισκα. Γκαρσόνα, διανομέας, υπάλληλος σούπερ-μάρκετ, παραμάνα… Και
ανέχθηκα προσβλητικά σχόλια, παρενοχλήσεις, βρόμικες ματιές, πύρινες γλώσσες.
Ελπίδα καμία. Μόνη διαφυγή ξενύχτια, αλκοόλ, πήδημα, εκτρώσεις. Ζωή μέσα από
τον θάνατο...
Και μετά ήρθε ο έρωτας ο αληθινός. Και όλα έγιναν μπλε. Και δε με
ενοχλούσαν τα καθήκοντα. Δε με ενοχλούσαν οι ρόλοι. Ένιωθα πως μπορούσα τα
πάντα και ζούσα. Ξέχασα την κατάθλιψη, πέταξα τα χάπια. Ξέχασα τα ξενύχτια, τις
καταχρήσεις, τη μάνα μου, τον πατέρα μου. Με ξέχασαν και οι εφιάλτες. Τα ξέχασα
όλα μέσα σε μια αγκαλιά σκεπασμένη με πούπουλα χήνας.
Και σοβάρεψα. Τελείωσα τη σχολή και έγινα «επαγγελματίας ερωτευμένη».
Επόμενο βήμα η συμβίωση. Σπίτι, δουλειά, κοινωνικές υποχρεώσεις. Σε όλα
ήμουν άψογη. Παστίτσιο, βετέξ, αρχιτεκτονικό σχέδιο, γεύμα με φίλους,
κινηματογράφο, θέατρο, εκθέσεις ζωγραφικής. Όλα τα κατάφερνα. Μόνο τις ρυτίδες
δεν κατάφερνα να νικήσω.
Και μετά ήρθε η εγκυμοσύνη και ο γάμος. Πρώτα η εγκυμοσύνη και μετά ο
γάμος. Έτσι συνηθίζεται στα μέρη μας.
Και ο γάμος έφερε απαγορεύσεις. Κομμένα τα μεταξωτά και οι δαντέλες, τα
ψηλά τακούνια, τα βαμμένα νύχια, τα φτιασίδια και τα αρώματα. Κομμένες οι
φίλες, οι παρέες, η διασκέδαση. Ο γάμος έχει υποχρεώσεις. Και ο γάμος ήμουν
εγώ.
Κομμένες και οι αγκαλιές κάτω από τα φτερά χήνας και κάθε είδους
επικοινωνία. Δεν χρειάζεται πια. Τα σίγουρα δεν χρειάζεται να τα διεκδικούμε.
Γερνούσα και φούσκωνα. Ένιωθα ξένη μέσα στο σώμα μου και παλινδρομούσα στην
εφηβεία. Μα σιωπούσα.
Με θυμήθηκαν οι εφιάλτες, οι αϋπνίες, οι ατέλειωτες νύχτες, οι παιδικοί
φόβοι. Μα δεν αντιδρούσα.
Τα βράδια συνήθιζα να καπνίζω ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι. Φυλακισμένη στον
γάμο μου και με ένα παιδί στην κοιλιά έψαχνα τρόπους διαφυγής. Και θυμόμουν τις
γόβες, όχι τις δικές μου, της μάνας μου. Και τα φανταχτερά πανωφόρια. Τα έκλεβα
από την ντουλάπα της, τα φορούσα και στηνόμουν μπροστά στον καθρέφτη με ένα
μολύβι για τσιγάρο. Βιαζόμουν να μεγαλώσω. «Τρομάρα μου», σιγοψιθύριζα, έσβηνα
βιαστικά το τσιγάρο κι έμπαινα πάλι στη φυλακή μου.
Κάθε Μαρία και μια φυλακή. Κάθε Μαρία μόνη. Τίποτα δεν μοιράζομαι με τις
άλλες.
Και έφτασε η στιγμή του τοκετού. Πόνοι και ουρλιαχτά. Κάποιος να βοηθήσει.
Όλοι γύρω μου με κοιτούσαν, χαμογελούσαν και μιλούσαν για φαγητά, ποδόσφαιρα,
ταξίδια, πίστες, θέατρα. Κι εγώ πονούσα, σκιζόμουν από τους πόνους, μάτωνα.
Ώρες ολόκληρες, μπορεί και μέρες, πέρασαν μέχρι να ακούσω το πρώτο κλάμα,
τη νέα σκλαβιά.
Ήμουν πλέον επαγγελματίας, σύζυγος, νοικοκυρά και μαμά. Και γυναίκα; Ποιος
τη γαμάει τη γυναίκα… δεν περισσεύει χρόνος για φιλοσοφίες. Η ζωή τρέχει κι εγώ
είχα υποχρεώσεις να καλύψω.
Ακολούθησαν σκατά, κατσαρόλες, παιδικά ουρλιαχτά. Πάνες, πανάκια,
παιχνιδάκια, τραγουδάκια, παραμυθάκια, φορμάκια, σεντονάκια, κρεβατάκια. Ζούσα
μέσα στον κόσμο των υποκοριστικών. Και ήμουν τόσο μόνη...
Γράμματα, αριθμοί, σχολεία, θρανία, εφηβεία, ενηλικίωση, αποχαιρετισμοί.
Όλα τα άντεξα.
Και την απώλεια του άντρα μου την άντεξα. Έζησα για να τον πω μακαρίτη. Δεν
μοιράστηκα πολλά μαζί του, δε με άκουγε, δε μου έδινε σημασία. Μου αρκούσε όμως
η παρουσία του. Τώρα διπλοκλείδωνα το σπίτι και φοβόμουν τη νύχτα. Αυτόν τον
ρόλο αρσενικού είχα υιοθετήσει.
Μόνη πια μέσα σε ένα σώμα που άφηνε σκόνη όπου περνούσα. Σκόνη από νεκρά
κύτταρα. Κοιτούσα το είδωλό μου στον καθρέφτη και περνούσα την ώρα μου
μετρώντας χαραγές πάνω στο γερασμένο μου πρόσωπο. Και τις μέρες κεντούσα και
μετρούσα βελονιές πάνω στον κενό καμβά. Στα διαλείμματα μετρούσα τους κόμπους
στα δάχτυλα των χεριών μου. Βέρα δεν φορούσα. Μου την είχε κόψει ένας γέρος
χρυσοχόος γιατί το δάχτυλό μου ισχαιμούσε. Μα το σημάδι στον παράμεσο μού
θύμιζε τα δεσμά μου. Και σαν έπεφτε το δείλι έβγαινα και περπατούσα στη
γειτονιά. Και μετρούσα τα φώτα για να μη νιώθω μόνη.
Μετρούσα κόμπους, δάχτυλα, βελονιές, χαραγές, βήματα, χάπια, ημέρες, ώρες.
Μετρούσα ξορκίζοντας τη σκέψη. Μετρούσα
αναβάλλοντας τον θάνατο.
Κι έφυγα όταν το σώμα μου μύρισε χώμα και χώματα έβγαζα από τις τσέπες.
Έφυγα με προορισμό έναν τόπο χλοερό… «τούτη τη γης που την πατούμε όλοι μέσα θε
να μπούμε». Έφυγα· δεν πρόλαβα να ζήσω.
Μα δεν κράτησα γινάτι.
στην
Άρια
Η Δήμητρα Κουλούρη γεννήθηκε στην Αμαλιάδα. Σπούδασε Ιατρική. Ζει στην Αθήνα. Αγαπά τη μουσική, τη ζωγραφική και το θέατρο. Αγαπά τον γιο της και... «τους άλλους» που την διδάσκουν ψυχιατρική.
---------------------------
* Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια, πολιτισμολόγος.