Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016

''Ο Γλάρος...αυτό ήθελα να πω'' HashArt theater group



''Ο Γλάρος...αυτό ήθελα να πω''

(ένα σύνθημα σε τοίχο που έγινε παράσταση... )


"Αυτό είναι το θεατράκι μας. Σκηνικό κανένα, μονάχα η θέα της λίμνης.

Και έρωτας...Πόσος έρωτας..."

Μια παράσταση για τα πάθη του έρωτα και της δημιουργίας βασισμένη στον Γλάρο του Α.Π.Τσέχοφ και κείμενα των: Ακη Δήμου, Γιώργου Χειμωνά, Laurent Gaude, Γιάννη Ευσταθιάδη, Sarah Kane, Γιάννη Πάνου, Σπύρου Σταυρόπουλου, Χαβιερ Μαριας, Henriette Vogel, ,Julien Boivent Μ.Αντωνοπούλου, περιοδικό Vita.gr...κ.α.


Δραματουργική σύνθεση: ομάδα Hashart, Κώστας Μπάρας



Παίζουν οι: Εβίτα Αμερικάνου, Ελένη Κουταλώνη, Σταύρος Λιλικάκης, Τρύφων Μπάρκας




Σκηνοθεσία: Κώστας Μπάρας
Σκηνογραφική - ενδυματολογική επιμέλεια: Γιώργος Λιντζέρης
Βοηθός σκηνοθέτης: Χρίστος Παπαμιχαήλ
Επιμέλεια διαφανειών: Γιάννης Καρδάσης
Φωτογραφίες: Κατερίνα Λιακοπούλου, Κ.Μπάρας

Video:Νίκος Δαλιάνης

ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ: Παρ-Σαβ 9:00μμ και Κυριακη 8:00
Πληροφορίες-κρατήσεις θέσεων 6940718106
Τιμές εισιτηρίων: 7€ κανονικό / 5€ μειωμένο

Απαραίτητη η κράτηση θέσεων.









Όχι άλλα δάκρυα για την Ευρώπη



Η Ευρώπη σήμερα έχει καταντήσει ένα καρκίνωμα που επιτίθεται στον ίδιο της τον οργανισμό καταστρέφοντας την ζωτικότητά του. Ακρωτηριάζει τα άκρα της, όπως την Ελλάδα, για να σώσει την ζωή της αλλά η ζωή της προερχόταν από τα άκρα της. 
Σε λίγο η κακή κυκλοφορία του οργανισμού της θα την καθηλώσει σε μια αναπηρία μη αναστρέψιμη. Ο θάνατος της Ευρώπης είναι ένα αναμενόμενο συμβάν. Αλυσιδωτές αντιδράσεις θα δημιουργήσουν την νέα κατάσταση πραγμάτων που όπως διαφαίνεται θα είναι μία Ευρώπη με πρόσωπο Ανατολής. Ίσως και αυτό να είναι και η μόνη πιθανή διάσωση της μνήμης της. Η Ευρώπη ως μνήμη θα διασώσει τις αξίες της που καταληστεύτηκαν από την ίδια.

Όλα αυτά μοιάζουν αφοριστικά αλλά είναι η πραγματικότητα που καλείται να αντιμετωπίσει κάθε Ευρωπαίος πολίτης καθώς εντείνεται το προσφυγικό ζήτημα, ένα ζήτημα ανθρωπισμού με απρόβλεπτες διαστάσεις.
Επίσης, η οικονομική αιμορραγία της Ευρώπης του νότου με την αιφνίδια αλλαγή της τύχης χιλιάδων οικογενειών και με την ταυτόχρονη γερμανική ανάληψη του πηδαλίου της γηραιάς ηπείρου οδηγεί σε μια νέα τύπου κυριαρχική και απολυταρχική διακυβέρνηση η οποία υπαγορεύεται από οικονομικές πολιτικές και ψευδείς αριθμούς και όχι από κοινωνικοπολιτικές ανάγκες και οσμώσεις.
Η κοινωνία των Ευρωπαίων είναι μια κοινωνία εν υπνώσει και όχι εν γρηγόρσει ούτε εν δυνάμει μία κοινωνία σε εξέλιξη αλλά η ζωτικότητά της έχει κατασταλεί καθώς την τεμάχισαν καθορίζοντάς της τον τρόπο του σκέφτεσθαι και του πράττειν μ ε μια παιδεία που δεν της επέτρεπε να οραματίζεται πέρα από το εδώ και τώρα. Μια κοινωνία απομαγευμένη όπως χαρακτηρίζεται χωρίς τις μεταφυσικές προεκτάσεις της ακρωτηριασμένης της βούλησης και φαντασίας είναι μια κοινωνία καθηλωμένη σε αναπηρικό καροτσάκι που αδυνατεί να βηματίσει στο μέλλον αφού της στέρησαν βάιαια και το παρελθόν.
Σήμερα, η Ευρώπη χρειάζεται να αποκτήσει μια νέα ταυτότητα μέσα από την συνείδηση της ιστορικότητάς της και την αποδοχή της αποτυχίας της. Σήμερα η Ευρώπη οφείλει να ανατρέξει στις αρχαιοελληνικές αξίες με σεβασμό και παρρησία, να κατανοήσει το παράδειγμα του Σωκράτη και να προτιμήσει τον σεβασμό της ανθρώπινης ζωής από την καταδίκη σε θάνατο της ανθρωπότητας.

Νότα Χρυσίνα

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016

Γιώργος Κοντογιώργης, Ωδή του Σταύρου Ξαρχάκου στην ελληνική μουσική γραμματεία


Γιώργος Κοντογιώργης
Α. Ο Σταύρος Ξαρχάκος με την Ωδή του στην ελληνική μουσική γραμματεία οικοδομεί μια μοναδική σύνθεση ρυθμών και αλληλουχία μουσικής ιδιοτροπίας, στην οποία μαρτυρείται αφενός η πολυσημία του ελληνικού χρόνου και τόπου και αφετέρου οι σταθερές μιας πορείας με βαθιές ρίζες στο ανθρωποκεντρικό διακύβευμα της ελευθερίας. Στην Ωδή του ο συνθέτης ενορχηστρώνει διαδοχικά την αιτιολογία του ελληνικού "τρόπου", την απογείωση, την πορεία του στο μέσον του θριάμβου, αλλά και τη δραματική μεγαλουργία της ήττας, της θυσίας, της καταστροφής. Οι στιγμές της ήττας, η κορύφωση του θρήνου είναι για τον ελληνικό πολιτισμικό κύκλο εξίσου αν όχι πιο μεγαλειώδεις από εκείνες της ανόδου στο στερέωμα της Ολύμπιας δημιουργίας.
Η θεμέλια μήτρα της ελληνικής μουσικής γραμματείας τοποθετείται στο Αιγαίο.Ακριβώς γύρω του ακτινώνεται σε επάλληλες εστίες φωτός η ελληνική δημιουργία ως οικουμένη. Εξού και η είσοδος στην Ωδή γίνεται με τον χαρακτηριστικό ήχο που «σημαίνει» την ουσία του Αιγαίου: τον βαθύ ανασασμό της θάλασσας, την ασύνετη παραφορά του μελτεμιού, τον αφρώδη κυματισμό που μετουσιώνεται σε γαλάζια μελωδία. «Εν αρχή λοιπόν ο ήχος, όχι ο λόγος!». Ο ήχος της θάλασσας που αίφνης συναντάται αρμονικά με την περιρρέουσα δημώδη μούσα του Αιγαίου, η οποία διερμηνεύει με φως την ταυτότητά του, διαχέεται με αντικατοπτρισμούς στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, διαλέγεται με τις παραλογές της βαριάς μουσικής υπόκρουσης του βουνού ή συναντάται με τη φρόνιμη αισθητική παράμετρο του κάμπου. Ο συνθέτης μέσα από εξαίσιες μουσικές παρόδους δημιουργεί τις γέφυρες στην πολιτισμική πολυσημία του Έλληνα λόγου, ο οποίος έτσι μεταλλάσσεται σε μυθολογία φωτός.
Η μετάβαση αυτή από τον δημοτικό ήχο στον ορχηστρικό λόγο, κορυφώνεται με την είσοδο του ηπειρωτικού πεντατονικού. Πρόκειται για μια συγκλονιστική μαρτυρία που μεταλλάσει τη μουσική παραμυθία σε ορχηστρική μυσταγωγία και, υπό μια άλλη έννοια, σε σπονδή στην αισθητική ιδιοφυία του «κοινού λαού». Οι παραλληλίες που οικοδομεί ο συνθέτης με τις μουσικές συνακροάσεις των τραγουδιών του ελληνικού κύκλου, εναρμονίζουν το βάθος του ιστορικού χρόνου με τον σύγχρονο κόσμο, σε μια εξαιρετική, διδακτική σε διάρκεια και αναδράσεις, συνοίκηση των ήχων. Το σημείο όπου συναντώνται το ηπειρωτικό άκουσμα με την υποδόρια εκδοχή της τζαζ είναι χαρακτηριστικό.
Η περιδιάβαση στη γεωγραφία της ελληνικής γραμματείας διακτινώνεται ισόρροπα στο ουσιώδες του ελληνικού ζωτικού χώρου: από την Ήπειρο, την Πελοπόννησο, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, στον πυρρίχιο Πόντο, την Κρήτη και τη Θράκη. Παραδειγματικές ενορχηστρικές διασκευές ακουσμάτων συνθέτουν τις γέφυρες ανάμεσα στο βουνό, την πεδιάδα και τη θάλασσα, στον αστεακό και τον αγροτικό χώρο, την ίδια στιγμή που η ακολουθία των μουσικών οργάνων που επιστρατεύεται, αναδεικνύει μια πολύ πειστική ιμπρεσιονιστική μαρτυρία.
Η εμμονή στον "μητρικό" λόγο του Αιγαίου μύθου, που εκπέμπει το αχειροποίητο φως της ανεπαίσθητης, σχεδόν ουράνιας συνάντησης του "Αιόλου" με τον "Ποσειδώνα", εναλλάσσεται εντέλει με τη συγκλονιστική έκλαμψη των "παιδιών της Σαμαρίνας". Ο χορός της θύμησης εισάγει ξαφνικά τον θυμό της ιστορίας. Η εικόνα που αναπέμπει η συγχρονική τους άρθρωση θα απολήξει, ως φυσική ακολουθία, στη μυσταγωγία του ιερού: «χαίρε νύμφη ανύμφευτε». Απόληξη που προϊδεάζει πράγματι για το θρηνώδες δεύτερο μέρος της Ωδής.
Το Β' μέρος της Ωδής στεγάζει την τραγική παράμετρο της ελληνικής μουσικής γραμματείας. Εξού και εμπνέεται από τους συμβολισμούς της Ορέστειας του Ευριπίδη, δηλαδή από τις δραματικές προεκτάσεις του τρωικού εγχειρήματος. Η συνάντηση του Ευριπίδη με τον "κατολοφυρόμενο" υμνωδό της Άλωσης, αναπαριστά ακριβώς τη γαλήνια περπατησιά στις όχθες των Ηλυσίων Πεδίων. Ο χορός, και στο πρόσωπο του Ορέστη και στο πρόσωπο του ανώνυμου μάρτυρα της Άλωσης, έχει τα ίδια να πει. Η ιαχή του τέλους, η λύτρωση και η κάθαρση εκφέρονται με τον ίδιο ολοφυροματικό λόγο: το «σφάγιον άμωμον»,...«τον αγιόλεκτον συνασπισμόν»,...τους «φιλομάρτυρας δεύτε τιμήσομεν»,...«την πανίερον μνήμην αυτών»,...«πνευματικώς τελέσαντες βοήσωμεν αυτοίς», ...«θραύσατε θράσος αγαρινών των αθέων»,...«και ρήσασθαι λαόν ευσεβόφρονα». Ο ίδιος ολοφυρμός της τραγικής συναγωγής του Ευριπίδη επενδύεται το εγκώμιο του Γούδα στο Μακρυγιάννη. Τα τραύματα στο σώμα του πολέμαρχου σκιαγραφούν το ζοφερό χρονικό της Μεγάλης Επανάστασης. Ένα χρονικό θυσίας, πλημμυρισμένο με αίμα ηρώων και προδοσίας. Και στο βάθος η τελευταία πράξη του ελληνικού δράματος, η απόληξη της νεότερης ελληνικής τραγωδίας η Σμύρνη. Ο θρήνος του Ορέστη αιωρείται πυρακτωμένος πάνω από τις σκιές της Μικρασιατικής καταστροφής, θυμίζοντας στον ελληνικό μύθο την επιστροφή του στις απαρχές, στο χρόνο και στον τόπο των Μυκηναίων.
Ο Ερωτόκριτος με τον εισαγωγικό του στίχο: «τσι περαζόμενους καιρούς που Έλληνες όριζαν» υποβάλει ήδη το ερώτημα της αιματηρής κάθαρσης στο βωμό της θυσίας. Το κυπριακό άκουσμα του 17ου αιώνα συμπληρώνει την προσλαλιά του Ερωτόκριτου, πριν ο ήχος του «τσέμπαλου», αναγγείλει την Αναγέννηση μιας ελπίδας στην Ανατολή του νέου κόσμου. Ο έρωτας προβάλλει όχι μόνο ως ο εναλλακτικός αντίποδας του θανάτου, αλλά και ως μυσταγωγία της ζωής στη διαλεκτική της ώσμωση με την ίδια την ύπαρξη. Η Θράκη (ο "Στέργιος") παρεμβάλλεται αντί επιλόγου για να συμβολίσει τη «σημειολογία», τα όρια της νέας εποχής, εκεί όπου καταλαγιάζει, στο πλευρό μιας πανελλήνιας καταγραφής, η Άνοιξη ("τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια").
Η Ωδή κλείνει οριστικά με μια σπονδή στον "μητρικό" τόπο, με την επάνοδο σε μια άλλη εκδοχή του Αιγαίου ήχου ή μύθου, με το διονυσιακό ρυθμικό ιδίωμα της πεντοζάλης.
Ο κύκλος της ορχηστρικής πανδαισίας που προτείνει στην Ωδή του ο Σταύρος Ξαρχάκος υφαίνει τους επάλληλους τόπους της εκφοράς της ελληνικής μουσικής δημιουργίας με τον συνεκτικό της πυρήνα, τη μυστηριακή υπόκρουση του Αιγαίου λόγου. Αυτή ακριβώς η σύνθεση ορίζεται και ορίζει συνάμα τα όρια της ελληνικής μουσικής παιδείας. Όρια ανθρωποκεντρικά, με πρόσημο την ελευθερία, και γι' αυτό οικουμενικά, που είτε διεισδύουν πρισματικά στον ευρύτερο κοινωνικό τους περίγυρο είτε στοιχίζουν δομικά τη μουσική παιδεία της καθημάς νεοτερικότητας. Σε κάθε περίπτωση, επειδή παραμένει σταθερά ανθρωπομορφική, δηλαδή ανθρωποκεντρική και, κατά τούτο "μητρική" στο χρόνο, εγκαλεί το δημιουργό να λαξεύσει με τις νότες του την ανάγλυφη σύνθεση του φωτός σε αισθητική του λόγου.
Από την άλλη, στην Ωδή του Σταύρου Ξαρχάκου η επίκληση της διαχρονίας λειτουργεί ως δεξαμενή ανίχνευσης του μουσικού ιδιώματος της ελληνικής δημιουργίας, όχι παραθετικά. Η ορχηστρική πρόταση του συνθέτη μας πείθει, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι ο ιστορικός χρόνος και οι πολυσημίες της γεωγραφίας, επιβεβαιώνουν δεν αναιρούν την ομοθετική της ανάγνωση. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για μια πρωτότυπη σύνθεση, μια μοναδική στη σύλληψη ορχηστρική πρόταση όπου συχνά τα μουσικά ακούσματα άλλοτε μείγνυνται, ή προβάλλουν οι προσλαλιές τους αθροιστικά και άλλοτε "ανακοινώνονται" σε παραλληλία ως εάν ο χρόνος και ο τόπος δεν άγγιξαν την αρμονία του όλου.
Β. Το έργο αυτό του Σταύρου Ξαρχάκου είναι όντως μια Ωδή στην «ιδιοπροσωπία» της ελληνικής μουσικής δημιουργίας και, θα έλεγα, ένα εγχείρημα ανασυγκρότησης του ιστορικού της βάθους. Το ανάπτυγμα του έργου απαντά, επομένως, στο αγωνιώδες ερώτημα της ταυτότητας. Διότι εντέλει η συνείδηση της ταυτότητας καθορίζει συμπεριφορές, ανάγεται σε νοοτροπίες, σε τρόπους και στάσεις ζωής. Η ταυτότητα ορίζει την ατομικότητα ενός εκάστου, αλλά και το ανήκειν σε μια συλλογική ομάδα. Αποτελεί "συνείδηση κοινωνίας".
Ο Σταύρος Ξαρχάκος μας αποκαλύπτει μέσα από το μουσικό του εγχείρημα ότι η ελληνική ταυτότητα είναι βαθέως ορίζοντα "τρόπος" και, συγχρόνως, ιστορικά συνεκτική και πολυσήμαντη. Η πολυσημία αυτή της ελληνικής ταυτότητας καλύπτει ολόκληρο το εξελικτικό γίγνεσθαι και το εύρος του άμεσου ζωτικού χώρου του ελληνισμού. Μολονότι διακρίνει κανείς ευκρινώς σ' αυτήν σημαίνουσες μεταλλάξεις, οι τελευταίες δεν διαθλώνται στο κοινό της υπόβαθρο, το οποίο συγκροτεί την ενοποιό σταθερά της καθολικής της έκφρασης. Αποτελεί σύνθεση πολλών μερικότερων ταυτοτήτων, που αρθρώνονται σε επάλληλα επίπεδα και απολήγουν σε μια πρωτογενώς καθολική ταυτότητα, την εθνική.
Μέσα από την Ωδή, ο συνθέτης αναδεικνύει τη θεμελιώδη αντίθεση μεταξύ του ελληνικού "παραδείγματος" -που εδράζεται στην ελευθερία- και του περιβάλλοντος δεσποτικού κόσμου, αλλά και τη διακρίνουσα διαφορά της με τη νεοτερικότητα. Ο ελληνικός κόσμος υπήρξε καθόλα πολυσήμαντος: πολυ-πολιτειακός, πολυ-"γλωσσικός", πολιτισμικά πολυ-σημικός και, στο πλαίσιο αυτό, όπως μας αποκαλύπτει η Ωδή, πολυ-μουσικός. Το γεγονός αυτό δεν τον εμπόδισε, εντούτοις, να έχει πλήρη συνείδηση της καθολικής του ιδιοσυστασίας, της συγκρότησης του ως «γένους». Η έννοια του «γένους» αποδίδει όντως αυτό που θα μπορούσε διαφορετικά να αποκληθεί «έθνος-κοσμοσύστημα», το οποίο όμως διαστέλλεται σαφώς από την έννοια του «έθνους-κράτους». Το αντίστοιχο του «έθνους-κράτους» είναι η «πόλις-κράτος», η οποία όμως εγγράφεται ως θεμελιώδης κοινωνική και πολιτειακή συνιστώσα του ελληνικού «έθνους-κοσμοσυστήματος», εν αντιθέσει προς το «έθνος-κράτος» που συγκροτεί το νεότερο εθνοκεντρικό κοσμοσύστημα. Ώστε, η έννοια του έθνους-κοσμοσυστήματος ολοκληρώνεται και δρα πολιτικά όχι μέσω μιας ενιαίας -και μάλιστα ομοιογενούς- πολιτειακής/κρατικής οντότητας, η προοπτική της οποίας θεωρείται απολύτως ανελεύθερη, αλλά με όχημα την πόλη, τις συνέργειες των πόλεων και, αργότερα, αυτών και της μητροπολιτικής Πόλεως. Η ελληνική μουσική γραμματεία είναι, κατά τούτο, κοσμοσυστημική στο ανάπτυγμά της και γι’ αυτό πολυσήμαντη, όχι "εθνική" με τη νεοτερική έννοια του όρου.
Το ελληνικό «έθνος-κοσμοσύστημα» ορίζεται, για πρώτη φορά, από τον Ηρόδοτο με μέτρο την καταγωγή και το κοινό πολιτισμικό υπόβαθρο των κοινωνιών της πόλης, εμπλουτίζεται από τον τραγικό ποιητή Ευριπίδη και τους κλασικούς στοχαστές με την (εθνική και την πολιτειακή) ελευθερία, για να οριστικοποιηθεί από τον Ισοκράτη και τον Αλέξανδρο, με πρόσημο την (ελληνική ανθρωποκεντρική) παιδεία και πολιτειακή συνιστώσα την οικουμενική κοσμόπολη. Η νέα θρησκεία, ο χριστιανισμός, θα σταθεί απέναντι στην ελληνική ανθρωποκεντρική ελευθεριότητα, όχι όμως αναιρετικά στην ελληνική ταυτότητα, της οποίας θα επιχειρήσει κάποια στιγμή, μετασχηματισμένος σε ιδεολογία της "κοσμικής" Εκκλησίας, να ηγηθεί στο πεδίο της σημειολογίας. Το μείζον, ωστόσο, δίλημμα που συγκροτεί η αντίθεση ανάμεσα στο «φιλείτε αλλήλους» της ελληνικής γραμματείας («οι φιλούντες αλλήλους...» του Αριστοτέλη, Ηθικά Νικομάχεια, 1155β, 10-11) και στο «αγαπάτε αλλήλους» του Χριστού, θα αφεθεί να αποδώσει τις ελληνικές επιδράσεις στη χριστιανική διδασκαλία και, περαιτέρω, τις αποστάσεις της ελληνικής εκδοχής του χριστιανισμού έναντι της Παλαιάς Διαθήκης. Εξού και ο χριστιανισμός δεν θα υπεισέλθει στην ουσία της ανθρωποκεντρικής ιδιοσυστασίας του ελληνισμού. Έχει ενδιαφέρον, από την άποψη αυτή, να προσέξει κανείς την ιδεολογία του Δημοτικού Τραγουδιού, που αποτελεί το προνομιακό πεδίο της συνάντησης του Σταύρου Ξαρχάκου με το ερώτημα της ταυτότητας. Εκεί, δεσπόζει η «ελληνική» προσέγγιση της ζωής και του θανάτου, η πολυ-μορφική ενανθρώπιση του θείου, η συνοίκηση της πολυσημικής πολιτισμικής αυτο-συγκρότησης με τη συνολική εθνική αναφορά και πολλά άλλα.
Η πρόσληψη του ελληνισμού ως «έθνους-κοσμοσυστήματος» είναι καταστατική, διότι συνδέει άμεσα την έννοια της ταυτότητας με την ελευθερία. Υποδηλώνει, πρώτον, ότι η ελευθερία προϋποθέτει την ταυτοτική αυτογνωσία. Υποδεικνύει, δεύτερον, ότι ο Έλληνας άνθρωπος συγκροτείται -στο ατομικό και στο συλλογικό- με πρόσημο την πολυσημία της ταυτότητάς του, σε διάφορα πολιτειακά δομημένα πολιτισμικά σύνολα, τα οποία συγκροτούν ισάριθμες περιοχές της ελευθερίας. Επομένως, οι ταυτότητές του αντιστοιχούν σε ισάριθμες περιοχές της ατομικής, της κοινωνικής και της πολιτειακής ελευθερίας, που συστεγάζονται στο πλαίσιο της καθολικής ταυτότητας του κοσμοσυστημικά συντεταγμένου «έθνους». Αντιθέτως, το «έθνος-κράτος» της πρώτο-ανθρωποκεντρικής νεοτερικότητας, αποδέχεται μια και μοναδική ταυτότητα, η οποία εναρμονίζεται με τη μία, μονοσήμαντη και περιοριστικά διατεταγμένη, ελευθερία. Το κράτος του έθνους συμπιέζει κάθε διαφοροποίηση στο ζήτημα της ταυτότητας και, κατ' επέκταση, της ελευθερίας, καθώς γνωρίζει ότι οι ταυτότητες γεννούν πατριωτισμούς και, συνεπώς, είναι ασύμβατες με το πρωτο-ανθρωποκεντρικό πρόταγμα της «εθνικά» ομοιογενούς και ενιαίας, δηλαδή υπηκόου στο κυρίαρχο κράτος, κοινωνίας. Το δόγμα ένα κράτος, ένα πολιτικό σύστημα, ένα μονοκύτταρο έθνος, μια ταυτότητα, μία γλώσσα, μια μουσική έκφραση κ. ά., θα αποτελέσει το διατακτικό της νεοτερικότητας, ουσιαστικά μέχρι σήμερα. Στο βάθος, το δόγμα αυτό αντανακλά τη σημειολογία της εξουσίας, δεν συνάδει με το έθνος της κοινωνίας.
Η αδυναμία των χωρών της νεοτερικότητας να εγκολπωθούν τις κατακτήσεις του ελληνικού κόσμου εξηγείται από το γεγονός ότι διέρχονται μια πρώιμη ακόμη μετά τη φεουδαρχία, περίοδο. Ως εκ τούτου, οι προτεραιότητές τους εστιάζονται στην οικοδόμηση των θεμελίων της ανθρωποκεντρικής (δηλαδή ελεύθερης στη βάση των μελών της) κοινωνίας. Αντιθέτως, ο ελληνικός κόσμος, ήδη από το τέλος της μυκηναϊκής εποχής, βιώνει τον ανθρωποκεντρισμό (και ειδικότερα τις ελευθερίες) στις διάφορες -επάλληλες εξ επόψεως ολοκλήρωσης- φάσεις του, με τελευταία εκείνη της μετά την πόλη-κράτος οικουμενικής περιόδου. Το ενδιαφέρον, εν προκειμένω, δεν είναι τόσο ότι παρασιωπείται μια καίρια φάση του καθόλου ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος, αλλ’ ότι αγνοείται πως το σύστημα των «πόλεων» (ή «κοινών») και οι πολιτείες τους θα συνεχίσουν να αποτελούν την καταστατική παράμετρο της ελληνικής οικουμένης έως τις παρυφές του 20ου αιώνα. Ακριβώς αυτή η πολυσήμαντη ανάγνωση του ελληνικού κόσμου κάνει εφικτή την κατανόηση της ουσίας της μουσικής του γραμματείας. Και κατά τούτο, προϋποτίθεται για την κατανόηση του ορχηστρικού διαβήματος του Σταύρου Ξαρχάκου.
Το φαινόμενο αυτό εξηγεί, από την άλλη, γιατί το ελληνικό «έθνος- κοσμοσύστημα» αντιλαμβάνεται την ταυτοτική του πολυσημία ως το αποτέλεσμα της ολοκλήρωσής του, εξ επόψεως ελευθερίας, σε περισσότερα, επάλληλα πολιτειακά επίπεδα. Στο «έθνος-κράτος», στη φάση που διανύει μέχρι σήμερα, χωρούν δυο μόνον ελευθερίες, η ατομική των μελών του και η εθνική, τη μοναδικότητα της οποίας εγγυάται η μονο-πολιτειακή συγκρότηση της επικράτειας. Εξού και το «έθνος-κοσμοσύστημα» εκφράζεται πολιτικά όχι μέσω ενός ενιαίου και πολιτικά κυρίαρχου κράτους, το οποίο ενσαρκώνει το έθνος, αλλά με τη συνέργεια των πόλεων-κρατών ή, εντέλει, ως κοσμόπολις. Τα πεπραγμένα του «έθνους» της νεοτερικότητας συμπίπτουν με εκείνα του κράτους. Γι' αυτό και στα καθ' ημάς απουσιάζει η ιστορία του νεότερου ελληνισμού, μολονότι όμως πλεονάζουν οι ιστορίες του νεοελληνικού κράτους.
Στην περίπτωση του ελληνικού κόσμου, αντίθετα, τα πεπραγμένα του έθνους ιστορούνται με μέτρο τα πεπραγμένα των ελληνικών κοινωνιών που αυτοσυγκροτούνται σε «πόλεις» («κοινά») ή, αργότερα, ως οικουμενικές κοσμοπόλεις. Το πολιτικό σύστημα, επίσης, δομείται ως πολιτεία είτε του κράτους είτε της κοινωνίας, ανάλογα με το ανάπτυγμα της ελευθερίας, δηλαδή με την κοσμοσυστημική φάση που διέρχεται ο ανθρωποκεντρικός ελληνισμός. Η επισήμανση αυτή συνάδει με τη διαπίστωση ότι στην Ευρώπη το έθνος αντιμετωπίζεται είτε ως "επινόηση" ή «κατασκευή» που προοριζόταν, άλλοτε, να αποτελέσει το ανάχωμα απέναντι στο μονάρχη, σε μια περίοδο όπου δεν είχε ακόμη συγκροτηθεί η ελεύθερη κοινωνία, είτε ως δεξαμενή άντλησης νομιμοποίησης και συναίνεσης από την πολιτική εξουσία του κράτους. Στον αντίποδα, το ελληνικό έθνος προσεγγίσθηκε αδιάλειπτα ως φυσική συνέπεια της ανθρωποκεντρικής υποστασιοποίησης των ίδιων των κοινωνιών του. Κατά τούτο, η πολιτική του έκφραση ή δόμηση δεν είναι στατική, αλλά ανάγεται στην ανθρωποκεντρική τους ολοκλήρωση, δηλαδή στην ανάγκη που καλλιεργεί η ελευθερία στον άνθρωπο να αναζητήσει την εσωτερική του ταυτότητα και, περαιτέρω, την ατομική και συλλογική του ιδιοπροσωπεία έναντι του «άλλου», του διαφορετικού.
Συνάγεται λοιπόν ότι υπόλογη του περιορισμένου ορίζοντα των νεοτερικών προσεγγίσεων για τις ταυτότητες και την ελευθερία δεν είναι η οικοδόμηση του νεότερου κόσμου στη μεγάλη κλίμακα του εδαφικού κράτους, αλλά η πρώιμη ανθρωποκεντρική φάση την οποία διέρχεται. Η εμμονή, της ωστόσο, να διαφυλαχθεί το «εθνικό» και το «κρατικό» μονοπώλιο της πολιτικής, συνομολογεί ότι το εγχείρημα αυτό συντελείται με γνώμονα το περιορισμένο ανθρωποκεντρικό ανάπτυγμα των κοινωνιών της εποχής μας. Το περιορισμένο αυτό ανάπτυγμα δεν κρίνεται από τη μεγάλη κλίμακα που αντιπροσωπεύει το νεότερο κοσμοσύστημα. Μαρτυρείται από το γεγονός ότι εστιάζουν τη στοχοθεσία τους στην απλώς ατομική ελευθερία και στα συνοδά κοινωνικο-πολιτικά δικαιώματα, αδιαφορώντας επομένως για την κοινωνική και πολιτική ελευθερία. Η μονοσημία αυτή στο πεδίο της ελευθερίας απαντάται ομοίως και στο μουσικό ιδίωμα του καιρού μας.
Στον αντίποδα, οι κοινωνίες του ελληνικού κόσμου, ακόμη και την εποχή που συναντώνται με τη μετάβαση του ευρωπαϊκού κόσμου από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό, διακινούν το πρόταγμα της καθολικής ελευθερίας που συνεκτιμά την ατομική, κοινωνική και πολιτική της διάσταση, προκειμένου να συγκροτήσουν εσωτερικά τις πολιτείες τους και, προηγουμένως, τις ελευθερίες που ανάγονται στην πολιτική τους αυτο-θέσμιση (με πρόσημο την «πόλη» και το σύνολο «έθνος»). Μόνη της, η ατομική ελευθερία συνεπάγεται ένα πολιτικό σύστημα το οποίο ενσαρκώνεται από το κράτος, μία αντίληψη της πολιτικής που ταυτίζεται με την εξουσιαστική του κυριαρχία απέναντι σε μια κοινωνία- ιδιώτη, ένα μόνο πολιτισμικό ιδίωμα. Από τη στιγμή που το κράτος στην Ευρώπη, ανέλαβε να διαχειρισθεί αυτεξούσια το έθνος το τελευταίο θα αποτελέσει το επιχείρημα για τον εγκιβωτισμό της κοινωνίας στο καθεστώς του υπηκόου και, μάλιστα, προκειμένου το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα να εξαλείψει τον «άλλο» σύνοικο ή να τον εξουδετερώσει πολιτικά. Το ελληνικό κοσμοσύστημα προκρίνει την αυτονομία του συστεγασμένου «άλλου», η νεοτερικότητα επιλέγει την εξουθένωσή του και, στην καλύτερη περίπτωση, τον υποβιβασμό του «άλλου» σε μειονότητα.
Η μετάβαση από το «έθνος-κοσμοσύστημα» στο «έθνος-κράτος» θα συνδεθεί με την απόσειση της οθωμανικής πολιτικής κυριαρχίας. Η κατάκτηση όμως της «εθνικής» ελευθερίας στο πλαίσιο του «κράτους έθνους» θα συνδυασθεί επίσης με την αποβολή της προ-επαναστατικής προσέγγισης της «εθνικής» ελευθερίας υπό το πρίσμα του «έθνους-κοσμοσυστήματος». Όντως, πριν από την Επανάσταση, ζητούμενο για τα άρχοντα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας ήταν η ανοικοδόμηση, στη θέση της οθωμανικής πολιτικής κυριαρχίας, της οικουμενικής κοσμόπολης στη μεγάλη κλίμακα (π.χ. το πρόταγμα του Ρήγα κ.α.). Ο τρόπος της 'εθνοκρατικής' μετάβασης θα σημάνει για τον ελληνισμό τη δραματική συρρίκνωσή του και, συγχρόνως, την κατάρρευση του σώματος των καθολικών ελευθεριών και, περαιτέρω, της πολυσημίας των ταυτοτήτων και του πολιτισμού του.
Στο πλαίσιο αυτό, το νεοελληνικό κράτος δεν είχε λόγους να χρεωθεί την εξέλιξη αυτή, αφού άλλωστε από τη βαυαρική μοναρχία και ύστερα, πρωτοστάτησε για την πραγμάτωση της. Εξού και η μετάβαση στο «έθνος-κράτος» δεν θα κριθεί ως μετεξέλιξη του ελληνισμού, από τη μικρή κλίμακα της κοινωνίας της «πόλης» (ή «κοινού») στη μεγάλη κλίμακα του εδαφικού κράτους. Θα ερμηνευθεί ως μια αποκλίνουσα και γι αυτό ατυχής πορεία προς τον εκσυγχρονισμό. Αναμενόμενο ήταν, επομένως, η πρόοδος να προσληφθεί δυνάμει όχι του περιεχομένου της (ελευθερίες, ευημερία κ.α.), αλλά της προσομοίωσης της ελληνικής κοινωνίας με το ευρωπαϊκό πρότυπο. Όλα όσα αποτελούσαν συστατικά γνωρίσματα της ελληνικής οικουμένης (πολυ-πολιτειακές ταυτότητες, καθολική ελευθερία, «άμεση» δημοκρατία, οικουμενική κοινωνία και οικονομία, πολιτισμική πολυσημία κλπ) θα ενοχοποιηθούν, ως δείγματα καθυστέρησης, στο όνομα του εξευρωπαϊσμού. Το νεοελληνικό κράτος θα επικεντρωθεί στην πλήρη «αποσιώπηση» των ανθρωποκεντρικών και κοσμοσυστημικών θεμελίων του ιστορικού ελληνισμού και στην ολοκληρωτική απόρριψη του παρελθόντος. Έτσι, υπόλογος για την αδυναμία του νεοελληνικού κράτους να εναρμονισθεί με το ίδιο το διατακτικό της νεοτερικότητας ή να ανταποκριθεί στις προσδοκίες της ελληνικής κοινωνίας (εθνική παλιγγενεσία, ελευθερίες, αναπτυξιακό πρόταγμα κ.α.) έγινε η τουρκοκρατία και οι κληρονομημένες συμπεριφορές της κοινωνίας. Η «απροθυμία» της ελληνικής κοινωνίας να παραιτηθεί από το πλούσιο ανθρωποκεντρικό της παρελθόν και να εναρμονισθεί με ένα καθεστώς ομοιογενοποιημένης κοινωνίας-ιδιώτη, όπως αξίωνε το διατακτικό της νεοτερικότητας (δηλαδή το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό σύστημα και τις συνάδουσες ιδεολογίες και πολιτισμικές σημαντικές που οικοδόμησε) θα χρεωθεί στην ίδια αρνητικά και, συνακόλουθα, στην παρεκκλίνουσα από τον ευρωπαϊκό κανόνα ιστορική διαδρομή του ελληνισμού. Η «εκσυγχρονιστική» διανόηση θα λυπηθεί σε δόσεις διαρκείας επειδή ο ελληνισμός δεν διήλθε από τις φάσεις της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού. Τα αδιέξοδά της, όμως, δεν θα της επιτρέψουν να αναλογισθεί τις συνέπειες του επιχειρήματος της. Ότι δηλαδή εστιάζει τη θεμελιώδη αιτία της κακοδαιμονίας του νεοελληνικού κράτους και των δυσμορφιών του πολιτικού του συστήματος στο γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία παρέμεινε σταθερά ανθρωποκεντρική (δηλαδή ελεύθερη) με υπόβαθρο την «πόλη» (ή «κοινό») και δεν περιήλθε στη φεουδαρχία, όπως η δυτική παρειά του ρωμαϊκού κράτους. Ώστε, όταν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες ανακάλυπταν τον λεγόμενο «νέον άνθρωπο», οι ελληνικές κοινωνίες τον βίωναν και, μάλιστα, στη μετα-κρατοκεντρική, δηλαδή οικουμενική του εκδοχή. Η οθωμανική πολιτική κυριαρχία δεν αναιρεί το γεγονός αυτό.
Προκειμένου να κατανοηθούν οι συνέπειες του εγκλεισμού της ελληνικής κοινωνίας στο διατακτικό του πρώιμου ανθρωποκεντρικά - και συνεπώς περιοριστικού για τις ελευθερίες - κράτους της νεοτερικότητας, αρκεί να επικαλεστώ το ζήτημα της γλώσσας, καθώς είναι, επίσης, άρρηκτα συνδεδεμένο με το μουσικό διάβημα του Σταύρου Ξαρχάκου. Η αντιπαράθεση μεταξύ των οπαδών της δημοτικής και της καθαρεύουσας απέκρυψε μια θεμελιώδης συμφωνία των αντιπάλων: και οι δυο επιδίωκαν την επιβολή του δόγματος της μιας [κατά τα άλλα, τεχνητής] γλώσσας για το κράτος/κοινωνία και, συνεπώς, την κατάλυση του μείζονος γλωσσικού πλούτου που αντιπροσώπευαν οι ζωντανές ελληνικές διάλεκτοι. Το παράδειγμα της ποντιακής διαλέκτου, που διασώθηκε γιατί βρέθηκε εκτός του νεοελληνικού κράτους, αποτελεί μικρό δείγμα της πολιτισμικής αποδόμησης του ελληνικού κόσμου που επιχειρήθηκε στο όνομα του «εκσυγχρονισμού». Ανάλογα όμως θα είχε να επισημάνει κανείς για τη «μουσική γραμματεία» των Ελλήνων, κατά την προσφιλή έκφραση του Ξαρχάκου, για τις κοινωνικές και πολιτικές του ελευθερίες, για την καταστολή της «οικουμενικής» αστικής τάξης στο όνομα ενός κλειστοφοβικού και παρασιτικού «εθνικού» ομοιώματος κλπ.
Οι θεράποντες της επιλογής αυτής ισχυρίσθηκαν ότι η ανωτέρω εξέλιξη ήταν νομοτελειακά αναγκαία για τη συγκρότηση της ενιαίας αγοράς στην επικράτεια και, περαιτέρω, για την «κατασκευή» του έθνους που προηγουμένως δεν υπήρχε. Το έθνος, θα δηλώσουν δογματικά, είναι γέννημα του κράτους (και των ιδεών) της νεοτερικότητας. Οι Έλληνες πριν γίνουν προσάρτημά της δεν είχαν συνείδηση της ελληνικότητάς τους!... Αφού αυτό συνέβη στην εξερχόμενη από τη φεουδαρχία δυτική Ευρώπη, οι διαφοροποιήσεις από τον κανόνα είναι ανεπίτρεπτες και όπου διαπιστώνονται οφείλουν να καταγράφονται ως δείγματα καθυστέρησης. Κατά τούτο, ο αντίλογος στο «επιστημονικό» επιχείρημα που εκφέρουν οι μέντορες της νεοτερικής σκέψης - για παράδειγμα ο Έρικ Χομπσμπάουμ - αντιμετωπίζεται με χλευασμό και απαξίωση.
Είναι προφανές ότι ο μηρυκαστικός μανδύας με τον οποίον επενδύεται το επιχείρημα των ηρακλέων της νεοτερικής ορθότητας είναι σαθρός. Ομοίως, και το εφεύρημα της αναγκαιότητας που επικαλέσθηκαν οι ζηλωτές της για το έθνος και την ενότητά του, για την αγορά και για πολλά άλλα, είναι ομολογουμένως ανιστορικές. Ο ελληνισμός που προηγήθηκε του «κράτους-έθνους» σταδιοδρόμησε ως δημιουργός και λειτουργός του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος (το οποίο οικοδόμησε το σύστημα των ελευθεριών στην κοινωνία), έως τους νεότερους χρόνους και αποτέλεσε έως το τέλος μια σημαίνουσα εθνική οντότητα και παρουσία στον κόσμο. Η απλή σύγκριση των πεπραγμένων του νεοελληνικού κράτους με τον υπόδουλο, επί πλέον, ελληνισμό της περιόδου της οθωμανοκρατίας, που λειτούργησε μέσω του πολιτειακού οχήματος της πόλης (ή «κοινού»), αρκεί για να συναγάγει κανείς τα συμπεράσματά του.
Η συστηματική απαξίωση του παρελθόντος προκειμένου να δικαιολογηθούν οι δυσμορφίες και, κατ' επέκταση, η αδυναμία του νεοελληνικού κράτους να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του ελληνισμού δικαιολογεί ευρέως την κρίση ταυτότητας και τις ανασφάλειες που διακατέχουν έντονα την ελληνική κοινωνία και ιδίως την άρχουσα τάξη της. Η ελληνική κοινωνία, υπό το «κράτος-έθνος», εκλήθη όχι να μεταστεγάσει την εθνική της ταυτότητα και τις ομόλογες πολιτειακές ελευθερίες (το κεκτημένο του «έθνους-κοσμοσυστήματος») σ' αυτό, αλλά να παραιτηθεί από ένα ολοκληρωμένο παράδειγμα ελευθεριών που ανέπτυξε στο περιβάλλον της «πόλης» (ή «κοινού») και βίωσε συστατικά στο μέσον της δεσποτικής οθωμανοκρατίας, προκειμένου να επανέλθει σε μια απλώς πρώιμη αντίληψη της εθνικής και της πολιτειακής ελευθερίας.
Το γεγονός αυτό έμελλε να προκαλέσει αλυσιδωτές επιπτώσεις και, εν τέλει, να αναδείξει την αδυναμία της ελληνικής κοινωνίας να εναρμονισθεί με ιδιότητες ή συμπεριφορές μη προσήκουσες στον χαρακτήρα της, αναγκαίες όμως για τη λειτουργία του νεοτερικού κράτους. Αναφέρω την εμμονή της να αντιλαμβάνεται την πολιτική συμμετοχή υπό το πρίσμα της πολιτικής ατομικότητας κι όχι της αγέλης (ως «μάζα»), του εντολέα κι όχι της κοινωνίας ιδιώτη, της πολιτικής διαπραγμάτευσης της ψήφου αντί της στρατευμένης ή λευκής συναίνεσης και, περαιτέρω, τον πελατειακό εκφυλισμό της πολιτικής της συμπεριφοράς. Επικαλούμαι, επίσης, τις αντιστάσεις της στην ιδέα της ταύτισης ιδιοκτησίας και συστήματος στον τομέα της οικονομίας και, ως εκ τούτου, στην εξαρτημένη εργασία, στην απαξίωση των πολυ-πολιτειακών ταυτοτήτων και πατριωτισμών, οι οποίοι θα αναζητήσουν στέγη στις ποικίλες όσες εκδηλώσεις «τοπικιστικού» χαρακτήρα και πολλά άλλα.
Η παρέμβαση του Σταύρου Ξαρχάκου, ως προς αυτό, είναι κρίσιμη. Μέσα από την προσωπική του αγωνία να απαντήσει στο ερώτημα του ελληνικού μουσικού ιδιώματος και να το συνδέσει με τις μείζονες στιγμές του ελληνισμού εισφέρει ένα εξαιρετικό δείγμα γραφής, θα έλεγα ένα θεμελιώδες παράδειγμα για την κατεύθυνση της αναζήτησης. Στα μουσικά παραδείγματα, που διασταυρώνονται στο έργο του, συναντώνται όλες οι φάσεις του ελληνικού βίου: της πόλης κράτους, της βυζαντινής οικουμένης, της οθωμανοκρατίας, του «κράτους-έθνους». Η μουσική στα χέρια του αναδεικνύεται σε επιχείρημα με ιστορικές προεκτάσεις για τη συνέχεια και την ταυτοτική πολυσημία του ελληνισμού, ισότιμο με εκείνο της γλώσσας. Ωστόσο, συμπεραίνουμε, το μουσικό ιδίωμα της ελληνικής κοινωνίας, ορίζει έναν σύνολο πολιτισμό, κοσμοσυστημικά διατεταγμένο, του οποίου το βάθος και η συνέχεια επιβεβαιώνονται με μέτρο την ελευθερία (δηλαδή την ανθρωποκεντρική του ιδιοπροσωπία).
Το ανθρωποκεντρικό υπόβαθρο της ελληνικής «μουσικής γραμματείας» συνομολογεί ότι η μετάβαση της ελληνικής κοινωνίας από το «έθνος- κοσμοσύστημα» στο «έθνος-κράτος» στοιχειοθετεί την κεφαλαιώδη διαφορά που τη διακρίνει από την υπόλοιπη Ευρώπη. Η πρώτη, διήλθε από ένα καθεστώς (ολοκληρωμένης ανθρωποκεντρικά) ελευθερίας σε ένα άλλο (εντούτοις, πρωτο-ανθρωποκεντρικό). Η δεύτερη, συνάντησε για πρώτη φορά την ελευθερία, στο δρόμο της μετάβασης από τη φεουδαρχία στο ανθρωποκεντρικό «έθνος- κράτος». Η είσοδος όμως αυτή της ελληνικής κοινωνίας στο «κράτος-έθνος» συνδυάσθηκε με την θεσμική της πρόσδεση, εν είδει παραρτήματος, στην ευρωπαϊκή δεσποτεία. Ώστε, παράδοξο, εν προκειμένω, δεν είναι η εξάρτηση αυτή καθεαυτή, αλλά το γεγονός ότι το συγκεκριμένο κράτος λειτούργησε, εν τέλει, ως υπομόχλιο για την εξάρτηση της ελληνικής κοινωνίας και, ευρέως, για την αποδόμηση των θεμελίων της πολιτισμικής της «ηγεμονίας» στον ευρύτερο ιστορικό ζωτικό χώρο του ελληνισμού.
Η επιστροφή στο πρώιμο ανθρωποκεντρικό παρελθόν (με την πρωτόλεια ατομική ελευθερία), από το οποίο διέφυγε ήδη τον 7ο αιώνα π.Χ, θα έχει επώδυνες συνέπειες για την εθνική και πολιτισμική ταυτότητα των Ελλήνων. Από την οικουμενική τους ταυτότητα -που σημασιοδοτείται από την ολοκληρωμένη «παιδεία» του έθνους-κοσμοσυστήματος- η ελληνική κοινωνία θα εγκλωβισθεί στις «αιματολογικές» και «φυλετικές» αναζητήσεις που θα της υπαγορεύσει η αγωνία των νεοτερικότητας να «κατασκευάσει» εξ υπαρχής το έθνος του κράτους.
Εξού και οι επισημάνσεις αυτές μπορούν να θεωρηθούν ως το σημείο κλειδί για την κατανόηση της κρίσης ταυτότητας που συγκλονίζει ακόμη την ελληνική κοινωνία και ορίζεται από την αμφισημία του βίου της στο πλαίσιο του κράτους έθνους: μια κοινωνία με λογικές και συμπεριφορές ανθρωποκεντρικής οικουμένης και, συνακόλουθα, «ανάρμοστες» με το πρώτο-ανθρωποκεντρικό διατακτικό του. Μια άρχουσα τάξη που αιωρείται ανάμεσα στη (ρύση και στο σκοπό του νεοτερικού κράτους και στις ασυμβατότητες που αναδεικνύει η συνάντησή της με την ελληνική κοινωνία.
Η συνέχεια στη «μακρά διάρκεια» της ελληνικής μουσικής γραμματείας και η πολυσημία της αποκαλύπτουν ακριβώς έναν πολιτισμό που εξακολουθεί ακόμη να αντλεί πρωτογενές υλικό και να γονιμοποιείται δημιουργικά από την ιστορία του. Η παρέμβαση, άλλωστε, του Σταύρου Ξαρχάκου μας επαναφέρει στον πυρήνα του ζητήματος, ότι δηλαδή η ελληνική μουσική δημιουργία είναι προϊόν ή, αναλόγως, απόρροια αξιολόγησης βασικά της ανώνυμης κοινωνίας. Πράγμα που συνάδει μόνον με την ύπαρξη μιας υψηλής λαϊκής ανθρωποκεντρικής κουλτούρας. Αν η παραδοχή αυτή συνδυασθεί με άλλες εκδηλώσεις του πολιτισμού, όπως η ζωγραφική, η αρχιτεκτονική κλπ γίνεται αντιληπτό ότι δεν πρόκειται για μεμονωμένο φαινόμενο, αλλά για μια γενικευμένη πραγματικότητα, αποδεικτική της οργανικής και αδιάκοπης ταύτισης της ελληνικής κοινωνίας με το ανθρωποκεντρικό κεκτημένο.
Η αξία του έργου αυτού του Σταύρου Ξαρχάκου, ξεπερνάει, όπως γίνεται αντιληπτό, την πρωταρχική του φιλοδοξία, καθώς μας εισάγει ευθέως στο πεδίο της εθνικής αυτογνωσίας. Παραμένει όμως ένα έργο πρωτογενές, που αναδεικνύει τις αρετές του ελληνικού μουσικού πολιτισμού και, συγχρόνως, τον ανασυνθέτει σε μια μουσική πανδαισία, που φέρει τη σφραγίδα μιας ιδιοφυούς συνάντησης των πηγών με την πρωτοτυπία του δημιουργού.

"ΟΙ ΑΡΑΧΤΟΙ" SERRA MICHELE


ΟΤΑΝ οι άλλοι είναι ξύπνιοι, εκείνοι κοιμούνται, κι όταν οι άλλοι δουλεύουν, εκείνοι ζουν και αναπνέουν μέσα από το κινητό ή το τάμπλετ. Είναι οι αραχτοί, οι έφηβοι του σήμερα, αυτή η "φυλή" που αντικρίζει τον κόσμο οριζοντιωμένη. Ο Μικέλε Σέρα καταδύεται στον μυστηριώδη, άγνωστο κόσμο των νέων με αφορμή τη φαινομενικά αδρανή στάση ζωής του δεκαοκτάχρονου γιου του, και με τον διεισδυτικό, δυναμικό του λόγο σκιαγραφεί μοναδικά το πορτρέτο μιας ολόκληρης γενιάς.
Ένα κωμικό μυθιστόρημα, μια ιστορία οργής, αγάπης και μελαγχολίας, ένα βιβλίο τρυφερό, βαθύτατα λυρικό και νοσταλγικό, μα και ένας ειλικρινής φόρος τιμής σε μια γενιά που ακόμη κι από αυτή την οριζόντια θέση κατορθώνει και βλέπει τη ζωή μέσα από το δικό της βλέμμα, έτσι όπως οι άλλοι, οι "όρθιοι", έχουν πάψει να βλέπουν εδώ και καιρό ή ίσως και να μην έχουν δει ποτέ. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)


Χάσμα γενεών, με χιούμορ και αυτοσαρκασμό

Πηγή:http://www.bookpress.gr/kritikes/xeni-pezografia/serra-michele-ikaros-oi-arachtoi?utm_source=Newsletter&utm_medium=email

Για τη νουβέλα του Michele Serra Οι αραχτοί (μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδ. Ίκαρος).



Του Νίκου Ξένιου
Αυτοβιογραφική ως ένα βαθμό, κυρίως σε ό,τι αφορά το υλικό της, είναι η νουβέλα Οι Αραχτοί του Ιταλού Μικέλε Σέρρα. Σαν μια παράθεση αποσπασματική σκηνών από τη σχέση ενός πατέρα κι ενός γιου στα πρόθυρα της ενηλικίωσης: πρόκειται για τη σταδιακή μεταμόρφωση ενός νέου σε ενήλικα, σε συνεχή αντιπαράθεση προς το ίδιο μοτίβο, μια γενιά νωρίτερα. Οι δυσκολίες αυτής της αναφοράς γονέα-παιδιού, δοσμένες με πολύ χιούμορ και αυτοσαρκασμό, συνθέτουν ένα τύπο χρονογραφήματος διανθισμένου με θυμοσοφικές διαπιστώσεις για ό,τι αφορά αυτόν τον νεόκοπο κόσμο των τεχνολογικά εθισμένων, εξαρτημένων νέων του σήμερα, σε γραφική σύγκριση με τον ποιητικό κόσμο του φαντασιακού της γενιάς των γονιών τους.
Ένα παμπάλαιο ζήτημα, μια αρχετυπική σύγκρουση

Τρεις ιστορίες διαπλέκονται σε αυτό το σύντομο βιβλίο: η κεντρική αφήγηση αφορά τη σχέση ανάμεσα στον πατέρα και στον έφηβο γιο του, που είναι ανίκανος να σεβαστεί τους κανόνες της συμβίωσης και της υγιεινής του χώρου διαβίωσης. Παράλληλα σχεδιάζεται, σε χοντρές γραμμές, η υπόθεση ενός μελλοντικού μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας όπου έχει κηρυχθεί Πόλεμος ανάμεσα στους νέους και τους γέρους. Τέλος, παρεμβάλλονται σύντομα κείμενα μιας «ανοικτής» πρόσκλησης του πατέρα αυτού προς τον γιο του για μια επιθυμητή ανάβαση στην κορυφή Νάσκα, ένα τοπίο ιδεώδες για την αισθητική του πατέρα και για τη σύναψη μιας κάποιας σχέσης μοιράσματος ανάμεσα σ’ αυτόν και το γιο του.
Στο εικοστό πρώτο βιβλίο του, ο Μικέλε Σέρρα θίγει ένα ζήτημα που ανέκαθεν απασχολούσε κάθε γενεά ενηλίκων: κατά πόσον μπορεί να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα σ’ αυτούς και τα παιδιά τους. Ο συγγραφέας φαίνεται να πρεσβεύει πως, στις παρούσες συνθήκες έντονης «τεχνολογικής εξάρτησης» της νέας γενεάς, προκύπτει ένα ζήτημα διαφορετικό από όλες τις άλλες εποχές: η απουσία κοινού καμβά σύγκρουσης ή σύγκλισης ανάμεσα στη νέα γενιά και στην προηγούμενη.
Το κεντρικό ζήτημα της απώλειας επικοινωνίας διανθίζεται, έτσι, από ερωτήματα που αφορούν το πόσο «αραχτοί» είναι αυτοί οι σημερινοί νέοι και σε ποιον βαθμό την ευθύνη για το «αραλίκι» τους τη φέρουν οι μεγαλύτεροι ή κάποιοι αστάθμητοι παράγοντες. Ένα ακόμη πρόσωπο που προκύπτει στην αφήγηση είναι η νεαρή φιλενάδα του γιου, που εκπροσωπεί επαξίως τη γενιά της και φέρει ατόφια τα γνωρίσματά της: ελάχιστη επικοινωνιακή διάθεση, προσήλωση στα τηλεοπτικά δρώμενα, «βύθιση» στα δεδομένα του i-pod της, του facebook της, του υπολογιστή της.
Δύσκολη δουλειά, αυτή του γονιού
Εξατμίστηκε ολοκληρωτικά η εξουσία των γονέων πάνω στα παιδιά; Ναι, ευτυχώς. Από μιαν άποψη, όμως. Γιατί, από την άλλη, μια νοσταλγία κυριαρχεί στο βιβλίο του Σέρρα για την εποχή εκείνη, όχι και πολύ μακρινή, όπου η παρουσία των γονέων ήταν διακριτική και η «ψιλή κυριότης» στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών ήταν μια τέχνη ολόκληρη: ποια ήταν τα προαπαιτούμενα αυτής της δομημένης σχέσης; Μα φυσικά η σιωπηρή αποδοχή των επιλογών των γονέων ως προτύπου προς μίμησιν. Κάθε απόκλιση από αυτό το σκληροπυρηνικό πρότυπο σήμαινε και μια μορφή διαταραχής της ομαλής ψυχολογικής εξέλιξης του παιδιού, πιθανόν δε, με μια φροϋδικήν απλούστευση, και μια μορφή παρέκκλισης του φυσιολογικού. Οι διαφορές και το χάσμα μεταξύ των διαδοχικών γενεών γινόταν κατά κανόνα σε αναφορά προς το γονεϊκό πρότυπο που έπρεπε να γίνει αντικείμενο επεξεργασίας, αμφισβήτησης, απόρριψης ή έπρεπε να υιοθετηθεί ως είχε. Τώρα τα πράγματα, διαπιστώνει με οδύνη και χιούμορ ο συγγραφέας, είναι διαφορετικά: μιλάμε για δυο αποξενωμένα σύμπαντα, με όση δόση υπερβολής και αν περιέχει αυτή η διαπίστωση.
 Ο Michele Serra

Οι τέλειοι καταναλωτές που είναι οι νέοι
Ίντερνετ, i-pod, συσκευές, συσκευές: ο κόσμος για τους νέους είναι ένα δίκτυο ηλεκτρονικής επικοινωνίας και η πραγματικότητά τους, το λεξιλόγιό τους, η ψυχική τους διάθεση, όλα καθορίζονται απολύτως από την τεχνολογία. Πού η λυρική νοσταλγία για την ομορφιά του τοπίου, πού ο ρομαντικός παρατηρητής ενός κόσμου που εκτυλίσσεται εν χρόνω σαν ομαλό επεισόδιο μιας εκτενούς αφήγησης, πού η ενατένιση της ομορφιάς εν γένει και η απόλαυση του γραπτού κειμένου; Μιλάμε, τώρα, για ένα σύμπαν σημειογραφικών συντμήσεων και καταβύθισης στα τελευταία μοντέλα επικοινωνιακής πολιτικής των πολυεθνικών. Μιλάμε για τον απόλυτο λακωνισμό που αντίκειται σε κάθε πιθανό καθωσπρεπισμό, επίσης ήδη αναφερόμαστε σε μιαν εποχή «υπέρβασης» των βεβαιοτήτων της προηγούμενης δεκαετίας. Το ζοφερό αυτό σκηνικό αποκτά ιλαρότητα μέσω μιας θεώρησης ευρυγώνιας, ενός άλλου ορίζοντα ερμηνείας, μιας βιωματικής σχέσης με το «άρωμα της εφηβείας». Το εφηβικό κορμί αποκτά αυτήν την ανεξήγητη δύναμη, τη forza pulsionale που γίνεται εμβληματική από τη στιγμή που αρπάζει τα ηνία της ζωής. Δραττόμενος της ευκαιρίας, ο πατέρας γίνεται κάτι παραπάνω από παρατηρητής, μάρτυρας και ενεργούμενο μιας εξωγενούς συνθήκης: για μια τελευταία και αποφασιστική φορά, αποφασίζει να καθορίσει το μέλλον του παιδιού του.

Η τελική εικόνα είναι συγκινητική: ο γιος του δέχεται να τον συνοδέψει σε αυτήν τη σύντομη εξόρμηση στην κορυφή της Νάσκα για την οποία ο πατέρας τον εκλιπαρεί σε όλο το βιβλίο. Μόνο που τώρα το παιδί με τα σνίκερς έχει τόσο προηγηθεί, έχει τόσο σφριγηλά προηγηθεί που ο πατέρας μένει πίσω για τα καλά. Η τελευταία κραυγή του νέου: «Μπαμπάααα εδώωωω είμαι!» δεν είναι κραυγή βοηθείας αλλά δήλωση υπεροχής. Ο συγγραφέας διασώζει ελάχιστα γνωρίσματα από την εξωτερική «φιγούρα» του Πατέρα που μας είναι οικεία. Προσοικειούμενος έναν ηθικό ρελατιβισμό, αντιμετωπίζει τα σνίκερς του γιου του ως αναπόφευκτη εικόνα, την επιθετικότητά του ως άλλην εκδοχή της ειλικρινούς κατάφασης στους σύγχρονους ρυθμούς ζωής και τη δική του οπισθοχώρηση ως την αναπόφευκτη έκβαση μιας προδιαγεγραμμένης απέλπιδος πάλης.
Ενώ λοιπόν ο νέος γόνος του είναι απολύτως «καλωδιωμένος» με τις συσκευές μέσω των οποίων επικοινωνεί με τον έξω κόσμο, ο πατέρας-Σέρρα κάνει μια τεράστια συγγραφική «προβολή» στο μέλλον, σ’ εκείνον τον «Ύστατο» φανταστικό πόλεμο Γέρων και Νέων που θα περιλάβει στο βιβλίο της ωριμότητάς του. Χωρίς διάθεση ηθικολογίας, ο πόλεμος αυτός προδιαγράφεται νικηφόρος για τους νέους: πώς αλλιώς θα μπορούσε να είναι, άλλωστε; Εκεί, σε μια ρητορική αντιπαράθεση προς τον αρχηγό των Νέων, ο συγγραφέας, φορώντας το προσωπείο του «κοντοτιέρρου» των Ηλικιωμένων Μπρένο Αλτσχάιμερ, «σαν έτοιμος από καιρό, σαν θαρραλέος» και παρά τη σαρκαστική του διαπίστωση για το καταναλωτικό ήθος της νέας γενεάς, προδίδει την παραιτημένη δική του γενιά στον επικεφαλής του τάγματος των σφριγηλών σωμάτων που θα διαχειριστούν το μέλλον. Οι Vecchi παραιτούνται και οι Giovani νικούν χάριν μιας πλατωνικής σύλληψης του Ωραίου.
Ο Μικέλε Σέρρα, ενεργός δημοσιογράφος στην Ιταλία, υποστηρίζει το σχέδιο μιας Αριστεράς «ενωμένης και ανταγωνιστικής». Μεγαλωμένος στο Μιλάνο, άρχισε να εργάζεται στα 21 του, το 1975, στην Unita, επίσημο όργανο του PCI, και το 1996 έγινε αρθρογράφος στη Repubblica και στο περιοδικό Espresso. Στο μεταξύ εμψύχωσε δύο παρεμβατικά περιοδικά πολιτικής σάτιρας, το Tango και το Cuore, και το 1989 πέρασε στη λογοτεχνία. Την ίδια εποχή (1989) κατεβαίνει υποψήφιος ευρωβουλευτής του PCI. Πρόσφατα συνεργάστηκε με τον Ρομπέρτο Σαβιάνο. Στα ελληνικά πρωτοεμφανίστηκε το 2013 με το μυθιστόρημα Το παιδί αγελάδα (εκδ. του Εικοστού Πρώτου).
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.

«Το παιδί εγκληματίας» του Jean Genet





γράφει και επιμελείται η Διώνη Δημητριάδου*



                                                 σε μετάφραση του Σπύρου Γιανναρά 

από τις εκδόσεις Άγρα


«Δεν τρέφω αυταπάτες. Μιλάω στο κενό και στο σκοτάδι, θέλω, ωστόσο, ακόμα κι αν είναι για μένα να τα ακούσω εγώ ο ίδιος, θέλω να βρίσω τους υβριστές»
Έτσι θα τελειώσει ο Jean Genet το βιβλίο του «Το παιδί εγκληματίας», που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1949, από τον νεαρό εκδότη Paul Morihien, και είναι το πρώτο που φέρει στο εξώφυλλο το πραγματικό όνομα του συγγραφέα.
Δεν προοριζόταν όμως αρχικά για να κυκλοφορήσει με αυτή τη μορφή. Ήταν ένα κείμενο που θα ακουγόταν από το ραδιόφωνο στην εκπομπή Carte blanche της Radiodiffusion française. Αν και η συγκεκριμένη εκπομπή διακρινόταν για την ελευθερία έκφρασης που επέτρεπε στους καλλιτέχνες που παρουσίαζε να εκθέτουν τις απόψεις τους χωρίς πρόβλημα, απέρριψε το κείμενο και έτσι η ραδιοφωνική του μετάδοση, όπως την είχε σχεδιάσει ο Genet, ματαιώθηκε. Η παιδική εγκληματικότητα με τον τρόπο που την παρουσίαζε και την ανέλυε ο συντάκτης του κειμένου θορύβησε την καθεστηκυία τάξη (ακροατές είχαν ήδη διαμαρτυρηθεί για τις εκπομπές του Boris Vian και του Jacques Prévert) και οδήγησε για άλλη μια φορά αυτόν τον τελευταίο από τους καταραμένους της γαλλικής διανόησης στη θέση του απολογητή για τις απόψεις του.


Ενδεχομένως μια ανάλυση ενός τέτοιου θέματος να μην είχε ξεσηκώσει τόση αναστάτωση, αν γινόταν από κάποιον άλλο διανοητή. Αλλά από τον Jean Genet; Αυτόν που είχε βιώσει ο ίδιος όσα θα παρουσίαζε; Για κάποιους ήταν αδιανόητο. 



Αναμενόμενο είναι, όταν κάποιος προέρχεται από ένα περιβάλλον παραβατικότητας, να μη διστάσει να μιλήσει για τις παραμέτρους του θέματος που άλλοι αγνοούν ή άλλοι (οι περισσότεροι) δεν θέλουν να παραδεχθούν, καθόσον η όποια παραδοχή συμπαρασύρει και τους ίδιους ως μετέχοντες στην ευθύνη δημιουργίας του προβλήματος.
Έτσι, ο Jean Genet, έχοντας ξεκαθαρίσει τη θέση του «όσο για μένα, έχω κάνει την επιλογή μου: θα είμαι με την πλευρά του εγκλήματος», θα προσεγγίσει την παιδική εγκληματικότητα από την πλευρά των ίδιων των παρανομούντων, τοποθετώντας εξ αρχής τους όρους παρανομία και παραβατικότητα δίπλα δίπλα με αυτονόητη αλληλοσυμπλήρωση. Κάθε φορά που φτιάχνεται ένας νόμος (με τον εγγενή του ρόλο να καλύψει τα κακώς κείμενα και όχι να τα εξαλείψει) είναι λογικό να δημιουργείται και η έννοια του παραβάτη, που συνακόλουθα φέρνει την επιβολή του νόμου εναντίον του. Και ακόμη πιο αναμενόμενο είναι αυτός ο παραβάτης να ανήκει στα νεαρότερα ηλικιακά στρώματα, αυτά που εύκολα συγχέουν την αντίδραση με την επανάσταση διοχετεύοντας την ορμή τους απέναντι σε καθιερωμένα σχήματα καταπιεστικά και δεσμευτικά της ελευθερίας τους, όπως αυτά την εννοούν.
Το Κακό, λοιπόν, ως έννοια, κατά τον Genet, δεν είναι τίποτε άλλο παρά «το θράσος να ακολουθήσει κανείς μια μοίρα που εναντιώνεται σε κάθε κανόνα». Αν όμως ισχύει αυτό, τότε η ακολουθούμενη πολιτική της συμμόρφωσης προς τα δεδομένα της κοινωνικής συμβίωσης, δηλαδή όλα τα μέτρα που παίρνουν τα εκάστοτε σωφρονιστικά ιδρύματα (αποσκοπώντας στην ομαλή, όπως διαδίδουν, κοινωνική  επανένταξη των παραβατών) δεν οδηγούν πουθενά αλλού παρά σε μια νέα παραβατικότητα με κάθε ευκαιρία. Με άλλα λόγια, οι νεαροί παραβάτες επιζητούν την τιμωρία τους ως επιβράβευση της παρανομίας τους, η οποία φαντάζει πλέον σαν μια πράξη ηρωισμού. Δεν μετανοούν και δεν ζητούν άφεση αμαρτιών από μια κοινωνία που ήδη έχουν καταδικάσει στη νεαρή τους συνείδηση.
Άλλωστε ο Genet θα αναρωτηθεί για τον βαθμό υποκρισίας της κοινωνίας που από τη μια καταδικάζει την παραβατικότητα, ενώ από την άλλη «η δική σας λογοτεχνία, οι δικές σας καλές τέχνες, η ψυχαγωγία σας εκθειάζουν το έγκλημα. Το ταλέντο των ποιητών σας εκθείασε τον εγκληματία τον οποίο στην καθημερινότητά σας απεχθάνεστε». Με αυτά τα λόγια δίνει μια άλλη διάσταση στο θέμα. Η λογοτεχνική εκδοχή του ήρωα-παραβάτη είναι αποδεκτή την ώρα που το πρότυπο που τον δημιούργησε, ο αληθινός παραβάτης δηλαδή, αφήνεται στην περιφρόνηση και το περιθώριο. Ένας τέτοιος όμως παράνομος γιατί να επιζητεί τον οίκτο και κυρίως το χέρι βοηθείας που του προτείνεται από αυτούς που τον περιφρονούν;
Το πιο ενδιαφέρον σ’ αυτό το κείμενο είναι ότι ο συγγραφέας του εξακολουθεί (ως απότοκο της δικής του παραβατικής συμπεριφοράς που τον έφερε πολλές φορές πίσω από τα κάγκελα) να συγκαταλέγει τον εαυτό του στη μερίδα των παρανομούντων μέσα από το ‘εμείς’ που συχνά επιλέγει ως πρόσωπο στα λεγόμενά του: «εμείς όμως θα εξακολουθούμε να ενσαρκώνουμε τις τύψεις σας. Και για κανέναν άλλο λόγο πέρα από το να ομορφύνουμε ακόμα περισσότερο την περιπέτειά μας, γιατί το γνωρίζουμε ότι η ομορφιά της εξαρτάται από την απόσταση που μας χωρίζει από σας…εμείς θέλουμε να ενσαρκώνουμε αυτή ακριβώς τη δύναμη του κακού. Θα είμαστε το υλικό που αντιστέκεται και χωρίς το οποίο δεν θα υπήρχαν καλλιτέχνες».


Κι εκεί που όλοι οι άλλοι χαρακτηρίζουν «ασυνειδησία την παρόρμηση που ωθεί το δεκαπεντάχρονο παιδί στην αξιόποινη πράξη ή στο έγκλημα» ο Genet θεωρεί πως αυτό το παιδί πρέπει να διακατέχεται από ιδιαίτερο θάρρος αλλά και θράσος για να αναμετρηθεί με μια κοινωνία τόσο ισχυρή «με τους πιο αυστηρούς θεσμούς, και με νόμους προστατευμένους  από μια αστυνομία που αντλεί τη δύναμή της τόσο από τον θρυλικό, μυθολογικό, απροσδιόριστο φόβο που γεννάει στις ψυχές των παιδιών, όσο κι από την οργάνωσή της».
Ένα αναμφίβολα πολύ προκλητικό κείμενο έχουμε εδώ, με την ‘αυθάδικη’ φωνή όχι πια ενός παιδιού αλλά του ώριμου υπερασπιστή των απανταχού νεαρών εγκληματιών, που επιχειρεί να προσδώσει κάποια στέρεη βάση επιχειρηματολογίας απέναντι στην εκάστοτε εξουσία που νομοθετεί αφαιρώντας από τον παραβάτη το δικαίωμα του αντιλόγου. Κατά κύριο λόγο μάλιστα, όταν αυτός ο παραβάτης είναι ανήλικος, άρα κατά τα δεδομένα της ανήμπορος να αμφισβητήσει με αξιώσεις τους όρους της.
Εν κατακλείδι, ένα κείμενο που περιφέρει ανοιχτές τις προκλήσεις του ακόμη και σήμερα, τόσα χρόνια μετά, και με τόσα να έχουν γραφτεί πάνω στην ιδιαίτερη ψυχολογία αυτού που επιλέγει τη διωκόμενη παραβατική συμπεριφορά. Ανοιχτό στον διάλογο και το ίδιο, όπως άλλωστε και τα υπόλοιπα έργα του δημιουργού του.

Υ.Γ. Οι εκδόσεις Άγρα φρόντισαν να συνοδεύσουν τα κείμενο με το αρχικό εξώφυλλο της γαλλικής έκδοσης, μια εξαιρετική φωτογραφία που ίσως μας δείχνει τον ίδιο τον συγγραφέα μπροστά στην πόρτα της φυλακής, καθώς και με μια νεανική δική του ως προμετωπίδα, που μας τον δείχνει στην ηλικία που έχουν οι νεαροί που υπερασπίζεται με τον λόγο του. Συμπληρώνεται η έκδοση με κείμενο του Thomas Simonnet, διευθυντή της εκδοτικής σειράς LArbalète, που μας κατατοπίζει για την περιπέτεια του κειμένου του Genet. Μια ιδιαίτερη μνεία να γίνει και στη μετάφραση του Σπύρου Γιανναρά που φρόντισε να σημειώνει τις διαφορετικές εκδοχές του λόγου από έκδοση σε έκδοση καθώς και να δίνει απαραίτητες πληροφορίες που καθιστούν το κείμενο πιο εύκολα προσβάσιμο.

Διώνη Δημητριάδου




Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»(http://meanoihtavivlia.blogspot.gr/2015/10/blog-post_24.html)

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

Οι Βijoux de kant και ο Μιχάλης Βιρβιδάκης μας παρουσιάζουν…





Το έργο «Περί Φύσεως» του Χανιώτη δημιουργού από 10 Μαρτίου στη σκηνή του Bios.
Μετά τη σύμπραξή τους με τον Άκη Δήμου στην παράσταση «Όσα η καρδιά μου στην καταιγίδα» που παρουσιάζεται αυτή την περίοδο στη Φρυνίχου του Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν (θα διαρκέσει μέχρι μέσα Μαρτίου), οι Βijoux de kant ενώνουν τώρα τις δυνάμεις τους με έναν ακόμη σπουδαίο δημιουργό. Με τον Χανιώτη ηθοποιό, θεατρικό συγγραφέα και σκηνοθέτη, Μιχάλη Βιρβιδάκη για να μεταφέρουν στη σκηνή το έργο του, «Περί Φύσεως». Θα το παρουσιάσουν από 10 Μαρτίου στο Bios, σε σκηνοθεσία Γιάννη Σκουρλέτη και Ηλέκτρας Ελληνικιώτη με τους Θάνο Σαμαρά, Κώστα Κουτσολέλο και Νάνσυ Μπούκλη στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Η υπόθεση του «Περί Φύσεως» έχεις ως εξής: Aύγουστος. Παραμονή του Σωτήρος. Σε ένα απόμερο λιμανάκι κάποιας ελληνικής παραλίας, τρεις άνθρωποι κάνουν το απογευματινό μπάνιο τους περιμένοντας το φεγγάρι να ανατείλει μέσα απ’ τη θάλασσα. Κι ενώ περιμένουν, συζητούν περί παντός επιστητού, όπως μάλλον θα συνέβαινε πάντα και με όλους όσους έχουν μπει πριν από εκείνους στα νερά αυτά. Ο Σοφοκλής Ποθουλάκης και ο Ευριπίδης Περίανδρος με τη γυναίκα του Ευλαμπία, τρία κεφάλια πάνω απ’ το νερό, τρεις φευγαλέες αντανακλάσεις της ιστορίας στο φως του δειλινού, μιλούν, σχολιάζουν, υπερθεματίζουν, αγανακτούν, εύχονται για όλα όσα απασχολούν τη ζωή τους στον τόπο αυτό. Κι ενώ έχουν ήδη αρχίσει να έρχονται ένας – ένας ο χορός των πανηγυριστών, το φεγγάρι ολόγιομο ξεπροβάλλει στον ορίζοντα.
Πρόκειται για ένα έργο που όπως αναφέρει ο Σκουρλέτης «δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια θαυμαστή ψευδαίσθηση. Μια αντανάκλαση της ιστορίας πάνω στη σκηνή μιας παραλίας που ίσως κάποτε κολυμπήσαμε». Και συνεχίζει: «Άλλωστε, κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι είδε τον Σοφοκλή, τον Ευριπίδη και την Ευλαμπία να συζητούν στη θάλασσα. Κανείς δεν παίρνει όρκο ότι υπήρξε αυτή η θάλασσα ή εκείνο το φως του δειλινού».
Ο Βιρβιδάκης μας εξηγεί ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της συγγραφής του έργου του, είχε στο μυαλό του τον Λευτέρη Βογιατζή και τη στιγμή που θα του το παρέδιδε να το διαβάσει. Αρχές Ιουλίου του 2011 ανέβηκε στην Αθήνα και άρχισε με εκείνον τις συζητήσεις και τις αναγνώσεις πάνω στο έργο. Οι αναγνώσεις τους κράτησαν ως τις αρχές Αυγούστου, όποτε και συμφωνήσαν ότι το έργο θα άρχιζε να δουλεύεται με τους ηθοποιούς από τα Χριστούγεννα για να ανέβει στο θέατρό του την άνοιξη του 2012. Όμως, η υγεία του Βογιατζή από τον Αύγουστο εκείνο κι έπειτα, επιδεινώθηκε. Σε κάθε περίπτωση, το «Περί Φύσεως», όπως ο ίδιος ο συγγραφέας δηλώνει στο επίμετρο της έκδοσης, «μεταφέρει τη μαγική αύρα του Λευτέρη πίσω από τις λέξεις κι αυτό είναι κάτι που με συγκινεί και θα του το χρωστάω για πάντα».
Από τους συγγραφείς που ο λόγος στα έργα του αναπηδά στις λευκές σελίδες, περισσότερο ως ποίηση παρά ως πεζός λόγος, ο Μιχάλης Βιρβιδάκης «γράφει για να βρει τι θέλει να πει» και ποτέ το αντίθετο. Όμως, τι κάνει έναν άνθρωπο να στριφογυρίζει γύρω από ένα άσπρο χαρτί, προσπαθώντας να δώσει μια μορφή σε ένα πλάσμα που κι ο ίδιος καλά - καλά δεν ξέρει το λόγο της ύπαρξής του; «Δεν ξέρω. Ειλικρινά. Υποθετικά μιλώντας μπορώ να συμπεράνω πως κάπου πολύ βαθιά μέσα μας, οι μαλακοί ιστοί της καρδιάς μας, σπαργανωμένοι σφιχτά από το μαύρο σκοτάδι της ύπαρξής μας, εκκρίνουν καθημερινά και σε ομόκεντρα στρώματα, γύρω από ένα σκουπιδάκι που κανείς δεν ξέρει πώς βρέθηκε εκεί, αφού τα ίχνη του χάνονται πάντα μέσα σε ένα χρόνο που υπήρξε πριν από τη γέννησή μας, κάποιου είδους  μάργαρο, με σκοπό να το εξουδετερώσουν, να το απαλείψουν, να το εξαφανίσουν και καθώς αυτό το ενοχλητικό σκουπιδάκι περιβάλλεται διαρκώς με επάλληλα στρώματα που επικάθονται το ένα πάνω στο άλλο, μεταμορφώνεται κάποτε σε ένα ολοστρόγγυλο μαργαριτάρι», σημειώνει.

Μουσική: Κώστας Δαλακούρας. Σκηνογραφία: Περικλής Πραβήτας Eνδυματολογία: Δήμητρα Λιάκουρα Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα. Βοηθος Φωτιστή: Μαριάντζελα Σεφεριάν Βοηθός Σκηνογράφου: Ματθαίος Δαμίγος Φωτογραφίες: Βασίλης Βρεττός. Video: Γιώργος Αποστολόπουλος Artwork: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης. Επικοινωνία: Άρης Ασπρούλης.
 

Info: 10 Μαρτίου - 10 Απριλίου κάθε Πέμπτη έως Κυριακή στις 20.30. BIOS.TESLA Main, Πειραιώς 84, Αθήνα, Τηλ.: 210 3425335. Εισιτήρια:12 ευρώ (κανονικό), 8 ευρώ (μειωμένο).
Χριστίνα Φαραζή