Γιώργος Κοντογιώργης
Α. Ο Σταύρος Ξαρχάκος με την Ωδή του στην ελληνική μουσική γραμματεία οικοδομεί μια μοναδική σύνθεση ρυθμών και αλληλουχία μουσικής ιδιοτροπίας, στην οποία μαρτυρείται αφενός η πολυσημία του ελληνικού χρόνου και τόπου και αφετέρου οι σταθερές μιας πορείας με βαθιές ρίζες στο ανθρωποκεντρικό διακύβευμα της ελευθερίας. Στην Ωδή του ο συνθέτης ενορχηστρώνει διαδοχικά την αιτιολογία του ελληνικού "τρόπου", την απογείωση, την πορεία του στο μέσον του θριάμβου, αλλά και τη δραματική μεγαλουργία της ήττας, της θυσίας, της καταστροφής. Οι στιγμές της ήττας, η κορύφωση του θρήνου είναι για τον ελληνικό πολιτισμικό κύκλο εξίσου αν όχι πιο μεγαλειώδεις από εκείνες της ανόδου στο στερέωμα της Ολύμπιας δημιουργίας.
Η θεμέλια μήτρα της ελληνικής μουσικής γραμματείας τοποθετείται στο Αιγαίο.Ακριβώς γύρω του ακτινώνεται σε επάλληλες εστίες φωτός η ελληνική δημιουργία ως οικουμένη. Εξού και η είσοδος στην Ωδή γίνεται με τον χαρακτηριστικό ήχο που «σημαίνει» την ουσία του Αιγαίου: τον βαθύ ανασασμό της θάλασσας, την ασύνετη παραφορά του μελτεμιού, τον αφρώδη κυματισμό που μετουσιώνεται σε γαλάζια μελωδία. «Εν αρχή λοιπόν ο ήχος, όχι ο λόγος!». Ο ήχος της θάλασσας που αίφνης συναντάται αρμονικά με την περιρρέουσα δημώδη μούσα του Αιγαίου, η οποία διερμηνεύει με φως την ταυτότητά του, διαχέεται με αντικατοπτρισμούς στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, διαλέγεται με τις παραλογές της βαριάς μουσικής υπόκρουσης του βουνού ή συναντάται με τη φρόνιμη αισθητική παράμετρο του κάμπου. Ο συνθέτης μέσα από εξαίσιες μουσικές παρόδους δημιουργεί τις γέφυρες στην πολιτισμική πολυσημία του Έλληνα λόγου, ο οποίος έτσι μεταλλάσσεται σε μυθολογία φωτός.
Η μετάβαση αυτή από τον δημοτικό ήχο στον ορχηστρικό λόγο, κορυφώνεται με την είσοδο του ηπειρωτικού πεντατονικού. Πρόκειται για μια συγκλονιστική μαρτυρία που μεταλλάσει τη μουσική παραμυθία σε ορχηστρική μυσταγωγία και, υπό μια άλλη έννοια, σε σπονδή στην αισθητική ιδιοφυία του «κοινού λαού». Οι παραλληλίες που οικοδομεί ο συνθέτης με τις μουσικές συνακροάσεις των τραγουδιών του ελληνικού κύκλου, εναρμονίζουν το βάθος του ιστορικού χρόνου με τον σύγχρονο κόσμο, σε μια εξαιρετική, διδακτική σε διάρκεια και αναδράσεις, συνοίκηση των ήχων. Το σημείο όπου συναντώνται το ηπειρωτικό άκουσμα με την υποδόρια εκδοχή της τζαζ είναι χαρακτηριστικό.
Η περιδιάβαση στη γεωγραφία της ελληνικής γραμματείας διακτινώνεται ισόρροπα στο ουσιώδες του ελληνικού ζωτικού χώρου: από την Ήπειρο, την Πελοπόννησο, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, στον πυρρίχιο Πόντο, την Κρήτη και τη Θράκη. Παραδειγματικές ενορχηστρικές διασκευές ακουσμάτων συνθέτουν τις γέφυρες ανάμεσα στο βουνό, την πεδιάδα και τη θάλασσα, στον αστεακό και τον αγροτικό χώρο, την ίδια στιγμή που η ακολουθία των μουσικών οργάνων που επιστρατεύεται, αναδεικνύει μια πολύ πειστική ιμπρεσιονιστική μαρτυρία.
Η εμμονή στον "μητρικό" λόγο του Αιγαίου μύθου, που εκπέμπει το αχειροποίητο φως της ανεπαίσθητης, σχεδόν ουράνιας συνάντησης του "Αιόλου" με τον "Ποσειδώνα", εναλλάσσεται εντέλει με τη συγκλονιστική έκλαμψη των "παιδιών της Σαμαρίνας". Ο χορός της θύμησης εισάγει ξαφνικά τον θυμό της ιστορίας. Η εικόνα που αναπέμπει η συγχρονική τους άρθρωση θα απολήξει, ως φυσική ακολουθία, στη μυσταγωγία του ιερού: «χαίρε νύμφη ανύμφευτε». Απόληξη που προϊδεάζει πράγματι για το θρηνώδες δεύτερο μέρος της Ωδής.
Το Β' μέρος της Ωδής στεγάζει την τραγική παράμετρο της ελληνικής μουσικής γραμματείας. Εξού και εμπνέεται από τους συμβολισμούς της Ορέστειας του Ευριπίδη, δηλαδή από τις δραματικές προεκτάσεις του τρωικού εγχειρήματος. Η συνάντηση του Ευριπίδη με τον "κατολοφυρόμενο" υμνωδό της Άλωσης, αναπαριστά ακριβώς τη γαλήνια περπατησιά στις όχθες των Ηλυσίων Πεδίων. Ο χορός, και στο πρόσωπο του Ορέστη και στο πρόσωπο του ανώνυμου μάρτυρα της Άλωσης, έχει τα ίδια να πει. Η ιαχή του τέλους, η λύτρωση και η κάθαρση εκφέρονται με τον ίδιο ολοφυροματικό λόγο: το «σφάγιον άμωμον»,...«τον αγιόλεκτον συνασπισμόν»,...τους «φιλομάρτυρας δεύτε τιμήσομεν»,...«την πανίερον μνήμην αυτών»,...«πνευματικώς τελέσαντες βοήσωμεν αυτοίς», ...«θραύσατε θράσος αγαρινών των αθέων»,...«και ρήσασθαι λαόν ευσεβόφρονα». Ο ίδιος ολοφυρμός της τραγικής συναγωγής του Ευριπίδη επενδύεται το εγκώμιο του Γούδα στο Μακρυγιάννη. Τα τραύματα στο σώμα του πολέμαρχου σκιαγραφούν το ζοφερό χρονικό της Μεγάλης Επανάστασης. Ένα χρονικό θυσίας, πλημμυρισμένο με αίμα ηρώων και προδοσίας. Και στο βάθος η τελευταία πράξη του ελληνικού δράματος, η απόληξη της νεότερης ελληνικής τραγωδίας η Σμύρνη. Ο θρήνος του Ορέστη αιωρείται πυρακτωμένος πάνω από τις σκιές της Μικρασιατικής καταστροφής, θυμίζοντας στον ελληνικό μύθο την επιστροφή του στις απαρχές, στο χρόνο και στον τόπο των Μυκηναίων.
Ο Ερωτόκριτος με τον εισαγωγικό του στίχο: «τσι περαζόμενους καιρούς που Έλληνες όριζαν» υποβάλει ήδη το ερώτημα της αιματηρής κάθαρσης στο βωμό της θυσίας. Το κυπριακό άκουσμα του 17ου αιώνα συμπληρώνει την προσλαλιά του Ερωτόκριτου, πριν ο ήχος του «τσέμπαλου», αναγγείλει την Αναγέννηση μιας ελπίδας στην Ανατολή του νέου κόσμου. Ο έρωτας προβάλλει όχι μόνο ως ο εναλλακτικός αντίποδας του θανάτου, αλλά και ως μυσταγωγία της ζωής στη διαλεκτική της ώσμωση με την ίδια την ύπαρξη. Η Θράκη (ο "Στέργιος") παρεμβάλλεται αντί επιλόγου για να συμβολίσει τη «σημειολογία», τα όρια της νέας εποχής, εκεί όπου καταλαγιάζει, στο πλευρό μιας πανελλήνιας καταγραφής, η Άνοιξη ("τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια").
Η Ωδή κλείνει οριστικά με μια σπονδή στον "μητρικό" τόπο, με την επάνοδο σε μια άλλη εκδοχή του Αιγαίου ήχου ή μύθου, με το διονυσιακό ρυθμικό ιδίωμα της πεντοζάλης.
Ο κύκλος της ορχηστρικής πανδαισίας που προτείνει στην Ωδή του ο Σταύρος Ξαρχάκος υφαίνει τους επάλληλους τόπους της εκφοράς της ελληνικής μουσικής δημιουργίας με τον συνεκτικό της πυρήνα, τη μυστηριακή υπόκρουση του Αιγαίου λόγου. Αυτή ακριβώς η σύνθεση ορίζεται και ορίζει συνάμα τα όρια της ελληνικής μουσικής παιδείας. Όρια ανθρωποκεντρικά, με πρόσημο την ελευθερία, και γι' αυτό οικουμενικά, που είτε διεισδύουν πρισματικά στον ευρύτερο κοινωνικό τους περίγυρο είτε στοιχίζουν δομικά τη μουσική παιδεία της καθημάς νεοτερικότητας. Σε κάθε περίπτωση, επειδή παραμένει σταθερά ανθρωπομορφική, δηλαδή ανθρωποκεντρική και, κατά τούτο "μητρική" στο χρόνο, εγκαλεί το δημιουργό να λαξεύσει με τις νότες του την ανάγλυφη σύνθεση του φωτός σε αισθητική του λόγου.
Από την άλλη, στην Ωδή του Σταύρου Ξαρχάκου η επίκληση της διαχρονίας λειτουργεί ως δεξαμενή ανίχνευσης του μουσικού ιδιώματος της ελληνικής δημιουργίας, όχι παραθετικά. Η ορχηστρική πρόταση του συνθέτη μας πείθει, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι ο ιστορικός χρόνος και οι πολυσημίες της γεωγραφίας, επιβεβαιώνουν δεν αναιρούν την ομοθετική της ανάγνωση. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για μια πρωτότυπη σύνθεση, μια μοναδική στη σύλληψη ορχηστρική πρόταση όπου συχνά τα μουσικά ακούσματα άλλοτε μείγνυνται, ή προβάλλουν οι προσλαλιές τους αθροιστικά και άλλοτε "ανακοινώνονται" σε παραλληλία ως εάν ο χρόνος και ο τόπος δεν άγγιξαν την αρμονία του όλου.
Β. Το έργο αυτό του Σταύρου Ξαρχάκου είναι όντως μια Ωδή στην «ιδιοπροσωπία» της ελληνικής μουσικής δημιουργίας και, θα έλεγα, ένα εγχείρημα ανασυγκρότησης του ιστορικού της βάθους. Το ανάπτυγμα του έργου απαντά, επομένως, στο αγωνιώδες ερώτημα της ταυτότητας. Διότι εντέλει η συνείδηση της ταυτότητας καθορίζει συμπεριφορές, ανάγεται σε νοοτροπίες, σε τρόπους και στάσεις ζωής. Η ταυτότητα ορίζει την ατομικότητα ενός εκάστου, αλλά και το ανήκειν σε μια συλλογική ομάδα. Αποτελεί "συνείδηση κοινωνίας".
Ο Σταύρος Ξαρχάκος μας αποκαλύπτει μέσα από το μουσικό του εγχείρημα ότι η ελληνική ταυτότητα είναι βαθέως ορίζοντα "τρόπος" και, συγχρόνως, ιστορικά συνεκτική και πολυσήμαντη. Η πολυσημία αυτή της ελληνικής ταυτότητας καλύπτει ολόκληρο το εξελικτικό γίγνεσθαι και το εύρος του άμεσου ζωτικού χώρου του ελληνισμού. Μολονότι διακρίνει κανείς ευκρινώς σ' αυτήν σημαίνουσες μεταλλάξεις, οι τελευταίες δεν διαθλώνται στο κοινό της υπόβαθρο, το οποίο συγκροτεί την ενοποιό σταθερά της καθολικής της έκφρασης. Αποτελεί σύνθεση πολλών μερικότερων ταυτοτήτων, που αρθρώνονται σε επάλληλα επίπεδα και απολήγουν σε μια πρωτογενώς καθολική ταυτότητα, την εθνική.
Μέσα από την Ωδή, ο συνθέτης αναδεικνύει τη θεμελιώδη αντίθεση μεταξύ του ελληνικού "παραδείγματος" -που εδράζεται στην ελευθερία- και του περιβάλλοντος δεσποτικού κόσμου, αλλά και τη διακρίνουσα διαφορά της με τη νεοτερικότητα. Ο ελληνικός κόσμος υπήρξε καθόλα πολυσήμαντος: πολυ-πολιτειακός, πολυ-"γλωσσικός", πολιτισμικά πολυ-σημικός και, στο πλαίσιο αυτό, όπως μας αποκαλύπτει η Ωδή, πολυ-μουσικός. Το γεγονός αυτό δεν τον εμπόδισε, εντούτοις, να έχει πλήρη συνείδηση της καθολικής του ιδιοσυστασίας, της συγκρότησης του ως «γένους». Η έννοια του «γένους» αποδίδει όντως αυτό που θα μπορούσε διαφορετικά να αποκληθεί «έθνος-κοσμοσύστημα», το οποίο όμως διαστέλλεται σαφώς από την έννοια του «έθνους-κράτους». Το αντίστοιχο του «έθνους-κράτους» είναι η «πόλις-κράτος», η οποία όμως εγγράφεται ως θεμελιώδης κοινωνική και πολιτειακή συνιστώσα του ελληνικού «έθνους-κοσμοσυστήματος», εν αντιθέσει προς το «έθνος-κράτος» που συγκροτεί το νεότερο εθνοκεντρικό κοσμοσύστημα. Ώστε, η έννοια του έθνους-κοσμοσυστήματος ολοκληρώνεται και δρα πολιτικά όχι μέσω μιας ενιαίας -και μάλιστα ομοιογενούς- πολιτειακής/κρατικής οντότητας, η προοπτική της οποίας θεωρείται απολύτως ανελεύθερη, αλλά με όχημα την πόλη, τις συνέργειες των πόλεων και, αργότερα, αυτών και της μητροπολιτικής Πόλεως. Η ελληνική μουσική γραμματεία είναι, κατά τούτο, κοσμοσυστημική στο ανάπτυγμά της και γι’ αυτό πολυσήμαντη, όχι "εθνική" με τη νεοτερική έννοια του όρου.
Το ελληνικό «έθνος-κοσμοσύστημα» ορίζεται, για πρώτη φορά, από τον Ηρόδοτο με μέτρο την καταγωγή και το κοινό πολιτισμικό υπόβαθρο των κοινωνιών της πόλης, εμπλουτίζεται από τον τραγικό ποιητή Ευριπίδη και τους κλασικούς στοχαστές με την (εθνική και την πολιτειακή) ελευθερία, για να οριστικοποιηθεί από τον Ισοκράτη και τον Αλέξανδρο, με πρόσημο την (ελληνική ανθρωποκεντρική) παιδεία και πολιτειακή συνιστώσα την οικουμενική κοσμόπολη. Η νέα θρησκεία, ο χριστιανισμός, θα σταθεί απέναντι στην ελληνική ανθρωποκεντρική ελευθεριότητα, όχι όμως αναιρετικά στην ελληνική ταυτότητα, της οποίας θα επιχειρήσει κάποια στιγμή, μετασχηματισμένος σε ιδεολογία της "κοσμικής" Εκκλησίας, να ηγηθεί στο πεδίο της σημειολογίας. Το μείζον, ωστόσο, δίλημμα που συγκροτεί η αντίθεση ανάμεσα στο «φιλείτε αλλήλους» της ελληνικής γραμματείας («οι φιλούντες αλλήλους...» του Αριστοτέλη, Ηθικά Νικομάχεια, 1155β, 10-11) και στο «αγαπάτε αλλήλους» του Χριστού, θα αφεθεί να αποδώσει τις ελληνικές επιδράσεις στη χριστιανική διδασκαλία και, περαιτέρω, τις αποστάσεις της ελληνικής εκδοχής του χριστιανισμού έναντι της Παλαιάς Διαθήκης. Εξού και ο χριστιανισμός δεν θα υπεισέλθει στην ουσία της ανθρωποκεντρικής ιδιοσυστασίας του ελληνισμού. Έχει ενδιαφέρον, από την άποψη αυτή, να προσέξει κανείς την ιδεολογία του Δημοτικού Τραγουδιού, που αποτελεί το προνομιακό πεδίο της συνάντησης του Σταύρου Ξαρχάκου με το ερώτημα της ταυτότητας. Εκεί, δεσπόζει η «ελληνική» προσέγγιση της ζωής και του θανάτου, η πολυ-μορφική ενανθρώπιση του θείου, η συνοίκηση της πολυσημικής πολιτισμικής αυτο-συγκρότησης με τη συνολική εθνική αναφορά και πολλά άλλα.
Η πρόσληψη του ελληνισμού ως «έθνους-κοσμοσυστήματος» είναι καταστατική, διότι συνδέει άμεσα την έννοια της ταυτότητας με την ελευθερία. Υποδηλώνει, πρώτον, ότι η ελευθερία προϋποθέτει την ταυτοτική αυτογνωσία. Υποδεικνύει, δεύτερον, ότι ο Έλληνας άνθρωπος συγκροτείται -στο ατομικό και στο συλλογικό- με πρόσημο την πολυσημία της ταυτότητάς του, σε διάφορα πολιτειακά δομημένα πολιτισμικά σύνολα, τα οποία συγκροτούν ισάριθμες περιοχές της ελευθερίας. Επομένως, οι ταυτότητές του αντιστοιχούν σε ισάριθμες περιοχές της ατομικής, της κοινωνικής και της πολιτειακής ελευθερίας, που συστεγάζονται στο πλαίσιο της καθολικής ταυτότητας του κοσμοσυστημικά συντεταγμένου «έθνους». Αντιθέτως, το «έθνος-κράτος» της πρώτο-ανθρωποκεντρικής νεοτερικότητας, αποδέχεται μια και μοναδική ταυτότητα, η οποία εναρμονίζεται με τη μία, μονοσήμαντη και περιοριστικά διατεταγμένη, ελευθερία. Το κράτος του έθνους συμπιέζει κάθε διαφοροποίηση στο ζήτημα της ταυτότητας και, κατ' επέκταση, της ελευθερίας, καθώς γνωρίζει ότι οι ταυτότητες γεννούν πατριωτισμούς και, συνεπώς, είναι ασύμβατες με το πρωτο-ανθρωποκεντρικό πρόταγμα της «εθνικά» ομοιογενούς και ενιαίας, δηλαδή υπηκόου στο κυρίαρχο κράτος, κοινωνίας. Το δόγμα ένα κράτος, ένα πολιτικό σύστημα, ένα μονοκύτταρο έθνος, μια ταυτότητα, μία γλώσσα, μια μουσική έκφραση κ. ά., θα αποτελέσει το διατακτικό της νεοτερικότητας, ουσιαστικά μέχρι σήμερα. Στο βάθος, το δόγμα αυτό αντανακλά τη σημειολογία της εξουσίας, δεν συνάδει με το έθνος της κοινωνίας.
Η αδυναμία των χωρών της νεοτερικότητας να εγκολπωθούν τις κατακτήσεις του ελληνικού κόσμου εξηγείται από το γεγονός ότι διέρχονται μια πρώιμη ακόμη μετά τη φεουδαρχία, περίοδο. Ως εκ τούτου, οι προτεραιότητές τους εστιάζονται στην οικοδόμηση των θεμελίων της ανθρωποκεντρικής (δηλαδή ελεύθερης στη βάση των μελών της) κοινωνίας. Αντιθέτως, ο ελληνικός κόσμος, ήδη από το τέλος της μυκηναϊκής εποχής, βιώνει τον ανθρωποκεντρισμό (και ειδικότερα τις ελευθερίες) στις διάφορες -επάλληλες εξ επόψεως ολοκλήρωσης- φάσεις του, με τελευταία εκείνη της μετά την πόλη-κράτος οικουμενικής περιόδου. Το ενδιαφέρον, εν προκειμένω, δεν είναι τόσο ότι παρασιωπείται μια καίρια φάση του καθόλου ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος, αλλ’ ότι αγνοείται πως το σύστημα των «πόλεων» (ή «κοινών») και οι πολιτείες τους θα συνεχίσουν να αποτελούν την καταστατική παράμετρο της ελληνικής οικουμένης έως τις παρυφές του 20ου αιώνα. Ακριβώς αυτή η πολυσήμαντη ανάγνωση του ελληνικού κόσμου κάνει εφικτή την κατανόηση της ουσίας της μουσικής του γραμματείας. Και κατά τούτο, προϋποτίθεται για την κατανόηση του ορχηστρικού διαβήματος του Σταύρου Ξαρχάκου.
Το φαινόμενο αυτό εξηγεί, από την άλλη, γιατί το ελληνικό «έθνος- κοσμοσύστημα» αντιλαμβάνεται την ταυτοτική του πολυσημία ως το αποτέλεσμα της ολοκλήρωσής του, εξ επόψεως ελευθερίας, σε περισσότερα, επάλληλα πολιτειακά επίπεδα. Στο «έθνος-κράτος», στη φάση που διανύει μέχρι σήμερα, χωρούν δυο μόνον ελευθερίες, η ατομική των μελών του και η εθνική, τη μοναδικότητα της οποίας εγγυάται η μονο-πολιτειακή συγκρότηση της επικράτειας. Εξού και το «έθνος-κοσμοσύστημα» εκφράζεται πολιτικά όχι μέσω ενός ενιαίου και πολιτικά κυρίαρχου κράτους, το οποίο ενσαρκώνει το έθνος, αλλά με τη συνέργεια των πόλεων-κρατών ή, εντέλει, ως κοσμόπολις. Τα πεπραγμένα του «έθνους» της νεοτερικότητας συμπίπτουν με εκείνα του κράτους. Γι' αυτό και στα καθ' ημάς απουσιάζει η ιστορία του νεότερου ελληνισμού, μολονότι όμως πλεονάζουν οι ιστορίες του νεοελληνικού κράτους.
Στην περίπτωση του ελληνικού κόσμου, αντίθετα, τα πεπραγμένα του έθνους ιστορούνται με μέτρο τα πεπραγμένα των ελληνικών κοινωνιών που αυτοσυγκροτούνται σε «πόλεις» («κοινά») ή, αργότερα, ως οικουμενικές κοσμοπόλεις. Το πολιτικό σύστημα, επίσης, δομείται ως πολιτεία είτε του κράτους είτε της κοινωνίας, ανάλογα με το ανάπτυγμα της ελευθερίας, δηλαδή με την κοσμοσυστημική φάση που διέρχεται ο ανθρωποκεντρικός ελληνισμός. Η επισήμανση αυτή συνάδει με τη διαπίστωση ότι στην Ευρώπη το έθνος αντιμετωπίζεται είτε ως "επινόηση" ή «κατασκευή» που προοριζόταν, άλλοτε, να αποτελέσει το ανάχωμα απέναντι στο μονάρχη, σε μια περίοδο όπου δεν είχε ακόμη συγκροτηθεί η ελεύθερη κοινωνία, είτε ως δεξαμενή άντλησης νομιμοποίησης και συναίνεσης από την πολιτική εξουσία του κράτους. Στον αντίποδα, το ελληνικό έθνος προσεγγίσθηκε αδιάλειπτα ως φυσική συνέπεια της ανθρωποκεντρικής υποστασιοποίησης των ίδιων των κοινωνιών του. Κατά τούτο, η πολιτική του έκφραση ή δόμηση δεν είναι στατική, αλλά ανάγεται στην ανθρωποκεντρική τους ολοκλήρωση, δηλαδή στην ανάγκη που καλλιεργεί η ελευθερία στον άνθρωπο να αναζητήσει την εσωτερική του ταυτότητα και, περαιτέρω, την ατομική και συλλογική του ιδιοπροσωπεία έναντι του «άλλου», του διαφορετικού.
Συνάγεται λοιπόν ότι υπόλογη του περιορισμένου ορίζοντα των νεοτερικών προσεγγίσεων για τις ταυτότητες και την ελευθερία δεν είναι η οικοδόμηση του νεότερου κόσμου στη μεγάλη κλίμακα του εδαφικού κράτους, αλλά η πρώιμη ανθρωποκεντρική φάση την οποία διέρχεται. Η εμμονή, της ωστόσο, να διαφυλαχθεί το «εθνικό» και το «κρατικό» μονοπώλιο της πολιτικής, συνομολογεί ότι το εγχείρημα αυτό συντελείται με γνώμονα το περιορισμένο ανθρωποκεντρικό ανάπτυγμα των κοινωνιών της εποχής μας. Το περιορισμένο αυτό ανάπτυγμα δεν κρίνεται από τη μεγάλη κλίμακα που αντιπροσωπεύει το νεότερο κοσμοσύστημα. Μαρτυρείται από το γεγονός ότι εστιάζουν τη στοχοθεσία τους στην απλώς ατομική ελευθερία και στα συνοδά κοινωνικο-πολιτικά δικαιώματα, αδιαφορώντας επομένως για την κοινωνική και πολιτική ελευθερία. Η μονοσημία αυτή στο πεδίο της ελευθερίας απαντάται ομοίως και στο μουσικό ιδίωμα του καιρού μας.
Στον αντίποδα, οι κοινωνίες του ελληνικού κόσμου, ακόμη και την εποχή που συναντώνται με τη μετάβαση του ευρωπαϊκού κόσμου από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό, διακινούν το πρόταγμα της καθολικής ελευθερίας που συνεκτιμά την ατομική, κοινωνική και πολιτική της διάσταση, προκειμένου να συγκροτήσουν εσωτερικά τις πολιτείες τους και, προηγουμένως, τις ελευθερίες που ανάγονται στην πολιτική τους αυτο-θέσμιση (με πρόσημο την «πόλη» και το σύνολο «έθνος»). Μόνη της, η ατομική ελευθερία συνεπάγεται ένα πολιτικό σύστημα το οποίο ενσαρκώνεται από το κράτος, μία αντίληψη της πολιτικής που ταυτίζεται με την εξουσιαστική του κυριαρχία απέναντι σε μια κοινωνία- ιδιώτη, ένα μόνο πολιτισμικό ιδίωμα. Από τη στιγμή που το κράτος στην Ευρώπη, ανέλαβε να διαχειρισθεί αυτεξούσια το έθνος το τελευταίο θα αποτελέσει το επιχείρημα για τον εγκιβωτισμό της κοινωνίας στο καθεστώς του υπηκόου και, μάλιστα, προκειμένου το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα να εξαλείψει τον «άλλο» σύνοικο ή να τον εξουδετερώσει πολιτικά. Το ελληνικό κοσμοσύστημα προκρίνει την αυτονομία του συστεγασμένου «άλλου», η νεοτερικότητα επιλέγει την εξουθένωσή του και, στην καλύτερη περίπτωση, τον υποβιβασμό του «άλλου» σε μειονότητα.
Η μετάβαση από το «έθνος-κοσμοσύστημα» στο «έθνος-κράτος» θα συνδεθεί με την απόσειση της οθωμανικής πολιτικής κυριαρχίας. Η κατάκτηση όμως της «εθνικής» ελευθερίας στο πλαίσιο του «κράτους έθνους» θα συνδυασθεί επίσης με την αποβολή της προ-επαναστατικής προσέγγισης της «εθνικής» ελευθερίας υπό το πρίσμα του «έθνους-κοσμοσυστήματος». Όντως, πριν από την Επανάσταση, ζητούμενο για τα άρχοντα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας ήταν η ανοικοδόμηση, στη θέση της οθωμανικής πολιτικής κυριαρχίας, της οικουμενικής κοσμόπολης στη μεγάλη κλίμακα (π.χ. το πρόταγμα του Ρήγα κ.α.). Ο τρόπος της 'εθνοκρατικής' μετάβασης θα σημάνει για τον ελληνισμό τη δραματική συρρίκνωσή του και, συγχρόνως, την κατάρρευση του σώματος των καθολικών ελευθεριών και, περαιτέρω, της πολυσημίας των ταυτοτήτων και του πολιτισμού του.
Στο πλαίσιο αυτό, το νεοελληνικό κράτος δεν είχε λόγους να χρεωθεί την εξέλιξη αυτή, αφού άλλωστε από τη βαυαρική μοναρχία και ύστερα, πρωτοστάτησε για την πραγμάτωση της. Εξού και η μετάβαση στο «έθνος-κράτος» δεν θα κριθεί ως μετεξέλιξη του ελληνισμού, από τη μικρή κλίμακα της κοινωνίας της «πόλης» (ή «κοινού») στη μεγάλη κλίμακα του εδαφικού κράτους. Θα ερμηνευθεί ως μια αποκλίνουσα και γι αυτό ατυχής πορεία προς τον εκσυγχρονισμό. Αναμενόμενο ήταν, επομένως, η πρόοδος να προσληφθεί δυνάμει όχι του περιεχομένου της (ελευθερίες, ευημερία κ.α.), αλλά της προσομοίωσης της ελληνικής κοινωνίας με το ευρωπαϊκό πρότυπο. Όλα όσα αποτελούσαν συστατικά γνωρίσματα της ελληνικής οικουμένης (πολυ-πολιτειακές ταυτότητες, καθολική ελευθερία, «άμεση» δημοκρατία, οικουμενική κοινωνία και οικονομία, πολιτισμική πολυσημία κλπ) θα ενοχοποιηθούν, ως δείγματα καθυστέρησης, στο όνομα του εξευρωπαϊσμού. Το νεοελληνικό κράτος θα επικεντρωθεί στην πλήρη «αποσιώπηση» των ανθρωποκεντρικών και κοσμοσυστημικών θεμελίων του ιστορικού ελληνισμού και στην ολοκληρωτική απόρριψη του παρελθόντος. Έτσι, υπόλογος για την αδυναμία του νεοελληνικού κράτους να εναρμονισθεί με το ίδιο το διατακτικό της νεοτερικότητας ή να ανταποκριθεί στις προσδοκίες της ελληνικής κοινωνίας (εθνική παλιγγενεσία, ελευθερίες, αναπτυξιακό πρόταγμα κ.α.) έγινε η τουρκοκρατία και οι κληρονομημένες συμπεριφορές της κοινωνίας. Η «απροθυμία» της ελληνικής κοινωνίας να παραιτηθεί από το πλούσιο ανθρωποκεντρικό της παρελθόν και να εναρμονισθεί με ένα καθεστώς ομοιογενοποιημένης κοινωνίας-ιδιώτη, όπως αξίωνε το διατακτικό της νεοτερικότητας (δηλαδή το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό σύστημα και τις συνάδουσες ιδεολογίες και πολιτισμικές σημαντικές που οικοδόμησε) θα χρεωθεί στην ίδια αρνητικά και, συνακόλουθα, στην παρεκκλίνουσα από τον ευρωπαϊκό κανόνα ιστορική διαδρομή του ελληνισμού. Η «εκσυγχρονιστική» διανόηση θα λυπηθεί σε δόσεις διαρκείας επειδή ο ελληνισμός δεν διήλθε από τις φάσεις της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού. Τα αδιέξοδά της, όμως, δεν θα της επιτρέψουν να αναλογισθεί τις συνέπειες του επιχειρήματος της. Ότι δηλαδή εστιάζει τη θεμελιώδη αιτία της κακοδαιμονίας του νεοελληνικού κράτους και των δυσμορφιών του πολιτικού του συστήματος στο γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία παρέμεινε σταθερά ανθρωποκεντρική (δηλαδή ελεύθερη) με υπόβαθρο την «πόλη» (ή «κοινό») και δεν περιήλθε στη φεουδαρχία, όπως η δυτική παρειά του ρωμαϊκού κράτους. Ώστε, όταν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες ανακάλυπταν τον λεγόμενο «νέον άνθρωπο», οι ελληνικές κοινωνίες τον βίωναν και, μάλιστα, στη μετα-κρατοκεντρική, δηλαδή οικουμενική του εκδοχή. Η οθωμανική πολιτική κυριαρχία δεν αναιρεί το γεγονός αυτό.
Προκειμένου να κατανοηθούν οι συνέπειες του εγκλεισμού της ελληνικής κοινωνίας στο διατακτικό του πρώιμου ανθρωποκεντρικά - και συνεπώς περιοριστικού για τις ελευθερίες - κράτους της νεοτερικότητας, αρκεί να επικαλεστώ το ζήτημα της γλώσσας, καθώς είναι, επίσης, άρρηκτα συνδεδεμένο με το μουσικό διάβημα του Σταύρου Ξαρχάκου. Η αντιπαράθεση μεταξύ των οπαδών της δημοτικής και της καθαρεύουσας απέκρυψε μια θεμελιώδης συμφωνία των αντιπάλων: και οι δυο επιδίωκαν την επιβολή του δόγματος της μιας [κατά τα άλλα, τεχνητής] γλώσσας για το κράτος/κοινωνία και, συνεπώς, την κατάλυση του μείζονος γλωσσικού πλούτου που αντιπροσώπευαν οι ζωντανές ελληνικές διάλεκτοι. Το παράδειγμα της ποντιακής διαλέκτου, που διασώθηκε γιατί βρέθηκε εκτός του νεοελληνικού κράτους, αποτελεί μικρό δείγμα της πολιτισμικής αποδόμησης του ελληνικού κόσμου που επιχειρήθηκε στο όνομα του «εκσυγχρονισμού». Ανάλογα όμως θα είχε να επισημάνει κανείς για τη «μουσική γραμματεία» των Ελλήνων, κατά την προσφιλή έκφραση του Ξαρχάκου, για τις κοινωνικές και πολιτικές του ελευθερίες, για την καταστολή της «οικουμενικής» αστικής τάξης στο όνομα ενός κλειστοφοβικού και παρασιτικού «εθνικού» ομοιώματος κλπ.
Οι θεράποντες της επιλογής αυτής ισχυρίσθηκαν ότι η ανωτέρω εξέλιξη ήταν νομοτελειακά αναγκαία για τη συγκρότηση της ενιαίας αγοράς στην επικράτεια και, περαιτέρω, για την «κατασκευή» του έθνους που προηγουμένως δεν υπήρχε. Το έθνος, θα δηλώσουν δογματικά, είναι γέννημα του κράτους (και των ιδεών) της νεοτερικότητας. Οι Έλληνες πριν γίνουν προσάρτημά της δεν είχαν συνείδηση της ελληνικότητάς τους!... Αφού αυτό συνέβη στην εξερχόμενη από τη φεουδαρχία δυτική Ευρώπη, οι διαφοροποιήσεις από τον κανόνα είναι ανεπίτρεπτες και όπου διαπιστώνονται οφείλουν να καταγράφονται ως δείγματα καθυστέρησης. Κατά τούτο, ο αντίλογος στο «επιστημονικό» επιχείρημα που εκφέρουν οι μέντορες της νεοτερικής σκέψης - για παράδειγμα ο Έρικ Χομπσμπάουμ - αντιμετωπίζεται με χλευασμό και απαξίωση.
Είναι προφανές ότι ο μηρυκαστικός μανδύας με τον οποίον επενδύεται το επιχείρημα των ηρακλέων της νεοτερικής ορθότητας είναι σαθρός. Ομοίως, και το εφεύρημα της αναγκαιότητας που επικαλέσθηκαν οι ζηλωτές της για το έθνος και την ενότητά του, για την αγορά και για πολλά άλλα, είναι ομολογουμένως ανιστορικές. Ο ελληνισμός που προηγήθηκε του «κράτους-έθνους» σταδιοδρόμησε ως δημιουργός και λειτουργός του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος (το οποίο οικοδόμησε το σύστημα των ελευθεριών στην κοινωνία), έως τους νεότερους χρόνους και αποτέλεσε έως το τέλος μια σημαίνουσα εθνική οντότητα και παρουσία στον κόσμο. Η απλή σύγκριση των πεπραγμένων του νεοελληνικού κράτους με τον υπόδουλο, επί πλέον, ελληνισμό της περιόδου της οθωμανοκρατίας, που λειτούργησε μέσω του πολιτειακού οχήματος της πόλης (ή «κοινού»), αρκεί για να συναγάγει κανείς τα συμπεράσματά του.
Η συστηματική απαξίωση του παρελθόντος προκειμένου να δικαιολογηθούν οι δυσμορφίες και, κατ' επέκταση, η αδυναμία του νεοελληνικού κράτους να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του ελληνισμού δικαιολογεί ευρέως την κρίση ταυτότητας και τις ανασφάλειες που διακατέχουν έντονα την ελληνική κοινωνία και ιδίως την άρχουσα τάξη της. Η ελληνική κοινωνία, υπό το «κράτος-έθνος», εκλήθη όχι να μεταστεγάσει την εθνική της ταυτότητα και τις ομόλογες πολιτειακές ελευθερίες (το κεκτημένο του «έθνους-κοσμοσυστήματος») σ' αυτό, αλλά να παραιτηθεί από ένα ολοκληρωμένο παράδειγμα ελευθεριών που ανέπτυξε στο περιβάλλον της «πόλης» (ή «κοινού») και βίωσε συστατικά στο μέσον της δεσποτικής οθωμανοκρατίας, προκειμένου να επανέλθει σε μια απλώς πρώιμη αντίληψη της εθνικής και της πολιτειακής ελευθερίας.
Το γεγονός αυτό έμελλε να προκαλέσει αλυσιδωτές επιπτώσεις και, εν τέλει, να αναδείξει την αδυναμία της ελληνικής κοινωνίας να εναρμονισθεί με ιδιότητες ή συμπεριφορές μη προσήκουσες στον χαρακτήρα της, αναγκαίες όμως για τη λειτουργία του νεοτερικού κράτους. Αναφέρω την εμμονή της να αντιλαμβάνεται την πολιτική συμμετοχή υπό το πρίσμα της πολιτικής ατομικότητας κι όχι της αγέλης (ως «μάζα»), του εντολέα κι όχι της κοινωνίας ιδιώτη, της πολιτικής διαπραγμάτευσης της ψήφου αντί της στρατευμένης ή λευκής συναίνεσης και, περαιτέρω, τον πελατειακό εκφυλισμό της πολιτικής της συμπεριφοράς. Επικαλούμαι, επίσης, τις αντιστάσεις της στην ιδέα της ταύτισης ιδιοκτησίας και συστήματος στον τομέα της οικονομίας και, ως εκ τούτου, στην εξαρτημένη εργασία, στην απαξίωση των πολυ-πολιτειακών ταυτοτήτων και πατριωτισμών, οι οποίοι θα αναζητήσουν στέγη στις ποικίλες όσες εκδηλώσεις «τοπικιστικού» χαρακτήρα και πολλά άλλα.
Η παρέμβαση του Σταύρου Ξαρχάκου, ως προς αυτό, είναι κρίσιμη. Μέσα από την προσωπική του αγωνία να απαντήσει στο ερώτημα του ελληνικού μουσικού ιδιώματος και να το συνδέσει με τις μείζονες στιγμές του ελληνισμού εισφέρει ένα εξαιρετικό δείγμα γραφής, θα έλεγα ένα θεμελιώδες παράδειγμα για την κατεύθυνση της αναζήτησης. Στα μουσικά παραδείγματα, που διασταυρώνονται στο έργο του, συναντώνται όλες οι φάσεις του ελληνικού βίου: της πόλης κράτους, της βυζαντινής οικουμένης, της οθωμανοκρατίας, του «κράτους-έθνους». Η μουσική στα χέρια του αναδεικνύεται σε επιχείρημα με ιστορικές προεκτάσεις για τη συνέχεια και την ταυτοτική πολυσημία του ελληνισμού, ισότιμο με εκείνο της γλώσσας. Ωστόσο, συμπεραίνουμε, το μουσικό ιδίωμα της ελληνικής κοινωνίας, ορίζει έναν σύνολο πολιτισμό, κοσμοσυστημικά διατεταγμένο, του οποίου το βάθος και η συνέχεια επιβεβαιώνονται με μέτρο την ελευθερία (δηλαδή την ανθρωποκεντρική του ιδιοπροσωπία).
Το ανθρωποκεντρικό υπόβαθρο της ελληνικής «μουσικής γραμματείας» συνομολογεί ότι η μετάβαση της ελληνικής κοινωνίας από το «έθνος- κοσμοσύστημα» στο «έθνος-κράτος» στοιχειοθετεί την κεφαλαιώδη διαφορά που τη διακρίνει από την υπόλοιπη Ευρώπη. Η πρώτη, διήλθε από ένα καθεστώς (ολοκληρωμένης ανθρωποκεντρικά) ελευθερίας σε ένα άλλο (εντούτοις, πρωτο-ανθρωποκεντρικό). Η δεύτερη, συνάντησε για πρώτη φορά την ελευθερία, στο δρόμο της μετάβασης από τη φεουδαρχία στο ανθρωποκεντρικό «έθνος- κράτος». Η είσοδος όμως αυτή της ελληνικής κοινωνίας στο «κράτος-έθνος» συνδυάσθηκε με την θεσμική της πρόσδεση, εν είδει παραρτήματος, στην ευρωπαϊκή δεσποτεία. Ώστε, παράδοξο, εν προκειμένω, δεν είναι η εξάρτηση αυτή καθεαυτή, αλλά το γεγονός ότι το συγκεκριμένο κράτος λειτούργησε, εν τέλει, ως υπομόχλιο για την εξάρτηση της ελληνικής κοινωνίας και, ευρέως, για την αποδόμηση των θεμελίων της πολιτισμικής της «ηγεμονίας» στον ευρύτερο ιστορικό ζωτικό χώρο του ελληνισμού.
Η επιστροφή στο πρώιμο ανθρωποκεντρικό παρελθόν (με την πρωτόλεια ατομική ελευθερία), από το οποίο διέφυγε ήδη τον 7ο αιώνα π.Χ, θα έχει επώδυνες συνέπειες για την εθνική και πολιτισμική ταυτότητα των Ελλήνων. Από την οικουμενική τους ταυτότητα -που σημασιοδοτείται από την ολοκληρωμένη «παιδεία» του έθνους-κοσμοσυστήματος- η ελληνική κοινωνία θα εγκλωβισθεί στις «αιματολογικές» και «φυλετικές» αναζητήσεις που θα της υπαγορεύσει η αγωνία των νεοτερικότητας να «κατασκευάσει» εξ υπαρχής το έθνος του κράτους.
Εξού και οι επισημάνσεις αυτές μπορούν να θεωρηθούν ως το σημείο κλειδί για την κατανόηση της κρίσης ταυτότητας που συγκλονίζει ακόμη την ελληνική κοινωνία και ορίζεται από την αμφισημία του βίου της στο πλαίσιο του κράτους έθνους: μια κοινωνία με λογικές και συμπεριφορές ανθρωποκεντρικής οικουμένης και, συνακόλουθα, «ανάρμοστες» με το πρώτο-ανθρωποκεντρικό διατακτικό του. Μια άρχουσα τάξη που αιωρείται ανάμεσα στη (ρύση και στο σκοπό του νεοτερικού κράτους και στις ασυμβατότητες που αναδεικνύει η συνάντησή της με την ελληνική κοινωνία.
Η συνέχεια στη «μακρά διάρκεια» της ελληνικής μουσικής γραμματείας και η πολυσημία της αποκαλύπτουν ακριβώς έναν πολιτισμό που εξακολουθεί ακόμη να αντλεί πρωτογενές υλικό και να γονιμοποιείται δημιουργικά από την ιστορία του. Η παρέμβαση, άλλωστε, του Σταύρου Ξαρχάκου μας επαναφέρει στον πυρήνα του ζητήματος, ότι δηλαδή η ελληνική μουσική δημιουργία είναι προϊόν ή, αναλόγως, απόρροια αξιολόγησης βασικά της ανώνυμης κοινωνίας. Πράγμα που συνάδει μόνον με την ύπαρξη μιας υψηλής λαϊκής ανθρωποκεντρικής κουλτούρας. Αν η παραδοχή αυτή συνδυασθεί με άλλες εκδηλώσεις του πολιτισμού, όπως η ζωγραφική, η αρχιτεκτονική κλπ γίνεται αντιληπτό ότι δεν πρόκειται για μεμονωμένο φαινόμενο, αλλά για μια γενικευμένη πραγματικότητα, αποδεικτική της οργανικής και αδιάκοπης ταύτισης της ελληνικής κοινωνίας με το ανθρωποκεντρικό κεκτημένο.
Η αξία του έργου αυτού του Σταύρου Ξαρχάκου, ξεπερνάει, όπως γίνεται αντιληπτό, την πρωταρχική του φιλοδοξία, καθώς μας εισάγει ευθέως στο πεδίο της εθνικής αυτογνωσίας. Παραμένει όμως ένα έργο πρωτογενές, που αναδεικνύει τις αρετές του ελληνικού μουσικού πολιτισμού και, συγχρόνως, τον ανασυνθέτει σε μια μουσική πανδαισία, που φέρει τη σφραγίδα μιας ιδιοφυούς συνάντησης των πηγών με την πρωτοτυπία του δημιουργού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου