Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

Καρυωτακισμός: ἕνας δυσφημισμένος ὅρος


Ἡ λέξη καρυωτακισμός χρησιμοποιήθηκε γιά πρώτη φορά σέ ἐκτενές ἄρθρο τοῦ Ἀντρέα Καραντώνη μέ τίτλο «Ἡ ἐπίδραση τοῦ Καρυωτάκη στούς νέους». [1] Ἐκεῖ ὁ, κατά Σαββίδη, «κάποτε ἐπίσημος κριτικός τῆς ὁμάδας τῶν Νέων Γραμμάτων», [2] ἀναφέρθηκε στούς «μαθητές»ἤ «μιμητήτές» τοῦ Καρυωτάκη. Κατά τή γνώμη τοῦ ἀρθρογράφου ἡ ἐπίδραση τοῦ Καρυωτάκη στούς ἐπίδοξους νέους ποιητές εἶχε ἀρνητικά ἀποτελέσματα. Γιά ποιό λόγο εἶχε τέτοια ἀποτελέσματα;
          Διότι:
          (α) «Ὅσο πιό μοντέρνος καί φανταχτερός ἀπό ἐξωτερική ἄποψη παρουσιάζετ᾿ ἕνας ἀληθινός ποιητής, ὅσο πιό πολύ ἐξαρτᾶ τήν ποιητική του μέθοδο ἀπό γλωσσικούς τρόπους μιᾶς φαινομενικά  εὔκολης χρήσης, τόσο πιό ἀκριβά πληρώνουνε οἱ ὀπαδοί του καί οἱ συνεχιστές του τήν πρωτοτυπία του αὐτή, καθώς ἔχουνε ἰδανικό τους τήν οἰκειοποίηση καί τό ξεπέρασμα σ᾿ ἐξωτερικά γνωρίσματα τῆς αἰσθητικῆς πού θαυμάζουμε. Μοναδική περίπτωση τέτοιας ὁλέθριας ἐπίδρασης πού ἀχρήστεψε πνευματικά μιά ὁλόκληρη λεγεώνα νέων στιχουργῶν στάθηκε στήν ποίησή μας τό ἔργο τοῦ Καρυωτάκη». [3]
          (β) «Ἄν ὅμως οἱ νέοι πού ἀκολουθήσανε τό παράδειγμα τοῦ Καρυωτάκη ἀμέσως μετά τήν αὐτοκτονία του καί πιστέψανε ἀφιλοσόφητα στή γονιμότητα τῆς καινούργιας αἰσθητικῆς, βασισμένης κυριώτατα στήν ἀσταμάτητη κλάψα καί στό ἀνακάτωμα δημοτικῆς καθαρεύουσας, βρίσουνε κάποια δικαιολογία στήν ψυχολογία τῆς στάσιμης ἐκείνης, δίχως νεῦρα, καί γιομάτης ἀπό νοσηρές ἀναθυμιάσεις ἐποχῆς -ἀπό τό 1928 δηλαδή ὥς τά 1931- τίποτα δέ δικαιολογεῖ τό σημερινό φανέρωμα ποιητῶν προσκολλημένων στόν καρυωτακισμό μέ μιά τόσο καθηστερημένη, διασκεδαστική κάποτε, μά πάντα καταστρεφτική ἀφέλεια, πολύ περισσότερο μάλιστα πού μήτε οἱ νέοι τῆς πρώτης περιόδου τοῦ Καρυωτακισμοῦ προσθέσανε τίποτα τό οὐσιαστικό στήν τέχνη τοῦ Καρυωτάκη ἤ ξετυλίξανε δημιουργικά τό προσωπικό τους ἔργο κάτω ἀπό τήν αἰσθητική ἐπίδραση τῆς καινούργιας σχολῆς.
          »Τό ἔργο τοῦ Καρυωτάκη, ἔργο ἀληθινοῦ καλλιτέχνη, ἀντικαθρεφτίζει βέβαια καί διασώζει ποιητικά τόν ψυχισμό καί τόν κοινωνικό ξεπεσμό τῶν νέων μιᾶς χαλαρῆς, ἀνήθικης καί ἄρρωστης ἐποχῆς, μά μέ τήν καταθλιπτική ἐπίδραση πού ἐξάσκησε καί πού ἐξασκεῖ ἀκόμα ἐπάνω τους (ὄχι τόσο γιατί ἐπιβάλλει τό θαυμασμό ὅσο γιατί τούς παρασέρνει εὔκολα στή στιχουργία μέ τήν ξεγελαστικά πρόχειρη κι εὐκολομεταχείριστη αἰσθητική του) συνέχισε  ἄγονα τήν ἀθλιότητα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καί παράτεινε τή φωνή τῆς ἀγωνίας της μέσα σέ μιά ἐποχή σάν τή σημερινή, πού τίποτα τό κοινό δέ ἔχει καί δέν πρέπει νά ἔχει μέ τά κλαψιάρικα, νευρασθενικά, ψευτορωμαντικά καί ὑπερατομιστικά ἰδανικά τῆς ἐποχῆς τοῦ Καρυωτάκη. Τίποτα πιό ἀστεῖο καί μαζί τίποτα πιό ἄθλιο ἀπό τό θέαμα ἑνός σημερινοῦ νέου πού κλαίει σπαραχτικά καί δοκιμάζει διάφορες πόζες αὐτοκτονίας ἐπειδή τόν λησμόνησε ἡ ἀγαπημένη του ἤ ἐπειδή ἔγινε «μύστης τῆς κοσμικῆς σοφίας» τόσο νέος ὥστε δέν τοῦ μένει πιά τίποτα νά ἐπιχειρήσει. Ἔτσι ὅποιος παρακολουθεῖ τίς ποιητικές ἐκδηλώσεις τῶν νέων θά παρατηρήσει πώς ὁ μοντερνισμός (!) πού ξεπήδησε ἀπό τήν ὁλότελα προσωπική ποίηση τοῦ Καρυωτάκη κρατώντας μόνο τά σχηματικά της γνωρίσματα, ἐνῶ χρεωκόπησε καί σάν κοινωνική ἀντίληψη καί σάν ἀτομική φιλοσοφία καί σάν Ἠθική καί σάν αἰσθητική μέθοδος, βρίσκει ἀκόμη ὀπαδούς  καί συνεχιστές, πού ἑρμηνεύοντας κατά ἕναν ὀλέθριο, ἀντικαλλιτεχνικό καί ἀντιζωικό τρόπο τόν πολλαπλό ρόλο τοῦ Καρυωτάκη, ἐξακολουθοῦνε νά γράφουνε τά ποιήματά τους σά νά τούς τά ὑπαγορεύει τό φάντασμα τοῦ αὐτοχειριασμένου ποιτῆ.
          »Τί εἴδους ἀξία, ὄχι μόνο αὐστηρά καλλιτεχνική, μά καί γενικότερα πνευματική καί ἠθική, μποροῦνε νά ἔχουνε τά τέτοια ποιήματα; Ὅλες τίς μορφές τῆς κακῆς καί τῆς ἀρνητικῆς τέχνης θά τίς διακρίνουμε σ᾿ αὐτά πού δέν εἶναι μόνο ἄθλια καλλιτεχνικά δημιουργήματα μά καταστρέφουνε κι ὅλας τήν ὀρθή ἀντίληψη τῶν νέων γιά ὅλα τά πνευματικά φαινόμενα τῆς ζωῆς καί τῆς τέχνης…» [4]
          (γ) «Χειρονομίες ἐξεζητημένες, ποζές  προμελετημένες, ἀποστήθιση, μίμηση, τυποποίηση ἀκαταστασία καί ἀρρυθμία, νά ἡ γλώσσα τῶν Καρυωτακικῶν ποιητῶν μας. Ἔφτασε ὀ Καρυωτάκης νά γράψει ἡ ἄνοιξις τοῦ χειμῶνος γιά νά δοθεῖ τό σύνθημα καί νά πάρει δρόμο τό κοπάδι κατά τά χέρσα χωράφια τῆς καθαρεύουσας. Ἔτσι οἱ μαθητές του ὄχι μόνο καθιερώσανε ἐμφαντικά σάν ἐπίσημη αἰσθητική ἀρχή τή γενική τῶν τριτόκλητων, μά γιά νά δειχτοῦνε ἀντάξιοι τῆς ἀρχῆς αὐτῆς πολτοποιήσανε τήν καθαρεύουσα καί κάτου ἀπό τά παχειά στρώματα τῆς πασπάλης της μισοθάψανε ζωντανή τή δημοτική μας γλώσσα».[5]
          Σύμφωνα μέ τά παραπάνω ἀποσπάσματα -πέρα ἀπό τίς ἐκφραστικές ἀδεξιότητες, τίς λογικές ἀνακολουθίες καί τήν ἄγνοια τῆς σημασίας βασικῶν ἐννοιῶν πού παρουσιάζουν- καί σύμφωνα μέ τό πνεῦμα ὁλόκληρου τοῦ κειμένου, ὁ Καρυωτάκης εἶνα ἕνας ἄξιος ποιητής. Ὅμως, ἡ ποίησή του, «ἀντικαθεφτίζει καί διασώζει ποιητικά τόν ψυχικό καί τόν κοινωνικό ξεπεσμό νέων μιᾶς χαλαρῆς καί, ἀνήθικης καί ἄρρωστης ἐποχῆς». Μιᾶς ἐποχῆς «γιομάτης ἀπό νοσηρές ἀναθυμιάσεις». Παράλληλα, ὁ καρυωτακικός «μοντερνισμός» (!) τῶν μαθητῶν του εἶναι μιά χρεωκοπία «σάν κοινωνική ἀντίληψη καί σάν ἀτομική φιλοσοφία καί σάν ἠθική καί σάν αἰσθητική μέθοδος». Ἡ τωρινή ἐποχή, αὐτή πού γράφεται τό συγκεκριμένο ἄρθρο, δέν ἔχει «τίποτα τό κοινό» μέ «τά κλαψιάρικα, νευρασθενικά, ψευτορωμαντικά καί ὑπερατομιστικά ἰδανικά τῆς ἐποχῆς τοῦ Καρυωτάκη», ἔτσι «τίποτα δέ δικαιολογεῖ τό σημερινό φανέρωμα ποιητῶν προσκολλημένων στόν καρυωτακισμό». Ἄρα ἡ ριζική ἀλλαγή τῆς ἐποχῆς «-ἀπό τό 1928 ὥς τό 1931-» εἶναι ἕνας σοβαρός λόγος γιά τόν ὁποῖο οἱ μαθητές τοῦ Καρυωτάκη ἐλέγχονται γιά τήν ἀναχρονιστική προσκόλληση στή νοσηρή ἐποχή τοῦ Καρυωτάκη. Ἕνας δεύτερος λόγος εἶναι ἡ μίμηση τῶν ἐξωτερικῶν δεδομένων τῆς καρυωτακικῆς ποίησης. Κι ἕνας τρίτος λόγος εἶναι ἡ νοθεία τῆς δημοτικῆς γλώσσας μέ καθαρευουσιάνικα στοιχεῖα.
          Παρατηρήσεις καί σχόλια.
          α) Τό 1831, ὅταν ὁ Καραντώνης ἔγραφε τό βιβλίο Ὁ ποιητής Γιῶργος Σεφέρης, εἶχε μιλήσει γιά κακούς μιμητές ποιητῶν.
«Ὁ λυρισμός ἔγινε κοινό κτῆμα, κοινός τόπος γιά νά βόσκουν οἱ στιχουργοί μας τήν ἀναιμική φαντασία τους. […] Ἀλλά ποιά συγκίνηση μπορεῖ νά προκαλέσει μέσα μας ὁ ποιητής […] πού βλέπει τίς ἐλπίδες νά σβύνουν σάν τό λιόγερμα, πού ἀρχίζει πάντα μ᾿ ἕνα μελοδραματικό τώρα πιά πού…, συμβολίζοντας μέ τή φράση αὐτή τήν ἔλλειψη ψυχικῆς ζωντάνιας, κάθε αἰσθήματος ἐνεργοῦ, κάθε γεροῦ στοχασμοῦ. […]
»… Ὁ λυρισμός τοῦ Πορφύρα, τοῦ Μαλακάση, τοῦ Γρυπάρη, τοῦ Μαβίλη, πέρασε ἀπό τόσα στάδια μίμησης, ἀπό τόσα χωνευτήρια, ξαναδουλεύτηκε ἀπό τόσα χέρια, χρησιμοποιήθηκε γιά προζύμι τόσων ἐπίπλαστων ταλέντων, πού ἄν κάνουμε μιά καταμέτρηση τῶν νεοελλήνων ποιητῶν, θά βροῦμε χίλιους Πορφύρηδες, χίλιους Μαλακάσηδες, χίλιους Γρυπάρηδες,[6] μά κανένα καινούργιο ὄνομα πού νά σημαίνει ἕνα σταθμό καί νά χαράζει μιά ἀρχή.
»Γιά νά μή παρεξηγηθῶ, πρέπει νά πῶ πώς δέ λογαριάζω ἐδῶ τό Φιλύρα, τόν Καρυωτάκη, τήν Πολυδούρη, τόν Τέλλο Ἄγρα καί μερικούς ἄλλους πού ἔχουν γράψει ἀρκετούς στίχους μέ δικιά τους ὕπαρξη…»[7]
Καθώς εἶναι φανερό, τό 1931, ἄν καί εἶχε περάσει ἡ κρίσιμη (κατά Καραντώνη) τριετία 1928-1931, ὑπῆρχαν πολλοί νέοι μιμητές γνωστῶν ποιητῶν, ἀλλά ὄχι μιμητές τοῦ Καρυωτάκη. Ἀξιοπρόσεχτο εἶναι ἐπίσης τό γεγονός ὅτι οἱ μιμητές τῶν παραπάνω γνωστῶν ποιητῶν παρουσιάζουν γνωρίσματα πού, ἀργότερα, τό 1935, θά χρεωθοῦν στόνκαρυωτακισμό.
β) Σύμφωνα πάντα μέ τά γραφόμενα τοῦ Καραντώνη, ἀπό τό 1931 ὥς τό 1935, συγκριτικά μέ τήν προηγούμενη πενταετία ἤ ὀχταετία, ἄλλαξαν ριζικά οἱ ἐποχιακές συνθῆκες. Κατά τί ἄλλαξαν, ὡστόσο, δέν τό μαθαίνουμε. Πάνω σ᾿ αὐτό δέν μᾶς δίνεται κανένα στοιχεῖο. Ἁπλῶς λέγεται ἐμφαντικά ὅτι ἡ ἐποχή τοῦ 1935 «τίποτα τό κοινό δέν ἔχει» μέ τήν ἐποχή τοῦ Καρυωτάκη -ἔτσι ἀφοριστικά χωρίς ἄλλες πληροφορίες. Μά ἐδῶ πρόκειται γιά ἕνα κεφαλαιῶδες ζήτημα πού θέλει ἐξηγήσεις καί τεκμηρίωση: τί συνιστᾶ ἀκριβῶς αὐτή τή ριζική ἀλλαγή; Ὁ Αἰμίλιος Χουρμούζιος, πού πῆρε μέρος στήν περί καρυωτακισμοῦσυζήτηση, παρατήρησε ὅτι: «Ἡ ἐποχή τοῦ Καρυωτάκη καί ἡ ἐποχή μας (βρισκόμαστε στό 1936),  σέ μιά λογική γραμμή συνέχειας (ἡ ὑπογράμμιση δική μου), εἶναι μιά ἐποχή ἄρνησης καί ὑποκειμενικῆς ἐπιστροφῆς γιά τούς ἀνήσυχους καί τούς ἀναζητοῦντας. Ἄν κέντρο καί πυρῆνας της γίνεται ἀλλοῦ ἡ καταστροφική ὀργή, ἀλλοῦ ἡ μακαβριότητα, παρέκει ἡ σάτυρα ἤ ὁ σαρκασμός εἶναι συμπτώματα κι ὄχι δημιουργικά κέντρα κνήματος στήν ποίηση. Εἶναι ἀρνητικῶς δημιουργικά μιᾶς ποιητικῆς ἀτμοσφαίρας μέ ὁρισμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα κ᾿ ἐπιβάλλονται γιατί εἶναι ἱστορικῶς ἀναπόφευκτα».[8]Ἐπανέρχομαι στή ριζική, τή χωρίς «τίποτα τό κοινό», διαφορά τῆς ἐποχῆς τοῦ 1935 ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Καρυωτάκη. Τί εἶχε ἀλλάξει ὥστε νά ὐπάρχει αὐτή ἡ ἀπόλυτη διαφορά; Οἱ συνέπειες τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς εἶχαν μηδενιστεῖ καί πιά ἡ Μεγάλη Ἰδέα ἦταν πάλι ἐθνικός στόχος; Ἡ πολιτική ἀστάθεια, μετά τήν ἀποκατάσταση τῆς μοναρχίας καί λίγο πρίν ἀπό τή δικτατορία τοῦ Μεταξᾶ, εἶχε βρεῖ τή λύση της;[9] Ἡ οἰκονομική δυσπραγία, μετά τούς συνεχεῖς, ἐξαντλητικούς, πολέμους καί τό μεταναστευτικό κύμα τοῦ μικρασιατικοῦ πληθυσμοῦ, εἶχε μεταβληθεῖ ξαφνικά σέ οίκονομική εὐφορία; Τί τό παραδείσιο εἶχε λοιπόν τό 1935 στγκριτικά μέ τήν ἐποχή τοῦ Καρυωτάκη; Τό 1935 ἦταν ἕνας μαῦρος χρόνος, ἀλλά καί ἡ προηγούμενη τριετία δέν ἦταν καθόλου καλύτερη.
γ) Ὁ δεύτερος λόγος γιά τόν ὁποῖο ἐλέγχονται, στό ἄρθρο τοῦ Καραντώνη, οἱ «μαθητές» τοῦ καρυωτάκη εἶναι ἡ μίμηση τῶν ἐξωτερικῶν γνωρισμάτων τοῦ καρυωτακικοῦ ἔργου. Ἐλέγχονται δηλαδή γιατί ἁπλῶς ποιητικίζουν χωρίς νά δημιουργοῦν δικό τους, προσωπικό ποιητικό ἔργο. Μ᾿ ἄλλα λόγια, αὐτό πού τούς καταλογίζεται εἶναι ἡ ποιητική τους ἀνεπάρκεια. Εἶναι γνωστό ὅτι ἀπό καταβολῆς ποίησης πολλοί ἐπίδοξοι ποιητές μένουν στό στάδιο τῆς μίμησης τῶν ποητικῶν εἰδώλων τους. Ἀπό ποιητική ἄποψη, ὅλοι αὐτοί ἀνήκουν στήν ἴδια κατηγορία, στήν κατηγορία τῶν μιμητῶν. Πράγμα πού σημαίνει ὅτι δέν ἔχει κανείς τό περιθώριο νά κάνει διακρίσεις μεταξύ τους, παρά, τό πολύ πολύ, ὡς πρός τό βαθμό τῆς μίμησης: περισσότερη ἤ λιγότερη. Πάντως ὅσοι μένουν στό στάδιο τῆς μίμησης, χωρίς νά εὐτυχίσουν νά πράξουν κάτι καλύτερο, πληρώνονται μέ τό τίμημα τῆς ἀποτυχίας. Θά μποροῦσε ἄραγε νά τούς ἐπιτιμήσει κανείς γιά τήν ἀποτυχία τους; Πῶς, ἀπό ποιά θέση, δυνάμει ποιᾶς ἀρχῆς θά μποροῦσε νά τό κάνει; Οἱ «μαθητές» τοῦ Καρυωτάκη ἔμειναν, κατά τόν Καραντώνη, στά ἐξωτερικά γνωρίσματα τοῦ ἔργου του. Ἔστω, ἀλλά αὐτό εἶναι μιά διαπίστωση ἡ ὁποία μένει νά τεκμηριωθεῖ· καί τοῦτο εἶναι τό ἅπαν πού μπορεῖ νά κάνει ἕνας κριτικός τῆς λογοτεχνίας. Στήν περίπτωση ὅμως τοῦ ἄρθρου στό ὁποῖο ἀναφέρομαι προκαλεῖ ἐντύπωση ἡ ἀναντιστοιχία πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στήν πράξη τῶν στιχουργῶν καί στό λόγο τοῦ ἀρθρογράφου. Ἐκεῖνοι προσπάθησαν καί ἀπέτυχαν –δέν ἦταν οὔτε οἱ πρῶτοι οὔτε οἱ τελευταῖοι πού τούς ἔτυχε τέτοιος κλῆρος, ἄξιζαν τουλάχιστο τήν ἀνοχή, μιά καί σέ καμιά περίπτωση δέν εἶχαν διαπράξει κάτι ἀξιόμεμπτο. Ὁ λόγος ἐντούτοις τοῦ ἀρθρογράφου ὑπῆρξε ὀξύς, ὀργισμένος καί ὑβριστικός, ἀγγίζοντας τά ὅρια τῆς ὑστερικῆς ἐπιθετικότητας: «πιστέψανε ἀφιλοσόφητα», «τίποτα πιό ἄθλιο», «ὀλέθριο καλλιτεχνικό τρόπο», «ἄθλια καλλιτεχνικά δημιουργήματα», «κλαψοπούλια τοῦ καρυωτακισμοῦ», «ἠθική μαλάκυνση», «ψυχική ἐξαθλίωση», «στολισμένοι μέ τά κουρέλια μιᾶς τεχνητῆς καί βιολογικῆς μηχανοποιημένης ἀπελπισιᾶς», «ὁ πρῶτος διαβάτης πού θά τούς συναντοῦσε θά τούς ἅρπαζε ἀπό τό γιακά καί θά τούς ὁδηγοῦσε ὁ ἴδιος στό λοιμοκαθαρτήριο», «πρόστυχη καί βρωμερή φρασεολογία» καί ἄλλα τέτοια. Μά γιατί πράγμα γίνεται λόγος ἐδῶ; Γιά νέους ἀνθρώπους πού ἀπέτυχαν νά δημιουργήσουν προσωπικό ποιητικό λόγο ἤ γιά ἐπικίνδυνους τύπους: ἀπατεῶνες, ἀγύρτες, κακοποιούς, ληστές, ἐγκληματίες;… Ἀπό ποῦ κι ὥς ποῦ τόσο μένος καί τόση χολή;
δ) Ὁ τρίτος λόγος γιά τόν ὁποῖο ἐλέγχονται οἱ «μαθητές» τοῦ Καρυωτάκη, εἶναι ἡ νοθεία τῆς δημοτικῆς γλώσσας μέ καθαρευουσιάνικα στοιχεῖα. Τό θέμα σηκώνει πολλή συζήτηση καί δέν πρόκειται νά ξανοιχτῶ ἐδῶ σ᾿ αὐτό τό πολυδιάστατο ζήτημα. Μπορῶ νά πῶ μονάχα πώς ἡ ἐποχή τοῦ 1935 εἶχε πίσω της τίς μετριοπαθεῖς δημοτικιστικές ἀπόψεις καί πρωτοβουλίες τοῦ Γλωσσικοῦ Ὁμίλου, σύμφωνα μέ τίς ὁποῖες ἡ ψυχαρική δημοτική θά ἔπρεπε νά βάλει κάμποσο νερό στό κρασί της. ἀπό τήν πλευρά αὐτή εἶναι μᾶλλον ἀναχρονιστική ἡ ὑποστήριξη τῆς «καθάριας» δημοτικῆς ἀπό τήν πλευρά τοῦ Καραντώνη. Πάντως ἡ γλωσσική συμπεριφορά τῶν μαθητευόμενων στόν Καρυωτάκη ἦταν πιά ἕνας κοινός τόπος. Τό εἶχε σημειώσει ὁ ἴδιος ὁ Καραντώνης τό 1931, χωρίς ἀναφορά τότε στόνκαρυωτακισμό: «Ἡ λυρική μας ποίηση μεταμορφώθηκε ὡς διά μαγείας, πλάτυνε τά σύνορά της κι ἔγινε μιά Διεθνής Πλάζ  ἄς ποῦμε, μέ τήν εἰσαγωγή κάποιων καθαρευουσιάνικων ἐκφράσεων στή γλώσσα της […]. Μέ τό ἐξαίσιον, μέ τό ἐπίσημον, μέ τό λεπτόν, μέ τό φρικαλέον καί μέ ἄλλες παρόμοιες λέξεις, πού δίνουν τάχα τήν ὑπέρτατη χροιά μιᾶς αἰσθητικῆς ἀπολυτότητας, ἑνός ραφιναρισμένου λεπτοῦ λυρισμοῦ, δέ μεταμορφώνεται, δέν ξανανοιώνει ἡ ποίηση, καί τό κυριότερο, δέν πλάθονται μεγάλοιποιητές. Θά μᾶς ποῦν ἴσως πώς ‘‘αἰσθητικές ἀνάγκες’’, ἡ βαθμιαία ἀναμόρφωση τῆς νεοαστικῆς γλώσσας ἀπό γλώσσας χωριάτικης καί καθαρά λαϊκῆς σέ γλώσσα σαλονιοῦ, σέ γλώσσα πού ἀντιπροσωπεύει τό ἀκαθόριστο ἀνακάτωμα δημοττικῆς καί καθαρεύουσας ἀνάλογα μέ τό γοῦστο τοῦ καθενός καί μέ τήν ὄρεξη τῆς πρώτης κυρίας πού φιλολογεῖ, ἐπιβάλλουνε τό μεταχείρισμα τῆς καθαρεύουσας…»[10] Τίποτε νέο λοιπόν δέν ἀποτελοῦσε ἡ γλωσσική συμπεριφορά τῶν καρυωτακιστῶν, ἀφοῦ δέν ἦταν παρά γνώρισμα μιᾶς γενικότερης τάσης πού εἶχε προηγηθεῖ. Καί εἶναι φυσικό, ἡ χρέωση τώρα αὐτῆς τῆς γενικότερης τάσης στούς καρυωτακιστές μόνο, νά προκαλεῖ ἐρωτηματικά. Ἐρωτηματικά πού διπλασιάζονται, καθώς τό Σεπτέμβρη τοῦ 1935 κυκλοφόρησε ἡ Ὑψικάμινος τοῦ Ἀνδρέα Ἐμπειρίκου, σέ πλήρη καθαρεύουσα, καί τά ἰμάτια τοῦ «ἐπίσημου κριτικοῦ τῶνΝέων Γραμμάτων» ἔμειναν ἄθικτα. Ἄν ὀργιζόταν γιά τά κθαρεουσιάνικα στοιχεῖα τῶν καρυωτακικῶν στιχουργῶν, γιά τήν προκλητική καθαρεύουσα τῆς Ὑψικαμίνου τί ἔπρεπε νά κάνει; Δέν ἔπρεπε νά βγεῖ ἀπό τά ροῦχα του, δέν ἔπρεπε νά ἀναθεματίσει τή βέβηλη πράξη, δέν ἔπρεπε ν᾿ ἁρπάξει τό φραγγέλιο; Γιατί σώπασε καί δέν ἔκανε τίποτε; Καί ὄχι μόνο δέν ἔκανε τίποτε, μά σέ δυό χρόνια, τό 1937, δημοσίευσε στά Νέα Γράμματα σειρά ποιημάτων τοῦ καθαρευουσιάνου Ἐμπειρίκου. Βέβαια ἕνας προβληματισμένος κριτικός ὀφείλει νά ξέρει πώς δέν εἶναι δική του δουλειά νά καθορίζει τή γλώσσα πού χρησιμοποιοῦν οἱ ποιητές. Δική του ἁρμοδιότητα εἶναι νά κρίνει τήν ἐκφραστική ἤ ἐπάρκεια τῶν ποιητικῶν κειμένων καί περαν τούτου, γλωσσικῶς, οὐδέν. Ὅμως αὐτό εἶναι ἕνα ἄλλο ζήτημα καί δέν εῖναι τῆς ὥρας.
          ε) Ὁ ἀρθρογράφος, γιά νά δείξει τήν ἀνάμιξη δημοτικῆς μέ τήν καθαρεύουσα, ἀλλά καί τήν ποιητική ἀποτυχία τῶν καρυωτακιστῶν, παραθέτει φράσεις ἀπό τά στιχουργήματά τους. Π.χ.: «Ὁ σκόρος ξέφτυσε τό ἀλαζονικόν ὕφος σου ἀπό τή φάτσα. Ὦ ἀπόψε αἰχμάλωτος σιωπῶ. Τό βῆμα μου τό ἁρμονικό τό τσάκισε ἡ σκληρότης. Τό ἔκπαγλό σουμεγαλεῖον. Ὅραμα στοχασμοῦ ἀναιδῶς γενναίου. Περνᾶνε βασιλεῖς ἐξωρισμένοι. Τοῦσύμπαντου ὁ σφυγμός» κ.λπ. [ Οἱ ὑπογραμμίσεις στό κείμενο.] Δέν ξέρουμε σέ ποιούς ἀνήκουν οἱ φράσεις αὐτές, γιατί δέν ἔχουμε παραπομπές στά κείμενα ἀπό τά ὁποῖα ἀποσπάστηκαν, ὥστε νά ἐλεγχθεῖ ἡ γνήσιότητά τους. Σίγουρα ὅμως θά μποροῦσε ὁ Καραντώνης νά βρεῖ σέ πρωτόλεια ποιητικά κέιμενα καί δείγματα χειρότερα ἀπό τά παραπάνω. Κι ἄν εἶχε ἀνάλογη πρόθεση, θά εὕρισκε περισσότερα καί πολύ χειρότερα δείγματα παλαμιστῶν σιχουργῶν ἤ ἀπομιμητῶν ἄλλων ποιητῶν. Αὐτά τά δείγματα δέν ἀποδείχνουν τίποτα. Τό νά ψάχνει κανείς στά στιχουργικά σκουπίδια γιά νά βρεῖ τί ἐπίδραση εἶχε ἕνας ποιητής στούς νεότερους δέν εἶναι ἁπλῶς κακή μέθοδος, εἶναι ἐπιπλέον καί δόλια πράξη. Γιατί τήν ἐπίδραση ἑνός ποιητῆ στούς νεότερους πρέπει νά τήν ἀναζητήσει κανείς ἀλλοῦ: ἐκεῖ πού στάθηκε γόνιμη, στούς ἀξιόλογους δηλαδή μαθητευόμενους στό συγκεκριμένο ποιητή. Σ’αὐτούς πού ἀφήνουν πίσω τους ἕνα κάποιο ὑπολογίσιμο ἔργο. Κι ἐδῶ ἀκριβῶς τό κείμενο τοῦ Καραντώνη παρουσιάζει περίεργο κενό. Ἀντί νά τεκμηριώσει τά λεγόμενά του παραπέμποντας σέ ὀνόματα καί ἔργα καρυωτακικῶν ποιητῶν, καταφεύγει, αὐτός ὁ λαλίστατος κατά τά ἄλλα, στή σιωπή. Καθώς ὁ δρόμος του τόν ὁδηγοῦσε ἐκεῖ, εἶχε ὅλη τήν εὐχέρεια νά τεκμηριώσει τά λεγόμενά του πάνω στό ἔργο, ὅσο ὑπῆρχε ἤδη, τῶν νέων ποιητῶν πού ἔφερναν σημάδια καρυωτακικῆς μαθητείας. Ἡ λεωφόρος τοῦ ἄρθρου του περνοῦσε ἀναγκαστικά ἀπό τό ἔργο αὐτῶν τῶν ποιητῶν. Παραδόξως, ὁ Καραντώνης ἔμεινε ἄγωνος, σάν νά μή γνώριζε ἤ σάν νά μήν ὑπῆρχαν τέτοι ποιητές. Σάν νά μή γνώριζε δηλαδή ἤ σάν νά μήν ὑπῆρχαν (μέ χρονολογική σειρά) ὁ Γιάννης Σκαρίμπας, ὁ Γιῶργος Κοτζιούλας, ὁ Γιάννης Ρίτσος, ὁ Νίκος Καββαδίας, ὁ Νικηφόρος βρεττάκος, ὁ Ἄρης Δικταῖος.  Κι ἄν ἔβλεπε καλοπροαίρετα λίγο πιό πέρα ἀπό τή μύτη του, θά μποροῦσε νά διακρίνει τή φιγούρα τοῦ κοντινότερού του συντεχνιακά ποιητῆ: Τοῦ Γιώργου Σεφέρη. Ἡ δικαίωση τοῦ κειμένου τοῦ Καραντώνη περνοῦσε πάνω ἀπό τό ποιητικό σῶμα αὐτῶν τῶν ποιητῶν. Κι ἐδῶ, ἀκριβῶς, ὁ σφοδρός ἐπικριτής τοῦκαρυωτακισμοῦ ἀπέφυγε νά κάνει ὁποιαδήποτε μνεία.
          Τό γεγονός ὅτι: α) Γνωρίσματα ἐπίδοξων ποιητῶντά ὁποῖα τό 1931 εἶχαν ἀποδοθεῖ σέ μιμήσεις μεταπαλαμικῶν ποιητῶν, ἀποδόθηκαν τό 1935 σέ καρυωτακικούς ποιητές. β) Ὁ ἰσχυρισμός πώς, ἡ μετά τό 1931 τετραετία δέν εἶχε «τίποτα τό κοινό» μέ τήν ἐποχή τοῦ Καρυωτάκη, ἀποτελοῦσε ψευδολογία. γ) Οἰ μαθητευόμενοι ποητές στόν Καρυωτάκη ἀντιμετωπίστηκαν μέ χολερικό μένος, γιά τό λόγο ὅτι οἱ προσπάθειές τους ἦταν ποιητικά ἀδόκιμες. Κάτι πού, σέ καμιά περίπτωση, δέν στοιχειωθετεῖ ἠθικό ἤ ἄλλης κατηγορίας παράπτωμα, ἐκτός ἀπό τό ὅτι οἱ ἄνθτωποι αὐτοί θά ἔμεναν ἔξω ἀπό «τῶν ἰδεῶν τήν πόλι». δ) καταλογίστηκε ἀνάρμοστη γλωσσική συμπεριφορά στούς καρυωτακικούς ποιητές, συμπεριφορά ἡ ὁποία εἶχε καταλογιστεῖ  τό 1931 σέ μή καρυωτακικούς ποιητές. ε) Ὁ κριτικός χρησιμοποίησε στιχουργικά σκουπίδια γιά νά στηρίξει τή θέση του περί κακομεταχείρησης τῆς γλώσσας καί τῆς ποίησης ἀπό καρυωτακικούς ποιητές. Καί ταυτόχρονα ἀπέφυγε οἱαδήποτε ἀναφορά σέ συγκεκριμένους μαθητές τοῦ Καρυωτάκη. Τό γεγονός λοιπόν ὅτι τά στοιχεῖα αὐτά ἀφοροῦν τό κείμενο τοῦ Καραντώνη μᾶς ἐπιτρέπει νά σκεφτοῦμε ὅτι ἔχουμε νά κάνουμε μ᾿ ἕνα κείμενο κατευθυνόμενο. Γραμμένο δηλαδή ὄχι γιά ὑποστηρίξει μιά ἰδέα ἤ νά ἀποκαλύψει ἤ ἔστω νά τονίσει μιά ἀλήθεια, ἀλλά γιά νά δυσφημίσει ὁρισμένη εὔνοια μαθητευόμενων ποιητῶν: τήν εὔνοια πού ἔδειχναν οἱ μαθητευόμενοι ποιητές στό ἔργο τοῦ Καρυωτάκη. Στό ἔργο δηλαδή τοῦ ποιητῆ πού ἦταν δημοφιλέστερος , ἐκεῖνα τά χρόνια, ἀνάμεσα στούς νέους ποιητές.
          Ἡ ἔννοια τῆς δυσφήμισης προκύπτει ἐδῶ ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ μαθητεία νέων ποιητῶν, εὐδόκιμη ἤ μή, σέ ἄξιους περσβύτερους συνιστᾶ μιά καθ᾿ ὅλα ἀθώα πράξη. Μιά πράξη πού ἀποβλέπει στήν ποιητική ἐκπαίδευση καί δέν ἔχει τίποτα ἀπολύτως τό ἀθέμιτο. Τό νά κατηγορεῖ κανείς, μέ βαριές φράσεις, μαθητευόμενους ποιητές σέ ὁρισμένο ποιητικό ἔργο ἀποτελεῖ παγκόσμια πρωτοτυπία. Δέν ξέρω καί δέν πιστεύω νά ἔχει ξαναγίνει κάτι τέτοιο πουθενά στόν κόσμο. Ἀλίμονο ἄν ἀπαγορεύαμε στούς νέους ποιητές νά μαθητεύουν ἐλεύθερα σέ ὁποιοδήποτε ποιητικό ἔργο συμβαίνει νά τραβάει τό ἐνδιαφέρον τους. Ἀστυνομικά μέτρα δέ χωροῦν σέ καμιά πνευματική δραστηριότητα, οὔτε φυσικά στίς μαθητεῖες τῶν νέων ποιητῶν.
          Τό ἄρθρο τοῦ Καραντώνη, καθώς ἐλέγχεται πολλαπλῶς, θά ἦταν δυνατό, σέ περιβάλλον ὑψηλῆς πνευματικῆς στάθμης καί ἠθικῆς εὐαισθησίας, νά προκαλέσει ἀντιδράσεις. Ἄν, λ.χ., δημοσιευόταν σ᾿ ἕνα ἀπό τά σημαντικότερα περιοδικά τοῦ Παρισιοῦ, τοῦ Λονδίνου ἤ ἀνάλογου πολιτισμικοῦ κέντρου, δύσκολα θά περνοῦσε ἡ θέση του χωρίς νά κινητοποιήσει τά ἀντανακλαστικά τῆς πνευματικῆς κοινότητας. Ἰδιαίτερα θά καταλογιζόταν στόν ἀρθρογράφο ὅτι, παρ᾿ ὅλο τό καταγγελτικό μένος του, ἄφηνε ὁλωσδιόλου ἀτεκμηρίωτους τούς ἰσχυρισμόυς του. Θά τοῦ καταλογιζόταν ἐπίσης ὅτι ἔπεφτε σέ ἀντιφάσεις. Κι ἀκόμα ὅτι, ἀναφορικά μέ τήν «ἀθλιότητα τῆς ἐποχῆς», ψευοδολοῦσε. Κυρίως ὅμως θά τοῦ καταλογιζόταν ὅτι μέ τό ἄρθρο του μειοδοτοῦσε στο θέμα τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας. Ὅτι δέν εἶναι δυνατό νά ἐλέγχονται μαθητευόμενοι ποιητές ἐπειδή δείχνουν προτίμηση στό ἔργο ὁρισμένου ποιητῆ ὅποιος κι ἄν εἶναι αὐτός ὁ ποιητής. Οἱ μαθητευόμενοι ποιητές εἶναι ἐλεύθεροι νά μαθητεύουν σέ ὅποιους ἐκεῖνοι προκρίνους ὡς δασκάλους τους, εἴτε συμβαίνει νά τούς μιμοῦνται εἴτε νά τούς ἀφομοιώνουν δημιουργικά. Αὐτό τό δικαίωμα δέν μπορεῖ νά τούς τό ἀρνηθεῖ κανείς. Κι εἶναι κεφαλαιῶδες ζήτημα νά μήν ὑπάρχει ἐδῶ ἡ παραμικρή ἀμφισβήτηση. Γιατί ἀλλιῶς ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος νά περάσουν στό χῶρο τῆς λογοτεχνίας καί γενικότερα τοῦ πνεύματος ἀστυνομικές, δηλαδή ἀνελεύθερες, τάσεις. Τό κείμενο τοῦ Καραντώνη εἶναι ὁλοφάνερα ἕνα κείμενο ἐτσιθελικό, κείμενο δηλαδή πού διέπεται ἀπό αὐταρχικό πνεῦμα.
          Μολαταῦτα, στήν Ἀθήνα τοῦ 1935, ἄν ἐξαιρέσουμε μιά χλιαρή ἀντίδραση τοῦ Αἰμίλιου Χουρμούζιου τόν ἑπόμενο χρόνο, δέν εἴχαμε ἀρνητικές ἀντιδράσεις στό συγκεκριμένο ἄρθρο. Ἀντανακλαστικά πνευματικῆς εὐαισθησίας δέν κινητοποιήθηκαν. Τό ἀντίθετο μάλιστα: ἐμφανίστηκαν ἄνθρωποι (Νίκος Παππᾶς, Γιάννης Χατζίνης) οἱ ὁποῖοι, μέ δημοσιεύματά τους, συντάχτηκαν μέ τή θέση τοῦ Καραντώνη, ὅτι δηλαδή οἱ νέοι ποιητές πού μαθητεύουν στό ἔργο τοῦ Καρυωτάκη πρέπει νά θεωρηθοῦν περίπου ποιητικά ἀποβράσματα. Καί ἡ συνέχεια; Ἡ συνέχεια, σημαδιακή ἀπό πολλές πλευρές, ὑπῆρξε ἀνάλογη: ἡ λέξη καρυωτακισμός ἐπικράατησε νά χρησιμοποιεῖται σάν ὅρος μέ ἀρνητική σημασία, ὅπως τόν προσδιόρισε ὁ πρῶτος διδάξας.
          Εῖπα νωρίτερα πώς τό κείμενο τοῦ Καραντώνη, «Ἡ ἐπίδραση τοῦ Καρυωτάκη στούς νέους», ἦταν κατευθυνόμενο. Ἐννοοῦσα, άπό τό ἕνα μέρος, ὅτι γράφτηκε ἀπό σκοπιμότητα, καί ἀπό τ᾿ ἄλλο μέρος, ὅτι ἦταν ὑπαγορευμένο.
          Ἡ σκοπιμότητα εἶναι προφανής ἀπό τό ἴδιο τό κείμενο: ἡ εὐρεία ἀπήχηση τοῦ καρυωτακικοῦ ἔργου στούς νέους ἦταν ἐνοχλητική καί ἔπρεπε νά γίνει στόχος πολεμικῆς. Σχεδόν εὐθέως ὁ Καραντώνης λέει ὅτι οἱ νέοι –καί οἱ πάντες ἐννοεῖται- πρέπει νά ἀπογεύγουν τό ἔργο τοῦ Καρυωτάκη. Ὁ στόχος ἦταν νά παραμεριστεῖ ἡ ἔντονη παρουσία τοῦ καρυωτακικοῦ ἔργου. Νά φύγει ἀπό τή μέση αὐτό τό ἔργο καί, ἄν ἦταν δυνατό, νά ἐξαφανιστεῖ τελείως. Κι ἐπειδή αὐτό δέν μποροῦσε νά γίνει μέ αἰσθητικά μέσα, ἐπινοήθηκε ὁ δυσφημιστικός ὅρος καρυωτακισμός. Τά πυρά, λοιπόν, στράφηκαν ὄχι ἀκριβῶς ἐναντίον τοῦ ἴδιου τοῦ ποιητῆ, ἀλλά ἐναντίον ὅσων ἦταν θιασῶτες τοῦ ἔργου του καί, γενικότερα, ἐναντίον τοῦ ἀναγνωστικοῦ κοινοῦ του, ἔτσι ὥστε νά ἀποκοπεῖ τό ἔργο ἀπό τό κοινό του καί νά παραμείνει στά ἀζήτητα. Οὐσιαστικά δηλαδή νά πάψει νά εἶναι ἐνεργό. Ὁ χῶρος πού κάλυπτε τό καρυωτακικό ἔργο ἦταν μεγάλος κι ἔπρεπε, ἔστω καί μέ ἀθέμιτα μέσα, νά περιοριστεῖ, γιά νά μείνει ἀνοιχτός ὁ δρόμος νά ᾿ρθουν στό προσκήνιο ἄλλοι ἀναδυόμενοι ποιητές.[11]
          Πίσω ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ Καραντώνη πρέπει νά λογαριαστεῖ ἡ ἀφανής συμμετοχή τοῦ Γιώργου Κατσίμπαλη. Εἶναι περισσότερο ἀπό βέβαιο ὅτι ἡ θέση τοῦ Καραντώνη, ὅπως καί σέ ἄλλες γνωστές περιπτώσεις, καθοριζόταν ἀπό τή βούληση τοῦ Κατσίμπαλη. Ἀκόμα καί ὡς λόγος τό κείμενο τοῦ Καραντώνη παραπέμπει στόν πρεσβύτερό του. Ὁ Καραντώνης μιλάει συνεχῶς γιά νέους: «…νέων στιχουργῶν…»,  «…οἱ νέοι πού…», «…ἑνός σημερινοῦ νέου…», «…τόσο νέος…», «…τίς ποιητικές ἐκδηλώσεις τῶν νέων…», «…ἡ ὀρθή ἀντίληψη τῶν νέων…» κ.λπ. Ποιός ἐκφέρει αὐτή τήν, ἄν μπορῶ νά τήν πῶ ἔτσι, «νεο-λογία»; Μάν ἕνας ἄνθρωπος πολύ νέος ὁ ἴδιος, μόλις 25 χρονῶν, νεότερος ἀπό μερικούς καρυωτακικούς ποιητές (Σκαρίμπα, Κοτζιούλα, Ρίτσο), συνομήλικος (Καββαδία) ἤ μόλις μεγαλύτερος (Βρεττάκος). Κι ὅμως, μιλάει γιά τούς καρυωτακικούς ποιητές σάν νά ᾿ ναι πολύ μεφαλύτερός τους. Ἀπό τό ὕψος μιᾶς ἡλικίας πού δέν εἶναι ἡ δική του. Πράγμα πού σημαίνει πώς ἡ δομή τοῦ λόγου του προδίνει τόν ἐμπνευστή αὐτοῦ τοῦ λόγου.
          Σύμφωνα μέ τά ἀμέσως προηγούμενα, δύο μέλη ἀπό τήν «ὁμάδα τῶν Νέων Γραμμάτων» πρωταγωνίστησαν στήν πολεμική κατά τοῦ καρυωτακισμοῦ: ὁ ἀφανής ἐμπνευστής Κατσίμπαλης καί ὁ φανερός ἐκτελεστής καραντώνης. Ἐκτός ἀπό αὐτούς τούς δύο ἄλλα τέσσερα μέλη τῆς «ὁμάδας» ἀναφέρθηκαν μεταγενέστερα στόν καρυωτακισμό, χωρίς φανατισμό ἀλλά μέ σαφή ἀποδοκιμαστικό τρόπο: ὁ Δημήτρης Νικολαρεΐζης, ὁ Γιῶργος Θεοτοκᾶς, ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης καί ὁ Γιῶργος Σεφέρης.
          Ὁ Νικολαρεΐζης, ἀπαντώντας σέ σχετική ἔρευνα τοῦ περιοδικοῦ Μακεδονικές Ἡμέρες, ἀναφέρθηκε καί στό ζήτημα τοῦ καρυωτακισμοῦ. «Πνιγηρές ἑλληνικές καταστάσεις», εἶπε, «βοήθησαν τήν ἐπιρροή τοῦ Καρυωτάκη. Πρόσθετος λόγος: ἡ ποιότητα τοῦ ὕφους του, πού ἦταν ἑλκυστικό μέ τήν ἀπατηλή εὐκολία του καί φαινόταν  σάν ἐπιβράβευση τῆς ἀγύμναστης φωνῆς. Δέ φοβήθηκε τή δημοσιογραφική λέξη καί κατόρθωσε νά θέλξει μέ τόν ἐλαφρό στόμφο τοῦ δοκιμασμένου ρομαντισμοῦ. […]
          »Πιστεύω πώς μέ τήν ἐξέλιξη, τά δύο τρία τελευταῖα χρόνια, ἡ ποίηση τῶν νέων πού τούς ἔθρεψαν ντόπιες τροφές κέρδισε τήν ἀνεξαρτησία της ἀντίκρυ στήν ἐπιρροή τοῦ Καρυωτάκη. Σέ ἄλλη περιοχή, ἀνέγγιχτη ἀπό τό πνεῦμα τοῦ Καρυωτακισμοῦ, κινήθηκαν ἀπό τήν ἀρχή τῆς δεύτερης μεταπολεμικῆς  δεκαετίας ἐκεῖνοι πού πέρασαν ἀπό εὐρωπαϊκά σταυροδρόμια καί θέλησαν τίς καλλιτεχνικές ἀπορίες τους νά τίς λύσουν βοηθημένοι ἀπό ξένα παραδείγματα, μέ κυριότερο, ἄν ὄχι μοναδικό ἴσως κέντρο ἑλληνικῆς ἐπαφῆς, τόν Καβάφη».[12] Μέ τό πρῳτο ἀπόσπασμα βρισκόμαστε κοντά στίς θέσεις τοῦ Καραντώνη: «πνιγηρές ἑλληνικές καταστάσεις», «ἀπατηλή εὐκολία», «ἀγύμναστης φωνῆς», «κουρασμένου ρομαντισμοῦ». Ὅλα αὐτά μέ τρόπο ἀφοριστικό. Μέ τό δεύτερο ἀπόσπασμα ἔχουμε μιά δήλωση πίστης ὅτι ὁ «Καρυωτακισμός» ἔχει τά τελευταῖα χρόνια (βρισκόμαστε στίς ἀρχές τοῦ 1938) ξεπεραστεῖ. Ἀφήνοντας νά ἐννοήσει κανείς πώς τά χρόνια 1935, ᾿36, ᾿37, «οἱ πνιγηρές ἑλληνικές καταστάσεις» εἶχαν ξεπεραστεῖ καί ὁ τόπος εἶχε περάσει σέ μιά ἐποχή εὐφροσύνης!… ἀναφέρεται σ᾿ ἕναν ποιητή πού μαθήτεψε στόν Καρυωτάκη: τόν Γιάννη Ρίτσο, στόν ὁποῖο, μάλιστα, ἀφιερώνει μιά παράγραφο.
          Ὁ Θεοτοκᾶς, κρίνοντας στά Νεοελληνικά Γράμματα τό ἔργο τοῦ Καρυωτάκη, μετά τήν ἔκδοση τῶν Ἁπάντων ἀπό τόν Χ. Σακελλαριάδη τό 1938, γράφει, ἀνάμεσα σέ ἄλλα, τά ἑξῆς: «Ἄν ἄρχιζε νά ἐμβαθύνει [ὁ Καρυωτάκης], ἄν ἀποφάσιζε νά δυσκολευτεῖ περισσότερο, τό ἀποτέλεσμα φαντάζομαι πώς θά ἦταν καλύτερο, γιατί ἡ ποιητική ψυχή ὑπῆρχε. Ἡ εὐκολία ὅμως, ἀπό τήν ἄλλη μεριά, συνετέλεσε πολύ στή διαμόρφωση ἑνός πολυθόρυβου ‘‘καρυωτακισμοῦ’’, πού γέμισε τήν Ἑλλάδα μέ φτηνή στιχουργημένη λογοτεχνία. Ἤτανε πολύ εὔκολο νά τόν μιμηθεῖ ὅποιος ἤθελε. Ἐπικράτησε ἕτσι ἠ ἀντύπωση ὅτι αὐτός ἦταν ὁ σπουδαιότερος ποιητής, ὁ κατεξοχήν ποιητής τῆς γενεᾶς τῶν ἐτῶν 1910-1920. Στήν ἴδια ὡστόσο γενεά, ἄν ψάξουμε, θά βροῦμε, νομίζω, τρεῖς ἤ τέσσερις, ἴσως καί περισσότερους ποιητές πού, χωρίς νά κάνουν σχολή, εἶναι ἀσφαλῶς καλύτεροι καλλιτέχνες ἀπ᾿ αὐτόν».[13] Στό κείμενο τοῦ Θεοτοκᾶ δέν δίνεται ἐπίσης κανένα στοιχεῖο γιά τήν ἀρνητική σημασία τοῦ καρυωτακισμοῦ, οὔτε ἀναφέρονται ὀνόματα καρυωτακικῶν ποιητῶν. Ἁπλῶς ἐπαναλαμβάνονται βασικές θέσεις ἀπό τό ἄρθρο τοῦ Καραντώνη («Ἡ εὐκολία ὅμως, ἀπό τήν ἄλλη μεριά, συνετέλεσε πολύ στή διαμόρφωση ἑνός πολυθόρυβου ‘‘καρυωτακισμοῦ’’, πού γέμισε τήν Ἑλλάδα μέ φτηνή στιχουργημένη λογοτεχνία. Ἤτανε πολύ εὔκολο νά τόν μιμηθεῖ ὅποιος ἤθελε»). Ἄς σημειωθεῖ ὅτι, στό συγκεκριμένο κείμενο, γίνεται καί ἕνα ἱστορικό «λαθάκι»: ὁ Καρυωτάκης δέν ἀνήκει στούς ποιητές τοῦ 1910-1920, ἀλλά στούς ποιητές τῆς ἐπόμενης δεκαετίας.
          Ὁ Ἑλύτης, στό «Χρονικό μιᾶς δεκαετίας», φέρνει κάποια στιγμή τό λόγο στούς καρυωτακικούς ποιητές. «Βρισκόμαστε στά 1934», γράφει. «Στό ἀνατολικό προαύλιο τοῦ Πανεπιστημίου, ἴδιο κατάστρωμα καραβιοῦ πού ἀπόμεινε ἀκυβέρνητο, ἕνα πλῆθος ἀλλοπαρμένο καί ἀλλοσούσουμο πηγαινοέρχεται. […] Ἐκεῖ ἔσμιγα μέ τρεῖς-τέσσερεις φίλους πού αὐτοί, ἀνήκανε σέ μιά ἄλλη φυλή.
          »Χλωμοί, ὀνειροπαρμένοι, ἔγραφαν ὅλοι τους ποιήματα πού μοιάζανε καί πού ὁμολογούσανε πίστη σ᾿ ἔναν θεό: τόν Καρυωτάκη».[14] Στό ἴδιο θέμα ἐπανέρχεται σέ ἄλλο κείμενό του: «Μόλις δεκαπέντε χρόνια μᾶς χωρίζουν ἀπό τόν Καρυωτάκη (πού ἦταν ἕνας καλός ποιητής στό εἶδος του) καί τούς καρυωτακικούς (πού ἦταν κάκιστοι ποιητές στό εἶδος τους) κι ἀμέσως τί -διαφορά μέσα στή νεοελληνική ποιητική παραγωγή! Πόσο μακριά βρισκόμαστε κιόλας ἀπό τήν ἀντίληψη ὅτι πρέπει νά θρηνοῦμε γιά ἰδιωτικά ἀτυχήματα».[15] «Τά ἰδιωτικά ἀτυχήματα»: φράση πού παραπέμπει στό ἄρθρο τοῦ Καραντώνη. Ὅταν τά ἔγραφε αὐτά ὁ Ἐλύτης, τό 1944, οἱ σημαντικότεροι καρυωτακικοί ποιητές δέν «ἦταν» κάποτε, ἀποτελοῦσαν ἤδη στελέχη τοῦ ποιητικοῦ παρόντος.
          Ὁ Σεφέρης μνημονεύει τόν καρυωτακισμό τρεῖς φορές, ἀπό τίς ὁποῖες προέχει ἡ παρακάτω:
          «Θά ξέρετε, ἴσως, ὅτι ἡ ποίηση τῶν νέων, στή δεκαετία πού ἀρχίζει μέ τό τέλος τοῦ περασμένου πολέμου –δηλαδή, πάνω-κάτω, στά χρόνια 1918-1928- ἦταν μιά λογοτεχνία πού γύρεψε κυρίως τήν ἔμπνευσή της ἀπό τά συναισθήματα πού μᾶς δίνει ἡ μεγάλη πολιτεία. Ἄλλωστε τήν ἐποχή ἐκείνη ἡ Ἀθήνα γίνεται πραγματική πιά μεγάλη πολυάνθρωπη πρωτεύουσα. Ὅταν λέω ‘‘ποίηση τῶν νέων’’, ἔχετε βέβαια ὑπόψη σας πώς ἀξαιρῶ τούς ἀντιπροσώπους τῶν παλαιότερων γενεῶν, ὅπως τόν Παλαμᾶ, τόν Καβάφη, τόν Σικελιανό, πού εἶναι δημιουργοί πρώτου μεγέθους καί ἐξακολουθοῦν νά δημοσιεύουν καί νά συμπληρώνουν τό ἔργο τους. Ὁπωσδήποτε ὁ πιό σπουδαῖος καί ἴσως μοναδικός ἀντιπρόσωπος τῆς σχολῆς αὐτῆς ἦταν ὁ Καρυωτάκης. Ἕνας ποιητής μέ ἐξαιρετική εὐαισθησία, πού, μολονότι πέθανε τρομερά νέος, εἶχε τήν τύχη ν᾿ ἀφήσει ἕνα ἔργο πού λογαριάζει ὡσάν σταθμός στή λογοτεχνία μας.
          »Δυστυχῶς, ὅπως συμβαίνει τόσο συχνά, ἀπό τήν ποίηση τοῦ Καρυωτάκη γεννήθηκε ὁ καρυωτακισμός, πού ἦταν μιά πολύ στενάχωρη ὑπόθεση. Λ.χ. ὁ Καρυωτάκης τραγούδησε, μέ τή χορευτική φαντασία του, τούς τραγικούς γύψους τῆς κάμαράς του, ἀλλά ὁ καρυωτακικός ποιητής κλείστηκε μέσα στήν κάμαρά του, καί κάποτε μάλιστα μέσα στό παλτό του, μέ τήν μιά παραπονιάρα συγκατάβαση. Ὁ καρυωτακισμός ἦταν ποίηση χωρίς ὁρίζοντα».[16]
          «… ἀπό τήν ποίηση τοῦ Καρυωτάκη γεννήθηκε ὁ καρυωτακισμός πού ἦταν μιά πολύ στενάχωρη ὑπόθεση». Ἀναρωτιέμαι: ἄραγε ὁ παλαμισμός, ὁ καβαφισμός, ὁ σικελιανισμός (κι ἀργότερα ὁ σεφερισμός) ἦταν πολύ εὐάρεστες «ὑποθέσεις»; Μέ τί κριτήριο γίνεται ἡ διάκριση αὐτή σέ βάρος τοῦ «καρυωτακισμοῦ»; Ἀγνοοῦσε τάχα ὁ Σεφέρης πῶς, μέ ποιά μέθοδο, εἶχε χαλκευτεῖ ὁ ὅρος; Ἀναρωτιέμαι, ἐπίσης, πόσο ἡ φράση του «μέ μιά παραπονιάρα συγκατάβαση», ἄν τή δοῦμε χωρίς προκατάληψη, δέν χαρακτηρίζει τό σεφερικό ἔργο ὡς ψυχικό κλίμα. Τέλος πάντων, θλίβεται κανείς βλέποντας ἕναν ἄξιο ποιητή, σπάνιας παιδείας καί προβληματισμοῦ, νά παίρνει στό στόμα του τή λέξη «καρυωτακισμός», χωρίς νά ἀντιδρᾶ στόν ἀθέμητο τρόπο μέ τόν ὁποῖο εἶχε σημασιοδοτηθεῖ ἀρνητικά ἡ λέξη.
          Τί συμπέρασμα εἶναι ὅτι ἕξι κορυφαῖα στελέχη ἀπό τήν «ὁμάδα τῶνΝέων Γραμμάτων» υἱοθέτησαν τή δυσφημιστική χρήση τοῦ ὅρου καρυωτακισμός. Κοινό σημεῖο ὅλων ἦταν ὁ ἀρνητικός χαρακτηρισμός ὅσων παθήτευαν στό ἔργο τοῦ Καρυωτάκη –μόνο στό ἔργο τοῦ Καρυωτάκη καί ὄχι γενικά ὅσων μαθήτευαν στό ἔργο ὁποιωνδήποτε ἄλλων ποιητῶν. Κοινό σημεῖο, ἐπίσης, ἦταν ὅτι ἀναφέρθηκαν στόν καρυωτακισμό ἀφοριστικά, χωρίς δηλαδή τεκμηριωτική ἐπιχειρηματολογία. Κοινό σημεῖο, τέλος, ὅλων ἦταν ὅτι δέν ξεχώρησαν καθόλου ἀξιόλογους καρυωτακικούς ποιητές (πλήν τοῦ Νικολαρεΐζη, πού ἀναφέρθηκε στόν Ρίτσο). Ὁ χρόνος βέβαια δέν τούς δικαίωσε. Εἶναι ὡστόσο προφανές ὅτι ὁ στόχος τους δέν ἦταν νά κερδίσουν μέ τήν πράξη τους αὐτή τό στοίχημα τοῦ χρόνου. Ὁ στόχος τους ἐδῶ ἦταν ἡ ἐπικαιρότητα: τό πῶς νά ἀδειάσει ὁ στίβος καί νά μείνει ἐλεύθερος γιά τή δημόσια προβολή τῆς δικῆς τους γενιᾶς ἤ «ὁμάδας». Κι ὅμως, ὄφειλαν νά ἔχουν –οἱ διορατικότεροι τουλάχιστο-συνειδητοποιήσει πώς, μέ τήν πράξη τους αὐτή, ἔγραφαν μιά μελανή σελίδα στήν ἱστορία τῆς νεοελληνικῆς ἱστορίας.
          Πριοδικό Ποιητική, τεῦχος 29, ἄνοιξη-καλοκαίρι 2007.

[1]. Ἀντρέας Καραντώνης,  «Ἡ ἐπίδρση τοῦ Καρυωτάκη στούς νέους», περιοδικό Τά Νέα Γράμματα, τεῦχος 9, Ἀθήνα 1935, σσ. 478-486.
[2]. Γ.Π. Σαββίδης, Στά χνάρια τοῦ Καρυωτάκη, Νεφέλη, Ἀθήνα 1989, σ. 24.
[3]. Ἀντρέας Καραντώνης, ὅ,π., σ. 478.
[4]. Ὅ.π., σ. 478-479.
[5]. Ὅ.π., σ. 484.
[6]. Κάνει ἐντύπωση ἠ ἐπιμονή τοῦ Καραντώνη σέ ποιητές πού θεωροῦνταν ἐλάσσονες, χωρίς νά ἀναφερθεῖ στό ἐντυπωσιακό παράδειγμα τῶν παλαμικῶν στιχουργῶν. Ὁ Κλέων Παράσχος ἤδη τό 1921 εἶχε κάνει σχετική μνεία: «τό μόνο κοινόν γνώρισμα τῶν ἀποτελούντων ἑκάστην ὁμάδα νέων εἶναι μερικαί φιλολογικαί προτιμήσεις, φθάνουσαι ἐνίοτε μέχρι φανατισμοῦ (δέν συμαίνει αὐτό μέ τήν περί τόν Νουμᾶν τῶν νέων ἀναφορικῶς πρός τά ἔργα τοῦ Ψυχάρη καί τοῦ Παλαμᾶ, τῶν ὁποίων τήν ἀξίαν θεωροῦν οὗτοι ἀναμφισβήτητον;) καί τίποτε παραπάνω». Περιοδικό Νέα Ἑστία, τεῦχος 1065, Ἀθήνα 15/11/1971, σ. 1571.
[7]. Ἀντρέας Καραντώνης, Ὁ ποιητής Γιῶργος Σεφέρης, Γαλαξίας, Ἀθήνα 1963, σ. 10.
[8]. Χριστίνα Ντουνιά, Κ.Γ. Καρυωτάκης. Ἡ ἀντοχή μιᾶς ἀδέσποτης τέχνης, «Παράρτημα κειμένων», Καστανιώτης, Ἀθήνα 2000, σ. 372.
[9]. «Ὑπενθυμίζω» γράφει ὁ Ἀλέξανδρος Ἀργυρίου «ὅτι τό ἔτος 1935 δέν εἶχε μόνο ἕνα μήνα σκληρό, ἀλλά ἦταν ἕνας ὁλόκληρος σκληρός χρόνος. Τό κίνημα Πλαστήρα, πιθανῶςς μιά προσπάθεια νά ἀναχαιτίσει τήν ἀντιδραστικοποίηση τοῦ καθεστῶτος, κατέληξε στή δικτατορία Κονδύλη (ἐξορίζεται ὄχι μόνο ὁ Γληνός ἀλλά καί ὁ ἄκακος –πολιτικά-Βάρναλης), πού κατέληξε στό νόθο δημοψήφισμα καί στήν ἐπάνοδο τοῦ Γ. Γλύξμπουρκ, ὁ ὁποῖος θά ὁδηγήσει στή σιγουριά (γιά ἐκῖνον) τῆς 4ης Αὐγούστου». Ἀλεξ. Ἀργυρίου,Διαδοχικές ἀναγνώσεις Ἑλλήνων ὑπερρεαλιστῶν, Γνώση, Ἀθήνα 1983, σ. 126.
[10]. Ἀντρέας Καραντώνης, ὅ.π., σσ. 10-11.
[11]. Κοίταξε καί Δημήτρης Ἀγγελάτος, «Ἡ ‘‘Ἀνώνυμη’’ τέχνη τοῦ εὐρετῆ καί ἡ ἀμηχανία τῆς ‘‘ὑποδοχῆς’’ της: ὄψεις τῆς ποιητικῆς τοῦ Καρυωτάκη», ἰδίως τήν ἑνότητα 3. Ἐπιστημονικό Συμπόσιο Καρυωτάκης καί Καρυωτακισμός  (πρακτικά), Ἑταιρεία Σπουδῶν Νεοελληνικοῦ Πολιτισμοῦ καί Γενικῆς Παιδείας, Ἀθήνα 1998, σσ. 15-26.
[12]. Δημήτρης Νικολρείζης, Μακεδονικές Ἡμέρες, Φεβρουάριος 1938. Ἀναδημοσιεύεται στό βιβλίο τῆς Χριστίνας Ντουνιά, Κ.Γ. Καρυωτάκης. Ἡ ἀντοχή μιᾶς ἀδέσποτης τέχνης, «Παράρτημα κειμένων», Καστανιώτης, Ἀθήνα 2000, σσ. 392-393.
[13]. Γιῶργος Θεοτοκᾶς, «Κ.Γ. Καρυωτάκης», Νεοελληνικά Γράμματα, περίοδος Β΄, Ἀθήνα 19/3/1938, σ. 2. Ἀναδημοσιεύεται στόν τόμο Κ.Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματτα καί Πεζά, ἐπιμέλεια Γ.Π. Σαββίδης, Ἑρμῆς, Ἀθήνα 1972.
[14]. Ὀδυσσέας Ἐλύτης, Ἀνοιχτά χαρτιά, Ἀστερίας, Ἀθήνα 1974, σσ. 250, 257.
[15]. Ὅ.π., σ. 398.
[16]. Γιῶργος Σεφέρης, Δοκιμές, πρῶτος τόμος, Ἴκαρος, Ἀθήνα 1981, σ. 167

Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2016

ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ


Παρουσίαση των τριών πρώτων βιβλίων ενός νέου εκδοτικού εγχειρήματος, των «μικρών εκδόσεων». 

Η παρουσίαση θα γίνει στο πολύ φιλόξενο για τα γράμματα βιβλιοπωλείο «σπόρος» στην Κηφισιά, Δροσίνη 7, στις 7 μ.μ. την Τετάρτη 10 Φλεβάρη 2016 από την Έλενα Αρσενίδου, τη Βιβή Γεωργαντοπούλου, τη Διώνη Δημητριάδου και το Χάρη Μελιτά.

Οι «μικρές εκδόσεις»: Είμαστε ένας νέος εκδοτικός οίκος, που έχει σκοπό να εκδίδει βιβλία, έντυπα και ηλεκτρονικά, βιβλία ποίησης, λογοτεχνίας, θεάτρου, αναλυτικού λόγου, εικαστικών, βιβλία μουσικής. Θα εκδώσουμε και μουσική σε ήχους, σε δισκάκια, ως αρχεία διαθέσιμα από το διαδίκτυο... Έχουμε αγάπη πολλή για τον λόγο, για τα εικαστικά, για τη μουσική. Έχουμε αγάπη για τον πολιτισμό και πιστεύουμε ότι ο πολιτισμός έχει νόημα πάντοτε, έχει πολύ μεγάλο νόημα και σήμερα. Αγαπάμε τις τέχνες όχι ως απλό στολίδι, γαρνιτούρα, διασκέδαση της ζωής μας, αλλά ως τρόπο έκφρασης, ερμηνείας της, ως ένα από τα κεντρικά στοιχεία της. 
Είμαστε μία ανοιχτή ομάδα, επιθυμούμε να επικοινωνούμε με όλους, δημιουργούς, αναγνώστες, ακροατές. Να είμαστε ενεργοί, να υποδεχόμαστε, αλλά και να καλούμε τα έργα. Θα σας ενημερώνουμε συνεχώς. 

ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΕΤΣΑΛΗΣ - ΔΙΟΜΗΔΗΣ (1904-1995)


Phg;h


Ο Θανάσης Πετσάλης γεννήθηκε στην Αθήνα. Ο πατέρας του Νικόλαος ήταν γιατρός και καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είχε έναν μεγαλύτερο αδερφό τον Αλέκο. Σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι, όπου παράλληλα σπούδασε και στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών. Ταξίδεψε στην Ευρώπη για σπουδές (1920-1924) και στη συνέχεια επέστρεψε στην Αθήνα, όπου φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου (1924-1928). Το 1928 διορίστηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος, όπου εργάστηκε στο τμήμα μελετών και στο δικαστικό τμήμα ως το 1946. Το 1932 πολιτεύτηκε με το κόμμα του Γ.Καφαντάρη. Το 1941 παντρεύτηκε την Αιμιλία Γεωργίου Τριλίβα - με την οποία απέκτησε ένα γιο το Νίκο - και το 1952 σε δεύτερο γάμο την Ελισσάβετ Κωστακοπούλου, με την οποία απέκτησε τον δεύτερο γιο του Αλέξανδρο. Πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο της λογοτεχνίας το 1923 με δημοσιεύσεις ποιημάτων και το 1925 εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων Μερικές εικόνες σε μια κορνίζα, με έντονες επιρροές από το χώρο του γαλλικού νατουραλισμού και του αισθητισμού. Ακολούθησε μια συνειδητή στροφή του προς το είδος του αστικού μυθιστορήματος, ενταγμένου στα πλαίσια της λεγόμενης μυθιστορηματικής τοιχογραφίας, μιας κατά το δυνατό αντικειμενικής θεώρησης της κοινωνικής ζωής και αληθοφανούς αναπαράστασής της, εντάσσοντας τα μυθιστορήματά του σε μεγαλύτερες, χρονικά διαδοχικές ενότητες. Για το λογοτεχνικό του έργο τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών το 1950 και με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1956 και 1963). Το 1948 αναγορεύτηκε μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Λογοτεχνών (θέση από την οποία παραιτήθηκε το 1950), το 1977 μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και το 1994 επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έργα του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά και αγγλικά. Πέθανε στην Αθήνα. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Θανάση Πετσάλη Διομήδη βλ. Γιάκος Δημήτρης, «Πετσάλης – Διομήδης Θανάσης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας11. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. , Ζήρας Αλεξ., «Πετσάλης – Διομήδης Θανάσης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό8. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Παπαγεωργίου Κώστας Γ., «Θανάσης Πετσάλης – Διομήδης», Η μεσοπολεμική πεζογραφία· Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939)Ζ΄, σ.156-188. Αθήνα, Σοκόλης, 1993 και Πικραμένου Μίτση, «Βιοχρονολόγιο Θανάση Πετσάλη- Διομήδη, Νέα Εστία138, Χριστούγεννα 1995, ετ.ΞΘ’, αρ.1643, σ.2-6.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
1

• Άγρας Τέλλος, «Η τριλογία του κ.Θ.Πετσάλη», Τα Νέα Γράμματα11, 11/1936, σ.837-853.
• Αθανασόπουλος Βαγγέλης, Ο λογοτέχνης ως πρότυπο δημιουργικής δράσης· Θ.Πετσάλης- Διομήδης: Πώς ένας συγγραφέας συγκρότησε τα πρόσωπα και το έργο του. Αθήνα, Καρδαμίτσα, 1990.
• Αθανασόπουλος Δημ.Σ., Θανάσης Πετσάλης· Η ασίγαστη αναζήτηση των συνόλων· Με μια προσωπογραφία και τρία κοσμήματα του Ν.Χατζηκυριάκου – Γκίκα. Αθήνα, Πιτσιλός, 1987.
• Γιάκος Δημήτρης, «Πετσάλης – Διομήδης Θανάσης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας11. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ.
• Δεσποτόπουλος Κ.Ι., Μητσάκης Καρ., Μόσχος Ε.Ν., «Θαν. - Πετσάλης Διομήδης», Νέα Εστία137, ετ.ΞΘ΄, 1η/5/1995, αρ.1628, σ.567-571.
• Δημάδης Κ. Α., Δικτατορία - Πόλεμος και Πεζογραφία · 1936 - 1944. Αθήνα, Γνώση, 1991.
• Ζήρας Αλεξ., «Πετσάλης – Διομήδης Θανάσης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό8. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988.
• Καραντώνης Αντρέας, «Θανάσης Πετσάλης», Πεζογράφοι και πεζογραφήματα της γενιάς του ’30, σ.214-220. Αθήνα, Φέξης, 1962.
• Κούρτοβικ Δημοσθένης, «Θανάσης - Πετσάλης Διομήδης», Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς· Ένας κριτικός οδηγός, σ.184-185. Αθήνα, Πατάκης, 1995.
• Λαπαθιώτης Ναπολέων, Κριτική για το Ο Μάγος με τα δώρα, Νέα Εστία27, 1940, σ.708-709.
• Μητσάκης Κάρολος, «Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης», Νεοελληνική πεζογραφία· Η γενιά του ’30, σ.111-128. Αθήνα, Ελληνική Παιδεία, 1977.
• Παναγιωτόπουλος Ι.Μ., «Θανάσης Πετσάλης», Τα πρόσωπα και τα κείμεναΒ΄ · Ανήσυχα χρόνια. Αθήνα, Αετός, 1943.
• Παπαγεωργίου Κώστας Γ., «Θανάσης Πετσάλης – Διομήδης», Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939)Ζ΄, σ.156-188. Αθήνα, Σοκόλης, 1993.
• Παπαδοπούλου Μ., Κριτική για το Τέλος του μύθου, Τα Νέα, 30/10/1976.
• Πικραμένου - Βάρθη Δήμητρα, Πετσάλης Διομήδης · Η «πνευματική οδοιπορία» του και οι «Μαυρόλυκοι». Αθήνα, 1985.
• Σαχίνης Απόστολος, «Θανάση Πετσάλη: Η κυρία των τιμών – 1944, Πέρα στη θάλασσα – 1944», Η πεζογραφία της κατοχής, σ.134-139. Αθήνα, Ίκαρος, 1948.
• Σαχίνης Απόστολος, Οι πεζογράφοι του καιρού μας. Αθήνα, Εστία, 1967.
• Σαχίνης Απόστολος, Το πεζογραφικό έργο του Πετσάλη – Διομήδη. Αθήνα, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 1992.
• Τρουπάκη Μαρία, «Θ.Πετσάλης – Διομήδης: …Υπήρχε πάντα μέσα μου ένα ρήγμα, ένας διχασμός», Διαβάζω109, 2/1/1985, σ.68-74 (συνέντευξη).
• Τσάκωνας Δημήτρης, Η γενιά του ’30 · Τα πριν και τα μετά, σ.96κ.εξ. Αθήνα, Κάκτος, 1989.
• Χάρης Πέτρος, Σαράντα χρόνια κριτικής ελληνικού πεζού λόγουΑ΄ · 1928-1949. Αθήνα, Ε.Λ.Ι.Α., 1981.
• Χατζίνης Γιάννης, «Θανάση Πετσάλη: Μαρία Πάρνη», Νέα Εστία48, ετ.ΚΔ΄, 1η/7/1950, αρ.552, σ.903-904.
Αφιερώματα περιοδικών
• Νέα Εστία138, Χριστούγεννα 1995, ετ.ΞΘ΄, αρ.1643. 1. Για περισσότερα εργογραφικά και βιβλιογραφικά στοιχεία του Θανάση - Πετσάλη Διομήδη βλ. Πικραμένου - Βάρθη Δήμητρα, Πετσάλης Διομήδης · Η «πνευματική οδοιπορία» του και οι «Μαυρόλυκοι». Αθήνα, Ε.Λ.Ι.Α., 1985.
Εργογραφία

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις) 1

Ι.Μυθιστορήματα
• Γερές και αδύναμες γενεές · Ο προορισμός της Μαρίας Πάρνη . Αθήνα, τυπ.Εστίας, 1933 (και οριστική μορφή, Αθήνα, Ίκαρος, 1950).
• Γερές και αδύναμες γενεές · Το σταυροδρόμι .Αθήνα, Κασταλία,1934.
• Γερές και αδύναμες γενεές · Ο απόγονος. Αθήνα, Κασταλία,1935.
• Ανθρώπινη περιπέτεια · Η ανθρώπινη περιπέτεια . Αθήνα, τυπ.Εστίας, 1937.
• Ανθρώπινη περιπέτεια · Ο μάγος με τα δώρα. Αθήνα, Πυρσός, 1939.
• Μυθιστόρημα ενός έθνους · Οι Μαυρόλυκοι· Χρονικό της τουρκοκρατίας 1565-1799Α’. Αθήνα, τυπ.Πυρσού, 1947.
• Μυθιστόρημα ενός έθνους · Οι Μαυρόλυκοι· Χρονικό της τουρκοκρατίας 1565-1799Β’. Αθήνα, τυπ.Πυρσού, 1948
• Μυθιστόρημα ενός έθνους · Η καμπάνα της Αγια Τριάδας · Μια ιστορία 1304-1883. Αθήνα, τυπ. Πυρσού, 1949.
• Ελληνικός όρθροςΑ΄-Β΄. Αθήνα, Εστία, 1997.
ΙΙ.Διηγήματα
• Μερικές εικόνες σε μια κορνίζα . Αθήνα, Γ.Ταμπακόπουλος, 1925.
• Παράλληλα και παράταιρα . Αθήνα, Κασταλία, 1935.
• Η κυρία των τιμών· Διηγήματα. Αθήνα, Γλάρος, 1944.
• Πέρα στη θάλασσα . Αθήνα, Γλάρος, 1944.
• Τα δικά μας παιδιά ·Χρονικό της σκλαβιάς. Αθήνα, Ίκαρος, 1946.
ΙΙΙ.Δοκίμια - Μελέτες
• Σκέψεις επί των μεταπολεμικών τάσεων συγκεντρώσεως της εξουσίας. Αθήνα, τυπ.Εστίας, 1930.
• Συμβολή εις την φιλοσοφίαν του δικαίου. Αθήνα, τυπ. Εστίας, 1930.
• Η δημοσιονομική αντιμετώπισις του προσφυγικού ζητήματος. Αθήνα, τυπ.Εστίας, 1930.
• Το δάνειον παραγωγικών έργων και τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδος. Αθήνα, τυπ.Γερ.Στ.Χρίστου, 1931.
• Αποστάξεις• Επτά δοκίμια. Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1967.
• Η άγνωστη Κάλλας. Αθήνα, Καστανιώτης, 199;
V. Θέατρο
• Προμηθέας · Μύθος. Αθήνα, τυπ. Αφών Γ.Ρόδη, 1947.
• Στη ρίζα του μεγάλου δέντρου · Δραματική πράξη με πρόλογο και επίλογο. Αθήνα, τυπ.Σεργιάδη, 1952.
• Θέατρο1· Η σφαγή των μνηστήρων. Αθήνα, 1955.
• Χέρια πάνου στον τείχο· Δράμα σε τρεις πράξεις. Αθήνα, Οι εκδόσεις των Φίλων, 1979.
VΙ. Μεταφράσεις
• Τζων Γκαλσγουωρθ, Το τελευταίο καλοκαίρι. Αθήνα, Bergadi, [1952].


1. Για περισσότερα εργογραφικά και βιβλιογραφικά στοιχεία του Θανάση - Πετσάλη Διομήδη βλ. Πικραμένου - Βάρθη Δήμητρα, Πετσάλης Διομήδης · Η «πνευματική οδοιπορία» του και οι «Μαυρόλυκοι». Αθήνα, Ε.Λ.Ι.Α., 1985.
Επιπλέον Πληροφορίες
Αρχείο του λογοτέχνη υπάρχει στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (Ε.Λ.Ι.Α.)

Συριακοί Πόλεμοι




ALEJANDRO MAGNO-SOLDADOS-EJERCITO-CASCO-GRIEGO-PINTURA-PINTOR-ERNEST DESCALS-



1. Η βαθύτερη αιτία των πολέμων

Συριακοί πόλεμοι καλούνται από τη νεότερη έρευνα 6 πόλεμοι μεταξύ των Σελευκιδών και των Πτολεμαίων για την κατοχή της λεγόμενης «Κοίλης Συρίας», η οποία περιλάμβανε τη νότια Συρία και μέρος ή ολόκληρη τη Φοινίκη. Η περιοχή αυτή είχε τεράστια στρατηγική σημασία κυρίως για τους Πτολεμαίους, διότι μπορούσε να αποτελέσει εφαλτήριο για εχθρικές επιθέσεις εναντίον της πτολεμαϊκής Κύπρου και της Αιγύπτου. Εξάλλου, οι πόλεις της Φοινίκης ήταν εξέχουσας σημασίας ναυτικές βάσεις, ενώ τα πλούσια δάση της περιοχής με τους περίφημους κέδρους του Λιβάνου παρείχαν άφθονη ξυλεία για τη ναυπήγηση στόλου. Παράλληλα, ως σημαίνοντα εμπορικά κέντρα οι πόλεις αυτές παρείχαν τεράστια οικονομικά οφέλη στον εκάστοτε κυρίαρχό τους.1 Η Κοίλη Συρία ήταν δορίκτητος γη του Πτολεμαίου Α΄, ο οποίος την κατέλαβε το 319/318 π.Χ. Παρ’ όλα αυτά οι Σελευκίδες θεωρούσαν ότι η περιοχή τούς ανήκε δικαιωματικά, προβάλλοντας ως επιχείρημα το γεγονός ότι το 314 π.Χ. την είχε καταλάβει ο Αντίγονος Μονόφθαλμος και ισχυριζόμενοι ότι εκείνοι ήταν οι νόμιμοι διάδοχοί του στις περιοχές της Ασίας που εκτείνονταν στα ανατολικά του όρους Ταύρος.2

2. Α΄ Συριακός πόλεμος

Αιτία του Α΄ Συριακού πολέμου3 (274-273/272 π.Χ.), γνωστός και ως Καρικός Πόλεμος, ήταν προφανώς οι βλέψεις που είχαν για την Αίγυπτο ο Σελευκίδης Αντίοχος Α΄ και ο βασιλιάς της Κυρήνης Μάγας. Οι επιχειρήσεις των συνασπισμένων εχθρών της Αιγύπτου απέτυχαν λόγω κακού συντονισμού και περισπασμού από προβλήματα στο εσωτερικό των βασιλείων τους. Ο Πτολεμαίος Β΄ όχι μόνο διατήρησε την Κοίλη Συρία, αλλά κατέκτησε και περιοχές της δυτικής και νότιας Μικράς Ασίας.4

3. Β΄ Συριακός πόλεμος

Ο Β΄ Συριακός πόλεμος5 (περίπου 259-253 π.Χ.) προκλήθηκε πιθανότατα από τη δράση του ομώνυμου γιου και συμβασιλέα του Πτολεμαίου Β΄στη δυτική Μικρά Ασία, όπου φαίνεται ότι κατέλαβε τη Μίλητο και την Έφεσο. Η επίθεσή του προκάλεσε την κινητοποίηση του ΣελευκίδηΑντιόχου Β΄, με τον οποίο συντάχθηκαν οι μέχρι πρότινος σύμμαχοι των Πτολεμαίων, οι Ρόδιοι, και ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αντίγονος Γονατάς. Έπειτα από δύο διαδοχικές ήττες σε ναυμαχίες η πτολεμαϊκή θαλασσοκρατία στο Αιγαίο κατέρρευσε τερματίζοντας το πτολεμαϊκό προτεκτοράτο στο κοινό των Νησιωτών. Παράλληλα, ο Αντίοχος Β΄ ανέκτησε όχι μόνο τη Μίλητο και την Έφεσο, αλλά και παλαιότερες σελευκιδικές κτήσεις στην Κιλικία και την Παμφυλία. Οι εξελίξεις στο μέτωπο της Κοίλης Συρίας δε μας είναι γνωστές. Η ειρήνη μεταξύ Σελευκιδών και Πτολεμαίων επισφραγίστηκε με το γάμο της κόρης του Πτολεμαίου Β΄ Βερενίκης με τον Αντίοχο Β΄, ο οποίος χώρισε γι' αυτό το λόγο την πρώτη του γυναίκα Λαοδίκη.6

4. Γ΄ Συριακός ή Λαοδίκειος πόλεμος 

Η δυσαρέσκεια των Πτολεμαίων για τους όρους της συνθήκης, ίσως και η επιθυμία του Αντιόχου Β΄ να εκμεταλλευθεί το θάνατο του Πτολεμαίου Β΄ το 246 π.Χ., οδήγησε σε νέες πολεμικές προετοιμασίες, οι εχθροπραξίες όμως άρχισαν αμέσως μετά το θάνατο του Αντιόχου Β΄ το ίδιο έτος, με αφορμή τη διαδοχή στο σελευκιδικό θρόνο. Η πρώτη γυναίκα του Αντιόχου Λαοδίκη, από την οποία πήρε το όνομά του ο Γ΄ Συριακός ή Λαοδίκειος πόλεμος7 (246-242/241 π.Χ.), φρόντισε να ανακηρυχθεί βασιλιάς ο μεγαλύτερος γιος της Σέλευκος Β΄. Η Βερενίκη, για να υποστηρίξει τα δικαιώματα του δικού της γιου, κάλεσε σε βοήθεια τον αδελφό της και νέο μονάρχη της Αιγύπτου Πτολεμαίο Γ΄, δίνοντάς του το πρόσχημα να εισβάλει στο σελευκιδικό κράτος. Η ίδια και ο γιος της δολοφονήθηκαν με εντολή της Λαοδίκης, ο Πτολεμαίος όμως κατάφερε να προελάσει μέχρι την καρδιά του σελευκιδικού κράτους στη Μεσοποταμία, από όπου σύντομα αποχώρησε. Με το τέλος του Γ΄ Συριακού πολέμου είχε επανεδραιωθεί η πτολεμαϊκή επικυριαρχία στην ανατολική ακτή της Μεσογείου, με κέντρο βάρους ένα τμήμα της συροπαλαιστινιακής ακτής και εκτεταμένες περιοχές της νότιας και δυτικής Μικράς Ασίας.8

5. Δ΄ Συριακός πόλεμος

Αιτία του Δ΄ Συριακού πολέμου9 (221-217 π.Χ.) ήταν η βούληση του Σελευκίδη βασιλιά Αντιόχου Γ΄ να αποκαταστήσει το σελευκιδικό κράτος την έκταση που είχε την εποχή του ιδρυτή της σελευκιδικής δυναστείας Σελεύκου Α΄.10 Η πολεμική αντιπαράθεση εστιάστηκε στην περιοχή της Κοίλης Συρίας και κρίθηκε υπέρ του Πτολεμαίου Δ΄, ο οποίος διατήρησε τη διαφιλονικούμενη περιοχή με εξαίρεση πιθανόν την πόλη Σελεύκεια της Πιερίας.

6. Ε΄ Συριακός πόλεμος

Μετά το θάνατο του Πτολεμαίου Δ΄ το 204 π.Χ. το πτολεμαϊκό βασίλειο περιήλθε σε κατάσταση πολιτικής αδυναμίας, καθώς ο διάδοχος Πτολεμαίος Ε΄ ήταν ακόμη ανήλικος και οι πανίσχυροι αυλικοί του έριζαν για την ανάληψη της αντιβασιλείας. Εκμεταλλευόμενοι τις συνθήκες αυτές ο Σελευκίδης Αντίοχος Γ΄ και ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Ε΄ φαίνεται ότι ήρθαν σε μυστική συμφωνία για τη διανομή μεταξύ τους των πτολεμαϊκών κτήσεων. Έχοντας εξασφαλίσει την ουδετερότητα του Μακεδόνα βασιλιά ο Αντίοχος Γ΄ επιτέθηκε στην Κοίλη Συρία περίπου το 202 π.Χ. και ολοκλήρωσε την κατάληψή της το 198 π.Χ. Η περιοχή παρέμεινε σελευκιδική και μετά το γάμο της κόρης του Αντιόχου Γ΄ Κλεοπάτρας Α΄ με τον Πτολεμαίο Ε΄, που επισφράγισε την ειρήνη του 195/194 π.Χ.11

7. ΣΤ΄ Συριακός πόλεμος

Μετά το θάνατο του Πτολεμαίου Ε΄ (180 π.Χ.) οι επίτροποι του ανήλικου διαδόχου Πτολεμαίου ΣΤ΄ που ασκούσαν την εξουσία στην Αίγυπτο ως αντιβασιλείς αποφάσισαν την ανακατάληψη της Κοίλης Συρίας. Τα σχέδιά τους διέρρευσαν, προκαλώντας την αιφνιδιαστική επέμβαση του Σελευκίδη Αντιόχου Δ΄ στην Αίγυπτο και τον ΣΤ΄ Συριακό πόλεμο12 (170-168 π.Χ.). Εκτός από την προάσπιση της Κοίλης Συρίας στόχος του Αντιόχου ήταν πιθανότατα και η ανάληψη της αντιβασιλείας στην Αίγυπτο για λογαριασμό του ανιψιού του Πτολεμαίου ΣΤ΄. Η πλάστιγγα της πολεμικής αναμέτρησης έγερνε σαφώς προς το μέρος του Αντιόχου, ο οποίος κατέλαβε την Αίγυπτο με εξαίρεση την Αλεξάνδρεια, αλλά η επέμβαση της Ρώμης για την προάσπιση της ακεραιότητας του πτολεμαϊκού βασιλείου έκρινε αποφασιστικά την έκβαση του πολέμου. Η ταπεινωτική συμμόρφωση του Αντιόχου Δ΄ με την εντολή μιας ρωμαϊκής πρεσβείας να αποχωρήσει από την Αίγυπτο μαρτυρεί τη δύναμη και το ρυθμιστικό ρόλο της Ρώμης στις υποθέσεις των ελληνιστικών βασιλείων, που είχαν εισέλθει οριστικά και αμετάκλητα στη σφαίρα επιρροής της.




1. Για τη σημασία της περιοχής αυτής βλ. Διόδ. Σ. 18.43· Αππ., Συρ. 52· Buraselis, K., Das Hellenistische Makedonien und die Ägäis: Forschungen zur Politik des Kassandros und der drei ersten Antigoniden (Antigonos Monophthalmos, Demetrios Poliorketes und Antigonos Gonatas) im Ägäischen Meer und in Westkleinasien (München 1982), σελ. 39 κ.ε., σημ. 5.


2. Για τη σχετική επιχειρηματολογία και την ερμηνεία της βλ. Huss, W., Ägypten in hellenistischer Zeit (332-30 v. Chr.) (München 2001), σελ. 386 κ.ε. και σημ. 6.


3. Πηγές και παλαιότερη βιβλιογραφία για τον Α΄ Συριακό πόλεμο έχουν συγκεντρωθεί από τον Huss, W., Ägypten in hellenistischer Zeit (332-30 v. Chr.) (München 2001), σελ. 265, σημ. 84. Για τα γεγονότα του πολέμου βλ. του ιδίου, σελ. 265 κ.ε., 287, 270, 293 κ.ε. Holbl, G., Geschichte des Ptolemäerreiches. Politik, Ideologie und religiose Kultur von Alexander dem Grossenbis zur römischen Eroberung (Darmstadt 1994), σελ. 35 κ.ε.


4. Πρόκειται για τμήματα της Κιλικίας, της Παμφυλίας και της Ιωνίας, ίσως δε και της Καρίας, βλ. Huss, W., Ägypten in hellenistischer Zeit (332-30 v. Chr.) (München 2001), σελ. 270.


5. Πηγές και παλαιότερη βιβλιογραφία για το Β΄ Συριακό πόλεμο βρίσκονται συγκεντρωμένες στο έργο του Huss, W., Ägypten in hellenistischer Zeit (332-30 v. Chr.) (München 2001), σελ. 281. Αναλυτικά για τον πόλεμο βλ. του ιδίου, σελ. 281 κ.ε., 301· Holbl, G., Geschichte des Ptolemäerreiches. Politik, Ideologie und religiöse Kultur von Alexander dem Grossen bis zur römischen Eroberung (Darmstadt 1994), σελ. 41 κ.ε., 46· Buraselis, K., Das Hellenistische Makedonien und die Ägäis: Forschungeσn zur Politik des Kassandros und der drei ersten Antigoniden(Antigonos Monophthalmos, Demetrios Poliorketes und Antigonos Gonatas) im Ägäischen Meer und in Westkleinasien (München 1982), σελ. 160 κ.ε. Gehrke, H.J., Ιστορία του Ελληνιστικού κόσμου, Χανιώτης, Α. (μτφρ.) (Αθήνα 2000), σελ. 153 κ.ε., 286.


6. Ο Πτολεμαίος υποχρεώθηκε να καταβάλει στον Αντίοχο μεγάλα χρηματικά ποσά, τα οποία δεν παρουσιάστηκαν ως πολεμική αποζημίωση αλλά ως προίκα της Βερενίκης, βλ. Huss, W., Ägypten in hellenistischer Zeit (332-30 v. Chr.) (München 2001), σελ. 287.


7. Πηγές και παλαιότερη βιβλιογραφία για τον Γ΄ Συριακό πόλεμο έχουν συγκεντρωθεί στο Huss, W., Ägypten in hellenistischer Zeit (332-30 v. Chr.) (München 2001), σελ. 338 κ.ε, σημ. 1. Αναλυτική παρουσίαση των εξελίξεων: του ιδίου, σελ. 338 κ.ε., 427 κ.ε., 431 κ.ε. Βλ. Επίσης Holbl, G., Geschichte des Ptolemäerreiches. Politik, Ideologie und religiose Kultur von Alexander dem Grossen bis zur römischen Eroberung (Darmstadt 1994), σελ. 46 κ.ε., 272· Buraselis, K., Das Hellenistische Makedonien und die Ägäis: Forschungeσn zur Politik des Kassandros und der drei ersten Antigoniden (Antigonos Monophthalmos, Demetrios Poliorketes und Antigonos Gonatas) im Ägäischen Meer und in Westkleinasien (München 1982), σελ. 170 κ.ε., ιδ. σελ. 172 κ.ε.


8. Στην πτολεμαϊκή εξουσία περιήλθαν τμήμα της Κιλικίας, η Παμφυλία, διάφορες πόλεις της Καρίας, η Ιωνία και –πιθανότατα– ορισμένες πόλεις της Τρωάδας και της ανατολικής ακτής του Ελλησπόντου, βλ. Huss, W., Ägypten in hellenistischer Zeit (332-30 v. Chr.) (München 2001), σελ. 427 κ.ε., 431 κ.ε.


9. Πηγές και παλαιότερη βιβλιογραφία για τον Δ' Συριακό πόλεμο έχουν συγκεντρωθεί στο Huss, W., Ägypten in hellenistischer Zeit (332-30 v. Chr.) (München 2001), σελ. 386, σημ. 1. Αναλυτική παρουσίαση των εξελίξεων: του ιδίου, σελ. 386 κ.ε., 409, 415, 444· Holbl, G., Geschichte des Ptolemäerreiches. Politik, Ideologie und religiöse Kultur von Alexander dem Grossen bis zur römischen Eroberung (Darmstadt 1994), σελ. 113 κ.ε.


10. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές η επίθεση του Αντιόχου προκλήθηκε και από την πολιτική των Πτολεμαίων οι οποίοι υποστήριζαν το σφετεριστή της σελευκιδικής εξουσίας στη Μικρά Ασία Αχαιό. Η συνεργασία Πτολεμαίων και Αχαιού τεκμηριώνεται μόνο κατά τη διάρκεια του Δ΄ Συριακού πολέμου, είναι όμως πιθανό η προσέγγισή τους να χρονολογείται σε πρωιμότερη εποχή. Τη σχετική βιβλιογραφία συγκεντρώνει ο Gehrke, H.J., Ιστορία του Ελλινιστικού κόσμου, Χανιώτης, Α. (μτφρ.) (Αθήνα 2000), σελ. 166, 295· Holbl, G., Geschichte des Ptolemäerreiches. Politik, Ideologie und religiöse Kultur von Alexander dem Grossen bis zur römischen Eroberung (Darmstadt 1994), σελ. 112 κ.ε.


11. Πηγές και παλαιότερη βιβλιογραφία για τον E΄ Συριακό πόλεμο έχουν συγκεντρωθεί στο Huss, W., Ägypten in hellenistischer Zeit (332-30 v. Chr.) (München 2001), σελ. 489, σημ. 1. Αναλυτικότερα για τις εξελίξεις, βλ. του ιδίου, σελ 489 κ.ε. Holbl, G., Geschichte des Ptolemäerreiches. Politik, Ideologie und religiöse Kultur von Alexander dem Grossen bis zur römischen Eroberung (Darmstadt 1994), σελ. 121 κ.ε. Την εποχή του ΣΤ΄ Συριακού πολέμου οι πτολεμαϊκοί διπλωματικοί κύκλοι διατείνονταν ότι η Κοίλη Συρία είχε εκχωρηθεί στο πτολεμαϊκό βασίλειο ως προίκα της Κλεοπάτρας Α΄ κατά την επιγαμία των δύο βασιλικών οίκων, βλ. Holbl, G., ό.π., σελ. 131.


12. Πηγές και παλαιότερη βιβλιογραφία για τον ΣΤ΄ Συριακό πόλεμο έχουν συγκεντρωθεί στο Huss, W., Ägypten in hellenistischer Zeit (332-30 v. Chr.) (München 2001), σελ. 544, σημ. 49. Αναλυτικότερα για τις εξελίξεις, βλ. Huss, W., ό.π., σελ. 544 κ.ε. Holbl, G., Geschichte des Ptolemäerreiches. Politik, Ideologie und religiöse Kultur von Alexander dem Grossen bis zur römischen Eroberung (Darmstadt 1994), σελ. 130 κ.ε., 273.




1. Η βαθύτερη αιτία των πολέμων
Συριακοί πόλεμοι καλούνται από τη νεότερη έρευνα 6 πόλεμοι μεταξύ των Σελευκιδών και των Πτολεμαίων για την κατοχή της λεγόμενης «Κοίλης Συρίας», η οποία περιλάμβανε τη νότια Συρία και μέρος ή ολόκληρη τη Φοινίκη. Η περιοχή αυτή είχε τεράστια στρατηγική σημασία κυρίως για τους Πτολεμαίους, διότι μπορούσε να αποτελέσει εφαλτήριο για εχθρικές επιθέσεις εναντίον της πτολεμαϊκής Κύπρου και της Αιγύπτου. Εξάλλου, οι πόλεις της Φοινίκης ήταν εξέχουσας σημασίας ναυτικές βάσεις, ενώ τα πλούσια δάση της περιοχής με τους περίφημους κέδρους του Λιβάνου παρείχαν άφθονη ξυλεία για τη ναυπήγηση στόλου. Παράλληλα, ως σημαίνοντα εμπορικά κέντρα οι πόλεις αυτές παρείχαν τεράστια οικονομικά οφέλη στον εκάστοτε κυρίαρχό τους.1 Η Κοίλη Συρία ήταν δορίκτητος γη τουΠτολεμαίου Α΄, ο οποίος την κατέλαβε το 319/318 π.Χ. Παρ’ όλα αυτά οι Σελευκίδες θεωρούσαν ότι η περιοχή τούς ανήκε δικαιωματικά, προβάλλοντας ως επιχείρημα το γεγονός ότι το 314 π.Χ. την είχε καταλάβει ο Αντίγονος Μονόφθαλμοςκαι ισχυριζόμενοι ότι εκείνοι ήταν οι νόμιμοι διάδοχοί του στις περιοχές της Ασίας που εκτείνονταν στα ανατολικά του όρους Ταύρος.2
2. Α΄ Συριακός πόλεμος
Αιτία του Α΄ Συριακού πολέμου3 (274-273/272 π.Χ.), γνωστός και ως Καρικός Πόλεμος, ήταν προφανώς οι βλέψεις που είχαν για την Αίγυπτο ο Σελευκίδης Αντίοχος Α΄ και ο βασιλιάς της Κυρήνης Μάγας. Οι επιχειρήσεις των συνασπισμένων εχθρών της Αιγύπτου απέτυχαν λόγω κακού συντονισμού και περισπασμού από προβλήματα στο εσωτερικό των βασιλείων τους. Ο Πτολεμαίος Β΄ όχι μόνο διατήρησε την Κοίλη Συρία, αλλά κατέκτησε και περιοχές της δυτικής και νότιας Μικράς Ασίας.4
3. Β΄ Συριακός πόλεμος
Ο Β΄ Συριακός πόλεμος5 (περίπου 259-253 π.Χ.) προκλήθηκε πιθανότατα από τη δράση του ομώνυμου γιου και συμβασιλέα του Πτολεμαίου Β΄ στη δυτική Μικρά Ασία, όπου φαίνεται ότι κατέλαβε τη Μίλητο και την Έφεσο. Η επίθεσή του προκάλεσε την κινητοποίηση του Σελευκίδη Αντιόχου Β΄, με τον οποίο συντάχθηκαν οι μέχρι πρότινος σύμμαχοι των Πτολεμαίων, οι Ρόδιοι, και ο βασιλιάς της ΜακεδονίαςΑντίγονος Γονατάς. Έπειτα από δύο διαδοχικές ήττες σε ναυμαχίες η πτολεμαϊκή θαλασσοκρατία στο Αιγαίο κατέρρευσε τερματίζοντας το πτολεμαϊκό προτεκτοράτο στοκοινό των Νησιωτών. Παράλληλα, ο Αντίοχος Β΄ ανέκτησε όχι μόνο τη Μίλητο και την Έφεσο, αλλά και παλαιότερες σελευκιδικές κτήσεις στην Κιλικία και την Παμφυλία. Οι εξελίξεις στο μέτωπο της Κοίλης Συρίας δε μας είναι γνωστές. Η ειρήνη μεταξύ Σελευκιδών και Πτολεμαίων επισφραγίστηκε με το γάμο της κόρης του Πτολεμαίου Β΄ Βερενίκης με τον Αντίοχο Β΄, ο οποίος χώρισε γι' αυτό το λόγο την πρώτη του γυναίκα Λαοδίκη.6
4. Γ΄ Συριακός ή Λαοδίκειος πόλεμος 
Η δυσαρέσκεια των Πτολεμαίων για τους όρους της συνθήκης, ίσως και η επιθυμία του Αντιόχου Β΄ να εκμεταλλευθεί το θάνατο του Πτολεμαίου Β΄ το 246 π.Χ., οδήγησε σε νέες πολεμικές προετοιμασίες, οι εχθροπραξίες όμως άρχισαν αμέσως μετά το θάνατο του Αντιόχου Β΄ το ίδιο έτος, με αφορμή τη διαδοχή στο σελευκιδικό θρόνο. Η πρώτη γυναίκα του Αντιόχου Λαοδίκη, από την οποία πήρε το όνομά του ο Γ΄ Συριακός ή Λαοδίκειος πόλεμος7 (246-242/241 π.Χ.), φρόντισε να ανακηρυχθεί βασιλιάς ο μεγαλύτερος γιος της Σέλευκος Β΄. Η Βερενίκη, για να υποστηρίξει τα δικαιώματα του δικού της γιου, κάλεσε σε βοήθεια τον αδελφό της και νέο μονάρχη της Αιγύπτου Πτολεμαίο Γ΄, δίνοντάς του το πρόσχημα να εισβάλει στο σελευκιδικό κράτος. Η ίδια και ο γιος της δολοφονήθηκαν με εντολή της Λαοδίκης, ο Πτολεμαίος όμως κατάφερε να προελάσει μέχρι την καρδιά του σελευκιδικού κράτους στη Μεσοποταμία, από όπου σύντομα αποχώρησε. Με το τέλος του Γ΄ Συριακού πολέμου είχε επανεδραιωθεί η πτολεμαϊκή επικυριαρχία στην ανατολική ακτή της Μεσογείου, με κέντρο βάρους ένα τμήμα της συροπαλαιστινιακής ακτής και εκτεταμένες περιοχές της νότιας και δυτικής Μικράς Ασίας.8
5. Δ΄ Συριακός πόλεμος
Αιτία του Δ΄ Συριακού πολέμου9 (221-217 π.Χ.) ήταν η βούληση του Σελευκίδη βασιλιά Αντιόχου Γ΄ να αποκαταστήσει το σελευκιδικό κράτος την έκταση που είχε την εποχή του ιδρυτή της σελευκιδικής δυναστείας Σελεύκου Α΄.10 Η πολεμική αντιπαράθεση εστιάστηκε στην περιοχή της Κοίλης Συρίας και κρίθηκε υπέρ του Πτολεμαίου Δ΄, ο οποίος διατήρησε τη διαφιλονικούμενη περιοχή με εξαίρεση πιθανόν την πόλη Σελεύκεια της Πιερίας.
6. Ε΄ Συριακός πόλεμος
Μετά το θάνατο του Πτολεμαίου Δ΄ το 204 π.Χ. το πτολεμαϊκό βασίλειο περιήλθε σε κατάσταση πολιτικής αδυναμίας, καθώς ο διάδοχος Πτολεμαίος Ε΄ ήταν ακόμη ανήλικος και οι πανίσχυροι αυλικοί του έριζαν για την ανάληψη της αντιβασιλείας. Εκμεταλλευόμενοι τις συνθήκες αυτές ο Σελευκίδης Αντίοχος Γ΄ και ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Ε΄ φαίνεται ότι ήρθαν σε μυστική συμφωνία για τη διανομή μεταξύ τους των πτολεμαϊκών κτήσεων. Έχοντας εξασφαλίσει την ουδετερότητα του Μακεδόνα βασιλιά ο Αντίοχος Γ΄ επιτέθηκε στην Κοίλη Συρία περίπου το 202 π.Χ. και ολοκλήρωσε την κατάληψή της το 198 π.Χ. Η περιοχή παρέμεινε σελευκιδική και μετά το γάμο της κόρης του Αντιόχου Γ΄ Κλεοπάτρας Α΄ με τον Πτολεμαίο Ε΄, που επισφράγισε την ειρήνη του 195/194 π.Χ.11
7. ΣΤ΄ Συριακός πόλεμος
Μετά το θάνατο του Πτολεμαίου Ε΄ (180 π.Χ.) οι επίτροποι του ανήλικου διαδόχου Πτολεμαίου ΣΤ΄ που ασκούσαν την εξουσία στην Αίγυπτο ως αντιβασιλείς αποφάσισαν την ανακατάληψη της Κοίλης Συρίας. Τα σχέδιά τους διέρρευσαν, προκαλώντας την αιφνιδιαστική επέμβαση του ΣελευκίδηΑντιόχου Δ΄ στην Αίγυπτο και τον ΣΤ΄ Συριακό πόλεμο12(170-168 π.Χ.). Εκτός από την προάσπιση της Κοίλης Συρίας στόχος του Αντιόχου ήταν πιθανότατα και η ανάληψη της αντιβασιλείας στην Αίγυπτο για λογαριασμό του ανιψιού του Πτολεμαίου ΣΤ΄. Η πλάστιγγα της πολεμικής αναμέτρησης έγερνε σαφώς προς το μέρος του Αντιόχου, ο οποίος κατέλαβε την Αίγυπτο με εξαίρεση την Αλεξάνδρεια, αλλά η επέμβαση της Ρώμης για την προάσπιση της ακεραιότητας του πτολεμαϊκού βασιλείου έκρινε αποφασιστικά την έκβαση του πολέμου. Η ταπεινωτική συμμόρφωση του Αντιόχου Δ΄ με την εντολή μιας ρωμαϊκής πρεσβείας να αποχωρήσει από την Αίγυπτο μαρτυρεί τη δύναμη και το ρυθμιστικό ρόλο της Ρώμης στις υποθέσεις των ελληνιστικών βασιλείων, που είχαν εισέλθει οριστικά και αμετάκλητα στη σφαίρα επιρροής της.




1. Για τη σημασία της περιοχής αυτής βλ. Διόδ. Σ. 18.43· Αππ., Συρ. 52· Buraselis, K., Das Hellenistische Makedonien und die Ägäis: Forschungen zur Politik des Kassandros und der drei ersten Antigoniden (Antigonos Monophthalmos, Demetrios Poliorketes und Antigonos Gonatas) im Ägäischen Meer und in Westkleinasien (München 1982), σελ. 39 κ.ε., σημ. 5.
2. Για τη σχετική επιχειρηματολογία και την ερμηνεία της βλ. Huss, W., Ägypten in hellenistischer Zeit (332-30 v. Chr.) (München 2001), σελ. 386 κ.ε. και σημ. 6.
3. Πηγές και παλαιότερη βιβλιογραφία για τον Α΄ Συριακό πόλεμο έχουν συγκεντρωθεί από τον Huss, W., Ägypten in hellenistischer Zeit (332-30 v. Chr.) (München 2001), σελ. 265, σημ. 84. Για τα γεγονότα του πολέμου βλ. του ιδίου, σελ. 265 κ.ε., 287, 270, 293 κ.ε. Holbl, G., Geschichte des Ptolemäerreiches. Politik, Ideologie und religiose Kultur von Alexander dem Grossen bis zur römischen Eroberung (Darmstadt 1994), σελ. 35 κ.ε.
4. Πρόκειται για τμήματα της Κιλικίας, της Παμφυλίας και της Ιωνίας, ίσως δε και της Καρίας, βλ. Huss, W., Ägypten in hellenistischer Zeit (332-30 v. Chr.) (München 2001), σελ. 270.
5. Πηγές και παλαιότερη βιβλιογραφία για το Β΄ Συριακό πόλεμο βρίσκονται συγκεντρωμένες στο έργο του Huss, W., Ägypten in hellenistischer Zeit (332-30 v. Chr.) (München 2001), σελ. 281. Αναλυτικά για τον πόλεμο βλ. του ιδίου, σελ. 281 κ.ε., 301· Holbl, G., Geschichte des Ptolemäerreiches. Politik, Ideologie und religiöse Kultur von Alexander dem Grossen bis zur römischen Eroberung (Darmstadt 1994), σελ. 41 κ.ε., 46· Buraselis, K., Das Hellenistische Makedonien und die Ägäis: Forschungeσn zur Politik des Kassandros und der drei ersten Antigoniden (Antigonos Monophthalmos, Demetrios Poliorketes und Antigonos Gonatas) im Ägäischen Meer und in Westkleinasien (München 1982), σελ. 160 κ.ε. Gehrke, H.J.,Ιστορία του Ελληνιστικού κόσμου, Χανιώτης, Α. (μτφρ.) (Αθήνα 2000), σελ. 153 κ.ε., 286.
6. Ο Πτολεμαίος υποχρεώθηκε να καταβάλει στον Αντίοχο μεγάλα χρηματικά ποσά, τα οποία δεν παρουσιάστηκαν ως πολεμική αποζημίωση αλλά ως προίκα της Βερενίκης, βλ. Huss, W., Ägypten in hellenistischer Zeit (332-30 v. Chr.) (München 2001), σελ. 287.
7. Πηγές και παλαιότερη βιβλιογραφία για τον Γ΄ Συριακό πόλεμο έχουν συγκεντρωθεί στο Huss, W., Ägypten in hellenistischer Zeit (332-30 v. Chr.) (München 2001), σελ. 338 κ.ε, σημ. 1. Αναλυτική παρουσίαση των εξελίξεων: του ιδίου, σελ. 338 κ.ε., 427 κ.ε., 431 κ.ε. Βλ. Επίσης Holbl, G., Geschichte des Ptolemäerreiches. Politik, Ideologie und religiose Kultur von Alexander dem Grossen bis zur römischen Eroberung (Darmstadt 1994), σελ. 46 κ.ε., 272· Buraselis, K., Das Hellenistische Makedonien und die Ägäis: Forschungeσn zur Politik des Kassandros und der drei ersten Antigoniden(Antigonos Monophthalmos, Demetrios Poliorketes und Antigonos Gonatas) im Ägäischen Meer und in Westkleinasien (München 1982), σελ. 170 κ.ε., ιδ. σελ. 172 κ.ε.
8. Στην πτολεμαϊκή εξουσία περιήλθαν τμήμα της Κιλικίας, η Παμφυλία, διάφορες πόλεις της Καρίας, η Ιωνία και –πιθανότατα– ορισμένες πόλεις της Τρωάδας και της ανατολικής ακτής του Ελλησπόντου, βλ. Huss, W., Ägypten in hellenistischer Zeit (332-30 v. Chr.)(München 2001), σελ. 427 κ.ε., 431 κ.ε.
9. Πηγές και παλαιότερη βιβλιογραφία για τον Δ' Συριακό πόλεμο έχουν συγκεντρωθεί στο Huss, W., Ägypten in hellenistischer Zeit (332-30 v. Chr.) (München 2001), σελ. 386, σημ. 1. Αναλυτική παρουσίαση των εξελίξεων: του ιδίου, σελ. 386 κ.ε., 409, 415, 444· Holbl, G., Geschichte des Ptolemäerreiches. Politik, Ideologie und religiöse Kultur von Alexander dem Grossen bis zur römischen Eroberung (Darmstadt 1994), σελ. 113 κ.ε.
10. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές η επίθεση του Αντιόχου προκλήθηκε και από την πολιτική των Πτολεμαίων οι οποίοι υποστήριζαν το σφετεριστή της σελευκιδικής εξουσίας στη Μικρά Ασία Αχαιό. Η συνεργασία Πτολεμαίων και Αχαιού τεκμηριώνεται μόνο κατά τη διάρκεια του Δ΄ Συριακού πολέμου, είναι όμως πιθανό η προσέγγισή τους να χρονολογείται σε πρωιμότερη εποχή. Τη σχετική βιβλιογραφία συγκεντρώνει ο Gehrke, H.J., Ιστορία του Ελλινιστικού κόσμου, Χανιώτης, Α. (μτφρ.) (Αθήνα 2000), σελ. 166, 295· Holbl, G.,Geschichte des Ptolemäerreiches. Politik, Ideologie und religiöse Kultur von Alexander dem Grossen bis zur römischen Eroberung (Darmstadt 1994), σελ. 112 κ.ε.
11. Πηγές και παλαιότερη βιβλιογραφία για τον E΄ Συριακό πόλεμο έχουν συγκεντρωθεί στο Huss, W., Ägypten in hellenistischer Zeit (332-30 v. Chr.) (München 2001), σελ. 489, σημ. 1. Αναλυτικότερα για τις εξελίξεις, βλ. του ιδίου, σελ 489 κ.ε. Holbl, G., Geschichte des Ptolemäerreiches. Politik, Ideologie und religiöse Kultur von Alexander dem Grossen bis zur römischen Eroberung (Darmstadt 1994), σελ. 121 κ.ε. Την εποχή του ΣΤ΄ Συριακού πολέμου οι πτολεμαϊκοί διπλωματικοί κύκλοι διατείνονταν ότι η Κοίλη Συρία είχε εκχωρηθεί στο πτολεμαϊκό βασίλειο ως προίκα της Κλεοπάτρας Α΄ κατά την επιγαμία των δύο βασιλικών οίκων, βλ. Holbl, G., ό.π., σελ. 131.

12. Πηγές και παλαιότερη βιβλιογραφία για τον ΣΤ΄ Συριακό πόλεμο έχουν συγκεντρωθεί στο Huss, W., Ägypten in hellenistischer Zeit (332-30 v. Chr.) (München 2001), σελ. 544, σημ. 49. Αναλυτικότερα για τις εξελίξεις, βλ. Huss, W., ό.π., σελ. 544 κ.ε. Holbl, G., Geschichte des Ptolemäerreiches. Politik, Ideologie und religiöse Kultur von Alexander dem Grossen bis zur römischen Eroberung (Darmstadt 1994), σελ. 130 κ.ε., 273.

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016

" ΜΑΡΚΟ"







ένα ποίημα του Ζαχαρία Σώκου για τον Μάρκο Μέσκο


Μ Α Ρ Κ Ο

Ω, Μάρκο  Μέσκο, ω, Μάρκο Μέσκο
θα ‘ταν  αστείο να πω
πως  πρόλαβα  τον  Μάρκο  Κράλλη,
τον πιο αδύνατο του λόχου της δοξασμένης  Μεραρχίας
και  τον  πληγωμένο  εχτρό του,
πριν  το  αιμοβόρο  ένστικτο
τα  ματωμένα  νύχια  του αγριμιού
τους  πνίξει  στο  ποτάμι.

Όμως  Μάρκο, το  βυζανιάρικο
της   κυρά – Δέσπως
και  τα’ άλλα τα παιδιά
πήραν  τη  λέξη  του  πληγωμένου  εχτρού,
που  φώναζε  ειρήνη,
την  είπαν  έφηβοι  το  ’63
την  κάνανε  ψωμί  κι  ελευθερία  το  ‘73
κι  ύστερα
με  πέλματα  της  βαρβαρότητας
σιδέρωσαν  την  αθωότητά  τους,
κίτρινα  κάλαντα  η  νιότη  τους ,
και  σώθηκε  το  ψωμί  το  2013.

Λες  να  ‘φταιγε  ο  Φραγκίσκος  της  Ασίζης,
το  κακό  το  ριζικό  μας,
ο  ήλιος,  το  φεγγάρι,  οι  ακρογιαλιές,
οι  μάνες
που  βάφουν  γαλάζια  τα  μάτια  των  παιδιών  τους
και  τα  ποτίζουν έτσι  βουρκωμένους  ουρανούς.

Απάντηση   σ’  ότι  με  διάτεψες
αναζητώ  βρε  Μάρκο,
μ’ όλο το  σεβασμό,
σε  κείνο  το  κοινωνικό  και  ιστορικό
που  πρέπει  απαρέγκλιτα
να  μην  ξεχνώ  στα  ποιήματά  μου,
 και  λένε  τώρα  οι  πιο  νέοι  ποιητές
      ποιος  πούστης  άγγελος
      μου ‘δωσε  τρύπιο  φλασκί
      και  δεν  έχω  μια  στάλα  μελωδία.

Και  εγώ δεν έχω
που να κρατηθώ

καλέ μου.


*Ο Ζαχαρίας Σώκος είναι δημοσιογράφος και ποιητής.