Ἡ λέξη καρυωτακισμός χρησιμοποιήθηκε γιά πρώτη φορά σέ ἐκτενές ἄρθρο τοῦ Ἀντρέα Καραντώνη μέ τίτλο «Ἡ ἐπίδραση τοῦ Καρυωτάκη στούς νέους». [1] Ἐκεῖ ὁ, κατά Σαββίδη, «κάποτε ἐπίσημος κριτικός τῆς ὁμάδας τῶν Νέων Γραμμάτων», [2] ἀναφέρθηκε στούς «μαθητές»ἤ «μιμητήτές» τοῦ Καρυωτάκη. Κατά τή γνώμη τοῦ ἀρθρογράφου ἡ ἐπίδραση τοῦ Καρυωτάκη στούς ἐπίδοξους νέους ποιητές εἶχε ἀρνητικά ἀποτελέσματα. Γιά ποιό λόγο εἶχε τέτοια ἀποτελέσματα;
Διότι:
(α) «Ὅσο πιό μοντέρνος καί φανταχτερός ἀπό ἐξωτερική ἄποψη παρουσιάζετ᾿ ἕνας ἀληθινός ποιητής, ὅσο πιό πολύ ἐξαρτᾶ τήν ποιητική του μέθοδο ἀπό γλωσσικούς τρόπους μιᾶς φαινομενικά εὔκολης χρήσης, τόσο πιό ἀκριβά πληρώνουνε οἱ ὀπαδοί του καί οἱ συνεχιστές του τήν πρωτοτυπία του αὐτή, καθώς ἔχουνε ἰδανικό τους τήν οἰκειοποίηση καί τό ξεπέρασμα σ᾿ ἐξωτερικά γνωρίσματα τῆς αἰσθητικῆς πού θαυμάζουμε. Μοναδική περίπτωση τέτοιας ὁλέθριας ἐπίδρασης πού ἀχρήστεψε πνευματικά μιά ὁλόκληρη λεγεώνα νέων στιχουργῶν στάθηκε στήν ποίησή μας τό ἔργο τοῦ Καρυωτάκη». [3]
(β) «Ἄν ὅμως οἱ νέοι πού ἀκολουθήσανε τό παράδειγμα τοῦ Καρυωτάκη ἀμέσως μετά τήν αὐτοκτονία του καί πιστέψανε ἀφιλοσόφητα στή γονιμότητα τῆς καινούργιας αἰσθητικῆς, βασισμένης κυριώτατα στήν ἀσταμάτητη κλάψα καί στό ἀνακάτωμα δημοτικῆς καθαρεύουσας, βρίσουνε κάποια δικαιολογία στήν ψυχολογία τῆς στάσιμης ἐκείνης, δίχως νεῦρα, καί γιομάτης ἀπό νοσηρές ἀναθυμιάσεις ἐποχῆς -ἀπό τό 1928 δηλαδή ὥς τά 1931- τίποτα δέ δικαιολογεῖ τό σημερινό φανέρωμα ποιητῶν προσκολλημένων στόν καρυωτακισμό μέ μιά τόσο καθηστερημένη, διασκεδαστική κάποτε, μά πάντα καταστρεφτική ἀφέλεια, πολύ περισσότερο μάλιστα πού μήτε οἱ νέοι τῆς πρώτης περιόδου τοῦ Καρυωτακισμοῦ προσθέσανε τίποτα τό οὐσιαστικό στήν τέχνη τοῦ Καρυωτάκη ἤ ξετυλίξανε δημιουργικά τό προσωπικό τους ἔργο κάτω ἀπό τήν αἰσθητική ἐπίδραση τῆς καινούργιας σχολῆς.
»Τό ἔργο τοῦ Καρυωτάκη, ἔργο ἀληθινοῦ καλλιτέχνη, ἀντικαθρεφτίζει βέβαια καί διασώζει ποιητικά τόν ψυχισμό καί τόν κοινωνικό ξεπεσμό τῶν νέων μιᾶς χαλαρῆς, ἀνήθικης καί ἄρρωστης ἐποχῆς, μά μέ τήν καταθλιπτική ἐπίδραση πού ἐξάσκησε καί πού ἐξασκεῖ ἀκόμα ἐπάνω τους (ὄχι τόσο γιατί ἐπιβάλλει τό θαυμασμό ὅσο γιατί τούς παρασέρνει εὔκολα στή στιχουργία μέ τήν ξεγελαστικά πρόχειρη κι εὐκολομεταχείριστη αἰσθητική του) συνέχισε ἄγονα τήν ἀθλιότητα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καί παράτεινε τή φωνή τῆς ἀγωνίας της μέσα σέ μιά ἐποχή σάν τή σημερινή, πού τίποτα τό κοινό δέ ἔχει καί δέν πρέπει νά ἔχει μέ τά κλαψιάρικα, νευρασθενικά, ψευτορωμαντικά καί ὑπερατομιστικά ἰδανικά τῆς ἐποχῆς τοῦ Καρυωτάκη. Τίποτα πιό ἀστεῖο καί μαζί τίποτα πιό ἄθλιο ἀπό τό θέαμα ἑνός σημερινοῦ νέου πού κλαίει σπαραχτικά καί δοκιμάζει διάφορες πόζες αὐτοκτονίας ἐπειδή τόν λησμόνησε ἡ ἀγαπημένη του ἤ ἐπειδή ἔγινε «μύστης τῆς κοσμικῆς σοφίας» τόσο νέος ὥστε δέν τοῦ μένει πιά τίποτα νά ἐπιχειρήσει. Ἔτσι ὅποιος παρακολουθεῖ τίς ποιητικές ἐκδηλώσεις τῶν νέων θά παρατηρήσει πώς ὁ μοντερνισμός (!) πού ξεπήδησε ἀπό τήν ὁλότελα προσωπική ποίηση τοῦ Καρυωτάκη κρατώντας μόνο τά σχηματικά της γνωρίσματα, ἐνῶ χρεωκόπησε καί σάν κοινωνική ἀντίληψη καί σάν ἀτομική φιλοσοφία καί σάν Ἠθική καί σάν αἰσθητική μέθοδος, βρίσκει ἀκόμη ὀπαδούς καί συνεχιστές, πού ἑρμηνεύοντας κατά ἕναν ὀλέθριο, ἀντικαλλιτεχνικό καί ἀντιζωικό τρόπο τόν πολλαπλό ρόλο τοῦ Καρυωτάκη, ἐξακολουθοῦνε νά γράφουνε τά ποιήματά τους σά νά τούς τά ὑπαγορεύει τό φάντασμα τοῦ αὐτοχειριασμένου ποιτῆ.
»Τί εἴδους ἀξία, ὄχι μόνο αὐστηρά καλλιτεχνική, μά καί γενικότερα πνευματική καί ἠθική, μποροῦνε νά ἔχουνε τά τέτοια ποιήματα; Ὅλες τίς μορφές τῆς κακῆς καί τῆς ἀρνητικῆς τέχνης θά τίς διακρίνουμε σ᾿ αὐτά πού δέν εἶναι μόνο ἄθλια καλλιτεχνικά δημιουργήματα μά καταστρέφουνε κι ὅλας τήν ὀρθή ἀντίληψη τῶν νέων γιά ὅλα τά πνευματικά φαινόμενα τῆς ζωῆς καί τῆς τέχνης…» [4]
(γ) «Χειρονομίες ἐξεζητημένες, ποζές προμελετημένες, ἀποστήθιση, μίμηση, τυποποίηση ἀκαταστασία καί ἀρρυθμία, νά ἡ γλώσσα τῶν Καρυωτακικῶν ποιητῶν μας. Ἔφτασε ὀ Καρυωτάκης νά γράψει ἡ ἄνοιξις τοῦ χειμῶνος γιά νά δοθεῖ τό σύνθημα καί νά πάρει δρόμο τό κοπάδι κατά τά χέρσα χωράφια τῆς καθαρεύουσας. Ἔτσι οἱ μαθητές του ὄχι μόνο καθιερώσανε ἐμφαντικά σάν ἐπίσημη αἰσθητική ἀρχή τή γενική τῶν τριτόκλητων, μά γιά νά δειχτοῦνε ἀντάξιοι τῆς ἀρχῆς αὐτῆς πολτοποιήσανε τήν καθαρεύουσα καί κάτου ἀπό τά παχειά στρώματα τῆς πασπάλης της μισοθάψανε ζωντανή τή δημοτική μας γλώσσα».[5]
Σύμφωνα μέ τά παραπάνω ἀποσπάσματα -πέρα ἀπό τίς ἐκφραστικές ἀδεξιότητες, τίς λογικές ἀνακολουθίες καί τήν ἄγνοια τῆς σημασίας βασικῶν ἐννοιῶν πού παρουσιάζουν- καί σύμφωνα μέ τό πνεῦμα ὁλόκληρου τοῦ κειμένου, ὁ Καρυωτάκης εἶνα ἕνας ἄξιος ποιητής. Ὅμως, ἡ ποίησή του, «ἀντικαθεφτίζει καί διασώζει ποιητικά τόν ψυχικό καί τόν κοινωνικό ξεπεσμό νέων μιᾶς χαλαρῆς καί, ἀνήθικης καί ἄρρωστης ἐποχῆς». Μιᾶς ἐποχῆς «γιομάτης ἀπό νοσηρές ἀναθυμιάσεις». Παράλληλα, ὁ καρυωτακικός «μοντερνισμός» (!) τῶν μαθητῶν του εἶναι μιά χρεωκοπία «σάν κοινωνική ἀντίληψη καί σάν ἀτομική φιλοσοφία καί σάν ἠθική καί σάν αἰσθητική μέθοδος». Ἡ τωρινή ἐποχή, αὐτή πού γράφεται τό συγκεκριμένο ἄρθρο, δέν ἔχει «τίποτα τό κοινό» μέ «τά κλαψιάρικα, νευρασθενικά, ψευτορωμαντικά καί ὑπερατομιστικά ἰδανικά τῆς ἐποχῆς τοῦ Καρυωτάκη», ἔτσι «τίποτα δέ δικαιολογεῖ τό σημερινό φανέρωμα ποιητῶν προσκολλημένων στόν καρυωτακισμό». Ἄρα ἡ ριζική ἀλλαγή τῆς ἐποχῆς «-ἀπό τό 1928 ὥς τό 1931-» εἶναι ἕνας σοβαρός λόγος γιά τόν ὁποῖο οἱ μαθητές τοῦ Καρυωτάκη ἐλέγχονται γιά τήν ἀναχρονιστική προσκόλληση στή νοσηρή ἐποχή τοῦ Καρυωτάκη. Ἕνας δεύτερος λόγος εἶναι ἡ μίμηση τῶν ἐξωτερικῶν δεδομένων τῆς καρυωτακικῆς ποίησης. Κι ἕνας τρίτος λόγος εἶναι ἡ νοθεία τῆς δημοτικῆς γλώσσας μέ καθαρευουσιάνικα στοιχεῖα.
Παρατηρήσεις καί σχόλια.
α) Τό 1831, ὅταν ὁ Καραντώνης ἔγραφε τό βιβλίο Ὁ ποιητής Γιῶργος Σεφέρης, εἶχε μιλήσει γιά κακούς μιμητές ποιητῶν.
«Ὁ λυρισμός ἔγινε κοινό κτῆμα, κοινός τόπος γιά νά βόσκουν οἱ στιχουργοί μας τήν ἀναιμική φαντασία τους. […] Ἀλλά ποιά συγκίνηση μπορεῖ νά προκαλέσει μέσα μας ὁ ποιητής […] πού βλέπει τίς ἐλπίδες νά σβύνουν σάν τό λιόγερμα, πού ἀρχίζει πάντα μ᾿ ἕνα μελοδραματικό τώρα πιά πού…, συμβολίζοντας μέ τή φράση αὐτή τήν ἔλλειψη ψυχικῆς ζωντάνιας, κάθε αἰσθήματος ἐνεργοῦ, κάθε γεροῦ στοχασμοῦ. […]
»… Ὁ λυρισμός τοῦ Πορφύρα, τοῦ Μαλακάση, τοῦ Γρυπάρη, τοῦ Μαβίλη, πέρασε ἀπό τόσα στάδια μίμησης, ἀπό τόσα χωνευτήρια, ξαναδουλεύτηκε ἀπό τόσα χέρια, χρησιμοποιήθηκε γιά προζύμι τόσων ἐπίπλαστων ταλέντων, πού ἄν κάνουμε μιά καταμέτρηση τῶν νεοελλήνων ποιητῶν, θά βροῦμε χίλιους Πορφύρηδες, χίλιους Μαλακάσηδες, χίλιους Γρυπάρηδες,[6] μά κανένα καινούργιο ὄνομα πού νά σημαίνει ἕνα σταθμό καί νά χαράζει μιά ἀρχή.
»Γιά νά μή παρεξηγηθῶ, πρέπει νά πῶ πώς δέ λογαριάζω ἐδῶ τό Φιλύρα, τόν Καρυωτάκη, τήν Πολυδούρη, τόν Τέλλο Ἄγρα καί μερικούς ἄλλους πού ἔχουν γράψει ἀρκετούς στίχους μέ δικιά τους ὕπαρξη…»[7]
Καθώς εἶναι φανερό, τό 1931, ἄν καί εἶχε περάσει ἡ κρίσιμη (κατά Καραντώνη) τριετία 1928-1931, ὑπῆρχαν πολλοί νέοι μιμητές γνωστῶν ποιητῶν, ἀλλά ὄχι μιμητές τοῦ Καρυωτάκη. Ἀξιοπρόσεχτο εἶναι ἐπίσης τό γεγονός ὅτι οἱ μιμητές τῶν παραπάνω γνωστῶν ποιητῶν παρουσιάζουν γνωρίσματα πού, ἀργότερα, τό 1935, θά χρεωθοῦν στόνκαρυωτακισμό.
β) Σύμφωνα πάντα μέ τά γραφόμενα τοῦ Καραντώνη, ἀπό τό 1931 ὥς τό 1935, συγκριτικά μέ τήν προηγούμενη πενταετία ἤ ὀχταετία, ἄλλαξαν ριζικά οἱ ἐποχιακές συνθῆκες. Κατά τί ἄλλαξαν, ὡστόσο, δέν τό μαθαίνουμε. Πάνω σ᾿ αὐτό δέν μᾶς δίνεται κανένα στοιχεῖο. Ἁπλῶς λέγεται ἐμφαντικά ὅτι ἡ ἐποχή τοῦ 1935 «τίποτα τό κοινό δέν ἔχει» μέ τήν ἐποχή τοῦ Καρυωτάκη -ἔτσι ἀφοριστικά χωρίς ἄλλες πληροφορίες. Μά ἐδῶ πρόκειται γιά ἕνα κεφαλαιῶδες ζήτημα πού θέλει ἐξηγήσεις καί τεκμηρίωση: τί συνιστᾶ ἀκριβῶς αὐτή τή ριζική ἀλλαγή; Ὁ Αἰμίλιος Χουρμούζιος, πού πῆρε μέρος στήν περί καρυωτακισμοῦσυζήτηση, παρατήρησε ὅτι: «Ἡ ἐποχή τοῦ Καρυωτάκη καί ἡ ἐποχή μας (βρισκόμαστε στό 1936), σέ μιά λογική γραμμή συνέχειας (ἡ ὑπογράμμιση δική μου), εἶναι μιά ἐποχή ἄρνησης καί ὑποκειμενικῆς ἐπιστροφῆς γιά τούς ἀνήσυχους καί τούς ἀναζητοῦντας. Ἄν κέντρο καί πυρῆνας της γίνεται ἀλλοῦ ἡ καταστροφική ὀργή, ἀλλοῦ ἡ μακαβριότητα, παρέκει ἡ σάτυρα ἤ ὁ σαρκασμός εἶναι συμπτώματα κι ὄχι δημιουργικά κέντρα κνήματος στήν ποίηση. Εἶναι ἀρνητικῶς δημιουργικά μιᾶς ποιητικῆς ἀτμοσφαίρας μέ ὁρισμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα κ᾿ ἐπιβάλλονται γιατί εἶναι ἱστορικῶς ἀναπόφευκτα».[8]Ἐπανέρχομαι στή ριζική, τή χωρίς «τίποτα τό κοινό», διαφορά τῆς ἐποχῆς τοῦ 1935 ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Καρυωτάκη. Τί εἶχε ἀλλάξει ὥστε νά ὐπάρχει αὐτή ἡ ἀπόλυτη διαφορά; Οἱ συνέπειες τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς εἶχαν μηδενιστεῖ καί πιά ἡ Μεγάλη Ἰδέα ἦταν πάλι ἐθνικός στόχος; Ἡ πολιτική ἀστάθεια, μετά τήν ἀποκατάσταση τῆς μοναρχίας καί λίγο πρίν ἀπό τή δικτατορία τοῦ Μεταξᾶ, εἶχε βρεῖ τή λύση της;[9] Ἡ οἰκονομική δυσπραγία, μετά τούς συνεχεῖς, ἐξαντλητικούς, πολέμους καί τό μεταναστευτικό κύμα τοῦ μικρασιατικοῦ πληθυσμοῦ, εἶχε μεταβληθεῖ ξαφνικά σέ οίκονομική εὐφορία; Τί τό παραδείσιο εἶχε λοιπόν τό 1935 στγκριτικά μέ τήν ἐποχή τοῦ Καρυωτάκη; Τό 1935 ἦταν ἕνας μαῦρος χρόνος, ἀλλά καί ἡ προηγούμενη τριετία δέν ἦταν καθόλου καλύτερη.
γ) Ὁ δεύτερος λόγος γιά τόν ὁποῖο ἐλέγχονται, στό ἄρθρο τοῦ Καραντώνη, οἱ «μαθητές» τοῦ καρυωτάκη εἶναι ἡ μίμηση τῶν ἐξωτερικῶν γνωρισμάτων τοῦ καρυωτακικοῦ ἔργου. Ἐλέγχονται δηλαδή γιατί ἁπλῶς ποιητικίζουν χωρίς νά δημιουργοῦν δικό τους, προσωπικό ποιητικό ἔργο. Μ᾿ ἄλλα λόγια, αὐτό πού τούς καταλογίζεται εἶναι ἡ ποιητική τους ἀνεπάρκεια. Εἶναι γνωστό ὅτι ἀπό καταβολῆς ποίησης πολλοί ἐπίδοξοι ποιητές μένουν στό στάδιο τῆς μίμησης τῶν ποητικῶν εἰδώλων τους. Ἀπό ποιητική ἄποψη, ὅλοι αὐτοί ἀνήκουν στήν ἴδια κατηγορία, στήν κατηγορία τῶν μιμητῶν. Πράγμα πού σημαίνει ὅτι δέν ἔχει κανείς τό περιθώριο νά κάνει διακρίσεις μεταξύ τους, παρά, τό πολύ πολύ, ὡς πρός τό βαθμό τῆς μίμησης: περισσότερη ἤ λιγότερη. Πάντως ὅσοι μένουν στό στάδιο τῆς μίμησης, χωρίς νά εὐτυχίσουν νά πράξουν κάτι καλύτερο, πληρώνονται μέ τό τίμημα τῆς ἀποτυχίας. Θά μποροῦσε ἄραγε νά τούς ἐπιτιμήσει κανείς γιά τήν ἀποτυχία τους; Πῶς, ἀπό ποιά θέση, δυνάμει ποιᾶς ἀρχῆς θά μποροῦσε νά τό κάνει; Οἱ «μαθητές» τοῦ Καρυωτάκη ἔμειναν, κατά τόν Καραντώνη, στά ἐξωτερικά γνωρίσματα τοῦ ἔργου του. Ἔστω, ἀλλά αὐτό εἶναι μιά διαπίστωση ἡ ὁποία μένει νά τεκμηριωθεῖ· καί τοῦτο εἶναι τό ἅπαν πού μπορεῖ νά κάνει ἕνας κριτικός τῆς λογοτεχνίας. Στήν περίπτωση ὅμως τοῦ ἄρθρου στό ὁποῖο ἀναφέρομαι προκαλεῖ ἐντύπωση ἡ ἀναντιστοιχία πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στήν πράξη τῶν στιχουργῶν καί στό λόγο τοῦ ἀρθρογράφου. Ἐκεῖνοι προσπάθησαν καί ἀπέτυχαν –δέν ἦταν οὔτε οἱ πρῶτοι οὔτε οἱ τελευταῖοι πού τούς ἔτυχε τέτοιος κλῆρος, ἄξιζαν τουλάχιστο τήν ἀνοχή, μιά καί σέ καμιά περίπτωση δέν εἶχαν διαπράξει κάτι ἀξιόμεμπτο. Ὁ λόγος ἐντούτοις τοῦ ἀρθρογράφου ὑπῆρξε ὀξύς, ὀργισμένος καί ὑβριστικός, ἀγγίζοντας τά ὅρια τῆς ὑστερικῆς ἐπιθετικότητας: «πιστέψανε ἀφιλοσόφητα», «τίποτα πιό ἄθλιο», «ὀλέθριο καλλιτεχνικό τρόπο», «ἄθλια καλλιτεχνικά δημιουργήματα», «κλαψοπούλια τοῦ καρυωτακισμοῦ», «ἠθική μαλάκυνση», «ψυχική ἐξαθλίωση», «στολισμένοι μέ τά κουρέλια μιᾶς τεχνητῆς καί βιολογικῆς μηχανοποιημένης ἀπελπισιᾶς», «ὁ πρῶτος διαβάτης πού θά τούς συναντοῦσε θά τούς ἅρπαζε ἀπό τό γιακά καί θά τούς ὁδηγοῦσε ὁ ἴδιος στό λοιμοκαθαρτήριο», «πρόστυχη καί βρωμερή φρασεολογία» καί ἄλλα τέτοια. Μά γιατί πράγμα γίνεται λόγος ἐδῶ; Γιά νέους ἀνθρώπους πού ἀπέτυχαν νά δημιουργήσουν προσωπικό ποιητικό λόγο ἤ γιά ἐπικίνδυνους τύπους: ἀπατεῶνες, ἀγύρτες, κακοποιούς, ληστές, ἐγκληματίες;… Ἀπό ποῦ κι ὥς ποῦ τόσο μένος καί τόση χολή;
δ) Ὁ τρίτος λόγος γιά τόν ὁποῖο ἐλέγχονται οἱ «μαθητές» τοῦ Καρυωτάκη, εἶναι ἡ νοθεία τῆς δημοτικῆς γλώσσας μέ καθαρευουσιάνικα στοιχεῖα. Τό θέμα σηκώνει πολλή συζήτηση καί δέν πρόκειται νά ξανοιχτῶ ἐδῶ σ᾿ αὐτό τό πολυδιάστατο ζήτημα. Μπορῶ νά πῶ μονάχα πώς ἡ ἐποχή τοῦ 1935 εἶχε πίσω της τίς μετριοπαθεῖς δημοτικιστικές ἀπόψεις καί πρωτοβουλίες τοῦ Γλωσσικοῦ Ὁμίλου, σύμφωνα μέ τίς ὁποῖες ἡ ψυχαρική δημοτική θά ἔπρεπε νά βάλει κάμποσο νερό στό κρασί της. ἀπό τήν πλευρά αὐτή εἶναι μᾶλλον ἀναχρονιστική ἡ ὑποστήριξη τῆς «καθάριας» δημοτικῆς ἀπό τήν πλευρά τοῦ Καραντώνη. Πάντως ἡ γλωσσική συμπεριφορά τῶν μαθητευόμενων στόν Καρυωτάκη ἦταν πιά ἕνας κοινός τόπος. Τό εἶχε σημειώσει ὁ ἴδιος ὁ Καραντώνης τό 1931, χωρίς ἀναφορά τότε στόνκαρυωτακισμό: «Ἡ λυρική μας ποίηση μεταμορφώθηκε ὡς διά μαγείας, πλάτυνε τά σύνορά της κι ἔγινε μιά Διεθνής Πλάζ ἄς ποῦμε, μέ τήν εἰσαγωγή κάποιων καθαρευουσιάνικων ἐκφράσεων στή γλώσσα της […]. Μέ τό ἐξαίσιον, μέ τό ἐπίσημον, μέ τό λεπτόν, μέ τό φρικαλέον καί μέ ἄλλες παρόμοιες λέξεις, πού δίνουν τάχα τήν ὑπέρτατη χροιά μιᾶς αἰσθητικῆς ἀπολυτότητας, ἑνός ραφιναρισμένου λεπτοῦ λυρισμοῦ, δέ μεταμορφώνεται, δέν ξανανοιώνει ἡ ποίηση, καί τό κυριότερο, δέν πλάθονται μεγάλοιποιητές. Θά μᾶς ποῦν ἴσως πώς ‘‘αἰσθητικές ἀνάγκες’’, ἡ βαθμιαία ἀναμόρφωση τῆς νεοαστικῆς γλώσσας ἀπό γλώσσας χωριάτικης καί καθαρά λαϊκῆς σέ γλώσσα σαλονιοῦ, σέ γλώσσα πού ἀντιπροσωπεύει τό ἀκαθόριστο ἀνακάτωμα δημοττικῆς καί καθαρεύουσας ἀνάλογα μέ τό γοῦστο τοῦ καθενός καί μέ τήν ὄρεξη τῆς πρώτης κυρίας πού φιλολογεῖ, ἐπιβάλλουνε τό μεταχείρισμα τῆς καθαρεύουσας…»[10] Τίποτε νέο λοιπόν δέν ἀποτελοῦσε ἡ γλωσσική συμπεριφορά τῶν καρυωτακιστῶν, ἀφοῦ δέν ἦταν παρά γνώρισμα μιᾶς γενικότερης τάσης πού εἶχε προηγηθεῖ. Καί εἶναι φυσικό, ἡ χρέωση τώρα αὐτῆς τῆς γενικότερης τάσης στούς καρυωτακιστές μόνο, νά προκαλεῖ ἐρωτηματικά. Ἐρωτηματικά πού διπλασιάζονται, καθώς τό Σεπτέμβρη τοῦ 1935 κυκλοφόρησε ἡ Ὑψικάμινος τοῦ Ἀνδρέα Ἐμπειρίκου, σέ πλήρη καθαρεύουσα, καί τά ἰμάτια τοῦ «ἐπίσημου κριτικοῦ τῶνΝέων Γραμμάτων» ἔμειναν ἄθικτα. Ἄν ὀργιζόταν γιά τά κθαρεουσιάνικα στοιχεῖα τῶν καρυωτακικῶν στιχουργῶν, γιά τήν προκλητική καθαρεύουσα τῆς Ὑψικαμίνου τί ἔπρεπε νά κάνει; Δέν ἔπρεπε νά βγεῖ ἀπό τά ροῦχα του, δέν ἔπρεπε νά ἀναθεματίσει τή βέβηλη πράξη, δέν ἔπρεπε ν᾿ ἁρπάξει τό φραγγέλιο; Γιατί σώπασε καί δέν ἔκανε τίποτε; Καί ὄχι μόνο δέν ἔκανε τίποτε, μά σέ δυό χρόνια, τό 1937, δημοσίευσε στά Νέα Γράμματα σειρά ποιημάτων τοῦ καθαρευουσιάνου Ἐμπειρίκου. Βέβαια ἕνας προβληματισμένος κριτικός ὀφείλει νά ξέρει πώς δέν εἶναι δική του δουλειά νά καθορίζει τή γλώσσα πού χρησιμοποιοῦν οἱ ποιητές. Δική του ἁρμοδιότητα εἶναι νά κρίνει τήν ἐκφραστική ἤ ἐπάρκεια τῶν ποιητικῶν κειμένων καί περαν τούτου, γλωσσικῶς, οὐδέν. Ὅμως αὐτό εἶναι ἕνα ἄλλο ζήτημα καί δέν εῖναι τῆς ὥρας.
ε) Ὁ ἀρθρογράφος, γιά νά δείξει τήν ἀνάμιξη δημοτικῆς μέ τήν καθαρεύουσα, ἀλλά καί τήν ποιητική ἀποτυχία τῶν καρυωτακιστῶν, παραθέτει φράσεις ἀπό τά στιχουργήματά τους. Π.χ.: «Ὁ σκόρος ξέφτυσε τό ἀλαζονικόν ὕφος σου ἀπό τή φάτσα. Ὦ ἀπόψε αἰχμάλωτος σιωπῶ. Τό βῆμα μου τό ἁρμονικό τό τσάκισε ἡ σκληρότης. Τό ἔκπαγλό σουμεγαλεῖον. Ὅραμα στοχασμοῦ ἀναιδῶς γενναίου. Περνᾶνε βασιλεῖς ἐξωρισμένοι. Τοῦσύμπαντου ὁ σφυγμός» κ.λπ. [ Οἱ ὑπογραμμίσεις στό κείμενο.] Δέν ξέρουμε σέ ποιούς ἀνήκουν οἱ φράσεις αὐτές, γιατί δέν ἔχουμε παραπομπές στά κείμενα ἀπό τά ὁποῖα ἀποσπάστηκαν, ὥστε νά ἐλεγχθεῖ ἡ γνήσιότητά τους. Σίγουρα ὅμως θά μποροῦσε ὁ Καραντώνης νά βρεῖ σέ πρωτόλεια ποιητικά κέιμενα καί δείγματα χειρότερα ἀπό τά παραπάνω. Κι ἄν εἶχε ἀνάλογη πρόθεση, θά εὕρισκε περισσότερα καί πολύ χειρότερα δείγματα παλαμιστῶν σιχουργῶν ἤ ἀπομιμητῶν ἄλλων ποιητῶν. Αὐτά τά δείγματα δέν ἀποδείχνουν τίποτα. Τό νά ψάχνει κανείς στά στιχουργικά σκουπίδια γιά νά βρεῖ τί ἐπίδραση εἶχε ἕνας ποιητής στούς νεότερους δέν εἶναι ἁπλῶς κακή μέθοδος, εἶναι ἐπιπλέον καί δόλια πράξη. Γιατί τήν ἐπίδραση ἑνός ποιητῆ στούς νεότερους πρέπει νά τήν ἀναζητήσει κανείς ἀλλοῦ: ἐκεῖ πού στάθηκε γόνιμη, στούς ἀξιόλογους δηλαδή μαθητευόμενους στό συγκεκριμένο ποιητή. Σ’αὐτούς πού ἀφήνουν πίσω τους ἕνα κάποιο ὑπολογίσιμο ἔργο. Κι ἐδῶ ἀκριβῶς τό κείμενο τοῦ Καραντώνη παρουσιάζει περίεργο κενό. Ἀντί νά τεκμηριώσει τά λεγόμενά του παραπέμποντας σέ ὀνόματα καί ἔργα καρυωτακικῶν ποιητῶν, καταφεύγει, αὐτός ὁ λαλίστατος κατά τά ἄλλα, στή σιωπή. Καθώς ὁ δρόμος του τόν ὁδηγοῦσε ἐκεῖ, εἶχε ὅλη τήν εὐχέρεια νά τεκμηριώσει τά λεγόμενά του πάνω στό ἔργο, ὅσο ὑπῆρχε ἤδη, τῶν νέων ποιητῶν πού ἔφερναν σημάδια καρυωτακικῆς μαθητείας. Ἡ λεωφόρος τοῦ ἄρθρου του περνοῦσε ἀναγκαστικά ἀπό τό ἔργο αὐτῶν τῶν ποιητῶν. Παραδόξως, ὁ Καραντώνης ἔμεινε ἄγωνος, σάν νά μή γνώριζε ἤ σάν νά μήν ὑπῆρχαν τέτοι ποιητές. Σάν νά μή γνώριζε δηλαδή ἤ σάν νά μήν ὑπῆρχαν (μέ χρονολογική σειρά) ὁ Γιάννης Σκαρίμπας, ὁ Γιῶργος Κοτζιούλας, ὁ Γιάννης Ρίτσος, ὁ Νίκος Καββαδίας, ὁ Νικηφόρος βρεττάκος, ὁ Ἄρης Δικταῖος. Κι ἄν ἔβλεπε καλοπροαίρετα λίγο πιό πέρα ἀπό τή μύτη του, θά μποροῦσε νά διακρίνει τή φιγούρα τοῦ κοντινότερού του συντεχνιακά ποιητῆ: Τοῦ Γιώργου Σεφέρη. Ἡ δικαίωση τοῦ κειμένου τοῦ Καραντώνη περνοῦσε πάνω ἀπό τό ποιητικό σῶμα αὐτῶν τῶν ποιητῶν. Κι ἐδῶ, ἀκριβῶς, ὁ σφοδρός ἐπικριτής τοῦκαρυωτακισμοῦ ἀπέφυγε νά κάνει ὁποιαδήποτε μνεία.
Τό γεγονός ὅτι: α) Γνωρίσματα ἐπίδοξων ποιητῶν, τά ὁποῖα τό 1931 εἶχαν ἀποδοθεῖ σέ μιμήσεις μεταπαλαμικῶν ποιητῶν, ἀποδόθηκαν τό 1935 σέ καρυωτακικούς ποιητές. β) Ὁ ἰσχυρισμός πώς, ἡ μετά τό 1931 τετραετία δέν εἶχε «τίποτα τό κοινό» μέ τήν ἐποχή τοῦ Καρυωτάκη, ἀποτελοῦσε ψευδολογία. γ) Οἰ μαθητευόμενοι ποητές στόν Καρυωτάκη ἀντιμετωπίστηκαν μέ χολερικό μένος, γιά τό λόγο ὅτι οἱ προσπάθειές τους ἦταν ποιητικά ἀδόκιμες. Κάτι πού, σέ καμιά περίπτωση, δέν στοιχειωθετεῖ ἠθικό ἤ ἄλλης κατηγορίας παράπτωμα, ἐκτός ἀπό τό ὅτι οἱ ἄνθτωποι αὐτοί θά ἔμεναν ἔξω ἀπό «τῶν ἰδεῶν τήν πόλι». δ) καταλογίστηκε ἀνάρμοστη γλωσσική συμπεριφορά στούς καρυωτακικούς ποιητές, συμπεριφορά ἡ ὁποία εἶχε καταλογιστεῖ τό 1931 σέ μή καρυωτακικούς ποιητές. ε) Ὁ κριτικός χρησιμοποίησε στιχουργικά σκουπίδια γιά νά στηρίξει τή θέση του περί κακομεταχείρησης τῆς γλώσσας καί τῆς ποίησης ἀπό καρυωτακικούς ποιητές. Καί ταυτόχρονα ἀπέφυγε οἱαδήποτε ἀναφορά σέ συγκεκριμένους μαθητές τοῦ Καρυωτάκη. Τό γεγονός λοιπόν ὅτι τά στοιχεῖα αὐτά ἀφοροῦν τό κείμενο τοῦ Καραντώνη μᾶς ἐπιτρέπει νά σκεφτοῦμε ὅτι ἔχουμε νά κάνουμε μ᾿ ἕνα κείμενο κατευθυνόμενο. Γραμμένο δηλαδή ὄχι γιά ὑποστηρίξει μιά ἰδέα ἤ νά ἀποκαλύψει ἤ ἔστω νά τονίσει μιά ἀλήθεια, ἀλλά γιά νά δυσφημίσει ὁρισμένη εὔνοια μαθητευόμενων ποιητῶν: τήν εὔνοια πού ἔδειχναν οἱ μαθητευόμενοι ποιητές στό ἔργο τοῦ Καρυωτάκη. Στό ἔργο δηλαδή τοῦ ποιητῆ πού ἦταν δημοφιλέστερος , ἐκεῖνα τά χρόνια, ἀνάμεσα στούς νέους ποιητές.
Ἡ ἔννοια τῆς δυσφήμισης προκύπτει ἐδῶ ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ μαθητεία νέων ποιητῶν, εὐδόκιμη ἤ μή, σέ ἄξιους περσβύτερους συνιστᾶ μιά καθ᾿ ὅλα ἀθώα πράξη. Μιά πράξη πού ἀποβλέπει στήν ποιητική ἐκπαίδευση καί δέν ἔχει τίποτα ἀπολύτως τό ἀθέμιτο. Τό νά κατηγορεῖ κανείς, μέ βαριές φράσεις, μαθητευόμενους ποιητές σέ ὁρισμένο ποιητικό ἔργο ἀποτελεῖ παγκόσμια πρωτοτυπία. Δέν ξέρω καί δέν πιστεύω νά ἔχει ξαναγίνει κάτι τέτοιο πουθενά στόν κόσμο. Ἀλίμονο ἄν ἀπαγορεύαμε στούς νέους ποιητές νά μαθητεύουν ἐλεύθερα σέ ὁποιοδήποτε ποιητικό ἔργο συμβαίνει νά τραβάει τό ἐνδιαφέρον τους. Ἀστυνομικά μέτρα δέ χωροῦν σέ καμιά πνευματική δραστηριότητα, οὔτε φυσικά στίς μαθητεῖες τῶν νέων ποιητῶν.
Τό ἄρθρο τοῦ Καραντώνη, καθώς ἐλέγχεται πολλαπλῶς, θά ἦταν δυνατό, σέ περιβάλλον ὑψηλῆς πνευματικῆς στάθμης καί ἠθικῆς εὐαισθησίας, νά προκαλέσει ἀντιδράσεις. Ἄν, λ.χ., δημοσιευόταν σ᾿ ἕνα ἀπό τά σημαντικότερα περιοδικά τοῦ Παρισιοῦ, τοῦ Λονδίνου ἤ ἀνάλογου πολιτισμικοῦ κέντρου, δύσκολα θά περνοῦσε ἡ θέση του χωρίς νά κινητοποιήσει τά ἀντανακλαστικά τῆς πνευματικῆς κοινότητας. Ἰδιαίτερα θά καταλογιζόταν στόν ἀρθρογράφο ὅτι, παρ᾿ ὅλο τό καταγγελτικό μένος του, ἄφηνε ὁλωσδιόλου ἀτεκμηρίωτους τούς ἰσχυρισμόυς του. Θά τοῦ καταλογιζόταν ἐπίσης ὅτι ἔπεφτε σέ ἀντιφάσεις. Κι ἀκόμα ὅτι, ἀναφορικά μέ τήν «ἀθλιότητα τῆς ἐποχῆς», ψευοδολοῦσε. Κυρίως ὅμως θά τοῦ καταλογιζόταν ὅτι μέ τό ἄρθρο του μειοδοτοῦσε στο θέμα τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας. Ὅτι δέν εἶναι δυνατό νά ἐλέγχονται μαθητευόμενοι ποιητές ἐπειδή δείχνουν προτίμηση στό ἔργο ὁρισμένου ποιητῆ ὅποιος κι ἄν εἶναι αὐτός ὁ ποιητής. Οἱ μαθητευόμενοι ποιητές εἶναι ἐλεύθεροι νά μαθητεύουν σέ ὅποιους ἐκεῖνοι προκρίνους ὡς δασκάλους τους, εἴτε συμβαίνει νά τούς μιμοῦνται εἴτε νά τούς ἀφομοιώνουν δημιουργικά. Αὐτό τό δικαίωμα δέν μπορεῖ νά τούς τό ἀρνηθεῖ κανείς. Κι εἶναι κεφαλαιῶδες ζήτημα νά μήν ὑπάρχει ἐδῶ ἡ παραμικρή ἀμφισβήτηση. Γιατί ἀλλιῶς ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος νά περάσουν στό χῶρο τῆς λογοτεχνίας καί γενικότερα τοῦ πνεύματος ἀστυνομικές, δηλαδή ἀνελεύθερες, τάσεις. Τό κείμενο τοῦ Καραντώνη εἶναι ὁλοφάνερα ἕνα κείμενο ἐτσιθελικό, κείμενο δηλαδή πού διέπεται ἀπό αὐταρχικό πνεῦμα.
Μολαταῦτα, στήν Ἀθήνα τοῦ 1935, ἄν ἐξαιρέσουμε μιά χλιαρή ἀντίδραση τοῦ Αἰμίλιου Χουρμούζιου τόν ἑπόμενο χρόνο, δέν εἴχαμε ἀρνητικές ἀντιδράσεις στό συγκεκριμένο ἄρθρο. Ἀντανακλαστικά πνευματικῆς εὐαισθησίας δέν κινητοποιήθηκαν. Τό ἀντίθετο μάλιστα: ἐμφανίστηκαν ἄνθρωποι (Νίκος Παππᾶς, Γιάννης Χατζίνης) οἱ ὁποῖοι, μέ δημοσιεύματά τους, συντάχτηκαν μέ τή θέση τοῦ Καραντώνη, ὅτι δηλαδή οἱ νέοι ποιητές πού μαθητεύουν στό ἔργο τοῦ Καρυωτάκη πρέπει νά θεωρηθοῦν περίπου ποιητικά ἀποβράσματα. Καί ἡ συνέχεια; Ἡ συνέχεια, σημαδιακή ἀπό πολλές πλευρές, ὑπῆρξε ἀνάλογη: ἡ λέξη καρυωτακισμός ἐπικράατησε νά χρησιμοποιεῖται σάν ὅρος μέ ἀρνητική σημασία, ὅπως τόν προσδιόρισε ὁ πρῶτος διδάξας.
Εῖπα νωρίτερα πώς τό κείμενο τοῦ Καραντώνη, «Ἡ ἐπίδραση τοῦ Καρυωτάκη στούς νέους», ἦταν κατευθυνόμενο. Ἐννοοῦσα, άπό τό ἕνα μέρος, ὅτι γράφτηκε ἀπό σκοπιμότητα, καί ἀπό τ᾿ ἄλλο μέρος, ὅτι ἦταν ὑπαγορευμένο.
Ἡ σκοπιμότητα εἶναι προφανής ἀπό τό ἴδιο τό κείμενο: ἡ εὐρεία ἀπήχηση τοῦ καρυωτακικοῦ ἔργου στούς νέους ἦταν ἐνοχλητική καί ἔπρεπε νά γίνει στόχος πολεμικῆς. Σχεδόν εὐθέως ὁ Καραντώνης λέει ὅτι οἱ νέοι –καί οἱ πάντες ἐννοεῖται- πρέπει νά ἀπογεύγουν τό ἔργο τοῦ Καρυωτάκη. Ὁ στόχος ἦταν νά παραμεριστεῖ ἡ ἔντονη παρουσία τοῦ καρυωτακικοῦ ἔργου. Νά φύγει ἀπό τή μέση αὐτό τό ἔργο καί, ἄν ἦταν δυνατό, νά ἐξαφανιστεῖ τελείως. Κι ἐπειδή αὐτό δέν μποροῦσε νά γίνει μέ αἰσθητικά μέσα, ἐπινοήθηκε ὁ δυσφημιστικός ὅρος καρυωτακισμός. Τά πυρά, λοιπόν, στράφηκαν ὄχι ἀκριβῶς ἐναντίον τοῦ ἴδιου τοῦ ποιητῆ, ἀλλά ἐναντίον ὅσων ἦταν θιασῶτες τοῦ ἔργου του καί, γενικότερα, ἐναντίον τοῦ ἀναγνωστικοῦ κοινοῦ του, ἔτσι ὥστε νά ἀποκοπεῖ τό ἔργο ἀπό τό κοινό του καί νά παραμείνει στά ἀζήτητα. Οὐσιαστικά δηλαδή νά πάψει νά εἶναι ἐνεργό. Ὁ χῶρος πού κάλυπτε τό καρυωτακικό ἔργο ἦταν μεγάλος κι ἔπρεπε, ἔστω καί μέ ἀθέμιτα μέσα, νά περιοριστεῖ, γιά νά μείνει ἀνοιχτός ὁ δρόμος νά ᾿ρθουν στό προσκήνιο ἄλλοι ἀναδυόμενοι ποιητές.[11]
Πίσω ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ Καραντώνη πρέπει νά λογαριαστεῖ ἡ ἀφανής συμμετοχή τοῦ Γιώργου Κατσίμπαλη. Εἶναι περισσότερο ἀπό βέβαιο ὅτι ἡ θέση τοῦ Καραντώνη, ὅπως καί σέ ἄλλες γνωστές περιπτώσεις, καθοριζόταν ἀπό τή βούληση τοῦ Κατσίμπαλη. Ἀκόμα καί ὡς λόγος τό κείμενο τοῦ Καραντώνη παραπέμπει στόν πρεσβύτερό του. Ὁ Καραντώνης μιλάει συνεχῶς γιά νέους: «…νέων στιχουργῶν…», «…οἱ νέοι πού…», «…ἑνός σημερινοῦ νέου…», «…τόσο νέος…», «…τίς ποιητικές ἐκδηλώσεις τῶν νέων…», «…ἡ ὀρθή ἀντίληψη τῶν νέων…» κ.λπ. Ποιός ἐκφέρει αὐτή τήν, ἄν μπορῶ νά τήν πῶ ἔτσι, «νεο-λογία»; Μάν ἕνας ἄνθρωπος πολύ νέος ὁ ἴδιος, μόλις 25 χρονῶν, νεότερος ἀπό μερικούς καρυωτακικούς ποιητές (Σκαρίμπα, Κοτζιούλα, Ρίτσο), συνομήλικος (Καββαδία) ἤ μόλις μεγαλύτερος (Βρεττάκος). Κι ὅμως, μιλάει γιά τούς καρυωτακικούς ποιητές σάν νά ᾿ ναι πολύ μεφαλύτερός τους. Ἀπό τό ὕψος μιᾶς ἡλικίας πού δέν εἶναι ἡ δική του. Πράγμα πού σημαίνει πώς ἡ δομή τοῦ λόγου του προδίνει τόν ἐμπνευστή αὐτοῦ τοῦ λόγου.
Σύμφωνα μέ τά ἀμέσως προηγούμενα, δύο μέλη ἀπό τήν «ὁμάδα τῶν Νέων Γραμμάτων» πρωταγωνίστησαν στήν πολεμική κατά τοῦ καρυωτακισμοῦ: ὁ ἀφανής ἐμπνευστής Κατσίμπαλης καί ὁ φανερός ἐκτελεστής καραντώνης. Ἐκτός ἀπό αὐτούς τούς δύο ἄλλα τέσσερα μέλη τῆς «ὁμάδας» ἀναφέρθηκαν μεταγενέστερα στόν καρυωτακισμό, χωρίς φανατισμό ἀλλά μέ σαφή ἀποδοκιμαστικό τρόπο: ὁ Δημήτρης Νικολαρεΐζης, ὁ Γιῶργος Θεοτοκᾶς, ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης καί ὁ Γιῶργος Σεφέρης.
Ὁ Νικολαρεΐζης, ἀπαντώντας σέ σχετική ἔρευνα τοῦ περιοδικοῦ Μακεδονικές Ἡμέρες, ἀναφέρθηκε καί στό ζήτημα τοῦ καρυωτακισμοῦ. «Πνιγηρές ἑλληνικές καταστάσεις», εἶπε, «βοήθησαν τήν ἐπιρροή τοῦ Καρυωτάκη. Πρόσθετος λόγος: ἡ ποιότητα τοῦ ὕφους του, πού ἦταν ἑλκυστικό μέ τήν ἀπατηλή εὐκολία του καί φαινόταν σάν ἐπιβράβευση τῆς ἀγύμναστης φωνῆς. Δέ φοβήθηκε τή δημοσιογραφική λέξη καί κατόρθωσε νά θέλξει μέ τόν ἐλαφρό στόμφο τοῦ δοκιμασμένου ρομαντισμοῦ. […]
»Πιστεύω πώς μέ τήν ἐξέλιξη, τά δύο τρία τελευταῖα χρόνια, ἡ ποίηση τῶν νέων πού τούς ἔθρεψαν ντόπιες τροφές κέρδισε τήν ἀνεξαρτησία της ἀντίκρυ στήν ἐπιρροή τοῦ Καρυωτάκη. Σέ ἄλλη περιοχή, ἀνέγγιχτη ἀπό τό πνεῦμα τοῦ Καρυωτακισμοῦ, κινήθηκαν ἀπό τήν ἀρχή τῆς δεύτερης μεταπολεμικῆς δεκαετίας ἐκεῖνοι πού πέρασαν ἀπό εὐρωπαϊκά σταυροδρόμια καί θέλησαν τίς καλλιτεχνικές ἀπορίες τους νά τίς λύσουν βοηθημένοι ἀπό ξένα παραδείγματα, μέ κυριότερο, ἄν ὄχι μοναδικό ἴσως κέντρο ἑλληνικῆς ἐπαφῆς, τόν Καβάφη».[12] Μέ τό πρῳτο ἀπόσπασμα βρισκόμαστε κοντά στίς θέσεις τοῦ Καραντώνη: «πνιγηρές ἑλληνικές καταστάσεις», «ἀπατηλή εὐκολία», «ἀγύμναστης φωνῆς», «κουρασμένου ρομαντισμοῦ». Ὅλα αὐτά μέ τρόπο ἀφοριστικό. Μέ τό δεύτερο ἀπόσπασμα ἔχουμε μιά δήλωση πίστης ὅτι ὁ «Καρυωτακισμός» ἔχει τά τελευταῖα χρόνια (βρισκόμαστε στίς ἀρχές τοῦ 1938) ξεπεραστεῖ. Ἀφήνοντας νά ἐννοήσει κανείς πώς τά χρόνια 1935, ᾿36, ᾿37, «οἱ πνιγηρές ἑλληνικές καταστάσεις» εἶχαν ξεπεραστεῖ καί ὁ τόπος εἶχε περάσει σέ μιά ἐποχή εὐφροσύνης!… ἀναφέρεται σ᾿ ἕναν ποιητή πού μαθήτεψε στόν Καρυωτάκη: τόν Γιάννη Ρίτσο, στόν ὁποῖο, μάλιστα, ἀφιερώνει μιά παράγραφο.
Ὁ Θεοτοκᾶς, κρίνοντας στά Νεοελληνικά Γράμματα τό ἔργο τοῦ Καρυωτάκη, μετά τήν ἔκδοση τῶν Ἁπάντων ἀπό τόν Χ. Σακελλαριάδη τό 1938, γράφει, ἀνάμεσα σέ ἄλλα, τά ἑξῆς: «Ἄν ἄρχιζε νά ἐμβαθύνει [ὁ Καρυωτάκης], ἄν ἀποφάσιζε νά δυσκολευτεῖ περισσότερο, τό ἀποτέλεσμα φαντάζομαι πώς θά ἦταν καλύτερο, γιατί ἡ ποιητική ψυχή ὑπῆρχε. Ἡ εὐκολία ὅμως, ἀπό τήν ἄλλη μεριά, συνετέλεσε πολύ στή διαμόρφωση ἑνός πολυθόρυβου ‘‘καρυωτακισμοῦ’’, πού γέμισε τήν Ἑλλάδα μέ φτηνή στιχουργημένη λογοτεχνία. Ἤτανε πολύ εὔκολο νά τόν μιμηθεῖ ὅποιος ἤθελε. Ἐπικράτησε ἕτσι ἠ ἀντύπωση ὅτι αὐτός ἦταν ὁ σπουδαιότερος ποιητής, ὁ κατεξοχήν ποιητής τῆς γενεᾶς τῶν ἐτῶν 1910-1920. Στήν ἴδια ὡστόσο γενεά, ἄν ψάξουμε, θά βροῦμε, νομίζω, τρεῖς ἤ τέσσερις, ἴσως καί περισσότερους ποιητές πού, χωρίς νά κάνουν σχολή, εἶναι ἀσφαλῶς καλύτεροι καλλιτέχνες ἀπ᾿ αὐτόν».[13] Στό κείμενο τοῦ Θεοτοκᾶ δέν δίνεται ἐπίσης κανένα στοιχεῖο γιά τήν ἀρνητική σημασία τοῦ καρυωτακισμοῦ, οὔτε ἀναφέρονται ὀνόματα καρυωτακικῶν ποιητῶν. Ἁπλῶς ἐπαναλαμβάνονται βασικές θέσεις ἀπό τό ἄρθρο τοῦ Καραντώνη («Ἡ εὐκολία ὅμως, ἀπό τήν ἄλλη μεριά, συνετέλεσε πολύ στή διαμόρφωση ἑνός πολυθόρυβου ‘‘καρυωτακισμοῦ’’, πού γέμισε τήν Ἑλλάδα μέ φτηνή στιχουργημένη λογοτεχνία. Ἤτανε πολύ εὔκολο νά τόν μιμηθεῖ ὅποιος ἤθελε»). Ἄς σημειωθεῖ ὅτι, στό συγκεκριμένο κείμενο, γίνεται καί ἕνα ἱστορικό «λαθάκι»: ὁ Καρυωτάκης δέν ἀνήκει στούς ποιητές τοῦ 1910-1920, ἀλλά στούς ποιητές τῆς ἐπόμενης δεκαετίας.
Ὁ Ἑλύτης, στό «Χρονικό μιᾶς δεκαετίας», φέρνει κάποια στιγμή τό λόγο στούς καρυωτακικούς ποιητές. «Βρισκόμαστε στά 1934», γράφει. «Στό ἀνατολικό προαύλιο τοῦ Πανεπιστημίου, ἴδιο κατάστρωμα καραβιοῦ πού ἀπόμεινε ἀκυβέρνητο, ἕνα πλῆθος ἀλλοπαρμένο καί ἀλλοσούσουμο πηγαινοέρχεται. […] Ἐκεῖ ἔσμιγα μέ τρεῖς-τέσσερεις φίλους πού αὐτοί, ἀνήκανε σέ μιά ἄλλη φυλή.
»Χλωμοί, ὀνειροπαρμένοι, ἔγραφαν ὅλοι τους ποιήματα πού μοιάζανε καί πού ὁμολογούσανε πίστη σ᾿ ἔναν θεό: τόν Καρυωτάκη».[14] Στό ἴδιο θέμα ἐπανέρχεται σέ ἄλλο κείμενό του: «Μόλις δεκαπέντε χρόνια μᾶς χωρίζουν ἀπό τόν Καρυωτάκη (πού ἦταν ἕνας καλός ποιητής στό εἶδος του) καί τούς καρυωτακικούς (πού ἦταν κάκιστοι ποιητές στό εἶδος τους) κι ἀμέσως τί -διαφορά μέσα στή νεοελληνική ποιητική παραγωγή! Πόσο μακριά βρισκόμαστε κιόλας ἀπό τήν ἀντίληψη ὅτι πρέπει νά θρηνοῦμε γιά ἰδιωτικά ἀτυχήματα».[15] «Τά ἰδιωτικά ἀτυχήματα»: φράση πού παραπέμπει στό ἄρθρο τοῦ Καραντώνη. Ὅταν τά ἔγραφε αὐτά ὁ Ἐλύτης, τό 1944, οἱ σημαντικότεροι καρυωτακικοί ποιητές δέν «ἦταν» κάποτε, ἀποτελοῦσαν ἤδη στελέχη τοῦ ποιητικοῦ παρόντος.
Ὁ Σεφέρης μνημονεύει τόν καρυωτακισμό τρεῖς φορές, ἀπό τίς ὁποῖες προέχει ἡ παρακάτω:
«Θά ξέρετε, ἴσως, ὅτι ἡ ποίηση τῶν νέων, στή δεκαετία πού ἀρχίζει μέ τό τέλος τοῦ περασμένου πολέμου –δηλαδή, πάνω-κάτω, στά χρόνια 1918-1928- ἦταν μιά λογοτεχνία πού γύρεψε κυρίως τήν ἔμπνευσή της ἀπό τά συναισθήματα πού μᾶς δίνει ἡ μεγάλη πολιτεία. Ἄλλωστε τήν ἐποχή ἐκείνη ἡ Ἀθήνα γίνεται πραγματική πιά μεγάλη πολυάνθρωπη πρωτεύουσα. Ὅταν λέω ‘‘ποίηση τῶν νέων’’, ἔχετε βέβαια ὑπόψη σας πώς ἀξαιρῶ τούς ἀντιπροσώπους τῶν παλαιότερων γενεῶν, ὅπως τόν Παλαμᾶ, τόν Καβάφη, τόν Σικελιανό, πού εἶναι δημιουργοί πρώτου μεγέθους καί ἐξακολουθοῦν νά δημοσιεύουν καί νά συμπληρώνουν τό ἔργο τους. Ὁπωσδήποτε ὁ πιό σπουδαῖος καί ἴσως μοναδικός ἀντιπρόσωπος τῆς σχολῆς αὐτῆς ἦταν ὁ Καρυωτάκης. Ἕνας ποιητής μέ ἐξαιρετική εὐαισθησία, πού, μολονότι πέθανε τρομερά νέος, εἶχε τήν τύχη ν᾿ ἀφήσει ἕνα ἔργο πού λογαριάζει ὡσάν σταθμός στή λογοτεχνία μας.
»Δυστυχῶς, ὅπως συμβαίνει τόσο συχνά, ἀπό τήν ποίηση τοῦ Καρυωτάκη γεννήθηκε ὁ καρυωτακισμός, πού ἦταν μιά πολύ στενάχωρη ὑπόθεση. Λ.χ. ὁ Καρυωτάκης τραγούδησε, μέ τή χορευτική φαντασία του, τούς τραγικούς γύψους τῆς κάμαράς του, ἀλλά ὁ καρυωτακικός ποιητής κλείστηκε μέσα στήν κάμαρά του, καί κάποτε μάλιστα μέσα στό παλτό του, μέ τήν μιά παραπονιάρα συγκατάβαση. Ὁ καρυωτακισμός ἦταν ποίηση χωρίς ὁρίζοντα».[16]
«… ἀπό τήν ποίηση τοῦ Καρυωτάκη γεννήθηκε ὁ καρυωτακισμός πού ἦταν μιά πολύ στενάχωρη ὑπόθεση». Ἀναρωτιέμαι: ἄραγε ὁ παλαμισμός, ὁ καβαφισμός, ὁ σικελιανισμός (κι ἀργότερα ὁ σεφερισμός) ἦταν πολύ εὐάρεστες «ὑποθέσεις»; Μέ τί κριτήριο γίνεται ἡ διάκριση αὐτή σέ βάρος τοῦ «καρυωτακισμοῦ»; Ἀγνοοῦσε τάχα ὁ Σεφέρης πῶς, μέ ποιά μέθοδο, εἶχε χαλκευτεῖ ὁ ὅρος; Ἀναρωτιέμαι, ἐπίσης, πόσο ἡ φράση του «μέ μιά παραπονιάρα συγκατάβαση», ἄν τή δοῦμε χωρίς προκατάληψη, δέν χαρακτηρίζει τό σεφερικό ἔργο ὡς ψυχικό κλίμα. Τέλος πάντων, θλίβεται κανείς βλέποντας ἕναν ἄξιο ποιητή, σπάνιας παιδείας καί προβληματισμοῦ, νά παίρνει στό στόμα του τή λέξη «καρυωτακισμός», χωρίς νά ἀντιδρᾶ στόν ἀθέμητο τρόπο μέ τόν ὁποῖο εἶχε σημασιοδοτηθεῖ ἀρνητικά ἡ λέξη.
Τί συμπέρασμα εἶναι ὅτι ἕξι κορυφαῖα στελέχη ἀπό τήν «ὁμάδα τῶνΝέων Γραμμάτων» υἱοθέτησαν τή δυσφημιστική χρήση τοῦ ὅρου καρυωτακισμός. Κοινό σημεῖο ὅλων ἦταν ὁ ἀρνητικός χαρακτηρισμός ὅσων παθήτευαν στό ἔργο τοῦ Καρυωτάκη –μόνο στό ἔργο τοῦ Καρυωτάκη καί ὄχι γενικά ὅσων μαθήτευαν στό ἔργο ὁποιωνδήποτε ἄλλων ποιητῶν. Κοινό σημεῖο, ἐπίσης, ἦταν ὅτι ἀναφέρθηκαν στόν καρυωτακισμό ἀφοριστικά, χωρίς δηλαδή τεκμηριωτική ἐπιχειρηματολογία. Κοινό σημεῖο, τέλος, ὅλων ἦταν ὅτι δέν ξεχώρησαν καθόλου ἀξιόλογους καρυωτακικούς ποιητές (πλήν τοῦ Νικολαρεΐζη, πού ἀναφέρθηκε στόν Ρίτσο). Ὁ χρόνος βέβαια δέν τούς δικαίωσε. Εἶναι ὡστόσο προφανές ὅτι ὁ στόχος τους δέν ἦταν νά κερδίσουν μέ τήν πράξη τους αὐτή τό στοίχημα τοῦ χρόνου. Ὁ στόχος τους ἐδῶ ἦταν ἡ ἐπικαιρότητα: τό πῶς νά ἀδειάσει ὁ στίβος καί νά μείνει ἐλεύθερος γιά τή δημόσια προβολή τῆς δικῆς τους γενιᾶς ἤ «ὁμάδας». Κι ὅμως, ὄφειλαν νά ἔχουν –οἱ διορατικότεροι τουλάχιστο-συνειδητοποιήσει πώς, μέ τήν πράξη τους αὐτή, ἔγραφαν μιά μελανή σελίδα στήν ἱστορία τῆς νεοελληνικῆς ἱστορίας.
Πριοδικό Ποιητική, τεῦχος 29, ἄνοιξη-καλοκαίρι 2007.
[1]. Ἀντρέας Καραντώνης, «Ἡ ἐπίδρση τοῦ Καρυωτάκη στούς νέους», περιοδικό Τά Νέα Γράμματα, τεῦχος 9, Ἀθήνα 1935, σσ. 478-486.
[2]. Γ.Π. Σαββίδης, Στά χνάρια τοῦ Καρυωτάκη, Νεφέλη, Ἀθήνα 1989, σ. 24.
[3]. Ἀντρέας Καραντώνης, ὅ,π., σ. 478.
[4]. Ὅ.π., σ. 478-479.
[5]. Ὅ.π., σ. 484.
[6]. Κάνει ἐντύπωση ἠ ἐπιμονή τοῦ Καραντώνη σέ ποιητές πού θεωροῦνταν ἐλάσσονες, χωρίς νά ἀναφερθεῖ στό ἐντυπωσιακό παράδειγμα τῶν παλαμικῶν στιχουργῶν. Ὁ Κλέων Παράσχος ἤδη τό 1921 εἶχε κάνει σχετική μνεία: «τό μόνο κοινόν γνώρισμα τῶν ἀποτελούντων ἑκάστην ὁμάδα νέων εἶναι μερικαί φιλολογικαί προτιμήσεις, φθάνουσαι ἐνίοτε μέχρι φανατισμοῦ (δέν συμαίνει αὐτό μέ τήν περί τόν Νουμᾶν τῶν νέων ἀναφορικῶς πρός τά ἔργα τοῦ Ψυχάρη καί τοῦ Παλαμᾶ, τῶν ὁποίων τήν ἀξίαν θεωροῦν οὗτοι ἀναμφισβήτητον;) καί τίποτε παραπάνω». Περιοδικό Νέα Ἑστία, τεῦχος 1065, Ἀθήνα 15/11/1971, σ. 1571.
[7]. Ἀντρέας Καραντώνης, Ὁ ποιητής Γιῶργος Σεφέρης, Γαλαξίας, Ἀθήνα 1963, σ. 10.
[8]. Χριστίνα Ντουνιά, Κ.Γ. Καρυωτάκης. Ἡ ἀντοχή μιᾶς ἀδέσποτης τέχνης, «Παράρτημα κειμένων», Καστανιώτης, Ἀθήνα 2000, σ. 372.
[9]. «Ὑπενθυμίζω» γράφει ὁ Ἀλέξανδρος Ἀργυρίου «ὅτι τό ἔτος 1935 δέν εἶχε μόνο ἕνα μήνα σκληρό, ἀλλά ἦταν ἕνας ὁλόκληρος σκληρός χρόνος. Τό κίνημα Πλαστήρα, πιθανῶςς μιά προσπάθεια νά ἀναχαιτίσει τήν ἀντιδραστικοποίηση τοῦ καθεστῶτος, κατέληξε στή δικτατορία Κονδύλη (ἐξορίζεται ὄχι μόνο ὁ Γληνός ἀλλά καί ὁ ἄκακος –πολιτικά-Βάρναλης), πού κατέληξε στό νόθο δημοψήφισμα καί στήν ἐπάνοδο τοῦ Γ. Γλύξμπουρκ, ὁ ὁποῖος θά ὁδηγήσει στή σιγουριά (γιά ἐκῖνον) τῆς 4ης Αὐγούστου». Ἀλεξ. Ἀργυρίου,Διαδοχικές ἀναγνώσεις Ἑλλήνων ὑπερρεαλιστῶν, Γνώση, Ἀθήνα 1983, σ. 126.
[10]. Ἀντρέας Καραντώνης, ὅ.π., σσ. 10-11.
[11]. Κοίταξε καί Δημήτρης Ἀγγελάτος, «Ἡ ‘‘Ἀνώνυμη’’ τέχνη τοῦ εὐρετῆ καί ἡ ἀμηχανία τῆς ‘‘ὑποδοχῆς’’ της: ὄψεις τῆς ποιητικῆς τοῦ Καρυωτάκη», ἰδίως τήν ἑνότητα 3. Ἐπιστημονικό Συμπόσιο Καρυωτάκης καί Καρυωτακισμός (πρακτικά), Ἑταιρεία Σπουδῶν Νεοελληνικοῦ Πολιτισμοῦ καί Γενικῆς Παιδείας, Ἀθήνα 1998, σσ. 15-26.
[12]. Δημήτρης Νικολρείζης, Μακεδονικές Ἡμέρες, Φεβρουάριος 1938. Ἀναδημοσιεύεται στό βιβλίο τῆς Χριστίνας Ντουνιά, Κ.Γ. Καρυωτάκης. Ἡ ἀντοχή μιᾶς ἀδέσποτης τέχνης, «Παράρτημα κειμένων», Καστανιώτης, Ἀθήνα 2000, σσ. 392-393.
[13]. Γιῶργος Θεοτοκᾶς, «Κ.Γ. Καρυωτάκης», Νεοελληνικά Γράμματα, περίοδος Β΄, Ἀθήνα 19/3/1938, σ. 2. Ἀναδημοσιεύεται στόν τόμο Κ.Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματτα καί Πεζά, ἐπιμέλεια Γ.Π. Σαββίδης, Ἑρμῆς, Ἀθήνα 1972.
[14]. Ὀδυσσέας Ἐλύτης, Ἀνοιχτά χαρτιά, Ἀστερίας, Ἀθήνα 1974, σσ. 250, 257.
[15]. Ὅ.π., σ. 398.
[16]. Γιῶργος Σεφέρης, Δοκιμές, πρῶτος τόμος, Ἴκαρος, Ἀθήνα 1981, σ. 167