Στον Μάρκο Μέσκο
Χαράματα
Δευτέρας 14 Φεβρουαρίου, πέμπτη χρονιά η πατρίδα στο γύψο, ξεκινάμε από το
παγωμένο Πολύκαστρο για την περιοχή Σκρα ντι Λέγκεν. Εβδομάδα ασκήσεων
χειμερινής διαβίωσης. Παρατηρητήριο αξιωματικών του ΝΑΤΟ. Περνάμε τον γκρίζο, υπερόπτη, μονόδρομο Αξιό.
Κινούμαστε αντίθετα στη ροή του. Από το ύψωμα του Φανού διακρίνουμε, μέσα σε
αραιή ομίχλη, τη Γευγελή. Τα πολυβόλα κι οι όλμοι στήνονται στο λόφο του
Άϊ-Γιώργη. Οι πεζοπόροι παίρνουμε θέση στο ρέμα του Κοτζά Ντερέ, προσμένοντας
το σύνθημα της επίθεσης. Στόχος να καταλάβουμε εξ εφόδου τα ερείπια του
γαλλικού νοσοκομείου, απέναντι. Εκεί το στρατηγείο των ερυθρών, υποτίθεται.
Βολές πυροβολικού. Οι ολμιστές χτυπούν το στόχο με πραγματικά πυρά. Σε λίγο κροτάλισμα
των πολυβόλων. «Έτοιμοι!» η φωνή του ανθυπολοχαγού. «Έφοδος!» Χυνόμαστε στον
ανήφορο με εφ’ όπλου λόγχη κραυγάζοντας «αέρα!». Πριν οι τελευταίοι αφήσουμε τη
θέση εφόρμησης ένα βλήμα όλμου σκάει μέσα στο ρεματάκι, κοντά μας. Καταιγισμός
από πέτρες, νερά, κομματιασμένα σκλήθρα και κληματσίδες. Πανικός. Ο βοηθός
ολμιστής, είναι φανερό, έκανε λανθασμένη μέτρηση αζιμούθιου και γωνιών
ανύψωσης. Ο λόχος, σύσσωμος, οπισθοχωρεί. Τα ουρλιαχτά του ανθυπολοχαγού στο
βρόντο. «Συνεχίστε!», «Μη φοβάστε ρε! Θα γίνουμε ρεζίλι στους νατοϊκούς!», «Θα
σας γαμήσω κωλόπαιδα! Θα σας περάσω στρατοδικείο!». Όλμοι και πολυβόλα συνεχίζουν
να χτυπούν στα ερείπια. Κρυβόμαστε όπου βρήκε καθένας. Να βγούμε απ’ το πεδίο
βολής. Δίνεται, επιτέλους, διαταγή διακοπής της άσκησης. Βγαίνουμε απ’ τις
τρύπες μας. Ο μέραρχος ουρλιάζει. Μοιράζει φυλακές εικοσαήμερες. Οι ποινές θα
εκτελεστούν ύστερα από επτά μέρες. Όταν τελειώσει η εβδομάδα της άσκησης.
Μαζεύουμε. Ανεβαίνουμε στα REO.
Παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής μέσα σε γαμοσταυρίδια των αξιωματικών. Οι
επιλοχίες βρίζουν πέντε κλίμακες ψηλότερα.
Φτάνουμε
στην Αξιούπολη. Κι ύστερα, δεξιότερα, περνάμε τη Γοργόπη. Και τη Γουμένισσα. Αριστερά
ο δρόμος κατεβαίνει προς Γιαννιτσά. Και μακρύτερα για τη Σκύδρα. Εκεί, μια στις
δεκαπέντε συνοδεία για παράδοση και παραλαβή λινοστολής στα στρατιωτικά
πλυντήρια. Περνάμε τη Γρίβα και την Καστανερή. Μπροστά μας το γαλάζιο Πάικο αμετακίνητο. Εδώ, στα ριζά, ο φρουρός στο φυλάκιο.
Η χοντρή αλυσίδα εγκάρσια στον χωματόδρομο. Η πινακίδα: «Προσοχή! Στρατιωτική
περιοχή. Απαγορεύεται η διέλευσις άνευ αδείας». Ο φρουρός ανοίγει το πέρασμα. Η
φάλαγγα κινείται αργά. Καστανιές. Βελανιδιές. Και πιο πάνω αγέρωχες οξιές.
Γυμνά επιβλητικά κλαδιά σαν να προσεύχονται ή να μουντζώνουν. Στα μισά της
ανάβασης αποβίβαση. Αναλαμβάνουμε εξάρτηση εκστρατείας. Ανεβαίνουμε οδοιπορώντας.
Παγωνιά. Κάτι τσιουρτσιουλένια πετάνε αναμαλλιασμένα πού και πού. Οι κνήμες
βουλιάζουν στα φύλλα της οξιάς. Λίγο πριν φτάσουμε στο οροπέδιο ένα μουλάρι
ξεκαπίστρωτο φεύγει πέρα φρουμάζοντας. Ψηλά η Γκόλα-Τσούκα κατάλευκη. Φτάνουμε
κατάκοποι στα Λιβάδια. Στοιχιζόμαστε κατά λόχο. Αποθέτουμε. Οριοθετείται ο
χώρος εγκατάστασης. Ανά δύο στήνουμε τα σκοινάκια. Μοιράζεται ξηρά τροφή. Μισή
κουραμάνα, κονσέρβα corned beef. Άπαξ
της ημέρας. Συμπλήρωμα συσσιτίου θα εξασφαλίζει καθένας απ’ τα πατατοχώραφα του
οροπέδιου. Και απ’ όπου αλλού βρει. Η μονάδα θα παρέχει μονάχα το τσάι. Ορίζονται
οι σκοπιές. Μοιράζονται στους φρουρούς και στην έφοδο τα συνθηματικά. Πέφτουμε
ξεροί για ύπνο. Η υγρασία περονιάζει τα κόκκαλα.
Ασκήσεις
μάχης ανοιχτού πεδίου, τις δυο επόμενες μέρες. Μέχρι το μεσημέρι. Ύστερα
ξεχώνουμε πατάτες. Πού και πού κάλυκες από σφαίρες. Βάζω έναν στην τσέπη.
Περιμετρικά στο καψύλλιο χαραγμένο: Ελληνικόν καλυκοποιείον 1932. Ποια ζωή
τελείωσε το βλήμα της; Ποια μάνα μαυροφόρεσε; Σε ποιον πικρό τόπο; Ποια
αγαπημένη; Ανάβουμε φωτιές. Δυο-δυο, τρεις-τρεις. Φτιάχνουμε θράκα. Ψήνουμε.
Τρώμε. Τη νύχτα της Τετάρτης ανοίγουν οι ουρανοί. Περνάει νερό στις σκηνές.
Άρον-άρον βαθαίνουμε, με τα σκαπανικά, τ’ αυλάκια περιμετρικά. Λάσπη. Μουσκίδι.
Αγρύπνια. Το πρωί προσπάθεια να στεγνώσουμε τα ρούχα στη φωτιά. Πριν από κάθε
τι κουβέρτες και κάλτσες. Ξαναπιάνει βροχή. Απελπισία. Ο Νίκος Μπαλιαμπάλιας,
κοντοχωριανός μου, μούσκεμα ως το κόκκαλο, βάνει τα κλάματα. Ένας καραβανάς
αρχιλοχίας τον αποπαίρνει: «Αρχίδια δεν έχεις ρε κηδεία;!» Ο Νίκος κάνει πιο
πέρα κλωτσώντας με μανία ό,τι βρίσκει στο χώμα και φεύγει όπως λαβωμένο ζώο στο δάσος.
Δυο
διμοιρίες ειδοποιούνται για την επόμενη, τελική, άσκηση. Είμαστε οι κυανοί –(είναι
κι ετούτος ένας τρόπος ανανήψεως, νομίζουν. Μία απόπειρα να μας πιέσουν ψυχικά
βαφτίζοντάς μας «κυανούς», εμάς, ένα ολόκληρο Τάγμα ανεπιθυμήτων, αν εξαιρέσει
κανένας το λόχο Διοικήσεως, άλλος χαρακτηρισμένος Α, από τη δράση συγγενούς
στην Κατοχή, στον Εμφύλιο, στην ΕΔΑ, στους Λαμπράκηδες κι άλλος Β, απ΄ την
προσωπική του ένταξη στην αντιχουντική δράση). Θα επιτεθούμε να καταλάβουμε μια
φρουρά των ερυθρών. Να την αιχμαλωτίσουμε. Θα ξεκινήσουμε τα μεσάνυχτα. Η
επίθεση θα εκδηλωθεί πρωί της Παρασκευής. Οπλισμός ελαφρύς. Πιστόλια,
ξιφολόγχες, ημιαυτόματα Thomson. Ξηρά
τροφή στα σακίδια. Μισή κονσέρβα corned
beef και
10 γαλέτες. Παραλαμβάνουμε. Έτος παραγωγής γαλέτας: 1953. Μοιράζονται
συνθηματικά. Σύνθημα: Βουκεφάλας. Παρασύνθημα: Υδάσπη. Ξεκινάμε στις 00:15.
Κατεβαίνουμε τη δυτική πλευρά του βουνού. Η φρουρά των ερυθρών σ΄ ένα μετόχι
της Μονής Αρχαγγέλου Μιχαήλ, έξω από το
χωρίο Αρχάγγελος, βορειοδυτικά όπως κατεβαίνουμε το Πάικο. Στα μισά της
κατάβασης σταματάμε. Οι επικεφαλής επιλοχίες μάς δένουν τα μάτια. Σε φάλαγγα
κατ’ άνδρα δενόμαστε, ανά δέκα, με τριχιά απ’ τη μέση. Απόσταση επόμενου από
τον μπροστινό του ως ένα μέτρο. Συνεχίζουμε την κατάβαση στα τυφλά. Αργά. Φοβισμένα.
Οι επιλοχίες επιτηρούν. Ο πρώτος κάθε δεκάδας ψαχουλεύει τον αέρα να
εξασφαλίσει κενό πέρασμα σε κάθε βήμα. Ακούμε το γκουπ από το κράνος του πάνω
στους κορμούς των δέντρων. Σε κάθε του παραπάτημα σωριάζεται ολόκληρος ο κωμικός
συρμός. Μια ώρα αργότερα σταματά το μαρτύριο. Ανοίγουν πάλι τα μάτια μας.
Πορευόμαστε στα ισώματα της Άνω Αλμωπίας. Αχάραγα φτάνουμε στην περίμετρο του
στόχου. Ένα εκκλησάκι παλαιικό. Δεξιά από την είσοδο δυο κελιά. Ανεβαίνει
κανένας με εξωτερική σκάλα. Μπροστά έν’ αυλιδάκι ίσαμε ένα μεγάλο αλώνι. Στη
μέση μια ξερακιανή μυγδαλιά. Διασκορπιζόμαστε ολόγυρα. Εξασφαλίζουμε κάλυψη.
Μπουσουλώντας ανοίγω τόπο με την ξιφολόγχη σε μιαν αγκαθιά. Χώνομαι μέσα
γονατιστός. Χαράζει. Ένας ερυθρός εμφανίζεται. Με πλήρη εξάρτηση. Το Μ1 με τον
αορτήρα περασμένο στον ώμο. Διαλέγει μια πορεία. Περιπολώντας κάνει
εγγεγραμμένα τρίγωνα στον κύκλο της αυλής. Πλησιάζοντας στο γιατάκι μου ακούω
την ανάσα του. Κρατάω τη δικιά μου. Περνάνε οι ώρες. Οι αγκώνες μου πιάνονται.
Μουδιάζω. Κατά τις δέκα ο στρατιώτης του εχθρού βρίσκεται στην ανατολική πλευρά
της αυλής. Ο διμοιρίτης μας, στην απέναντι θέση, σέρνεται μαλακά στην κρυψώνα
του. Ο σκοπός γυρίζει αυτόματα. Στήνει αφτί. Ένας δικός μας πετάγεται. Τον
ρίχνει μπρούμυτα. Του ακουμπά την ξιφολόγχη στο λαιμό. Παραδίνεται. Δεν βγάζει
μιλιά. Οι κανόνες της άσκησης, βλέπεις. Κάποιοι τον δένουν χειροπόδαρα. Οι
υπόλοιποι ανεβαίνουμε τη σκάλα. Αθόρυβα πιάνουμε θέσεις αριστερά-δεξιά στις
πόρτες των κελιών. Με τα μάτια δίνεται η εντολή για την έφοδο. Με γερές
κλωτσιές παραβιάζονται οι πόρτες. Εισβάλουμε. «Ψηλά τα χέρια! μην κουνηθείτε!»,
ουρλιάζουμε. Είναι τέσσερις στρατιώτες από άλλη μονάδα. Άγνωστοι. Ανυπόδητοι.
Ότι έχουν ξυπνήσει. Οσμή από τσίπουρο και λουκάνικο. Τους αφήνουμε να ντυθούν
φρουρούμενοι. Τους επιτηρούμε με τα αυτόματα. Κάποιος ρωτάει γιατί δεν ήσαν σε
ετοιμότητα απόκρουσης επίθεσης; Ένας απαντάει πως, αφού, έτσι κι αλλιώς, η
άσκηση ήταν σχεδιασμένη να νικήσουν οι κυανοί είπανε να καλοπεράσουν ένα
εικοσιτετράωρο. «Καλύτερα ερυθρός και λούφα, σειρά, παρά κυανός και
ξεθεωμένος», συμπλήρωσε. Μας κέρασε άφιλτρα. «Πιείτε κι ένα τσίπουρο να ζεστάνετε
το μέσα σας», είπε και μας έδωσε το μπουκάλι. Σε λίγο βγήκαμε. Οι υπόλοιποι
έχουν κρεμάσει, από τα πόδια, τον φρουρό του εχθρού στη μυγδαλιά. Ένας
επιλοχίας ρίχνει μια κόκκινη φωτοβολίδα. Παίρνει κάποια απάντηση στον ασύρματο.
«Λήξις ασκήσεως», φωνάζει. Κατεβάζουμε τον κρεμασμένο. Παίρνουμε όλοι μαζί,
κυανοί κι’ ερυθροί, το δρόμο της επιστροφής. Σηκώνω το βλέμμα μου. Βόρεια και
δυτικά ανεμίζουν περήφανες οι κορφές του Πίνοβου, του Καϊμάκτσαλαν κι η γρανιτένια γροθιά της Τζένας. Στην
πλάτη μας το πάναγνο Βέρμιον μακρινό
σιωπηλό. Πιο πάνω περιμένουν τα REO.
Επιβιβαζόμαστε. Φτάνουμε στην Περίκλεια. Στροφή αριστερά. Περνάμε το χωριό
Νότια. Και το Αετοχώρι. Έξω απ΄ τη Φούστανη βρίσκονται οι υπόλοιπες μονάδες.
Συγκρότηση όπως-όπως. Οι μάχιμοι λόχοι θα παρελάσουν στη Φούστανη. Ξεκινάμε. Η
μπάντα της Μεραρχίας παιανίζει «Μαύρ’ είν’ η νύχτα στα βουνά», «Μακεδονία
ξακουστή» και άλλα εύηχα. Περνάμε, κατάκοποι, μπρος από την εξέδρα. Κεφαλή
δεξιά ‘π! Επιτέλους τελείωσε… Άδεια σακιά ανεβαίνουμε ξανά στα οχήματα. Παίρνουμε
το δρόμο της επιστροφής στη βάση μας…
*
Δυο
χρόνια κοντά σας. Στης αγκαλιά σας τη θαλπωρή. Στο χνώτο της αγάπης σας. Στη
ζεστασιά της ανθρωπιάς σας. Άνθρωποι και τόποι και τρόποι του Κιλκίς και της Πέλλας.
Αξιέ, ποτάμι μου, το μουρμουρητό των νερών σου νανούρισε τη μοναξιά μου στις
σκοπιές τις άγριες νύχτες. Βαρδάρη, άνεμε πού ‘φερνες φρεσκάδα του βορρά και
δεν μπορούσαν ν΄ απαγορέψουνε στο σύνορο την είσοδό σου οι στρατοκράτες.
Βαρδάρη, αγέρα μου, έτρεμε το φυλλοκάρδι της μάνας μου βλέποντας το γιο της
στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες, με το χιόνι σε διαγώνιες ριπές απ’ την ορμή σου.
Ζάβαλη μάικω και μητέρα και μάνα και μα… Βουνά
μου, περήφανα βουνά, Πάικο και Τζένα και Πίνοβο και Καϊμάκτσαλαν και Καρακάμεν με τα κόκκινα ξέφωτα. Αγέρωχα βουνά,
κάτω απ’ τον μολυβένιον ουρανό, αξιώθηκα και μέτρησα τα χνάρια του αγριμιού πάνω στο χιόνι, ακούγοντας τα
βογκητά των σκοτωμένων του Εμφυλίου μέσα στο στέρνο σας. Πόσες φορές
αναρωτήθηκα τα ίχνη των πελμάτων μου που οδηγούν την πληγωμένη μου νιότη. Ξωκλήσι
του Άϊ-Γκιώργκη, στο ταπεινό στασίδι σου καταπράυνα την απόγνωσή μου ρίχνοντας άνθη στο καταραμένο φίδι, έτσι καθώς
σπαρτάραγε, τρυπημένο από το δόρυ του τροπαιοφόρου, στην εικόνα. Ρίχνοντας άνθη
φιμωμένου λόγου στο φιλιατρό που μόλεψεν η ύβρις του χουντόδρακου.
Κι
ώ! πώς σας νοσταλγώ τοπία της ερημιάς μου… Αγκαθωτά
χωριά που γίνατε χλόη παρηγοριάς και φράχτης προστασίας για τόσους και
τόσους κεκαρμένους κι αποσυνάγωγους. Κι
αφού μακεδονίτικα πουλιά λαλούν μακεδονίτικα,
έτσι λαλώ κι εγώ πατρίδες της νιότης μου προσαγορεύοντάς σας: Χαίρετε,
λοιπόν, Ματσούκοβο, Σέχοβο, Ραγκούνοβετς, Μποέμιτσα, Πάζαρ! Χαίρε, με τα
χάλκινά σου, Γκούμεντζα! Χαίρε πράσινο Βέρτικοπ! Χαίρετε Μάγκιανταγκ,
Λούμνιτσα, Κούκουσκο, Κρίβα, Μπαρόβιτσα! Χαίρε Γκόλεμο Λιβάντι μες στην ομίχλη!
Χαίρετε Όσσιανη, Τούδορτσι, Φούστανι, Τούσιανι, Γεντίκοϊ, Τσέρνα-Ρέκα, Κουφάλεβο,
Μπάλτζα, Καριότιτσα, Λοζάνοβο, Κουζούσιανι Ρουσίλοβο! Χαίρετε Τρέστενικ,
Βίγκονι, Ορίζαρι, Μπόρισλαβ! Χαίρε Όστροβο και χαίρε γοργόνερο Σούμποτσκο!
Χαίρετε Ορεοβίτσα, Δάμποβο, Ίσβορο, Β’γκιένι, Τρέμπολιτς! Χαίρε δροσάτη μου Βόντεν όπου καταρρεί
το της λίμνης του Οστρόβου ύδωρ, υπό γης κάτωθεν ρέον αφανώς και εκείσε πάλιν
αναδυόμενον. Και, τέλος,
γεια σου Ντόλνο-Γκραματίκοβ του ποιητή!
Κι ω! στίχοι που μου δοθήκατε σε κείνους τους
τόπους της πίκρας μου, σ’ εκείνους τους θολούς καιρούς, σημειωμένοι σε
ταβέρνες, σε σκοπιές, σε δίωρες άδειες, στο ΚΨΜ, σε στερήσεις εξόδου, σε
αγγαρείες, πίσω από φύλλα πορείας, σε καρότσες στρατιωτικών οχημάτων, σε
ασκήσεις, στην απομόνωση, σε διαδρόμους αναμονής μπορντέλων, σε θαλάμους των
λόχων, στα πηχτά σκοτάδια της λύπης μου. Γιατί, το ξέρουμε πια, όταν είμαστε
λυπημένοι γράφουμε ποιήματα.
Και αχ! νιότη μου, βρεγμένο σκυλί που σ’ έπαιρναν
με τις πέτρες οι εξουσίες.
Κι ω! μνήμη, αρνάδα που βόσκησες το ματωμένο
χορτάρι.
Ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης γεννήθηκε στη Δεσφίνα
Φωκίδας τον Δεκέμβριο του 1951. Συνταξιοδοτήθηκε από τη βιομηχανία παραγωγής
αλουμινίου, στα Άσπρα Σπίτια της Παραλίας Διστόμου, στη Βοιωτία, όπου και ζει, έχοντας
εργαστεί, ως τεχνικός στην μηχανολογική συντήρηση.
Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές: Πτωχόν Μετάλλευμα (Εμβόλιμον 1990), Αμειψισπορά (Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκης
Λεβαδείας 1996), Ενθύμιον (Καστανιώτης
2004), Από μνήμης (Μελάνι 2010) και τη συγκεντρωτική έκδοση Πιστοποιητικά θνητότητας – ποιήματα
1970-2010, (Σύγχρονη Έκφραση, 2014) καθώς και το βιβλίο ιστορικής έρευνας Δίστομο 10 Ιουνίου 1944 – το Ολοκαύτωμα (Σύγχρονη
Έκφραση 2010) για το οποίο τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Χρονικού – Μαρτυρίας
2011. Επίσης επιμελήθηκε τις Ανθολογίες ελληνικών ποιημάτων Ξένων αιμάτων τρύγος, (Γαβριηλίδης, 2014)
και Χνάρια στο φιλιατρό των φίλων, (Γαβριηλίδης
2015).
Διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό Εμβόλιμον, που εκδίδεται στα Άσπρα
Σπίτια Βοιωτίας από το 1988, και μετείχε στη σύνταξη της έντυπης εφημερίδας BookPress.
Δημοσιεύει επίσης δοκιμιακά σημειώματα και
κείμενα λογοτεχνικής κριτικής.
Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά
και ισπανικά.
Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.