Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

Δημήτρης Καλοκύρης "Το πουλί"


Παπασάικας Βασίλης



 Το πουλί (ηχομυθιστόρημα)]

I. Το πουλί

στον Γιώργο Χουλιάρα

Εδώ αρχίζουν οι φωνές των μηχανών∙ χρώματα κρεμασμένα μες στο φως, σέρνουνε μια γραμμή, την άμμο μες στην περιπέτεια. Τη νύχτα, στον ύπνο, μια άγρια τριανταφυλλιά απ' όνειρο σε όνειρο που μεγαλώνει. Τρέχει και τώρα, ανεμίζοντας ξεμαλλιασμένη το σεντόνι της. Κοιτάει δεξιά, αριστερά, μια την κολόνα, μια το άλμπουρο που ξεπετάγεται πίσω από το χειμώνα.

– Ένα πουλί που πιάνει άξαφνα φωτιά και καίγεται
φτεροκοπώντας στον αγέρα.


Νταούλια και φεγγάρια συρματένια, αγκιστρωμένα από τα κλαδάκια στο περιβόλι, λάμψεις και μακρινές αντανακλάσεις στα δέντρα, χώμα ξερό, λάσπη φτενή, χαραγματιές στο φρούτο του σπαθιού της.

Κι απάνω, το λιγνό πέτρινο άλογο που βηματίζει φοβερούς αιώνες ρυθμικά, αγκυλωμένο μια για πάντα στην ατελή συνοικία.

Κοιτούσε τώρα ένα κίτρινο πουλί, στόλισμα μες στα μάτια το πρωί και το βράδυ. Σηκώθηκε αργά απ' την πολυθρόνα της –μνήμη που να μην ξεκολλάει από πουθενά– και τρέχει, κι όλο γυρνάς πάνω στην κοίτη σου, στα χαλαρώματα του κρεβατιού.

– Μη με κοιτάς! Το άλογο περνώντας μες στην άργιλο,
ο ήλιος στην εικόνα παλαιός, αστράφτοντας κίτρινο φως
και κόκκινο, από χαρτί φτηνό και πετιμέζι.

Ξανά. Κάθισε στην πολυθρόνα∙ η πλάτη μουδιασμένη, μια εκδρομή όπως μια μαχαιριά στη ράχη ξαφνική, στο δρόμο, μια παγίδα: στην Πόλη είχε κίτρινα τριαντάφυλλα, εδώ δεν είδα πουθενά, χαμογελούσε και περπάταγε σ' ένα άλλο φιλμ

                   (ανάμεσα σε κοπέλες νεραντζιές μ' αρώματα πικρά στη σάλα, το πρόσωπο μιανής γυναίκας φοβισμένης, ταπεινής, γερμένη σε μια τάπια χαμηλή που μπαινοβγαίνουν τα στρατεύματα και της κεντούν τα μάτια τα μελίσσια, αντιφεγγίσματα βαθιά σε μιας γούρνας το νερό, που πνίγονται μικρά ερπετά πασχίζοντας να καταπιούν ένα φλογάτο φρούτο).


Το άλογο το προσπερνούσε η χαρακιά κι ο μήνας αρπαγμένος. Διώχνει με την παλάμη απ' το πρόσωπο τα έντομα και περνά ο χειμώνας και ξυπνάει το πρόσωπο ένα υγρό (ξυπνά) κατακόκκινο αλλάζοντας πάλι πλευρά στο προσκεφάλι της.

Χαθήκανε τα όρνεα από τούτο το λιβάδι.

Από τη συλλογή Το πουλί και άλλα άγρια θηρία (1972)

Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Άτρακτος (2004)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου