Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

Δημήτρης Καλοκύρης "Το πουλί"


Παπασάικας Βασίλης



 Το πουλί (ηχομυθιστόρημα)]

I. Το πουλί

στον Γιώργο Χουλιάρα

Εδώ αρχίζουν οι φωνές των μηχανών∙ χρώματα κρεμασμένα μες στο φως, σέρνουνε μια γραμμή, την άμμο μες στην περιπέτεια. Τη νύχτα, στον ύπνο, μια άγρια τριανταφυλλιά απ' όνειρο σε όνειρο που μεγαλώνει. Τρέχει και τώρα, ανεμίζοντας ξεμαλλιασμένη το σεντόνι της. Κοιτάει δεξιά, αριστερά, μια την κολόνα, μια το άλμπουρο που ξεπετάγεται πίσω από το χειμώνα.

– Ένα πουλί που πιάνει άξαφνα φωτιά και καίγεται
φτεροκοπώντας στον αγέρα.


Νταούλια και φεγγάρια συρματένια, αγκιστρωμένα από τα κλαδάκια στο περιβόλι, λάμψεις και μακρινές αντανακλάσεις στα δέντρα, χώμα ξερό, λάσπη φτενή, χαραγματιές στο φρούτο του σπαθιού της.

Κι απάνω, το λιγνό πέτρινο άλογο που βηματίζει φοβερούς αιώνες ρυθμικά, αγκυλωμένο μια για πάντα στην ατελή συνοικία.

Κοιτούσε τώρα ένα κίτρινο πουλί, στόλισμα μες στα μάτια το πρωί και το βράδυ. Σηκώθηκε αργά απ' την πολυθρόνα της –μνήμη που να μην ξεκολλάει από πουθενά– και τρέχει, κι όλο γυρνάς πάνω στην κοίτη σου, στα χαλαρώματα του κρεβατιού.

– Μη με κοιτάς! Το άλογο περνώντας μες στην άργιλο,
ο ήλιος στην εικόνα παλαιός, αστράφτοντας κίτρινο φως
και κόκκινο, από χαρτί φτηνό και πετιμέζι.

Ξανά. Κάθισε στην πολυθρόνα∙ η πλάτη μουδιασμένη, μια εκδρομή όπως μια μαχαιριά στη ράχη ξαφνική, στο δρόμο, μια παγίδα: στην Πόλη είχε κίτρινα τριαντάφυλλα, εδώ δεν είδα πουθενά, χαμογελούσε και περπάταγε σ' ένα άλλο φιλμ

                   (ανάμεσα σε κοπέλες νεραντζιές μ' αρώματα πικρά στη σάλα, το πρόσωπο μιανής γυναίκας φοβισμένης, ταπεινής, γερμένη σε μια τάπια χαμηλή που μπαινοβγαίνουν τα στρατεύματα και της κεντούν τα μάτια τα μελίσσια, αντιφεγγίσματα βαθιά σε μιας γούρνας το νερό, που πνίγονται μικρά ερπετά πασχίζοντας να καταπιούν ένα φλογάτο φρούτο).


Το άλογο το προσπερνούσε η χαρακιά κι ο μήνας αρπαγμένος. Διώχνει με την παλάμη απ' το πρόσωπο τα έντομα και περνά ο χειμώνας και ξυπνάει το πρόσωπο ένα υγρό (ξυπνά) κατακόκκινο αλλάζοντας πάλι πλευρά στο προσκεφάλι της.

Χαθήκανε τα όρνεα από τούτο το λιβάδι.

Από τη συλλογή Το πουλί και άλλα άγρια θηρία (1972)

Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Άτρακτος (2004)

Θεωρίες συνωμοσίας





Σε δύο προηγούμενες επιφυλλίδες μου (21.2.10, 23.5.10) μιλούσα για την ιδεολογηματική σήμερα πρόσληψη του Καρυωτάκη· για τους κριτικούς που διαβάζουν, εσφαλμένα, την επίκριση του καρυωτακισμού από τον Καραντώνη («Η επίδραση του Καρυωτάκη στους νέους», 1935) ως μια προσπάθεια να χτυπηθεί το πολιτικά αριστερό- κατά την κρίση τους- περιεχόμενο της καρυωτακικής ποίησης, με σκοπό να αναχαιτιστεί η απήχησή της και να διευκολυνθεί η επιβολή τής- υποτιθεμένως συντηρητικής- ποιητικής γενιάς του ΄30. Σήμερα θα σχολιάσω μια ανάλογη παρανάγνωση του κειμένου του Καραντώνη, όχι όμως και ομόλογη, αφού τα αίτιά της δεν φαίνονται ιδεολογικά. 

Πρόκειται για την εχθρικότερη ως σήμερα τοποθέτηση εναντίον της γενιάς του ΄30 ως προς την αντίθεσή της στον καρυωτακισμό· τοποθέτηση που περιέχεται στο κείμενο του Γιώργου Αράγη «Καρυωτακισμός: ένας δυσφημισμένος όρος» ( Ποίηση, αρ. 29, 2007). Για τον Αράγη η εν λόγω αντίθεση ήταν αποτέλεσμα μιας εγκληματικής συνωμοσίας: «Επινοήθηκε (από τον Καραντώνη) ο δυσφημιστικός όρος καρυωτακισμός » με «στόχο να παραμεριστεί η έντονη παρουσία του καρυωτακικού έργου. Να φύγει από τη μέση αυτό το έργο και, αν ήταν δυνατόν, να εξαφανιστεί τελείως [...] για να μείνει ανοιχτός ο δρόμος να ΄ρθουν στο προσκήνιο άλλοι αναδυόμενοι ποιητές». Πρωταγωνιστές της συνωμοσίας ήταν «ο αφανής εμπνευστής Γ. Κατσίμπαλης και ο φανερός εκτελεστής Καραντώνης», και συμμέτοχοι «οι Δ. Νικολαρεΐζης, Γ. Θεοτοκάς, Οδ. Ελύτης και Γ. Σεφέρης». 

Ο Αράγης κατηγορεί τον Κατσίμπαλη και τον Καραντώνη για ηθική και κριτική ανεντιμότητα - για «δόλια πράξη», «ψευδολογία», «μειοδοσία στο ζήτημα της πνευματικής ελευθερίας»αλλά και τους υπόλοιπους «συνωμότες» για την απαράδεκτη, κατά τη γνώμη του, αποδοκιμασία του καρυωτακισμού, με την οποία «έγραφαν μια μελανή σελίδα στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας». Τα στοιχεία με τα οποία είναι βέβαιος ότι τεκμηριώνει τις κατηγορίες του είναι ασύστατα, όχι μόνο γιατί είναι εσφαλμένα αυτά καθεαυτά (δεν έχω τον χώρο να το δείξω αυτό εδώ), αλλά και γιατί απορρέουν από το βασικότερο λάθος του (το αναλύω παρακάτω), που 

Η Μαρώ Σεφέρη, ο Γιώργος Σεφέρης και ο Γιώργος Κατσίμπαλης στην Κω, το 1955

είναι ότι ο Καραντώνης κατασκεύασε το θέμα του καρυωτακισμού κατ΄ εντολήν του Κατσίμπαλη. Ο Αράγης δεν προσκομίζει κάποια απόδειξη γι΄ αυτό παρά μόνο τα εσφαλμένα στοιχεία που ανέφερα, από τα οποία εικάζει: «Το γεγονός ότι τα στοιχεία αυτά αφορούν το κείμενο του Καραντώνη μάς επιτρέπει να σκεφτούμε ότι έχουμε να κάνουμε με ένα κείμενο κατευθυνόμενο». Η εικασία αυτή μετατρέπεται πάραυτα, με τη βοήθεια μιας δεύτερης εικασίας του, σε απόλυτη βεβαιότητα: «Είναι περισσότερο από βέβαιο ότι η θέση του Καραντώνη υπαγορεύτηκε [...] από τη βούληση του Κατσίμπαλη». Η δεύτερη εικασία είναι ότι ένας τόσο νέος όσο ο Καραντώνης το 1935, δεν μπορεί να «μιλάει συνεχώς για νέους». «Ποιος εκφέρει», γράφει ο Αράγης, «αυτή τη “νεο-λογία”; Μα ένας άνθρωπος πολύ νέος ο ίδιος, μόλις 25 χρόνων. Κι όμως μιλάει για τους καρυωτακικούς ποιητές σαν να ΄ναι πολύ μεγαλύτερός τους. Από το ύψος μιας ηλικίας που δεν είναι η δική του» και που «παραπέμπει στον πρεσβύτερό του Κατσίμπαλη». 

Οι θεωρίες συνωμοσίας δεν ωφελούν τη λογοτεχνική κριτική: αποθαρρύνουν την έρευνα, καλλιεργούν την εικοτολογία, ενισχύουν τις προκαταλήψεις. Είναι φανερό ότι ο Αράγης γράφει τα παραπάνω γιατί έχει ελλιπή γνώση τόσο της ιστορίας του καρυωτακισμού όσο και του κριτικού έργου του Καραντώνη. Διότι διαφορετικά θα γνώριζε ότι δεν είναι Καραντώνης ο πρώτος που θέτει το θέμα του καρυωτακισμού αλλά ο Ν. Κάλας (ο οποίος ήδη τον Φεβρουάριο του 1929 καυτηρίαζε τα «σημάδια παρακμής» στους «πνευματικούς συγγενείς του Καρυωτάκη», χαρακτηρίζοντάς τους «λιποτάχτες της ζωής» που «μυρίζουν μούχλα»)· θα γνώριζε ότι ο Καραντώνης, που η κριτική του ηλικία το 1935 ήταν πολύ μεγαλύτερη από ενός εικοσιπεντάχρονου, δεν χρειαζόταν την υπαγόρευση του Κατσίμπαλη για να επικρίνει τους ποιητές της ηλικίας του, γιατί νεολογούσε ήδη δεκαεννιάχρονος, προτού ακόμη γνωρίσει τον Κατσίμπαλη (βλ. τη μελέτη του, του 1929, για τον Παλαμά)· θα γνώριζε ότι ο Καραντώνης επέκρινε τον καρυωτακισμό ήδη εικοσάχρονος, από τον Μάρτιο και τον Μάιο του 1930 (περ. Ελληνική Επιθεώρησις ), προτού ακόμη γνωρίσει τον Σεφέρη (τον γνώρισε «τον χειμώνα του 1930»), καθώς και τον Ιανουάριο του 1931 (περ. Νουμάς ), προτού ακόμη εμφανιστεί η ποιητική γενιά του ΄30· θα γνώριζε, ακόμη (προφανώς γι΄ αυτό δεν τους περιλαμβάνει στους συγγραφείς της «μελανής σελίδας της νεοελληνικής λογοτεχνίας»), ότι τον καρυωτακισμό δεν επέκριναν μόνο οι συγγραφείς της γενιάς του ΄30 που αναφέρει, αλλά και όλοι σχεδόν οι αξιολογότεροι κριτικοί της εποχής (Ξενόπουλος, Αγρας, Βαρίκας, Παναγιωτόπουλος, Παπανικολάου), ενώ δεν τον επιδοκίμαζε κανείς· θα γνώριζε, τέλος, ότι δεν υπάρχει τίποτε που να δηλώνει ότι ο Κατσίμπαλης αντιπαθούσε την ποίηση του Καρυωτάκη- ότι, απεναντίας, όλα δείχνουν ότι ήταν θαυμαστής της (βλ. την αλληλογραφία του με τον Σεφέρη, Α΄, σ. 372, 391). 

Η κριτική ηλικία του Καραντώνη το 1935 ήταν πολύ ωριμότερη από εκείνη του κατά έντεκα χρόνια μεγαλύτερού του Κατσίμπαλη· ο οποίος, όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο Β. Χατζηβασιλείου, «ήταν αδύνατον να προσφέρει (στη γενιά του ΄30) κάτι παραπάνω από την τεχνική υποστήριξη και τις πρακτικές του μέριμνες». 

Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και της Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. 

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2016

Γιώργος Χ. Θεοχάρης "Με δεμένα μάτια"




Στον Μάρκο Μέσκο

Χαράματα Δευτέρας 14 Φεβρουαρίου, πέμπτη χρονιά η πατρίδα στο γύψο, ξεκινάμε από το παγωμένο Πολύκαστρο για την περιοχή Σκρα ντι Λέγκεν. Εβδομάδα ασκήσεων χειμερινής διαβίωσης. Παρατηρητήριο αξιωματικών του ΝΑΤΟ. Περνάμε τον γκρίζο, υπερόπτη, μονόδρομο Αξιό. Κινούμαστε αντίθετα στη ροή του. Από το ύψωμα του Φανού διακρίνουμε, μέσα σε αραιή ομίχλη, τη Γευγελή. Τα πολυβόλα κι οι όλμοι στήνονται στο λόφο του Άϊ-Γιώργη. Οι πεζοπόροι παίρνουμε θέση στο ρέμα του Κοτζά Ντερέ, προσμένοντας το σύνθημα της επίθεσης. Στόχος να καταλάβουμε εξ εφόδου τα ερείπια του γαλλικού νοσοκομείου, απέναντι. Εκεί το στρατηγείο των ερυθρών, υποτίθεται. Βολές πυροβολικού. Οι ολμιστές χτυπούν το στόχο με πραγματικά πυρά. Σε λίγο κροτάλισμα των πολυβόλων. «Έτοιμοι!» η φωνή του ανθυπολοχαγού. «Έφοδος!» Χυνόμαστε στον ανήφορο με εφ’ όπλου λόγχη κραυγάζοντας «αέρα!». Πριν οι τελευταίοι αφήσουμε τη θέση εφόρμησης ένα βλήμα όλμου σκάει μέσα στο ρεματάκι, κοντά μας. Καταιγισμός από πέτρες, νερά, κομματιασμένα σκλήθρα και κληματσίδες. Πανικός. Ο βοηθός ολμιστής, είναι φανερό, έκανε λανθασμένη μέτρηση αζιμούθιου και γωνιών ανύψωσης. Ο λόχος, σύσσωμος, οπισθοχωρεί. Τα ουρλιαχτά του ανθυπολοχαγού στο βρόντο. «Συνεχίστε!», «Μη φοβάστε ρε! Θα γίνουμε ρεζίλι στους νατοϊκούς!», «Θα σας γαμήσω κωλόπαιδα! Θα σας περάσω στρατοδικείο!». Όλμοι και πολυβόλα συνεχίζουν να χτυπούν στα ερείπια. Κρυβόμαστε όπου βρήκε καθένας. Να βγούμε απ’ το πεδίο βολής. Δίνεται, επιτέλους, διαταγή διακοπής της άσκησης. Βγαίνουμε απ’ τις τρύπες μας. Ο μέραρχος ουρλιάζει. Μοιράζει φυλακές εικοσαήμερες. Οι ποινές θα εκτελεστούν ύστερα από επτά μέρες. Όταν τελειώσει η εβδομάδα της άσκησης. Μαζεύουμε. Ανεβαίνουμε στα REO. Παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής μέσα σε γαμοσταυρίδια των αξιωματικών. Οι επιλοχίες βρίζουν πέντε κλίμακες ψηλότερα.

Φτάνουμε στην Αξιούπολη. Κι ύστερα, δεξιότερα, περνάμε τη Γοργόπη. Και τη Γουμένισσα. Αριστερά ο δρόμος κατεβαίνει προς Γιαννιτσά. Και μακρύτερα για τη Σκύδρα. Εκεί, μια στις δεκαπέντε συνοδεία για παράδοση και παραλαβή λινοστολής στα στρατιωτικά πλυντήρια. Περνάμε τη Γρίβα και την Καστανερή. Μπροστά μας το γαλάζιο Πάικο αμετακίνητο. Εδώ, στα ριζά, ο φρουρός στο φυλάκιο. Η χοντρή αλυσίδα εγκάρσια στον χωματόδρομο. Η πινακίδα: «Προσοχή! Στρατιωτική περιοχή. Απαγορεύεται η διέλευσις άνευ αδείας». Ο φρουρός ανοίγει το πέρασμα. Η φάλαγγα κινείται αργά. Καστανιές. Βελανιδιές. Και πιο πάνω αγέρωχες οξιές. Γυμνά επιβλητικά κλαδιά σαν να προσεύχονται ή να μουντζώνουν. Στα μισά της ανάβασης αποβίβαση. Αναλαμβάνουμε εξάρτηση εκστρατείας. Ανεβαίνουμε οδοιπορώντας. Παγωνιά. Κάτι τσιουρτσιουλένια πετάνε αναμαλλιασμένα πού και πού. Οι κνήμες βουλιάζουν στα φύλλα της οξιάς. Λίγο πριν φτάσουμε στο οροπέδιο ένα μουλάρι ξεκαπίστρωτο φεύγει πέρα φρουμάζοντας. Ψηλά η Γκόλα-Τσούκα κατάλευκη. Φτάνουμε κατάκοποι στα Λιβάδια. Στοιχιζόμαστε κατά λόχο. Αποθέτουμε. Οριοθετείται ο χώρος εγκατάστασης. Ανά δύο στήνουμε τα σκοινάκια. Μοιράζεται ξηρά τροφή. Μισή κουραμάνα, κονσέρβα corned beef. Άπαξ της ημέρας. Συμπλήρωμα συσσιτίου θα εξασφαλίζει καθένας απ’ τα πατατοχώραφα του οροπέδιου. Και απ’ όπου αλλού βρει. Η μονάδα θα παρέχει μονάχα το τσάι. Ορίζονται οι σκοπιές. Μοιράζονται στους φρουρούς και στην έφοδο τα συνθηματικά. Πέφτουμε ξεροί για ύπνο. Η υγρασία περονιάζει τα κόκκαλα.

Ασκήσεις μάχης ανοιχτού πεδίου, τις δυο επόμενες μέρες. Μέχρι το μεσημέρι. Ύστερα ξεχώνουμε πατάτες. Πού και πού κάλυκες από σφαίρες. Βάζω έναν στην τσέπη. Περιμετρικά στο καψύλλιο χαραγμένο: Ελληνικόν καλυκοποιείον 1932. Ποια ζωή τελείωσε το βλήμα της; Ποια μάνα μαυροφόρεσε; Σε ποιον πικρό τόπο; Ποια αγαπημένη; Ανάβουμε φωτιές. Δυο-δυο, τρεις-τρεις. Φτιάχνουμε θράκα. Ψήνουμε. Τρώμε. Τη νύχτα της Τετάρτης ανοίγουν οι ουρανοί. Περνάει νερό στις σκηνές. Άρον-άρον βαθαίνουμε, με τα σκαπανικά, τ’ αυλάκια περιμετρικά. Λάσπη. Μουσκίδι. Αγρύπνια. Το πρωί προσπάθεια να στεγνώσουμε τα ρούχα στη φωτιά. Πριν από κάθε τι κουβέρτες και κάλτσες. Ξαναπιάνει βροχή. Απελπισία. Ο Νίκος Μπαλιαμπάλιας, κοντοχωριανός μου, μούσκεμα ως το κόκκαλο, βάνει τα κλάματα. Ένας καραβανάς αρχιλοχίας τον αποπαίρνει: «Αρχίδια δεν έχεις ρε κηδεία;!» Ο Νίκος κάνει πιο πέρα κλωτσώντας με μανία ό,τι βρίσκει στο χώμα και φεύγει όπως λαβωμένο ζώο στο δάσος

Δυο διμοιρίες ειδοποιούνται για την επόμενη, τελική, άσκηση. Είμαστε οι κυανοί –(είναι κι ετούτος ένας τρόπος ανανήψεως, νομίζουν. Μία απόπειρα να μας πιέσουν ψυχικά βαφτίζοντάς μας «κυανούς», εμάς, ένα ολόκληρο Τάγμα ανεπιθυμήτων, αν εξαιρέσει κανένας το λόχο Διοικήσεως, άλλος χαρακτηρισμένος Α, από τη δράση συγγενούς στην Κατοχή, στον Εμφύλιο, στην ΕΔΑ, στους Λαμπράκηδες κι άλλος Β, απ΄ την προσωπική του ένταξη στην αντιχουντική δράση). Θα επιτεθούμε να καταλάβουμε μια φρουρά των ερυθρών. Να την αιχμαλωτίσουμε. Θα ξεκινήσουμε τα μεσάνυχτα. Η επίθεση θα εκδηλωθεί πρωί της Παρασκευής. Οπλισμός ελαφρύς. Πιστόλια, ξιφολόγχες, ημιαυτόματα Thomson. Ξηρά τροφή στα σακίδια. Μισή κονσέρβα corned beef και 10 γαλέτες. Παραλαμβάνουμε. Έτος παραγωγής γαλέτας: 1953. Μοιράζονται συνθηματικά. Σύνθημα: Βουκεφάλας. Παρασύνθημα: Υδάσπη. Ξεκινάμε στις 00:15. Κατεβαίνουμε τη δυτική πλευρά του βουνού. Η φρουρά των ερυθρών σ΄ ένα μετόχι της  Μονής Αρχαγγέλου Μιχαήλ, έξω από το χωρίο Αρχάγγελος, βορειοδυτικά όπως κατεβαίνουμε το Πάικο. Στα μισά της κατάβασης σταματάμε. Οι επικεφαλής επιλοχίες μάς δένουν τα μάτια. Σε φάλαγγα κατ’ άνδρα δενόμαστε, ανά δέκα, με τριχιά απ’ τη μέση. Απόσταση επόμενου από τον μπροστινό του ως ένα μέτρο. Συνεχίζουμε την κατάβαση στα τυφλά. Αργά. Φοβισμένα. Οι επιλοχίες επιτηρούν. Ο πρώτος κάθε δεκάδας ψαχουλεύει τον αέρα να εξασφαλίσει κενό πέρασμα σε κάθε βήμα. Ακούμε το γκουπ από το κράνος του πάνω στους κορμούς των δέντρων. Σε κάθε του παραπάτημα σωριάζεται ολόκληρος ο κωμικός συρμός. Μια ώρα αργότερα σταματά το μαρτύριο. Ανοίγουν πάλι τα μάτια μας. Πορευόμαστε στα ισώματα της Άνω Αλμωπίας. Αχάραγα φτάνουμε στην περίμετρο του στόχου. Ένα εκκλησάκι παλαιικό. Δεξιά από την είσοδο δυο κελιά. Ανεβαίνει κανένας με εξωτερική σκάλα. Μπροστά έν’ αυλιδάκι ίσαμε ένα μεγάλο αλώνι. Στη μέση μια ξερακιανή μυγδαλιά. Διασκορπιζόμαστε ολόγυρα. Εξασφαλίζουμε κάλυψη. Μπουσουλώντας ανοίγω τόπο με την ξιφολόγχη σε μιαν αγκαθιά. Χώνομαι μέσα γονατιστός. Χαράζει. Ένας ερυθρός εμφανίζεται. Με πλήρη εξάρτηση. Το Μ1 με τον αορτήρα περασμένο στον ώμο. Διαλέγει μια πορεία. Περιπολώντας κάνει εγγεγραμμένα τρίγωνα στον κύκλο της αυλής. Πλησιάζοντας στο γιατάκι μου ακούω την ανάσα του. Κρατάω τη δικιά μου. Περνάνε οι ώρες. Οι αγκώνες μου πιάνονται. Μουδιάζω. Κατά τις δέκα ο στρατιώτης του εχθρού βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της αυλής. Ο διμοιρίτης μας, στην απέναντι θέση, σέρνεται μαλακά στην κρυψώνα του. Ο σκοπός γυρίζει αυτόματα. Στήνει αφτί. Ένας δικός μας πετάγεται. Τον ρίχνει μπρούμυτα. Του ακουμπά την ξιφολόγχη στο λαιμό. Παραδίνεται. Δεν βγάζει μιλιά. Οι κανόνες της άσκησης, βλέπεις. Κάποιοι τον δένουν χειροπόδαρα. Οι υπόλοιποι ανεβαίνουμε τη σκάλα. Αθόρυβα πιάνουμε θέσεις αριστερά-δεξιά στις πόρτες των κελιών. Με τα μάτια δίνεται η εντολή για την έφοδο. Με γερές κλωτσιές παραβιάζονται οι πόρτες. Εισβάλουμε. «Ψηλά τα χέρια! μην κουνηθείτε!», ουρλιάζουμε. Είναι τέσσερις στρατιώτες από άλλη μονάδα. Άγνωστοι. Ανυπόδητοι. Ότι έχουν ξυπνήσει. Οσμή από τσίπουρο και λουκάνικο. Τους αφήνουμε να ντυθούν φρουρούμενοι. Τους επιτηρούμε με τα αυτόματα. Κάποιος ρωτάει γιατί δεν ήσαν σε ετοιμότητα απόκρουσης επίθεσης; Ένας απαντάει πως, αφού, έτσι κι αλλιώς, η άσκηση ήταν σχεδιασμένη να νικήσουν οι κυανοί είπανε να καλοπεράσουν ένα εικοσιτετράωρο. «Καλύτερα ερυθρός και λούφα, σειρά, παρά κυανός και ξεθεωμένος», συμπλήρωσε. Μας κέρασε άφιλτρα. «Πιείτε κι ένα τσίπουρο να ζεστάνετε το μέσα σας», είπε και μας έδωσε το μπουκάλι. Σε λίγο βγήκαμε. Οι υπόλοιποι έχουν κρεμάσει, από τα πόδια, τον φρουρό του εχθρού στη μυγδαλιά. Ένας επιλοχίας ρίχνει μια κόκκινη φωτοβολίδα. Παίρνει κάποια απάντηση στον ασύρματο. «Λήξις ασκήσεως», φωνάζει. Κατεβάζουμε τον κρεμασμένο. Παίρνουμε όλοι μαζί, κυανοί κι’ ερυθροί, το δρόμο της επιστροφής. Σηκώνω το βλέμμα μου. Βόρεια και δυτικά ανεμίζουν περήφανες οι κορφές του Πίνοβου, του Καϊμάκτσαλαν κι η γρανιτένια γροθιά της Τζένας. Στην πλάτη μας το πάναγνο Βέρμιον μακρινό σιωπηλό. Πιο πάνω περιμένουν τα REO. Επιβιβαζόμαστε. Φτάνουμε στην Περίκλεια. Στροφή αριστερά. Περνάμε το χωριό Νότια. Και το Αετοχώρι. Έξω απ΄ τη Φούστανη βρίσκονται οι υπόλοιπες μονάδες. Συγκρότηση όπως-όπως. Οι μάχιμοι λόχοι θα παρελάσουν στη Φούστανη. Ξεκινάμε. Η μπάντα της Μεραρχίας παιανίζει «Μαύρ’ είν’ η νύχτα στα βουνά», «Μακεδονία ξακουστή» και άλλα εύηχα. Περνάμε, κατάκοποι, μπρος από την εξέδρα. Κεφαλή δεξιά ‘π! Επιτέλους τελείωσε… Άδεια σακιά ανεβαίνουμε ξανά στα οχήματα. Παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής στη βάση μας…

*

Δυο χρόνια κοντά σας. Στης αγκαλιά σας τη θαλπωρή. Στο χνώτο της αγάπης σας. Στη ζεστασιά της ανθρωπιάς σας. Άνθρωποι και τόποι και τρόποι του Κιλκίς και της Πέλλας. Αξιέ, ποτάμι μου, το μουρμουρητό των νερών σου νανούρισε τη μοναξιά μου στις σκοπιές τις άγριες νύχτες. Βαρδάρη, άνεμε πού ‘φερνες φρεσκάδα του βορρά και δεν μπορούσαν ν΄ απαγορέψουνε στο σύνορο την είσοδό σου οι στρατοκράτες. Βαρδάρη, αγέρα μου, έτρεμε το φυλλοκάρδι της μάνας μου βλέποντας το γιο της στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες, με το χιόνι σε διαγώνιες ριπές απ’ την ορμή σου. Ζάβαλη μάικω και μητέρα και μάνα και μα… Βουνά μου, περήφανα βουνά, Πάικο και Τζένα και Πίνοβο και Καϊμάκτσαλαν και Καρακάμεν με τα κόκκινα ξέφωτα. Αγέρωχα βουνά, κάτω απ’ τον μολυβένιον ουρανό, αξιώθηκα και μέτρησα τα χνάρια του αγριμιού πάνω στο χιόνι, ακούγοντας τα βογκητά των σκοτωμένων του Εμφυλίου μέσα στο στέρνο σας. Πόσες φορές αναρωτήθηκα τα ίχνη των πελμάτων μου που οδηγούν την πληγωμένη μου νιότη. Ξωκλήσι του Άϊ-Γκιώργκη, στο ταπεινό στασίδι σου καταπράυνα την απόγνωσή μου ρίχνοντας άνθη στο καταραμένο φίδι, έτσι καθώς σπαρτάραγε, τρυπημένο από το δόρυ του τροπαιοφόρου, στην εικόνα. Ρίχνοντας άνθη φιμωμένου λόγου στο φιλιατρό που μόλεψεν η ύβρις του χουντόδρακου.

Κι ώ! πώς σας νοσταλγώ τοπία της ερημιάς μου… Αγκαθωτά χωριά που γίνατε χλόη παρηγοριάς και φράχτης προστασίας για τόσους και τόσους κεκαρμένους κι αποσυνάγωγους.  Κι αφού μακεδονίτικα πουλιά λαλούν μακεδονίτικα, έτσι λαλώ κι εγώ πατρίδες της νιότης μου προσαγορεύοντάς σας: Χαίρετε, λοιπόν, Ματσούκοβο, Σέχοβο, Ραγκούνοβετς, Μποέμιτσα, Πάζαρ! Χαίρε, με τα χάλκινά σου, Γκούμεντζα! Χαίρε πράσινο Βέρτικοπ! Χαίρετε Μάγκιανταγκ, Λούμνιτσα, Κούκουσκο, Κρίβα, Μπαρόβιτσα! Χαίρε Γκόλεμο Λιβάντι μες στην ομίχλη! Χαίρετε Όσσιανη, Τούδορτσι, Φούστανι, Τούσιανι, Γεντίκοϊ, Τσέρνα-Ρέκα, Κουφάλεβο, Μπάλτζα, Καριότιτσα, Λοζάνοβο, Κουζούσιανι Ρουσίλοβο! Χαίρετε Τρέστενικ, Βίγκονι, Ορίζαρι, Μπόρισλαβ! Χαίρε Όστροβο και χαίρε γοργόνερο Σούμποτσκο! Χαίρετε Ορεοβίτσα, Δάμποβο, Ίσβορο, Β’γκιένι, Τρέμπολιτς! Χαίρε δροσάτη μου Βόντεν όπου καταρρεί το της λίμνης του Οστρόβου ύδωρ, υπό γης κάτωθεν ρέον αφανώς και εκείσε πάλιν αναδυόμενον. Και, τέλος, γεια σου Ντόλνο-Γκραματίκοβ του ποιητή!

Κι ω! στίχοι που μου δοθήκατε σε κείνους τους τόπους της πίκρας μου, σ’ εκείνους τους θολούς καιρούς, σημειωμένοι σε ταβέρνες, σε σκοπιές, σε δίωρες άδειες, στο ΚΨΜ, σε στερήσεις εξόδου, σε αγγαρείες, πίσω από φύλλα πορείας, σε καρότσες στρατιωτικών οχημάτων, σε ασκήσεις, στην απομόνωση, σε διαδρόμους αναμονής μπορντέλων, σε θαλάμους των λόχων, στα πηχτά σκοτάδια της λύπης μου. Γιατί, το ξέρουμε πια, όταν είμαστε λυπημένοι γράφουμε ποιήματα.

Και αχ! νιότη μου, βρεγμένο σκυλί που σ’ έπαιρναν με τις πέτρες οι εξουσίες.
Κι ω! μνήμη, αρνάδα που βόσκησες το ματωμένο χορτάρι.


Ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης γεννήθηκε στη Δεσφίνα Φωκίδας τον Δεκέμβριο του 1951. Συνταξιοδοτήθηκε από τη βιομηχανία παραγωγής αλουμινίου, στα Άσπρα Σπίτια της Παραλίας Διστόμου, στη Βοιωτία, όπου και ζει, έχοντας εργαστεί, ως τεχνικός στην μηχανολογική συντήρηση.
Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές: Πτωχόν Μετάλλευμα (Εμβόλιμον 1990), Αμειψισπορά (Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκης Λεβαδείας 1996), Ενθύμιον (Καστανιώτης 2004),  Από μνήμης (Μελάνι 2010) και τη συγκεντρωτική έκδοση Πιστοποιητικά θνητότητας – ποιήματα 1970-2010, (Σύγχρονη Έκφραση, 2014) καθώς και το βιβλίο ιστορικής έρευνας Δίστομο 10 Ιουνίου 1944 – το Ολοκαύτωμα (Σύγχρονη Έκφραση 2010) για το οποίο τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Χρονικού – Μαρτυρίας 2011. Επίσης επιμελήθηκε τις Ανθολογίες ελληνικών ποιημάτων Ξένων αιμάτων τρύγος, (Γαβριηλίδης, 2014) και Χνάρια στο φιλιατρό των φίλων, (Γαβριηλίδης 2015).
Διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό Εμβόλιμον, που εκδίδεται στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας από το 1988, και μετείχε στη σύνταξη της έντυπης   εφημερίδας BookPress.
Δημοσιεύει επίσης δοκιμιακά σημειώματα και κείμενα λογοτεχνικής κριτικής.
Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ισπανικά.
Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.



Άδωνις - Άσματα του Μιχιάρ του Δαμασκηνού



Ένας θεός αγαπάει το άλγος του 



Στον θεό που σχίζεται
στα βήματά μου -
εγώ ο Μιχιάρ ο καταραμένος,
θυσία υψώνω τους νεκρούς
και λέω την ευχή του πληγωμένου λύκου.

Αλλά οι τάφοι που χασμουριούνται
στα λόγια μου
κλωσσάνε τ' άσματά μου
μ΄έναν θεό που απομακρύνει τις πέτρες από μας
και αγαπάει το άλγος του,
ευλογεί ακόμα και την κόλαση·
λέμε μαζί τις προσευχές
και στης ημέρας το πρόσωπο δίνει ξανά την αθωότητα.



Πηγή: Άδωνις, Άσματα του Μιχιάρ του Δαμασκηνού, Μτφ. Μάρκελλος Πιράρ, Εκδόσεις Άγρα.


ΔΥΟ ΑΙΩΝΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

ΣΕΙΡΑ ΔΕΥΤΕΡΗ
* Ποιητὲς Ἀνθολογοῦν Ποιητές *




ΝΙΚΟΣ ἘΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ (1907-1985)
Ὁ μὸνος νοσταλγός 
Ἀφιερωμένη στὸν Νίκο Ἐγγονόπουλο εἶναι
ἡ 9η ἐκδήλωση τοῦ Δέκατου Τέταρτου Κύκλου
«Ποίηση: Λόγος καὶ Τέχνη 2015-2016»
ποὺ διοργανώνει τὸ Ἵδρυμα
«Τάκης Σινόπουλος – Σπουδαστήριο Νεοελληνικῆς Ποίησης”.
Ὁ ποιητὴς Γιῶργος Χουλιάρας
θὰ παρουσιάσει τὸν ποιητὴ Νίκο Εγγονόπουλοκαὶ θὰ ἀνθολογήσει τὸ ἔργο του.

Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2016
στὶς 8 μ.μ. στὸ σπίτι τοῦ Τάκη Σινόπουλουστὴν ὁδὸ Τάκη Σινόπουλου ἀρ. 22 στὸν Περισσό.



Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2016

"Γεράκι στο κλουβί" της Ολβίας Παπαηλίου



επιμέλεια Νότα Χρυσίνα*
                                                 notachryssina@gmail.com


Unknown French artist
1907

«Τί θα μπορούσε να γινότανε αλλιώς;», αναρωτιέμαι καμμιά φορά, μέσα στα όνειρα του ανάλαφρου ύπνου. Και κάποιες φορές, κάτι μου φαίνεται πως θα γινότανε ν’ αλλάξει.

Θυμάμαι κάποτε, είχαμε πάει με το θείο μου σε μία ζωοπανήγυρη: είχαμε πάρει μαζί και τον ξάδελφό μου τον Κώστα, ήταν δυο χρόνια από μένα μικρότερος. Και θα πουλούσαμε την κατσίκα τη Μόρφω, νομίζω (και για βοήθεια θαρρώ μ’ είχε πάρει, γιατί καλύτερα είναι δυο χέρια ακόμα). Κι ας ήμουν-δεν ήμουν οχτάχρονο, ήξερα ήδη να δένω τα ζώα μας. Είχαμε πάει με την παλιά του την κούρσα, την είχε φτιαγμένη με πίσω να έχει κλουβάκι: διπλό, μεγαλείο! Και κάτω φορτώθηκε η Μόρφω, στο πάνω κλουβί θα φορτώναμε κότες.

Εκεί, όταν φτάσαμε: κακό, φασαρία, μαλλί της γριάς μοσχομύριζε. Θα παίρναμε αργότερα, είπαμε: κι ο Κωστής καθότανε φρόνιμος, και η Μόρφω (η Μόσχω; δε θυμάμαι ακριβώς...). Ωραία ήταν όλα, φορούσα ενα ψευτοβραχιόλι, μου το ΄χε χαρίσει η γιαγιάκα μου. Μας λέγανε κάποιοι Τουρκόγυφτους, Αλανιάρηδες, Καρεκλάδες. Τα μαλλιά μου τα είχα κοτσίδα, συνήθως μασούσα τις άκρες. Και τα αυτιά μού τα είχαν τρυπήσει, αισθανόμουν ιδιαίτερα όμορφη. Το θείο μου, τον είχα αγάπη. Αυτός, ήταν άνθρωπος άγιος, φαινόταν: είχε τα μάτια του μπλε σαν τη θάλασσα, κι αυτό είναι σπάνιο φαινόμενο: λέγανε κάποιοι πως είχε τη Χάρη να βλέπει τα αυριομελλούμενα.
Εκεί, στο παζάρι των ζώων – πουλήθηκε η Μόρφω μας άκλαφτη, πήγαν κι οι κότες παρέα της, είχαμε κάνει καλά τις δουλειές μας. Όταν ήταν να φύγουμε ήρθε κάποιος μαζί μας: κι εγώ πια στην κούρσα δε χώραγα, με πήρε στα χέρια του ο θείος μου, με φόρτωσε στο πάνω κλουβί με το άχυρο, μου έδωσε όμως κροσσάτο προσκέφαλο, αν ήθελα λέει να καθήσω καλύτερα. Εκεί είχε αρχίσει το χάλασμα: στο άχυρο έκατσα, με την όμορφη φούστα μου (που ήταν φτιαγμένη από προίκας παλιάς τα υφάσματα, ίσως ένα σεντόνι με κλάρες). Είχε ο θείος μου βρει ένα φίλο παλιό, ένα τύπο περίεργο που είχαν πάει μαζί στο στρατό, αν θυμάμαι. Κι επειδή δεν εβάλαν αυτόν στο κλουβάκι, οργίστηκα. Σταματήσαμε κάπου στα Μέγαρα. Φανταζόμουν παλάτια και σπίτια φτιαγμένα θεόρατα: μας προσκάλεσε σε μια άθλια ταβέρνα, μα είχε αρχίσει ο Κωστής (και εγώ) να πεινάμε. Ήπιαν μπύρες, εμείς λεμονάδες. Ήπιε ο θείος μου κι άλλο, κι ακόμα. Ο Κωστής είχε βγει στην αυλή, για να παίξει. Εγώ φόραγα ωραία παπούτσια (περσινά, της ξαδέρφης της Νίτσας). Ήταν ξώφτερνα, με ένα λουράκι. Είχαν όμως και λίγο τακούνι και δε με βολεύανε. Είχα αρχίσει λοιπόν και βαριόμουνα, εκεί στο τραπέζι κι εγώ καθισμένη. Είχα και λίγο, να πούμε, τα νεύρα μου – γιατί δε μου είχε περάσει ο θυμός που με είχανε βάλει να κάτσω στα άχυρα: στο ταξίδι, κρυβόμουνα πίσω απ΄του θειού το κροσσάτο προσκέφαλο, και κουνούσα τα χέρια μου σαν ακόμα να χόρευα, σαν πουλί που θα πέταγε, σαν κορίτσι, σαν αλαφροΐσκιωτο. Χάζευα το ψευτοβραχιόλι μου, για να μη βλέπω το τί είδε ο κόσμος: μια Τουρκογύφτισσα σ’ ένα κλουβί βαλμένη, για τις κότες.

Ο θείος είχε αρχίσει και έβλεπε γυάλινα, τα μπλε του μάτια μου φαινόντανε σαν κόκκινα, και ύστερα τον πήρε ο ύπνος. Ο άλλος είχε ρίξει λεφτά στο τζουκμπόξ, και πατούσε κουμπιά με τραγούδια: μετά είχε αρχίσει αυτός, να χορεύει. Με ρώτησε τότε αν ήξερα να χορεύω νησιώτικα, τί τραγούδια μου άρεσαν. Με κέρασε ούζο. Μετά είχα βγάλει εγώ τα παπούτσια μου, του έδειξα τί μου είχανε μάθει να κάνω. Καλά τα τακούνια, μα ο χορός θέλει άφεσμα. Η φούστα-σεντόνι ανέμιζε μόνη της.

«Το ξέρεις πως είσαι ωραία;», το ήξερα. «Το ξέρεις ότι είσαστε φτωχοί σαν τους ζητιάνους, και χειρότερα;», (όχι, δεν ήξερα). «Ξέρεις πόσα λεφτά είναι, που μου χρωστάει ο θείος σου; Αν θέλω, φωνάζω νάρθουνε εδώ οι αστυνόμοι». Εγώ, είμαι άφωνη – ο θείος κοιμάται με το στόμα ανοιχτό, στην καρέκλα. Το ούζο δακρύζει σα σύννεφο μες στο ποτήρι, το πίνω. Θα το ξαναγεμίσει, αργότερα. Αφού μ’ έχει πάει πιο πριν να με πλύνει, στο μέρος. Από κείνη τη μέρα, θυμάμαι: δε μίλαγα πια, ούτε χόρευα. Είχα αρχίσει να πίνω, κρυφά, πριν τον ύπνο. Για χρόνια, θα λέω τη δικιά μου ιστορία αλλιώς: πως είχα περάσει την άδεια επαρχία με κάρο, με άμαξα – εικόνα από αργή ταινία. Η αλήθεια είναι αυτή που σας λέω: αλλά, τί άραγε γινόταν να γινότανε αλλιώς;

Ολβία Παπαηλίου, 2015




 Η Ολβία Παπαηλίου γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε Συμβουλευτική και Αναλυτική Εικαστική Ψυχοθεραπεία στα πανεπιστήμια του Σέφηλντ και του Ληντς, και ειδικεύθηκε στην έρευνα της Εικαστικής Ψυχοθεραπείας. Ζει και εργάζεται στο Γιόρκσηρ. Κείμενά της έχουν βραβευθεί από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά, έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και στο διαδίκτυο. Έχει ασχοληθεί με τη μετάφραση ποίησης και λογοτεχνίας από την αγγλική, και μεταφράσεις της έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά «Οδός Πανός» και «Το Δέντρο». Έχει εκδόσει μια ποιητική συλλογή (Μόνιμο Ύδωρ - Ζωντανό Νερό, εκδόσεις Οδός Πανός, 2013). Ο θεατροποιημένος της μονόλογος "Η Χάρριετ πήγαινε όποτε τη φώναζαν" παρουσιάστηκε σε θεατραναλόγιο στην Αθήνα. Γράφει και δημιουργεί δρώμενα και εικαστικές παρεμβάσεις σαν μέρος της διαρκούς της έρευνας μεταξύ δημιουργικότητας και θεραπευτικής διαδικασίας (σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο). Μέρος αυτής της έρευνας και των διαδραστικών της διαδικασιών παρουσιάζεται στο ιστολόγιό τηςhttps://olviapapailiou.wordpress.com/ (at the corner of Grace and Rapture way, αλχημεία και έκ-σταση). Την ενδιαφέρει η Αλχημεία και η Δυναμική Ονειροπόληση όπως βιώνεται μέσα από την εμπειρία της διαρκούς τεχνοδημιουργίας.



 *Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια-πολιτισμολόγος.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ - ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΣΑΙΞΠΗΡΙΚόΝ




Πατριάρχου Ιωακείμ 8 Θεσσαλονίκη, Τηλ. 2310-220545




Γεωργία Τρούλη

ΠΟΙΗΣΗ ΣΕ ΕΝΑ ΟΒΑΛ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Ποίηση

Κυκλοφορία: Δεκέμβριος 2015




Το πέμπτο βιβλίο της ποιήτριας - εικαστικού Γεωργίας Τρούλη. 

Γεννήθηκε τον Νοέμβριο του 1979. Κατάγεται από την Κρήτη και ζει στην Θεσσαλονίκη.Σπούδασε Νοσηλευτική στην Σχολή Επαγγελμάτων Υγείας και Πρόνοιας στο Α.Τ.Ε.Ι. Θεσσαλονίκης και έπειτα σπούδασε Ψυχολογία στην Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. Μετά από μεταπτυχιακές σπουδές στην Ψυχολογία, εισήχθη στο Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ όπου και αποφοίτησε το 2015. Πραγματοποιεί ατομικές εκθέσεις, λαμβάνει μέρος σε ομαδικές καθώς και σε φεστιβάλ καλλιτεχνών. Έργα της επίσης έχουν κατά καιρούς φιλοτεχνήσει λογοτεχνικά περιοδικά (Εντευκτήριο, Ένεκεν, Θ.Ε.Α.)και βιβλία των εκδόσεων «Σαιξπηρικόν»(εξώφυλλα, βινιέτες κ.α). Από το 2008 δημοσιεύει ποιήματά της σε διάφορα έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά καθώς και σε ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά και σε ιστοτόπους.Έχει εκδώσει πέντε ποιητικές ενότητες, τελευταία «Ποίηση σε ένα οβάλ περιβάλλον». Στο τριακοστό τρίτο συμπόσιο ποίησης Πάτρας παρουσιάστηκε το έργο της από τον ποιητή Αλέξανδρο Αραμπατζή.Είναι μέλος του συλλόγου Ελλήνων Ψυχολόγων, της της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και του Κύκλου Ποιητών.

____

[ Δείγμα γραφής ]

(ΚΟΥΑΡΚ ΚΟΥΑΡΚ)

Η κάθε ματαιοδοξία μέσα στην τραγικότητά της
Είναι πολύ αισιόδοξη
Και νιώθεις πως το μόνο
Που έχει συνέχεια
Είναι η ϕράουλα από το κοντόλαιμο κοτσάνι
Η σαύρα από την ουρά της
Ο κομήτης από το δευτερόλεπτο
Η εικόνα από τον τοίχο
Το βαμβάκι από τα σύννεϕα
Η κατσαρίδα από την μεταμόρϕωση
Η ϕυγή από την πραγματικότητα
Η μαϊμού από το έλλογο
Το άλογο από το χαλινάρι
Η κενότητα από το ϕως
Η πατούσα από το Βάρος
Το χαρτί από το Δέντρο
Το μελάνι από την Μοναξιά
Το πιρούνι από την Δημιουργία
Η χαρά από το Τραγικό
Μόνο
Και Αδιάσειστο
Είμαστε όλοι ένα Ον/είδος Μούχλας
Και
Ούτω καθεξής
Η ϕυγή
Επαναλαμβάνεται
Κουάρκ Κουάρκ
Φωνάζουν οι βάτραχοι
Στην Άκρη του
Πάντοτε
***

Η ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΠΗΧΤΟΥ

Είμαι λεκτικός θρόμβος
Μοιάζω να έχω ραϕτεί στα αγγεία
Κάθε λέξη αϕήνει στα αυτιά μου την αίσθηση του πηχτού
Αποσυντονίζομαι εύκολα
Συμπυκνώνομαι με ταχύτητα
Γίνομαι πίδακας ανενδοίαστα
Προκαλώ εμβολή στους αγαπημένους μου πνεύμονες
Ενίοτε δεν αναπνέω κανονικά αλλά ούτε με θόρυβο
Ψάχνω τότε μια σειρά από σημύδες
Τραχεία – Μεμβράνη και Τένοντα
Δένομαι εύκολα – Λύνομαι δύσκολα
Δεν προκαλώ πήξη του αίματος
Ούτε αϕηγούμαι ροή χωρίς τίμημα
Προκαλώ κορεσμό σε οξυγόνο
Και στον ύπνο παράλυση
Δεν εντοπίζομαι – γίνομαι ο ελάχιστος
Αλλάζω μορϕή σαν βουτηγμένη στο νερό πλαστελίνη
Δεν γίνομαι έμμηνος ρήση αλλά
Θαυμάζω όσους προσϕέρονται
Μία άχαρη νύξη προσπαθεί σε όλο το σώμα
Να με εντοπίσει
Διασπώμαι τότε σε μικρά σϕαιρίδια σημασίας
Οβάλ – ολοστρόγγυλη – ευθεία
Αναδιπλώνομαι σε στοιβάδες ενός γεωλογικού χρόνου
Που δεν έχω την γνώση
Όταν νιώσω την τριχοειδή υποψία
Για δέρμα σύνορο, όριο, εξαγωγή
Γίνομαι λεία στρώση νυχιού
Αποδημία πηχτού
Και
Αγαπώ
Τις νεροτσουλήθρες
***


_ΕΓΚΑΙΝΙΑΖΟΝΤΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ

Στην λιακάδα ξεκουράζονται
Τα χθεσινά βροχερά απομεινάρια
Μιας σκέψης
Σαν μακέτα ενός αρχιτέκτονα
Που
Μόλις
Κατάπιε
Μια
Αλυκή Αλίκη
Σε κολλώδη ήβη
Χαϊδεύει
Την
Κοιλιά
Του
Σε
Ένα
Μοντάζ
Αποτυχίας
Που
Διήρκησε
Μήνες
Οχτώ
Και
Συναπτές
Λέξεις
***

(ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ ΕΓΓΡΑΦΗΣ)

Ο ύπνος
Τσουβάλι
Γεμάτο
Λευκό
Αλεύρι
Που
Ρέει
Αργά
Και δεν
Βιάζεται
Να
Τελειώσει
Ήχος
Που
Προσπαθεί
Να
Κάνει
Ησυχία
Ένας ύπνος
Που θύμιζε
Αλεύρι απαλό
Τρέχει
Λίγο
Λίγο
Από
Μια